ΤΑΣΟΣ ΖΑΠΠΑΣ
ΚΑΡΥΣΤΙΝΑ ΤΕΜΠΗ
Σ’ ευχαριστώ για τα βουνά και για τους
κάμπους που είδα.
Ζ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
Είχα
περπατήσει από το Παραδείσι στο
Μελισσώνα, μες στην παχιά του χλωρασιά και τα νερά. Τούτο το χωριό ήταν σε άλλα
χρόνια ονομαστό για δυό πράγματα: για τα μελίσσια και για το κλίμα του που
ερχόνταν φθισικοί να βρούνε τη γιατρειά
τους. Σε τούτο το χωριό πέρασε κάποτες και κείνος ο κοσμογυρισμένος Φώτης
Κόντουγλου, καθώς μας το μολογάει στο
«Γιαβάς το θαλασσινό». Τίποτις δεν είχε αλλάξει απ’ την αλλοτινή εμορφιά του.
Τα σπίτια μέναν λιθόχτιστα, παλαιικά και τα ψηλά τα δέντρα και οι
περγουλιές τ’ αποσκεπάζαν ευεργετικά με τον ίσκιο τους. Με τα πόδια
είχα πάρει το μουλαρόδρομο από δώ για τον Άϊ –Δημήτρη. Τι καλά που ήτανε τότες!
Ο Θεός είχε προστατέψει τούτο το βλοημένο τον τόπο και δεν είχε πατήσει ρόδα να
χαλάσει την εμορφιά του, μπορεί και τους ανθρώπους. Όλα τα νοθεύει τούτη η
αναθεματισμένη η ρόδα. Κάποτες οι άνθρωποι που θα ‘ρθουνε, ύστερ’ από τα μας,
θα ψάχνουνε σε παλιά βιβλία, σε ξεθωριασμένες φωτογραφίες και ζουγραφιές, να
μάθουνε σαν πώς να ‘τανε τάχα μια φορά ο τόπος τους. Κι αν ετούτοι λάχει να
‘ναι άνθρωποι πονετικοί, μπορεί κάποιο δάκρυ να στάξει από το μάτι τους για
ό,τι ανεπίστρεφτα έχει πια χαθεί από το δώρημα του Θεού, με δικιά τους,
καταδικιά τους φταίξη.
Σε
τούτη την οδοιπορία είχαμε, ο Κώστας κι εγώ, κινήσει απ’ το Μαρμάρι. Πρωτύτερα
νοιαστήκαμε να ρωτήσουμε σαν που θα δυνόμασταν να κοιμούμασταν το βράδι στο
Μελισσώνα που θα φτάναμε, μιας κι ο Θεός, μπορεί κι η λιγοστή οικονομία του
τόπου, είχαν αφημένα ίσαμε τότες όλα τούτα τα χωριά δίχως ένα τόσο δά
ξενοδοχείο για ύπνο. Όσο για το προσφάι
δε γενότανε λόγος·
ήμασταν σίγουροι πως δυο ελιές, μια τομάτα, ένα κομμάτι κριθαρένιο ψωμί, θα
βρισκόνταν πρόθυμοι ανθρώποι να μας φιλέψουνε. Ο Κώστας που μ’ ακολούθαγε με το
μουλάρι του, είχε προνοητικά νοιαστεί και είχε βάλει καλού – κακού στο ταγάρι,
εξόν από την ταφή του μουλαριού – πρώτα για τα ζά ή έγνοια και ύστερις για μας τους δυό – το
κλειδοπινάκι με το τυρί και λιγοστό ψωμί. Κι έτσι, ως μας είχαν ορμηνέψει στο
Μαρμάρι, βρέθηκε, σπολλάτη, πρόθυμη και καλόγνωμη μια, περασμένη στα χρόνια,
νοικοκυρά στο Μελισσώνα, που μας άνοιξε την πόρτα και περάσαμε τη νύχτα κάτου
από κεραμίδι. Μόνο που τότες κοντά αγγελοκρούστηκε ο παπάς του χωριού – άντρας
της θυγατέρας της – κι όσο να ‘ναι ο αγέρας γύρου μας στάθηκε ούλος λύπηση.
Σφίξαμε το χέρι της παπαδιάς και της μάνας της για τον πρόωρο χαμό του ιερέα,
φχαριστήσαμε για τη φιλοξενία και,
πριχού να βγεί ο ήλιος, μισέψαμε απ’ το χωριό τους.
Σκαπέτισα
ύστερα περ’ απ’ τον Άϊ – Δημήτρη και το Καλλέργου, κατά που βγαίνει ο ήλιος. Ο
Κώστας μ’ ακολούθαγε με το ζό του. ξωμάχοι δουλεύανε όλο ταμάχι στα χωράφια,
στο δάσος. Κάτου απ’ τα πόδια μου, ζερβά, ανοίγει την αγκαλιά της η θάλασσα κι
απάνου της έχει χυθεί καταρράχτης ο πρωϊνός ήλιος, ασίκης, και χρυσώνει το γιαλό ως πέρα κατά την Ανατολή. Μια λύρα
του ήλιου ακούγονταν στον τρίσβαθον αιθέρα, ως το ‘χε πεί ο Σικελιανός. Το τοπίο
κρέμεται πάνου από τη θάλασσα. Ακόμα δεν έχει ανοίξει τη φυσούνα του το μελτέμι
και δύνεσαι να τήνε ξανοίγεις γαληνεμένη, έτσι ως έρχεται αλαφροπερπάτητη και
βρέχει τα ποδάρια του ολοτρόγυρα βουνού. Περνάω μες από ‘να πυκνό πουρναρόδασο.
Τούτα τα πυκνά πουρναρόδεντρα, έτσι ως τ’ αντικρίζω, μου φέρνουν στο νού
κείνα τα παράξενα, τα πυκνά δάση που
περιγράφει ο Γκογκέν πέρα στ’ απρόσιτα δάση του Ειρηνικού. Πουθενά, σε καμιά
μεριά, δε ματάχα δεί τόσο θρεμένα πουρνάρια. Δέντρα χοντρόκορμα, ψηλά και πυκνοφυτρωμένα, έτσι
που δε βολεί να δείς τον ουρανό. Περνάς μέσα σε δασοσκοτεινιά και δε στέργει να
σηκώσεις τ’ αψήλου τη ματιά σου. Μονάχα τον κελαηδισμό των πουλιών και την
ανάσα της θάλασσας ακουρμαίνεσαι που φτάνει
δροσιστική να σε καλημερίσει όλο γλυκασμό σε τούτο το μαγευτικό, το
πρωτόιδωτο τοπίο της πατρικής γής. Αναθυμάμαι τον Παπαδιαμάντη.
Πίσω
στον Ασέληνο στο ρέμμα
όπου
σταλάζουν τα όρη γλυκασμόν
και
το δάσος όλον φαίνεται έμψυχον
απ’
το πλήθος των κοτσυφιών.
Είναι
κάποια δάση που λές σε τραβάνε κοντά τους με το ζόρι να χουφτιάσεις τα δέντρα
τους με την πύκνα και την ξέχωρη όψη που έχουνε δοσμένα στο τοπίο. Τέτοιο ήτανε
τούτο το πουρναρόδασο. Μεριές – μεριές άφηνε λιγοστά ξέφωτα, ίσα-ίσα για να
γλιστρήσει η ματιά απ’το κατακόρυφα κομμένο τοπίο, να δεί τη θάλασσα που
σιγοτραγουδάει στους ακρόβραχους.
Αναστατωμένος
– άραγε κι ο Κώστας; - από το κάλλος του πρωτόφαντου δάσου, βρεθήκαμε στο λευκό
ακροθαλάσσι του Καλιανού, όπου σμίγει η ρεματιά με την πλατιά θάλασσα του
Αιγαίου. Η σκέψη μου, καθώς έβλεπα τούτη την κυανή έκταση, έτρεψε σε θαλασσινές
μνήμες. Στα καράβια που διάβηκαν από δώ, στον καιρό του ’21, μα και κατοπινά σε
κείνα του στερνού πολέμου, που γυρόφερναν μέρα –νύχτα μέσα σε τούτη την
αγαπημένη θάλασσα, παλεύοντας για τη λευτεριά της πατρίδας. Πάντα για τη
λευτεριά, σε όλους τους καιρούς και σ’ όλους τους κατατρεγμούς. Τέτοια η μοίρα
μας. Τώρα που σέρνω τούτες τις αράδες αναρωτιέμαι αν τούτα τα παρθένα ανατολικά
κατατόπια του νησιού μείναν έτσι πανώρια, απείραχτα απ’ τον άνθρωπο ή τάχα
πέρασε ο δρόμος – που τον απογυρεύαν οι παιδεμένοι τριγυρινοί άνθρωποι –
αναστάτωσε το δάσος, ρήμαξε τα δέντρα, άνοιξε τρανές λαβωματιές στο παρθένο
τοπίο και σύντριψε το κάλλος του; Όμως δε στέκει να στοχάζεται έτσι. Κάποτες η
θυσία είναι ανάγκη αν πρόκειται να πραΰνει την πικρή ζήση του ανθρώπου.
Αντίκρυ
μου λευκάζουν, ανάρια ριγμένα, τα σπίτια
του Καλιανού. Όλα μονόροφα και πάνω τους ο χωματένιος λιακός, πατημένος καλά με
τη μαρμάρινη κυλίντρα. Κι ολόγυρα στη σκεπή οι πέτρινες «φτερόμες», ένα είδος
γείσου που είχαν σκεφτεί οι παλιοί μαστόροι για να φεύγουν τα νερά της βροχής. Πουθενά κεραμίδι, μοναχά
παραδοσιακές νταμαρόπλακες και χώμα. Εδώ κι εκεί στα πλάγια του βουνού τα
σπίτια «θεώνται» σαν πρόβατα στη βοσκή.
Χαίρουμαι την απλωσιά τους, μακριά το
‘να από τ’ άλλο, δίχως την πνιγμωνή που ορίζει αλλού ο κλειστός, ο στενεμένος
χώρος. Τούτη η άπλα του Καλιανού μοιάζει σα να σου ‘χει ανοίξει την καρδιά του
ο τόπος και να σε προσκαλάει να τόνε χαρείς.
Βρέθηκαν κι εδώ καλόκαρδοι άνθρωποι που μας δείξανε πόσο πλούτος κρύβει
το στέρνο τους. Άμποτες να μένανε έτσι καλοσυνάτοι και πρόσχαροι οι άνθρωποι!
Ανηφόρισα
κατόπι τη χαράδρα που ανεβαίνει κατά την Όχη, μέσα σε πράσινη χαρμονή, σε θεϊκή
βλάστηση. Όλων των λογιών τα δέντρα έχουν αποσκεπάσει τη ρεματιά και κάνουν να
βαθαίνει το μυστήριο της πλάσης. Χυμοί της γής, τρέφουν τα δέντρα, ρυάκια
τραγουδιστά αναβλύζουν ολόγυρα και σμίγουν με το ρέμα, που κατεβαίνει αείρροο,
σίγουρο για την αιωνιότητά του στο λευκό περιθαλάσσι, στα ριζά του Καλιανού, ν’ ανταμώσει το Αιγαίο. Πλατάνια, δρύς,
καρυδιές, κουτσουπιές, μυρτιές, ανθισμένες πικροδάφνες και αλυγαριές,
συμπλέκονται αναμεταξύ τους και γιομίζουν ευωδιές των πρωϊνόν τους τροπάρι.
Ψηλά ορθώνονται οι κορφές των βουνών ρίχνοντας τον ίσκιο τους στη ρεματιά.
Καθώς διάβαινα τούτη την πυκνόφυτη, τη
σκιαδερή χαράδρα, γιομάτη δρόσο και κελαηδισμό, μου ‘ρθε να την ονοματίσω Κ α ρ
υ σ τ ι ν ά Τ έ μ π η, καθώς παραβγαίνει
σε ομορφιά, σε νερά και σε πράσινο πλούτος κείνα τα Θεσσαλικά Τέμπη. Κάθε φορά
που η περίκλειστη ψυχή μου αποζητάει λίγη ανάσα, στοχάζομαι τούτο τον παράδεισο
στ’ ανατολικά κράσπεδα του δίκορφου καρυστινού βουνού.
Μα
τώρα πού χαράζω τούτες εδώ τις αράδες έρχεται στη θύμησή μου η πρώτη από τις
αναβάσεις μου στην Όχη, κατακόρυφα, εκεί που ζεί μές στους αιώνες, λάφυρο των
ανέμων και των αιτών, εκείνο το παράξενο αρχαίο κτίσμα με τις κυκλώπειες
πέτρες. Που άλλοι το είπανε ναό της Ήρας, άλλοι δρακόσπιτο, κι άλλοι αλλιώς. Το
τριγύρισα και άφησα τη σκέψη μου να πλανηθεί στους απροσδιόριστους αιώνες, όπου
υπεράνθρωποι μοιάζουν να σήκωσαν τις κολοσσιαίες πέτρες για να χτίσουν – για
όποιο σκοπό – τούτο το πανάρχαιο κτίσμα του τόπου μου. Ελόγου μου δεν είμαι
αρχαιολόγος, μήτε αρχιτέκτονας , μήτε ιστορικός, για να ‘χω υπεύθυνη γνώμη.
Εκείνοι ας πούνε το λόγο τους· πότε, πως και για ποιο σκοπό υψώθηκε πάνου
εδώ κατάκορφα τούτη η βαριόχτιστη στέγη. Εμένα μου φτάνει που αξιώθηκα – όχι
μια φορά – να φτάσω ως εδώ ψηλά και να δοκιμάσω την αισθητική τέρψη που μου
δώρησε το μνημείο και η άφθιτη ομορφιά του βουνού.
ΚΑΒΟΝΤΟΡΟΣ
Με τρώει η έγνοια ετούτη: να δω, ν’ αγγίξω
όσο μπορώ περισσότερη γή και θάλασσα.
ΝΙΚΟΣ
ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
Μια
οδοιπορία στην περιοχή του Καβαντόρου, αποτελεί
για τον φιλαπόδημο άνθρωπο της πόλης και τον φιλέρευνο και ευαίσθητο ταξιδευτή, ένα γύρο πολλαπλής
σπουδής. Η μορφολογία του χώρου, τα
ολόγυρα βουνά με τα πρανή τους που ολισθαίνουν σχεδόν κάθετα σε βαθιούς
σκιερούς δρυμούς, απάτητους, όπου ασφυκτιούν πανάρχαιες δρύς, πλατάνια, ελιές
και πουρναρόδεντρα. Οι σκληρές, βραχώδικες, συχνά απόκρημνες ακτές, που
θυμίζουν τις νότιες απολήξεις του Άθω, μοιάζουνε καταφύγια για τις φώκιες, που εναλλάσσονται με μικρούς αμμώδεις
κόρφους, όπου συμβαίνει να σωριάζονται τα λείψανα των πλεούμενων που καταπίνει κάποτε ο
ανοικτίρμονας πόντος. Η όλη φύση θα ‘λεγα ότι έχει κάτι το αυστηρό, αν και η
διακύμανση του τοπίου από τη θαμνώδη μορφή του στην πλησμονή των δρυών και των
πλατανιών που κάποτε απαντάμε, τη διαφοροποιούν. Όμως δεν είναι μόνο η φύση που
θα σ’ αγγίξει· είναι
προ πάντων οι άνθρωποι, ο ποιμενικός και
αγροτικός βίος, οι όροι της ζωής τους, η μοίρα τους, η γλώσσα τους, ό,τι
συνθέτει την καθημερινή τους ύπαρξη. Είναι η ασύγχρονη μορφή του, που τόσο
φανερά δεσπόζει εδώ. Αυτός που ονομάζουμε, με πολλή αυταρέσκεια, σύγχρονο
πολιτισμό, δεν ευδόκησε να δράμει ως εδώ κι ο τόπος μοιάζει να ζεί ερήμην του.
Εκείνο που περισσότερο από καθετί
προσβάλλει την αίσθησή σου είναι, η περίσσια αναλγησία της κοντόφθαλμης, βραδυκίνητης και
αρτηριοσκληρωτικής πολιτείας, που δε βρήκε τίποτα το τρωτό εδώ να διορθώσει!
Αυτή τη γεύση δοκιμάζει ο πρωτόφερτος σε τούτη τη νησιώτικη απόληξη, που μόνο
τετράχρονες τυποποιημένες υποσχέσεις
είχε συνηθίσει ν’ ακούει.
Άκουγα
Καβοντόρο και ντρεπόμουν που δεν είχα αξιωθεί να τον γνωρίσω. Και είναι, χάρη
σ’ ένα Καρυστινό φίλο, το Σταμάτη Παπαμιχαήλ, που μπόρεσα να κάνω δυό μέρες το
γύρο του. για να επισκεφτείς έναν τόπο, οφείλεις πρωτ απ’ όλα να ‘χεις
μεταφορικό μέσο και δρόμο. Το πρώτο το διαθέταμε, έλειπε όμως το
δεύτερο. Κινήσαμε από την Κάρυστο πάνω
σ’ ένα άθλιο χωματόδρομο, γεμάτο σκαμπανεβάσματα, που αποτελούσαν δοκιμασία,
όχι μόνο για το αυτοκίνητο, μα και για μας τους ίδιους , παρότι θέλαμε να μην
το συλλογιούμαστε. Αυτός ο χωματόδρομος κατάφερε, με τα πολλά, ν’ ανοιχτεί
μόλις τα στερνά μετακατοχικά χρόνια. Όμως σκέφτεσαι ότι έχουνε περάσει 151
χρόνια από τότες που ξετούρκεψε η Εύβοια,
κι όμως ακόμα η νότια άκρια του νησιού μένει παράμερα, σχεδόν όπως την
άφηκε ο δυνάστης. Το κράτος, δηλαδή η
υπεύθυνη συνείδηση του τόπου, δεν
πρόκοψε ως τα σήμερα, εν έτει 1984, να δώσει στα χωριά, που αποτελούνε την
καβοντορίτικη «συμπολιτεία’, εκείνο το σολωμικό «μέγα καλό και πρώτο» που εδώ
ονομάζεται δρόμος. Στοχάζεσαι πως μπορεί
να ‘ ναι γι’ αυτά ίσα – ίσα τ’
αποκομμένα απ’ τον υπόλοιπο κόσμο χωριά,
που γράφηκε ο στίχος του Καβάφη: «μην ελπίζεις – δεν έχει πλοίο για σε, δεν
έχει οδό». Οδοιπορείς σε τούτη την ακροτελεύτια μεριά του νησιού, μες στην παρθένα,
την απάτητη φύση, με τους άγριους ακρόβραχους τους κάποτε απορρώγες , όπου
έρχεται και ξεσπάει το θυμωμένο κύμα, δίχως να συναντάς έναν άνθρωπο ή ν’ ακούς
παρήγορη τη λαλιά του, κι αναρωτιέσαι μην τάχα βρέθηκες ξαφνικά σε κάποιαν
ερημικήν άκρια της Πολυνησίας! Νιώθεις να σε κυριεύει, καθώς πορεύεσαι στα
νότια, διπλό συναίσθημα, συμπόνιας και ντροπής. Σκέφτεσαι αν τούτος ο ακρινός
χώρος του νησιού βρίσκεται μες στην ελληνική επικράτεια ή κάπου αλλού παραπεταμένος. Μην τάχα
θεωρήθηκε, απ’ την υπεύθυνη εξουσία, μια απόφυση που δεν αξίζει να τη
νοιάζεται.
Παρ’
όλη την κακοδρομιά, σβαρνίσαμε τον εαυτό μας ως τα χωριά Πλατανιστό, Ποτάμι,
Αντιά, Κόμητο, Καψούρι. Θέλαμε ν ακάμουμε όλο το γύρο του Καβοντόρου, να
φτάξουμε ψηλά στο ακρωτήρι τ’ ονομαστό του Καφηρέα, κι ως τα χωριά Αμυγδαλιά
και Καλιανού, στα βόρεια , μα πως; Ίσαμ’ εκεί, μονάχα με το καΐκι
απ’ την Κάρυστο μπορείς να πάς, δε βολεί αλλιώτικα. Συλλογιούμαι
εκείνους τους ανθρώπους – ψυχές ηρωϊκές – που τους έμελλε να κατοικούνε κατά
κεί και χρωστάνε να κάνουνε το γύρο πάντα με το ξύλινο σκαρί, κόντρα σ’ όποιες
αναποδιές του καιρού κι όποιες ανάγκες κι αν έχουνε να γιατρέψουνε (τροφή,
αρρώστια, γιατρό, δικαστήριο κι άλλα). Λες σπολλάτη που σήμερις το πλοίο το
κουμαντάρεις και το πηγαίνεις με το μοτόρι, ενώ πρίν από χρόνια, όφειλε να πάει με το πανί, όλο βόλτες κόντρα
στον άνεμο και το κύμα του Καβοντόρου.
Άνθρωποι
με λιγνά βουνίσια κορμιά, με πρόσωπα ηλιοψημένα, σκαμένα απ’ την παίδεψη και τη στέρηση, που απαντάμε στα χωριά,
βρίσκουνε ωστόσο το κουράγιο να βγούν απ’ τα φτωχόσπιτα τους να μας ανταμώσουνε
πρόσχαροι, να μας πούνε τον καλό τους το λόγο, μαζί και το πικρό τους
παράπονο ότι τους άφηκαν να εδρεύουν
πίσω απ’ τον ήλιο. Φτάσαμε ίσαμε κάτου στο Ποτάμι, την πλατιά αμμουδερή
ακροθαλασσιά, ανάμεσα σε δυό βραχώδη ακροτήρια,
όπου σοφοί εγκέφαλοι βάλανε έγνοια να στήσουνε, λέει, εκεί αν χρειαστεί
κάποτε, το πρώτο πυρηνικό εργοστάσιο. Εκεί, κατάντικρυ στην Τουρκία, κατάφατσα, ευπρόσβλητο από την
τούρκικη επιβουλή. Σ’ ένα τόπο που συχνά
ταρακουνιέται από σεισμούς. Δε σκεφτήκανε τίποτ’ άλλο να φτιάξουνε στο δόλιο
τον τόπο, κάτι που ν’ αλλάξει τη στερεμένη ζωή των ανθρώπων, μονέ έργο που ν’
αποτελεί μέρα – νύχτα μόνιμη απειλή, σίγουρη για τον αφανισμό τους.
Είχαμε
σταθεί απομεσήμερο στην Αντιά. Φουρνέλα ακούγονταν ψηλότερα και λιθάρια σφεντονίζονταν στον αγέρα και σκορπάγαν γύρω μας. Τρέξαμε να
χωθούμε κάτω από στέγες. Δουλευτάδες του
χωριού, βαλαντωμένοι από το μόχτο, σκίζανε πέτρες, παστρεύανε το χώρο ν’ ανοίξουνε
δρόμο, να φτάνει ίσαμ’ αυτού η ρόδα, να μερέψει, να «εξανθρωπιστεί» λέει ο
τόπος· να φάνε κι αυτοί
γλυκό ψωμί, να πορέψουνε τη ζήση τους. Έχουνε πεί πως τάχα οι κάτοικοι της
Αντιάς βαστάνε από πανάρχαιη ρίζα· ότι κατάγονται από τους Πέρσες, από τη φρουρά τους που απόμεινε
εκειδά – για ποιο λόγο άραγε; - στην ανατολική άκρια του νησιού, ύστερ’ από τον
ξολοθρεμό τους στη ναυμαχία της Σαλαμίνας· και στο φευγιό τους, κατατσακισμένοι, απολησμονήσανε τη φρουρά
τους, εκειδά στην ακροβραχιά του τρομερού κι ανελέητου Καβοντόρου. Δεν κατέχω
ποιος το πρωτόπε ή πρωτόγραψε τούτο και σε ποια ιστορική πηγή βασίστηκε. Μου
‘ρχεται ωστόσο κάπως ανάποδα να το δεχτώ. Κάτι όμως που το πιστεύω, γιατί
μονάχος μου βεβαιώθηκε, είναι ο ιδιότυπος κώδικας που κατέχουν οι κάτοικοι του
χωριού, να μπορούν με σφυριξιές απ’
αλάργα να συνεννοούνται αλάθευτα
αναμεταξύ τους· και
τούτο όχι μόνο σαν φανεί ο έφορος! Αυτός είναι η μόνη και πιο σίγουρη παρουσία
του κράτους. Υπαγόρεψα εγώ το κείμενο σ’
ένα χωριανό, να το μ ε τ α β ι β ά σ ε ι σε κάποιο
συντοπίτη του, που βρισκόταν σε απόσταση γύρω στα διακόσια μέτρα από
μας. Όταν τελείωσε το σφύριγμα, του φώναξα να μου πεί τις ακριβώς του είχαμε σφυρίξει. Η
απόκριση στάθηκε καταπληκτική·
μου μετάδωσε λέξη προς λέξη το κείμενο. Το σφύριγμα είχε αντικαταστήσει
τέλεια τη μορσική μηχανή!
Ως
οδεύαμε προς τ’ ανατολικά, είχα προσέξει
ότι στο ακροθαλάσσι δεν είχα αντικρίσει πουθενά γλάρους και ψαρόβαρκες, μονάχα
στο κανάλι, αλαργινά, διακρίνονταν βαριά δυσκίνητα δεξαμενόπλοια ν’ αργοπλέουν κατά τα δυτικά. Δύσκολα θα βρεθεί αλιευτικό στα δυσπρόσιτα
περιθαλάσσια και τα βαθιά νερά του Καβοντόρου. Και σά δεν υπάρχουν ψαράδικα ,
τι να κάνουν εδώ οι γλάροι, αιώνια λιμασμένοι
ακαμάτηδες του γιαλού;
Το
βράδι φτάξαμε σούρουπα στο Καψούρι. Το αραιοκατοικημένο χωριό είναι σφηνωμένο,
καλύτερα να πώ κρεμασμένο, ανάμεσα σε σύδεντρα, στο πρανές βαθιάς χαράδρας,
πυκνόφυτης – ίσως μικρογραφία του Ενιππέα – που γλιστράει ως τη θάλασσα της
Χαρχάμπολης (αρχαίας πόλης). Την ακούς να ροχθεί υπόκωφα και να διηγάται τις
φουρτούνες της. Έτσι καθώς το χωριό αγναντεύει από ψηλά την πλατιά θάλασσα,
τάχα ν’ αναθυμάται τους πειρατές που
λυμαίνονταν έναν καιρό τ’ ακροθαλάσσια;
Τις τριήρεις που διάβηκαν από το στενό για την Τροία, τα καράβια που το
Εικοσιένα ναυμάχησαν σε τούτη τη θάλασσα, τα υποβρύχια στον τελευταίο πόλεμο;
Ολάκερη ιστορία διηγάται τούτη η ονομαστή θάλασσας.
Το
σπίτι όπου καταλύσαμε να περάσουμε τη βραδιά, ήτανε ένα σπίτι λιθόκτιστο –όπως
όλα τα παλιά σπίτια – περιστοιχισμένο από πλήθος δέντρα, καρπερά κι άλλα, κι
από λιγοστό κήπο. Τσοπάνος κι αγρότης ήταν ο Μήτσος Μυλωνάς. Το φίλοι μου τον
ξέρανε, όμως πρώτη φορά βλέπαν εμένα, κι ωστόσο ο ίδιος, η γυναίκα του, η
γυναίκα του γιού του – ακόμα και τα τρία μικρά εγγόνια του – άνοιξαν την καρδιά
τους και βάλθηκαν , καλοσυνάτοι όλοι, να μας δείξουνε το μέσα πλούτος τους.
Ήτανε γιορτή, της Αγιά – Σοφιάς (παλαιοημερολογίτικα, 30 του Σεπτέμβρη)·
γιόρταζε η νύφη του και είδαμε το δείπνο, να «γέμει»
αγαθών, από κρέας, ψάρια – παχιές καβοντορίτικες σάλπες, πιασμένες
με ιδιότυπο τρόπο καθώς περνάνε κοπαδιαστές – και τυρί σπιτίσιο γίδινο,
κοντά και η κανάτα με κεχριμπάρι απ’ το βαρέλι τους. Ο χωρικός, όσο φτωχός κι
αν είναι, θα κάνει το κουμάντο του στη γιορτή και θα δείξει όλο του το φιλότιμο
στον ξένο – πανάρχαιο – πνεύμα – ακόμα και στον ακάλεστο, ωσάν ελόγου μας.
Είχαμε
αποφάει κι αρχινήσαμε να λιανοκουβεντιάζουμε για ό,τι σχετίζεται με το χωριό, με τη ζήση τους και
τα νιτερέσα τους. Με τα γίδια πορεύονταν ο τόπος από παλιά· άλλοτε
είχανε μπόλικα κοπάδια, μα τώρα λιγόστεψαν, φτώχεψε πιότερο από άλλοτες ο
τόπος. Τα κήπια, σκαλωμένα στην κακοτοπιά, πες πως μόνο τις χρείες της φαμίλιας
κονομάνε. Τι να τα κάνουνε, που να τα πάνε τα προϊόντα του ιδρώτα τους σά δεν
έχουνε δρόμο; Οι ντομάτες εδώ γουρμάζουν, μας λέει, αργά, τον Αλωνάρη, κοντά
της Αγιά – Μαρίνας και βαστάνε ίσαμε τα Χριστούγεννα. Κάποτες πλακώνει το χιόνι
και άειντε ναν τις βρείς. Μα τώρα στερνά, για εφτά – οχτώ χρόνια, δεν έκανε
χιόνια και δε στενευτήκαμε πολύ. Όμως, θυμόταν ο Μυλωνάς πως πρίν από κάμποσα χρόνια, είχανε τρείς ολάκερους
μήνες να ιδούνε χώμα! Κουκουλώνονταν τα
πλατάνια, οι βελανιδιές, οι αριοί, οι ελιές και σπάζανε. Κάτου απ’ αυτά τα
χιόνια – χωρίς δρόμο, χωρίς βοήθεια από πουθενά
- πως πορεύουνται οι άνθρωποι, πώς να θρέψεις τα γίδια, πώς να τα
γλιτώσεις; Πώς να πας στο νερόμυλο ν’
αλέσεις το σμιγάδι σου, πώς να κουβαλήσεις τις ελιές στο λιοτρίβι, πώς να πάνε
τα παιδιά στο σχολειό, πώς να κινήσεις
για μεροκάματο, πώς να πας για ξύλα αν σου σωθούνε; Τα βουνά ρείκι, κισούρι,
ρίγανη και τσάι και μ’ αυτά πορεύονται τα μελίσσια που έχεις, μα φέτος δεν
έβρεξε ντίπ, λέει, για να βρούνε τροφή κι έτσι δε βγάλανε μέλι. Κι αν λαχαίνει
να ‘χεις ζάχαρη ναν τα ταϊσεις, τα σώνεις, αλλιώς τα χάνεις.
Όμως
δεν ήταν μονάχα αυτά τα πικρά «πως» που ερχόνταν καφτά απάνου μας, σαϊτιές και μας καίγανε. Ήταν κι άλλα που μοιάζανε κραυγή, ένα
«κατηγορώ»¨, όπου δεν ήξερες τι ν’ αποκριθείς κι ας μην ήσουν εσύ που είχες
φταίξει. Ήταν κι ο γιατρός που έλειπε, και τα φάρμακα, και ο παπάς, και τα
σχολειά που μέναν δίχως μαθητές. Στο
Κόμητο μόνο 4 παιδιά παγαίνουν στο σχολειό, στο Ποτάμι 7, στο Καψούρι 13 ενώ
άλλοτε πάγαιναν 35. Γιατί να κάνεις παιδιά, σά δε δύνεσαι να τα θρέψεις, να τα
μεγαλώσεις; Κι ύστερα τι φταίγαν αυτοί αν το ‘φερε η μοίρα να ‘ναι γαντζωμένοι
εδώ; Είχα ρωτήσει γιατί δεν ανταμώσαμε καθόλου ανθρώπους στο δρόμο μας και η
απόκριση ήτανε πως λείπανε όλοι στα Μεσόγεια για μεροκάματο στον τρύγο.
Είχα
πληροφορηθεί πως σχεδόν όλα τα χωριά του Καβοντόρου είναι παλαιοημερολογίτικα· και σκεφτόμουν ότι έτσι ως είναι
αφημένα στη μοίρα τους, μπορεί να μην έχουνε μάθει ότι κάποτε άλλαξε το
ημερολόγιο και έτσι οι κάτοικοι ζούνε να πορεύονται με το «παλιό». Και
συλλογιόμουν ακόμα ότι δεν ήταν οι Καβοντορίτες υπεύθυνοι γι’ αυτό, μα η
αστοργία της πολιτείας που , αντίς να βοηθάει τη ζωή, να προσφέρει τη χαρά,
υποθάλπει την καθυστέρηση. Και ίσως θα πρέπει να δεχτούμε ότι αυτή η ίδια
αστοργία μπορεί να είναι που εκτρέφει την καθυστέρηση, βοηθάει το μαρασμό και
κάνει τους κατοίκους των Καβοντορίτικων χωριών να μιλάνε ακόμα αρβανίτικα στον
αιώνα των διαπλανητικών ταξιδιών!
Άλλαξα
μερικές κουβέντες με το νοικοκύρη και με τη Σεβαστή, τη γυναίκα του. Σί σκόνι
γιούβε, είπα στ’ αρβανίτικα, για να διακρίνω τις τυχόν γλωσσικές διαφορές που
μπορεί να παρατηρούνται ανάμεσα στα χωριά της νότιας Καρυστίας. Ντρέπουνταν να
μου μιλήσουνε στη «γλώσσα τους», θαρρούσαν πως τους χλεύαζα. Ο καλλιεργημένος
άνθρωπος, εκείνος που αγαπάει και σέβεται τις ρίζες του, τα λογίς έθιμα του
τόπου, μπορεί επιπόλαια να σκεφτεί πως
τούτη η απομόνωση του Καβοντόρου έχει και την αγαθή της όψη, αφού βοηθάει να
μένουν άφθαρτες, αναλλοτρίωτες, οι παραδόσεις και η αρβανίτικη γλώσσα του
τόπου. Όμως είναι χρέος του να σκεφτεί και τους ανθρώπους, τη στέρηση και την
πικρή ζήση τους.
Ήταν
αργά πιά κι έπρεπε ν’ αφήσουμε τους καλόκαρδους ανθρώπους να ξεκουραστούνε, για
να ‘χουνε κουράγιο την αυριανή, ν’ αρχινήσουνε καινούργιο σεφέρι με της γής. Η
Σεβαστή και η νύφη της, είχανε βαλθεί να τοιμάσουνε το υπνοδωμάτιο για την
αφεντιά μας. Ο νοικοκύρης, που μας φιλοξενούσε, είχε περάσει στα χρόνια της
Κατοχής κάποιες δοκιμασίες και ο φίλος μου είχε κοιτάξει να πραΰνει
τις πικρές ώρες του. Έτσι στρώθηκε γι’ αυτόν αντάξια το κρεβάτι. Ρίξανε
τα καλύτερα υφαντά του αργαλειού, τα καλύτερα στρωσίδια. Ήταν ένα άνετο κρεβάτι
– μπορεί η νυφική παστάδα της Σοφίας - που
θα δεχόταν απόψε καλοπροαίρετα τον ξενιζόμενο παλιό φίλο· έτσι είχανε σκεφτεί. Μα τελικά
κάπως αλλιώς γινήκανε τα πράματα. Ο Σταμάτης
θέλησε, από ψυχική λεβεντιά, να προσφέρει σε μένα την κλίνη, που είχε τοιμαστεί γι’
αυτόν. Επίμενα ν’ αρνούμαι προσφορά που ήταν κανωμένη γι’ άλλον, μα ο φίλος μου
στάθηκε αμετάπειστος. Κάμφθηκαν εν τέλει οι αντιδράσεις μου και πλάγιασα φαρδύς
– πλατύς στο διπλό κλινάρι. Ο Σταμάτης ξάπλωσε στο απλό ντιβάνι που είχε
τοιμαστεί για μένα, και σε λίγο, κουρασμένος απ’ το ολοήμερο βολάν,
αποκοιμήθηκε. Δεν μ’ έπαιρνε ο ύπνος, στριφογύριζα με βαριά καρδιά σ’ ένα
κρεβάτι που δεν μου ανήκε·
ένιωθα τύψη· δεν έπρεπε
να δεχτώ· όφειλα να επιμείνω· τι θα ‘λέγαν για μένα οι νοικοκυραίοι σά θα μαθαίνανε το
πρωί την ανοίκεια πράξη μου;
Άνοιξα
αθόρυβα τη μικρή πίσω πόρτα της κάμαρης και βγήκα όξω στα δέντρα, μοσκομύριζαν
τα λουλούδια, η υδρόχαρη μέντα στις
αμπολές. Ανασάλευαν κι έφταναν στ’ αφτιά μου απροσδιόριστα σκιρτήματα της
νύχτιας γής. Πέρα, απόμακρα, φωσφόριζε κάτου απ’ το ολόγιομο φεγγάρι η ατάραγη
απόψε θάλασσα του Καβοντόρου. Ενού Καβοντόρου φιλάνθρωπου, αγνώριστου, που
καταρράκωνε τη φήμη του πιο άγριου ελληνικού καναλιού και χαράμιζε τη δόξα του.
Απόψε δεν ήταν σαν άλλοτες που η τρικυμισμένη του θάλασσα ερχόνταν βροντερή και
ξέσπαγε στους δυσπρόσιτους βράχους. Πέρα μακριά, αόρατες, απλώνονται οι
Κυκλάδες. Σκέφτομαι πως «τη νύχτα τούτη χορεύουν οι μεθυσμένοι θεοί ανάμεσα στα
νησιά των Κυκλάδων», όπως τους είχε φανταστεί εκείνος ο αξέχαστος Ι.Μ.
Παναγιωτόπουλος. Γύρω, στα πυκνά σύδεντρα της ρεματιάς, μες στην ασαλεψιά της φύσης, ένιωθες ν’ αναδεύει
και να ροεί η νύχτια ζωή του ύπαιθρου. Ακροαζόμουν το μυστήριο του φυσικού κόσμου. Όμως το
αγιάζι δε χωράτευε και γύρισα στη
φιλόξενη στέγη.
Το
πρωί , ύστερ’ απ’ το κολατσό, σταθήκαμε στην αυλή και μιλάγαμε ξανά για τα
προβλήματα του τόπου, για το έχειν των ανθρώπων που τον κατοικούνε, για τα
παιδιά που δεν έχουνε γνωρίσει παιχνίδι και κοινωνικό θάλπος γύρω τους· μιλάμε για το αβέβαιο μέλλον τους,
που φέρνει συχνά τον απελπισμό στους γονιούς, στις μανάδες που δεν ξέρουνε που
να τ’ αφήσουν όντες κινάνε για το κοπάδι
ή το χωράφι. Στοχαζόμαστε τους γερόντους που δεν έχουνε τη φροντίδα και
την προστασία που τους πρέπει, για τα
δημιουργικά ερεθίσματα και τα έργα που χρειάζονται για να πάρει τ’ απάνου η
ζωή. Φχαριστήσαμε στερνά τους
καλόκαρδους ανθρώπους και πήραμε το δρόμο του γυρισμού.
Ψηλά
φάνταζαν οι βουνοκορφές Γκουριμάδ, Κερασά, Σταυρός, Παλαμηδάς και Προφητηλίας· λάμπανε ηλιοπερίχυτες στο
φθινοπωρινό πρωινό που μοσκοβόλαγε ρείκι και ρίγανι. Στη σύδεντρη και κατάρρυτη χαράδρα του Κόμητου σταθήκαμε
να χαρούμε τα πλούσια νερά των δυο πηγών που κατεβαίνουν
απ’ τ’ ορεινό συγκρότημα της Όχης, ανταμώνουμε στο Διπόταμο, στ’ ανατολικά του
Καστανόλογγου, και χύνονται παφλάζοντας στη θάλασσα. Πιο πέρ’ αναμερίσαμε να
διαβεί το κοπάδι του Τζένη·
γιόμισε η στράτα γίδια, κουδούνια, σφυριξιές και «τερπνή» γιδίσια μοσκοβολιά · πήρε λιγόστιγμη ζωή ο τόπος.
Άμποτες έτσι, είπαμε. Στους Μαστρογιανναίους σταματήσαμε να ιδούμε, στα βόρεια,
την κορφή της Όχης και στα ΒΑ το συγκρότημα του βουνού Αηδόνι.
Καθώς
γυρίζαμε σκεφτόμουν ότι είναι επιταγή να προσεγγίσουμε το θέμα Καβοντόρος, να
χτιμήσουμε την κλίμακα των αναγκών των χωριών του. Αναρωτιόμουν: θα βρεθούνε τάχα κυβερνήτες διορατικοί να
νιώσουνε σα χρέος τους να σκύψουν με συμπόνια, ν’ αλλάξουνε, κατά πως πρέπει,
το ριζικό των ανθρώπων του; Ν’ αποχτήσουνε κι αυτοί δικαίωμα σ’ ένα στοιχειώδες
«ευ-ζείν»; Άμποτες είναι.
ΝΙΜΠΟΡΙΟ
Τα πρώτα μου χρόνια τ’ αξέχαστα τά-
ζησα κοντά στ’ ακρογιάλι, στη
θάλασσα
εκεί τη ρηχή και την ήμερη.
ΚΩΣΤΗΣ
ΠΑΛΑΜΑΣ
Κάθε
φορά που βλέπω κάποιον να παραπατάει τον τόπο του και να ξενιτεύεται, σκέφτομαι
πως μπορούν μαθές να βρίσκουνται άνθρωποι, να ‘χουνε το κουράγιο να στρέφουνε
την πλάτη τους στα χώματα που τους γεννήσανε και να φεύγουνε. Κάτι τέτοιο για
μένα μοιάζει με ψυχικόν αφανισμό. Όμως να, που μου έμελλε να πάρω στερνά κι εγώ
μια τέτοιον αναπάντεχην απόφαση. Να ξεκόψω από τον τόπο που με γέννησε και με
ανάθρεψε. Κι ήτανε για μένανε τούτος ο
τόπος ένας μικρός παράδεισος. Γύρω να υψώνουνται τα βουνά στολισμένα κέδρα, σκίνα και πουρνάρια, ευλογία
καταπράσινη. Να κελαρύζουνε τα νερά στις ρεματιές, γιομάτες πλατάνια και
μυρτιές και να κελαϊδούνε τ’ αηδόνια και οι κορυδαλλοί, υφαίνοντας μελωδικούς
ύμνους στην πλάση. Στα ριζά τους ν’ απλώνεται χαρούμενη η λάκα με τα σπαρμένα
χωράφια και τους αγρότες να οργώνουνε τη
γής με τον άγιο ιδρώτα τους, να βοτανίζουν, να θερίζουν. Ολόγυρα το πλήθος οι
πολύχρονες ελιές, να πλέκουν φεγγερά
ασημένια στεφάνια οι φυλλωσιές τους. Και τα δυό λεμονοπερίβολα ν’
ανθοβολούν και να σκορπούνε μεθυστικό το
μύρο τους , τις νύχτες και τα πρωινά, αντάμα με το φλισκούνι, και τις
αλυγαριές. Κι εκειδά, κατάγιαλα, το πατρικό μου σπίτι, μοναχικό και λίγο πιο
μέσα έν’ άλλο. Αυτά μονάχα. Τίποτις άλλο. Πέρα, στα πλάγια, να ηχούνε τις
νύχτες τα κυπροκούδουνα απ’ τα γιδοπρόβατα και να λαλούν οι φλογέρες.
Τριγυρνά στο περιγιάλι, λευκή αμμουδιά, ολοκάθαρη,
πλυμένη απ’ το νοτιά, ν’ απλώνει την εμορφιά της και πάνου της οι τράτες να
καλάρουνε τα δίχτυα τους, ν’ ακούγεται ρυθμικό το τραγούδι των τρατάρηδων και ο
αχός των κουπιών τους, καθώς τα τρατοκάικα αυλάκωναν και θρυμάτιζαν τα γαλάζια
νερά του κόρφου. Στο μώλο ν’ αράζουν και
να ξεψαρίζουν τα δίχτυα τους οι ψαράδες. Πέρα ξανοίγονταν φωτεινοί να
γυαλοκοπάνε οι σμαραγδένιοι κάβοι, οι
μικροί όρμοι, και βαθιά καταμεσής του Ευβοϊκού, η Πλουταράδα, ν’ ανασαίνει το
μύρο της ασφάκας, ολάνθιστο φλουρί μεσοπέλαγα,
και να χαίρεται το τραγούδι των αμέριμνων και ευτυχισμένων γλάρων, έτσι
ως τους θυμάμαι να ‘ρχονται να μου τραγουδάνε και μένα καθημερινή και σκόλη.
Και ο Ευβοϊκός ήταν για μένα πάθος, πλάνταζε πάντα το στέρνο μου για τούτη τη
θάλασσα. Κάθε φορά που θυμάμαι τον Ευβοϊκό, ηχούν στ’ αφτιά μου οι στίχοι του
Σπύρου Κοκκίνη – παθιασμένου κι εκείνου για τούτη τη θάλασσα – «και θα κρατήσω
την αρμύρα σου στο στόμα μ’ ένα φιλί όλο μαϊστρο».
Μπροστά
στο μωλάκι του σπιτιού μας κατέβαινα τα πρωινά, πριχού να ξεμυτίσει ο ήλιος
στην αψηλή ράχη, ανασήκωνα το παντελόνι μου κι έπιανα χταπόδια και σουπιές με
το χέρι. Κάποτες και κανά θράψαλο που
ερχόταν στην άμμο, απελπισμένο απ’ τη ζήση του, να τα τινάξει! Έριχνα αρμίδι,
για κοκοβιούς, έφτιαχνα καραβάκια. Μάζευα πεταλίδες και παπούδες. Τράβαγα κουπί
στη βάρκα του πατέρα μου, ρίχναμε τα δίχτυα και ψαρεύαμε. Πάγαινα στις γύρω
μπρίνιες να βοσκήσω τις προβατίνες και τις μαλτέζες κατσίκες μας, μάζευα τη χαμάδα απ’ τις ελιές
μας · χούφτωνα την αγριάδα πίσω από τ’ αλέτρι, πάγαινα στα
κονάκια για τυρί· έδινα μακροβούτι απ’ το μπαστούνι της μπρατσέρας σαν άραζε στο κεφαλόσκαλο.
Σκαρφάλωνα στο βαγονέτο που διάβαινε
ολημερίς στην αυλή μας κουβαλώντας απ’ το Πυργάρι τα μάρμαρα στο μεγάλο μώλο.
Κι έβρισκα ευχαρίστηση ν’ ακολουθάω τη μάνα μου κάθε βράδι στο εκκλησάκι μας ν’
ανάβουμε τα καντήλια στον Προφητηλία.
Αυτός
ήτανε ο μικρός μου παράδεισος, το Νιμποριό, όπου ένιωσα τον εαυτό μου κι έζησα
τα παιδικά μου χρόνια, άλλοτες χαρούμενα, ξέγνοιαστα κι άλλοτες πονεμένα, κι
όπου, στερνά, κατάφευγα κάθε χρόνο να βρώ τη μοναξιά μου και να πάρω μερτικό
απ’ τη γαλήνη και την αψεγάδιαστη ακόμα εμορφιά του. Όμως η μοίρα του ξαφνικά,
βάρυνε. Ήρθανε δίσεχτοι καιροί, όπως δά σ’ όλα τ’ ακροθαλάσσια, παντού όπου
φτάνει ρόδα. Κάποιος έχτισε πλάι στον άμμο ένα μεγαθήριο κατασκεύασμα, που το
προόριζε για ξενοδοχείο, μα που αφέθηκε μισάχτιστο κι απόμεινε σκέλεθρο, όπου
παγαίνουν οι άνθρωποι για την «ανάγκη» τους.
Ήρθε
κατοπινά ο δρόμος απ’ το χωριό, που το γυρεύανε πως και τι, να φέρει λέει τον
«πολιτισμό». Πάτησε η ρόδα το ακροθαλάσσι και τον έφερε τον πολιτισμό! Ένας
ακρόβραχος πέρας το Σαρσανά, που στεκόταν εμπόδιο, τινάχτηκε στον αγέρα – τι
χρειαζότανε; - και τότες τετράκυλα και
δίκυκλα, «χωρίς περίσκεψη και δίχως
αιδώ», ορμήσανε πάνου στη χιονάτη
αμμουδιά, τη λέκιασαν με χαραγματιές και με πετρόλαδα. Πάνου στον άμμο
ανάψανε φωτιές, στήσανε τζάκια,
ψησταριές, το γιόμισαν καρβουνίδι, στάχτες
και κλαριά· κατέβασαν
πέτρες από τους τοίχους. Υψώσανε αντίσκηνα, στρώσανε κουρελούδες, φέρανε
τεντζερέδες να μαγερέψουνε κρέατα, ψάρια. Πετάξανε τ’ αποφάγια και τα λογίς
απορρίμματα πάνου στη χιονάτη απλωσιά. Έφερε κατόπι κι ο νοτιάς, θυμωμένος,
πάκο τα μαζούτια και τ’ απόθεσε στον άμμο, απερίσκεφτα και τούτος. Τα γύρω
χωράφια γιόμισαν χαρτιά που τά ‘χουνε ειπωμένα «υγείας» και σαν έπιανε να
φυσάει το μελτέμι, τα σήκωνε ανάερα, τ’ ανέμιζε, τα σβούριζε στον αγέρα και τά ‘κανε πρωτότυπους «χαρταετούς»!
Βούιξε ο τόπος από μπάλα και τρανζίστορ που δεν τ’ άντεχες. Στο περιαύλι του
Προφητηλία στήσανε αντίσκηνα, απλώσανε στρωσίδια, μπανιερά κι άλλα κάθε είδους
γυναικείες χρείες. Και σά λάβαιναν «ανάγκη», γυναίκες και άντρες, πάγαιναν στο
πίσω μέρος του «ιερού» της εκκλησιάς. Σαν στέγνωνε όξω γρήγορα ή σαπουνάδα, το
ξύρισμα γινόταν μες στην εκκλησιά κάτου απ’ τις εικόνες. Εκεί χώνονταν τη νύχτα
σαν ψύχραινε λίγο ο καιρός, για ύπνο. Τάχα μονάχα για ύπνο; Μπορεί, σίγουροι
πώς κάτι τέτοια δεν τα παραξηγάει ο γέροντας ασπρομάλλης, ο Προφητηλίας.
Απόμεροι θάμνοι ή βράχοι χρησίμευαν κάποτες για να βοηθάνε βιολογικά το
ανθρώπινο είδος! Κοντά σ’ αυτά ήρθανε και τα κρίς – κράφτ και βούιξε ο τόπος.
Πώς
να τ’ αντέξεις όλα τούτα; Και τούτος ο
δόλιος ο τόπος πώς να βαστάξει τις εκατοντάδες ανθρώπους που χύνονται απάνου
του, δίχως κανείς να νοιάζεται γι’ αυτόν; Οι δροσόχαρες ρεματιές γινήκανε βεσπασιανές. Δεν το άντεξα
πιότερο. Έκανα ένα γύρο στο Νιμποριό μου, αποχαιρέτησα το Μπαλαμπάνι, το
Μουζάκι και τους άλλους όρμους·
πήγα στερνή φορά στα λιόδεντρα της μάνας
μου, στο Στάλικου. Έφερα ένα γύρο στο περιβόλι με το πηγάδι, με τα οπωροφόρα
και τα καλλωπιστικά. Έφαγα το στερνό σύκο από τη γέρικη συκιά του πατέρα μου.
Άναψα ένα κερί στον Προφητηλία. Περπάτηξα
γυμνόποδος στερνή φορά στα βότσαλα της παιδικής μου θάλασσας. Έριξα μια ύστερη ματιά στην εικόνα της μάνας μου.
Τάχα θα μου συχωρέσει που την άφησα; Έσφιξα την καρδιά μου, σφούγγιξα κάποιο
δάκρυ που κύλησε κι έφυγα απ’ τον τόπο
μου κι απ’ το πατρικό μου σπίτι, όπου έζησαν και πέθαναν, πονεμένοι, ο πατέρας
μου και η μάνα μου. Τάθα θα το αντέξω να μην το ξαναδώ; Αχ, και να μπόραγα –
σαν θα ‘ρχόταν η ώρα - να ‘μενα
μεσοπέλαγα, έγκλειστος στην ερημιά της Πλατουράδας, να μου τραγουδάνε οι γλάροι
και ν’ ανασαίνω βαθιά το μελτέμι που θα ‘ρχεται ριγηλό απ’ το Νιμποριό μου.
ΚΑΨΑΛΙΩΤΙΚΗ ΤΣΑΜΠΟΥΝΑ
Λύρες αλαφροΐσκιωτων και γκάϊδες
μας παίζαν γύρω η θάλασσα, η
βραδιά.
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Η
πρώτη μουσική που έφτασε στ’ αφτιά μου ερχόταν απ’ το πέλαγο. Έτσι ως την
έφερνε αγάλι το κύμα του Ευβοϊκού και την άφηνε να σβήσει στη λευκή αμμουδιά
του Σουριμπάρδι. Μα δεν είναι να μιλήσω εδώ γι’ αυτή τη μουσική. Είναι για μιαν άλλη, ενόργανη τούτη. Ήταν η
μουσική που ερχόταν απ’ τη τσαμπούνα της πατρίδας μου, που πρωτάκουσα. Κοντά
μας βρισκόταν το χωράφι του μπάρμπα- Κόλια, πότε σπαρμένο σμιγάδι και πότε
φυτεμένο κρεμύδι. Κι ο μπάρμπα – Κόλιας ερχόταν να το ποτίσει, να το θερίσει ή
να βγάλει το κρεμύδι. Έτσι τονέ ξέρανε όλοι, μικροί – μεγάλοι , τον αγρότη
Νικολή Αλούκο από τα Κάψαλα. Ήταν ένας τετράγωνος άνθρωπος, ηλιοψημένος,
δασύτριχος, με πλούσια γένια πάντα, με κείνο το μαλλιαρό του θώρακα ανοιχτό,
χειμώνα και θέρο, φορώντας μια λερή φουστανέλλα και στη χοντρή κεφάλα του μια
παλιά – κόκκινη κάποτες - ξούλια που είχε χάσει τη φούντα της. Μια θωριά που
έμοιαζε φτυστός του Δυσσέα Αντρούτσου.
Θα τον έπαιρνες για πολέμαρχο ή γι’ αγριάνθρωπο
και θα λάκιζες μπρός του, αν δεν
ήξερες πόσο άκακος άνθρωπος ήταν από
μέσα του ετούτος ο καψαλιώτης ζευγάς, που ερχόταν με τα βόδια και το μουλάρι,
φορτωμένο την παρμέντα και τα σκαφτικά του, κάθε φορά στο χωράφι του.
Το
λοιπόν ετούτος ο ξωμάχος όσες βολές ροβόλαγε απ’ το χωριό, θα ‘φερνε στο τράστο
του και τη τσαμπούνα – άλλοι προτιμάγαν
να τήνε λένε γκάϊδα – σάμπως να το ‘χε τάμα. Και σαν απόσωνε το όργωμα με τα
δυό βόδια, το σκάλισμα, το σβάρνισμα ή το σπάρσιμο, καθότανε κατάχαμα στη γής,
ακούμπαγε την πλάτη του στον τοίχο – μια καλοχτισμένη ξερολιθιά – να
ξαποστάσει. Άνοιγε τότες το κολιοπινάκι του κι έτρωγε το τυρί ή τις ελιές –
ό,τι του ‘χε βάλει η γριά του - με το
κριθαρένιο ψωμί – το ματσούλαγε με τα
λιγοστά δόντια του – κι ύστερις έπαινε τη τσαμπούνα με προφύλαξη, σάματις να ‘τανε τίποτις ιερό!
Ανασήκωνε κομμάτι και μέριαζε τα μουστάκια του τα παχιά, άδραχνε το καλαμένιο
μπιμπίκι της, το ‘χωνε στο στόμα κι
αρχίναγε να φυσάει τον ασκό. Τόνε γιόμιζε ζεστόν αγέρα, από κείνα τα τρανά
πλεμόνια του, κι ο αυλός, που κρεμιότανε πρίν άψυχος από τ’ άδειο τουλούμι, σάλευε αγάλι,
τεντωνόταν, έπαιρνε ξαφνικά ζωή, γινόταν
ένα πράγμα ζωντανό κι αρχίναγε να βγάνει
πρωτάκουστον αρχό. Σάμπως να γύρευε ο γέρος να τον οϊντίσει με το μακρινόν αχό της θάλασσας. Εμείς,
μικρά, άμαθα κι ασυνέριστα παιδόπουλα
της θάλασσας, που καρτεράγαμε μπρός του ανυπομόνευτα, μνέσκαμε μ’
ανοιχτό στόμα κι αφτιά, γοητεμένα, ν’ ακούμε, πρώτη βολά, τούτο το δέρμα να
βγάνει παράξενη πρωτάκουστη βουή. Ο γέρο – ξωμάχος γινόταν ένα φυσερό, που φύσαγε και ξεφύσαγε,
με τα ξαναμμένα του μάγουλα ασταμάτητα στον ασκό. Θαρρούσες πως κείνα τα φουσκωμένα κατακόκκινα μάγουλα θα κρεπάρουνε. Κι όταν,
κατοπινά, τα χοντρά πολυαργασμένα του δάχτυλα, αρχινάγαν ν’
ανεβοκατεβαίνουνε πάνου στον αυλό, ένας σκοπός
όλο γλύκα, πρωτάκουστος, χυνόταν μες στις αμπολές με τα φλισκούνια και
τα πολυτρίχια, σκαρφάλωνε στα δέντρα, απλωνόταν στα τριγυρινά πλάγια, πάσκιζε
να εμψυχώσει τις πέτρες· ακόμα χαμήλωνε ως το περιθαλάσσι, έσμιγε με το κύμα και πάλευε, αν γινόταν, να παραβγεί , να σβήσει τη
μελωδική ανασαιμιά του πελάγου. Να κάνει τους γλάρους να σιγήσουνε. Σα
σταμάταγε λίγο για να ξανασάνει, μας αρώταγε, στη δικιά του τη γλώσσα, αν
θέλαμε μαθές να βαρέσουμε κι ελόγου μας μια πίκα: ντόνι τεμπίνι ε δε γιούβε
νιτσίκουε; Κι εμείς, άμαθα, δε νογάγαμε
τίποτις απ’ όσα αρβανίτικα μας τσαμπούναγε, και στεκόμασταν χαζά μπροστά του,
προσμένοντας πότε να ξαναβαρέσει τη τσαμπούνα του.
Εξόν
απ’ το μπάρμπα –Κόλια, στα Κάψαλα ήσανε κι άλλοι που ξέρανε να βαράνε
τσαμπούνα, πρό πάντων οι τσοπαναραίοι, καθώς ο μπάρμπα – Γκίκας με τις βράκες,
ο Μητροκαπετάνης με το σουρέλι, ο Μητρογιάννας με το πανωβράκι, ο γέρο –
Κατσογιάννης με τη φουστανέλλα και κάμποσοι άλλοι. Όλοι ετούτοι, σαν περνάγαν
από την αμμουδιά μας με τα γιδοπρόβατά τους μπρός, κι αυτοί ξοπίσω με το
τσοπανόσκυλο παγαίνοντας για τα ψηλά βοσκοτόπια, στ’ Ομπόρι, στην Κοκορέτσα,
στη Γκούρθεα, στη Φλέβα ή στο Τρανταφύλλι, θα σέρνανε κοντά τους και τη τσαμπούνα· δε γινόταν αλλλιώτικα. Περνώντας απ’
τη Φλέβα θα γιόμαγαν την κολοκύθα νερό. Κι εκειδά, στο μακρινό βοσκοτόπι, σαν
ήταν να ξαποστάσουνε, θα βγάζαν απ’ το ταγάρι τη τσαμπούνα και θ’ αρχινάγαν με
δαύτη να τραγουδάνε τους καημούς τους,
τη φτώχεια και τον παιδεμό. Σαν έπιανε να βαράει η τσαμπούνα γαλήνευε ο τόπος
γύρω. Ένιωθες να γιομίζει η ψυχή σου αναγάλιο. Άκουγες ν’ αντιλαλούνε γύρω τα βουνά και οι μπρίνιες
κι ο τόπος να πλημμυράει πρωτάκουστους
σκοπούς που χύνονταν, σωστός μελωδικός χείμαρρος. Θάρρειες τότες πως ήταν η ίδια η ψυχή του τσοπάνου
που ‘ταν βαλμένη μες στον αχό. Σάμπως να
ήτανε η πανάρχαιη φωνή τούτης της γής μου και των ανθρώπων της, που βόγκαγε,
σερνάμενη μες από τους μακρινούς αιώνες, να μας πεί τάχα πως δεν πέθανε και πως ζεί μες στον αγέρα του τόπου, στην
ανάσα των ανθρώπων, στο θρύλο και την παράδοση. Άμποτες να μένει ζωντανή,
απαράλλαχτη, τούτη η παράδοση. Δεν ξέρω, μα νιώθω πως τούτη η τσαμπούνα με
γιομίζει πατρίδα και βουνίσιον αγέρα, κάθε φορά που την αγροικάω. Με κάνει, όσο
κανένα άλλο όργανο, ν’ ανασαίνω Ελλάδα. Θωπεύει: την ακοή μου.
Εξόν
απ’ αυτούς τους τσαμπουνιέρηδες που μνημόνεψα, ήσανε κι άλλοι τέτοιοι στα κοντινά ή και πιο μακρινά χωριά, καθώς
στα Στύρα, στους Καγκαδαίους, στις Κουβέλες, στο Ρεούζι, στους Βαρελαίους, στο
Βατήσι, στους Στουπαίους, που δε βαστάω τώρα τα ονόματά τους. Θα μνημονέψω μονάχα το στουπανιώτη Χρήστο Ντούση που
ερχότανε και ξεχειμώνιαζε στο κονάκι του Λιώνη στο Μπαλαμπάνι, τον καψαλιώτη
Πέτρο – Καλημέρη, γιό του μπάρμπα – Γκίκα Τόλια, το Μήτσο Μπάκουλη, γιό του
μπάρμπα – Λεφτέρη Αλούκου, το μπαρμπα- Γιάννη Κουμπάρο (Γιάννη Ε. Ζάππα) και το
Γιωρ – Κόλια (Γιώργη Ν. Αλούκο). Και οι τρείς τους από τα Κάψαλα.
Αποθαμένοι ούλοι τους από χρόνια. Καθώς
πολύ μου είχε αρέσει τούτο το όργανο, φορτώθηκα κάποτε τον Πέτρο – Καλημέρη, να
μου κάνει «φροντιστήριο» για να μπορώ κι
εγώ να βαράω τούτο το τσοπάνικο όργανο.
Τον έβαλα και μου ‘φτιαξε μια δικιά μου, καταδικιά μου, τσαμπούνα – μπόσικα
πράματα θα μου πείς – και κάθε απομεσήμερο σαν έπεφτε ο ήλιος κι ο μέγας σάλος
των τζιτζικιών έπαιρνε να κοπάσει, πάγαινα πέρα στη Λούτσα που είχε τα λιόδεντρα και το καλύβι του.
Φούσκωνε τη δικιά του αυτός κι εγώ τη
δικιά μου. Κι αρχίναγα τότες να φυσάω, ν’ αβγαταίνω τον αχό και να πασκίζω να κλέψω την τέχνη του, μα σύντομα ένιωσα πως
δε φτούραγε το ταμάχι μου και πως τούτο το αναθεματισμένο το τουλούμι δεν ήτανε
για τα μένα. Γύρευε να ‘χεις – αν
γινότανε –ατσαλένια πλεμόνια να το φουσκώσεις και γλήγορα το παράτησα. Αφημένο
παράμερα, άχρηστο, σκουλίκιασε το δέρμα και το πέταξα.
Ο
Μήτσο – Μπάκουλης που μνημόνεψα δεν ήτανε μονάχα αγρότης. Ήτανε και ψαράς.
Μπορεί ο πιο «γραφικός» ψαράς ανάμεσα στο συνάφι του. Δεν έστεργε να ‘ναι
μονάχα αγρότης ή μονάχα ψαράς, καθώς θα ήτανε το σωστό. Γύρευε να ‘ναι και τα
δυό. Έτσι σαν πάγαινε στο ψάρεμα, έπαιρνε στη φελούκα του και τη τσαμπούνα! Και
κάθε βολά που άραζε το βράδι, στον κάβο ή στο μώλο, άρπαζε από την πρύμη τη
τσαμπούνα, τη φούσκωνε κι αρχίναγε να βαράει ούλους τους σκοπούς, τσοπάνικους
για θαλασσινούς. Σα δούλευε την κολπάδα, σέρνοντάς τηνε στο βυθό για χταπόδια, αναγκαζόταν να κουμαντάρει την
πετονιά με το ποδάρι – κρεμασμένο όξω από τη βάρκα - για να ‘χει λεύτερα τα χέρια, να βαράνε την
τσαμπούνα, ψαρεύοντας. Τάχα για να γητέψει
και να φέρει κοντά τα χταπόδια; Και να δείς που το ‘φερνε ο γεραμπής κι
όσες φορές βάραγε τσαμπούνα, έπιανε περισσότερα
χταπόδια!
Στα
Κάψαλα και στα τριγυρινά, ο πιο φουμισμένος τσαμπουνιέρης ήτανε ως το Μάρτη του
’83 που απόθανε, ο Θοδωρής ο Μπουγιούκος. Ένας κοντακιανός ανθρωπάκος, σχεδόν
μελαψός, που συνέχιζε να παίζει τούτο τ’ όργανο, μένοντας πιστός στην παράδοση
της καψαλιώτικης τσαμπούνας. Δεν τόνε μαύλισε το τρανζίστορ και η κασέτα.
Έπαιζε πάντα τσαμπούνα και φλογέρα με την ίδια δεξιοσύνη. Τούτος δε βάραγε μονάχα για πάρτυ του. πάγαινε και στα κοντινά πανηγύρια, κάποτες και στην
Αθήνα, να παίξει κάλαντα. Μαράζι το ‘χε
ο δόλιος που δεν τόνε κάλεσε μήτε η Τηλεόραση,μηδέ το Ραδιόφωνο, να παίξει, να
τον ακούσει ολάκερη η Ελλάδα!
Η
τσαμπούνα ή γκάιδα1 ,που τη λέγανε οι παλιοί
και κ α ρ α μ ο ύ ζ α, είναι καθώς το ξέρουμε, μουσικό όργανο, γνωστό από τ’
αρχαία τα χρόνια και το μεσαίωνα. Η αρχαία του ονομασία ά σ κ α υ λ ο ς
φανερώνει τη δίδυμη φτιάξη του. στοχάζομαι πως η λέξη τσαμπούνα πρέπει να
‘ρχεται από το ιταλικό, zampogna καθώς και η καραμούζα θα χρωστιέται κι αυτή στην ιταλική
λέξη cornamusa
ή τη γαλλική cornamuse.
Υπάρχουνε λογιών – λογιών
τσαμπούνες, κατά τη συνήθεια του κάθε τόπου. Είναι συγκροτημένη από τον ασκό,
ένα τουλούμι, δηλαδή, πρόβιο ή γίδινο, που το φουσκώνει ο τσαμπουνιέρης
φυσώντας το καλαμένιο ή και ξύλινο μπιμπίκι, τοποθετημένο στο απάνου μέρος του
ασκού. Στο κάτου μέρος του τουλουμιού,
στην κάτου τρύπα του, δυό συνδεδεμένα μεταξύ τους καλαμάκια με διπλές 6-8
τρύπες για ισάριθμους τόνους – του Μπουγιούκου ή τσαμπούνα είχε δέκα –
καταλήγουν σε κυρτό βοδινό κέρατο. Αυτό χρησιμεύει περισσότερο για ν’ αβγαταίνει ο ήχος, που
γεννιέται καθώς ο αέρας περνάει από το φουσκωμένο τουλούμι στον καλαμένιο αυλό και παράγει τη
μελωδία. Τη μελωδία τούτη την κανονίζει αυτοσχεδιάζοντας σκοπούς ο
τσαμπουνιέρης, με τα δάχτυλά του πανου στον αυλό, καθώς γίνεται σε κάθε αυλό
(φλογέρα, πίπιζα, κλαρίνο , φλάουτο κ.λ.π.). Ο ασκός έχει ακόμα στο πάνου μέρος
ένα μονόφωνο αυλό, χωρίς τρύπες, που βγάζει ένα βουερό μονότονο ήχο, σά να
κρατάει το «ίσο» στη μελωδία που αναδίνει
το τουλούμι. Ο μουσουργός Διονύσης Λαυράγκας, έχει γράψει ότι η τσαμπούνα
«παράγει άκουσμα παράδοξον» (και ότι) «αποτελεί ηχητικόν σύνολον μεστόν εθνικού αισθήματος (με) «τας
πεποικιλμένας και ιδιοτρόπους μελωδίας
και την βραχνόφωνον απήχησιν του οργάνου».
Είναι
αυτονόητο ότι η γκάιδα δε μπορεί να ’χει
την πολύτονη ποκιλία των άλλων πνευστών μουσικών οργάνων, καθώς το
κλαρίνο και το φλάουτο, πολύ δε περισσότερο σαν τα έγχορδα, καθώς το βιολί, το
βιολεντσέλο, η κιθάρα, το λάουτο, που η πλούσια κλίμακα των μουσικών φθόγγων
επιτρέπει πλατιούς χρωματικούς συνδυασμούς, συνθετικότερα θέματα και μεγάλη
ποικιλία σε σκοπούς2.
Είναι
φανερό ότι η τσαμπούνα, με τους έξι ως οχτώ τόνους της, είναι φυσικό να μοιάζει
κάπως μονότονη. Ετούτος όμως ο μουντός, συρτός και αρμονικός ήχος της, με κείνο
το θαμπό χρώμα του – δεν το λέω «βραχνόφωνο» εγώ - δεν παύει να φραίνει τ’ αφτί μας, να μας γυρίζει στα
φωτερά πλάγια, στα βουνά και στους
κάμπους της πατρίδας. Τούτη λοιπόν η τσαμπούνα με το βαθύ κι ολόζεστο ήχο της,
το πολύ ανθρώπινο, μας φυλάγει κάτι από την παλιά ανάλλαγη πατρίδα, έτσι όπως
την έβαλαν, σπολάτη, στην ψυχή μου εκείνοι οι παλιοί αγρότες και τσοπαναραίοι
του τόπου μου.
ΤΟΠΙΚΑ ΦΑΓΗΤΑ
Ποια
να ήσανε τάχα τα τοπικά φαγιά, τα πιο συνηθισμένα, του παλιού καιρού, στα χωριά
της νότιας Καρυστίας; Τα πιο γνωστά, φυσικά, ήταν τα φασόλια – η φακή ήταν
άγνωστη τότε- η φάβα, τα ρεβύθια, τα ξερά κουκιά, τα χόρτα και τα ζαρζαβατικά,
που τα οικονομάγαν μονάχοι τους από τον κήπο που πάντα πάσκιζαν να έχουν.
Σημειώνουμε κάμποσα απ’ αυτά που οι νοικοκυρές είχανε μάθει απ’ τις μανάδες
τους ή τα είχανε σοφιστεί από μόνες τους και που τα προκάναμε. Κι έπρεπε αυτά
τα φαγιά να ‘ναι τέτοια, που να στέκουνε, όσο γινότανε, μέσα στη μπόρεση του
καθεμιανού σπιτιού κι ακόμα να μη γυρεύουνε πολύ χασομέρι. Γιατί τον
περισσότερο καιρό η γυναίκα χρώσταγε να τον ξοδέψει στο χωράφι, στο κοπάδι,
στον αργαλειό για τα κάθε λογής σκουτιά της φαμίλιας, για τη μπουγάδα, για το
μπάλωμα των παιδιών, για το συμάζεμα του νοικοκυριού.
Εκείνο
που στεκόταν πρώτο στο σπιτικό τραπέζι – το χαμηλό σοφρά όπου κάθονταν γύρω με
θρονιά ή μαξιλάρια – ήταν, χώρια από τη βρούβα που ήταν το πιο συνηθισμένο το
χειμώνα, ο τραχανάς, ξυνός ή γλυκός, το μπλουγούρι - στάρι βρασμένο, στεγνωμένο και κομμένο στο
χερόμυλο – και το κοφτό (καλαμπόκι κ ο μ μ έ ν ο κι αυτό στο χερόμυλο).
Ερχόνταν κατόπι τα μακαρούνια. Αυτά, στα Κάψαλα και τα γύρω, ήσαν τριών λογιών:
οι κ α κ ζ ό ζ ε ς, οι γ κ ό γ κ ι λ ε ς και οι μ π α ζ ί ν ε ς. Θ’ άνοιγε η
νοικοκυρά πάνου στο πλαστήρι (κέθι αρβαν), φύλλα από σταρένιο αλεύρι και ύστερα
θα τα έκοβε σε στενόμακρα κομμάτια, περίπου σαν τ’ αγοραστά μακαρόνια αλλά
κοντήτερα. Αυτές ήταν οι κ α κ ζ ό ζ ε ς (σκουλήκια, άρβαν). Για τις γ κ ό γ κ
ι λ ε ς , που στην Κάρυστο τις λένε κ ο
υ κ ο υ μ π ί ν ι α, θα ’παιρνε η
γυναίκα μικρά κομματάκια ζυμάρι και θα τά ’στριβε με δυό της δάχτυλα πάνου στο
πλαστήρι. Θα τά ’βραζε κατόπι – και τα δυό λογιών μακαρόνια – και θα τα ’καιγε
με βούτυρο, με λίγδα ή λάδι. Οι μ π α ζ
ί ν ε ς γίνονταν από
καλαμποκάλευρο. Τις χυλοπίτες δεν τις
ξέραν ακόμα στα χωριά.
Άλλο
φαί ήταν οι ν τ ρ ί μ σ ε ς, που δεν ήσαν παρά ένα είδος σούπας από θρυψάνα
(τρίμματα ζυμαριού). Κάποτε θα φτιάχναν και
μ π ο μ π ό τ α στο ταψί. Στο
ταβά θα φτιάχναν και πίτες τριών λογιών, που τις ψήνανε στην αγκωνή: α) η χ ο ρ τ ό π ι τ α, από
σπανάκι, λιλικούκες κι άλλα χόρτα με
φύλλα πάνου και κάτου, που ήταν η πιο συνηθισμένη, β) η μ ο σ ί ν τ α που ήταν
σκέτη πίττα χωρίς φύλλα, παρά μονάχα τα χόρτα ανακατεμένα με αλεύρι, και γ) η κ
ο λ ο κ υ θ ό π ι τ τ α που αρβανίτικα τη λέγανε κ ο υ γ κ ο υ λ ό ρ ι. Άλλο
συνηθισμένο φαγητό ήταν τα γιαπράκια
(ντολμάδες που αρβανίτικα τους λέγαν ν τ ο υ λ μ έ ν ι ε ς) καμωμένα από λαχανόφυλλα, με μπλουγούρι.
Φτιάχναν ακόμα π έ τ ο υ λ ε ς. βάζανε στην ξεροστιά να κάψει καλά μια πλάκα
(πέτρινη) και πάνου εκεί ρίχνανε
κουταλιές χυλό, που γινόνταν μικρές πιττούλες και τις τρώγανε με μέλι
και με βούτυρο ή λίγδα.
Μερικές
νοικοκυρές βοηθάγανε το σπίτι τους φτιάχνοντας πετιμέζι.
Στις
στάνες, σά δεν τους είχανε φέρει σπιτικό φαγί – τέτοιο όμως κάπως δύσκολα
έφτανε εκεί – οι τσοπαναραίοι θα περιορίζονταν στο τυρί, στις ελιές ή θα
βράζανε γάλα, θα τρίβανε μέσα ψωμί και θα το κάνανε π ρ ι σ έ σ ι να φάνε. Την
άνοιξη – που τίναζαν στην τ ι ν ά τ σ α (ή μπουτινέλο αλλού) το ξυνόγαλο και
βγάζαν το φρέσκο βούτυρο – η τσοπάνισσα ζύμωνε π λ α κ ό π ι τ τ α, την έβαζε πάνου στην καμμένη πέτρινη πλάκα,
στην ξεροστιά, και την έψηνε από τις δυό μεριές. Κατόπι τη ντρούδιαζε
(θρυμμάτιζε) καφτή όπως ήταν μέσα σε γαβάθι και της έριχνε φρέσκο ανάλατο
βούτυρο, μόλις βγαλμένο απ’ την τινάτσα, και την τρώγανε. Μα τούτο σπάνια
γινόταν, γιατί δύσκολα θα βρισκόταν αλεύρι κ.λ.π. στο κονάκι, ούτε σύφερνε να
ξοδεύουνε το λιγοστό φρέσκο βούτυρο που φτιάχναν. Αυτό το τσοπάνικο παρασκεύασμα το λέγαν μ π ο υ κ ο υ β ά λ ε ς
(οι). Ένα άλλο πρόχειρο προσφάι ήταν η τ
η γ α ν ό π ι τ τ α ή τ η γ α ν ό ψ ω μ ο (στη Στενή) με τυρί
τουλουμίσιο μέσα ή με μέλι. Για τη σαλάτα – που δεν κρίνονταν πάντα απαραίτητη
– είχανε το μαρούλι, το κρεμύδι και το ζμπουρδουλάκου και την τομάτα σαν ήτανε καλοκαίρι. Κάποτε η
τοματοσαλάτα έπαιρνε τη θέση κύριου
φαγητού. Κάποιοι πολύ στερεμένοι ή σφιχτοχέρηδες , εξόν από λάδι, ρίχνανε και
νερό στο σκουτέλι ν’ αβγατίσει η ποσότητα σαν βρισκόνταν στο χωράφι και δεν
είχαν άλλο φαί. Και τότες άκουγες τον πατέρα να φωνάζει στο γιό του:
-
Γιώργο,
έριξες νερό στη σαλάτα να μουσκέψουμε το ψωμί!
Τέτοια μέναν τα
πρόχειρα, φτωχικά και χειροποίητα φαγιά που φτιάχναν στα χωριά, στην περιφέρεια
των Στύρων και θαρρώ όλης της νότιας Καρυστίας. Σ’ άλλες περιφέρειες
συνηθίζονταν – κάπως σπάνια – και οι γαλατόπιττες ή τυρόπιττες. Για φρούτα
έχουμε μιλήσει σ’ άλλες σελίδες. Μπορούμε όμως να σημειώσουμε ότι για το
χειμώνα κάναν απ’ το καλοκαίρι κουμάντο τα σπίτια με σύκα. Στα χωριά που
αναφερόμαστε, ανοίγαν τα σύκα και τ’
απλώναν στο λιακό να στεγνώσουνε καλά –
καλά. Τα ενώναν ύστερα δυό – δυό και τα κάναν π λ α κ ω τ ά ρ ι α. κατόπι τα
βάζανε στο φούρνο να ξεραθούν για να μη σκουλικιάζουν και ύστερα τα θηκιάζανε,
συνήθως σε κιούπι, τους βάζανε δαφνόφυλλα (βαγιόφυλλα), φύλλα μυρτιάς ή ρίγανη
για να ευωδιάζουν. Τα ξερά σύκα τα τρώγανε συνήθως το πρωί για κολατσό ή
ενισχυτικό προσφάι.
Από γλυκά, γνωστά ήταν τ’ αυτοκαλάμαρα (δίπλες),
τα μακαρουνάτσα (μελομακάρουνα), οι κουραμπιέδες, το παστέλι, οι τηγανίτες και τα
γλυκά του κουταλιού (κυδώνι, λεμόνι, σύκο κ.λ.π.)
ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΑ
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Είναι γνωστό ότι σε
πολλά χωριά της Εύβοιας, ιδιαίτερα της νότιας Καρυστίας, μιλιούνται τ’
αρβανίτικα. Πρόθεσή μου, σ’ αυτές εδώ τις σελίδες, δεν είναι ν’ αναφερθώ στον
εποικισμό της Εύβοιας με αρβανίτες, στις περιόδους (1402 και 1425) που έγινε αυτός ο εποικισμός, στους λόγους
που τον προκάλεσαν, ούτε να σημειώσω
αναλυτικά σε ποια χωριά μιλιούνται τ’ αρβανίτικα κ.λ.π. Για το θέμα
τούτο υπάρχουν ειδικές μελέτες, στις
οποίες μπορεί να προσφύγει ο ενδιαφερόμενος1.
Για τον κατατοπισμό, ωστόσο, του
αναγνώστη σημειώνουμε ότι σε 60 χωριά των τέως Δήμων Καρύστου, Μαρμαρίου,
Στύρων, Ταμυναίων και Αυλώνος, μιλιούνται ακόμα τ’ αρβανίτικα, με τάση
όμως να λιγοστεύουν χρόνο με χρόνο οι
κάτοικοι που τα μιλούσαν ως τώρα. Ισως θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι το
σύνολο σχεδόν των σημερινών νέων τ’ αγνοούν. Από τα στοιχεία2
της απογραφής του 1981 βγαίνει ότι σε σύνολο κατοίκων της Επαρχίας
Καρυστίας 47.311, το ποσοστό των χωριών που μιλιούνται τ’ αρβανίτικα είναι
25,78%.
Στο χωριό Καψάλα – όπου
μόνο λίγοι απομένουν από εκείνους, ιδίως τους τσοπάνηδες, που μιλούσαν τ’
αρβανίτικα – σύναξα μερικά τέτοια τραγούδια που παραθέτω εδώ. Δεν είναι
πολύστιχα τραγούδια·
περιορίζονται σε τετράστιχα ή το πολύ οκτάστιχα, και μοιάζουν αποσπασματικά,
δεν έχουν ενότητα μεταξύ τους. Είναι συνήθως τραγούδια του χορού.
Η απόδοση των
αρβανίτικων τραγουδιών, όπως τ’ ακούσαμε στα χωριά μας, δεν είναι καθόλου
εύκολη. Πρέπει να κατορθώσεις, κατά το δυνατό, να τ’ αποδώσεις νοηματικά και
φωνηματικά. Για να επιτευχθεί, σε κάποιο
βαθμό, τούτο, χρειάζεται, αναγκαστικά , να χρησιμοποιήσεις και τη λατινική
γραφή. Έχω υπόψη μου το Ελληνοαλβανικό λεξικό του Μάρκου Μπότσαρη, καθώς και
άλλα σχετικά βιβλία. Αν όμως, για την
πληρέστερη απόδοση, κάνεις ευρύτερη χρήση των λατινικών, τότε υπάρχει φόβος να
γραφτεί ένα ξ ε ν ό γ λ ω σ σ ο κείμενο
και άρα να αποβεί αρνητικό για τον μη ειδικό και μη μυημένο αναγνώστη.
Για τους λόγους αυτούς προσφύγαμε σ’ ένα
συγκερασμό ελληνικών και λατινικών – οπου τούτο κρίθηκε αναγκαίο – στοιχείων
για την ευκολότερη κατανόησή τους.
Τ’ αρβανίτικα τραγούδια
που παραθέτουμε, θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι, μέσα στην απλοϊκότητα, την
ειλικρίνεια και την αφέλειά τους,
διακρίνουμε πολύ αίσθημα, χάρη και χιούμορ. Θα προσέξει κανείς πόση
μουσικότητα και ρυθμό κλείνει ο στίχος, με την επίμονη ομοιοκαταληξία του, έτσι
καθώς αυθόρμητα πηγάζει απ’ την ψυχή του
απαίδευτου λαού. Ο παραλληλισμός της γυναίκας με όμορφο λουλούδι (αριθμ. 1), η
αλληγορία του περιστεριού (αριθμ. 3), ο φόβος να μαθευτεί ο δεσμός της κοπέλλας
απ’ την αθυροστομία του άντρα (αριθμ. 5), η λεπτή ειρωνεία ότι τα σύννεφα τους
εμποδίσανε ν’ ανταμώσουν (αριθμ. 6) , ο
αισθησιασμός του αρσενικού (αριθμ. 9), το έντονο ερωτικό συναίσθημα και η στερεμένη
γυναίκα (αριθμ. 12, 22), ο σαρκασμός, η
καφτή ειρωνεία, για την αργοκίνητη μπρατσέρα που χρειάζεται ε ν ν ι ά (!) μήνες
για να κάνει ένα ταξίδι (αριθμ. 25), και ο διάλογος της βρούβας με το στάχυ,
πρέπει να παραδεχτούμε ότι κλείνουν ζωηρό ερωτικό συναίσθημα, φαντασία και
χάρη.
Σί λούλε εμπούκουρ doùquechë
Από κείνα τα βουνά που
κατέβαινες
Σά λουλούδι όμορφο
φαινόσουν.
2.
Ρούσου,
ρούσου τë πëρπίκιεμι ντë πους
Κατέβα, κατέβα, ν’
ανταμώσουμε στο πηγάδι.
Στακελιά μπρίνιë μë μπρίνιë βάτε ε ρα νιë· κιργιαρίνë.
Στακελιά πλαγιά – πλαγιά πήγε κι έπεσε μια τσίχλα.
4.
Κιργιαρίνë μέρμë μούα
Τσιπογιάν νούκ τë dούα
Τσίχλα πάρεμ’ εμένα
Γιατί ο κοκκινολαίμης δε σε θέλει.
5.
Ψέ πί βέρë ε
βέτε ε θούα
ε τζέ μëμα ε τζέ τάτα
ε δε μë βëνë ντë dρού
τë θάτα.
Γιατί πίνεις κρασί και πας και το λές
και το μαθαίνει η μάνα, και το μαθαίνει ο πατέρας
και με βάζουνε σε ξύλο ξερό (με δέρνουν).
πό ντιάλι τë θα ψέ νούκου ελιάνë ρέτë.
Εγώ είπα του
παιδιού χαιρετίσματα να σου πεί
μα κείνο σου είπε πως δεν το άφησαν τα σύννεφα.
7.
Μόϊ τι βρουβë εζέζë εβέρδë
τσë μë βέρδε
νιέριjëτ.
Μωρή σύ βρούβα
μαύρη και κίτρινη
που μου
κιτρίνισες τους ανθρώπους.
8.
Βρέ καλί, βρέ κρίε ζί
ο ιμπάϊτα έ
ιτσόβε τι.
Βρέ στάχυ, βρέ
μαυροκέφαλε
εγώ τους βάστηξα και τους βρήκες εσύ.
[ Οπιο πάνω
διάλογος ανάμεσα στο στάχυ και τη βρούβα
γίνηκε σε εποχή πείνας και οι άνθρωποι αναγκαστικά πορεύονταν με τη βρούβα. Το
στάχυ κατηγοράει τη βρούβα ότι κιτρίνισε
(χλώμιασε ) τους ανθρώπους και η
βρούβα αποκρίνεται ότι αυτή τους κράτησε στη ζωή και τους βρήκε το στάχυ].
9.
Σά τë ρούσεϊ και
μουλίρι
Όσο να κατέβαινε απ’ το μύλο
της τον κοπάνισε ο κακομοίρης!
10.
Θάchë
τάτëσë μαρτόμë
Τάτα θα με τë μπάρ τë νιόμë.
Είπα του πατέρα πάντρεψέ με
Ο πατέρας είπε με το νιό χορτάρι.
11.
Μπάρι ουμπί ε ντζόρι
φλέτë
Τάτα ου μαρτούα βέτë.
Το χορτάρι φύτρωσε κι έβγαλε φύλλο
ο πατέρας παντρεύτηκε ο ίδιος.
τë chox κëμπëνë
εμπάρδε, εμέρμë chπίρτινë.
Πλύνε το πόδι, πλύντο, ανασήκωσε το τσουράπι
να ιδώ το άσπρο σου ποδάρι και πάρε μου την ψυχή.
13.
Ζούρα δρόμινë ε βάϊτα
τë quλτόβα ε
ντίνια ε κλιάϊτα.
Έπιασα το δρόμο και πήγα
σε θυμήθηκα και κάθισα κι έκλαψα.
14.
Μόι γκιτόνε, μόι γκιτόνε
Τι σα βέτε μπουκουρσόνε.
Μωρή γειτόνισσα, μωρή γειτόνισσα
Όσο πάς ομορφαίνεις.
15.
Μόι γκιτόνε εdιέγκουρë
Chouμë τë κάμπε μπιέδουρë.
Μωρή καϋμένη γειτόνισσα
πολύ σου τα ’χω μαζέψει.
16.
Μόι Μαρίε τσου μπë βέρα;
τσα επίβα, τσα εdέρδα.
Μωρή μαρία τι έγινε το κρασί.
Λίγο ήπια, λίγο έχυσα.
17.
Νενενό μόϊ
Μαριγώ
ψέ μπόλε βασιλικό.
Μπόλα πο μë τσούαρë
τσά ντιέλμ τσë σκούαρë.
Νενενό μωρή Μαριγώ
γιατί έσπειρες βασιλικό.
Έσπειρα αλλά με βρήκανε
κάτι παιδιά που πέρασαν.
[Κάτι λείπει από
το τετράστιχο αυτό. Δεν το διόρθωσα. Προτίμησα να τ’ αφήσω όπως μου το είπανε].
18.
Θούαϊμë σά βλέζëρ γιένι
Γένι ντί εδώ ζωή τë quένι.
Πές μου πόσα αδέρφια είσαστε.
Είσαστε δέκα ζωή να ’χετε.
Μότρα – βλέζëρ γιέμι γκιάστë
σί βασιλικόι ντë γλάστρë.
Αδερφές – αδέρφια είμαστε έξι
σαν το βασιλικό στηγλάστρα.
19.
Πράπα μάλιτ κάμ chτëπίνë
μέρ φούρκëνë ε έγια τë ρίμë.
Βίντε πο μë βράσëνë
έα πο στë γκάσëνë.
Πίσω απ’ το βουνό έχω το σπίτι μου.
Πάρε τη ρόκα κι έλα να καθίσουμε.
Έρχομαι μα με δέρνουνε.
Έλα και δε σε πειράζουνε.
20.
Βάϊζα και σεβντά τë μάδ πëρ μούα
πό ού γιάμ δαίμον ε σε ντούα.
Η κοπέλλα έχει καημό μεγάλο για μένα.
Μα εγώ είμαι δαίμονας και δεν τη θέλω.
21.
Μόι quëτσένι
, μόι quëτσένι
τë ου ρόgnë ατë τσë quënι.
Μωρέ χορέφτε, μωρέ χορέφτε
να σας ζήσει αυτό που έχετε.
22.
Ου do βντές, do μπίρεμ
τέ κιάφα γιότε βίρεμ.
Ου do βντές,
κά τι do βντές
ψέ γκρίν φουστάνë ντρέμε μές.
Εγώ θα πεθάνω, θα χαθώ
στο λαιμό σου κρέμουμαι.
Εγώ θα πεθάνω, από σένα θα πεθάνω
γιατί σηκώνεις το φουστάνι ως τη μέση!
κού γιέche κάκιë
μότ
έρδε νανί τσë έρδε
μé μπλόβε σίτë λιότ.
Μωρή εσύ η θαλασσοδαρμένη
που ήσουν τόσα χρόνια;
Ήρθες τώρα που ήρθες
μου γιόμισες δάκρυα τα μάτια.
24.
Κούς εσκούντι ντάρδëνë;
Ρούσα με τë μπάρδëνë.
Κούς εσκούντι μυγδαλένë;
Ρούσα με μαυριδερένë.
Ποιος τίναξε την αχλαδιά
η ξανθιά με το άσπρο (μαντήλι).10
25.
Καπετάν μπρατσέρα γιούαϊ
νιë ταξίδ νëντë μούαϊ
Καπετάνιε η μπρατσέρα σας
ένα ταξίδι εννιά μήνες!
Η
ΧΑΜΠΙΜΠΕΗ ΧΑΝΟΥΜ
ΔΙΕΚΔΙΚΕΙ
ΤΑ ΣΤΥΡΑ
Η
από μέρους μου επίμονη, κατά καιρούς, αναζήτηση γραπτών στοιχείων στην
περιφέρεια, που να μας πληροφορούνε για τη ζωή, τα συμβάντα και τα περασμένα
του τόπου, δεν ευτύχησε. Γιατί η άγνοια της σημασίας των γραπτών τεκμηρίων και
συχνά η ανοργανωσιά των τοπικών πηγών, δεν επιτρέψανε να διασωθούν πολύτιμα στοιχεία, που θα
μπορούσαν να μας φωτίσουν για το παρελθόν του τόπου, και θα αποτελούσαν έστω
μια ισχνή βάση για ευρύτερες
αναζητήσεις.
Ο
συμβολαιογράφος των Στύρων, Γιάννης Χρ. Κεντιστός, σε σχετική συνομιλία, που
είχαν, πρίν από καιρό μαζί του, με πληροφόρησε
ότι στο οικογενειακό αρχείο του πατέρα του Χρήστου Ιω. Κεντιστού,
παλαιού συμβολαιογράφου των Στύρων, βρέθηκε, ανάμεσα σε άλλα χαρτιά, ένα δικόγραφο1,
χρονολογούμενο από το 1857, της Χαμπίμπεη Χανούμ, «αδελφής και κληρονόμου του
αποβιώσαντος Χασάν Μπέη Αχμέτ Πασσά Ζαδέ, Ιμπραήμ Μπέη, Αχμέτ Μπέη και Αλή
Μπέη, δι’ εαυτόν και ως επίτροπος του Νουρή Μπέη τέκνου και κληρονόμου του
αδελφού αυτού Μεχμέτ Μπέη, απάντων υιών και κληρονόμων του Χατζή Ισμαήλ,
συγκληρονόμου του Χασάν Μπέη Αχμέτ Πασσά Ζαδέ, κατοίκων απάντων
Κωνσταντινουπόλεως».
Αντικείμενο
της αγωγής είναι η απαίτηση των εναγόντων να τους καταβληθεί από τους κατοίκους
των Στύρων ετήσιο ποσό δραχμών 8.300, για την από μέρους των κάρπωση των
κτημάτων του, από το 1830 ως την ημέρα της πραγματικής παράδοσής των.
Από
την αγωγή αυτή κατά των κατοίκων του χωριού «Στουρών» προκύπτει ότι η Χαμπίμπεη
Χανούμ και οι λοιποί συγκληρονόμου ενάγοντες, από την Κωνσταντινούπολη όπου
κατοικούν, ζητούν, ούτε λίγο ούτε πολύ, την απόδοση του δ ι ε κ δ ι κ ο υ μ έ ν
ο υ χωριού των Στύρων, με όλη την περιφέρεια, που πιάνει από το χωριό Ζάρακες
και εκτείνεται ως τον Μελισσώνα, δηλαδή, όλα τα χωριά, μια τεράστια έκταση
καλλιεργήσιμων και ακαλλιέργητων γαιών, και την απόδοση των καρπών, την αξία
των οποίων υπολογίζουν σε 8.300 δραχμές για κάθε χρόνο.
Στο
δικόγραφο δεν επισυνάπτεται και η υπ’ αριθμ. 1 της 30.4.1857 πράξη της Μικτής
Επιτροπής προς τον κλητευόμενο εκπρόσωπο των κατοίκων των Στύρων, ούτε γίνεται
γνωστή η ημέρα της δίκης. Στο φάκελλο της Μικτής Επιτροπής εξαγοράς των κτημάτων, ο οποίος μου δόθηκε
από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους και ερεύνησα , δεν υπάρχει απόφαση που ν’
αναφέρεται σε παρόμοιες πράξεις για κτήματα της περιοχής Στύρων.
Το
μόνο στοιχείο που βρέθηκε στο σχετικό φάκελλο είναι το υπ’ αριθμ. 171/1839 της Μικτής Επιτροπής, η οποία ρωτάει
τον Οικονομικό Επίτροπο της Εύβοιας αν το Δημόσιο έχει τυχόν απαίτηση για το
τσιφλίκι «Αμηνός» του χωριού Στούρων. Στο έγγραφο αυτό δόθηκε αρνητική απάντηση.
Ετσι,
από την έλλειψη στοιχείων, δεν κατορθώθηκε να γίνει γνωστό το αποτέλεσμα της
δίκης και αν οι κάτοικοι των Στύρων, εξαθλιωμένοι οικονομικά και βασανισμένοι
κάτω από το μαστίγιο των Τούρκων, στη μακροχρόνια σκλαβιά τους, υποχρεώθηκαν
τελικά να πληρώσουν τον ιδρώτα τους στην Χαμπίμπεη Χανούμ.
Θα
μπορούσε να παρατηρήσει κανείς εδώ ότι αυτή η αχόρταγη Τουρκάλα, η Χαμίμπεη
Χανούμ, δεν αρκέστηκε σε ό,τι αρπάξανε οι δικοί της και όσοι άλλοι Τούρκοι
διαφέντευαν και τυραγνούσαν τα χωριά των Στύρων- που αναφέρονται στο δικόγραφο
– σε όλη τη διάρκεια της τετρακοσιόχρονης σχεδόν σκλαβιάς του νησιού. Αλλά
αξίωσε από την Πόλη που βρισκόταν, να της αποδοθεί το «διεκδικούμενο» χωριό των
Στουρών με την τεράστια έκταση της ευβοϊκής γής πόυ ζητάει με τα κτήματα (δάση,
λιβάδια, χειμερινές και θερινές βοσκές) ωσάν να ήταν πατρογονική της περιουσία.
Επίσης να της πληρωθούν τα εισοδήματα της γής, ακόμα και στα χρόνια, από την
ημέρα που έφυγε ως την επίσημη, την π ρ α γ μ α τ ι κ ή2,
ημέρα που πέρασε ο τόπος στα χέρια των Ελλήνων. Τι τούρκικη μεγαλοψυχία!
ΠΕΙΡΑΤΕΣ ΣΤΑ ΕΥΒΟΪΚΑ ΠΑΡΑΛΙΑ
Η
πειρατεία στα τυραγνισμένα χρόνια της τουρκοκρατίας, δε λυμαίνονταν μόνο τα
νησιά του Αιγαίου, που τα είχανε κρησφύγετα, μα και τα παράλια της Εύβοιας. Θ’
αναφέρω εδώ δυό περιστατικά που εντοπίζονται στην περιφέρεια της νότιας
Καρυστίας. Το ένα το χρωστάω στον καψαλιώτη αγρότη Κώστα Γ. Ζάππα. Σε συνομιλία
μαζί του, μου είχε πεί ότι από τον παπού του είχε ακουστά ότι στα χρόνια της
σκλαβιάς, Τούρκοι πειρατές είχαν αράξει με το καΐκι τους στο Σουριμπάρδι
(άσπρη άμμο), στο νότιο Ευβοϊκό και είχανε βγεί παγάνα, αρματωμένοι. Φτάνοντας
ψηλά, στην τοποθεσία «Κοκορέτσα»
(=αγριοφουντουκιά) στο διάσελο που αντικρίζει το Μαρμάρι, βρεθήκανε μπροστά στον προπάπο του. Τους είδε
άξαφνα και δεν πρόλαβε να φυλαχτεί. Του
αρπάξανε το βόδι και το γαϊδούρι. Τους ακολούθησε παρακαλώντας τους να
λυπηθούνε τη φτώχεια του. Κάποια στιγμή
άκουσε τ’ όνομα του ενός που τόνε λέγανε Αχμέτ. Πάσκισε να του εξηγήσει
πως ήτανε τάχα παλιός του γνώριμος. Ο Τούρκος, με τα πολλά, πίστεψε κι έστερξε
να του γυρίσει μονάχα το γαϊδούρι.
Το
δεύτερο μου το διηγήθηκε στο χωριό Καλογέρι, κοντά στο Βατήσι, ο γέροντας
Νικόλαος Ιω. Μανώλης. Για τη δεύτερη
αυτή πειρατεία γράφουμε στο κεφ.
«Στ’ αχνάρια των αγωνιστών του Εικοσιένα», (σ. 44).
Είναι
απερίγραπτα τα μαρτύρια, οι καταστροφές, η σκλαβιά και ο εξισλαμισμός των
ελληνικών νησιών και των παράλιων, ιδίως του Αιγαίου και των Σποράδων, από την
πειρατεία. Δειγματοληπτικά αναφέρουμε εδώ λίγα: «Τα καράβια των Μουσουλμάνων
πειρατών, ιδίως της ΒΔ Αφρικής, των Μπαρμπαρέζων ή Αλτζερίνων πειρατών,
αυλακώνουν την Μεσόγειο, το Ιόνιο και το Αιγαίο και σπείρουν τον τρόμο στ’
ακρογιάλια τους. Πολλοί απ’ αυτούς είναι αρνησίθρησκοι, κυρίως Ισπανοί, Γάλλοι,
Ιταλοί και διάφοροι άλλοι από τα νησιά και τις ακτές της Μεσογείου, άνθρωποι
του σχοινιού και του παλουκιού, ριγμένοι στις αρπαγές και στις ηδονές , οι
οποίοι κουβαλούν κάθε μέρα στο Αλγέρι πλήθη από χριστιανούς σκλάβους που τους πουλούν στους
Μπαρμπαρέζους και εκείνοι πάλι σε άλλους»1.
Πώς
να δεχτούμε ότι η Εύβοια – έστω και σε μικρότερο βαθμό – δε δοκίμασε την οδύνη
και τις δηώσεις από τους πειρατές; Μας λείπουν όμως σχετικές πηγές. Ο καθηγητής
του Πανεπιστημίου Αθηνών Στεφ. Δ. Ήμελλος σημειώνει δυό περιστατικά που αναφέρονται στην Εύβοια2.
Αναζήτησα στο Κέντρο Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών τα σχετικά έγγραφα αρ.
1479 Δ’ σ. 42 και αρ. 2734, σ. 2-3. Το δεύτερο, που θα επικαλεστώ εδώ, είναι
έρευνα του συμπολίτη συγγραφέα Τάσου Παπαποστόλου, σύμφωνα με την οποία,
Τούρκοι πειρατές ξεμπαρκάρησαν – κατά την παράδοση – στους Ωρεούς και
καταπάτησαν το χωριό. Για να σωθούν οι κάτοικοι κλείστηκαν στο κάστρο, όπου
όμως δε μπόρεσαν να μπούν οι επιδρομείς
γιατί δεν ανακάλυψαν τη μυστική είσοδο. Όταν τους σώθηκε το νερό,
βγήκαν γυναίκες τη νύχτα και πήγαν στη
βρύση. Έτσι προδόθηκε η είσοδο, μπήκαν μέσα οι οχτροί και σφάξαν όλα τα
γυναικόπαιδα. Άραγε πόσες παρόμοιες σφαγές στ’ ακροθαλάσσια της Εύβοιας μας
μένουν άγνωστες;
2 Για
περισσότερες λεπτομέρειες βλ. και
Σκαύτου Καρακάση «Ελληνικά Μουσικά Όργανα» εκδ. «Δίφρος», Αθήνα 1970, σσ.
117-122
Για την τσαμπούνα έχω μιλήσει από το Ραδιοφωνικό
Σταθμό της Χαλκίδας στις 11-1-1963
1 Βλ. Κ΄στα
Η. Μπίρη «Αρβανίτες – οι Δωριείς του νεωτέρου Ελληνισμού», Αθήναι 1960, Κ. Σάθα
«Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας», τ. Β΄ , Απ. Ε. Βακαλοπούλου «Ιστορία του Νέου
Ελληνισμού», Θεσσαλονίκη 1961, τ.Α΄, σ. 30, Γιάννη Ι. Γκίκα «Αρβανίτικα
Τραγούδια του Κάβο ντ’ Όρο», Αθήνα 1962 και «Οι
Αρβανίτες και το αρβανίτικο τραγούδι στην Ελλάδα – έρευνα στη νότια
Εύβοια», Αθήνα 1978, κ.α.
2 Τα
στοιχεία αυτά τα χρωστώ στο φίλο
Παναγιώτη Ελ. Μπουρνέλο, τ. Γραμματέα του Δήμου Καρύστου, στον οποίο
εκφράζονται οι θερμές ευχαριστίες μου.
3 Για την
καλύτερη φωνητική απόδοση, προτίμησα να χρησιμοποιήσω εδώ το ch αντί το sh που είδα να χρησιμοποιείται από άλλους συγγραφείς.
4
Στακελιά είναι μικρός οικισμός στα βόρεια των Στύρων. Πιστεύεται - κατά την
παράδοση – ότι ήταν κελιά των μοναχών της πλησιόχωρης Μονής της Αγίας Τριάδας,
και απόμεινε το τοπωνύμιο. Για τη Μονή αυτή γράφουμε στο κεφ. «Ναοί και Ξωκλήσια».
5
Λαθουράτα περιστέρια λέγονται εκείνα που το χρώμα τους είναι κατάστικτο.
6
Από Ερμιονίτες ψαράδες έχω ακούσει τον τύπο «τë τë θόϊ». Ίσως εδώ να έγινε
«θέτë» για να κάνει ομοιοκαταληξία με το «ρέτë».
7 Η λέξη
βëρβίτι κάπως δύσκολα μεταφράζεται. Ίσως
θα μπορούσε να αποδοθεί με τις λέξεις ‘σφεντόνισε», «πέταξε». Η έννοια όμως
είναι αυτή που δώσαμε.
8 Τίρκιε
είναι το μάλλινο χοντρό σαρδίνι, ας πούμε το τσουράπι (ποιμενικό, αγροτικό) που
σκεπάζει το πόδι απο το γόνατο ίσαμε τα νύχια.
9 Η πιστή μετάφραση του «εγκρëνα ι dέτιτ» είναι «η φαγώσιμη της
θάλασσας». Προτιμήσαμε να το αποδώσουμε με τη λέξη « θαλασσοδαρμένη».
10 Πρόσθεσα εγώ το μαντήλι, γιατί αυτό
θέλει να πεί.
1 Το δικόγραφο
αυτό δεν ήταν ένα χοτζέτι (συμβόλαιο) αλλά μια κλήση για επανάληψη δίκης – που
είχε διακοπεί – και συζήτηση.
2 Η επίσημη
παράδοση της Εύβοιας – που είχε καταληφθεί από τους Τούρκους το 1470 – στην
Ελληνική Κυβέρνηση έγινε, όπως είναι
γνωστό, στις 7-4-1833.
1 Βλ. Α.
Βακαλόπουλου «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού», Θεσσαλονίκη 1964, τ. Β΄ , σ. 103
2 Βλ. «Η
περί πειρατών λαϊκή παράδοσις», Αθήναι 1968, σ. 30
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου