ΤΑΣΟΣ ΖΑΠΠΑΣ
ΕΥΒΟΙΚΑ
ΕΥΒΟΙΚΑ
ΤΑ
ΚΟΥΜΙΩΤΙΚΑ
Τα πανιά τα ολοφούσκωτα
με κράζαν
να πάω μαζί τους, μου έταζαν άλλους
τόπους, πλούτη, χαρές.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ
Η
θάλασσα είναι ένα πάθος, μια δύναμη ανεξουσίαστη× χύνεται μέσα στου φουρτουνιασμένη
και κάνει να τρικυμίζει το στέρνο σου× δέ δύνεσαι να της ξεφύγεις. Σωστά έχουνε πεί πως είναι το άσμα των Σειρήνων. Έτσι και μπλέξεις
μαζί της, θα καρφωθείς εκειδά πλάι της παντοτινά. ‘Η ανάσα της θα γίνει δική
σου ανάσα. Όμως η θάλασσα δεν είναι κανωμένη για τον καθένα.
Θέλει ψυχές αδάμαστες, άντρες αποφασισμένους να τήνε κουντραστάρουνε, να παλέψουνε και να δαρθούνε μαζί της παθιασμένοι. Και οι άνθρωποι που κατοικούνε τούτο το νησί, τέτοιοι ήταν από τ’ αρχαία τα χρόνια.
Θέλει ψυχές αδάμαστες, άντρες αποφασισμένους να τήνε κουντραστάρουνε, να παλέψουνε και να δαρθούνε μαζί της παθιασμένοι. Και οι άνθρωποι που κατοικούνε τούτο το νησί, τέτοιοι ήταν από τ’ αρχαία τα χρόνια.
Ο
Ντάρβιν έχει πεί πως ο άνθρωπος πάει από
αδήριτη ανάγκη στη θάλασσα. Όμως οι αρχαίοι κάτοικοι τουτουνού του νησιού, με το φυσικό
κάλλος[1],
με την αναπτυγμένη γεωργία, με την περίλαμπρη
ιστορία και τον πολιτισμό του, κατά τη γνώμη μου, δεν ξεκίνησαν
αποκλειστικά και μόνο έξ ανάγκης απ’ τη Χαλκίδα, την Κύμη και την Ερέτρια για
ν’ απλωθούνε στη Μακεδονία, στην
Αδριατική, στην Καμπανία, στην Αρχαία
Παρθενόπη, στη Σικελία, στη Β. Αφρική κι αλλού. Βέβαια ο βιοπορισμός, η
ανάπτυξη του εμπορίου και της οικονομίας
ήταν ένας σοβαρός, ίσως βασικός, λόγος, μα κοντά σ’ αυτόν ήταν και το πάθος του
νησιώτη για τη θάλασσα. Ήταν η ψυχή του γεννημένου ναυτίλου, οι γιομάτοι
περιπέτεια θαλάσσιοι δρόμοι, η ανακάλυψη του άγνωστου κόσμου, η δημιουργική
έφεση ενός λαού από γεννησιμιού θαλασσινού. Θαρρώ πως δεν ήταν το εμπόριο που
τους ώθησε να υψώσουνε παντού ναούς και θέατρα. Όμως πώς να ανιχνεύσεις το
βάθος της θαλασσινής ψυχής του; Πώς να το προσεγγίσεις; Πώς να ξεδιαλύνεις τα
οράματα, τα όνειρα που τον τυραγνάνε;
Ποντοπόροι απόκοτοι, και «αειναύτες» από
τ’ αρχαία τα χρόνια. Με μόνη τη δύναμη
της καρδιάς τους και του αγέρα, οι
αρχαίοι Κουμιώτες και Χαλκιδέοι – οι «φιλοπρόοδοι» εκείνου του καιρού – έβαλαν
πλώρη κατά τα δυσμικά της Μεσόγειας θάλασσας, με κείνα τα σπαθάτα καλοθάλασσα
σκαριά, αρμένισαν και φέρανε, πρωτοπόροι, τον πολιτισμό τους, την τέχνη και το
πνεύμα τους στην καθυστερημένη τότε Δύση, δίνοντας ταυτόχρονα διέξοδο και στο
εμπορικό τους δαιμόνιο.
Από
τους αρχαίους χρόνους ξέρουμε ότι είχε ονομαστό ναυτικό η Εύβοια. Ό Όμηρος,
στον 219 ύμνο του για τον Απόλλωνα, έχει πεί «πάτησες και το Κήναιο της
ξακουστής για τα καράβια της Εύβοιας». Άρχαίοι, παλιοί και νεότεροι συγγραφείς,
έχουνε μιλήσει για την Εύβοια και τη θαλασσινή επίδοση του λαού της. Στους
χρόνους της Φραγκοκρατίας[2]
ήτανε κέντρο ζωηρού εμπορίου το νησί,
που έπρεπε, φυσικά, το εμπόριο αυτό μές από τους υδάτινους δρόμους να
διακινηθεί. Μα και κατοπινά, στην
περίοδο της Τουρκοκρατίας, διέθετε αξιόλογο ναυτικό.
Νεότεροι
συγγραφείς, ιδιαίτερα ο Κυμαίος (από την Ενορία) ναύαρχος Κων. Α. Αλεξανδρής[3],
ο Γ. Ντεγιάννης[4],
ο Ανδρ. Γ. Λαιμός[5]
- για να περιοριστώ μονάχα σ’ αυτούς – και άλλοι μας έχουνε δοσμένα
αξιομνημόνευτες ειδήσεις για τα ιστιοφόρα της Εύβοιας, στους παλιότερους και
τους νεότερους χρόνους. Αυτά τα καΐκια , οι καπεταναίοι και οι ναύτες, σε όλες τις περιόδους, πρόσφεραν
πολύτιμες υπηρεσίες στο νησί, είτε διακομίζοντας το εμπόριο σε όλα τα
ελεύτερα τότε λιμάνια της πατρίδας, είτε
υπηρετώντας τον υπέρτατον αγώνα του ξεσκλαβωμένου, όπου είχανε ταχθεί. Μα και
στους ύστερους αγώνες του έθνους, και στην εφιαλτική κατοχή, τα καΐκια μας στάθηκαν σωτήρια,
αλαφρώνοντας τα βάσανα των δυναστευόμενων και βοηθώντας στην επιβίωσή μας.
Στα
σκοτεινά και επώδυνα χρόνια της δουλείας, κάτου από την κυριαρχία των Βενετών
αρχικά και την τυραννία των Τούρκων κατοπινά, οι Έλληνες δεν είχαν
λησμονήσει την επίδοσή τους στη θάλασσα,
που μπορούσε να βοηθήσει με τους υδάτινους δρόμους της τη ζωή τους. Η γεωγραφική θέση, η φυσική
διαμόρφωση της χώρας, αλλά και η μακραίωνη
σύνδεσή της με το υγρό στοιχείο, όριζαν την ανάγκη να στραφούν στη θάλασσα,
οι παράκτιοι πληθυσμοί. Γύρω στα 1730, μικρά καΐκια των 10-15 τόννων,
χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά εμπορευμάτων
από τις ηπειρωτικές ακτές στην Κέρκυρα, που η Βενετία την είχε
μετατρέψει σε ελεύτερο διαμετακομιστικό
λιμάνι. Με την πάροδο του καιρού
ενισχύεται λίγο – λίγο και αναβιώνει μές από την τέφρα της η ελληνική ιστιοφόρα
ναυτιλία[6].
Από τον ΙΖ΄ αιώνα αρχινάει ν’ αναπτύσσεται αισθητά το θαλάσσιο εμπόριο.
Τα πρώτα ελληνικά εμπορικά πλοία, ικανά μάλιστα να συναγωνιστούν τα ξένα,
εμφανίζονται στα δυτικά παράλια της Ελλάδας. Η περιοχή αυτή είχε δημιουργήσει
στενές εμπορικές σχέσεις με τη Μεσσήνη, την Αγκώνα και το Λιβόρνο, όπου οι
Άγγλοι κρατούσαν την πρώτη θέση[7].
Από τον Κ. Σάθα μαθαίνουμε ότι «το έν Ηπείρω Αλβανία και Δ.
Στερεά Ελλάδι αναπτυχθέν εμπόριον ησθάνθη την ανάγκην ιδικής του εμπορικής
ναυτιλίας, την οποίαν και εχρηματοδότησεν έν τη επιθυμία εξασφαλίσεως
μεγαλυτέρων κερδών»[8].
Η εμπορική αυτή κίνηση επέτρεψε ν’ αυξηθεί σταθερά, τόσο ο αριθμός, όσο και η
χωρητικότητα των ελληνικών εμπορικών σκαφών, στη δυτική αυτή περιοχή της χώρας,
παρόλο που, καθώς είναι γνωστό, από την παρακμή του Βυζαντινού Ναυτικού κι
ύστερα τη θάλασσα της Ανατολικής, προπάντων, Μεσογείου ελυμαίνονταν, με
αποκορύφωμα τον ΙΗ΄ αιώνα, βάρβαροι, πειρατές, κάθε προέλευσης.
Κυριότερο
ναυτιλιακό κέντρο εκείνης της εποχής στάθηκε το Μεσολόγγι, όπου το 1745 ήταν
νηολογημένα πάνου από 150 ιστιοφόρα, με χωρητικότητα που έφτανε, στα μεγαλύτερα
απ’ αυτά, τους 180 τόννους[9].
Μεγάλο
επίσης ιστιοφόρο ναυτικό είχε αναπτύξει και το Γαλαξείδι. Ο Πουκιεβίλ[10],
μας πληροφορεί ότι το 1764 το Γαλαξείδι είχε 50 ιστιοφόρα με συνολική χωρητικότητα 10.000 τόννων – παρά
την ακμάζουσα πειρατεία* - «έχοντας
και φλότα καραβίων» λέει ο συγγραφέας του «Χρονικού του Γαλαξειδίου»
ιερομόναχος Ευθύμιος Πενταγιώτης και το δημοτικό τραγούδι επιβεβαιώνει ότι «το
Γαλαξείδι είναι μικρό, έχει πολλά καράβια».
Προοδευτικά
βλέπουμε ν’ αναπτύσσεται η ναυτιλία και στην Ανατολική Ελλάδα. Από τον
Πουκιεβίλ μαθαίνομε ότι η Κύμη το 1813 διέθετε 25 σκάφη με συνολική
χωρητικότητα 4.500 τόννων, με πλήρωμα 450 άντρες και εξοπλισμένα με 100
κανόνια. Η κοντινή Ζαγορά είχε 12 πλοία
με χωρητικότητα 2.160 τ. Τα σκάφη εκείνης της εποχής ήταν υποχρεωμένα να
εξοπλίζονται για να μπορούν ν’ αντιμετωπίζουν τους πειρατές.
Αλλά
και αργότερα, στα χρόνια του Εικοσιένα, η Κύμη εμφανίζεται να έχει ιστιοφόρα ναυτιλία με 55 μεγάλα σκάφη[11].
Από
τα «Ευβοϊκά» του Ναθαναήλ Ιωάννου, τη σπουδαία αυτή πηγή του ’21, μαθαίνουμε
πως όταν οι Τούρκοι ρίχτηκαν με σφαγές στην Κύμη, για να πνίξουν την
επανάσταση, πολλοί Κουμιώτες, μπήκαν στα πλοία τους και σώθηκαν (σ. 63). Αλλού
σημειώνει ότι όταν «ο Ομέρμπεης έθυε και
απώλλυεν εν Κύμη…. τα εν αγκύρα Κυμαϊκά
πλοία κατέπλευσαν» κ.λ.π. (σ. 86). Αλλού θα γράψει ότι τον αποκλεισμό
της Χαλκίδας, από τη νότια μεριά, γύρα στα 1822, εκτός των άλλων «ετήρουν και
τινα άλλα μικρά Κυμαϊκά πλοιάρια, ως σκούναι» κ.λ.π. (σ. 102). Αλλού θα ιδούμε
ότι «ευρέθη ουν εκεί (στη Σκόπελο) το πλοίον (η μπρατσέρα) του Δ. Γλωσσώτη
Κυμαίου, όστις εξ ιδίων του εμίσθωσέ τινάς Σκοπελίτας, ίνα έλθη εις τον
αποκλεισμόν της Χαλκίδας» (σ. 17). Και αλλού (σ. 86) διαβάζουμε ότι «τον
Μαχμούτ Ξυνόν και τους άλλους δύο εκράτουν εις την σκούναν του Δ. Γιαννάκη».
Εξάλλου
διαβάζουμε (σ. 65) ότι άμα ο Ομέρμπεης από την Κύμη κατέβαινε στη θάλασσα «όπου και τινες οικίαι
εισί, και τα πλοία αγκυροβολούσιν ενώ διήρχετο την Λιανήν άμμον, ο Σταμάτιος
Αστέρης κανονιοβολήσας από του πλοίου (μαρτίγου) αυτού εκτύπησεν εις την
ωμοπλάτην τον ίππον του Ομέρμπεη και τον εφόνευσε, τον δε αναβάτην εις την άμμον
έρριψεν».
Από
τα πιο πάνω βλέπουμε ότι η Κύμη είχε ικανό ιστιοφόρο στόλο στα χρόνια του
Εικοσιένα, που βοήθησαν το σηκωμό του Γένους αλλά και υπηρετήσανε τη ζωή του
τόπου. Ότι ήταν κέντρο ιστιοφόρων η Κύμη εκείνα τα χρόνια είχε ναυτιλιακές συναλλαγές, μας το μαρτυράει, επιπρόσθετα,
και ένα γράμμα με χρονολογία 20.5.1820 που βρέθηκε στο φάκελλο 16/15 της Βιβλιοθήκης Μηλιων
Πηλίου και στο οποίο διαβάζουμε:
«βεβαιώνω εγώ ο κάτωθεν υπογεγραμμένος Γιανούλος Γεωργαντζη ότι το Τρεχαντήρι
οπου ηγόρασα εις την Κούμην σήμερον εσυμφώνησα με τον κύριον Ευστάθιον Δήμου
και τω επώλησα το ήμισυ» κ.λ.π.*
Κατά
τη μετεπαναστατική περίοδο αρχινάει η
Κύμη εργώδη προσπάθεια για την ανάπτυξη της οικονομίας της, που θα στηριχτεί
κυριότερα σε δύο βασικά προϊόντα της, όπως είναι το κρασί και το λάδι, και σ’
ένα τρίτο σημαντικότατο παράγοντα, που είναι η ναυτιλία της.
Κατά
τα υποστηριζόμενα από τον Γ.Γ. Κανιάστα το
1858 στην Κύμη ήταν νηολογημένα 114 ιστιοφόρα με συνολική χωρητικότητα
5.149 τ. και 679 άντρες πλήρωμα. Τα κουμιώτικα καράβια – σκούνες, βρίκια,
μπρατσέρες – αυτή η παλιά δόξα των πανιών της Κούμης, θα γίνει η κινητήρια
δύναμη που, κυριότερα από το 1875 και ύστερα, με την ένταση του εξαγωγικού
εμπορίου – με πρώτιστο προϊόν το κρασί της – προς τα λιμάνια της Δύσης και της
Ρωσίας – ο Πουκιεβίλ, στα χρόνια του, αναφέρει
και την Αίγυπτο και τη Συρία – θ’ ανεβάσει σε ψηλά επίπεδα την οικονομία
της. Ο πλούτος που θα εισκομίσει η ναυτιλία, θα δημιουργήσει μιαν άνθηση της
οικονομικής και κοινωνικής ζωής της Κύμης. Το μαύρο κουμιώτικο κρασί, που
παραγόταν από την ποικιλία «κουντούρα», ζητιόταν τότε πρό πάντων από τη Γαλλία,
της οποίας είχαν καταστραφεί τ’ αμπέλια από τη φυλλοξήρα. Έτσι το κενό αυτό της
γαλλικής παραγωγής αναπλήρωσαν οι Κουμιώτες αμπελοκαλλιεργητές, καραβοκυραίοι και έμποροι. Ήταν φυσικό να προσλάβει έτσι
τεράστια έκταση η ναυτιλία με τα ιστιοφόρα του Δήμου Κυμαίων, και κυρίως της
Κύμης , της Ενορίας και της Ποταμιάς. Από τον ερευνητή των κουμιώτικων
πραγμάτων Γεώργιο Ε. Κανιάστα, θα πληροφορηθούμε ότι, πέρα από το κρασί και το
λάδι, γύρα στα 1840, θ’ αρχίσει και η εκμετάλλευση του λιγνίτη στην περιφέρεια
της Κύμης, που θ’ αποτελέσει έν άλλο προσοδοφόρο στοιχείο, μια καινούργια πηγή
που θα συντελέσει, και αυτή, στην από κάθε πλευρά άνοδο της ζωής του τόπου.
Η
ακμή όμως της κουμιώτικης αλλά και της λιμνιώτικης ιστιοφόρας ναυτιλίας – όπως
θ’ αναφερθεί πιο κάτου - ήταν επόμενο να
εξασθενήσει λίγο – λίγο και στις πρώτες
δεκαετίες του αιώνα μας, με την εμφάνιση και την ολοσχερή κατίσχυση της
ελικοκίνητης ναυτιλίας, να σβήσει[12].
Παρατηρήθηκε και εδώ αυτό που συνέβηκε
και στο ονομαστό για τη ναυτιλία του Γαλαξείδι, που δε θέλησε να εγκαταλείψει
τα πανιά ή δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στις καινούργιες συνθήκες που δημιούργησε ο ατμός.
Σε
προηγούμενη εργασία μας[13]
αναφερθήκαμε στο ρόλο των ιστιοφόρων –
τότε που δεν υπήρχαν μηχανοκίνητα σκάφη -
στο νότιο τμήμα της Εύβοιας, που μην έχοντας δρόμους, ήταν υποχρεωμένο
να υπηρετεί τις όποιες μεταφορικές ανάγκες του από τη θάλασσα. Ιστορήσαμε τα καΐκια που είχαν τα Στύρα,
το Μαρμάρι, η Κάρυστος, και τη μεγάλη τους κοινωνική και οικονομική προσφορά.
Θα κοιτάξουμε να περισώσουμε εδώ, από προφορικές και γραφτές μαρτυρίες όσα
ακόμα στοιχεία μπορέσαμε να συγκεντρώσουμε για τα καΐκια της Κύμης και της Λίμνης.
Ο
μεγάλος Κυμαίος ζωγράφος και χαράκτης Δημήτρης Γαλάνης[14],
όταν μιλούσα μαζί του το 1954, μου είχε
ειπωμένα ότι, καθώς από ψηλά έβγαινε και κοίταζε τη θάλασσα, το λιμάνι της
Κύμης, γιομάτο ιστιοφόρα, έμοιαζε σωστό δάσος, από τ’ άλμπουρα που υψώνονταν από τ’ αγκυροβολημένα καΐκια. Αυτή η ευρωστία της ιστιοφόρας ναυτιλίας, όπως ειπώθηκε
ήδη, οφειλόταν στο κρασί. «Αμπελόεν πεδίον» αποκαλούσε ολάκερη την Εύβοια ο
Θέογνις.
Η
ανάγκη να έχω μια αυθεντικότερη, από πρώτο χέρι, πληροφόρηση για τα κουμιώτικα καΐκια, μ’ έφερε στις 28.9.1980 στην
Παραλία Κύμης. Από τον παλιό πλοηγό και ναυτικό πράκτορα Κων. Γ. Παυλάκη
μαθαίνουμε ότι το λιμάνι της Κύμης αρχίνησε να χτίζεται το 1894-1895.
πρωτύτερα, αλίμενος καθώς ήταν ο τόπος, ανοιχτός στους αγέρηδες, υποχρέωνε τα
μεγάλα ιστιοφόρα εκείνου του καιρού ν’ αράζουνε μακριά από την ακροθαλασσιά και να στέκουν αρόδο, στ’
ανοιχτά της Πλατάνας, προστατευόμενα
κάπως από το βορινό κάβο, σα φύσαγαν βόρειοι καιροί. Η Παράλιλα της
Κύμης είχε παλιότερα – το 1936 –ναυπηγείο όπου σκαρώνονταν καΐκια με χωρητικότητα ως τριάντα
τόννους και επισκεύαζε σκάφη ίσαμε 120 τ. Πρωτύτερα είχε μια σκάρα ο παραλιώτης
Γιώργης Βεναρδής κι έβγαζε μ’ αυτή βάρκες. Αυτή ήταν η εικόνα που παρουσίαζε η
Παραλία προτού να κατασκευαστεί το λιμάνι. Τα σπουδαία μαύρα κρασιά της Κούμης- θα πεί ο Παυλάκης –
φεύγανε για τη Γαλλία, τη Μάλτα, την Ιταλία, την Πόλη, με ιστιοφόρα των 200-350
τ. κι απάνου. Ο ίδιος είχε κάνει τρία – τέσσερα ταξίδια με σκούνα στη Μάλτα
κουβαλώντας κρασιά. Μεγάλα καΐκια
εκείνου του καιρού, που πρόλαβε, ήταν η σκούνα «Νέα Τύχη» 300 τ. του Γιάννη
Ελευθερίου, που κουβάλαγε για το εξωτερικό κρασιά, λάδια και κ ο υ κ ο ύ λ ι α. ο Κουμιώτης Νικ. Κάραλης
εμπορευότανε τα κρασιά της Κύμης με όλη την Ευρώπη.
Από
ένα πολύ φθαρμένο βιβλίο, 290 σελίδων, που έσυρε από το συρτάρι του ο Παυλάκης,
θεωρημένο «εν Κύμη τη 10 Ιανουαρίου 1893», από τον Ειρηνοδίκη Δ.
Παπαχαραλάμπους, και που γράφει «το παρόν βιβλίον καθημερινό του Γεωργίου Β.
Παυλάκη αριθμηθέν» κ.λ.π. , παίρνουμε μιαν ιδέα για τις τιμές του κρασιού στις
αρχές του αιώνα. Διαβάζουμε:
α. Ελένη χήρα
Χριστοδούλου Φεβρουάριος. 1910, επώλησε
βαρέλες 200 προς δρχ. 1.80 Έλαβε αρραβ. Δρχ.
25.
β. Βασ. Ταμβάκης, Φεβρ.
1910, επώλησε βαρέλες 70 προς
2.20
τη βαρέλα, Έλαβε αρραβ. 5 δραχμ.
γ. Ιωάννης Καλιανός επώλησε βαρέλες 25 προς 2.40
δραχ.
τη βαρέλα(54 οκ. = ενετικό λίτρο η βαρέλα).
Μια
πρόσθετη, ιδιαίτερα σημαντική, πηγή ειδήσεων για τη μεγάλη ακμή των καραβιών
της Κύμης – και τα κρασιά – που παρατηρείται στο δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα
– όπως σημειώσαμε και πρωτύτερα – και τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού,
στάθηκε ο παλιός συνταξιούχος πλοίαρχος
Αναστάσιος Κων. Δημητράκης, 94 χρονών που επισκέφτηκα την ίδια μέρα, στο σπίτι
του στην Πλατάνα, καθισμένο στην αναπηρική του καρέκλα. Ο παλιός καπετάνιος
γεννήθηκε το 1886 στην Άνω Ποταμιά. Η πολύχρονη ζωή του στη θάλασσα, μέσα κι
έξω από την Ελλάδα, η αναστροφή του με καΐκια και βαπόρια, η ναυτοσύνη του και
η εκπληκτική του μνήμη, αποτέλεσαν πολύτιμο
ορυχείο ναυτικών ειδήσεων, συνδεόμενων με την Κούμη. Θα
παραθέσω εδώ όσα στοιχεία κράτησα από τη μακρά συνομιλία που είχα μαζί του,
γιατί πιστεύω ότι φωτίζουν πολύ την
ιστορία της Κύμης από τον περασμένον αιώνα, σε ό,τι αφορά τα ιστιοφόρα της.
Προτού
να χτιστεί το λιμάνι, τα καΐκια
άραζαν, αναγκαστικά, στ’ ανοιχτά της Πλατάνας, εκτεθειμένα στους θυμούς του
πελάγου. Σε κάποια φουρτούνα γραιγολεβάντη παρασύρθηκαν και πέσαν όξω 20 τόσα καΐκια των εκατό, πάνου –κάτου, τόννων
το καθένα. Έχει ακούσει για ένα τριίστιο γαλαξειδιώτικο
600-700 τ., προσαπόκου, που φόρτωσε λιγνίτη, ότι δεν πρόκαμε να σαλπάρει και με
τον άγριο γραιγολεβάντη έπεσε όξω και καταστράφηκε. Το πλήρωμα γλίτωσε εξόν από
τον καπετάνιο που σκοτώθηκε και θάφτηκε εκεί. Τους λιγνίτες – που ήταν
υπολογίσιμο προϊόν του τόπου- τους
φορτώνανε με κόφες σε μαούνες, και τις ρυμουλκούσαν στο καΐκι.
Εκεί,
απόξω από τη μπουκαπόρτα, δυό νομάτοι – κατεβασμένοι στο πλευρικό μακρόστενο
σκαλοπάτι του καϊκιού - τους ανεβάζανε
με κόφες στο πλοίο. Έν’ άλλο σκάφος, η κουμιώτικη σκούνα του Κων. Κάτουλα από
την Ανοριά, πάνου από 300, μπορεί και 400 τόννους, φορτωμένο κρασιά, δεν
πρόλαβε κι αυτή να ξεφύγει από παρόμοια φουρτούνα, έπεσε όξω και καταστράφηκαν πλοίο και κρασιά.
Ήταν όμως ασφαλισμένα και δε ζημιώθηκε ο καραβοκύρης, καθώς είχε ακουστά. Αυτά
τα ναυάγια στην αλίμενη θάλασσα της Κύμης θα έγιναν – λογαριάζει – γύρω στα
1880-1885.
Τα
γεμάτα βαρέλια – μπόμπες των 500 οκάδων – τα ρίχνανε στη θάλασσα, εκειδά στο
μώλο της Πλατάνας, και τα τραβάγαν ρεμούλκιο, ένα-ένα ίσαμε το φουνταρισμένο
ανοιχτά καΐκι κι εκεί με μάνικα τ’ αδειάζανε στα τεπόζιτα
που είχε το πλοίο στ’ αμπάρι του. Τ’ αδειασμένα βαρέλια, τα σέρνανε πάλι
ρεμούλκιο στη στεριά, να τα ξαναγιομίσουν. Τα στερνά βαρέλια – άμα δεν χώραγαν
άλλο τα τεπόζιτα – τ’ αφήνανε γιομάτα στην κουβέρτα του καραβιού. Μ’ αυτό το μαρτύριο και τον
παιδεμό των ανθρώπων, γινότανε στα παλιά τα χρόνια, με την ψυχή στα δόντια μέσα
σε αδιάκοπα κίντυνα, ή φόρτωση των κρασιών, σε κείνη την απροστάτευτη από τα μπουρίνια σπιάντζια. Όλο τούτο το
βάσανο το ’ζησε ο ίδιος ο γέρο –
καπετάνιος.
Προ
πάντων η Μασσαλία τράβαγε τα κρασιά. Οι Γάλλοι είχανε πάρει και κλήματα από την
Κύμη και τα μεταφύτεψαν στον τόπο τους,
σαν καταστραφήκαν τ’ αμπέλια τους. Κρασιά παίρνανε πολλά και οι Ιταλοί. Με τα
κουμιώτικα κρασιά οι Γάλλοι δυναμώνανε τα δικά τους κρασιά. Κυκλοφορούσανε τότες εδώ δεκάρες και πεντάρες μπακίρες, που
οι Κουμιώτες εμποροκαπεταναίοι και οι εμπορευόμενοι γενικά, τις πουλάγανε όξω
και κερδίζανε πολλά λεφτά.
Τον
περασμένο αιώνα, γύρω στα 1850, υπήρχανε στην Κούμη, χώρια από τα μεγάλα, και
μικρές μπρατσέρες (τρεχαντήρια) όχι πιο
μεγάλα από 30 τόννους. Τα σέρνανε στη στεριά με φαλάγγια, φορτώνανε μέσα
τα βαρέλια και τα κυλούσαν κατόπι βιαστικά στη θάλασσα, να προκάνουνε να
σαλπάρουν πρίν να τα πιάσει και τα κατσάρει η φουρτούνα. Τα ίδια γίνονταν και
στη Ζαγορά· τις
μπρατσέρες αυτές τις σέρναν στον άμμο, τις φορτώνανε μήλα και τις ματαρίχνανε
στη θάλασσα. Σηκώνανε πανιά – φορτωμένα και ξεφόρτωτα σκάφη – και πηγαίναν στη
Σκύρο όπου, στο πλήθος των όρμων
μπόραγαν να βρούν αραξοβόλι να
σιγουράρουν, ώσπου να μαγγάρει ο
αγέρας, να σιάξειο καιρός κι ύστερα να μισεύανε για την Πόλη ή την Αλεξάντρεια.
Τ’ άδεια γυρνάγαν στην Κύμη. Ο αγέρας, βλέπεις, δε βολεί να του
βάλεις φρένο, δε σηκώνει «κατασταλτικά» μέτρα, καθώς λέτε ελόγου σας,
εσείς οι γραμματιζούμενοι. Σαν τον
οσμίζεσαι ή σαν τόνε δεις απ’ αλάργα να ετοιμάζεται να σου χιμήξει, άλλο δε
σουμένει να κάνεις, αν είσαι σωστός, γεμιντζής, θα πεί ο γερο-καπετάνιος, μόνο
να σηκώσεις πανιά, να δράμεις κάπου ν’ απαγγειάσεις και να σιγουράρεις,
ώσπου να καταλαγιάσει ο θυμός του και να ματαβγείς ν’ αρμενίσεις μ’
αβέρτα τα πανιά.
Γύρω
στα 1900 τα κρασιά δεν είχανε περάση· στην Πόλη θυμάται ότι το 1902 πουλιόνταν 20 ως 30 παράδες την
οκά ή ένα γρόσι την οκά το λιανοτάρι. Στην
Αλεξάντρεια την επόμενη χρονιά οι ίδιες
τιμές. Είχε τσουρμάρει και ταξιδέψει
τρείς φορές στην Πόλη κι άλλες τόσες στην Αλεξάντρεια.
Ο
πατέρας του Κων. Δημητράκης στα 1900 είχε τη σκούνα «Ελένη» 110 τ. Σ’ αυτή
δούλεψε μούτσος από δεκατριώ χρονώ ο καπτά – Τάσος Δημητράκης. Το 1908 το
βαπόρι «Αθηνά» του Τζών τους τρακάρισε στη Βουβαλόμαντρα* κοντά στο Λαύριο. Είχε βαρέλια μέσα το καΐκι και δε βυθίστηκε, το πλήρωμα του
καϊκιού δεν έπαθε τίποτα.
Ο
πλοίαρχος του βαποριού Δημήτρης Δραπανιώτης από τις Σπέτσες, ρυμούλκησε τη
σκούνα ίσαμε τις Φλέβες·
εκεί τίνε παράτησε γιατί φουρτούνιασε κι έτσι βούλιαξε. Το πλήρωμα πέρασε στο
βαπόρι. Αργότερα, το 1909, πήρε δίπλωμα πλοιάρχου ο Δημητράκης και με δικό του
σκάφος, τη σκούνα «Κωνσταντίνος», 280 τ., σκιαθίτικο σκαρί, δούλευε στα
ελληνικά νερά. Ο πατέρας του, ύστερα από το ναυάγιο, αγόρασε το 1910 καινούργια
σκούνα «Τρείς αδελφοί» 200 τ.
Στα
1920 ο σκιαθίτης εμποροπλοίαρχος, με τ’ όνομα Ραφτάκης, του είχε ειπωμένα ότι ο
ίδιος είχε σκαρώσει στη Σκιάθο ένα ξύλινο τριίστιο (μπαρκομπέστια) χιλίων τόννω
και μ’ αυτό, φορτωμένο, έπλεψε ο ίδιος
γύρω στα 1890 – 1895 στην Αμερική.
Είχανε εντυπωσιαστεί οι Αμερικάνοι από την εμορφιά του κα καΐκιού· κι ακόμα είχανε παραξενευτεί πως μπόρεσε ένα μικρό νησί, σαν τη
Σκιάθο, να σκαρώσει και με πρωτόγονα μέσα, σκάρες και βάζα, να ρίξει στη
θάλασσα ένα τόσο μεγάλο ιστιοφόρο*.
Θα
καταγράψω εδώ όσα καΐκια
μου απαρίθμησε ο γερο –καπετάνιος:
1.
Κων.
Κάτουλας σκούνα 300 τ., σκαρί
κουμιώτικο.
2.
Κων.
Δημητράκης σκούνα «Ελένη» 110 τ. (1900)
3.
Κων.
Δημητράκης σκούνα «Τρείς ‘Αδελφοί» 200 τ. (1910)
4.
Αναστ.
Κων. Δημητράκης σκούνα «Κωνσταντίνος» 280 τ. (1909)
5.
Νικ.
Οικονόμου ή Τσαγανάς σκούνα «Χίος» 350 τ., σκαρί Εγγλέζικο.
6.
Αδελφοί
Γεωργιάδη ή Τσαγανάς σκούνα «Νικόλαος» 350 τ., σκαρί γαλαξειδιώτικο.
7.
Γεώργ.
Κληβανιώτης ή Καπαμάς σκούνα 150 τ. Γύρω στα 1895 ναυάγησε στ’ ανοιχτά της
Μονής Σωτήρος, προερχόμενη από την Πόλη.
8.
Ιωάννης
Ελευθερίου «Νέα Τύχη» σκούνα 300 τ. σκαρί αυστριακό.
9.
Ιωάννης
Γιαννούκος «Βηθλεέμ» σκούνα 250 τ.
10.
Αναστάσιος Οικονόμου ή Γιαννακίας σκούνα
«Κύζηκος» 160 τ. (το είχε φέρει από την Πόλη)
11.
Γεώργιος
Οικονόμου ή Γιαννακίας (αδερφός του
προηγούμενου) σκούνα «Φλοίσβος» 130 τ.
12.
Αναστάσιος
Ζαγοριανός σκούνα (μπίμπιλι) «Νικόλαος» 100τ.
13.
Μουκανάκης
σκούνα (μπίμπιλι) 60 τ. Ναυάγησε φορτωμένη στ’ ανοιχτά της Ζαγοράς γύρω στα
1902. Δε γλίτωσε κανείς από το πλήρωμα.
14.
Σταύρος
Θεοδόσιος σκούνα «Τρείς Φίλοι» 160 τ.
15.
Ιωάννης
Ρουπαΐτης σκούνα
«Τριθιανή» 140 τ. από τη Σαντορίνη.
16.
Κων.
Νικολούτσος σκούνα «Ευτυχία» 200 τ.
17.
Δαριώτης
μπρατσέρα «Δήμητρα» 90 τ.
18.
Παντελής
Πέτσας μπρατσέρα «Αγιος Νικόλαος» 75 τ.
19.
Παντελής
Φλώκας μπρατσέρα 30 τ.
20.
Ιωάννης
Βελισ. Παπάς σκούνα 250 τ. Ναυάγησε στην Κρήτη.
22.
Γεώργιος
Αγγελής σκούνα «Ασία» 200 τ. σκαρί γαλαξειδιώτικο.
23.
Αδελφοί
Κανιάστα** «Παναγία Θεοτόκος» 200 τ. σκαρί συριανό.
24.
Κων.
Κάτουλος σκούνα 350 τ. σκαρί συριανό.
25.
Ιωάννης
Θαλασσινός σκούνα (μπίμπιλι) «Βασιλική» 100 τ.
26.
Αναστ.
Ρούσος σκούνα «Ευαγγελίστρια» 150 τ.
27.
Δημήτριος
Τράκος σκούνα (μπίμπιλι) 60 τ.
28.
Γεώργιος
Θαλασσινός μπρατσέρα 30 τ. Ναυάγησε έξω από τη Μονή Σωτήρος προερχόμενη από την
Πόλη.
29.
Αδελφοί
Βενιζέλου σκούνα «Κοίμησις Θεοτόκου» 150 τ.
σκαρί συριανό.
30.
Παναγιώτης Πράγιας σκούνα «Άγιος Νικόλαος» 140 τ. σκαρώθηκε στην Κάσο.
31.
Νικόλαος
Πράγιας μπρατσέρα (τρεχαντήρι) 30 τ.
32.
Τίτος
Πράγιας σκούνα 160 τ.
33.
Δημήτριος
Πράγιας και Δημ. Δημητράκης (τρεχαντήρι με μπούμα και πινά ) 90 τ.
34.
Ζαφείριος
Ζαφειρίου σκούνα «Μυρτιδιώτισσα» 160 τ. από το Τσιρίγο.
Τα σκάφη 1-16 ήταν της
Κύμης. Τα 18, 19, 20 ήταν της Παραλίας Κύμης. Τα 21-29 ήταν της Ανοριάς.
Τα σκάφη 30-33 ανήκαν
στην Άνω Ποταμιά. Το Νο 34 ήταν των Καλημεριάνων.
Γύρω στα 1898 – 1900,
θυμάται ο καπτά – Δημητράκης, με μια μεγάλη χιονιά, τ’ άλμπουρα των καϊκιών
φόρτωσαν τόσο πολύ χιόνι, που μπατάρανε και βούλιαξαν τα σκάφη των αδελφών
Βενιζέλου, Παναγιώτη Πράγια και Αθαν. Οικονόμου. Σαν έφτιαξε ο καιρός,
μαζεύτηκαν οι γύρω κάτοικοι και τα ξεβούλιαξαν. Για σκάφος Αθαν. Οικονόμου δε
μου είχε μιλήσει πρωτύτερα, παρά μόνο για Νικ. Οικονόμου ή Τσαγανά.
Όλα τα καΐκια
που απαρίθμησε ο παλιός ναυτίλος αναφέρονται στα τέλη περίπου του περασμένου
αιώνα και έως το 1910- 1915, όχι κατοπινότερα.
Με γράμμα του από 4.10.80 ο Τάσος Δημητράκης συμπλήρωσε, όσα
προφορικά μου είχε πεί και με τα ακόλουθα στοιχεία: Το 1885 υπήρχε εκεί το βαπόρι
«Κύμη» χωρητικότητας 400 τόννων – του είχε πεί ο πατέρας του – που κουβάλαγε
λιγνίτη από την Πλατάνα. Το 1895-1905, θυμάται ο ίδιος ότι υπήρχανε δύο
ιστιοφόρα (βρίκια) 350 τ. το ένα, σκαρωμένο στις Σπέτσες και τ’ άλλο 650 τ. στη
Σύρο*. Το πρώτο ονομαζόταν «Νικόλαος» και τ’ άλλο «Μουσουβαλιές». Είχε πάρει τ’ όνομα του
γερμανού διευθυντή. Κουβαλούσαν λιγνίτη
στο Στρατόνι της Χαλκιδικής. Ανήκαν στο Νικ. Καρούρια από το Καρλόβασι. Δούλευαν με κουμιώτικα πληρώματα. Το δεύτερο σκάφος σε
κάποιο από τα ταξίδια του «καλάρησε νερά όξω από τα Ελιδρόμια και το
’ριξαν εις την ξηράν και εγλίτωσε το
πλήρωμα».
Στο δυναμικό των
καραβιών της Κούμης, που μας έδωσε ο Δημητράκης, πρέπει να προστεθεί και το
ιστιοφόρο «Ασπασία» του παππού του Κυμαίου ζωγράφου – χαράκτη Δημήτρη Γαλάνη,
από τον πατέρα του – δεν κατέχω τ’ όνομά του – όπως ο ίδιος μου το είχε
αφηγηθεί. Με το μεγάλο εκείνο ιστιοφόρο – στο οποίο είχε δώσει τ’ όνομα της γυναίκας του – ο παλιός αυτός καραβοκύρης
Γαλάνης έκανε μακρινά ταξίδια στη Μεσόγειο, τροφοδοτώντας το στρατό του
Ναπολέοντα.
Ακόμα ο παλιός
καπετάνιος μου ’δωσε και τις ακόλουθες
πληροφορίες, που δε βλάφτει ν’ αναφερθούν: Στην περίοδο 1900-1914 (πρίν από τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο) οι ναύτες
των καϊκιών είχανε μισθό 60 δρχ. το μήνα. Το μεροκάματο της στεριάς ήταν 2,50
δρχ. και η τιμή του λαδιού ήταν 0,80 λεπτά ως μια δραχμή η οκά.
Κατάγραψα σε τούτες εδώ
τις σελίδες τα κουμιώτικα καράβια, έτσι ως τ’
αναθυμήθηκε και μου τ’
απαρίθμησε, εκειδά στην ακρογιαλιά της Πλατάνας, εκείνος ο
πολυταξιδεμένος ναυτίλος, ο καπτά – Τάσος Δημητράκης**.Μπορεί και να μην είναι πλήρης ο
κατάλογος· όσα όμως μου
απαρίθμησε αποτελούν ωστόσο πολύτιμη μαρτυρία και συμβολή στη γνώση του
ιστιοκίνητου ναυτικού της Κύμης των
νεότερων χρόνων.
[1] ‘Ο Porcacchi Thomaso έχει γράψει για την Εύβοια « L’isole piu famose di mondo» Έκδ. Galignano, Πάδοβα 1620
[2] Πάνου
Β. Χατζηπάνου « Η Εύβοια κατά την
Φραγκοκρατίαν» εκδ. Εταιρείας Ευβοικών Σπουδών, Αθήναι 1935, τ.Α΄»
[3] Κων.
Α. Αλεξανδρή « Η αναβίωσις της ελληνικής ναυτιλίας κατά την Τουρκοκρατίαν»
περιοδικό «Ναυτική Επιθεώρησις» Αθήνα 1960.
[4]
Γιώργου Ι. Ντεγιάννη «Ο Νικόλαος Κριεζώτης», Αθήνα 1967, εκδ. Εταιρείας
Ευβοικών Σπουδών τ. Α΄ (έγγραφα 94, 95,
107).
[6] Κων. Α. Αλεξανδρή, όπου π.
[7] Γεωργ. Λεονταρίτη,
«Ελληνική Εμπορική Ναυτιλία (1453-1850)», Αθήναι 1981,σ. 39
[8] Κων. Α. Αλεξανδρή, όπου π.
[9] Κων.
Α. Αλεξανδρή, όπου π.
* Τούτα τα λόγια που παίρνουμε από το
«Χρονικό του Γαλαξειδίου» δίνουν μιάν ελάχιστη ιδέα της βαρβαρότητας των
πειρατών: « …… επεράσασι από σπαθίου και
μαχαιρίου γερόντους, νέους και γυναικόπαιδα ….. ήρθασι άλλοι πειρατές,
ενδυμένοι τομάρια, ωσάν αρκούδες, και τρώγοντας άψητα κρέατα, ωσάν θερία. Και
ανθρώπους ζωντανούς στη σούβλα εψήσασι. Εμπαίνοντας οι πειρατές ανεμπόδιστα στο Γαλαξείδι,
επεράσασι από σπαθίου ό,τι εβρήκασι ζωντανό». (σελ. 103, 104, 106)
[11]
Ανδρ. Γ. Λαιμού όπου π. , σ. 104, 160
* Την
ανακοίνωση αυτή τη χρωστάμε στον εκλεκτό πηλιορίτη ερευνητή Γιώργο Θωμά.
[12] Ανδρ. Γ. Λαιμού όπου π.,
σ. 104, 160
[13] Τάσου Ζάππα «Ευβοϊκά Β΄»
Αθήνα 1978, εκδ. Αλκαίος, σ. 66-67.
[14] Τάσου Ζάππα, όπου π. σ.
159
* Άλλοι τη λένε Γαϊδουρόμαντρα.
* Μεγάλα τρίστηλα ιστιοφόρα ναυπηγούσαν
κείνα τα χρόνια και σ’ άλλα παράλια της χώρας και είχαν πραγματοποιήσει ταξίδια
στην Αμερική, και άλλού. Στο βιβλίο του «Ακτίνες και Νέφη», Αθήναι 1932, εκδ.
«Πυρσού», ο κρανιδιώτης Γ.Π. Παρασκευόπουλος, γεν. γραμ. του Δήμου Αθηναίων,
μιλάει για διίστια και τριίστια
(μπαρκομπέστια) που πλεύσανε στην
Αγγλία, στη Σιέρα Λεόνε της Νότιας Αφρικής κ.α.
* Η Σκιάθο,
λέει ο παλιός καπετάνιος, σκάρωνε μεγάλα ιστιοφόρα ως χίλιους τόννους, με τους
φημισμένους καραβομαραγκούς της. Η Σκόπελο
ως 500 τ.
** Ο
Γεώργιος Ε. Κανιάστας με πληροφόρησε ότι
οι αδελφοί Κανιάστα είχανε και άλλα δύο ιστιοφόρα, τα «Ευαγγελίστρια» και
«Αγιος Γεώργιος» (1900). Το δεύτερο ήταν το νεότερο και μεγαλύτερο.
* Η Σύρο, στα μετεπαναστατικά
χρόνια, ήταν μεγάλο ναυπηγικό κέντρο για
ιστιοφόρα σκάφη ως το 1874. Στους ταρσανάδες της είχε σκαρωθεί το μεγαλύτερο ιστιοφόρο της εποχής «Αργώ» 42.000 κοιλών. Ακόμα η Σύρο
θεωρούνταν τότε εμπορική, οικονομική και
ναυτιλιακή πρωτεύουσα του κράτους (βλ. Ανδρ. Γ. Λαιμού όπου π.)
** Ο παλιός θαλασσόλυκος είχε δίπλωμα
ωκεανοπλοϊας Α΄ ταξ. και εκτός από τα δικά του
καΐκια, διατέλεσε πλοίαρχος και σ’ άλλα
ελληνικά σκάφη. Ο άξιος εκείνος ναυτικός έκλεισε τα μάτια του στις 30-5-1982.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου