ΓΕΦΥΡΑ

eviahistοry.gr

Σάββατο 18 Ιουλίου 2020

ΘΑΡΟΥΝΙΑ


Θαρούνια


            Από τα γραφικότερα ευβοϊκά χωριά τα Θαρούνια, βρίσκονται κουρνιασμένα μες στην αηδονόλαλη αγκάλη της δασόσκεπης χαράδρας  του χειμάρρου Χόνδρου στα βόρεια του Παρθενίου και δυτικά του Τραχηλίου, και μάλιστα επί του αρχαίου – και σε χρήση έως τη μετακατοχική περίοδο – οδικού συνδετηρίου περάσματος των κατοίκων της: Χαλκίδας, Ερέτριας και κυμαϊκής χώρας.
            Η ανθρώπινη παρουσία σ’ ετούτον τον τόπο είναι βαθύχρονη και συνεχής, πράγμα που αναφαίνεται από τα πλούσια ευρήματα πολλών ιστορικών ή προϊστορικών φάσεων, με κορυφαία αυτά του φημισμένου σπηλαίου της Σκοτεινής Θαρουνίων.

            Το σπήλαιο της Σκοτεινής ευρίσκεται στην κορυφή  ασβεστολιθικού όρους (θέση "Κακαλίτσα"), σε υψόμετρο 440 μέτρα. Πρωτοανακαλύφθηκε  το 1974 και αρχικά ερευνήθηκε από το Θεόδωρο  Σκούρα, ενώ αργότερα από τον Άρη Πουλιανό και τον Αδαμάντιο Σάμψων. Ο φυσικός – σταλαγμιτικός – διάκοσμος του είναι εντυπωσιακός.
           Για το σπήλαιο αυτό ο αρχαιολόγος Αδαμάντιος Σάμψων στο σύγγραμμά του «Η  Νεολιθική και η Πρωτοελλαδική  Ι στην Εύβοια’’, σημειώνει:
           Ι. Νεότερη Νεολιθική Ι                                                                    
            «Σπήλαιο στην κορυφή ασβεστολιθικού βουνού. Στο βάθος της χαράδρας, που υπάρχει κάτω από το σπήλαιο, περνά ο ποταμός Χόνδρος. (…) Το μεγαλύτερο μέρος της κεραμικής του ανήκει στην ΤΝ ΙΙ. Κεραμική της ΝΝ Ι εποχής συλλέχτηκε μόνο στην πρώτη αίθουσα, κοντά στην είσοδο του σπηλαίου.
         Κεραμική: Νεολιθικά αμαυρόχρωμα (εικόνα 81). Ανήκουν  σε μέτριες ή βαθιές φιάλες με τοιχώματα καμπύλα ή γωνιώδη. Τα περισσότερα, φέρουν το γνωστό κιτρινωπό επίχρισμα, ενώ λίγα έχουν φαιή επιφάνεια. Τα  διακοσμητικά θέματα είναι γνωστά από τη Βάρκα Ψαχνών. Αξιοσημείωτη είναι η ‘‘μετωπική’’ διακόσμηση.»
           ΙΙ. Τελική Νεολιθική
           « Έχει εξαίρετο φυσικό διάκοσμο και εκτός από λείψανα της Τν εποχής περιέχει και λίγα κεραμικά ευρήματα της ΝΝΙ. Σε μικρή απόσταση από το σπήλαιο, επάνω σε πλάτωμα με θέα προς τη θάλασσα του Αλιβερίου, βρέθηκαν λείψανα της ΤΝ με κεραμικά ίδια με αυτά του σπηλαίου. Η κεραμική χωρίζεται σε τέσσερις κατηγορίες:
           α. Άβαφα όστρακα με ακάθαρτο πηλό, συνήθως τεφρό στον πυρήνα, χρώματος ερυθρού, καστανού ή τεφρού. Αρκετά φέρουν κόκκινο επίχρισμα, που συνήθως είναι απολεπισμένο. Στίλβωση σπανίως υπάρχει. Ανήκουν σε μεγάλα οικιακά σκεύη (πίθους ή άλλα κλειστά αγγεία) και σε φιάλες ή λεκάνες με κάθετα χείλη ή με κλίση προς τα μέσα. Οι βάσεις τους επίπεδες ή δακτυλοειδείς. Μια άτρητη απόφυση μοιάζει με κεφαλή βοδιού. Συνηθίζονται κάθετες ταινιόσχημες λαβές, ομοιάζουσες κεφαλής ελέφαντα. Σε μερικές βάσεις μεγάλων αγγείων υπάρχουν αποτυπώματα πλέγματος καλαθιού και υφάσματος. (…) Επίσης, σε μερικά όστρακα από τα Θαρούνια διατηρήθηκαν στη βάση τους αποτυπώματα από πλέγμα καλαθιού. Όμως, δεν έχει αποσαφηνιστεί αν πρόκειται για ψάθες όπου τοποθετούσαν τα αγγεία για να στεγνώσουν ή για καλαθόσχημα αντικείμενα, που τα χρησιμοποιούσαν ως πρωτόγονους τροχούς. Τα δείγματα από το προϊστορικό σπήλαιο των Θαρουνίων έχουν διπλά στημόνια με τριπλά λοξά υφάδια.
           Πολύ σπάνιο είναι το αποτύπωμα υφάσματος ή κεντήματος που σώθηκε σε όστρακο από τα Θαρούνια. Το σχέδιο είναι κυκλικό και αποκλείεται να πρόκειται για υφαντό. Μόνο κέντημα σε τελάρο μπορεί να είχε αυτό το σχήμα. 
            β. Ερυθρά στιλβωτά. Πηλός ακάθαρτος, καλά ψημένος. Σπάνια υπάρχει επίχρισμα. Αναλόγως του ψησίματος το χρώμα είναι κόκκινο έως φαιό και μελανό.
            γ. Όστρακα με στιλβωτή διακόσμηση. Η διακόσμηση γίνεται με στιλβωτικό εργαλείο. Συνήθως, είναι  μέτριες φιάλες. 
             δ. Εγχάρακτα εμπίστα –ανάγλυφα. Άβαφα ή μονόχρωμα με ερυθρό επίχρισμα. Μεγάλα κλειστά ή ανοιχτά αγγεία. Οι εγχαράξεις είναι έξεργες ζώνες, κάθετες, οριζόντιες, λείες. Θέμα: επάλληλες γωνιώδεις ή συνεχείς τεθλασμένες γραμμές. Η σχοινοειδής διακόσμηση είναι πολύ συνηθισμένη.
          Λίθινα: Πολλά κομμάτια οψιανού από τον οικισμό. Επίσης, από το ίδιο σημείο προέρχεται ένα στρογγυλό, γρανιτένιο γουδί και δύο γρανιτένιοι τριπτήρες.     
            Από τα ευρήματα αρχαιότερα είναι τα οστά διαφόρων ζώων των θερμών χωρών. Ανάμεσά τους ξεχωριστή θέση έχει το απολιθωμένο μηριαίο οστό που προέρχεται από τον "Ημιόρθιο Ελλαδοπίθηκο". Η ηλικία του είναι ενός και πλέον εκατομμυρίου ετών. Τα απολιθώματα των άλλων ζώων είναι της Πλειστόκαινης Περιόδου (1.000.000 χρόνια πριν από σήμερα),αλλά και μεταγενέστερων περιόδων. Κατά συνέπεια, τα περισσότερα απολιθωμένα οστά προέρχονται από τα θηράματα (ελάφια, χοίρους, αίγες/κατσίκες), που μετέφερε στο σπήλαιο ο άνθρωπος-κυνηγός της Μέσης Παλαιολιθικής Εποχής, προσπαθώντας με αυτά να ικανοποιήσει τις διατροφικές  ανάγκες της οικογένειάς του. Στις κοιλότητες  των βράχων του σπηλαίου υπάρχουν κατάλοιπα των εστιών φωτιάς, που χρησιμοποιούσε  ο προϊστορικός άνθρωπος, αλλά και αυτός των μεταγενέστερων εποχών. Από αυτές τις ύστερες εποχές (5.300 π.Χ. – 3.400 π.Χ.) προέρχονται και τα περισσότερα ευρήματα: δύο ανθρώπινοι σκελετοί, σπόροι δημητριακών, αποτύπωμα υφάσματος ή κεντήματος επάνω σε όστρακο, διάφορα αποτυπώματα πλέγματος καλαθιού στη βάση μεγάλων πήλινων, άβαφων, αγγείων, διακοσμημένα αγγεία, πήλινα ειδώλια, κοσμήματα, λίθινα και οστέινα εργαλεία. Εξ αυτών, μα και από άλλες ενδείξεις, συνάγεται το συμπέρασμα πως το σπήλαιο – εκτός από τόπος κατοικίας του προϊστορικού ανθρώπου – υπήρξε και χώρος λατρευτικής έκφρασης των κατοίκων του, καθώς και ταφής των νεκρών τους.
             «Απέναντι ακριβώς από το σπήλαιο της "Σκοτεινής" και κατά μήκος του ποταμού, υπάρχουν δύο αρχαία κεραμοποιεία, το ένα στον Τσεραμά – εξ’ ού και το όνομά του  "Κεραμάς ή Τσεραμάς"- και το άλλο απέναντι από τη Μεγάλη Βρύση, στη θέση "Κάμπος"». Από την πρώτη θέση ("Τσεραμάς") πριν δύο δεκαετίες τα ορμητικά νερά του χειμάρρου αποκάλυψαν πίθους ευμεγέθεις, καθώς  και άλλα κεραμικά δημιουργήματα των προγόνων μας.
            Εκτός αυτών, στην ευρύτερη περιοχή του χωριού έχουν βρεθεί κιβωτιόσχημοι και κεραμοσκεπείς τάφοι , όστρακα (αγγεία ή θραύσματά τους) των μυκηναϊκών , γεωμετρικών, κλασικών και ρωμαϊκών χρόνων, καθώς και ένας στρογγυλός μυλόλιθος από γρανιτόλιθο. Ορισμένα  από αυτά φιλοξενούνται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Χαλκίδος  και προέρχονται από τους οικισμούς της περιοχής, που πρωτοαναπτύχθηκαν  κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική (6.000 – 5.000 π.Χ.)  και συνέχισαν την εξέλιξή τους  κατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία (3.000 – 2.000 π.Χ.)  και σε μεταγενέστερες περιόδους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και μια ενεπίγραφη στήλη, η οποία φέρει τη φράση: «Ενθάδε κείται γυνή στρατηγού.»

            Πλησίον των Θαρουνίων (στη θέση Κρεμαστός)  υπάρχει πύργος της Μεσαιωνικής Περιόδου που μοιάζει με μικρό κάστρο. Τμήμα του διασώζεται σε ύψος τριών μέτρων. Πλησίον του πύργου υπάρχει το εκκλησίδιο  του Αγίου Νικολάου. Είναι κτίσμα των βυζαντινών χρόνων  και χρησίμευε για τον εκκλησιασμό των φρουρών του κάστρου.
            Βορειοανατολικά του χωριού στη θέση Κουτρουλού σώζονται τα ερείπια του Κουτρουλόπυργου της ενετικής περιόδου.
            Η ύπαρξη αυτών των πύργων σχετίζεται κυρίως με τον έλεγχο  της πολύκοσμης διάβασης των ανθρώπων εκείνων των χρόνων, καθώς το χωριό βρισκόταν επάνω στον κύριο οδικό άξονα Χαλκίδας – Ερέτριας – Γυμνού – Σέττας – Θαρουνίων – Βρύσης – Κύμης, τον οποίο – πιθανότατα – να χρησιμοποίησε κατά την αρχαιότητα κι ένα τμήμα του περσικού στρατού, που είχε προσαράξει στα Κοίλα των ανατολικών ακτών της Εύβοιας κατά την ενάλια πορεία του προς την Ερέτρια.
            Τα Θαρούνια των νεότερων χρόνων προήλθαν από τους κατοίκους του παλιού χωριού της τοποθεσίας Κακή Πέτρα, οι οποίοι εξαναγκάσθηκαν να μεταναστεύσουν σ’ αυτόν τον τόπο, εξαιτίας της πανώλης που αφάνιζε τότε (στα 1666 μ.Χ.) τον οικισμό, που ένεκα αυτής της συμφοράς έλαβε και τη συγκεκριμένη ονομασία.

            Ο τόπος ετούτος φέρει (κατόπιν  παραφθοράς) το αρχαίο του όνομα, το οποίο ήταν Χαρώνεια ή Χαρούνια από τα άντρα (σπήλαια) του τόπου – πλην της Σκοτεινής υπάρχουν τουλάχιστον άλλα τρία στις όχθες του Χόνδρου – και το βαθύ Χαρώνειο φαράγγι, που για τους αρχαίους προγόνους μας σχετίζονταν με τις αδώνειες (χθόνιες)  θεότητες του Κάτω Κόσμου: Χάρωνα και Πλούτωνα. Χάρων. Έτσι,  λοιπόν, τα Χαρώνεια, Χαρούνια,  γενήκανε Θαρούνια...
            Την ονομασία του, μάλιστα , τη συναντάμε και στον τούρκικο φορολογικό κατάλογο του 1474, με ελαφρά όμως τροποποίηση ("Sarunia") και με καταγεγραμμένες  26 οικογένειες των εκατόν τριάντα συνολικά κατοίκων, οι οποίες στα 1830 φέρονται κατά 2 περισσότερες (28), ενώ λίγο αργότερα  έχει απογραφεί με  279 κατοίκους. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες είχε περί τους τετρακόσιους κατοίκους. Σήμερα, παρατηρείται δραματική πληθυσμιακή κάμψη.
            Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας τα Θαρούνια ήταν ένα εκ των εικοσιτεσσάρων "Σουλτανικών" χωριών της  Εύβοιας, που ανήκαν και ήταν υπό την προστασία μιας εξαδέλφης του Σουλτάνου  Μαχμούτ.
            Κατά την περίοδο  της επανάστασης δε φαίνεται να συνέβη εδώ κάποιο άξιο λόγου συμβάν. Παρ’ όλ’ αυτά υπήρξε σημαντικός τόπος καταφυγής, περάσματος και τροφοδοσίας των Αγωνιστών.
           Με την Απελευθέρωση βρέθηκε υπό την σκέπη του νεοσύστατου δήμου ‘‘Ταμυνείων’’ με έδρα το ‘‘Αληβέρου’’. Αυτόνομη κοινότητα έγινε το 1912, οπότε ξαναεντάχθηκε στο δήμο Ταμυναίων.
            Στα χρόνια της Κατοχής τα Θαρούνια είχαν αξιόλογη αντιστασιακή δράση. Για τούτο, προκάλεσαν τη μήνη  των Ταγμάτων Ασφαλείας και των δυνάμεων κατοχής.
            Στα κατοπινά χρόνια η εξέλιξη του χωριού υπήρξε γοργή. Σε τούτο συνέβαλε τα μέγιστα και η ύπαρξη της Δ.Ε.Η., όπου δεκάδες  κάτοικοί του εργάστηκαν είτε  στο λιγνιτωρυχείο του Αγίου Λουκά είτε στις εγκαταστάσεις της στον Κάραβο Αλιβερίου. Παράλληλα, ένα σημαντικό μέρος των εντοπίων ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
         Σημαντική προσωπικότητα του τόπου είναι η σεβάσμια, πολυτάλαντη και τρισεύγενη φυσιογνωμία του  συνταξιούχου Ιερέα των Θαρουνίων και του Αγίου Λουκά παπα-Γιώργη Γιαννούλη, ο οποίος αφού ως Επονίτης συμμετείχε στον αντιστασιακό, αντικατοχικό Αγώνα, στη συνέχεια έγινε ιερέας υπηρετώντας  λευιτικά την εκκλησία και το συνάνθρωπό του. Ο παπα-Γιώργης εκτός από ιερέας είναι και εξαίρετος γλυπτουργός, σμιλευτής: μουσικών οργάνων, εικόνων και άλλων μοναδικών ξύλινων ποιημάτων.  Ανάμεσα στις πολύσημες δημιουργίες του είναι κι ένα του βιολί, που κοσμεί τις προθήκες του Λαογραφικού Μουσείου Χαλκίδας.
          Ένας άλλος συγχωριανός του, ο Βασίλειος Μολές, δημιουργεί μεταλλικά κομψοτεχνήματα στο παραδοσιακό σιδηρουργείο του, ένα μοναδικό αξιόθεατο στο έμπα του οικισμού.
          Εκκλησίες των Θαρουνίων:
         I. I. N. Αγίου Γεωργίου, το καθολικό των Θαρουνίων
         ΙI. Εξωκκλήσιο Αγίου Νικολαάου. Θέση Κακή Πέτρα. Διαστάσεις: 6,25Χ3 μέτρα. Στο νότιο τοιχίο υπάρχουν –σε τρεις σειρές – τέσσερις τρύπες, οι οποίες λειτουργούσαν ως πολεμίστρες ή ηχεία. Κτίστηκε επί Φραγκοκρατίας. Η τοιχοποιία είναι όμοια του φράγκικου πύργου. Η αγιογράφησή της εκτιμάται πως έχει γίνει στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ήταν κατάγραφη εκκλησία, σήμερα όμως λείψανα εκείνων των αγιογραφιών διασώζονται.
        ΙΙI. Εξωκκλήσιο της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Βρίσκεται ανατολικά του πύργου. Ήτανε το καθολικό του παλιού χωριού της θέσεως Κακή Πέτρα. Οι διαστάσεις του είναι: 6,60Χ5,20. Φέρει τοιχογραφίες.
        ΙV. Εκκλησίδιο του Αγίου Δημητρίου. Η παράδοση το θέλει κτισμένο επάνω στα θεμέλια του ναού της ελαφόφιλης θεάς Αρτέμιδας. Στον ίδιο τόπο επί Βυζαντίου υπήρχε μοναστήρι.
         Τέλος, σε άλλες θέσεις,  υπάρχουν ερείπια και τριών άλλων ναΐσκων της Βυζαντινής περιόδου.
          Στα Θαρούνια εδρεύει Αγροτοκτηνοτροφικός και ιδιαιτέρως δραστήριος Πολιτιστικός Σύλλογος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: