ΓΕΦΥΡΑ

eviahistοry.gr

Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2017

Η πατρίδα μου Αγία Άννα Ευβοίας και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.

Η πατρίδα μου Αγία Άννα Ευβοίας και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
 
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΜΟΥ
 
            Ο Παπαδιαμάντης στάθηκε - έγινε  πιο αποδεκτό από όλους - ο Πνευματικός απόστολος του Νεώτερου Ελληνισμού ο οδηγητής και διδάχος του. Στάθηκε ο απολογητής  των αδικημένων και των ταπεινών. Και τούτο γιατί δεν ήταν, το απέδειξε ο χρόνος και η αντοχή του έργου του, ο επιφανειακός ηθογράφος όπως τον ήθελαν οι αρνητές του. Αλλά ήταν ο απλός άνθρωπος του λαού, που ζούσε σιμά στους καϋμούς και στα βάσανά του και τον αποθανάτιζε.
Με τον Παπαδιαμάντη διδαχτήκαμε, πως η εσωτερικότητα δεν είναι έννοια, αλλά εμβίωση βάθους με θυμική ένταση. Η ζωή του ήταν κατάφαση της αληθινής θειότητας, που συνιστά τραγική διαπόρευση προς τους τρίβους του Πνεύματος και προς την ενυπόθετη εμμονή της υπάρξεως. Ο μάγος Σκιαθίτης είχε από τις αρχές του αιώνα μας προείδει, πόσο επικίνδυνα απλώνονται οι πνευματικές δουλοκτησίες και πως ο διωγμός κατά των ιερών υπερβάσεων της ανθρωπότητας θα καταστεί μια μέρα απηνής. Ήξερε ακόμα, πολύ καλά ο θαυμάσιος αυτός Ιεροφάντης και αυστηρότητος μυκτηριστής των πιο δραματικών μορφών ζωής πως ο σεκταρισμός και ο φανατισμός του κόσμου
ήταν τότε και εξακολουθεί ως τώρα να είναι πολύ πιο ευρύτεροι απ’ ό,τι φαίνονται. Διαγράφουν στους καιρούς μας ολόκληρους ηπείρους – από την ιστορική εμπειρία του ανθρώπου ξεκινώντας μ’ ένα απλό σύνθημα. Αυτά, «λαμπρά» τα κατανόησε ο Παπαδιαμάντης γι’ αυτό και μπόρεσε να κάνει ένα ελάχιστο τόπο, ένα μικρό ασήμαντο νησί μια ολάκερη Οικουμένη και να το υψώσει σε πανελλήνιο Σύμβολο. Παράλληλα κατέστη ο προκαθήμενος Άγιος των νέων Γραμμάτων και ο Ευσταυρωμένος μιας εντελώς νέας στην Πεζογραφία μας γλωσσικής και ευρύτερα καλλιτεχνικής Αποκάλυψης! Ό,τι είπε, ό,τι σκέφτηκε και γλαφυρά έγραψε Εκείνος εξετάστηκε από μύριες πλευρές από τους αναρίθμητους μελετητές του. Εξερευνήθηκε, εξηγήθηκε, ερμηνεύτηκε, καταξιώθηκε. Έφτασε το απέθαντο έργο του νάναι το οντολογικώς μεταποιημένο ιστορικό πλήρωμα. Να είναι ο ίδιος ο λαός του Έλληνα Θεού. Ο Παπαδιαμάντης μέσα στο χρόνο και στα επίπεδα του συνειδέναι αποτελεί έκφραση του Πνεύματος των Καιρών μια ενδεικτική ακόμα λυρική νοηματοδοσία της γενικής ενθυμικής κατάστασης μιας Εποχής, της Εποχής του. Ο υπαρξιακός του διαυγασμός επίσης, με την Καθαρότητα της Καρδιάς του ελάμπρυνε και τους χώρους – τους τόπους αν θέλετε, όπου μνημονεύοντας, τραγούδησε. Είχε την Καλή Τύχη και ιδιαίτερη – γενέθλια Πατρίδα μου η « Αγία Άννα» - Ευβοίας να πάρει μια θέση στο λαμπρό – κλασσικό πια έργο του στα νέα μας Γράμματα. Είχε αυτός ο καλόγνωμος – αποκλειστικός ιδιογράφος, ο εκφραστής αυτός μιας μοναδικής και απαράμιλλης λεκτικής, ο χρυσορρύχος της πλουτοφόρας κοιτασματικής του παρακαταθήκης, είχε ….. μια ιδιαίτερη συμπάθεια για τον τόπο μου. Γι’ αυτό τον περιέβαλε με την αίγλη της γραφίδας
του, και την λαμπρότητα του οξύγραφου καλάμου του. Και παρέθεσε τούτο το τοπωνύμιο της πολίχνης μου: Αγία Άννα με μεγάλη ακρίβεια ιχνογράφησης στα δυό πανοραματικά αξεπέραστα σε σκέψη και στοχασμό, και θαυμαστά έργα του: στη «Φόνισσα» και στα «Ρόδιν’ Ακρογιαλιά». Τούτο το ασήμαντο χωριό – η πολίχνη μου αποθανατίστηκε από τον ατημέλητο Ειρηνικό Επαναστάτη μέσα στη σιωπηλή πορεία της ιερής παθητικής του διαμαρτυρίας. Αυτός ο μεγάλος αφιλόκερδος τίμησε με την ανάμνησή του τον τόπο μου, βυθισμένος αδιάκοπα μέσα στη ρέμβη και τη νοσταλγία των μακρινών στοχασμών του. Και σαν μεγάλος άνθρωπος αναγνώρισε τον Εαυτό του, σε συνάρτηση με την έκφραση της πληρότητας του μέσα στο Ελάχιστο. Λοιπόν στο Στ’ Κεφάλαιο της «Φόνισσας» ο Μπάρμπα Αλέξανδρος φέρνει την Φραγκογιαννού του να έχει μεταβεί στη Χαλκίδα, μαζί με την γριά Πορταϊταινα, για να φροντίσουν την αθώωση του Μώρου, που είχε διαπράξει φόνο σε πλοίο, που αρμένιζε για το Βόλο. Και τώρα έλιωνε ο φονιάς αυτός στα μπουντρούμια του Βενετικού φρουρίου. Και ήθελε να βρεί νόμο – τρόπο την αθώωση…. Μετά την άκαρπη και αποτυχημένη αυτή συμπαράσταση και των δύο γυναικών στην δίκη του Μώρου ή Χαδούλα έφτιαξε μεσ’ το νού της σχέδιο επιστροφής στη Σκιάθο. Οι καπεταναίοι θα έπαιρναν την Πορταϊταινα από Χαλκίδα και θα την άφηναν στη Στυλίδα ή στους Ωρεούς, για να βρεί πλοίο απ’ εκεί για την πατρίδα. Κι αυτή… θα πήγαινε απ’ αλλού. Από πού; Εκμυστηρεύτηκε το σχέδιο στην Πορταϊταινα. « - Εγώ, είπεν, είμαι ικανή να πάω στεριά, με τα ποδάρια μου, αποδώ ως την Αγίαν Αννα – λένε πως είναι δυο μέρες δρόμος – και θα βρούμε το ταχύπλοο το δικό μας, που θα μας γνωρίσει ο καπετάν Πεστερέλος, ο
ταχυδρόμος και θα μας πάρει. Τα έξοδά μου στο δρόμο θα τα οικονομήσω μαζεύοντας βότανα, χορτάρια κι αγριολάχανα κι όποια Χριστιανή βρώ κιέχει το παιδί της άρρωστο ή τον άνδρα της θα της κάμω ψευτογιατρικά να βοηθήσω τον άνθρωπό της να την υποχρεώσω…. Μπορείς εσύ; Βαστάν τα κότσια σου; - Τι να κάμω; Μπορώ δεν μπορώ, απάντησεν η Πορταϊταινα. Καλλίτερα να πάμε συντροφιά όπως ήρθαμε. Κι εξεκίνησαν…..» Πράγματι έτσι ήταν τα χρόνια του Παπαδιαμάντη τέλη του ΙΘ’ αιώνα. Αφηγούνται οι παλαιότεροι του τόπου μου πως το χειμώνα ιδιαίτερα ξεκινούσαν πρωί απ’ Αγιάννα με τα πόδια ή με υποζύγια. Βέβαια τροχοφόρα και άλλα συγκοινωνιακά μέσα την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν. Βάδιζαν στον τότε καρόδρομο μέχρι τον Άγιο. Ξενυχτούσαν στο εκεί Πανδοχείο και συνέχιζαν την πορεία τους την επομένη. Δυο μέρες δρόμο για Χαλκίδα. Και είδαμε που και πώς θα εύρισκε τα έξοδα του ταξιδιού της στο Γριπονήσι η παμπόνηρη Φραγκογιαννού. Με την έμφαση αναφέρεται η Αγία Άννα και στο τρίτο μέρος- Β’ Κεφάλαιο, της αθάνατης νουβέλλας : Τα Ρόδιν’ ακρογιάλια. Εδώ υπάρχει μια συναρπαστική στιχομύθια ανάμεσα στο Σταμάτη Αγάλλο και στον Πατσοστάθη, ιεροψάλτη. Η συζήτηση, που παραθέτει ο μοναστικός και απόκοσμος στυλίστας μ’ όλη την ποιητική του λεξικογραφία, είναι για τις μάγισσες της Χαλκίδας και τις Εβραιοπούλες και Τούρκισσες. Ιδού το κείμενο: - Δεν μου λές Στάθη, πως τα κατάφερες στην Χαλκίδα, με τις μάγισσες, Εβραίϊσσες και Τούρκισσες, όταν επήγαινες πεζός από την Αγίαν Άννα, απ’ τον ’η –Βασίλη ή απ’ τον Κοτσικιά και τους εκουβαλούσες πεσκέσια, για να σου χαλάσουν τα μάγια; Κι ως πόσα ταξίδια να έκαμες. Ο Πατσοστάθης εμειδίασε πικρώς και εβράδυνε ν’ απαντήσει. - Μην ενοχλείς τον άνθρωπο Σταμάτη, είπον εγώ. Και συνεχίζεται η ζωντανή αυτή συνομιλία, μνημονεύοντας και δώ πάλι την Αγιά Άννα μου. - Λοιπόν, δεν μας είπες, επανέλαβε ο Σταμάτης ως πόσα ταξίδια έκαμες μετά την Χαλκίδα, πόσες μυζήθρες και πόσα τυριά και βούτυρα εκουβάλησες κι αν είχες και τίποτες σκουρολίρες παραχωμένες πουθενά …. είχαν τύχη να τις φάγουν οι Εβραιοπούλες κι οι χανούμισσες…. Αυτές βέβαια δεν επροσκυνούσαν κούτσουρα….. όπως λέγει η παροιμία. - Είχα ακουστά μου, ήρχισεν ο Πατσοστάθηκς, ως αυτές οι άπιστες είναιπολύ μαστόρισσες στα μάγια για να τα λύνουν και να τα δένουν… Τον τουρβά στον ώμο εγώ και μπάρκα στου Παικέλλα…… Ετσι τον έλεγαν θαρρώ, τον καραβοκύρη οπούχε το ταχύπλο, για την Αγίαν Αννα, πέρα (έδειξε προς νότον). Φτάνουμε στο Γριπονήσι, αρωτώ πούθε πάει ο δρόμος για την Έγριπο. Μούπαν πως είναι δεκαπέντε ώρες δρόμο. Εγώ τον πήρα, θαρρώ, την πρώτη φορά για οχτώ ώρες. Την δεύτερη και την Τρίτη φορά θα έκαμα ως εννιά – δέκα ώρες κάπου εμποδίστηκα κι αργοπόρησα. - Είναι φοβερός στα πόδια, μου είπε χαμηλή τη φωνή ο Αταίριαστος….. Από τις περιγραφές αυτές φαίνεται, πως ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης θα είχε κάνει την διαδρομή αυτή: Σκιάθο- Αη Βασίλης – Αγία Άννα – Έγριπο (Χαλκίδα), όταν η μετάβασή του μέσω Βόλου ήταν αδύνατη. Και θα έπρεπε να είναι έγκαιρα και μέσα σε τακτές προθεσμίες του διδακτικού έτους. Στην Έγριπο φοιτούσε τότε στο Γυμνάσιο Χαλκίδας, σχολ. Έτος 1864. Ανάμεσα στα τόσα και τόσα μεγάλα και σοφά μα και ασήμαντα, που γράφτηκαν και θα εξακολουθούν να γράφονται, για τη ζωή και το έργο του μεγάλου Σκιαθίτη, ας προστεθεί και η αγάπη και η γνωριμία του με την μικρή μου πολίχνη. Θα ήθελα να ’ρθει και πάλι ο κύρ Αλέξανδρος στην πατρίδα μου με όλους τους ήρωες του των «Ρόδινων Ακρογιαλιών» να τον φιλοξενήσω στο σπίτι μου. Να του στρώσουμε επί του πατώματος του πενιχρού θαλάμου μας, «μιαν ψάθαν και επ’ αυτής μικρό αμαυρό κλιμάκι με δύο προσκεφαλάδες ακουμβησμένες σύρριζα εις τους τοίχους για ν’ αναπαυθεί. Και ένθεν και ένθεν της γωνίας του πυρός τέσσαρες ξηροί δαυλοί και δύο μεγάλα ξύλα ορθά να καίωσι και να βρέμωσι επί της εστίας. Και να έρθει κατόπιν το αγνόν και ωραίον ρετσινάτο το όλο Πτήσις και αφορός και να ευφράνει την αγαθή και ταπεινή καρδιά του την πλήρη αγάπης και αφιλοκέρδειας». Μα είναι όλα τούτα ένα όνειρο; Όχι δεν είναι. Στα επαρχιακά βουλεβάρτα του νεοελληνικού
πολιτισμού δεν έφτασε ακόμα η αλλοτρίωση. Ο άνθρωπος εδώ φιλοξενεί ακόμα τον Παπαδιαμάντη στο σπίτι του. Είναι ο εραστής, ο άνθρωπος της Εξοχής, της Αλήθειας, ακριβώς επειδή εξακολουθεί ν’ αναζητεί την οντολογική του πληρότητα. Γι’ αυτό εδώ εξακολουθεί ο άνθρωπος να μην είναι αλλοτριωμένος, δηλαδή μένει αυθεντικός και καθόλου έκπτωτος….. Πήραμε τον δρόμο μαζί με τον Κυρ Αλέξανδρο. Δυό μέρες δρόμο, συνοδίτες. Εγώ δεν έβλεπα. Εκείνος είχε τον λύχνο του Πνεύματος. Πηγαίναμε για το χωριό μου, την Αγία Άννα. Η αύρα έπνεε στα ψηλώματα που φτάσαμε, ψυχρή και «ηπείλη» να σβύσει το λυχνάρι. Περιεστέγαζε Εκείνος το Φώς δια της παλάμης του. Αλλά η αύρα έγινε άνεμος σφοδρός – Κακίας πανόμοιος των Καιρών μας. Εσβύσθη ο λύχνος και το όνειρό μου, μαζί και η σκιά του. Ωστόσο ήμουν κι εγώ προς στιγμήν σαν κι Εκείνον…. «όστις κατώρθωσε να συλλάβη με τας χείρας του προς στιγμήν εν όνειρο το ίδιο όνειρό του».

Δεν υπάρχουν σχόλια: