ΓΕΦΥΡΑ

eviahistοry.gr

Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2017

Σ Κ Α Λ Κ Ω Τ Α Σ  

Σ Κ Α Λ Κ Ω Τ Α Σ
   
 
Ν Ι Κ Ο Σ  Σ Κ Α Λ Κ Ω Τ Α Σ
 

Του Γιάννη Μαγκούτα

ΧΑΛΚΙΔΑ 1911
 
             Το 2004 συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη μέρα που γεννήθηκε ο Νίκος Σκαλκώτας και 55 από τον απροσδόκητο θάνατό του.
          Αν και έχει περάσει πάνω από μισός αιώνας, από εκείνη την αποφράδα μέρα, η μνήμη του μένει άσβεστη στις καρδιές εκείνων που τον γνώρισαν και τον αγάπησαν ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνη.  
          Πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες μουσική ιδιοφυΐες του 20ου αιώνα.
            Όπως είναι γνωστό, ο κορυφαίος Έλληνας συνθέτης γεννήθηκε στις 8 Μαρτίου (21 με το νέο ημερολόγιο) του 1904 στη Χαλκίδα. Εδώ, και συγκεκριμένα στην οδό Ανδρούτσου 9, στην περιοχή του Κάστρου, κοντά στην Αγία Παρασκευή, έζησε και τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Σήμερα ένα τμήμα του δρόμου αυτού  -ανάμεσα στην Χάρονδα και Τζαβάρα, που βρισκόταν και τούτο το σπίτι- έχει μετονομαστεί σε Κωτσόπουλου. Ενώ, η αυλαία της σύντομης ζωής του έκλεισε στην Αθήνα, στις 19 Σεπτεμβρίου του 1949, σε ηλικία σαρανταπεντέμισι μόνο ετών!
        Ο προπάππος τού συνθέτη καταγόταν από την Τήνο και ήταν λαϊκός μουσικός.
Ο παππούς του -Νίκος Σκαλκώτος- ήταν γλύπτης/μαρμαράς και σε ηλικία 15 χρονών έφυγε από το νησί της Παναγιάς. Αργότερα, παντρεύτηκε Χαλκιδιοτοπούλα και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην ευβοϊκή πρωτεύουσα.
        Το σπίτι που πέρασε τα πρώτα του χρόνια ο μεγάλος συνθέτης ήταν προίκα της γιαγιάς.
       Ο πατέρας του -Αλέκος- μετέτρεψε την κατάληξη του επωνύμου του από ος σε ας και έτσι το Σκαλκώτος έγινε Σκαλκώτας. Ο Αλέκος είχε παντρευτεί τη Γιαννούλα, το γένος Παπαϊωάννου, η οποία είχε έρθει πολύ μικρή στην Χαλκίδα, από το χωριό Χώστια (σήμερα Πρόδρομος) της Βοιωτίας, που βρίσκεται στις υπώρειες του Ελικώνα.   
Τούτη η απλή γυναίκα του λαού είχε κλείσει μέσα της τον πλούτο της ελληνικής παράδοσης, όπως
και το χάρισμα να τη μεταδίνει. Έτσι, ο μικρός
 
 
Νίκος γαλουχήθηκε με την πεμπτουσία του παραδοσιακού-δημοτικού τραγουδιού και τους θρύλους που του διηγιόταν η μητέρα του.
         Ο Νίκος Σκαλκώτας, από πολύ νωρίς, φάνηκε πως ήταν προικισμένος με σπάνια μουσικά χαρίσματα. Γι' αυτό -και στα εννιά του χρόνια- η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα -στο Μεταξουργείο-, για να δώσει τη δυνατότητα στον ταλαντούχο Νικολάκη να πάρει την καλύτερη δυνατή μουσική μόρφωση. Όμως, πήγαινε συχνά στη Χαλκίδα, για να δει τη γιαγιά και τη θεία του. Το 1921 μάλιστα έδωσε στην ‘'Παλίρροια'' και μια συναυλία βιολιού.
 Η τελευταία φορά που βρέθηκε στην Χαλκίδα ήταν το 1944. Έμεινε τότε, για να ξεκουραστεί, ένα μήνα στο σπίτι που γεννήθηκε. Στο σπίτι που έζησε τα πρώτα του χρόνια, έπρεπε να πω, γιατί, όπως υποστηρίζει η Μαργαρίτα Δαλμάτη (Α.Ε.Μ., τ. ΚΗ΄, σελ.208) ο Ν. Σκαλκώτας γεννήθηκε στο σπίτι με τα αγάλματα, του Δημήτρη Μάλλιου. Τούτο, τον Αύγουστο του 2004, μου το βεβαίωσε και ο φίλος Λευτέρης Ιωαννίδης. Εκεί βρισκόταν η μάνα του, όταν την έπιασαν οι πόνοι της γέννας και δεν έγινε μπορετό να μεταφερθεί στο δικό της σπίτι[1].          
          Ο πατέρας του, που έπαιζε φλάουτο και ο θείος του Κώστας, που ήταν πιανίστας και
μαέστρος μπάντας -αν και αυτοδίδακτοι- υπηρέτησαν στη Φιλαρμονική της Χαλκίδας και διέπρεψαν ως μουσικοί.
          Το πρώτο βιολί τού μικρού Νίκου το έφτιαξε ο πατέρας του, από τον οποίο πήρε και τα πρώτα-πρώτα μαθήματα, όταν ήταν 5 ετών.
          Ο θείος του Κώστας, που έπαιζε σχεδόν όλα τα μουσικά όργανα, υπήρξε και ο πρώτος δάσκαλος του μικρού βιολιστή.
          Αργότερα που φοίτησε στο Ωδείο της Αθήνας, διακρίθηκε και απέσπασε πολλά βραβεία και εγκώμια από τους δασκάλους του. Στα δεκάξι του μόλις χρόνια πήρε το δίπλωμά του στο βιολί, το οποίο συνοδευόταν με το Α΄ βραβείο και χρυσό μετάλλιο!
 Μ' αυτές τις άριστες προδιαγραφές και με μια τριετή «Αβερώφειο υποτροφία», που του χορηγήθηκε, ξεκινάει το Φθινόπωρο του 1921 -στα 17 του- για ανώτατες σπουδές στη Γερμανία, όπου και θα έμεινε μέχρι το 1933.      
          Στο Βερολίνο τέλειωσε τις σπουδές για βιολί, κοντά στον καθηγητή Βίλι Ες.
  Όμως, αν και μεγάλος δεξιοτέχνης, όχι μόνο του βιολιού, αλλά και του πιάνου, ο ταλαντούχος βιολονίστας στράφηκε οριστικά στον χώρο της σύνθεσης.   
          Τις πρώτες σπουδές σύνθεσης και αρμονίας τις έκανε πλάι στον Κουρτ Βάιλ, στον οποίο τον γνώρισε ο φίλος του Γιάννης Κωνσταντινίδης (Κώστας Γιαννίδης), που σπούδαζε κι' αυτός, εκείνη την εποχή, στην ίδια γερμανική πόλη. Έπειτα από δύο χρόνια (το καλοκαίρι του 1925) ο Βάιλ προώθησε το Σκαλκώτα στον φημισμένο συνθέτη Πάουλ Γιάρναχ.
         Να τι είπε αργότερα τούτος ο μεγάλος δάσκαλος στον Γ.Γ. Παπαϊωννου (Α. Ε. Μ., τ. ΙΕ΄, σελ.140 ): «Ο Σκαλκώτας όταν άρχισε να μελετάει μαζί μου, ήξερε κιόλας τόσα πολλά για τη σύνθεση, που ένοιωθα, πως σχεδόν δεν είχα τίποτε να του μάθω!... Πρόσθεσε μάλιστα, πως όταν κάποτε πρόσεξε καλύτερα τις διορθώσεις που του είχε υποδείξει, στις παρτιτούρες που του πήγαινε, είδε ότι ο μαθητής του είχε δίκιο και όχι εκείνος!...       
         Εκείνη την περίοδο, παράλληλα με τις σπουδές του, για βιοποριστικούς λόγους, συνέθετε και ελαφρά μουσική, αλλά παράλληλα έπαιζε και μουσική σε διάφορα νυχτερινά κέντρα, κάτι που τον ευχαριστούσε. Όμως, τη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής του προσωπικότητας επηρέασε αποφασιστικά, όταν -από το Σεπτέμβριο του1927 και έως το 1931- βρέθηκε κοντά στον επινοητή του δωδεκαφθογγισμού Άρνολντ Σαίνμπεργκ.
         Τούτος ο μεγάλος και δυσπρόσιτος δάσκαλος της σύνθεσης κατάλαβε το μεγάλο ταλέντο του Σκαλκώτα, γι' αυτό και τον δέχτηκε με μεγάλη χαρά -ανάμεσα σε λίγους εκλεκτούς μαθητές του- στην Ακαδημία Καλών Τεχνών και Επιστημών της Γερμανικής πρωτεύουσας, εκείνης της εποχής.   
         Ο Σαίνμπεργκ -πρωτοπόρος και ριζοσπαστικός συνθέτης κι' αυτός- τον ενθάρρυνε στις προοδευτικές δημιουργικές του προσπάθειες και τον περιέβαλε με μεγάλη εκτίμηση και αγάπη. Με την πάροδο του χρόνου η συνεργασία τους μετατράπηκε σε στενή φιλία. Συχνά ομολογούσε το θαυμασμό του για τον αγαπημένο του μαθητή και έλεγε, πως ήταν το μεγαλύτερο ταλέντο της νέας γενιάς.
         Μια νέα γενναιόδωρη υποτροφία του Εμμ.  Μπενάκη τον ανακούφισε οικονομικά και τον βοήθησε να ζήσει πιο άνετα, αλλά και μια πιο ανέμελη ζωή στη Γερμανία. Την ευτυχία του ολοκλήρωσε ο γάμος του με μια προικισμένη βιολονίστα, την Γερμανίδα Ματθίλδη Τέμκο, που του χάρισε και μια κόρη, την Άρτεμη. Δυστυχώς, η «ευτυχισμένη περίοδος» δεν κράτησε πολύ. Το 1931, αφού πήρε το δίπλωμά του, κάτι άλλαξε στη ζωή του. Χώρισε από τη γυναίκα του, σταμάτησε τη σύνθεση και δεν ήθελε να βλέπει κανέναν από τους φίλους του.    
         Το Μάιο του1933, που το πυκνό σκοτάδι του ναζισμού είχε αρχίσει να σκεπάζει το Βερολίνο, αλλά και τα μεγάλα οικονομικά και προσωπικά προβλήματα που αντιμετώπιζε, τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη Γερμανία. Λίγο πριν είχε αναχωρήσει για τις ΗΠΑ -λόγω των διώξεων που δέχτηκε ως Εβραίος- και ο δάσκαλός του Σαίνμπεργκ. 
         Παίρνοντας κρυφά το δρόμο του γυρισμού για την Ελλάδα,  άφησε πίσω του -όπως λέει ο πιανίστας και συνθέτης Γ. Χατζηνίκος- ως ενέχυρο, στη σπιτονοικοκυρά του, για μερικά ενοίκια που της χρωστούσε όλα τα υπάρχοντά του. Ανάμεσά τους, και την πλούσια μουσική του βιβλιοθήκη, με τα χειρόγραφα τής -μέχρι τότε- συνθετικής του δουλειάς.
         Ερχόμενος στην Αθήνα, πίστευε πως όσοι γνώριζαν τις σπουδές του, θα τον βοηθούσαν να βρει κάποια αντάξια θέση εργασίας. Όμως, συνάντησε έλλειψη κατανόησης, ακόμα και εχθρότητα. Παντού βρήκε πόρτες κλειστές. Αντί να αναγνωρίσουν και να εκτιμήσουν τις πολύπλευρες ικανότητές του -σύνθεση, βιολί, πιάνο, διεύθυνση ορχήστρας κ.λπ.- βρέθηκε μπροστά σε ένα εχθρικό και μικρόψυχο περιβάλλον, το οποίο δεν θέλησε (ή δεν μπόρεσε) ν' αντιμετωπίσει.
         Με την οριστική του εγκατάσταση στην Ελλάδα ήρθε και το τέλος των σχεδίων και των προσδοκιών του. Οι περιορισμένες μουσικές συνθήκες της Αθήνας -εκείνης της εποχής-, όπου δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις να κατανοηθούν οι συνθέσεις του, του προκάλεσαν ένα ψυχικό κλονισμό, από τον οποίο χρειάστηκε αρκετός καιρός για να συνέλθει. Η υπόλοιπη ζωή του κύλησε μέσα στην απομόνωση και στην πίκρα.   
         Απογοητευμένος -αφού κανένας δεν τον καταλάβαινε- κλείστηκε στον εαυτό του και στο δικό του μικρόκοσμο, χωρίς να μιλάει σε κανένα για μουσική. Ακόμα και στην αδερφή του Κική, που ήταν μουσικός, όταν τον ρωτούσε για τις ατέλειωτες παρτιτούρες, που έγραφε τις νύχτες, τις έλεγε ότι αυτά δεν μπορούσε να τα καταλάβει εκείνη. Όμως, ήταν ευγενικός και πάντα με προθυμία εξυπηρετούσε όποιον ζητούσε τη βοήθειά του.
         Αλήθεια, τι τραγική ειρωνεία! Αυτός που είχε κατακτήσει τον σεβασμό των δύσκολων Γερμανών, στην πατρίδα του δεν βρέθηκε άλλη θέση, παρά μόνο να παίζει δεύτερο βιολί στα τελευταία αναλόγια της Κρατικής μας Ορχήστρας! Αργότερα του δόθηκαν αντίστοιχες θέσεις και στις ορχήστρες της Λυρικής και της Ραδιοφωνίας.
           Λένε, πως τα δύο πρώτα χρόνια, από τότε που γύρισε από τη Γερμανία, έμεινε εντελώς κλεισμένος στον εαυτό του. Λίγο αργότερα ξανοίχτηκε κάπως κι άρχισε να κάνει παρέα με κάποιους συναδέλφους του, από τα μέλη της ορχήστρας. Κάποιες φορές, μάλιστα, τους ακολουθούσε και σε κάποια γραφικά ταβερνάκια της Αθήνας, για να πιούνε κανένα ποτηράκι κρασί, κάτι που του άρεσε πολύ.
         Σιγά-σιγά, άρχισε πάλι να συνθέτει με μια δημιουργική δύναμη, η οποία τον οδήγησε σε μια πλούσια συνθετική περίοδο. Να προστεθεί, όμως, πως και τούτα τα έργα του, που ακατάπαυστα συνέθετε, έμεναν στα συρτάρια του, αφού κανένας δεν ενδιαφερόταν γι' αυτά. Ακόμα, είναι γνωστό, ότι όσο ζούσε, ελάχιστα από τα έργα του παίχτηκαν στην Ελλάδα!
         Ο κριτικός Μίνως Δούνιας έγραψε για τον Σκαλκώτα, αμέσως μετά το θάνατό του: Θαυμάζει κανείς πως αυτός ο καλλιτέχνης, που γνώρισε τόσες τιμές στο μεγαλύτερο, ίσως, τότε μουσικό κέντρο της Ευρώπης, εδώ, στον μικρό τόπο που γεννήθηκε, βρέθηκε ξαφνικά στο περιθώριο. Όσο και να παραδεχτούμε -συνεχίζει ο Δούνιας- ότι η επαναστατική τεχνοτροπία του Σαίνμπεργκ, που ακολουθούσε σε γενικές γραμμές και ο Σκαλκώτας, ήταν ίσως ξένη προς την Ελληνική ιδιοσυγκρασία, παραμένει εκπληκτικό το γεγονός ότι οι μουσικοί ηγέτες και τα καλλιτεχνικά ιδρύματα του τόπου μας, τόσο λίγο ενδιαφέρθηκαν να προσφέρουν πνευματική υποστήριξη, θετική και ουσιαστική βοήθεια, σ' ένα ταλέντο τόσο ιδιότυπο, το σπανιότερο, ίσως, που έχει αναδείξει ως τώρα ο τόπος μας.
          Ο ίδιος δεν ανήκε στην τάξη των επιτηδείων, ούτε εκείνων που κατέρχονται στον αγώνα με το σπαθί στο χέρι. Δεν προσπάθησε να επιβάλει την τέχνη του. Από την πρώτη επαφή με την Ελληνική καλλιτεχνική πραγματικότητα, έπειτα από την πρώτη αντίδραση του παγερού περιβάλλοντος, εγκατέλειψε αποκαρδιωμένος τον αγώνα και κλείστηκε στον εσωτερικό του κόσμο, μακριά από κάθε μάταιη επιδίωξη.
          Ο μουσικολόγος Γ. Γ. Παπαιωάννου μιλάει για ‘'μεγάλη συμπαιγνία'' ανθρώπων που φοβόντουσαν, ότι το πληθωρικό ταλέντο του Σκαλκώτα θα τους έκανε να χάσουν τις καρέκλες τους. Αναφέρει μάλιστα και ονόματα, όπως τον αρχιμουσικό Φιλοκτήτη Οικονομίδη και συνεργούς του τον Μανόλη Καλομοίρη -ηγέτη της λεγόμενης «Εθνικής Σχολής»- και τον διευθυντή του Ωδείου της Αθήνας Σπύρο Φαραντάτο. Προσθέτει, μάλιστα, και μια άλλη κακοήθεια της ‘'μεγάλης συμπαιγνίας''. Με το σκεπτικό, λέει, ότι έγραφε ‘'τρελή'', ακαταλαβίστικη μουσική, που ήταν αντίθετη με τους κανόνες που διδασκόταν στα ωδεία, διέδιδαν πως ο Σκαλκώτας ήταν τρελός!    
           Χαρακτηριστική, για την πίκρα που αισθανόταν ο συνθέτης γι' αυτά, είναι η στιχομυθία που είχε με τον Τζ. Παπαδόπουλο, βιολιστή, που είχε έρθει το 1939 από το Ωδείο του Λένινγκραντ και τον έβαλαν κι' εκείνον στα τελευταία αναλόγια της ορχήστρας. Πρόσεξε, του είπε, μην καταλάβουν πως είσαι καλός μουσικός, θα σε βγάλουν τρελό!...
          Ειδικοί έχουν πει, πως ο Σκαλκώτας ήταν ένας πρωτοπόρος δημιουργός, με προσωπικό ύφος, γι' αυτό και δεν θα μπορούσε να συμπορευτεί με την τότε κυρίαρχη εθνική σχολή. Εκείνος δεν ήθελε μόνο να αξιοποιήσει την εθνική μας κληρονομιά, αλλά να συλλάβει την ουσία της, κάτι που διατρέχει όλα τα έργα του συνθέτη.
          Φαίνεται, πως είχε γεννηθεί νωρίτερα από την εποχή του, γι' αυτό και σήμερα είναι περισσότερο επίκαιρος!        
           Η αναγνώριση και η δικαίωση, τούτου του σεμνού και ακαταπόνητου καλλιτέχνη, δυστυχώς, ήρθαν για 'κείνον πολύ αργά, μετά το θάνατό του!
          Όσοι μελέτησαν διεξοδικά ολόκληρο το έργο του, έμειναν έκπληκτοι, όχι μόνο από την ποσότητα, αλλά κι από την ποιότητά του.
         Ο μεγάλος συνθέτης έζησε ουσιαστικά άγνωστος, όπως γράφει ο Παπαϊωάννου, αλλά η μεταθανάτια «ανακάλυψή» του χαιρετίστηκε παγκόσμια σαν ένα αναπάντεχο γεγονός διεθνούς σημασίας, μέσα στη μουσική του 20ου αιώνα. Κανένας δεν φανταζόταν, πως ο πρόωρος θάνατός του θα στερούσε την Ελλάδα από μια τόσο μεγάλη μουσική διάνοια. Διάσημοι κριτικοί, που γνώρισαν συνολικά το έργο του, δεν μπορούσαν να πιστέψουν, πώς πρόλαβε να συνθέσει πάνω από 170 έργα (τα 110 σώζονται) και «όλα στο ίδιο υψηλότατο επίπεδο».
          Σήμερα, ο Ν. Σκαλκώτας αναγνωρίζεται διεθνώς ως μεγαλοφυΐα, χάρη σε ηχογραφήσεις ποιοτικών ερμηνειών τού έργου του, από Έλληνες και ξένους  καλλιτέχνες. Ο πιο απαιτητικός κριτικός, του περασμένου αιώνα, Hans Keller, μεταξύ άλλων, είχε πει για το Σκαλκώτα: «Επιτέλους ένας συνθέτης, όλα τα έργα του είναι χρυσάφι, κύριοι βγάλτε τα καπέλα σας!». Αλλά και η διεθνής βιβλιογραφία τον κατατάσσει ανάμεσα στους κορυφαίους δημιουργούς του περασμένου αιώνα.
         Να προστεθεί, πως, την περίοδο που ο Σκαλκώτας ήταν κοντά στον Σαίνμπεργκ, απέφευγε να χρησιμοποιεί το 12φθογγο σύστημα σύνθεσης τού αγαπημένου του δασκάλου. Το 1935, όμως, εφάρμοσε το 12φθογγο, αλλά με ένα διαφορετικό, με ένα πρωτότυπο τρόπο γραφής. Επινόησε, δηλαδή, ένα πολυδωδεκαφθογγικό σύστημα και άρχισε να συνθέτει ακατάπαυστα.
           Από το 1938 και μετά δοκίμασε και άλλα δικά του συστήματα σύνθεσης με την ίδια πάντα επιτυχία.Το 1946 παντρεύτηκε τη δεύτερη γυναίκα του, την πιανίστα Μαρία, το γένος Παγκαλή, η οποία καταγόταν από μουσική οικογένεια της Χίου και μετακόμισε στο δικό της σπίτι, στην οδό Καλλιδρομίου 41. Από τη Μαρία απέκτησε δύο γιους, τον Αλέκο (ζωγράφο) και το Νίκο (πρωταθλητή στο σκάκι), ο οποίος γεννήθηκε δυο μέρες μετά το θάνατό του, γι' αυτό πήρε και το όνομα του. 
          Να αναφέρουμε, ότι το πλούσιο έργο του κορυφαίου συνθέτη περιλαμβάνει διάφορα κοντσέρτα, συμφωνικές σουίτες, μουσική δωματίου, χορούς και τραγούδια, τα οποία εκδόθηκαν μετά το θάνατό του. Πολλά από τα έργα του, ιδιαίτερα οι «36 ελληνικοί χοροί», περιλαμβάνονται στα ρεπερτόρια μεγάλων συμφωνικών συγκροτημάτων, όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης και της Αμερικής.           Μερικά από τα χαρακτηριστικά τού έργου του είναι η αρμονία, η ποικιλία των χρωμάτων και ο πλούτος των εκφραστικών μέσων.   
          Ο Νίκος Χατζηνίκος -ένας από τους πρώτους και κυριότερους ερευνητές και ερμηνευτές του έργου του- λέει, πως η μουσική του Σκαλκώτα χαρακτηρίζεται από το βάθος, τη δύναμη, τη λεβεντιά και τη λεπτότητα της ελληνικής παράδοσης.
          Τη δύσκολη περίοδο του Πολέμου και της Κατοχής, όπως και τα ‘'πέτρινα χρόνια'' του Εμφυλίου, ο Σκαλκώτας περνούσε τις νύχτες του γράφοντας μουσική, πρώτα στο σπίτι της οδού Ιάσωνος 34α -που έμενε μαζί με την οικογένεια της αδελφής του και τη μητέρα του- και μετά το γάμο του στην Καλλιδρομίου. Σε τούτο το σπίτι, μια αποφράδα μέρα του Σεπτέμβρη -όπως προαναφέρθηκε- άφησε και την τελευταία του πνοή, από περίσφιξη κήλης, όπως διέγνωσαν οι γιατροί.
          Μετά το θάνατό του κάποιοι ενδιαφέρθηκαν και συγκέντρωσαν το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, ίδρυσαν μάλιστα και την «Εταιρεία Φίλων Σκαλκώτα». Έτσι, σήμερα, αυτός ο πολύτιμος εθνικός θησαυρός, βρίσκεται στο «Αρχείο Σκαλκώτα».
           Πριν κλείσω, να προσθέσω πως, στις αρχές του 2004, μία από τις αίθουσες του Μεγάρου Μουσικής της Αθήνας πήρε το όνομα τού Ευβοέα καλλιτέχνη. 
         Αυτά τα λίγα για τον κόσμιο και ταλαντούχο συνθέτη Νίκο Σκαλκώτα, που αν και η ζωή του ήταν σύντομη, το έργο του ήταν τόσο σημαντικό και μεγάλο, που η φήμη του ξεπέρασε τα όρια της χώρας μας! 
 


[1] Σήμερα, τούτο το αρχοντικό του Μάλλιου ανήκει στον Δήμο της πόλης. Εδώ στεγάζονται το Λύκειο Ελληνίδων, στο ισόγειο και, στον α΄, τα γραφεία του τοπικού τμήματος της Εταιρείας Ευβοϊκών σπουδών. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: