ΓΕΦΥΡΑ

eviahistοry.gr

Τετάρτη 8 Νοεμβρίου 2017

Στο δρόμο των θυσιών και της δόξας


Στο δρόμο των θυσιών και της δόξας





Στο δείλι του 1820 και το απαύγασμα του ’21 αναβρασμός μέγας επικρατεί στους ελληνικούς επαναστατικούς κύκλους. Από τη μια υπάρχουν οι κύκλοι της αναβλητικότητας κι από την άλλη αυτοί της άμεσης δράσης, της οποίας η πυροδότηση ορίζεται για την 25η Μαρτίου 1821. Τα γεγονότα όμως τρέχουν κι ο Υψηλάντης υποχρεώνεται σε επίσπευση των συμφωνηθέντων ξεκινώντας τον Αγώνα από τα Πριγκιπάτα στις 22 Φεβρουαρίου του 1821,
στοχεύοντας έτσι στο άπλωμά του σ’ όλη τη Βαλκανική και στη δημιουργία ενός φιλελεύθερου, δημοκρατικού, υπερεθνικού κρατικού μορφώματος – ‘‘Από τη Μπόσνα έως την Αραπιά’’, όπως το οραματίστηκε πρώτος ο εθνομάρτυρας της Ελευθερίας των λαών Ρήγας Φεραίος Βελεστινλής – και το οποίο, θα έχει ως πρότυπο και οδηγό του τον ακτινοβόλο ελληνικό πολιτισμό των αιώνων.
Ήδη προτού η επαναστατική φλόγα φτάσει και εδώ στο Γριπονήσι (την Εύβοια), ο Νικόλαος Σολιώτης έχει προβεί στην πρώτη επαναστατική ενέργεια στην Πελοπόννησο (16 Μαρτίου 1821) χτυπώντας μια τούρκικη αποστολή φοροεισπρακτική αποστολή. Αμέσως μετά (18 Μαρτίου), απελευθερώνονται τα Καλάβρυτα και στις 23 Μαρτίου έχει πλέον δει το φως της ελευθερίας η Καλαμάτα, με πρωτεργάτη των γεγονότων το φλογερό και ατίθασο αρχιμανδρίτη Γρηγόριο Δικαίο Παπαφλέσσα. Έκτοτε, το ντόμινο των επαναστατικών γεγονότων απλώνεται ασυγκράτητο – μα με διαφορετική ένταση – σ’ όλες τις γειτονιές των υποδούλων ραγιάδων. Στην Εύβοια (ισχυρό κέντρο διοίκησης και στρατιωτικών δυνάμεων των Τούρκων, με δυο κάστρα – αυτό της
Χαλκίδας και το άλλο της Καρύστου – δυσπόρθητα λόγω οχύρωσης και εξοπλισμού, και με έναν πληθυσμό εξαθλιωμένο από τους απηνείς διωγμούς των σκληρών και βάρβαρων κατακτητών, με έλλειμμα πολεμικής εμπειρίας και προπαρασκευής, καθώς και ικανής ηγεσίας), τα γεγονότα αργούν κάπως να εκδηλωθούν. Σε τούτο συνετέλεσαν και: οι πρώτοι φόνοι Ελλήνων για εκφοβισμό (αποκεφαλισμός επτά βοσκών στην Αυλίδα και δολοφονία άλλων εννιά Χαλκιδέων), φυλάκιση προκρίτων και αφοπλισμός όσων ραγιάδων κατείχαν κάποιο είδος όπλου. (Απρίλης του 1821, 10 δεκαήμερο). Μάλιστα, η τούρκικη διοίκηση του νησιού έκανε σκέψη για ‘‘προληπτικό’’ αποκεφαλισμό όλων των ραγιάδων του τόπου μας... Τελικά, τα πρώτα επαναστατικά γεγονότα στο Γρηπονήσι θα συμβούν «Υπερμεσούντος του Μαΐου - όπως μας πληροφορεί ο επαναστάτης αρχιμανδρίτης Ναθαναήλ Ιωάννου – καθώς πρώτοι των Ευβοέων οι Λιμνιοί ησπάστηκαν τον υπέρ της Πατρίδος Ιερόν Αγώνα, συνεννοηθέντες μετά των Τρικεριωτών». Οι Λιμνιοί, λοιπόν, με την πλούσια ναυτική παράδοση, την ακμάζουσα οικονομία και την ανεπτυγμένη εθνική συνείδηση – στοιχεία που συναντάμε και στην άλλη ναυτοκόρη της Εύβοιας, την Κύμη, που και αυτή θα πρωτοστατήσει στη συνέχεια στον Ιερό Αγώνα στο νότιο τμήμα του νησιού – υψώνουν πρώτοι την επαναστατική σημαία και στη συνέχεια με τρικεριώτικα, μα και δικά τους πλοιάρια, παραλαμβάνουν από την απέναντι ακτή της Ρούμελης τον εξάδελφο του Οδυσσέα Ανδρούτσου Βερούση Μουτσανά με τα παλικάρια του και τραβούν προς το βορειότερο άκρο της
Εύβοιας. Εκεί, στην Ιστιαία, εφορμούν ενάντια στην τούρκικη φρουρά και την εξουδετερώνουν. Γοργά, το γλυκαγέρι της Λευτεριάς θα συμπαρασύρει - (υπό την ηγεσία του Μουτσανά) 2.000 περίπου χωρικούς, οι οποίοι εξοπλισμένοι «με ρόπαλα και γκλίτσες, δρέπανα και δικέλλες, σφεντόνες και σουγλιά, λίγα ντουφέκια και μαχαίρια» μα και με πολλή θέρμη κι ενθουσιασμό ασυγκράτητο – στο δρόμο του Χρέους και της Τιμής. Ετούτο, λοιπόν, το πολύχρωμο και πολύβουο ανθρωπομάνι, θα κινηθεί αστραπιαία προς Νότον για να βρεθεί μέσα σε λίγες ημέρες στις παρυφές της περιπόθητης νύμφης του Ευβοϊκού με τα περιλάληλα πλούτια της, μα και τους σκληρούς, πολύπειρους περί τα πολεμικά και εξόχως εξοπλισμένους Τούρκους κατακτητές… 22 Μαΐου 1821. Πρώτη επαναστατική ευβοϊκή προκήρυξη. Πρωτοσύγκελος Βαρλαάμ προς Τούρκους: «Αγάδες, ο από Θεού ορισμένος χρόνος της εξουσίας σας επέρασε. Δε θέλει να μας έχετε πλέον ραγιάδες (…) . Εμείς τη γη που μας πήρατε, ζητούμε να την πάρουμε πίσω και τίποτε άλλο.» 28 Μαΐου. Ο στολίσκος του Λιμνιώτη Κουτμάνη ναυλοχεί στη Λιανή Άμμο, Χαλκίδας περισφίγγοντας τον κλοιό της πόλης και από θάλασσα, αφού ήδη οι επαναστάτες υπό τους Βαρλαάμ, Τομαρά και Βαλτινό έχουν καταλάβει τον Κοπανά (Αγία Ελεούσα) και τη Βρωμούσα (Λιανή Άμμος) , ενώ ο Χαλκιάς το Βαθροβούνι. Οι πρώτες αψιμαχίες είναι νικηφόρες για τους Έλληνες. Οι Τούρκοι υποχωρούν και αναμένουν…
Σκίτσο: Γιώργος Παπαστάμος 
Άλλωστε, ‘‘ο φόβος φυλάει τα έρημα…’’ και συνάμα διαθέτουν δυο κάστρα κατάφορτα πολεμοφοδίων και κανονίων: εκατόν πενήντα το πέριξ της Αγίας Παρασκευής μα κατεδαφισθέν σήμερα και πενήντα ο Καράμπαμπας. Εκτός αυτού, το κεντρικό κάστρο περιβάλλεται εν μέρει από τον Εύριπο και εν μέρει από μία τάφρο «δυναμένην να κατακλυσθή υπό θαλασσίου ύδατος και να καταστήσει νησίδαν την πόλιν». Σ’ ετούτο το κάστρο, που ήταν η έδρα του πασαλικιού του Ευρίπου, στρατιωτικώς υπαγόταν ως το 1833 η Αθήνα και η Ακρόπολη, αλλά και σημαντικό μέρος της Ανατ. Στερεάς Ελλάδας. Οι κατακτητές, μάλιστα, το φρόντιζαν ιδιαιτέρως και το είχαν κατατάξει φρούριο Α΄ τάξεως ενώ της Ακρόπολης Β΄ τάξεως... Απερίσκεπτοι και άπειροι οι Έλληνες επαναστάτες θεωρούν πως ο Αγώνας τελείωσε!... Γι’ αυτό, το ρίχνουν στο μεθοκόπι και τη λαφυραγωγία της γύρω περιοχής. Πρωτεργάτης σε τούτα ο ‘‘Αρχηγός’’, ο μέθυσος Βερούσης Μουτσανά... Οι Τούρκοι παρακολουθούν και καιροφυλακτούν. Το δικό τους γλεντοκόπι θα έρθει τάχιστα, καθώς με τις χαντζάρες τους θα θερίζουν για ώρες αλύπητα τις θολές των μπαρμπάτσιδων (αποστατών) κεφαλές. Λίγες μέρες μετά. Βατώντας. Νέα πανωλεθρία των Ελλήνων του άφιλου και ανίκανου ηγετίσκου Βερούση Μουτσανά. Το γεγονός αφυπνίζει τους Λιμνιούς και ζητούν πλέον εναγωνίως από τον πρωτοκαπετάνιο της Ρούμελης Οδυσσέα Ανδρούτσο, (ο οποίος προ ημερών έχει μεγαλουργήσει στο Χάνι της Γραβιάς έχοντας δίπλα του ένα ατρόμητο Λιμνιό, λεβέντη, τον Αγγελή Νικολάου Τζουτζά ή Γωβιό), να τους στείλει αυτό το λαμπρό παλικάρι, ώστε να ηγηθεί του ευβοϊκού Αγώνα. Ο ερχομός του στα πάτρια, συνδυαζόμενος με την άφιξη του εξ Ευβοίας καταγόμενου Υδραίου ναυάρχου Αλεξάνδρου Κριεζή, θα δώσει άλλα φτερά στον Αγώνα και νίκες περιφανείς με κορυφαία αυτή των Βρυσακίων κατά του πολυνίκη ως τότε Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος κατατροπωμένος και καταφρονεμένος αναγκάζεται να ομολογήσει: «Εγώ επέρασα όλην την Ρούμελη με πόλεμον, μα τέτοιο τουφεκίδι δεν είδον πουθενά!» Εκεί, σ’ αυτή τη μάχη της 16ης Ιουλίου του 1821, θα αναδειχθεί και η στρατηγική φυσιογνωμία του μέχρι ψες σκληροτράχηλου βοσκού μα σήμερα μεθοδικού και ατρόμητου πολεμιστή Νικόλα Χαραχλιάνη ή Κριεζώτη. Εκτιμώντας, λοιπόν, ο Γοβιός την ανδρειοσύνη του Κριεζώτη και διαβλέποντας στο πρόσωπό του έναν άξιο ηγέτη, τον στέλνει - τρεις μήνες μετά - στην Νότια Εύβοια , απ’ όπου κατάγεται, για να ηγηθεί του Αγώνα της περιοχής. Ενός Αγώνα που ξεκίνησε με την ύψωση της επαναστατικής σημαίας στο λόφο Ίντζου της Κύμης στα τέλη Μαΐου του ’21, γεγονός που έκαμε τότε τον τρομερό Ομέρ πασά της Καρύστου να κινηθεί εναντίον της και να την καταστρέψει: πυρπολώντας, σφαγιάζοντας και αιχμαλωτίζοντας όσους δεν πρόλαβαν να καταφύγουν στα γύρω βουνά, πράγμα που συνέβη και αναρίθμητες άλλες φορές ως τη

μέρα της Λευτεριάς. Η άμεση αντίδραση του Γωβιού στις ενέργειες του Ομέρ ήταν να κινηθεί ταχέως εναντίον του, μα στη συμπλοκή που έγινε στο χωριό Λόκα της Κύμης, η έκβαση για τους Έλληνες ήταν ατυχής. Αργότερα, ένα μήνα μετά, οκτακόσιοι επαναστάτες υπό την ηγεσία Κυμαίων οπλαρχηγών συγκρούονται με ολιγάριθμους Τούρκους στην ανοικτή πεδιάδα των Λεπούρων, μα δυστυχώς εκ νέου κατανικώνται, χάνοντας στο πεδίο της μάχης τον ικανότερο εκ των αρχηγών τους, το Γεώργιο Ιωάννου Παπά. Τον επόμενο μήνα (Αύγουστος το ’21) με ηγέτη το Δεσπότη Καρυστίας Νεόφυτο απελευθερώνουν το Αλιβέρι και οχυρώνονται στο οχυρό κάστρο ‘‘Ριζόκαστρο’’. Εκεί, λίγο μετά, συνομολογείται μεταξύ Νεοφύτου, Μαυροβουνιώτη και Κριεζώτη η απόφαση για εκστρατεία και απελευθέρωση της Καρύστου, όπου έδρευε ισχυρότατη τούρκικη δύναμη υπό τον Ομέρ πασά. Η άφιξη, εν τω μεταξύ, του ‘‘Θεόμορφου’’ Ηλία Μαυρομιχάλη με τους Μανιάτες του – που έφτασαν στην περιοχή το λυκαυγές του 1822 – αναπτέρωσε τις ελπίδες των επαναστατών. Δυστυχώς όμως, η απερισκεψία των Μανιατών που δε γνώριζαν τις ιδιαιτερότητες του χώρου, συνεπικουρούμενη και από την προδοτική στάση ενός Στουραΐτη, οδήγησαν τα πράγματα στα αποτελέσματα της 12ης Ιανουαρίου, όπου ο 25χρονος πολέμαρχος Ηλίας Μαυρομιχάλης πέφτει νεκρός στο μύλο των Στύρων και το στράτευμά του διαλύεται. Από εκεί και πέρα, ο κυρίαρχος ρόλος του Αγώνα στην περιοχή είναι πρωτίστως έργο του Νικόλα Κριεζώτη, ο οποίος όμως κατά περιόδους θα ενισχύεται από τις πρωτοβουλίες ή τα στρατεύματα των Ανδρούτσου και Φαβιέρου. Εν τω μεταξύ, ο Γοβιός ανασυντάσσει τις δυνάμεις του ευελπιστώντας ότι σύντομα θα ευοδοθούν οι πόθοι της απελευθέρωσης της Χαλκίδας, από την οποία - εξ αιτίας της εξέχουσας στρατηγικής θέσης που κατέχει - ελέγχεται σε σημαντικό βαθμό η εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων στην Εύβοια και την Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Δυστυχώς όμως, για τον εθνικό και ευβοϊκό αγώνα ο Αγγελής Γοβιός πέφτει νεκρός στις 28 Μαρτίου 1822 σε μια πολυσυζητημένη για τα αίτια συμπλοκή, που έφερε όμως το γνωστό τραγικό αποτέλεσμα σ’ αυτή την τόσο κρίσιμη περίοδο του ευβοϊκού αγώνα. Ο χαμός του Αγγελή αποδυναμώνει το μέτωπο των επαναστατών, δημιουργεί σύγχυση και απογοήτευση, αναζωπυρώνει τις προσωπικές διενέξεις των καπεταναίων της περιοχής, με αποτέλεσμα να βασιλεύουν οι ίντριγκες και το πάθος της φιλαρχίας που τεχνηέντως υποδαυλίζεται από τους άστοχους διοικητικούς χειρισμούς του Αρείου Πάγου, ο οποίος (υπό την ηγεσία του Ιωάννη Κωλέτη) εδρεύει στην Ιστιαία. Από εκεί, διαρκώς υπονομεύει τις πολεμικές ενέργειες του Οδυσσέα Ανδρούτσου, ο οποίος εναγωνίως παλεύει για την απελευθέρωση της Χαλκίδας και της Καρύστου. Συνάμα, ενσπείρει μίση και διχόνοιες μεταξύ των αγωνιστών προξενώντας αιματηρούς αδελφοκτόνους εμφύλιους πολέμους. Και όλα αυτά σε μια περίοδο κατά την οποία, όπως μας λέγει ο Ναθαναήλ Ιωάννου: « Ο τόπος ήτο έρημος ανθρώπων και ζώων. Εδώ έβλεπέ τις σώμα νεκρόν καταβιβρωσκόμενον υπό θηρίων και ορνέων και εκεί οστά πλέον γυμνά.» Σ’ αυτό αναμφίβολα είχε συμβάλλει τα μέγιστα κι ο ερχομός των βάρβαρων ορδών του Μπερκόφτσαλη στα 1823, που σάρωσε τα πάντα στο πέρασμά του από τον Εύριπο ως το Ξηροχώρι , ενώ μια άλλη κολώνα (μεγάλη τουρκική στρατιωτική μονάδα) χτένιζε βαρβαρικά την Καρυστία. Κι έγιναν, τότε, μάχες πολλές και χύθηκε αίμα και δάκρυ πολύ στον τόπο τούτο, στην οικουμένη όλη... Έτσι είχε η κατάσταση στο ευβοϊκό μέτωπο ως το τέλος του Αγώνα με μόνο ουσιαστικό ηγέτη πλέον το Νικόλα Κριεζώτη, ο οποίος αντιπάλευε τον κατακτητή με πενιχρά μέσα, μα και με έξυπνα στρατηγήματα και απαράμιλλη γενναιότητα, έχοντας όμως κατά περιόδους σημαντική βοήθεια από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο – πριν τον δολοφονήσει μετά σκληρών βασάνων ελληνικό χέρι στα 1825 – αλλά και τον Κάρολο Φαβιέ με το τακτικό σου στράτευμα. Αυτός, λοιπόν, ο Κριεζώτης – αφού πολέμησε και σε πολλά άλλα μέτωπα εκτός Ευβοίας – θα βάλει την υπογραφή του στα 1829 και στις τελευταίες δυο μάχες που έγιναν στην περιοχή μας κατά την πολυτάραχη περίοδο του 1821: στον Ανηφορίτη (Ριτσώνα) και στην Πέτρα της Βοιωτίας, οι οποίες έκριναν εν πολλοίς την οριοθέτηση του Νεοελληνικού κρατιδίου. Δυστυχώς όμως, τα Πρωτόκολλα του Λονδίνου και οι συνθήκες των Μεγάλων Δυνάμεων (με τα πολλά και αντικρουόμενα συμφέροντα στον ελλαδικό χώρο), δεν κατάφεραν να εντάξουν στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος το Γριπονήσι (παρ’ ότι προβλεπόταν κάτι τέτοιο), γιατί αρνούνταν να παραδώσουν τα κάστρα του οι κυρίαρχοί τους, χωρίς προηγουμένως να αποζημιωθούν αδρά για τα κτήματα που κατείχαν, πράγμα που συνέβη αργότερα μετά από παραινέσεις του Καποδίστρια προς φιλογενείς και ξένους κεφαλαιούχους, οι οποίοι εξαγόρασαν σημαντικό μέρος τούτων. Τελικά, μετά από πολλές διαπραγματεύσεις και ασφυκτικές προς τον Ομέρ πασά της Καρύστου πιέσεις, αυτός - ο αδιάλλακτος δυνάστης του ευβοϊκού λαού - εξαναγκάστηκε να παραδώσει το κάστρο του Ευρίπου (δι’ αντιπροσώπου του) στον εντολοδόχο κυβερνητικό παράγοντα Ιάκωβο Ρίζο Νερουλό για να μπει πλέον ο τόπος μας στον ελπιδοφόρο δρόμο της ανασύνταξης και της δημιουργίας. Κλείνοντας εδώ τη γενική και σύντομη αναφορά μας στον ευβοϊκό Αγώνα (με τις δεκάδες μεγάλες και μικρές μάχες απ’ άκρο σε άκρο στο Γρηπονήσι, με τις αναρίθμητες θυσίες, τις διώξεις, τους κατατρεγμούς, την αδάμαστη πείνα, τις πανδημικές αρρώστιες και τα βάσανα που υπέστη ο λαός μας, μα και με το γλυκανάσασμα του εαρινού δροσαγεριού της Λευτεριάς που πραϋντικό και ελπιδοφόρο ξεδιπλώθηκε στον ευβοϊκό ουρανό εκείνον τον αναστάσιμο Μάρτη του ’33), θα παρουσιάσουμε τώρα διεξοδικότερα, την προσφορά τριών παλικαριών που πρωτοστάτησαν στα γεγονότα του Γρηπονησιού: του Οδυσσέα Ανδρούτσου, του Αγγελή Γοβιού και του Νικόλα Κριεζώτη. Αρχή κάνουμε με τον αϊτό της Ρούμελης, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον «καλύτερο απ’ όλους τους άλλους στρατιωτικούς», κατά τον Πατριδοφύλακα Μακρυγιάννη, τον Οδυσσέα με τα εξαιρετικά στρατηγικά προτερήματα μα και τα μεγάλα ελαττώματα του χαρακτήρα του. Το ειδικό βάρος της ανάδειξης της προσφοράς του Δυσσέα στον ευβοϊκό Αγώνα θα κάμει - η γραμματέας του Διαλεκτικού Ομίλου Χαλκίδας, πρώην αντιδήμαρχος Πολιτισμού της πόλεώς μας και με τριαντάχρονη ενεργή παρουσία στα αυτοδιοικητικά πράγματα της Χαλκίδας – Κα Γεωργία Χαϊνά. Κα Χαϊνά, ο Δυσσέας, που «Σαν βράχος ήταν οι πλάτες του / σαν κάστρι η κεφαλή του / και τα πλατιά τα στήθη του / τοίχος χορταριασμένος», σας καρτερεί στο αποψινό συναπάντημά σας με τη δίκοπη κάμα της ματιάς του, τη βγαλμένη μέσ’ απ’ το θηκάρι της άγνοιας και της αγνωμοσύνης. Η παραγωγή και η προβολή των διαφανειών είναι έργο του καθηγητή Ανδρέα Κοντού. ……………………………………………… « Ο (κουμπάρος) μου, ο Κωλέτης, γιόμωσε τον Γκούρα λίρες. Του γιόμωσε το δισάκι του απ’ αυτές κι από τα λάφυρα του Νοταρά και του Σισίνη, κι αλλουνών. Το ίδιο και τον Κατζικοστάθη. Αφού τους έκαμε αυτήν την καλοσύνη ο Κωλέτης, (μας λέγει ο Στρατηγός Μακρυγιάννης) τον πουλημένον άνθρωπον κι άρπαγον τον έκαμε αρχηγόν να πάγει αναντίον του Δυσσέως. Το μαθαίνει ο Δυσσέας, άλλο δεν είχε καταφύγιον να σταθεί εις την Ελλάδα, σηκώνεται και πάγει εις τους Τούρκους και γίνεται με το στανιόν Τούρκος, να γλιτώσει. Καθώς έκαμε ο Μαυροκορδάτος τον Βαρνακιώτη κι άλλους και πήγαν εις τους Τούρκους και γλίτωσαν. Έτζι πάγει κι ο δυστυχής Δυσσέος. (…) Πήγε, λοιπόν, ο Γκούρας με το φουσάτο του αναντίον του Δυσσέα. Ακούγοντας ότι έρχεται αναντίον του ο δικός του ο Γκούρας, το παιδί του, οπού αυτός τον δόξασε, μπιστεύτηκε και βγήκε και παραδόθη εις το παιδί του. Τον πήγε εις την Αθήνα και τον σκότωσε. Τελείωσε πλέον ο κύριος Κωλέτης ( ο νεκροθάφτης των αγωνιστών) κι από τον τρίτον αντίζηλόν του…» Αλλού, στ’ Απομνημονεύματά του ο Μακρυγιάννης σημειώνει: «Οι μεγάλοι άνθρωποι κάνουν μεγάλα λάθη. Οι μικροί κάνουν μικρά.» Το αν έκαμε μεγάλα σφάλματα ο Ανδρούτσος, το αν παρεξηγήθηκε σκοπίμως ή από άγνοια ή από σύγχυση λόγω της έντασης των γεγονότων της εποχής, το αν υπονομεύθηκε το έργο του από τους άκαπνους πολιτικάντηδες της εποχής – που τόσο κατέκρινε τα μιμόζικα φερσίματά τους – επαφίεται στην κρίση του καθένα μας, έχοντας ως παραστάτη του και τα όσα σημαντικά μας κατέθεσε προηγουμένως η Κα Χαϊνά. Και τώρα τραγούδι: «Μακρυγιάννης». Στο πιάνο η Όλγα Κετσεμενίδου. Στο μικρόφωνο η Ρένα Σπυριδάκη. ………………………………………….. «Του ανδρειωμένου τ’ άρματα δεν πρέπει να πουλιώνται / μόν’ πρέπει τους στην εκκλησιά κι εκεί να λειτουργιώνται/ Πρέπει να κρέμονται ψηλά σ’ αραχνιασμένο πύργο/ να τρώει η σκουριά το σίδερο κι η γη τον αντρειωμένο», μας λέει το δημοτικό τραγούδι. Κι ήτανε πράγματι μεγάλο, ανδρειωμένο παλικάρι ο Ανδρίτσος, όπως και ο Λιμνιός Αγγελής Γοβιός , τον οποίο απέστειλε στην Εύβοια τον Ιούλη του ’21 για να αντικαταστήσει το μέθυσο και ανίκανο οπλαρχηγό Βερούση Μουτσανά, που τόσα δεινά επέφερε με τις ανεκδιήγητες ενέργειές του στα επαναστατικά στρατεύματα της Βορειοκεντρικής Εύβοιας. Για τον Αγγελή Γοβιό θα μας μιλήσει η Κα Κυριακή Τσιλιβαράκη, εργαζόμενη στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. ………………………………………….. Την απαγγελία του ευβοϊκού δημοτικού τραγουδιού που αναφέρεται στο θάνατο του Αγγελή Γοβιού – κατά «Την ώρα που παίρναν ν’ ανθίσουν τα κλαδιά, μα η πάχνη δεν τ’ αφήκε» - την έκαμε η κα Μαρίκα Σακελλάρη. ……………………………………………. Ο πρόωρος χαμός του Αγγελή κλώνισε τους επαναστάτες, τους έφερε θλίψη, κατήφεια και απόγνωση, ενώ στους Τούρκους μεγάλη ανακούφιση και χαρά. Η κεφαλή του μαζί με αυτήν των δυο νεκρών συναγωνιστών του έγινε δημόσιο έκθεμα στο κάστρο του Ευρίπου και τα κανόνια ηχοβολούσαν χαρωπά επί οκταημέρου… Σήμερα, δεκαετίες μετά, στο λόφο των Βρυσακίων όπου μεγαλούργησε, παλεύοντας να αποκόψει την από ξηράς επικοινωνία των Τούρκων μεταξύ βορείου και κεντρικού τμήματος του νησιού, υπάρχει ετούτη η επιγραφή: «Σ’ αυτά τα χώματα πολέμησε ηρωικά, ενίκησε και θυσιάστηκε ο γενναίος σταυραετός της Εύβοιας καπετάν Αγγελής Γοβιός.» ………………………………………………… «Μια χούφτα απόγονοι εκείνων των παλαιών Ελλήνων χωρίς ντουφέκια και πολεμοφόδια και τ’ άλλα αναγκαία του πολέμου ξεσκεπάσαμεν τη μάσκαρα του Γκραν Σινιόρε, του Σουλτάνου, που εσκίαζεν τον Ευρωπαίον (…). Και αν δεν τον ’φοδίαζεν ο Ευρωπαίος , ήξερες που θα πηγαίναμεν μ’ εκείνη την ορμή (όπου ’χαμεν πάρει). Ύστερα μας γιομώσανε και φατρίες …» (Στρατηγός Μακρυγιάννης). Έτσι, με πενιχρά μέσα, πεινασμένος, γυμνός και κατατρεγμένος πολέμησε τότε ο λαός μας - μα με μέγα πάθος - για τη Λευτεριά του. Κι αν τον άφηναν… Αν τον άφηναν!... Στα Βρυσάκια, λοιπόν, όπου έγινε και η ομώνυμη μάχη κατά του Ομέρ Βρυώνη, παρουσιάζεται στο Γοβιό ένας νεαρός βοσκός με την γκλίτσα του, του συστήνεται ως Νικόλας από τα Κριεζά και του ζητάει όπλο. Και ο σταυραετός του Γριπονησιού του αποκρίνεται: «Ορέ, Νικόλα Κριτζώτη, σαν θες όπλο, σκοτώνεις Τούρκο και παίρνεις.» Έτσι κι έγινε. Και λίγο μετά ανδραγαθεί στην ιστορική σύγκρουση κατά των Τούρκων του Ομέρ Βρυώνυ. Και τούτο πολύ εκτίμησε ο αρχικαπετάνιος του Αγώνα και - δυο μήνες μετά - τον στέλνει στην Καρυστία να ηγηθεί του κινήματος της περιοχής. Για τη συνολική δράση του Νικόλα Κριεζώτη θα μας μιλήσει μια ευγενική φυσιογνωμία της Νέας Αρτάκης, η κυρία Έφη Ιωσήφ. …………………………………………… Την απαγγελία του ποιήματος του Σ. Συνοδινού έκαμε η Κα Ευαγγελία Περγάμαλη. ……………………………………………. 1843 Σεπτεμβρίου 3. Στρατηγός Μακρυγιάννης: «Στέργω στανικώς με μίαν παρατήρησιν. Να βαστάξετε, να στείλωμεν του Κριτζώτη, οπού τον έχω ορκισμένον, να μπορέσει ναρθεί με καμιά τριακοσαριά ανθρώπους, ν’ ανθέξωμεν. Έ, στέργω επίτηδες άνθρωπον δια νυκτός εις την Χαλκίδα και του μίλησε κι είναι έτοιμος ναρθεί.» 1847. « Σηκώνεται ο Κριεζώτης εις την Χαλκίδα. Πάγει ο Γαρδικιώτης με όλη τη δύναμη, πολεμούν. Κόβει το κανόνι το χέρι του Κριτζώτη. (…) Ε, ο Κωλέτης κιντύνεψε τον Κριτζώτη και αλλουνούς και τους έδιωξε από την πατρίδα τους, οπού ’χυσαν το αίμα τους εις τους κιντύνους της, και πάνε εις την Τουρκία, να βρούνε άσυλο.» (Απομνημονεύματα Στρατηγού Μακρυγιάννη. Το πρώτο απόσπασμα αναφέρεται στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, ενώ το δεύτερο στην εξέγερση των οπαδών του Κριεζώτη κατά της φυλάκισής του και στο κίνημα που επακολούθησε το Θέρος του 1847.) «Αυτός ήταν ο Κριεζώτης: στρατηγένης του Αγώνα, ήρωας του Ανηφορίου και φρουρός του Παρθενώνα. Μεταξύ του Οδυσσέα και του Γκούρα έχει έδρα και το όνομά του θέλει τους αιώνες διατρέχει. Στην Εύβοια, αφού επάταξε την τυραννία του Όθωνα, με γενναιότητα επροτίμησε τη σκληρή αειφυγία!» Αθανάσιος Χρυσολόγης (1861) «Το ’21, μας λέγει ο Γιάννης Σκαρίμπας, μίλησε με των καριοφιλιών τις ντουφεκιές και των γιαταγανιών της αδράξες.» Κι ο Νικόλας Κριεζώτης το ετήρησε απαρέκλητα. Από τους πρώτους μπήκε στον Αγώνα, τελευταίος αποχώρησε. Και στον αντιδυναστικό κίνημα πάλι πρώτος! Προτού κλείσουμε το αφιέρωμά μας στο ευβοϊκό Εικοσιένα με το μουσικό επίλογο που θ’ ακολουθήσει σε λίγο, θα ήθελα να ολοκληρώσω την παρουσία μου με ένα απόσπασμα από τα Απομνημονεύματα του υπασπιστή του Κολοκοτρώνη Φωτάκου: «Εκείνους εκ των Ελλήνων πρέπει να επαινώμεν και να μακαρίζομεν, που άφησαν τα ίδια έργα και συμφέροντα και έτρεξαν, εκοπίασαν και εθυσιάστηκαν δια την κοινήν ελευθερίαν και δια την εθνικήν δόξαν, και δεν εμισθώθησαν δι’ απόλαυσιν υλικήν. Τούτων τα ονόματα και τας πράξεις πρέπει να αναγράψωμεν με χρυσά γράμματα δια να σώζεται η εθνική φιλοτιμία.» Κι εμείς απόψε συνοδοιπορώντας - μ’ αυτούς τους άξιους Έλληνες του ’21 - στο δικό τους τραχύ κι αμάραντο «Δρόμο των θυσιών και της δόξας», θεωρούμε πως επάξια εκάμαμε το καθήκον της απόδοσης τιμής τους με ετούτο το αφιέρωμα που πραγματοποιήσαμε. …………………………………………… Όλγα και Ρένα, τις μελωδίες σας , παρακαλώ. (Ετούτο το κείμενο ήταν κατά το ένα μέρος εισαγωγικό για το αφιέρωμα στο Ευβοϊκό Εικοσιένα που διοργάνωσε ο ‘‘Διαλεκτικός Όμιλος Χαλκίδας’’ το Μάρτη του 2004 και κατά το άλλο μέρος το πλάνο παρουσίασης της εκδηλώσεως από τον υπογράφοντα.)
 Κ. Κ. Μπαϊρακτάρης
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: