Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΣΤΗ ΛΙΜΝΗ
Γράφει ο Θοδωρής
Σκούρας.
Εκεί όπου τελειώνει η χτισμένη προκυμαία και ο παραλιακός
δρόμος της Λίμνης προς τα Δ., το ύψωμα, πλάι στην παραλία, κόβεται κάθετα. Όλος
ο όγκος του υψώματος στην πλευρά αυτή
αποτελείται από κροκαλοπαγές πέτρωμα.
Εκεί είναι η μικρή σπηλιά.
Είναι σίγουρο ότι τον 12ο αιώνα, όταν ο Άγιος Χριστόδουλος
βρήκε αυτή τη μικρή σπηλιά για να ασκητέψει, η είσοδος, η οποία βλέπει στη
θάλασσα, δεν ήτανε όπως είναι σήμερα, καθώς ακόμα και η θέση της σπηλιάς στην
άκρη, στα τελευταία σπίτια της Λίμνης. Τότε η πόλη δεν έφτανε ως εκεί και η
σπηλιά ήταν έξω από την πόλη. Ο Μπελλάρας γράφει, (1940, σ. 195 1969, σ. 120).
“Το σπήλαιον αυτό ήτο ευρύ, αλλ’ αί καιρικαί από θαλάσσης επήρειαι
υπεροκτακοσίων μέχρι σήμερον ετών και αι εκ των επηρειών τούτων πτώσεις των
σεσαθρωμένων εκεί χωμάτων, περιώρισαν το σπήλαιον όπερ
τείνει μίαν ημέραν να
εξαφανισθεί άν δεν διασφαλισθεί καταλλήλως”. Αναφέρει δε διήγηση μιάς γυναίκας
ότι, στις 2 Φεβρουαρίου 1916 καταπέσανε πολλά υλικά γύρω από την είσοδο της
σπηλιάς.
Τώρα όποιος αντικρύζει τη σπηλιά βλέπει μια ωραία σκάλα σε
δυό σκέλη, σε ορθή γωνία, τα οποία οδηγούνε σε ένα μακρόστενο πλατύσκαλο, που
πιάνει όλη την πρόσοψη της σπηλιάς και έχει έτσι τη μορφή εξώστη, με μήκος 2,90μ.
και πλάτος 2,20μ. Είναι δε σε ύφος 3,50μ. από την επιφάνεια της στενής
κατάληξης του παραλιακού δρόμου. Σήμερα όλο το άνοιγμα στην πρόσοψη της σπηλιάς
είναι χτισμένο, και μάλιστα τρείς φορές. Από μέσα υπάρχει πέτρινος τοίχος
πάχους 0,60 μ. ,
που αφήνει ένα μικρό τετράγωνο παράθυρο και ακόμα άνοιγμα ορθογώνιας πόρτας,
ενώ απ’ έξω έχει γίνει διπλό ντύσιμο του πέτρινου τοίχου με τούβλα συνολικού
πάχους 0,30 μ.
Εξωτερικά του πέτρινου τοίχου είναι χτισμένος ο δεύτερος από συμπαγές τούβλο,
και έξω απ’ αυτόν ο νεώτερος από τρυπητό τούβλα. Απ’ αυτούς μόνο ο εξωτερικός
έχει δώσει το καμαρωτό σχήμα στην πόρτα και το παράθυρο.
Ο τριπλός αυτός τοίχος αποτελεί το Ν. τοίχο της σπηλιάς και
είναι άγνωστο αν ο Χριστόδουλος είχε από τότε βάλει πέτρες για να περιορίσει το
σχετικά μεγάλο άνοιγμα της σπηλιάς, αν βέβαια τότε ήταν, όπως σήμερα, μεγάλο.
ο άξονας της σπηλιάς από την είσοδο μέχρι το τέλος της έχει
προσανατολισμό από Ν. προς Β. και το συνολικό μήκος του είναι 3,40μ. ενώ το
πλάτος της σπηλιάς είναι 2.10μ. μέσα από τον τοίχο της πρόσοψης, και
προοδευτικά στενεύει ώς τα 1,80μ. όπου αρχίζει ένα μικρό και χαμηλό κοίλωμα του
βράχου με μήκος 1,55 μ. ,
πλάτος 0,80μ. και ύψος 0,90μ. Το ύψος της πόρτας είναι 1,75μ. το άνοιγμά της
0,65μ. και το ύψος της οροφής της σπηλιάς από 2,30μ. μέχρι 2μ.
Εσωτερικά οι τοίχοι της σπηλιάς είναι το φυσικό πέτρωμα, που
όμως δεν φαίνεται από τα πολλά ασβεστώματα.
Η σπηλιά διαμορφώθηκε σε εκκλησάκι από τα πρώτα χρόνια μετά
το θάνατο του Αγίου Χριστοδούλου αλλά έχουνε γίνει επανειλλημένες εξωραίστικές
εργασίες. Από Κανονική άποψη έχει γίνει προσπάθεια να υπάρχουνε όλα τα τμήματα
μιας εκκλησίας.
Πρώτ’ απ’ όλα ο Α. τοίχος έχει ένα ράφι ξύλινο, πάνω στο
οποίο είναι τοποθετημένες εικόνες με την τάξη, που παραδοσιακά τοποθετούνται
στα τέμπλα. Έτσι αυτός ο τοίχος μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί το τέμπλο του ναού.
Όλες οι εικόνες είναι νέες, χωρίς καμιά καλλιτεχνική αξία - αφού όλες είναι
χάρτινες - και μόνο μιά, με κεντρική Παράσταση τη γέννηση του Χριστού, είναι
μεταβυζαντινή πολύ καλής τέχνης και σε καλή κατάσταση.
Κρυμένα κάτω από το πάνινο παραπέτασμα, που σκεπάζει το ράφι
με τις εικόνες, βρίσκονται στον Α. τοίχο λαξευμένα, δυό μικρά τετράγωνα
κοιλώματα διαστάσεων 0,30Χ0,30Χ0,25 μ. και δείχνουνε να είναι η μόνη αφαιρετική
δουλειά, που έχει γίνει στη σπηλιά αυτή.
Ο τοίχος αυτός κάνοντας σχεδόν ορθή γωνία συνεχίζει προς
μικρό τμήμα του Β. τοίχου μήκους 0.80μ. και αυτό με τη μικρή και χαμηλή,
δεύτερη κατά κάποιο τρόπο, κοιλότητα της σπηλιάς. Σ’ αυτό το μικρό κομμάτι του
Β. τοίχου μια εικόνα με τον Ευσταυρωμένο υποδηλώνει τη Θέση του Ιερού, όπου
πάντα πίσω από την Αγία Τράπεζα τοποθετείται ο Ευσταυρωμένος, και η συνεχόμενη
μικρή κοιλότητα, απ’ την οροφή της οποίας κρέμεται ένα καντήλι, αποτελεί την
Πρόθεση, που έτσι είναι και σύμφωνα με την παραδοσιακή ταχτική, δηλαδή στο
αριστερό της Αγίας Τράπεζας. Η κοιλότητα αυτή είναι μεγάλη βέβαια για Πρόθεση
σ’ ένα τόσο μικρό ναό, αλλά αυτό είναι αποδεικτικό αυτών που γράφω στην
εισαγωγή ότι, οι συνθήκες του εσωτερικού της σπηλιάς αναγκάζουνε τους
δημιουργούς των ναών της μορφής αυτής να κάνουνε προσαρμογές που να
πλησιάζουνε, όσο το δυνατόν περισσότερο, προς την παραδοσιακή ταχτική.
ο Δ. τοίχος της σπηλιάς δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερο.
Χαρακτηριστικό και από μιά άποψη επιβεβαίωση της σκέψης μας
για τη διαμόρφωση των χώρων του ναού είναι και το ότι τρία μικρά σκαμνάκια
έχουν έτσι τοποθετηθεί ώστε όποιος κάθεται σ’ αυτά να αντικρύσει σε ευθεία τη
γωνία που σχηματίζει ο τοίχος - τέμπλο με τον τοίχο όπου η εικόνα του
Ευσταυρωμέ νου.
Χρονολόγηση: Από το βίο του Αγίου Χριστοδούλου μπορούμε να
χρονολογίσουμε με βεβαιότητα το λατρευτικό τούτο σπήλαιο, και να σημειώσουμε
ότι χρησιμοποιήθηκε από την εγκατάσταση του σ’ αυτό μετά τη φυγή του από την
Πάτμο, μέχρι το θάνατό του. Δηλαδή: “πιθανώς εν έτει 1102, κατά τον Μπελλάρα,
μέχρι το 1111, που πέθανε. Βεβαίως αν λάβουμε υπόψη μας το χρόνο θανάτου, που
αναφέρεται σε άλλες πηγές, δηλ. το 1101, τότε θα πρέπει η εγκατάστασή του στην
Εύβοια να έγινε νωρίτερα από το 1102, που αναφέρει ο Μπελλάρας, δεδομένου
μάλιστα ότι ο Ευάγ. Ρούσσο ς αναγράφει σαν χρονολογία θανάτου του τις 19
Μαρτίου 1093. Τωρινή έρευνα μου μεταξύ εκκλησιαστικών παραγόντων και σύμφωνα με
στοιχεία, που μου αναφέρανε, ο Άγιος Χριστόδουλος πέθανε το 1111.
Η έρευνα, μελέτη και αποτύπωση έγινε στις 1 Σεπτεμβρίου
1968, 20 Ιουνίου 1975, 26 Μαρτίου 1977 και 17 Ιουνίου 1978.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου