ΓΕΦΥΡΑ

eviahistοry.gr

Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2017

ΜΗΤΣΟΣ ΣΕΤΤΑΣ

ΜΗΤΣΟΣ ΣΕΤΤΑΣ
Ο Λαογράφος της Εύβοιας
ΤΟΥ
ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΜΟΥ
 
Ο  Σέττας! Μα ήταν κι αυτός μια ωραία ψυχή! Άνθρωπος με την πια ευρύτερη και βαθύτερη σημασία αυτής της τόσο απλής
εύχρηστης, μα πολύ παρεξηγημένης λέξης. Δεν τον γνώριζα απλώς τον Δημήτρη Σέττα, σαν άνθρωπο. Υπήρξε και δάσκαλός μου οδηγητής και πνευματικός μου πατέρας αυτός ο εύδοξα αλησμόνητος αδελφός της μητέρας μου.
 
Και δεν μπορώ, το ομολογώ, να γράψω τόσο εύκολο και αδέσμευτα για τον εαυτό μου. Να περιαυτολογήσω. Δεν μπορώ. Και τούτο γιατί, σαν γράφω για το Μήτσο Σέττα, νομίζω, πως λέω τα δικά μου.
Αλλά το αποφάσισα πλέον, εις Μνήμην, επτά χρόνια περίπου από τον αδόκητο θάνατό του εδώ στη Χαλκίδα να τον σκιαγραφήσω... Λοιπόν, μόλις που θ' άρχιζαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι - 1911 - γεννήθηκε ο Μ. Σέττας στην Πατρίδα μας την Αγιάννα. Ο πατέρα ς του ήταν φαρμακοποιός και Δήμαρχος του τότε Δήμου Νηλέως. Η μητέρα του πέθανε στη μεγάλη ισπανική γρίππη του ‘18.

   Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στη Χαλκίδα παρακολούθησε σπουδές στο Διδασκαλείο Καρπενησίου με δάσκαλο τον Παπαμαύρο. ‘Εγινε κι αυτός δάσκαλος και υπηρέτησε σε ορεινά χωριά της Δίρφης.
Ο πόλεμος της Αλβανίας τον βρήκε στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Έλαβε μέρος σε πολλές φονικές και άγριες μάχες στον τομέα του Πόγραδετς ανδραγαθήματα αλλά ποτές δεν έγινε
ανθυπολοχαγός. Λόγω κοινωνικών φρονημάτων - αχλίων, ως θα έλεγε ο Μακρυγιάννης.
Στην εθνική αντίσταση ακολούθησε τους παρτιζάνους. Και πλήρωσε για τούτη του την «απείθεια» υπέρ της ελευθερίας με εξορίες και Μακρονήσια, δεκαετία ολάκερη. Συνεμορφώθη κατόπιν με «τας υποδείξεις» και νομοταγής υπηρέτησε την Παιδεία.

Μέχρι που βγήκε στη σύνταξη για να κάνει αυτό που ήθελε. Άρχισε από το μηδέν. Το λαογραφικό του αρχείο της εποχής του Μεσοπόλεμου το κάψαν οι ταγματασφαλίτες. Μάζεψε ό,τι του είχε απομείνει και σκάρωσε το πρώτο του βιβλίο, στα 1956. «Ξόρκια» - Συμβολή στην έρευνα και μελέτη της ευβοϊκής λαογραφίας.
Η κριτική για το πρώτο του κιόλας βιβλίο, του έπλεξε το εγκώμιο. Ο Β. Βαρίκας, ο σοβαρότερος των Ελλήνων κριτικών, της μεταεμφυλιακής περιόδου, είχε γράψει στο
«Βήμα» : Διαβάζεται ευχάριστα και εξ αιτίας του αντικειμένου της, αλλά περισσότερο για τον τρόπο που είναι γραμμένη. Οι ειδικέ ς δυσχέρειες που παρουσιάζει, σε ακμή και σήμερα η συλλογή αυτού του είδους του λαογραφικού υλικού, κάνουν περισσότερο ενδιαφέρουσα την εργασία του κ. Σέττα.
Την ίδιο γνώμη είχε και ο πανεπιστημιακός δάσκαλος της Λαογραφίας Δημ. Σ. Λουκάτος: «Τα Ξόρκια' σου είναι πολύ ενδιαφέροντα και καλό μαζεμένα, συντροφευμένα μάλιστα με τις σωστές σου παρατηρήσεις».
Έκτοτε, ο Μήτσος Σέπας, πήρε το δρόμο του. Στα επόμενα
τέσσερα χρόνια παίρνει το πρώτο βραβείο από τη Γλωσσική Εταιρεία - στα 1960 - για το έργο του Γλώσσα και Λαογραφία της Εύβοιας. Ακολούθησαν μετά πολλά άλλα βιβλία, λαογραφικού κυρίως περιεχομένου «Κάλαντα απ' τη Βόρειο Εύβοια» (1963), «Μουσική λαογραφική αποστολή στη Βόρειο Εύβοια», «Ο Γέρο Πλάτανος», «Η λαογραφία στην Ελλάδα» κ.ά. Και τέλος ήρθε η επιβράβευση, με το αγέραστο μνημειώδες έργο! Την Τριλογία του Ευβοϊκού Πολιτισμού!
Η Ακαδημία Αθηνών ευδόκησε να βραβεύσει τον Μήτσο Σέττα, με πρώτο βραβείο, για την εξαίρετη λαογραφική του εργασία, που την υπέβαλε με το ρητό του Ευριπίδη: «Το σιγάν την αλήθεια χρυσόν εστι, θάπτειν'. Το έργο κυκλοφόρησε σε πολυτελή έκδοση, απ'τις εκδόσεις «Σπανός» σε δύο τόμους και με τον τίτλο Εύβοια - Λαϊκός Πολιτισμός (1976). Ακολούθησε: Η Κύμη» το τελευταίο βιβλίο του και συμπλήρωμα των δύο προγενέστερων τόμων.
Ο Μήτσος Σέττας, σ' όλη του τη ζωή πάλεψε για τα μεγάλα πανανθρώπινα ιδανικά. Αλλά αγάπησε με πάθος τη γενέθλια γη του, καθώς και τους ανθρώπους της. Είχε μια βαθειά, λεπτή και ειλικρινέστατη σχέση, μ' αυτό που λέμε λαικό πολιτισμό. Ζούσε ανάλαφρα και μυστικά τη σκληρή ζωή των βασανισμένων και των ταπεινών. Αφουγκράζονταν, με πολλή προσοχή και πόνο, τους καημούς τους. Και τους κατέγραφε μέσα του. ΄Ηταν πολύ σιμά και για πάντα στη ψυχή του λαού του.
Στη λαογραφική του αποστολή δοσμένος, βρήκε τρόπους επιστημονικούς για να κάνει την εργασία του μεθοδική. Ερευνούσε πολύπλευρα το αντικείμενο, πριν το - καταγράψει. Συγκέντρωνε, κατέτασσε το λαογραφικό υλικό του. Το αξιολογούσε με φροντίδα και σκέψη. Μετά το σχολίαζε ευσύνοπτα και με υποδειγματική σαφήνεια και το κατέγραφε στο βιβλίο του.
΄Ηταν μια δουλειά σκληρά και επίμονη, αλλά πολύ συναρπαστική, ευχάριστη ιδίως κατά την ώρα της καταγραφής. Ένας ολάκερος πολιτισμός του λαού μας, περνούσε ολοζώντανος και αναστημένο ς μπροστά σου: αινίγματα, παροιμίες και παροιμιώδεις φράσεις, λεξιλόγια, λαϊκή τέχνη, επωδές, παραδόσεις και δημοτικά τραγούδια.
Θυμάμαι, με τι μεθοδικότητα κατέγραφε τα δημοτικά μας τραγούδια και ιδιαίτερα τα τοπικά, όπως εκείνο το αθάνατό του: Ο μαραγκιασμένος Πλάτανος του Ομέρ Βρυώνη, που το προτάσσει στον πρώτο τόμο του θαυμάσιου «Λαϊκού Πολιτισμού» του.
Προτού δώσει το κείμενο του τραγουδιού, το σχολίαζε ο Σέττας όπως το ίδιο έκαναν και οι μεγάλοι λαογράφοι μας: Ο Ν. Πολίτης, ο Αραβαντινός, ο Στυλ. Κυριακίδης, ο Άγις Θέρος, ο Δημήτρης Λουκόπουλος.
Ιδού το σχόλιο (απόσπασμα) για να πάρει μια γεύση ο αναγνώστης μας: Ο Ομέρ Βρυώνης ή Μερ Μιργιώνης είναι ο διαβόητος στρατηγός Ομέρ Βρυώνης που πέρασε από την Εύβοια (κατεβαίνοντας προς την Αττική και Πελοπόννησο) για να καταπνίξει την Ελληνική Επανάσταση. Τον Ιούλιο του 1821 νικήθηκε, ως γνωστό, στη μάχη των Βρυσακίων από ταν Αγγελή Γοβιό.
Το αλληγορικό αυτό δημοτικό Ιστορικό τραγούδι αναφέρεται στο πέρασμά του από την Εύβοια. (Ακολουθεί ένα σχόλιο για τις παραλλαγές του τραγουδιού σε άλλα μέρη της Ελλάδας και καταλήγει στα ακόλουθα) : Πλάτανος, εθνική ζωή και δημοτικό τραγούδι είναι έννοιες η μια πολύ κοντά στην άλλη. Ο μαραγκιασμένος ή τουφεκισμένος Πλάτανος είναι η Ελλάδα, η αδούλωτη ψυχή του ελληνικού έθνους.
 
 
 
                     
 
 
 
Θα παραθέσω παρακάτω το δεύτερο μέρας του έξοχου αυτού τραγουδιού: «Τα λόγια του πλάτανου»: "είχαν αρνιά και ψένανε, κριάρια σουβλισμένα.! Είχαν κι ένα καλό κρασί ‘πό άδηλο βαρέλι. Κι τρώγανε κι πίνανε κι ρίχναν στο σημαδι.! Ούλοι ρίχναν στα κλώνια μου, ούλοι στα κλώναρά μου.! Κι ο Μερ - Μιργυώνης το σκυλί έρριχνε στο κορμί μου. / Μαράθηκε καρδούλα μου κι πέσανε τα φύλλα μ'". (Αγία Άννα).
Ο Μήτσος Σέττας ανέπνεε με το δημοτικό τραγούδι, νιώθοντας ως ορειβάτης και σ' αυτώ το τραγούδι έβρισκε όχι μόνο την ψυχή της Ελλάδας, αλλά και τον γνώριμο άνθρωπο της ελληνικής επαρχίας των χρόνων του. Τον  προφορικό λόγο του απλού αφηγητή, ως συλλέκτης λαϊκών παραδόσεων, θρύλων και επωδών, είχε τη δύναμη να τον συγκρατεί και να τον καταγράφει, όπως ειπώθηκε. Τούτο το πετύχαινε από τα άμεσα βιώματα, αλλά και από τη γλώσσα της επαρχίας που έφερνε μέσα του.
Είχε πάντα μεράκι με τη δουλειά και νοιάζονταν να διασώσει, όπου και όπως μπορούσε, τις νοηματικές εικόνες που έχουν κατοικήσει στα βάθη της συλλογικής Μνήμης. Απ' εδώ ξεκίνησε και η ιδέα να ιδρύσει και να οργανώσει Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και Πολιτισμού στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Αγία Άννα. Έγνοια του, ως τη στερνή στιγμή της πολυτάραχης ζωής του, η γνωριμία των ανθρώπων με το παρελθόν τους.
Παράλληλα με την λαογραφία ο Σέττας ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Έγραψε και δημοσίευσε μια συλλογή διηγημάτων, με τον χαρακτηριστικό τίτλο.· «Ρημαγμένη Ζωή». Οι ήρωες του είναι απλοί χωριάτες, που μολάνε ακέρια και με πολύ χιούμορ στη ντοπιολαλιά τους. Μιλάν για τους καημούς και τα βάσανα τους, χωρίς να τους ακούει, μέσα στην άγρια ερημιά του κόσμου τούτου.
Ο Σέττας, ο Μήτσος Σέττας πέρασε! Και η καρδιά Του σταμάτησεν εδώ, στη γη της Ευρίπου, που τόσο αγάπησε. Μα η ψυχή και το πνεύμα του δεν θα σταματήσουν Ποτέ, θα είναι ένα διαρκές Γίγνεσθαι κι ένας Ήλιος με ζωές, Καθώς το είπεν και ο ποιητής (Θαν. Παπαθανασόπουλος) «‘Ενας δυνατός ήλιος με ζωές με σπόρους και λουλούδια πλουμισμένος ζεσταίνει το χέρι, που γνωρίζει να κρατάει το αγνό κοντύλι». Ζεσταίνει το χέρι σαν και την πλατιά καρδιά σου Μήτσο Σέττα.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: