ΓΕΦΥΡΑ

eviahistοry.gr

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2020

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΟΥ




Ο Γιώργος Λάμπρου γεννήθηκε στην Σκύρο το 1946. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, στο εργαστήρι γλυπτικής του Γιάννη Παππά. Αποφοίτησε  το 1969. Τιμήθηκε με δύο πρώτους  επαίνους για το γυμνό νυκτός, καθώς και με τρείς επαίνους γλυπτικής.

Ατομικές Εκθέσεις

1970:   Στην αίθουσα τέχνης του Κέντρου Τεχνολογικών  Εφαρμογών.
1972:   Στην αίθουσα τέχνης «Νέες Μορφές»
1973:   Διοργάνωση του καλλιτεχνικού πνευματικού κέντρου «Ώρα» σε αίθουσα
κινηματογράφου Στούντιο
1977:   Στην αίθουσα τέχνης «Πολύπλανο»
1977:   Στο «Ξενία της Σκύρου»
1984:   Στην αίθουσα τέχνης «Νέες Μορφές»
1989:   Στο Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων
1992:   Στον Ελληνογαλλικό Σύνδεσμο
1994:   Στην πολιτιστική εταιρεία «Πανόραμα» 26 χρόνια δημιουργικής τέχνης
            Στην αίθουσα θεάτρου Δημοτικού Σχολείου Σκύρου 17 Ιουλίου – 20 Αυγούστου
1997:   Στο θέατρο Κολλεγίου Αθηνών στο Π. Ψυχικό
1999:   Δημοτική Πινακοθήκη Μήθυμνος
2007:   Πνευματικό Κέντρο Δ. Σκύηρου

Ομαδικές Εκθέσεις

1987,1971,1976:         Στις Πανελλήνιες Εκθέσεις του Ζαππείου
1967:   Στην Ελληνοαμερικάνικη Ένωση.
1987:   Στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών
1969:   Έκθεση Σπουδαστών στην Α.Σ.Κ.Ι¨.
1970:   Στην Ελληνοαμερικάνικη Ένωση, έκθεση Ευβοέων καλλιτεχνών.
1973:   Στην αίθουσα τέχνης Αθηνών στο Χίλτον.
1974:   Στις «Νέες Μορφές»
1976:   Στην αίθουσα  τέχνης  του    Πνευματικού   Κέντρου του Δήμου Αθηναίων (έκθεση
Ευβοέων καλλιτεχνών, διοργάνωση της Εταιρείας Ευβοϊκών Σπουδών)
1976:   Στις εκδηλώσεις Ουνέσκο
1977:   Έκθεση του Ιταλικού Ιδρύματος «Er Mitsani»  με 20 Έλληνες και 20 Ιταλούς
καλλιτέχνες.
1977:   Στην 1η Διεθνή Έκθεση «Νέα Γλυπτική 1877» στο Σκιρώνιο.
1977:   F.I.A.C ’77, Grand Puisit, Parie.
1977:   Έφτιαξε το μνημείο «Ήρωες  Πολυτεχνείου» στο Δήμο Αργυρούπολης
1978:   «Γλυπτική 1978» στο Δήμο Φιλοθέης.
1979:   Στη 2η Διεθνή Έκθεση «Νέα Γλυπτική 1979» στο Σκιρώνιο.
1979:   «Γλυπτική  1979» στο Δήμο Παλαιού Φαλήρου
1979:   Έκθεση του Συλλόγου Γλυπτών στο Ωδείου Αθηνών και  σε όλες τις εκδηλώσεις
            του Συλλόγου
1980:   Έκθεση του Δήμου Ηρακλείου Κρήτης
1981:   Έκθεση του Συλλόγου Γλυπτών στο Ωδείο Αθηνών
1981:   «Δημήτρια» του Δήμου Θεσσαλονίκης
1983:   Έκθεση του Συλλόγου Γλυπτών στο Ωδείο Αθηνών.
1983:   Έκθεση του Συλλόγου Γλυπτών στην επαρχία
1983:   Έκθεση στο Σκιρώνιο.
1984:   Έκθεση στον Εθνικό Κήπο Αθηνών  - 150 χρόνια  πρωτεύουσα
1987:   Πανελλήνια Έκθεση στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς
2006:   Γλυπτοθήκη Εθνικής Πινακοθήκης – Κατεχάκη από 27/6/06


                        Για την καλλιτεχνική δημιουργία του Γιώργου Λάμπρου έχουν γράφει πολλοί Έλληνες κριτικοί.

«Τον κατάλογο «Γλυπτική Γιώργος Λάμπρου» Αθήνα 1991,προλογίζει ο ακαδημαϊκός Χρύσανθος Χρήστου, Ιστορικός Τέχνης.

«Ο Γιώργος Λάμπρου μπορεί να θεωρηθεί σαν μία από τις πιο ιδιότυπες και προσωπικές φυσιογνωμίες της καλλιτεχνικής μας σκηνής. Εξαιρετικός σχεδιαστής, προσωπικός ζωγράφος και περισσότερο από όλα γλύπτης γνήσιος, δίνει με εκπληκτικό τρόπο πρόσωπο στα εσωτερικά βιώματα, και τις εξωτερικές συναντήσεις του, τη ζωή του και τον κόσμο μας».

«Ελένη Βακαλό. Εφημερίδα, «ΤΑ ΝΕΑ», 27/5/72
«Στη δουλειά του Λάμπρου τα σήματα γραφής γίνονται μηνύματα του ανείπωτου της ψυχής μας. Αποτελούν επικλήσεις για συνεννόηση».
«Αλέξανδρος Ξύδης, από τον κατάλογο  της έκθεσης του 1984 στις «Νέες Μορφές».
«Τα λόγια  δεν τα χρειάζεται ο Λάμπρου. Μιλάν γι’ αυτόν τα έργα του. ας προσέξουμε σ’ αυτόν τον κόσμο όπου τα λόγια συχνά περισσεύουν.

«Βεατρίκη Σπηλιάδη, Εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ», 7/2/1987. Χαρακτηριστική της μεγάλης ικανότητας και εκφραστικής αποτελεσματικότητας του καλλιτέχνη είναι η ενιαία γραφή και το απλό ύφος των γλυπτών  του. εκεί που σε κάποιον άλλο η ύλη θα βάραινε ασφυκτικά, σ’ αυτόν αποκτά μια οξύτατη ένταση.

-   Μαρία Μαραγκού, Εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ», 8/2/84.
« Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς, ποιος ο λόγος των γραφόμενων για ένα έργο τόσο δυνατό, όσο και προσωπικό, εκφρασμένο με τα μέσα της γλυπτικής. Ακριβώς για τη δύναμη αυτού ου έργου, τα βιώματα του καλλιτέχνη, που περιγράφει ο χαλκός με την καθαρά πρώτη ματιά του Λάμπρου, δύναμη που έρχεται σε αντίθεση με τα όσα η σιωπή της κοινωνίας έχει επιβάλει  στον καλλιτέχνη, αλλα και η ίδια η πολιτεία, που δηλώνει συμπάθεια προς τους καλλιτέχνες, ια να τους ξεχωρίσει τελικά».

-   Μάνος Στεφανίδης, περιοδικό «ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ», τ. 27, Μάρτης 1984.
«Ο Λάμπρου παρουσίασε πρόσφατα την τελευταία δουλειά του στην αίθουσα «Νέες Μορφές», προωθώντας σε φόρμες συμπαγέστερες και με δομή αδρότερη τον παλαιότερο προβληματισμό του πάνω στο θέμα της ανθρώπινης επικοινωνίας, των κωδίκων επικοινωνίας, του μηνύματος απλά, αλλα και της σημαντικής που το μήνυμα εμπεριέχει».

-Β. Δημητρέας, Ιούνιος 1989. Από τον κατάλογο της Έκθεσης στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, Ακαδημίας 50, Νοέμβριος 1989.Σήμερα είναι Διευθυντής Καλών Τεχνών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
- Η γλυπτική του Γιώργου Λάμπρου είναι πρωτογενής, απλή και δυνατή. Καταφέρνει να ενσωματώνει και προηγούμενες καλλιτεχνικές εμπειρίες και πλαστικές λύσεις, κάτι που δεν είναι πάντα αυτονόητο, και έτσι γίνεται πολυσύστατη αλλά χωρίς να γίνεται φλύαρη. Ο Γ. Λάμπρου δεν προσπαθεί να ευθυγραμμιστεί απλά με τους νεωτερικούς συρμούς  της σύγχρονης τέχνης, αλλά ούτε απορρίπτει αβασάνιστα και άκριτα τις ανανεωτικές προσπάθειες και τα επιτεύγματά της».

- Γιάννης Παπαδάκης, Προλόγισε την έκθεση στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, 2 Νοεμβρίου 1989.  σήμερα είναι πρύτανης της Α.Σ.Κ.Τ.
«Η γλυπτική  του Γιώργου Λάμπρου είναι δυναμική, ισορροπημένη, με σύνθεση και κίνηση. Καταλαμβάνει το χώρο, λειτουργεί στις τρείς διαστάσεις συνθετικά. Η εσωτερική του δύναμη καλύπτει τις εξωτερικές εντυπώσεις σε μια αρμονία συνόλου»

- Αθηνά Σχινά, περιοδικό « Η ΕΠΟΧΗ» , 26/11/89.
«Οι πλαστικές λύσεις που δίνει, είναι εκφραστικά πυκνές και σαφείς, καθώς αντιμετωπίζει το αδιαπέραστο τείχος που έχει ορθώσει η ανωνυμία και η μαζικοποίηση της σύγχρονης κοινωνίας».













ΠΡΟΛΟΓΙΣΜΑ



            Η Αλίκη Λάμπρου, πολύ γνωστή  για την αγάπη και τον ζηλωτισμό της προ τη Σκύρο , δεν μας αιφνιδιάζει με την παρούσα έκδοση. Θα λέγαμε μάλιστα  πως ήταν αναμενόμενη, από τη στιγμή που η ίδια υπηρετεί τα γράμματα και τις τέχνες  του τόπου αυτού επι σειράν ετών. Αυτό, ωστόσο, το οποίο μας εκπλήσσει  υπερβολικά είναι το εύρος της θεματογραφίας που επέλεξε και το οποίο καλύπτει αυτούσιο σχεδόν το εθιμικό πολιτισμό του νησιού. Έτσι, με τη δική του φυσιογνωμία, το παρόν βιβλίο έρχεται να συμπληρώσει όσα πολύτιμα η κυρία Λάμπρου μας είχε μεταδώσει με τη μελέτη της Οι σκυριανές φορεσιές (Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Ναύπλιο, 1994, σσ. 208). Ολόκληρη η εισαγωγή του αναφέρεται στον τρόπο, με τον οποίο, από καταβολής χρόνων, ο σκυριανός λαός συνηθίζει να συμπεριφέρεται στη γιορτή και τη σχόλη του. οι συναλλαγές, οι καθημερινές ασχολίες, τα πανηγύρια, καθώς  και το γενικότερο φιλοκαλικό γούστο  των κατοίκων περιγράφονται  και σχολιάζονται με μεράκι από τη συγγραφέα μέσα  στα περιορισμένα όρια της μελέτης.
            Ο κύριος όμως και σημαντικότερος όγκος του τόμου αυτού είναι αφιερωμένος στα σκυριανά τραγούδια. Εδώ έχει γίνει κυριολεκτικά κάτι το ανεπανάληπτο. Τα τραγούδια είναι καταγραμμένα σ’ όλη τους την πληρότητα. Παρουσιάζονται τα λόγια, ο σκοπός, το είδος, η σημαντική και η όποια επαρκής πληροφόρηση  διαθέτουμε γι’ αυτά. Πέρα απ’ τους τραγουδοποιούς,  τους ποιητές και τους αφηγητές, διαβάζουμε και για την απώτατη καταγωγή των τραγουδιών αυτών. Ο αναγνώστης εξοικειώνεται, με άλλα λόγια, με τη σάτιρα, τον ρομαντισμό, τη χαρά και τη λύπη που πάλαι ποτέ ήσαν τα κυρίαρχα βιώματα της κλειστής κοινωνίας της Σκύρου. Μαθαίνει επίσης ότι ο τραγουδιστικός σκοπός, με όποιο ρυθμό ή περιεχόμενο, ήταν η ανάσα κάθε Σκυριανού ή, αλλιώς, το σήμα κατατεθέν οποιασδήποτε δραστηριότητάς του. ο πλούσιος από πάσης απόψεως δίσκος ακτίνας (cd) και τα ενδεικτικά βιογραφικά στοιχεία των οργανοπαιχτών μας φέρνουν κοντύτερα στην αυθεντικότητα μιας ατμόσφαιρας, στην οποία αναμφίβολα όλοι θα επιθυμούσαμε να είχαμε ζήσει.
            Η έκδοση σηματοδοτεί  τη γενέθλια ημέρα όλων των γηγενών και φίλων της Σκύρου. Η Αλίκη Λάμπρου, για μια ακόμη φορά, πασχίζει να υπερβεί την πεζότητα και την ρηχότητα των ημερών και να μας λυτρώσει από το τετριμμένο. Είναι η πρέσβειρα ανάμεσα στο αδυσώπητα καταναλωτικό και στην παραμυθία που, όπως μας υπενθυμίζει, δεν έχει πάψει να υπάρχει. Ταυτόχρονα υπαινίσσεται ότι ο σημερινός βίος μας,  με τη συνεχή αυθάδεια για πνευματική ευτέλεια που τον διακρίνει, θα καταστεί σίγουρα αβίωτος, εάν η αγαθότητα της ψυχής δεν εκφραστεί μέσω της μουσικότητας. Στη μουσικότητα αυτή του νησιού καταγωγής της, η συγγραφέας μας κοινωνεί με τον απλούστερο, όσο και μεγαλειώδη δυνατό τρόπο, κατεβάζοντας μας στα θρανία, για να μη μαθητεύσουμε και πάλι σε μια σπάνια αισθητική μέθεξη!

Πέτρος Φαραντάκης
                                  δ.φ. συνεργάτης σε προγράμματα ερευνών
             του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών
                     (Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών)





























ΕΙΣΑΓΩΓΗ


Γεωγραφικά, ιστορικά και πολιτιστικά στοιχεία


Η Σκύρος του 1834

Ποίημα του Φιλικού Μανουήλ Βενάρδου (Ξεν. Αντωνιάδης, Σκυριανά Ανάλεκτα)
Μια μικρά κωμόπολις είναι όλη η χώρα
σπίτια τετρακόσια είκοσι έχει τώρα.
Εις ενός βράχου κορυφήν η χώρ’ αυτή ασπρίζει,
ένα λευκόν δε κάλυμμα του βράχου σχηματίζει.
Δεκαεννέα τον αριθμόν έχει η νήσος μάνδρας,
μελαχρινού δε χρώματος όλους, γυναικάς κι άνδρας.
Μεσαίου αναστήματος,  ισχνούς και καλοφώνους,
επιμελείς, οξύνοας, ταχείς και φιλοπόνους.
Ορσύτην τον ελληνικόν οι κάτοικοι χορεύουν,
ελληνικήν δε ομιλούν, χωρίς να την νοθεύουν,
εκτός των ιδιωτισμών, παραφθοράς του τόπου,
τους δε καρπούς συνάζουσσι μετά μεγάλου κόπου.
Μίαν, δύο, τρείς, τέσσερας, πεντε και έξι ώρας,
οι αμπελώνες και αγροί απέχουσι της χώρας.
Εκεί δε πορευόμενοι σπενροτρυγοθερίζουν,
στην χώραν μεταφέροντες πατούν και αλωνίζουν.
Έπειτα τους καρπούς αυτών στο Κάστρον ανεβάζουν,
και εις τας αποθήκας των, ως είπομεν, τους βάζουν.
Όταν δε πάλιν τους πωλούν, όπου το πλοίον εύρουν,
τρείς ώρας ή και τέσσερας, εκεί τους μεταφέρουν.
Τροφήν λιτήν και πενιχράν όλοι της νήσου έχουν,
κουκιά δυο - τρία  μόδια εις κάθε οίκον βρέχουν.
Και τρείς ημέρας στο νερόν αφού σταθούν, τα βγάζουν,
κι ολίγα  καθημερινώς από εκείνα βράζουν.
Την φάβαν δ’ ως κοινήν τροφήν της νήσου έχουν όλοι,
αυτήν μεταχειρίζονται καθημερινήν και σχόλη.
Νερόν δε αξιόλογον, εν τέταρτον της ώρας,
Φέρουσιν αι γυναίκες των κάτω μακράν της χώρας.
Όλ’ αι γυναίκες, λέγουσι, κρασιού, ρακιού απέχουν,
πέντε  μόνον ονόματα εν γένει όλαι έχουν.
Μαριάς, Καλής, Αμέρισας, Άννας και Ευφροσύνης,
Μετέχουσιν ολίγον τι και της φιλοφροσύνης.
Λείψανα αρχαιότητος δεν είδα άλλου είδους,
ειμή ερείπια τειχών, καθέδρας Λυκομήδους.
Εξάγουσιν, ως περιττά, τυρί,  μαλλί, ριζάρι,
φάβαν, κρασί, κρομμύδια, μετάξι και κριθάρι.






















Το χωριό και οι εκκλησίες του


            Η μικρή πλατεία, το Μεϊντάνι της Σαρούς, και η Μεγάλη Στράτα ήταν η καρδιά του Χωριού, όπου διέμεναν οι αρχόντοι κι αυτοί που διοικούσαν το νησί μαζί με τον Τούρκο καδή και τον επίσκοπο. Εκεί ήταν και το μπεϊλίδικο σπίτι. Τα «δώδεκα σκαμνιά» που κάθονταν στης Σαρούς ή κοντά σ’ αυτήν κανόνιζαν σαν τοποτητηρές την τύχη του νησιού μέχρι το 1824.
Εδώ το λένε στης Σαρούς το μέγα μεϊντάνι
 που βγαίνουν οι αρχόντισσες και κάνουνε σιργιάνι.
τραγουδούνε και σήμερα οι Ξαθ’λιάνοι.

            Οι εκκλησιές μέσα στο Χωριό κάποτε ήταν ενορίες, όπως η «Λεμονήτρια (Ελεημονήτρια, 1680), η Αγιανάννα (Αγ. Άννα), στον κεντρικό δρόμο της γειτονιάς που έχει το όνομά της η Αγιά – Τριάδα του Μπόριου, με θαυμάσιες τοιχογραφίες. Στην αρχοντογειτονιά, στο Μεϊντάνι τσ’ Σαρούς, βρίσκονται η Παναγιά η Κ’τσού6 (1560), που γιορτάζει στις 21 Νοεμβρίου, ο Άη – Στράτης κι η Τσαραψωμού, από τις παλαιότερες εκκλησίες, κοντά στσι Δυο φούρνοι. Ο Χριστός τ’ Μίγα είναι στην καρδιά του χωριού κι ο Άη – Γιάννης στα Κοχύλια, που  διασώζει το παλιό τέμπλο και το θρόνο της Επισκοπής, λειτουργεί και σήμερα ως ενορία.


Το σκυριανό σπίτι

            Σαν αντικρίσουμε το Χωριό,  θα δούμε τα κάτασπρα μικρά σπιτάκια σκαρφαλωμένα το’ να πάνω στ’ άλλο τριγύρω στο Κάστρο, για το φόβο από τους πειρατές, που αλώνιζαν κάποτε το Αιγαίο, Έλληνες, Σαρακηνούς και Μπαρμπερίνους (Τυνήσιους κι Αλγερινούς). Το σχήμα των σπιτιών είναι ορθογώνιο διαφόρων διαστάσεων (συνήθως 4Χ6μ.), με ελάχιστα παράθυρα. Έχουν σκεπάση από κοντάρια που στερεώνονται στο κεντρικό και κάθετο προς αυτά, το κορφάρι, ένα πολύ χοντρό ξύλο ή σίδερο, που στηριζόταν στην πύλα, την κολώνα από πουριά (Εμμ. Βαμβακερίδης). Πάνω απ’ τα κοντάρια τοποθετούν καθαρισμένα καλάμια μέτρια σε πάχος.  Τα δένουν μεταξύ τους με σπάγγο και καλαμώνουν τη σκέπαση. Ο ιδιοκτήτης χάριζε κόκκινα μαντήλια στους μαστόρους και τα κρεμούσαν πάνω σε καλάμι. Παλιότερα, αντί για καλάμια, είχα τα λαβίδια, κέδρινες βέργες. Πάνω απ’ τα λαβίδια έβαζαν το σαμάτσι, άπηχτα λεπτά καλάμια με τα φύλλα τους. Από πάνω μπαίνει ο κομός, φύκια λεπτά και μακριά, και έπειτα πατητό μελάγγι, αργιλώδες χώμα σε χρώμα γερανιό, κοπανισμένο με το κόπανο. Υπερύψωναν λίγο,  με κλίση προς τα μέσα, το τελείωμα του λιακού (ταράτσας) και έκαναν τη ριγλωσσιά και τον ρίχτη (υδρορροή).
            Στο πέτρινο σπίτι, συνήθως οι γωνιές και τα πορτοπαράθυρα χτίζονταν με πουριά, πωρόλιους. Στον τοίχο μέσα τοποθετούσαν οριζόντια κοντάρια, τα χατίλια, από κέδρο. Τα ίδια έβαζαν και πάνω από παράθυρα και πόρτες. Το δωμάτιο, ο νοντάς, το μικρό σπίτι, το σπ’τάτσι, το μεγάλο, η σπ’τάρα, η σπ’ταρίνα και η σπ’τούκλα, το  ακόμα πιο μεγάλο (Εμμ. Βαβακερίδης).
            Το σπίτι είναι ένα δωμάτιο με τρείς χώρους, ουσιαστικά ένας ενιαίος χώρος με ξύλινο πατάρι στη στενή του μεριά.  Το πάνω μέρος του παταριού λέγεται σ’φάς και το κάτω αποκρέβατες. Το ξύλινο χώρισμα του παταριού από το υπόλοιπο δωμάτιο λέγεται μπουλμές. Στο σ’φά κοιμόντουσαν τα παιδιά στρωματσάδα  κι εκεί υπάρχουν τα μπαούλα με το ρουχισμό του σπιτιού. Το δάπεδο, είναι πετσωμένο με τάβλες ή σερμένο με  κοκκινόχρωμα και από πανω χοντρή άμμο.
            Το κυρίως δωμάτιο είναι ο νοντάς (οντάς), στη γωνιά είναι η φ’γού, δηλ. το τζάκι με δυο - τρία ράφια. Το πρώτο είναι χτιστό και λέγεται ασκατζίδι ή ασκατζάκαι τα άλλα ξύλινα ασκατζίδια. Η καμάρα της φ’γούς λέγεται τα καπάνια και οι εσωτερικές γωνιές δεξιά κι αριστερά τα παράβ’ζα. Από το ξύλινο ράφι της φ’γούς στα 2μ., ξεκινούν δεξιά και αριστερά τα ράφια του δωματίου, στολισμένα με κάθε λογής πιατικά, και ανάμεσά τους οι στύλοι, όπου μπαίνουν βάζα και κούπες προύμ’τα, δυο – τρείς μαζί,πάντα μπρος από τα πιάτα, σαν κανόνα απαράβατος.
            Στο στόλισμα του ραφιού δεν παίζουν ρόλο τόσο τα χρώματα των πιάτων, όσο οι ενότητες π.χ. η αγαλίπα, η σφραϊδα, το πολύ του σχοίνου. Ο σταμουστάτης είναι έντοιχισμένο ντουλάπι κοντά στην πόρτα, με δυο θέσεις για σταμνιά με νερό. Από πάνω υπάρχει ντουλαπάκι για τα χρειαζούμενα του τραταρίσματος. Μπορεί να είναι και κάτω απ’ τη σκάλα του σ’φά ο σταμουστάτης, όταν έχει θέσει  για ένα σκαμνί.  Τότε στη βάση υπήρχε πλάκα Πηλίου, για να μη βρέχονται τα σανίδια και για να πλένουν και τη βαβάθα που έτρωγαν. Υπήρχαν επίσης η κρεβατσούλα και τα σκαμνιά για να κάθονται. 
            Τ’ αρχοντόσπιτα  είχαν πολυτέλειες, όπως νεροχύτες (έχυναν τα νερά τους με τον τενεκέ στα Παγιά ή στην Καμαντού), κασέλες και μαρνέρες σκαλιστές, γεμάτες με κάθε λογής πολύτιμα στρωσίδια: σεντόνια κεντητά, προσκεφαλάδες με σχέδια δανεισμένα από το φυτικό και ζωικό κόσμο, με λουλουδισμένα κλαδιά, ανάκατα με ανθρώπινες και άλλες χαρούμενες φιγούρες, όπως το πετ’νέα και τα καράβια  με τα πανιά, μοναδικά στο είδος  τους, ίσως τα καλύτερα παγκοσμίως. Ήταν κεντημένα με θαυμάσια πολύχρωμα μετάξια και βελονιές που βλέπομε σε επιταφίους και χρυσοκέντητα  άμφια, βελονιές που ανάγονται ακόμα και στο 16ο αιώνα.


























Ο Μανόλαρες

Κρύος αγέρας με βαρεί στεριάς τσαι του πελάου
Μάθανε την αγάπη μας τα’ όσο μπορείς, φυλάου.
Μανόλαρε, Μανόλαρε,
πήρ’ ο βοριάς τσαι μόλαρε.

Κρύος αγέρας με βαρεί στεριάς τσαι της θαλάσσης,
Τα λόγια που μιλήσαμε, ποτέ σου μην ξεχάσεις.
Μανόλαρε, βρε Μανολιό,
πρίμο τεν έχεις τον τσαιρό.

Όρτσα να πάου, πνί’ομαι, γεμάτα δε γλιτώνου
τσαι να το ρίξου στην στεριά, πάλι το μετανιώνου.
Ορτσάρησε, ορτσάρησε,
στον Πάσαλε φουντάρησε.

Γίνου, πουλί μου, θάλασσα  τσαι ‘γω το ακρογιάλι,
τα κύματά σου να χτυπούν στην εδιτσή μ’ αγκάλη.
Έλα με τη μαϊστρα σου,
με τρέλαν’ η χωρίστρα σου.

Από σταβέντου έρχεται ένα τραχαντηράκι,
κακός βοριάς το πόδισε κι ήρθε στο Μπασαλάκι.

Αντίκρυ μ’ είναι ο γιαλός, αντίκρυ μου κι η άμμο,
Αντίκρυ μ’κι η αγάπη μου, μα τι μπορώ να κάνω.
Ορτσάρησε, ορτσάρησε,
έλα,στεριά φουντάρησε.

Η θάλασσα με γέλασε, μα ‘γώ την καμαρώνω
κι όταν θα φύγω απ’ αυτή, τρέχω και δε μερώνω.
Έλα με το πλωριό πανί
και πάρε με,  την αρφανή.

Θυμάσαι  που ‘κανε σεισμό τσ’ η Πισκοπή γκρεμίστη
τσ’ ο νος μου απ’ το τσεφάλι μου τότες εδιασκορπίστη.
Μανόλαρε, Μανόλαρε,
πήρ’ ο βοριάς τσαι μολάρε.

Δίστιχα που ταιριάζουν στο σκοπό του Μανόλαρε, από το βιβλίο Σκύρος της Ν.  ……………..

Καθώς πετάει η θάλασσα, τα τσύματα στην άμμο,
έτσι με πέταξες τσαι σου, μα ‘ντα μπορού να κάμω.
Έλα με την αντένα σου
και μ’ έφαγε η έννοια σου.

Καρσί στα παρεθύρια σου θα χτίσου τον οντά μου
τσ’α’ σε μαλώσει η μάνα σου, φύε τσ’ έλα κοντά μου.

Μικρ’ αστρουλάκι τ’ ουρανού, κατέβα, κάνε κρίση,
ο νέος  που μ’ αγάπαγε, γυρεύει να μ’ αφήσει.

Όντες στερέψει η θάλασσα τσαι βγούν τα ψάρια όξου,
τότες τσαι ‘γω από λό’ου σου το θάρρος μου θα κόψου.

Ο πεύκος βγαίνει στο βουνό τσ’  η λυγαριά στην άμμο,
επλήθυν’ η γι-αγάπη μου τσαι ζάφτι δεν την κάνου.

Ούλοι κακό μου θέλουνε, οι πέτες τσαι τα ξύλα
τσ’ αν ακουμπήσου σε δεντρί,  μαραίνονται τα φύλλα.

Στο παραθύρι πρόβαλε, να λάψει η γι-αυλή σου,
εξήντα δύο βενέτικα  αξίζει το κορμί  σου.



Η Σκύρος είν’ ωραία

Η Σκύρος είν’ ωραία, (τρις) είν’ όμορφο νησί,
είν’ άσπρη σαν τον κρίνο, (τρις) σε θέση ζηλευτή.
Τριαλαλά, τριαλαλά, λαλαλά.

Αναθεματισμένη και τσαναμπέτισσα,
κρασί, ρακί, δεν ήπια, σ’ είδα και μέθυσα.

Έλα να φιληθούμε σαν τ’ άγρια πουλιά,
που σμίγουν στα κλαδάκια κι αλλάζουνε φιλιά.

Εσύ ‘σαι το σταφύλι κι εγώ το τσάμπουρο,
φίλα με συ στ’ αχείλι κι εγώ στο μάγουλο.

Εσύ ‘σαι ένας ήλιος,φεγγάρι λαμπερό,
μου θάμπωσες το φως μου και δεν μπορώ να δώ.

Εσύ ‘σουν η αιτία που μέλλει να χαθώ
και τον απάνω κόσμο να τον απαρνηθώ.

Εσύ ‘σαι το κυδώνι κι εγώ η κυδωνιά,
δεν κάνει να παρθούμε,  γιατ’ είμαστε γενιά.

Πέτα πουλί μου, πέτα, κι εγώ το χαίρομαι,
μην πάει και βάλει ο νούς σου πως το πικραίνομαι.

Ανάθεμά σε, ύπνε, που μ’ αποκοίμησες,
πέρασε το πουλί μου και δε με ξύπνησες.

Ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται
και μένα το πουλί μου δε συμμαζώνεται.

Τα δυο σου μαύρα μάτια κι ο άσπρος σου λαιμός
με κάμαν τον καμένο να περπατώ τρελός.

Καράβι, καραβάκι, που πας γιαλό – γιαλό,
με γαλανή σημαία και με χρυσό σταυρό.

Καράβι, καραβάκι, που πας γιαλό – γιαλό,
αν είσαι για τη Σκύρο, στάσου να ‘ρθω κι εγώ.

           






















Η μαυρομάτα η Μαριγώ

Η μαυρομάτα η Μαριγώ κάθεται στο πουρνάρι
και με το κόκκινο μαλλί πλέκει φαρδύ ζωνάρι.
Τρείς ώρες καρτερούσα στον λόγγο να φανεί,
μήπως περάσ’ η αγάπη μου εκείθε και διαβεί.
Ώρα καλή σου λυγερή, ώρα καλή σου κόρη,
για ποιόν το πλέκεις το φαρδύ το κόκκινο ζωνάρι;
Για σε, λεβέντη, το ‘πλεκα, για σένα με καμάρι,
μαζί με το χρυσόνερο πως θα ‘ρθεις να με πάρεις
Γίνου βασιλοπαίδι κι εγώ σκλαβάκι σου,
πάρε με να σου στρώνω το κρεβατάκι σου.

                Άννα  και Γιώργης Φτούλης



















ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ


            Γεννήθηκα στη Σκύρο, στο Μπόριο, στο πατρικό σπίτι του πατέρα μου, δίπλα στην Αγία Τριάδα, στις 13 του Φλεβάρη 1935. Γονείς μου  ήταν ο Κίμων και η Πίτσα Λάμπρου. Είμαι το πρώτο παιδί της οικογένειας. Τα άλλα δύο αδέλφια μου, ο Νίκος και ο Γιώργος, γεννήθηκαν αντίστοιχα το 1938 και το 1946 στο σπίτι του γιαλού, στα Μαγαζά.
            Τελείωσα το δημοτικό στη Σκύρο και μέχρι την εβδόμη Γυμνασίου πήγαινα στο Γυμνάσιο Κύμης, αλλά αποφοίτησα από το 3ο Γυμνάσιο Θηλέων Γαργαρέττας, γιατί μετακομίσαμε στο Νέο Κόσμο.
1954-1959. Φοίτησα στην Πάντειο
1955-1959. Δούλεψα ως υπάλληλος στο ΓΕΝ (Υπουργείο Ναυτικών).
1959-1965. Ήμουν μόνιμη χορεύτρια στο θέατρο Δόρα Στράτου.
1961-1962.Συνεργάστηκα με την αείμνηστη Αγγελική Χατζημιχάλη για τη συμπλήρωση του βιβλίου της σχετικά με τη Σκύρο.
1960-1985. Εργάστηκα στο ΤΣΕΜΕΔΕ
1962.         Στις 15 Μαΐου πεθαίνει ο αδερφός  μου Νίκος.
1966.         Δεν χορεύω και αρχίζω την καταγραφή σκυριανών τραγουδιών.
1974.         Τραγουδούμε στο ραδιόφωνο για πρώτη φορά.
1976.         Στήνεται σε εκπομπή της ΕΡΤ σκυριανό σπίτι. Ντύνονται γέροι, κορέλες και άλλοι με τις λοιπές φορεσιές. Ο Παναγιώτης Μυλωνάς ήταν υπεύθυνος της τηλεοπτικής εκπομπής. Μετά την προβολή, ενθουσιάστηκαν πολλοί Σκυριανοί της Αθήνας και πήγαν για πρώτη φορά τις Απόκριες στη Σκύρο! Η εκδήλωση έγινε μέσω του Συλλόγου Σκυριανών, όπου ήμουν έφορος.
1976.         Μια απ’ τις τρείς ομάδες που εκπροσώπησαν την Ελλάδα στις εκδηλώσεις, για τα 200 χρόνια της ανεξαρτησίας της Αμερικής προσκαλεσμένοι απ’ το Ινστιτούτο Σμιθσόνιαν ήταν και η σκυριανή , που ήμουν η υπεύθυνη.
1976.         Με προσωπική προσφορά της μητέρας μου, φτιάξαμε 22 σκυριανές φορεσιές για το Σύλλογο Σκυριανών χωρίς προσωπική αμοιβή.
1978.         Από το Σύλλογο των Σκυριανών κυκλοφόρησε η πρώτη κασέτα με σκυριανά τραγούδια, σε ηχογραφήσεις δικές μου και του Σίμωνος Καρά.
1985.         Βοηθώ τη Φεβρωνία  Ρεβύνθη  που με το συνεργείο της ΕΡΤ  ηχογραφεί το Μάιο τραγούδια και ό,τι αφορά στο λαϊκό πολιτισμό της Σκύρου.
1985.         Με δική μου πρωτοβουλία έγινε αφιέρωμα στη Σκύρο στην εκπομπή  «Το αλάτι της γής» με το Λάμπρο Λιάβα και «Αιγαίο, ρίζα και διάρκεια» με τον Ματθαίο Μουντέ.
1988.         Σκυριανό γλέντι και χορός διοργανώνεται στο Σπίτι του Συλλόγου Σκυριανών της Αθήνας, για την εκπομπή της ΕΡΤ «Μουσικοί Δρόμοι» με τη Δόμνα Σαμίου και το Λάμπρο Λιάβα και σε πολλές ραδιοφωνικές εκπομπές της Φεβρωνίας  Ρεβύνθη και Εριέτας Παλιατσάρα, καθώς και στο σταθμό της Εκκλησίας της Ελλάδος μας με την Τζένη Σπυροπούλου.
1994.         Κυκλοφορεί το βιβλίο Οι σκυριανές φορεσιές, έκδοση του Πελοπονησσιακού Λαογραφικού Ιδρύματος.

Αλίκη Κίμ. Λάμπρου
Παραλία Σκύρου,                                                   Μαγαζά Κασομούλη 64, Ν. Κόσμος
Σκύρος 34070                                                        Αθήνα 11744
τηλ. 2222 0 91334 - φαξ 2222 093137                τηλ. 210 9014681- φάξ 210 9014681













Δεν υπάρχουν σχόλια: