Δημήτρης Σγούρος
Βλέπω ανθρώπους να φεύγουν…Ένας - ένας, πρόσωπα αγαπητά, που γνώρισα στα πρώτα παιδικά χρόνια, τότε που άρχισα να ψηλαφώ το φως της ημέρας στις γειτονιές του Αυλωναρίου. Συγχωριανοί, γείτονες, γονείς φίλων, συμμαθητών. «Βλέπω παντού να φυτρώνουν σταυροί», παραφράζοντας ένα στίχο του Σαχτούρη. Θυμήθηκα το πικρό μονόλογο κάποιου χαροκαμένου πατέρα στο άγγελμα του θανάτου. «Γιε μου, τι μου απομένει τώρα».
Και άκουσα τη γνώριμη εσωτερική φωνή, που έχει πυκνώσει απειλητικά τις επισκέψεις της να λεει: «Πάει κι αυτός».
Και πέρασαν κινηματογραφικά στη σκέψη μου πρόσωπα πολλά. Του Πέτρου, αριστερού ψάλτη στον Αϊ-Νικόλα, του μπάρμπα Γιάννη, επιστάτη του σχολείου στα γυμνασιακά χρόνια, του Αριστείδη του Χαρούμενου στη πέρα πλατεία, της θείας Νεφέλης, της ακάματης δουλεύτρας της ζωής. Είναι πολλοί τους τελευταίους μήνες. Τους έβλεπα και ήθελα απελπισμένα να σπάσω τις γραμμές της μοβ παρέλασης, να τις διαλύσω. Να τους φέρω πίσω ήθελα. Ν’ ακούσω τη σχεδόν βραχνή φωνή του Πέτρου να ψάλλει τις Κυριακές του υποχρεωτικού εκκλησιασμού. Τον γνώριμο ήχο από το κουδούνι του μπάρμπα Γιάννη. Να δω τη θεία Νεφέλη να αγωνίζεται αγκομαχώντας να προλάβει τις δουλειές της καθημερινότητας και να μην τελειώνει. Ψέματα. Δεν ήταν μόνο που ήθελα να τους φέρω πίσω. Το δικό μου χρόνο, αυτόν που έφυγε φρενήρης ήθελα να εξαργυρώσω. Να ξαναστήσω δίτερμα με τους φίλους στο κατήφορο της Βορνάς, να παίξω κυνηγητό και πόλεμο στα στενά δρομάκια του Πύργου, να ξεγλιστρήσω σαν σκιά από το βλέμμα του δάσκαλου, να παίξω συνωμοτικά πρέφα και τάβλι στο γωνιακό τραπέζι του Χαρούμενου… Αλλά ακόμη δεν μπορώ να συμβιβαστώ μ’ αυτόν τον απεχθή αόριστο. Των συντριμμένων χρόνων και των οριστικών απωλειών…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου