ΓΕΦΥΡΑ

eviahistοry.gr

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2020

ΝΙΚΟΛΑΣ ΚΡΙΕΖΩΤΗΣ˙ ΕΥΒΟΕΥΣ, ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ

  ΝΙΚΟΛΑΣ  ΚΡΙΕΖΩΤΗΣ˙  ΕΥΒΟΕΥΣ, ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ

   «Αυτός, κατά τον Αθανάσιο Χρυσολόγη, ην ο Κριεζώτης: Στρατηγέτης του Αγώνος. Ήρως του Ανηφορίτου και φρουρός του Παρθενώνος. Μεταξύ Οδυσσέως και Γκούρα έδραν έχει και τ’ όνομά του θέλει τους αιώνας διατρέχει. Εις την Εύβοιαν πατάξας Όθωνος την τυραννίαν, επροτίμησεν γενναίως την σκληράν αειφυγίαν
   Αειφυγία; Μα γιατί ο Νικόλας Χαραχλιάνης, ο επιλεγόμενος Κριεζώτης, από τα μικράτα του (στις γειτονιές και τους λόγγους των Κριεζών, όπου το 1785 γεννήθηκε) κι ως το πέρας του βίου του (στο χωριό Γωνιά της ιωνικής Σμύρνης) τον δρόμο της διαρκούς φυγής επέλεξε, νυχτοήμερα παίζοντας με τη φωτιά και τον θάνατο;
Ο Νικόλας Κριεζώτης δια χειρός Στέλλας Γίγα
  Ήταν μια κρυφή εσωτερική του ανάγκη, που ριζοβολούσε στους Μαραθώνες και τις Θερμοπύλες, ήταν η παρορμητικότητα και το ανυπότακτο του χαρακτήρα του, ήταν το πάθος και ο προς την  ελευθερία έρως, ήταν το υψιπετές πατριωτικό του φρόνημα και
το θρόισμα των νέων ιδεών που διέσπειραν ο διαφωτισμός και η αναγέννηση, ήταν οι μεγάλες προκλήσεις των καιρών και οι επιτακτικές ανάγκες της επιβίωσης και της ύπαρξης μακράν των συνθηκών της δουλείας, της απαξίας του ανθρώπου και της εξαθλίωσης;
  Ίσως όλα ετούτα ή κάποια εξ αυτών έκαναν από παιδί τον Νικόλα να μην ανέχεται ούτε τις προσβολές ούτε και τις προκλήσεις. Έτσι, σαν πάνω στη βράση της εφηβείας συνεπλάκη με ένα Τουρκόπουλο, του επέφερε θανατικά χτυπήματα, γνώρισε το μανιασμένο κυνηγητό των κατακτητών και τη σωτηρία του την αναζήτησε στην – μέσω της Κύμης –  καταφυγή του στην έναντι αυτής ιωνική γη της ελληνικοτάτης Σμύρνης.  
  Εκεί, ως μπιστικός εργάστηκε σε πλούσιο γαιοκτήμονα, από Φιλικούς μυήθηκε στον Ιερό Σκοπό και από εκεί δια μέσου της Κύμης τον Ιούνη του ’21 επέστρεψε στην πατρώα γη και έσπευσε στο στρατόπεδο των Βρυσακίων, όπου ο Αρχηγός των ευβοϊκών όπλων Αγγελής Γοβιός του προσέδωσε το προσωνύμιο ‘‘Κριεζώτης’’ και μετά τη θρυλική μάχη της 15ης Ιουλίου 1821 (όπου ο – έως ψες σκληροτράχηλος βοσκός – έγινε ο τρόμος των επίλεκτων δυνάμεων του φημισμένου Οθωμανού Στρατηγού Ομέρ Βρυώνη) με αυτό διάβαινε τα πεδία των μαχών και του θρύλου, με αυτό τον εγνώρισε και ο – κατά την καταγωγή συντοπίτης του –  Ναύαρχος Αλέξανδρος Κριεζής.
  Η διαφαινόμενη πολεμική του δεινότητα, το δυναμικόν του χαρακτήρα του, η καταγωγή του από την ασφυκτιούσα λόγω Ομέρ Καρυστινλή μπέη επαρχία της Νότιας Εύβοιας, οι ατυχείς πολεμικές κατά των Τούρκων ενέργειες των Κυμαίων στον κάμπο των Λεπούρων, μα και οι επιτακτικές  – του Αγώνα  – ανάγκες για δημιουργία αξιόμαχης δύναμης στην Καρυστία   ωθούν τον Γοβιό στην απόφαση να τον ορίσει Αρχηγό των όπλων στην πολύπαθη επαρχία.
    Αυτό δυσανασχετεί τους υπό τον Επίσκοπο του τόπου Νεόφυτο Αδάμ οπλαρχηγούς και σύντομα τα πράγματα οδηγούνται στα άκρα.                                               
   Ο ερχομός του νέου έτους θα φέρει γεγονότα στιγματικά για την ιερή υπόθεση. Στις 5 Ιανουαρίου ο Ηλίας Π. Μαυρομιχάλης ηγούμενος εξακοσίων Μανιατών φθάνει στο Αλιβέρι, διεκπεραιώνεται στα Στύρα και μαζί με ντόπιους πολεμιστές οργανώνει την επίθεση για την απελευθέρωση της Καρύστου, η οποία εάν συνέβαινε, τα μέγιστα θα συνέβαλε στον ερχομό της Λευτεριάς σε Εύβοια και Στερεά Ελλάδα. Δυστυχώς, όμως, ο Ηλίας, που δεν εισακούει τις προτάσεις του Κριεζώτη για μεθόδευση του εγχειρήματος, παγιδεύεται από τους Οθωμανούς και πέφτει μαζί με λίγους συμπολεμιστές του, αφήνοντας στο πεδίο της τιμής και του Χρέους την τελευταία πνοή της θεϊκής του ομορφιάς και ανδρειοσύνης.
     Εν τω μεταξύ στα ίδια μέρη έχει καταφτάσει και ο μεγάλος πολέμαρχος της Στερεάς Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο οποίος με παραστάτη του τον Ν. Κριεζώτη θα ζώσει ασφυκτικά την Κάρυστο και ενώ οι πολιορκημένοι βρίσκονται σε δεινή θέση, η ελληνική διοίκηση αποσύρει τον αρχηγό.
     Τον επόμενο μήνα νέο τεράστιο πλήγμα για τον Ευβοϊκό Αγώνα. Ο ήρως της Γραβιάς και των Βρυσακίων Αγγελής Γοβιός πέφτει σε καλοστημένη ενέδρα και θανατώνεται. Αξιότερος όλων των άλλων Ευβοέων οπλαρχηγών απομένει πλέον μόνον ο Κριεζώτης, ο οποίος με μεθοδικότητα, ευφυή στρατηγικά τεχνάσματα, αυταπάρνηση, πάθος, υπομονή και πολεμική δεξιοσύνη – ως και την τελευταία μάχη της Εθνεγερσίας (Πέτρα Βοιωτίας, Σεπτέμβρης 1829) – για την απελευθέρωση της ευβοϊκής γης αγωνιά και πολύτροπα πολεμεί .   
  Κορυφαίες στιγμές – της πολύχρονης αντιμαχίας του Κριεζώτη με τη σκλαβιά και τη βαρβαρότητα, μα και της άσβηστης πύρας του για ελευθερία και Φως – λογίζονται:                                                                                                                             
   Ι. Οι 45 – και πλέον – επιτυχείς κατά των Τούρκων  μάχες, από τις οποίες επιγραμματικά μνημονεύουμε αυτές που έγιναν: στα Βρυσάκια Ψαχνών, στο Διακόφτι Στύρων, στο Ριζόκαστρο Αλιβερίου, στα κάστρα της Καρύστου και της  Χαλκίδας, στις Κανάλες Μετοχίου Κύμης, στους Πεταλιούς, το Βατίσι και το Λυκόρεμα Καρύστου, στην Βυρηττό του Λιβάνου, στην Άμπλιανη και τη Ρούσαλη της ορεινής Φωκίδας, στα Σάλωνα, το Χαϊδάρι, το Τρίκερι Μαγνησίας, τον  Ανηφορίτη (Ριτσώνα) της Χαλκίδας, την Πέτρα Βοιωτίας.                           
    Οι δυο τελευταίες καθόρισαν το μέλλον της Ανατολικής Στερεάς και της Εύβοιας, την οποία ναι μεν η διπλωματία κατοχύρωνε στο νεοσύστατο ελληνικό κρατίδιο, όμως ο Ομέρ πασάς Καρυστινλής αρνούνταν να εγκαταλείψει την Μάκριδα νήσο δίχως την προηγούμενη αποζημίωση των – κατεχόντων τα γονιμότερα των εδαφών της ευβοϊκής γης –  τσιφλικάδων ομοεθνών του.                         
  Γεγονός απελευθερωτικό, το οποίο εν τέλει για τη Χαλκίδα συνέβη στις 7 Απριλίου του 1833, ενώ για την Κάρυστο – και τον καθημαγμένο τόπο της Καρυστίας – δυο μέρες μετά.
  ΙΙ. Η διέλευσή του μαζί με 300 παλικάρια ανάμεσα από χιλιάδες Τούρκους και η άνοδός του στην Ακρόπολη, της οποίας φρούραρχος έγινε και εκεί παρέμεινε έως τον Μάιο του 1827.                                                                                                                  
   Είναι η εποχή, που οι ορδές του Ιμπραήμ έχουν ερημώσει την Πελοπόννησο, έχει συμβεί η πανωλεθρία των Ελλήνων στον Ανάλατο Φαλήρου και ο θάνατος του Καραϊσκάκη, ενώ η Ακρόπολη ασφυκτιά από: τα λεφούσια των πολιορκητών, την πείνα, τις δυσεντερίες, την απόγνωση, το θάνατο… 
      «Ο Γριζιώτης αρνιούνταν την παράδοσιν της Ακροπόλεως. (…) Ήθελε να έβγη με τες σημαίες και με τα σπαθιά ανοιχτά μέσα από 24.000 εχθρούς, και δεν υπέγραψε την συνθήκην και οι στρατιώτες του δεμένον τον έβγαλαν από το φρούριον», δίχως όμως να παραδώσει τα πολύτιμα για τη συνέχιση του Αγώνα όπλα, όπως ο δικαστής Γεώργιος Τερτσέτης – κατά την πολύκροτη δίκη Κολοκοτρώνη, Πλαπούτα, Κριεζώτη και άλλων αγωνιστών του ’21 το 1934  – από καθ’ έδρας εβεβαίωνε.
   ΙΙΙ. Οι  – πολύχρονες και επικές – πολεμικές του αντιπαραθέσεις με τον σκληρό Ομέρ πασά του Ευρίπου, από τις οποίες πολυνίκης και τροπαιοφόρος εξερχόταν, αλλά κάποια τυχαία γεγονότα ή ο ερχομός στο ευβοϊκό έδαφος ισχυρής εξωτερικής βοήθειας έδιναν τη δυνατότητα στον αιμοσταγή Καρύστιο Οθωμανό να διασωθεί.
    IV. Η συναγωνιστική του σύμπλευση με τις κορυφαίες μορφές του ’21, μεταξύ των οποίων του Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Γεώργιου Καραϊσκάκη.                                  
    Με τον Οδυσσέα αγωνιωδώς και με αυταπάρνηση πάσχιζαν για την απελευθέρωση της Εύβοιας, αλλά ισχυρές ενάντιες δυνάμεις και δυσεξήγητα ομόφυλα προσκόμματα εμπόδιζαν το αίσιον του εγχειρήματος.
    Χαρακτηριστικό δείγμα η απάντηση του Ανδρούτσου προς τον Άρειο Πάγο και τον Κωλέττη, που με έγγραφό τους – το Φλεβάρη του 1822 – του ζητούσαν να εγκαταλείψει την Κάρυστο, την οποία συμπολιορκούσε με τον Κριεζώτη, και να απέλθει:
   «Προς τον σεβαστόν Άρειον Πάγον. Όσες αντενέργειες μου κάματε και σχέδια εναντίον μου δια να χαθώ εγώ και όλο το στράτευμα εξ αιτίας μου, μου είναι γνωστά όλ’ αυτά. […]Σαν γνωρίζετε, ότι είμαι κακός άνθρωπος και κινδυνεύει η πατρίς εξ αιτίας μου, τραβιώμαι σε ένα μέρος και δεν ανακατώνομαι. […]Λάβετε και το δίπλωμά σας οπίσω.»
    Με τον Γεώργιο Καραϊσκάκη στην Αττική και την υπόλοιπη ανατολικοκεντρική Στερεά Ελλάδα συντονισμένα αγωνίστηκε. Μάλιστα, ο Αρχιστράτηγος Καραϊσκάκης σαν έφτασε στην Αττική για ν’ αναμετρηθεί με τα στρατεύματα του Βρυώνη, τον Κριεζώτη με τα 5.000 παλικάρια συνάντησε στην Ελευσίνα και εξ όλων μόνο αυτόν θεωρούσε ισάξιό του Στρατηγό.  
   V. Η οργάνωση στο Παλαιοχώρι Λεπούρων στρατοπέδου δυόμισι χιλιάδων ανδρών (Οκτώβρης 1822 – Μάρτης 1823), η εν συνεχεία πολιορκία της Καρύστου, ο ερχομός του Χοσρέφ πασά με 10.000 γενιτσάρους, ο τραυματισμός του Νικόλα του Κυμαίου, η σύγχυση που προκλήθηκε από την είδηση κι ο πανικός που προέκυψε, διεσκόρπισε τους πολιορκητές.   
    VΙ. Η συμμετοχή του στο συνταγματικό κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, οπότε στο κάστρο της Χαλκίδας ύψωσε την επαναστατική σημαία και ανέμενε την εντολή Μακρυγιάννη για να σπεύσει στην Αθήνα.
  Για ετούτη τη συνεργία του με τους επαναστάτες των Αθηνών, μα και για την όλη του δράση, ο Ευβοϊκός λαός περί πολλού τον είχε και Πατέρα του τον θεωρούσε, ενώ ο δήμος Χαλκιδέων πολύτιμη του προσέφερε σπάθα και  ο Στρατηγός Τζώρτζ σε επιστολή του ανέφερε:
                                                                              «Ακριβέ μου φίλε,                         
 Εστέψατε την έντιμον κεφαλήν σας με μίαν νέαν δάφνην, και επροκαλέσατε τους επαίνους (…) όλων των φίλων των καλών πράξεων και όλων εκείνων οι οποίοι εξετίμησαν πάντοτε: και την ανδρείαν σας και την φρόνησίν σας. Η Ελλάς υψώθη εις μίαν αξιοθαύμαστον περιοπήν και μέγα μέρος της δόξης της χρεωστείται εις την ανδρείαν και τον πατριωτισμόν σας! Όλα τα βλέμματα του πολιτισμένου κόσμου εστράφησαν τώρα έκθαμβα προς την Ελλάδα, αναμένοντας το τέλος αυτής της ενδόξου μεταβολής. (…)
    Συγχαιρόμενος υμάς εξ όλης της καρδίας, είμαι ο φίλος σας.                                                            
                                                     Εν Αθήναις 16 Σεπτεμβρίου 1843»
  VΙΙ.  Ο διορισμός του στη θέση του Νομοεπιθεωρητή Εύβοιας, η επαγγελματική του δραστηριότητα (ιδιοκτήτης καφενέ στο κάτω άκρο της σημερινής πλατείας Αγίου Νικολάου Χαλκίδας), η απόκτηση σημαντικών εκτάσεων γης στο Μούκλι Βοιωτίας, στο Κυπαρίσσι της κεντρικής Εύβοιας και στο Ντερνέκι Χαλκίδας, η ανάδειξή του στο βουλευτικό αξίωμα με το κόμμα του Κωλέττη. Η γη περιήλθε στην κυριότητά του από αγορά χάριν στη μικρή χρηματική αποζημίωση που έλαβε για τη μεγάλη του εισφορά στον εθνικό αγώνα, αλλά κυρίως από τα χρηματικά εμβάσματα της ευκατάστατης Μικρασιάτισσας συμβίας του των ύστερων χρόνων της ζωής του.
    Κατά τα χρόνια του Αγώνα είχε νυμφευτεί μια νεαρή Οθωμανή από την περιοχή της Κύμης, που έλαβε το όνομα Μαρία, του χάρισε μια κόρη, την Κερατσούλα, μα σύντομα έφυγε από τη ζωή.                                                                                                                              
    Μετά το θάνατο του Γκούρα συμβία του έγινε η λυγερόκορμη σύζυγός του Ασήμω, την οποία ο Κριεζώτης γνώρισε κατά την ανάληψη της διοίκησης της Ακρόπολης. Όμως, αρχές του 1827 μια κανονιόμπαλα γκρέμισε τη στέγη του Ερεχθείου και μαζί και την καλλιγύναικα κόρη.
   Στη συνέχεια, «συνεζεύχθη την ωραιοτέραν θυγατέραν του Μεγάλου Στουρνάρα της Ηπείρου Φώτων, παραστάντος ως παρανύμφου του Κυβερνήτου της Ελλάδος Καποδιστρίου Με τη Φώτω απέκτησε έναν γιοτον Δημήτριο, ο οποίος νυμφεύθηκε τη μοναχοκόρη του θρυλικού Κίτσου Τζαβέλα Καλλιόπη.           
  Η επιγαμία με αυτές τις μεγάλες οικογένειες του Γένους επαύξησε το οικογενειακό κύρος των Κριεζώτηδων, προσφέροντάς τους περισσότερα πολιτικά και οικονομικά οφέλη και μεγάλη έκταση γης στην Τριάδα Ψαχνών, μα και το βουλευτικό χρίσμα και την αρχηγεία της Πολιτοφυλακής Χαλκίδας στον υιό Δημήτριο  Κριεζώτη.
   VΙ. Σύντομα, όπως συνέβη και με άλλους αγωνιστές του ’21, με εμπνευστή τον πρώην φίλο του Ιωάννη Κωλέττη ο Κριεζώτης θα δεχθεί σκληρό κατατρεγμό…
   Πάνω στην απόγνωσή του αποφασίζει να επισκεφτεί τον βασιλέα, ο οποίος προ πολλού με σέβας υποκλινόταν μπρος στον λεοντόκαρδο Κριεζώτη, μα προτού φθάσει στο παλάτι (Ιούνης του 1847), συλλαμβάνεται και οδηγείται στα μπουντρούμια του κάστρου του Ευρίπου. Εκεί, (όπως και στα 1834 μαζί με τον Κολοκοτρώνη στο Ναύπλιο) για καιρό έγκλειστος παραμένει.                                                                               
    Οι συναγωνιστές του από τις ένδοξες του ’21 ημέρες με ένα καλοσχεδιασμένο εγχείρημα το βράδυ της 31ης Ιουλίου 1847 τον απαγάγουν και μέσω του Βασιλικού και Φύλλων τον οδηγούν στην περιοχή Κοπανάς (Αγία Ελεούσα) Χαλκίδας, όπου σύντομα γίνονται 800 και επιμόνως του ζητούν να καταλάβουν τη Χαλκίδα. Ο φιλόπατρις Στρατηγός αρνείται τον εμφύλιο σπαραγμό. Η κυβέρνηση στέλνει ισχυρή στρατιωτική δύναμη υπό τον Γαρδικιώτη Γρίβα και κατά την 8η μέρα των γεγονότων μια βολή πυροβόλου όπλου διαπερνά την κοιλιακή χώρα του Στρατηγού και του θρυμματίζει τον καρπό του στιβαρού του χεριού.                                                   
   Τώρα, τι άλλο μένει, παρά η κατάτμησή του θραυσμένου χεριού και η σωτηρία του γεραρού Κριεζώτη. Ακολουθεί: ο ακρωτηριασμός και καυτηριασμός σε χοχλάζον κατράμι της ιεράς του χείρας, η μεταφορά του στην Κύμη (ο Δήμαρχος της οποίας συνένοχός του εκρίθη) και από εκεί στη Χίο, όπου σουλτανικό πλοίο τον μετάγει σε νοσοκομείο της Βασιλεύουσας για θεραπεία.                                               
   Από εκεί, στη Μονή Λευκών της κυμαϊκής γης στέλνει δύο πολύτιμα μανουάλια και δύο κηροπήγια με εγχάρακτη αφιέρωσή του: «Μνήσθητι, Κύριε, του δούλου σου Νικολάου  Κριεζώτη.   Εν Κωνσταντινουπόλει τη 25 Νοεμβρίου 1848».                                                                                     
   Αυτός είναι ο επίσημος και αξιοσέβαστος Στρατηγός. Έτσι, τον βλέπει η Πύλη, η οποία φροντίζει τη θεραπεία και τη συντήρησή του στους αγλαϊνούς τόπους της Σμύρνης, όπου στις 12 Φεβρουαρίου 1853 αφήνει την τελευταία του πνοή.
          Η νεκρώσιμη ακολουθία με τιμές αρχηγού κράτους τελείται στον περικαλλή ναό της Αγίας Φωτεινής και ο Στέφανος Δούκας τον επικήδειο εκφωνεί: «Ο Αρειμανής Γριεζώτης, ο υιός της φύσεως απέθανεν(…). Νέος τότε σφριγών, λέοντος έχων την αλκήν και την καρδίαν (…) ο υιός της φύσεως, το τέκνον του Άρεως, των βουνών ο ήρως (…) πικρόν ποτήριον της προσβεβλημένης φιλοτιμίας έπινεν (εις την ξένην γην). (…) Η τελευταία του πνοή εξήρχετο μαζί με το όνομα ‘‘Πατρίς’’, της φιλτάτης πατρίδος του Γέρου ετούτου Αρματωλού.» 
            Αυτός, ο αρματωλός, Ευβοεύς υπήρξε και ήρως Πανελλήνιος.                              
            Αυτός, για τον οποίο ο Γυμνασιάρχης Κουπιτώρης κατά την ανακομιδή των λειψάνων του στη Χαλκίδα τον Οκτώβριο του 1863 εδήλωνε: «(Ο Στρατηγός) οδήγει ολίγους άνδρας, αδαείς πειθαρχίας και στρατηγικών έργων, δυσκυβερνήτους και δυσυποτάκτους, πεινώντας ενίοτε και γυμνούς, και πολλάκις εστερημένων πολεμοφοδίων. Τούτους εμόρφωσε και εγύμνασε μετά κινδύνων εις τα πεδία των μαχών και μετά τοιούτων αντεστάθη εις χιλιάδας τουρκικών στρατευμάτων, καλώς συνταγμένων και άφθονα πάντα τα προς τον πόλεμον εχόντων, ενίκησε και κατετρόπωσεν αυτά. […]Είχεν έκτακτον στρατιωτικήν ικανότητα, φυσικήν περίνοιαν, ευφυΐαν, ακάθεκτον ανδρείαν και ακατάσχετον γενναιότηταν
  Αυτός, περί του οποίου την ίδια περίοδο το ΜΓ΄ ψήφισμα του δήμου Χαλκιδέων ανέφερε: «Η πατρίς οφείλει ευγνωμοσύνη εις την μνήμην του αοιδίμου Στρατηγού Νικολάου Κριεζώτου δια τας ενδόξους και εξόχους προς αυτήν εκδουλεύσεις (…), (αλλά) και δια τας πολιτικάς του αρετάς, ένεκεν των οποίων κατεδιώχθη υπό του Όθωνος. (…) Ως πρώτος μάρτυς αγωνισθείς κατά το 1847, υπέστη τας τρομεροτέρας καταδιώξεις και εξορίας» και η κυβέρνηση δίχως ενδοιασμούς συναινούσε: «[…]ίνα αποδοθώσιν (αι δέουσαι τιμαί) εις τα οστά του ενδόξου αγωνιστού και εν τη αλλοδαπή ένεκα του πατριωτισμού και των φιλελευθέρων φρονημάτων του καταλύσαντος του βίου του.»            
                                                                Κωνσταντίνος Κλ. Μπαϊρακτάρης
                                                                   Χαλκίδα, 1 Φεβρουαρίου 2014

Δεν υπάρχουν σχόλια: