ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΝΑΥΑΡΧΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΜΙΑΟΥΛΗ
Γράφει ο Αλέκος Α. Φραγγιάς
Στις 20 Μαΐου 1769 γεννήθηκε στα Φύλλα της επαρχίας Χαλκίδας ο ναύαρχος του 1821 Ανδρέας Μιαούλης. Και απέθανε στην
Αθήνα στις 11 Ιουνίου 1835 σε ηλικία 66 ετών. Στο σημερινό μας σημείωμα θα γραφούν λίγες γραμμές αναφοράς για το τέλος του Αθάνατου Μιαούλη, ως ελάχιστο δείγμα στη μνήμη του.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ
Ο βασιλιάς Όθωνας , άμα ήρθε σε ηλικία και πήρε την εξουσία στα χέρια του, τίμησε τις υπηρεσίες του, τον προήγαγε στο βαθμό του υποναύαρχου, τον έβαλε αρχηγό στο στόλο και στο ναυτικό
διευθυντήριο, τον προβίβασε αντιναύαρχο και γενικό επιθεωρητή του στόλου. Τέλος τον έβαλε στο συμβούλιο της επικρατείας και του έδωσε με τα χέρια του το μεγαλόσταυρο του σωτήρος. Ο λαός τον θαύμαζε. Σεβάσμιος, γλυκός τώρα κι ανοιχτός σ’ όλους όσοι χρειάζονται την υποστήριξή του, ζούσε ήσυχα, μέσα στη στοργή της οικογένειάς του και την αγάπη των φίλων του. Σεμνά και απλά ιστορούσε – μα πολύ σπάνια – τα δοξασμένα έργα του αγώνα, μιλώντας πάντα για τους άλλους, αναφέροντας τα ονόματα των συμπολεμιστών του και αφήνοντας, τον εαυτό του. Ο μοναχός ίσκιος που έπεφτε στα λαμπρά τούτα γηρατειά και θόλωνε την εικόνα της ευτυχίας ήταν η κατάσταση της υγείας του. Ποτέ δεν ήταν καλή. Οι κόποι και οι περιπέτειες του αγώνα την είχαν κλονίσει βαθιά. Το Μάιο του 1835 έπεσε άρρωστος βαριά με πνευμονία . Κατάλαβε πως έρχεται ο θάνατος. Και στάθηκε παλικάρι, όπως αγνάντια στον εχθρό. Ήταν η στερνή του ναυμαχία και μ’ όλο που ‘ξερε πως θα την χάσει, πως το σκαφίδι θα συντριφτεί για πάντα, πρόσμενε ατάραχος τη στιγμή, έκαμε ήσυχα τη διαθήκη του και τα θρησκευτικά του χρέη. Ο βασιλεύς Όθωνας πήγε να τον δεί και συγκινημένος του είπε πως αιώνια θα τον συντροφεύει η ευγνωμοσύνη του έθνους για τις υπηρεσίες του. Στις 11 Ιουνίου του 1835 το βράδυ ξεψύχησε. Ήταν εξήντα έξι χρονών. Στις δεκατρείς τον σήκωσαν αξιωματικοί της θάλασσας, ακολούθησε η οικογένειά του, η Ιερά Σύνοδος, οι αρχές, το διπλωματικό σώμα, φίλοι, συναγωνιστές και μέγα πλήθος. Έφεραν το νεκρό στην Αγία Ειρήνη, όπου ψάλθηκε η νεκρώσιμη ακολουθία. Όλη νύχτα ο νεκρός απόμεινε στην εκκλησία με τιμητική φρουρά. Πλήθη περνούσαν να φιλήσουν το λείψανό του. Την άλλη μέρα τον σήκωσαν με μεγάλη παράταξη πεζών και καβαλάρηδων. Μπροστά τραβούσαν έξι κανόνια, πίσω μια
νεκροφόρα με τέσσερα μαυροντυμένα άλογα. Τον κατέβασαν στον Πειραιά με μουσική. Πλήθος βάρκες, από ελληνικά και τα ξένα πολεμικά, τα εγγλέζικα , γαλλικά, αυστριακά, παρέλαβαν το νεκρό και τους επισήμους• σ’ άλλες βάρκες ακολουθούσε το πλήθος, τα νερά μαύρισαν για μια στιγμή. Η θαλασσινή πομπή τράβηξε κατά την αριστερή πλευρά της μπούκας του λιμανιού. Σιμά στον τάφο του Θεμιστοκλή είχαν ανοίξει το λάκκο. Εκεί ψάλθηκε δέηση για τη σωτηρία της ψυχής του. Ο Αργυρόπουλος είπε τον επιτάφιο αποχαιρετισμό. Τον κατέβασαν στο μνήμα. Από στεριά η τάπια και από το πέλαγος τα καράβια ελληνικά και ξένα ξεπροβόδιζαν με κανονιές, το μεγάλο τέκνο της θάλασσας στο τελευταίο τούτο ταξίδι. Για πολλή ώρα – λέγει ο χρονογράφος του καιρού- δεν άκουε παρά έναν ακατάπαυστο κρότο. Σε λίγο η μεγάλη μορφή που τόσες φορές είχε φυσήσει με την παρουσία της ψυχής στα καράβια των Ελλήνων και με αλύγιστη θέρμη τα οδηγούσε στους δύσκολους δρόμους της νίκης και της δόξας, σκεπάστηκε για πάντα κάτω από το χώμα της γής πόυ λευτέρωσε μ’ αγώνες άνισους και σκληρούς. Η γενέτειρά του, τα Φύλλα της Χαλκίδας, με θαυμασμό και τιμή υποκλίνονται στη μνήμη του. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου