ΓΕΦΥΡΑ

eviahistοry.gr

Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2017

Ο ΔΡΟΣΙΝΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΥΡΓΟ ΤΟΥ ΣΤΙΣ ΓΟΥΒΕΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙ


Ο ΔΡΟΣΙΝΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΥΡΓΟ ΤΟΥ ΣΤΙΣ ΓΟΥΒΕΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ
 Του Αντώνη Παύλου

Προλογικά

Ο Πύργος που έζησε μεγάλο μέρος των νεανικών του χρόνων ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης, στις Γούβες Εύβοιας, κτίσμα με μεγάλη αρχιτεκτονική, λαογραφική, ιστορική κοινωνιολογική αξία, αποτελεί ένα από τα ελάχιστα δείγματα που απέμειναν στον Ελλαδικό χώρο, «οικιών οχυρωμένων με πύργους (και μάλιστα διαγωνίως όπως ο πύργος του Δροσίνη). Οι οικίες αυτές ανήκουν στους
πρώιμους χρόνους της Τουρκοκρατίας» (από έγγραφο της Εταιρείας Ευβοικών Σπουδών προς το Υπουργείο Πολιτισμού για άμεση επέμβαση κατασκευής και συντήρησης του πύργου από φθορές που τον απειλούν, μετά το 1982 ιδιαίτερα. Παρατίθεται ολόκληρο στην Προοδ. Εύβοια”, αρ. φλ. 678 (23.2.1989), 3,7.Βλέπε επίσης “Προοδ. Εύβοια”, φλ. της :25 10.90..3,4).
[Βιβλιογραφικά για τον πύργο στις Γούβες: Γ. Γκίκας, περ. Διάπλασις των Παίδων, 12,8.1961, 60 J. ΚΟDΕR,NΕGRΟΡΟΝΤΕ (...), VIΕΝ 1973 (Διατριβή επί υφηγησία), 111 (και σημ. 18) Ιορδ. Δημακόπουλος, Πύργοι, οι οχυρές κατοικίες της προεπαναστατικής Πελ/σου, στα Πρακτικά Γ’
Διεθνούς Συνεδρίου Πελ/κων Σπουδών, 376. 8. Σκούρας, Οχυρώσεις στην Εύβοια (μερικές λύσεις στα τοπογραφικά τους προβλήματα), ΑΕΜ, τομ 20. (1975). 350-351 και φωτογραφία αρ. 34.] Ακολουθεί η περιγραφή του κτίσματος με την ιστορίας του, απ’ τον ποιητή, όπως γράφτηκε στα απομνημονεύματά του, με τίτλο “Σκόρπια φύλλα της ζωής μου” (ο πρώτος τόμος κυκλοφόρησε το 1940, όσο ζούσε δηλαδή ο ποιητής, ο δεύτερος (1982) και ο τρίτος (1983) τυπώθηκαν στη σειρά των εκδόσεων του “Συλλόγου προς διάδοσιν των ωφελίμων βιβλίων”, με φιλολογική επιμέλεια Γιάννη Παπακώστα). Το απόσπασμα που ακολουθεί (με βιβλιογραφικές και ερμηνευτικές επεξηγήσεις) δημοσιεύτηκε και στον 24ο τόμο (σελ. 191-193) της “Βασικής Βιβλιοθήκης” (Προβελέγγιος, Δροσίνης, Πολέμης ,Στρατήγης, Καμπάς. Φιλολ. Επιμ.: Γ. Θέμελης, Αθήνα 1955. Γιώργος Δροσίνης, « Στον Πύργο των Γουβών” Εισαγωγικό σημείωμα: Χρήστος Β. Χειμώνας, Α.Ε.Μ., τομ.30(1992/93 ), 97-121). Η διήγηση «Ο Πύργος μας, όταν φτάσαμε πια μπροστά στη σκάλα του και ξεκαθάρισε θρονιασμένος στο ψηλότερο μέρος του χωριού μου φάνηκε βαρύς, επιβλητικός, περισσότερο απ’ ότι μου τον είχαν παραστήσει. Δεν έμοιαζε καθόλου με τους Τούρκικους πύργους της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, που είχα ιδεί ζωγραφιστούς. Μου θύμισε περισσότερο τα μεσαιωνικά αρχοντικά κάστρα κι αγροτικά παλάτια, που είχα βρεί διαβάζοντας ιπποτικά μυθιστορήματα. Η τόσο ιδιόρρυθμη κι επιβλητική όψη του Πύργου μου γέννησε την περιέργεια να μάθω πότε και πώς χτίστηκε, γιατί μαρτυρούσε κάποιον τεχνίτη και όχι χωριανούς χτίστες. Κανένας όμως απ’ τους χωριανούς δεν μπορούσε να με φωτίσει, γιατί όλοι είχαν εύρει τον Πύργο χτισμένο κι ούτε ποτέ φρόντισαν να μάθουν από τους γηραιότερους την ιστορία του. Με τα πολλά βρέθηκε μια πολύ γριά, η μαμμή του χωριού (1) ,τόσο γριά, που είχε γνωρίσει στη Σκιάθο το Θανάση Διάκο και τον Κωλέττη(2) πριν από το ‘21, κοπέλλα τότε, κι είχε πλύνει πολλές φορές τα ρούχα τους. Κατά τη γριά μαμμή λοιπόν: ο Πύργος μας θα είχε χτιστή τα πρώτα χρόνια ύστερα από το 1800. Αφεντικό των Γουβών ήταν ο Ιμπραήμ αγάς και ήρθε να κατοικήσει με τη γυναίκα του την Εμιτέ, κόρη του Δερβίς μπέη, από τους πλουσιότερους Τούρκους της Χαλκίδος. Ο Δερβίς μπέης προίκισε την Εμιτέ και με τρία άλλα χωριά, μαζί με τις Γούβες: το Καστρί(3), το Αγριοβοτάνι και την Καστανιώτισσα. Διάλεξεν όμως ο Ιμπραήμ αγάς από τα τέσσερα τις Γούβες για σταθερότερη διαμονή κι’ έφερ’ από τη Χαλκίδα κατά σύσταση του πεθερού του έναν ξακουστό τεχνίτη, το σκλάβο Αχμέτη για να του σχεδιάσει την κατοικία του. Ο Αχμέτης διάλεξε το ψήλωμα για την ωραία τοποθεσία του, έκανε το σχέδιο του Πύργου, κι’ επιστάτησε το κτίσιμο. Κι ο Ιμπραήμ αγάς τόσο ευχαριστήθηκε, που τον ελευθέρωσε από τη σκλαβιά του. Όταν κατοίκησαν τον Πύργο, η Εμινέ ήτο σαραντάρα, ωραία ακόμα, αλλά χωρίς δροσιά, που είχαν τα δύο κορίτσια της η Αιλέ και η Ιμετή, δύο αγγελικά πλάσματα. Η ζωή της με τον Ιμπραήμ δεν ήτο ευτυχισμένη. Οξύθυμος και •τυραννικός ο αγάς την εκακομεταχειρίζουνταν και μάλιστα όταν είχε ανάψει το αίμα του από το ρακί. Το πάθος του αυτό τον τύφλωνε τόσα, που μια μέρα, επειδή ένας αράπης σκλάβος του, που δεν υπάκουσε αμέσως σε κάποια παράλογη προσταγή του, άρπαξε το μαχαίρι και τον έσφαξε σαν τραγί. Και καθώς σπάραζεν ο κακόμοιρος ο αράπης χτύπησε την παλάμη ματωμένη στον τοίχο κι άφησε τα σημάδια της στον ασβέστη. Του κάκου κι ο αγάς κι οι άλλοι τα καθάριζαν σε τρείς μέρες ξανάβγαιναν πάλι. Και τώρα αν ξύσει κανένας τον τοίχο ασβεστοχρισμένο πολλές φορές από τότε θα βρεί τα σημάδια της ματωμένης παλάμης του αράπη (4). Ώστε ο Πύργος των Γουβών δεν ήταν ένα απλό αρχοντόσπιτο των αφεντικών, είχε και τη δραματική ιστορία του, που τον έκανε σαν ιστορικό μνημείο και μεγάλωνε την εξωτερική επιβολή του. Την επιβολή αυτή του την έδιναν δύο στρογγυλά πυργάκια στις δύο αντικρινές γωνίες του, την βορεινή και τη νότια, σαν ανεμόμυλοι, με το σκοπό βέβαια να τον υπερασπίζουν από κάθε εξωτερική προσβολή. Η αρχική πρόσοψη του Πύργου είχε τώρα αλλαχτεί. Μια πέτρινη σκάλα ανέβαινε προς ένα πολύ μεγάλο εξώστη ξύλινο, στηριγμένο σε κολόνες από χοντρούς κορμούς, και κεραμιδοσκέπαστον. Από τον εξώστη μια μονόφυλλη βαριά πόρτα, δρύϊνη και. Σιδεραμένη άνοιγε κ’ έμπαινε κανένας το χειμωνιάτικο του Πύργου, ένα μεγάλο σαλόνι με θεώρατο τζάκι. ΄Οταν κατοικούσε όμως στον Πύργο ο Τούρκος αγάς, ούτε πέτρινη σκάλα ήταν εκεί, ούτε εξώστης. Μια κρεμαστή ξύλινη σκάλα κατέβαινε από την πόρτα για την εξωτερική συγκοινωνία, και την ανάσερναν πάλι από μέσα από τον Πύργο σαν φράχτη, όρθια μπροστά στη ασφαλιστή πόρτα, όταν ήθελαν να φυλαχτούν, και την ημέρα κάποτε, τακτικά όμως τη νύχτα: Από το χειμωνιάτικο περνούσε κανένας σε μια κάμαρα ύπνου με παράθυρο προς τη θάλασσα, σε μιαν άλλη στρογγυλή καμαρούλα, που ήταν εσωτερικό από το άλλο. Τα δύο πυργάκια είχαν μικρά παράθυρα και πολεμίστρες: ανοίγματα στενόμακρα του τοίχου απ’ έξω και πλατύτερα από μέσα, για να μπορούν να πυροβολούν με ασφάλεια οι κλεισμένοι στον Πύργο όποιον θα τολμούσε να πλησιάσει απ’ έξω με σκοπούς εχθρικούς. Στο ισόγειο του Πύργου ήταν η αποθήκη της σοδιάς με ξεχωριστή είσοδο κάτω από το μεγάλο εξώστη. Και όταν παραγέμιζε η αποθήκη και το σιτάρι κυλούσεν ως την πόρτα, άνοιγε μια γκλαβανή στο πάτωμα της στρογγυλής καμαρούλας, κι από εκεί άδειαζε τα σακκιά στην αποθήκη, όπως στ’ αμπάρια των καραβιών. Η επίπλωση του Πύργου ήταν περιορισμένη στα λίγα και τ’ απαραίτητα. Έξι καρέκλες αθηναϊκές ψάθινες, μισοτριμμένες και σακατεμένες, δύο πάγκοι ξύλινοι, δύο τραπέζια σανιδένια και πέντ’ έξι χοντροκομμένα σκαμνιά χωριάτικης τέχνης, δύο τραπέζια ξύλινα, με τρίποδα και. τάβλες, ένα στη στρογγυλή καμαρούλα του πατέρα μου, κι’ ένα στην τετράγωνη δική μου, είχαν στρώματα γεμάτα με καλαμποκόφλουδες μεταξένιες, απαλές και δροσερές για το καλοκαίρι.» 1. Η μαμή αποτελούσε σημαντικό πρόσωπο της κοινωνίας του χωριού, γεγονός που γνώρισε και την εθιμική αποτύπωσή του και τελετουργική ανήψωσή του στην τελούμενη ως τις μέρες μας, σε χωριά κυρίως της βόρειας Εύβοιας, “Ημέρα της μαμμής” (8 Ιανουαρίου), συσχετισμένη, όχι παράδοξα, και με παράλληλα έθιμα ‘‘γυναικοκρατίας” (Μ. Γ. Μερακλής. Ελληνική Λαογραφία. 2 (΄Ηθη και έθιμα), Αθήνα (Οδυσσέας) 1986, 22. Γ. Α. Μέγας, Έθιμα της ημέρας της μαμμής, ΕΛΑ., τόμ. 7 (1952), 3-27). Για τη μαμμή πίστευαν ότι κουβέντιαζε με το Θεό και δεν την πείραζαν τα “Ζώδια’• που απειλούσαν τη λεχώνα και το παιδί της, (Κ. Καραπατάκη, Η μάνα και το παιδί στα παλιότερα χρόνια, Αθήνα 1979, 40-53). 2. “Κατά Ιούλιον δε του 1823 διέτριψεν εν Ξηροχωρίω, ως Έπαρχος Ευβοίας, ο περίφημος Ιωάννης Κωλέττης” (Κ. Α. Γουναρόπουλος, Ιστορία της νήσου Ευβοίας (...), Θεσσαλονίκη 1930 (φωτομηχανική επανέκδοση “Προοδ. Ευβοιας”, Χαλκίδα 1979), 227]. 3. ‘Τα χωριά Γούβες και Καστρί τα είχεν αγοράσει ένας Βαπτιστής Δρόσος, ο οποίος είχε αγοράσει και άλλα χωριά και το χωριό Μετόχι Κηρονηλέων, δια τα οποία ουδεμία αμφισβήτησις υπήρχε” (Γ. Κ. Δήμου-Αφένδρα, Το αγροτικόν ζήτημα εις την Βόρειον Εύβοιαν (Αγώνες των κατοίκων ευθύς μετά την απελευθέρωσιν της Εύβοιας από τούς Τούρκους το 1829), ΑΕΜ, τομ. 12 (1965), 363). Ο Ναπ. Ξανθούλης (Σύστασις και εξέλιξις του νομού Ευβοίας, Α ΑΕΜ, τομ. 18 (1972), 84) σημειώνει: “Με αρχικόν όνομα Γουβας ανεγνωρίσθη δια του Β. Δ. της 12-8-1912 ΦΕΚ Κ 245(1912, προελθούσα εκ του τέως δήμου Ιστιαίων. Κατά την απογραφήν του 1940 απεγράφη εις το όνομα αι Γούβαι. Περιλαμβάνει και τον συνοικισμόν το Καστρίον”. 4. Οι λαϊκές κατάρες μοιάζουν με μικρές επωδές που απαγγέλονται βιαστικά και σε στιγμές ψυχολογικής συγκίνησης, κάποτε με χειρονομίες, για να κάνουν κακό. Εκδηλώσεις της ψυχολογίας του κάθε ανθρώπου που, όταν είχε τον τρόπο ή τη δύναμη να κάνει το κακό, καταφεύγει στο μαγικό λόγο. Βέβαια στα ελληνικά ήθη και έθιμα η αδικαιολάγητη κατάρα δεν πιάνει, ή, όπως λέει η παροιμία, “η άδικη κατάρα περπατεί όλη μέρα και το βράδυ γυρίζει στο νοικοκύρη της” (Δ. Λουκάτος, Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία, Αθήνα (ΜΙΕΤ) 1985 106-116. Στιλπ. Κυριακίδης, Ελληνική Λαογραφία, 1965, 130-141. Γ. Α Ρήγας, Σκιάθου Λαϊκός πολιτισμός τομ. Γ΄ Θεσσαλονίκη 1968, 165-184).

Δεν υπάρχουν σχόλια: