ΓΕΦΥΡΑ

eviahistοry.gr

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2025

Πώς αλλάζει τ’ όνειρο

Πώς αλλάζει τ’ όνειρο

Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ: Πρόκειται για ένα μουσικοθεατρικό δρώμενο σχετικά με τα γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής και τον ξεριζωμό του ελληνισμού από τις πατρογονικές του εστίες στην Ιωνία Γη, τη Θράκη και τον Πόντο, το οποίο συντάχθηκε για να παρουσιαστεί – στα πλαίσια των εκδηλώσεων Προσφυγικής Μνήμης στη Νέα Λάμψακο Ευβοίας – κατά τα ογδοντάχρονα από τη θλιβερή επέτειο του Εικοσιδυό.


Το Πώς αλλάζει τ’ όνειρο στην ανά χείρας ενότητα κειμένων ηγείται μιας τριλογίας γραπτών σχετικά με τον ξεριζωμό και τη μετέπειτα πορεία ζωής των εκ Μικράς Ασίας προσφύγων στη νέα τους εγκατάσταση.
Το εν λόγω έργο καταπιάνεται με την ολάνθιστη ζωή μιας ελληνικής κοινότητας ανθρώπων στην πατρώα γη, την είδηση της καταστροφής και την καταφυγή στη σωτήρια αγκάλη της μητέρας πατρίδας. Το δεύτερο από τα άλλα δυο καταγίνεται με το ζήτημα της εγκατάστασης στη νέα πατρίδα, τις ανυπέρβλητες δυσκολίες και τις προσπάθειες των εκτοπισθέντων να ανταπεξέλθουν στα σκληρά δεδομένα της νέας ζωής, αντάμα πάντα με τον άσβηστο πόθο της επιστροφής στα πάτρια. Το τρίτο ασχολείται με το προσκυνηματικό στη γη των προγόνων τους ταξίδι, που μετά από δεκαετίες προέκυψε με την επιθυμία και αγνή πρόθεση σύμπλευσης και συναλληλίας με τους εγκατεστημένους στα δικά τους, τα πατρογονικά τους, τα σπίτια αλλογενείς νέους ενοίκους.
Και στα τρία κείμενα (όπου εξελίσσεται και η πορεία ζωής κάποιων εκ των ηρώων του Πώς αλλάζει τ’ όνειρο) έχουν ενταχθεί αναφορές σε ιστορικά, μυθολογικά και φανταστικά στοιχεία, πλέκοντας καταστάσεις και δράσεις στην Ιωνική των Ελλήνων πατρίδα και στην κατ’ ανάγκη νέα των ανθρώπων της εγκατάσταση. Παράλληλα, έχουν προσδεθεί και ταιριαστά προς την περίπτωση άσματα, ώστε και μέσω αυτών να αποτυπωθεί καλύτερα το επιθυμητό κλίμα και παράλληλα ψυχαγωγία στο κοινό να προσφερθεί.











Περί των πρωταγωνιστών

ΠΡΟΣΩΠΑ: Χρυσάνθη, Χαρίλαος, Γιάννης Λωλός, Τα παιδιά της Χρυσάνθης & Γειτονόπουλα, Τα Πειραχτήρια, Πηνελόπη, Μερόπη, Τρυφωνία, Δεσποινιώ, Κανταδόροι, Αλέξανδρος, Κομπανία, Αφηγητής, Χορός, Ξεριζωμένοι
Χρυσάνθη: Καλοκάγαθη, ευγενική και ευπροσήγορη γυναίκα ηλικίας περίπου 35-40 χρονών, η οποία παντρεμένη με τον Χαρίλαο είναι. Φορά απλά, καθημερινά ρούχα, ενώ την αμφίεσή της συμπληρώνουν μία μπροστοποδιά και ένα κεφαλομάντηλο.
Χαρίλαος: Άνθρωπος συγκαταβατικός και χαμηλών τόνων, ελαφρώς μεγαλύτερος από τη σύζυγό του. Φορά απλά, καθημερινά ρούχα.
Γιάννης Λωλός: Το θολωμένο του μυαλό λωλάδα μεγάλη του έχει επιφέρει, διαρκώς τον παραδέρνει, τον κάνει να ξεσκίζει τα ρούχα του και να δείχνει ένας πραγματικά κουρελής. Βρίσκεται στην αυγή της τρίτης δεκαετίας της ζωής του.
Τα παιδιά της Χρυσάνθης & Γειτονόπουλα: Είναι απλοντυμένα και ως υποδήματα φορούν πέδιλα ή τα ‘‘καλά’’ τους τα παπούτσια.
Τα Πειραχτήρια: Κακότροπα παιδιά, χαμίνια του δρόμου. Φορούν παλιόρουχα, είναι ξυπόλητα, ατημέλητα και λερά.
Πηνελόπη: Καλοσυνάτη και απλοϊκή γυναίκα του σπιτιού και της της γειτονιάς, ηλικίας 50-60 χρονών. Φορά μαντίλα και ρούχα σκουρόχρωμα, που καλύπτουν όλο της το σώμα έως κάτω στον αστράγαλο.
Μερόπη: Καλόγνωμη γυναίκα, ηλικίας ελαφρώς άνω των σαράντα. Ντυμένη, όπως και οι υπόλοιπες, με την καθημερινή της ενδυμασία.
Τρυφωνία: Εικοσάχρονη κοπέλα. Η νεαρότερη της παρέας. Ντύνεται κάπως πιο εξεζητημένα σε σχέση με τις υπόλοιπες.
Δεσποινιώ: Νεαρή κοπέλα. Η μαντατοφόρος της θλιβερής είδησης. Φορά ρούχα σκουρόχρωμα.
Κανταδόροι: Καλλίφωνοι νεαροί Λαμψακινοί. Κουστουμαρισμένοι και γραβατοφορεμένοι.
Αλέξανδρος: Κουστουμαρισμένος με μαύρου χρώματος ένδυμα και μαύρο καπέλο. Έχει μουστάκι λεπτό, μάγκικο και είναι ηλικίας 30 τόσο χρονών.
Κομπανία: Ακολουθούν σε όλα τα χνάρια του αφεντικού: αμφίεση, καπέλο, μύστακα, συμπεριφορά.
Χορός: Τα μέλη του χορού φορούν πορφυρούν ή γαλαζωπό, ολόσωμο χιτώνα έως αστραγάλων. Το κορμί τους το διασχίζει διαγωνίως μία γαλαζωπή ταινία, καθώς και μία όμοια αυτής που περιτριγυρίζει την κεφαλή του καθενός.


ΣΚΗΝΙΚΟ
Ι. Για τις σκηνές της 1ης πράξης, οι οποίες εκτυλίσσονται στην αυλή ενός μικρασιάτικου σπιτιού των ακτών του Ελλησπόντου, αρκετή είναι η πρόσοψη ενός παράλιου καλλίγραμμου ελληνικού λαϊκού σπιτιού, που διακοσμείται με βουκαμβίλιες, γλάστρες γερανιών, κρίνων, γιασεμιών, βιολετών και ρόδων, ενώ για την επίπλωσή του αρκούν ένα ξύλινο τραπέζι με δυο τρία καθίσματα ή δυο στρογγυλά μεταλλικά τραπέζια καφενείου και τέσσερα καθίσματα, δυο ως πεζούλια – πέριξ της σπιτοθύρας – παγκάκια, δυο τρία σκαμνιά ή κοντοί κορμοί δένδρου για πρόχειρα καθίσματα, ένα σάρωθρο (σκούπα) από σόργο με ξύλινο στειλεό (κοντάρι) και ένας σκουπιδοσυλλέκτης (φαράσι).
ΙΙ. Για την πραγμάτωση της σκηνής της 2ης πράξης χρήσιμο είναι να παρασταθεί ζωγραφικά η πρόσοψη μιας ενότητας χαμόσπιτων, τα οποία κατά τη μορφή και τις δομικές τους αναλογίες εύκομψα φαντάζουν, μα συγχρόνως φτωχά και άθλια μέσα στη ζωή και τον χρόνο δείχνουν να είναι.
ΕΠΙΠΛΑ-ΧΡΗΣΤΙΚΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ: Απλές κατασκευές (κοντοί κορμοί δένδρου για καθίσματα, σκαμνιά ή παγκάκι κ.τ.λ.), βουκαμβίλια, γλάστρες γερανιών, κρίνων, γιασεμιών και ρόδων, πρόχειρο τραπεζάκι, χράμια, δυο τρία στρογγυλά μεταλλικά τραπέζια και καθίσματα καφενείου, δίσκος καφενείου σερβιρίσματος ρακής ή ούζου και λιτών θαλασσινών εδεσμάτων, ένα σάρωθρο (σκούπα) από σόργο με ξύλινο στειλεό (κοντάρι) και ένας σκουπιδοσυλλέκτης (φαράσι), φλογέρα βοσκού, εικόνες, παλιές φωτογραφίες, μπογαλάκια, μπακιρικά, βαζάκια με γλυκό, νεροκολοκύθες.


















ΣΚΗΝΗ 1η Μεταξύ δύο πατρίδων

ΠΡΟΣΩΠΑ: Χρυσάνθη, Γιάννης Λωλός, Πηνελόπη, Τα Πειραχτήρια, Κανταδόροι
ΣΚΗΝΙΚΟ Ι
(Στο βάθος της σκηνής υπάρχει ένα παλικαρόπουλο, ο Γιάννης, που θύμα των ανθρωποφάγων Αμελέ Ταμπουρού υπήρξε και ως εκ τούτου διαρκώς παραλογίζεται, λέει ή κάνει ό,τι κουζουλάδες το θολωμένο του μυαλό τον σπρώχνει να πράξει και συχνά πυκνά ασυνάρτητα λόγια στον αέρα σκορπά. Ως συνήθως, είναι μισοξαπλωμένος. Προσφιλής του θέση το επί της πρόσοψης του πατρικού οίκου πεζούλι.
Σε λίγο, εξέρχεται του σπιτιού η αδερφή του, η Χρυσάνθη, η οποία πολύ τον νοιάζεται, αγόγγυστα και με απέραντη καλοσύνη τον περιποιείται.)
Χρυσάνθη: Τι λες, (Τον πλησιάζει. Τον σκέπη με το ένα της χέρι και με τον στοργικό τόνο της φωνής της.) Θέλεις κάτι να σου φέρω; (Μικρή παύση.) Να δροσερέψει το χειλάκι σου, καλό μου αδερφάκι...
Γιάννης: Ου... Όχι...
Χρυσάνθη: Γιατί, Γιαννάκη μου; Γιατί;
Γιάννης: Αϊ, Χρυσάνθ’... (Μικρή παύση.) Χάσ’...
Χρυσάνθη: Γιατί, καλό μου αδερφάκι, μιλάς έτσι; Τι σου έκανα;
Γιάννης: Χάσ’... Χάσ’... (Μικρή παύση.) Χάσ’...
Χρυσάνθη: Σύνελθε, Γιάννη μου!... Σύνελθε...
Γιάννης: Ξεκουμπίσου, μουρλέγκου... (Μικρή παύση.) Ξεκουμπίσ’...
Χρυσάνθη: (Πάντα πράα.)Γιάννη μου καλέ, γιατί με πληγώνεις; Εγώ σε αγαπάω! Σε λατρεύω, αγόρι μου! Είμαι η αδερφούλα σου, που παίζαμε παιγνιδάκια όμορφα εδώ, στο σπιτικό μας! (Με φωνή χάδι και με τα χέρια της βελούδο στην κεφαλή του αδερφού της.) Και άμα έπιανε η άνοιξη, θυμάσαι, Γιάννη μου!... (Μικρή παύση.) Θυμάσαι, Γιάννη μου, που τρέχαμε για παιχνίδι κάτω στ’ ακροθαλάσσι της Λάμψακός μας, σιμά στα νταλιάνια μας, τα ιχθυοπερίβολά μας; Και στις βαρκούλες μας, Γιάννη μου!...
Γιάννης: (Πιάνεται από τις «βαρκούλες» και... αφυπνίζεται.) Μπαρκούλες, Χρυσάνθ’... Μπαρκούλες...
Χρυσάνθη: Ναι, χρυσό μου... Βαρκούλες, Γιάννη μου. Σε αγαπώ πολύ, Γιάννη μου!
Γιάννης: Γαπώ, Χρυσάνθη μ’... Γαπώ...
Χρυσάνθη: (Κρατώντας το πρόσωπό του με τα δύο της χέρια.) Αγόρι μου!...
Γιάννης: Χρυσάνθη... Χαμένη...
Χρυσάνθη: Έλα, σύνελθε, παλικάρι μου. (Σε τόνο ενθαρρυντικό.) Μπράβο, αγόρι μου!...
Γιάννης: Κα – λά... Τουρ – κιά!... Μηρμυγκιά!... Λεφούσ’...
Χρυσάνθη: Άχου, Θεέ μου, πώς μας το κατάντησαν οι βάρβαροι!... Οι ελεεινοί!... (Απομακρύνεται και κάθεται στην απέναντι του Γιάννη γωνιά και μοιρολογά ή άδει τους πιο κάτω στίχους, ενώ την ίδια στιγμή ο Γιάννης, διαρκώς φέρνει στον νου του τη φρίκη των Αμελέ Ταμπουρού, των ‘‘Ταγμάτων Εργασίας’’. Αυτές οι άσβηστες εικόνες, που τις νιώθει σαν να είναι τωρινές και αδιάκοπες, τον κάνουν να έχει κρυμμένο το κεφάλι του ανάμεσα στα σκέλια του, διαρκώς να μουρμουρίζει και να χτυπά το κεφάλι του με τις δύο του παλάμες από τρόμο φαντασιακό. Ασίγαστα, φυλακισμένος είναι ο δόλιος στον αλλόκοτο κόσμο της εντός του τρελής μοναξιάς και του τρόμου.)
Σαλέψανε, αδέρφι μου, τα σωθικά σου
και η ζήση σου έχει γίνει κουρνιαχτός
Μανούλα μου, πώς να ’σουνα κοντά του
το σπίτι μας το ρημαδιό να είχε γίνει φως!

Αυτοί που σε χτυπούν, αδέρφι, να σβηστούνε
λιγάκι να σου γιάνει η ψυχή
ν’ ανθείς για πάντα εμείς ποθούμε
ο νους σου να ’χει ανάσταση, γιορτή!

Ποιος θα βρεθεί τα νέφη σου να πλήξει,
αδέρφι μου, τον πόνο να σου σβήσει
που φώλιασε εντός σ’ σαν μαύρη ψύξη
της λογικής και πάλι αγέρι να φυσήξει!

Αδέρφι μου, σαν τον Θεό σε αγαπούμε
τη γιατρειά σου στ’ άστρα αποζητούμε
ν’ ανθείς για πάντα προσκυνούμε
με λογική να ζεις το καρτερούμε!

Σαν έρθ’ η μέρα η ποθεινή
κι η λογική γενεί αγλαϊνή
οι ουρανοί χαράς θα βρούνε στύση
και μείς της ευτυχιάς τη βρύση!
(Ανασηκώνεται. Φαντάζει βαριά και δύσθυμη. Με βήμα νωχελικό κατευθύνεται προς το κοινό. Παίρνει να μονολογεί:) Ας όψονται οι παλιο-Γερμαναράδες που τους άνοιξαν τα γκαβά τους, αλλιώς... Πώς νιώθαν αυτοί οι μπουνταλάδες... Οι άξεστοι... Οι αγροίκοι... Πήγαιναν για φούντο... Στον αγύριστο... Στον Εξαποδό...
Είχε έρθει ο καιρός, που δια παντός θα βλέπαν άσπρη μέρα οι δόλιοι σκλάβοι της Ανατολής!
Μα, μας ήρθαν τούτοι, οι ξανθοί, οι ‘‘πολιτισμένοι’’ Ευρωπαίοι, μ’ αυτό το τέρας για αρχηγό τους, τον ‘‘κύριο’’ Λίμαν Φον Σάντερς, τον στρατηγό τους με τον αρρωστημένο νου, που θύματά του πέσαμε ούλοι οι Χριστιανοί της Ανατολής! Αυτός, ο ‘‘Χριστιανός’’ ήταν ο νους του σχεδίου και οι Τούρκοι οι εκτελεστές, οι γενοκτόνοι!...
Τον άτιμο τον Χριστιανομάχο Φον... Σανάντερη, που έβαλε να ξεκοιλιάσουν όλη τη Μικρασία!... Αχ, τον άτιμο, που ξαμόλησε τα άγρια θεριά της Ανατολής για να μας κατασπαράξουν, ν’ αρπάξουνε τη γη μας, τη γη των προγόνων μας, να την κάνουν δική τους, κατά δική τους και με χοάνη τα αιματοβαμμένα τους χέρια να βοήσουν, παντού ν’ ακουστεί: «Επιτέλους τους ξεριζώσαμε! ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ. ΤΟΥΣ ΞΕ – ΡΙ – ΖΩ – ΣΑ – ΜΕΕΕΕΕ!»
Κρίμα κι άδικο! Ήρθασι τα άγρια και διώξανε τα ήμερα!... Ο κλέφτης απ’ τις στέπες της Ασίας έφαγε τον νοικοκύρη και εγέμιζε τις τσέπες απ’ τους θησαυρούς της Μικρασίας!...
Πηνελόπη: (Ξεπετάγεται μέσα από το κοινό και παρεμβαίνει, διακόπτοντας τον μονόλογο της Χρυσάνθης.) Τη θέλανε γυμνή τη Μικρασία από τους Χριστιανούς. Το λάβανε καλά το μήνυμα οι δυνάστες μας!... Και αφού κανείς δεν τους τραβούσε τ’ αυτί, βάλανε μπρος τέλη του ’13 και πιότερο το ’14 με τους ξετοπισμούς μας, αλλά πιο πολύ το ’15 με το ξεκλήρισμα των Αρμενέων. Ήρθε και το ’19, πήραν να χτυπούνε τους αδελφούς μας τους Πόντιους!...
Χρυσάνθη: (Κουνώντας το κεφάλι και συμπληρώνοντας της Πηνελόπης τα λεγόμενα. Ουσιαστικά, συνδιαλέγεται μαζί της.) Αχ, τους βαρβάρους!...
Πηνελόπη: Εμείς, στην άλλη όχθη του Αιγαίου, πώς γλιτώσαμε τότε!...
Χρυσάνθη: Γλιτώσαμε οι πολλοί, μα κι απ’ τα μέρη μας πόσους δεν χάλασαν, Πηνελόπη μου!...
Πηνελόπη: Ναι, Χρυσάνθη μου, ως λέγεται ο ένας στους τρεις εκτοπισμένους στα ενδότερα της Μικρασίας, εκεί άφησε τα κοκαλάκια του!... Κι άλλοι πώς κατάντησαν!...
Χρυσάνθη: Ναι, Πηνελόπη μου, έτσι είναι!... Κι ο Γιάννης μου θύμα τους είναι… Θύμα…
Πηνελόπη: Αχ, τον έρημο πάνω στον ανθό της νιότης του ήταν!...
Χρυσάνθη: Από τα βασανιστήρια και τις κακουχίες πάει, έχασε τα λογικά του… Έχα…
Πηνελόπη: Κι εσείς μαζί του, Χρυσάνθη μου... Στον Γολγοθά καθημερινώς περπατάτε!...
Χρυσάνθη: Άκου το πώς βουρλίζεται το φουκαριάρικο, Πηνελόπη μου!...
Πηνελόπη: Τέτοιος λεβεντονιός, που όλες οι νιες Λαμψακινές τον λιμπίζονταν, πήγε χαμένος!...
Χρυσάνθη: (Ενώνει μεταξύ τους τα δάχτυλα της κάθε της παλάμης και τις φέρνει προς το στήθος της για να δείξει την ένταση της απόγνωσης, που βιώνει.) Βαραθρώθηκε, γειτόνισσα!... Βαρα... (Η φωνή της πνίγεται πλέον.)
Πηνελόπη: (Συμπονώντας την.) Υπομονή και κουράγιο, Χρυσάνθη μου. Υπο...
Χρυσάνθη: (Διακόπτοντάς την.) Τι υπομονή, Πηνελόπη μου; Σάματις είναι μια ή δύο ημέρες το μαρτύριο!... Χρόνους τραβά το μαρτύριο και χρόνια πολλά θα τραβήξει!... Μια ζωή... ‘‘Κόλαση’’, πες την καλιότερα! Κό – λα...
Πηνελόπη: (Διακόπτοντάς την και πάλι.) Σε νιώθω και πολύ θλίβομαι, κόρη μου.
Χρυσάνθη: Να ’σαι καλά, γειτόνισσα. Ήλιος φωτεινός είναι ο καλός ο γείτονας! Σαν μάνα μου παραστέκεσαι!... Σαν Άγγελος και πνέμα, γειτόνισσα, μας σκέπεις!
Πηνελόπη: Τα παραλές, Χρυσάνθη μου. Γειτόνισσά μου είσαι, από γεννησιμιού σας σας ξέρω... Σας αγαπώ σαν παιδιά μου και συμπονώ τα πάθια σας...
Χρυσάνθη: Πολύ σε ευχαριστώ, Πηνελόπη μου. Πάντα με στυλώνεις και με τον καλό σου λόγο όλο και πνίγω κάπως τα φαρμάκια...
Πηνελόπη: (Γυρίζοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση από τη Χρυσάνθη και μονολογώντας.) Το σπίτι του γειτόνου σου σαν καίγεται και το δικό σου φλέγεται... (Επιστρέφοντας προς το μέρος της συνομιλήτριάς της.) Μα δεν μου είπες... Πώς είναι τελευταία ο ύπνος του άμοιρου Γιάννη;
Χρυσάνθη: Πώς να είναι... Εκεί, που κοιμάται καλού Θεού, τινάζεται ορθός και τρομαγμένος, χτυπιέται και ουρλιάζει: «Αμελέ Ταμπούρ... Αμελέ Ταμπούρ, σκύλε, γουρ βουρ...»
Πηνελόπη: Σωστός εφιάλτης! Μααα... Κάνε υπομονή. Θα ’ρθουνε καλύτερες μέρες που επιστρέψαμε τώρα στα άγια χώματά μας! Τι τραβήξαμε οι δόλιοι δυο χρόνους εξορία μακριά από το σπιτικό μας! Άλλος στην Προύσα, άλλος στο Μιχαλίτσι, άλλος στο Εσκί Σεχίρ, άλλος...
Χρυσάνθη: Μη μου τα θυμίζεις, καλή μου Πηνελόπη... Βάσανα... Βάσανα που ανθρώπου νους δεν τα χωρεί!...
Πηνελόπη: Εμείς που στο πετσί μας τα ζήσαμε, δεν πιστεύαμε πως θα ξαναγυρίσουμε ζωντανοί στον Ελλήσποντό μας!...
Χρυσάνθη: Γυρίσαμε... (Δείχνοντας κατά τον Γιάννη με μία κυκλική κίνηση της παλάμης της, που βλέπει προς τον ουρανό.) Μα πώς γυρίσαμε!... (Μικρή παύση.) Όσοι γυρίσαμε!...
Πηνελόπη: Όσοι γυρίσαμε!... Αμ, και το γιάλμα, το ξάφρισμα, που μας κάνανε πριν μας ξετοπίσουνε από τη Λαψινή μας Πατρίδα. Στα καλά καθούμενα, μπήκανε στα χωριά μας με τις χατζάρες και μας τ’ αρπάξανε ούλα!... Μας ξεγύμνωσαν! Μήτε ρούχα μας άφησαν μήτε έπιπλα μήτε ζωντανά μήτε τίποτες...
Χρυσάνθη: Οι αθεόφοβοι... Οι πλατσικαδόροι... Οι Χαΐνηδες...
Πηνελόπη: Ήμαστε πάντα στη διάκριση της μουσουλμανικής τους αρπάγης και της λεπίδας τους για το όνομα του Αλλαχού τους, του Μωαμέθη τους... «Αλλάχου Ακμπάρ», «Ο Θεός είναι Μεγάλος», φωνάζουνε, παίρνουνε ζωές, αδειάζουνε τα ξένα σπίτια και το δικό τους γεμίζουνε αμπάρι...
Τα Πειραχτήρια: (Τον διάλογο των γυναικών τον διακόπτει η ξαφνική εμφάνιση έμπροσθεν της σκηνής μίας παιδοπαρέας, που κραυγάζει ρυθμικά τα πιο κάτω πειραχτικά λόγια, ενώ την ίδια στιγμή ο Γιάννης χτυπιέται εντονότερα από την απόγνωσή του και συγχρόνως οι δυο γυναίκες προσπαθούν να τα εκδιώξουν από το προσκήνιο.)
Άμελε Ταμπούρ, Άμελε Ταμπούρ,
Γιάννη λωλέ, μπουρ μπουρ
Άμελε Ταμπούρ, Άμελε Ταμπούρ,
Γιάννη λωλέ, γουρ γουρ
το μυαλό σου γουρ και μπουρ
πες το άλλο καλαμπούρ
Άμελε Ταμπούρ, Άμελε Ταμπούρ
Μπουρ και μπουρ, μπουρ και μπουρ
σ’ έχουμε για καλαμπούρ
Μπουρ και μπουρ, μπουρ και μπουρ
είσαι πρώτο καλαμπούρ
(Ένα μέρος από τα τελευταία λεγόμενα ακούγεται καθώς απομακρύνονται από τη σκηνή τρέχοντας, κάνοντας πάταγο, πάντα.)
Χρυσάνθη: Χαθείτε. Να μη σας βλέπω στα μάτια μου παλιοχαμίνια του Εξωποδώ. (Αρπάζει μία σκούπα και την κραδαίνει απειλητικά.) Αλίμονό σας... Μην σας πιάσω στα χέρια μου…
Πηνελόπη: (Με πολύ μεγαλύτερη από τη γειτόνισσά της αγριοσύνη, αλλά και εντονότερη και διαπεραστική φωνή.) Χαθείτε, παλιορεμάλια. Θα σας τα λιανίσω τα παγίδια... Βρομόπαιδα... Ε, βρομόπαιδα... Μωρέ, σακατεμένο άνθρωπο δεν τον λυπάστε καθόλου; Ας ήταν στα καλά του, όπως πριν, και θα σας έκανε!...
Χρυσάνθη: Χάθηκες και συ, βρε Χαρίλαε, να τα ξαποστείλεις στον αγύριστο τα παλιόπαιδα...
Τα Πειραχτήρια: (Αφού απομακρύνθηκαν για λίγο, ξαναεπιστρέφουν και συνεχίζουν το ίδιο τροπάριο. Οι νέες αγριοφωνάρες της κυρα-Πηνελόπης θα τα απομακρύνουν από το πεδίο για λίγη ώρα.)
Άμελε Ταμπούρ, Άμελε Ταμπούρ,
Γιάννη λωλέ, μπουρ μπουρ
Άμελε Ταμπούρ, Άμελε Ταμπούρ,
Γιάννη λωλέ, γουρ γουρ
το μυαλό σου γουρ και μπουρ
πες το άλλο καλαμπούρ
Άμελε Ταμπούρ, Άμελε Ταμπούρ
Μπουρ και μπουρ, μπουρ και μπουρ
σ’ έχουμε για καλαμπούρ
Μπουρ και μπουρ, μπουρ και μπουρ
είσαι πρώτο καλαμπούρ
Πηνελόπη: Χαθείτε, παλιοκωθώνια. Χαθείτε... Μη μου ’ρθει να σας πετάξω καμιά κοτρόνα κι αλίμονό σας, παλιομυξάρικα!... Με ‘‘πετιμέζια’’ θα γεμίσει η κορώνα της κεφαλής σας!... Η κούτρα σας... (Δείχνει ό,τι κάνει και ό,τι εννοεί.) Που μυαλό δεν έχει... Κλούβιο!... (Με τα χέρια στη μέση και τις παλάμες στραμμένες προς τα πίσω.) Κλούβιο!... (Τονίζοντάς το.) Και για πλάκα σκάτε έναν δυστυχισμένο συνάνθρωπό σας, παλιογομάρια του Σαϊτάν!... Πλάκα; Βρε, πλάκα στο κούτελο θα σας έρθει!...
Τα Πειραχτήρια: (Λένε τα δικά τους και όλο χαχανίζουν απρεπώς και κοροϊδευτικά.) Άμελε Ταμπούρ, Άμελε Ταμπούρ,
Γιάννη λωλέ, μπουρ μπουρ
Άμελε Ταμπούρ, Άμελε Ταμπούρ,
Γιάννη λωλέ, γουρ γουρ
το μυαλό σου γουρ και μπουρ
πες το άλλο καλαμπούρ
Άμελε Ταμπούρ, Άμελε Ταμπούρ
Μπουρ και μπουρ, μπουρ και μπουρ
σ’ έχουμε για καλαμπούρ
Μπουρ και μπουρ, μπουρ και μπουρ
είσαι πρώτο καλαμπούρ
Χρυσάνθη: (Απελπισμένη από την κατάσταση του άλλοτε ολόλαμπρου αδερφού της, που τώρα στο σκότος του νου του πορεύεται και από τα κεντριά των Πειραχτηριών έτι περαιτέρω κλονίζεται, παίρνει να άδει τους πιο κάτω στίχους κατά τους μουσικούς δρόμους του Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι. Κατ’ άλλη επιλογή, τους δύο πρώτους στίχους τους λέει πρώτα μόνη, ενώ στη συνέχεια μπαίνουν και οι Κανταδόροι):
Βάλτωσε κι αυτό το βράδυ
Βάλτωσε κι αυτό το βράδυ, το σκοτάδι είναι τραχύ
κι όμως ένα παλικάρι δεν μπορεί να συγιστεί
Άραγε, τι το δονάει κάθε ώρα και στιγμή
στην ψυχή τι βασανάκι του μαραίνει την πνοή
Μέρα αφήνει μέρα δείχνει, μα τρανό είν’ το γιατί
τι έχει πάθει και ποτίσαν με φαρμάκι το κορμί
Νύχτωσε κι αυτό το βράδυ, σαν ανθάκι είν’ η ζωή
κι όμως ένα νιο βλαστάρι δε νογά να ονειρευτεί!
Κανταδόροι: (Τραγουδούν το ως άνω Βάλτωσε κι αυτό το βράδυ. Ενεργούν σύμφωνα με τη δεύτερη επιλογή, οπότε τους δύο πρώτους στίχους τους λέει πρώτα μόνη η Χρυσάνθη και στη συνέχεια μπαίνει και η κομπανία των Κανταδόρων.)

(Κλείσιμο αυλαίας.)
ΣΚΗΝΗ 2η Ιώνια γειτονέματα...

ΠΡΟΣΩΠΑ: Χρυσάνθη, Μερόπη, Τρυφωνία, Χαρίλαος, τα παιδιά της Χρυσάνθης και κάποια γειτονόπουλα, Κανταδόροι
ΣΚΗΝΙΚΟ Ι
(Βρισκόμαστε στον ίδιο χώρο. Τα γεγονότα συμβαίνουν το επόμενο δειλινό. Η Χρυσάνθη βρίσκεται στην αυλή του σπιτιού της, σκουπίζει, συγυρίζει, περιποιείται τις γλάστρες με τις τριανταφυλλιές, τις βουκαμβίλιες, το γιασεμί, τα κρίνα και τις γαριφαλιές, κάτι συλλογάται, κάτι σιγομουρμουρίζει και κάθε τόσο κοιτάει προς τα άνω, λες και κάποια ουράνια αποζητά βοήθεια. Τη στιγμή αυτή εμφανίζεται η Μερόπη.)
Μερόπη: (Πλησιάζοντας.) Καλησπέρα, Χρυσάνθη μου.
Χρυσάνθη: Καλώς τη Μερόπη μας. Καλώς μας ήρθες, γειτόνισσα. Πιάσε τη γωνιά σου και τα λέμε.
Μερόπη: Ευχαριστώ, Χρυσάνθη μου. Μα πάλι σκουπίζεις; Σε έφαγε η πάστρα και η καθαριότητα!...
Χρυσάνθη: Μα η αυλή, χρυσή μου, είναι ο καθρέφτης του σπιτιού, ο καθρέφτης της ψυχής μας! Έτσι, δε μάθαμε από τις γιαγιάδες και τις μαμάδες μου, Μερόπη μου;
Μερόπη: Έτσι, γειτόνισσα. Έτσι. Κούκλα το έχεις! Σαν την ψυχούλα σου αστραφτοκοπά, Χρυσάνθη μου! ‘‘Χρυσάνθη’’ όνομα και πράμα, καλή μου! Ψυχή χρυσή και άνθινη!
Τρυφωνία: (Εμφανίζεται με έναν παιχνιδιάρικο τρόπο και η φωνή της κόβει τα παινέματα.) Ε, γειτόνισσες, να ’μαι κι εγώ.
Χρυσάνθη: Καλώς την Τρυφωνία μας, καλώς το καμάρι της γειτονιάς μας! Έλα, κάθισε εδώ, στην πεζούλα μας. Έχω στρώσει και κουρελού, να ’ναι πιο αναπαυτικά! Την άφηκε γι’ απόψε ο Γιάννης μου... Πήγε... βόλτα...
Τρυφωνία: Βόλτα; Ξεμύτισε από τον τόπο του ο άμοιρος;
Χρυσάνθη: Τον πήρε ο Δημήτρης, ο αδερφός μου, να τον παραβγάλει, να τον πάει και σε έναν πραχτικό, μπας και δει την υγειά του. Θα τον πάει και στον παπα-Νικόλα μας, να τον διαβάσει, να του πει καμιά ευχή, μήπως κι έρθει στα συγκαλά του! Μας είπαν, θα του κάνει καλό, θα συνεφέρει!...
Μερόπη: Σάματις έχετε να χάσετε τίποτις... Μακάρι, να μερέψει λιγουλάκι η ψυχούλα του, να δείτε και σεις μιαν άσπρη μέρα!...
Χρυσάνθη: Από το στόμα σου και στου Θεού τ’ αυτί, Μερόπη μου!
Τρυφωνία: Μακάρι να γιάνει, ο Γιάννης σου, Χρυσάνθη μου! Μακάρι!
Χρυσάνθη: (Γυρίζοντας προς την άλλη κατεύθυνση. Μονολογώντας.) Όλες μας οι μαραίνονται... (΄Μεταφέροντας αλλού το πεδίο της συζητήσεως.) Τα νέα σου, Τρυφωνία μου; Ο πατέρας σου; Πώς είναι;
Τρυφωνία: Συνέφερε. Μετά από καιρό πήγε πάλι στον καφενέ. Θα επιστρέψει σύντομα σπίτι, γι’ αυτό του ’στρωσα το τραπέζι να δειπνήσει και να ξαπλώσει. Του λείπουν δυνάμεις... Τον φρόντισα και ήρθα στη συντροφιά σας, γειτόνισσες.
Μερόπη: Καλά έκανες, κοπέλα μου. Να βγεις λιγάκι... Να ξεσκάσεις... Μας έφαγε κι αυτή η αυγουστιάτικη κάψα... Δε λέει να δροσερέψει λιγάκι... (Φυσάει τον κόρφο της, να πάρει λίγο αέρα. Έχει και μια βεντάλια...) Λιώσαμε οι άμοιρες... Ούφ, βαλάντωσα!...
Τρυφωνία: Τι σκας, κυρα-Μερόπη μου. Μια βουτιά στον Ελλήσποντό μας και τα δροσονέρια του σκορπάνε τις φλόγες του κορμιού!...
Μερόπη: Δε λες τίποτα, Τρυφωνίτσα μου. Ό,τι πρέπει, είναι... Να περάσουμε και από τ’ αμπέλι μας για καναδυό μοσχοστάφυλα, να δροσερέψει και το χειλάκι μας...
Χρυσάνθη: Κι αν έχουνε φέτος τα βλογημένα!... (Περιστρέφει κυκλικά το δεξί της χέρι για να δείξει το μέγα μέγεθος των καρπών της γης και της επερχόμενης παραγωγής.) Ποτές δεν ξανάδαμε τέτοια σοδειά!...
Μερόπη: Σάματις, τα περιβολικά, τα μποστανικά, τα οπωροφόρα!... Σε καλό να μας βγει! Σαράντα χρόνια, που ζω στ’ ακροθαλάσσι μας, τέτοια σοδειά δεν έχω ματαδεί! Όλα πλούσια αφ’ ότου πάτησε ο Ελληνικός Στρατός στη γη μας! Πλούσια!...
Τρυφωνία: Κακό σημάδι η μεγάλη ευφορία, γειτόνισσες. Έτσι, το ’λεγε η γιαγιά μου: «Τα πολλά μπερκέτια πολλές φουρτούνες φέρνουνε!...»
Χρυσάνθη: Ναιεεε... «Τα πολλά μπερκέτια στις πλάτες τους συμφορές με το τσουβάλι κουβαλούν!...» (Παύση και περισυλλογή.) Λόγια των παππούδων μας, κορίτσι μου.
Μερόπη: Ελόγου μου δεν τα πολυπιστεύω... Μπορεί να συνέβη κάποτε και έτσι το γράψανε στο νιονιό τους. Δεν είναι πρέπον να γενικεύεις και να τα παίρνεις όλα τοις μετρητοίς...
Χρυσάνθη: Έχεις δίκιο, Μερόπη μου. Κάπως έτσι θα έγιναν τα πράγματα και από γενιά σε γενιά έφτασε ως τις μέρες μας...
Μερόπη: Το βέβαιο είναι πως φέτος με τέτοια σοδειά θα καλύψουμε τα χρωστούμενα από τις μαύρες χρονιές του ξεριζωμού και της μεγάλης φωτιάς, που μας βάλανε πέρυσι νυχτιάτικα ξημερώματα Αγιαντωνιού για να μας κάψουν όλον τον Ρωμιομαχαλά!... Την ώρα του ύπνου!...
Τρυφωνία: Είδες οι άτιμοι οι Τουρκαλάδες... Φύλαξαν να λυσσομανά ο βοριάς και να σπρώχνει τις φλόγες κατά τη δική μας συνοικία, για να μην μείνει τίποτες όρθιο...
Χρυσάνθη: Μα εμείς πείσμα και θέληση! Όλοι μια ψυχή, μια γροθιά! Και σε μια χρονιά τα ξαναστήσαμε, ξανασηκώσαμε κεφάλι να δούμε τον Ήλιο! Κι αν το θέλει ο Παντοδύναμος, έως του χρόνου θα τα κάνουμε πολύ καλύτερα από πρότερα!...
Μερόπη: Πάνε οι μαύρες μέρες, παρήλθαν. Στα τρία χρόνια που ’ναι στη γη μας φρουρός ακοίμητος και Άγγελός μας ο Ελληνικός Στρατός, λάγασε η Τουρκιά, τον ψόφιο κάνει κοριό!...
Τρυφωνία: Τι υποδοχή ήτανε αυτή, Θεέ μου! Τι ενθουσιασμός, τι χαρά, τι ευτυχία! Πέταξε η Λάμψακος κι όλη η Μικρασία στα ουράνια! Μέρα Λευτεριάς και Ανάστασης! Μέρα πάναστρη κι αξέχαστη!
Μερόπη: Θα θυμάστε, γειτόνισσες, και τον στρατωνισμό των Ελληνόπουλων εδώ, στα άγια χώματά μας! Τι μυρτιές! Τι δάφνες, που στρώσαμε στη διάβα τους, στο καλωσόρισμά του!
Τριφωνία: Τι λεβέντες ήταν όλοι τους! Άτρομοι πολεμιστάδες! Αχιλλείς ολόιδιοι!
Χρυσάνθη: Κι εμείς οι δόλιες τι πανηγύρια κάναμε! Ντύσαμε στα γαλανόλευκα όλη τη Λάμψακό μας και τον Ελλήσπονό μας άκρη ως σ’ άκρη!
Μερόπη: Κι ο Τούρκος ο κιοτής λάγασε! Κρύφτηκε στο καύκαλό του!...
Τρυφωνία: Τι λεβέντες όμως! Τι παράστημα! Τι περηφάνια και αντρειοσύνης!
Μερόπη: Κι οι άντρες μας τι ανάσα που πήραν! (Δείχνει τον εξοβελισμό των τουρκοφεσίων.) Μια και στα σκουπίδια τα βρομοφέσια, της υποταγής οι καλύπτρες... (Φτύνει με βδελυγμία.) Παλιότουρκοι... Βάρβαροι... Ελεεινοί...
Τρυφωνία: Μα και τι Δοξολογία ήταν αυτή στον Αγιο-Τρύφωνά μας! Μεγάλη η χάρη σου, Θεέ μου!
Χρυσάνθη: Τι Δοξολογία!
Τρυφωνία: Με τον Δεσπότη μας και τον παπα-Νικόλα μας, αλλά και τους δεκάδες κληρικούς της επαρχίας του Τσανάκ Καλέ! (Λες και ονειροπολεί.) Ντυμένους με χρυσοποίκιλτες ιερατικές στολές! Ν’ αστράφτουν κάτω από το μελί των κεριών φως! (Μαγεμένη στο έπακρο. Ονειροβατεί επί σκηνής.) Και σιμά τους οι Αξιωματικοί του Στρατού μας με τα χρυσά τους αστέρια στους ώμους! Να λάμπουν σαν χίλιοι Ήλιοι μαζί! Έτσι οι ψυχές μας τους έβλεπαν και τους θωρούσαν! Και σαν έψαλλαν το κοντάκιον «Υπερμάχω!...», σείονταν τα Ουράνια συθέμελα! Νιώθαμε πως θα ’ναι παντοτινό!... Πώς αύριο στην Αγια-Σοφιά θα το ψάλλουμε όλοι οι Έλληνες της Ιωνίας, της Θράκης, της Καππαδοκίας, του Πόντου! (Σιγοψέλνει τον Ακάθιστο Ύμνο.)
Κανταδόροι: (Παίρνουν να ψάλλουν τον Ακάθιστο Ύμνο από το σημείο που βρίσκονται. Οι επί σκηνής ορθοί, το συνάδουν ή το σιγομουρμουρίζουν.)
«Τη Υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια·
ως λυτρωθείσα των δεινών, ευχαριστήρια,
αναγράφω σοι η Πόλις σου, Θεοτόκε·
αλλ’ ως έχουσα το κράτος απροσμάχητον
εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον,
ίνα κράζω σοι·
Χαίρε, νύμφη ανύμφευτε»
Μερόπη: (Νιώθει εκστασιασμένη.) Τα πανηγύρι! Τι χαρά! Τι ομορφιά ήταν εκείνη!
Χρυσάνθη: Ως και οι αποθαμένοι μας γονιοί τη γλέντησαν τη μέρα εκείνη!
Τρυφωνία: Μ’ αυτή την προσμονή έκλεισαν τα ματάκια τους όλοι οι πρόγονοί μας. Κι η μανούλα, Θεός σχωρέστην, το ίδιο!... Άγιο το χώμα της Γης μας, που τη σκέπει!...
Μερόπη: Μια τέτοια μέρα αποζητούσαν πάππου προς πάππου οι σκλαβωμένοι στον Τούρκο Έλληνες και την περίμεναν καρτερικά και με ζέση αιώνες τώρα!...
Τρυφωνία: Και να ’σου η μαύρη η νυχτιά μια θεία μέρα γίνηκε ολόφωτη, ροδομάγουλη, αυγινή και της Λαμπρής αχτίδα!
Μερόπη: Περπατάμε επιτέλους με ολόρθη την κεφαλή! Πήρε ο καιρός που έχασε ο τρόμος τον μανδύα του!
Χρυσάνθη: (Απευθυνόμενη στην Τρυφωνία.) Και σεις, κοπέλα μου, όλες οι νιες του τόπου μας λεύτερες, με σιγουριά και επιδεξιοσύνη ετοιμάζετε το προικιό σας για την Καλή την Ώρα!,,, Πού στις μέρες μας τέτοια μεγαλεία!... Και τον ίσκιο μας τρέμαμε ακόμη!... Λιγοστοί οι Τούρκοι στα μέρη μας, αλλά... Τούρκοι!... Τούρ...
Τρυφωνία: Φωτίστηκε με αισιοδοξία και χαρά ο τόπος μας! Ως και τα δέντρα μας το νιώσανε και κάρπισαν ως τα ξερά τους τα κλαδιά ακόμη!
Μερόπη: Τόση ώρα κρησάραμε ετούτα και εκείνα, μα για τον Λευτεράκη σου, που πολεμά τους βάρβαρους στο Μέτωπο, άχνα δε βγάλαμε... Τι γίνεται με τον γάμο σας; Σου ’στειλε καμιά γραφή από την πρώτη τη γραμμή; Πότε με το καλό προβλέπεται να έρθει;
Τρυφωνία: Ούτε γράμμα ούτε γραφή! Πέμπτη εβδομάδα και είδηση καμία... Πολύ ανησυχώ, μη...
Άμποτες, να σταματήσει αυτός ο πόλεμος, να γίνει ειρήνη, να στεφανωθούμε!... Τρίτος χρόνος για τον Λευτεράκη μου στου Μέτωπου την κοφτερή τη χάψη... Εκεί, πέρα από την Αλμυρή Έρημο, στα βάθη της άγριας Τουρκιάς!...
Χρυσάνθη: Να ’τανε ο Βενιζέλος στα πράγματα, όλα θα είχανε τελέψει! Θα βρισκότανε λύση... Μα τούτοι οι αχαΐρευτοι μας φέρανε πίσω τον Κωνσταντίνο και στρέψανε όλους τους συμμάχους μας εναντίον μας, τους ρίξανε στου Μουσταφά Κεμάλ την αγκάλη... Πήραν και τον Στρατό μας κάτι βουτυρόπαιδα πριγκιπόπουλα και οι άκαπνοι στρατιωτικοί, τον τράβηξαν στα πρόθυρα της Άγκυρας και άντε να κάνουνε κουμάντο τώρα!...
Μερόπη: Να ’ναι καλά ο Στρατός μας, που αντιστέκεται στις δόλιες επιθέσεις των Τσετών και στα σύγχρονα όπλα του Κεμάλ, δώρο των Γάλλων, Ιταλών, Ρώσων Σοβιετικών και ίσως κι άλλων...
Να ’ναι καλά ο Στρατός μας!... Να ’ναι καλά ο Στρατός μας, που κρατά ελεύθερη ούλη τη Μικρασία!
Χρυσάνθη: Μα, ως πότε τα έρμα τα παιδόπουλα, χειμώνα καλοκαίρι, θα βρίσκονται στην πρώτη τη γραμμή! Και πολλά απ’ αυτά δέκα χρόνια τώρα με το ντουφέκι προσκεφάλι στην Ήπειρο, τη Μακεδονία, τη Θράκη!... Μακριά από το σπιτικό τους.... Μπροστά στου κανονιού τη μπούκα... Καιρός να βρεθεί λύση, πριν να ’ναι αργά...
Χαρίλαος: (Επιστρέφει από τον καφενέ και τους φωνάζει φθάνοντας στο περιαύλι του σπιτιού του.) Ε, γυναίκες, τι ξόμπλια πιάσατε απόψε;
Χρυσάνθη: (Βγαίνοντας μπροστά στη σκηνή για να τον υποδεχτεί.) Τίποτα, καλέ μου... (Μικρή παύση μετά βηματισμού.) Να... (Νέα μικρή παύση.) Μιλούσαμε για τον Στρατό μας... Για τις ομορφιές του σήμερα και του αύριο!... Για τα γλυκά μας όνειρα, που γίνονται πραγματικότης!...
Χαρίλαος: (Παρακολουθεί, κουνώντας συναινετικά την κεφαλή του. Πηγαίνει και πιάνει το κάθισμά του στο ένα άκρο της σκηνής.)
Μερόπη: Τι γαλήνη αλήθεια η αποψινή, Θεέ μου! Άμποτες, ποτές να μην στερέψει!
Τρυφωνία: Είναι κι αυτό το φεγγάρι!... Πανσέληνος πάμφωτη, ολόγιομη! Το πιο γλυκό φεγγάρι του χρόνου! Όλη η Ιωνική Γης χαίρεται απόψε τη φεγγοβολιά της! Γίνεται πιο όμορφη απόψε η Πατρίδα μας! Στραφταλίζει και μεθά από χαρά και λάμψη!
Χαρίλαος, Χρυσάνθη, Μερόπη: (Εν χορώ και σε υψηλούς τόνους θαυμασμού.) Στραφταλίζει και μεθά από χαρά και λάμψη!
Τρυφωνία: Μονάχα ο Λευτεράκης μου και τα άλλα Ελληνόπουλα στα πεδία των μαχών δε θα μπορούν να χαρούν την πανσέληνη λάμψη της γλυκιάς μας Ιωνικής Πατρίδας, που απ’ τα πανάρχαια χρόνια οι Μεγάλοι της Σοφοί δώσανε το Πνευματικό τους Φως σε όλη την Οικουμένη!...
Χαρίλαος, Χρυσάνθη, Μερόπη: (Εν χορώ.) Σε όλη την Οικουμένη!...
Τρυφωνία: Πώς πλάι στην κάνη του όπλου ν’ ακούσουν τη μελωδία της ομορφιάς της Πατρίδας μας! Πώς;
Τα παιδιά της Χρυσάνθης: (Η εμφάνισή τους διακόπτει τη συζήτηση των μεγάλων. Διασχίζουν με χοροπηδητά το εμπρόσθιο της σκηνής μέρος και συγχρόνως τραγουδούν.)
Η γαλήνη κι αν οράται
το αγέρι το φοβάται
που θα φέρει το θαλάσσι
τ’ ακρογιάλι να σκεπάσει
(Αποχωρούν.)
Χαρίλαος: (Προβληματισμένος από το παιδικό τραγούδι,) Τι τα ’πιασε τα καλόπαιδα να τραγουδούν απόψε ετούτον τον σκοπό; Σε καλό τους, Άγιε Τρύφωνά μας θαυματουργέ! Σε καλό τους...
Τα παιδιά της Χρυσάνθης: (Επιστρέφουν και τραγουδούν, ενώ οι μεγάλοι τα κοιτούν αμήχανα, αλλά τους χαμογελούν στοργικά.)
Φέξε, φέξε, φεγγαράκι,
στο χαρούμενο παιδάκι
να ’βρει ασημένια στράτα
στου πελάου τα μονοπάτια
Κανταδόροι: (Συνοδεύουν μουσικά τα παιδιά ή αφού τελειώσουν, το τραγουδούν και εκείνη συνοδεία μουσικής.)
Η γαλήνη κι αν οράται
το αγέρι το φοβάται
που θα φέρει το θαλάσσι
τ’ ακρογιάλι να σκεπάσει
Φέξε, φέξε, φεγγαράκι,
στο χαρούμενο παιδάκι
να ’βρει ασημένια στράτα
στου πελάου τα μονοπάτια
Να ’χει άστρα για παιχνίδια
και λιβάδια βιος λουλούδια
η ζωή του να ’ναι φως
πάντα αίθριος ουρανός!
Χρυσάνθη: (Καλεί τα παιδιά της να σιμώνουν. Το γεύμα τα περιμένει.) Ε, Μαριάνθη, μαζευτείτε τώρα. (Υψώνει τον τόνο της φωνής της.) Ώρα για φαγητό, παιδούλια μου!... Πάρτε και τα φιλαράκια σας... Ένα μπουρανί μούρλια!... Θα γλείφετε τα χεράκια σας. (Δυναμώνει κι άλλο τη φωνή της.) Είναι ζεστό ακόμη. Το ’χω πάνω στο τραπέζι...
Μαριάνθη: (Αποκρίνεται στη μητέρα της, καθώς έρχεται μαζί με όλα τα άλλα παιδιά.) Ναι, μαμά, ερχόμαστε...
(Αφού φάνε, θα στρωθούν σ’ ένα άκρο της σκηνής, όπου θα παίξουν πεντόβολα.)
Χρυσάνθη: Άιντε, και καλή σας όρεξη!... Που μετά από τόσες ώρες τρεχαλητό στη γειτονιά, λόρδα θα έχει πέσει!...
Μαριάνθη: Ναι, μαμά. (Στρώνονται πέριξ του σοφρά και τρώγουν με λαιμαργία.)
Χρυσάνθη: (Προς τον σύζυγό της.) Χαρίλαε, δεν πας και συ για βραδινό; Είσαι και κουρασμένος! Τόσες ώρες από το πρωί πάλευες στα χωράφια!...
Χαρίλαος: Ό,τι πεις, καρδιά μου...
Μερόπη: Καληνύχτα, Χαρίλαε... Κι μείς να παγαίνουμε... Αύριο πάλι...
Χρυσάνθη: Καλά, ψύλλος σε τσίμπησε, γειτόνισσα; Κάτσε λιγάκι ακόμα... Τέτοια πανσέληνος!...
Μερόπη: Φύγω, χρυσή μου. Όπου να ’ναι, γυρίζει κι ο καλός μου από τον καφενέ και δε θέλω πάλε να με βρει στις ρούγες...
Χρυσάνθη: Καλά, Μερόπη μου... Ό,τι ποθείς...
Μερόπη: Καληνύχτα, γειτόνισσες.
Χρυσάνθη & Τρυφωνία: (Με μια φωνή.) Καλή σου νύχτα, Μερόπη.
Μερόπη: (Απομακρύνεται κάνοντας μία χειρονομία αποχαιρετισμού.) Καλό σας ξημέρωμα.
Τρυφωνία: (Ανασηκώνεται.) Ώρα να φεύγω κι εγώ, Χρυσάνθη μου. Καλό σας βράδυ.
Χρυσάνθη: Όπως ορίζεις, κοπέλα μου. Να πας στο καλό, Τρυφωνίτσα μου και χαιρετισμούς στον πατέρα σου. Όνειρα γλυκά, περιστέρα μου! (Μικρή παύση. Όλο γλύκα.) Με τον Λευτεράκη σου αγκαλιά!
Τρυφωνία: Σε ευχαριστώ θερμά, χρυσή μου γειτόνισσα.
Κανταδόροι: (Παίζουν το Τζιβαέρι, το Μενεξέδες και ζουμπούλια ή κάποιον άλλο μελωδικό μικρασιάτικο σκοπό.)
Χρυσάνθη: Πάλι τυχερή, κοπέλα μου! Με τις μελωδίες των Κανταδόρων μας τραβάς στο σπιτικό σου!
Τρυφωνία: (Βρίσκουν την ευκαιρία για λίγα σχόλια.) Ας είναι καλά!... Κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά... Οι πενιές, Χρυσάνθη μου, για την Αρέτω, την ομορφοκόρη της κυρα-Αγλαΐας, στρώνονται!... Για την τσαχπίνα την Αρέτω, σου λέω, Χρυσάνθη μου. Φως φανάρι είναι! Κάθε τρεις και λίγο κάτω από το παραθύρι της πρασινομάτας λαλούνε!... Για τα σμαράγδια μάτια της κελαηδούνε!
Χρυσάνθη: (Με ανυπόκριτο θαυμασμό.) Ίδια του Βοσπόρου μας σε ομορφιά και χάρη, κοπέλα μου. Όλη την έχουμε στην καρδιά μας, όπως κι εσένα, για την αρετή και το παράστημά της!
Τρυφωνία: Ναι, μα πιο πολύ ο Αντρίκος ο Πλατάγιας με τα απέραντα αμπεροχώραφά του στο Μεγάλο Λιβάδι! Πίνει κρασί πολύ στο όνομά της! Έρωτας σου λέω, Χρυσάνθη μου! Έρωτας! Σαν την πλατιά τη γη μας εύφορος και απέραντος!... Άσωστος!...
Χρυσάνθη: Νέα παιδιά είναι, Τρυφωνίτσα μου... Βράζει το αίμα τους! Μια άνοιξη και ένα ηφαίστειο λάβα είναι τα σωθικά τους, κοπελούδα μου!
Τρυφωνία: Το δίχως άλλο, Χρυσάνθη μου. Το δίχως... (Κάνει παύση μετά χασμουρητού.) Άιντε, καληνύχτα, καλή μου γειτόνισσα και φίλη!
Χρυσάνθη: Καλή σου νύχτα, Τρυφωνία...
Τρυφωνία: (Την αποχαιρετά με κίνηση του χεριού της και απομακρύνεται.)
Κανταδόροι: (Παίρνουν να τραγουδούν Το μινόρε της αυγής τη στιγμή που από τη μεριά της Χρυσάνθης ακούγεται ένα: «Καλη...» και ενόσω η Τρυφωνία υπάρχει ακόμη στο κάδρο της όψεως. Αποχωρούν τραγουδώντας τον τελευταίο στίχο του άσματος, αλλά σε λίγο πισωγυρίζουν άδοντας, με την προοπτική να σιγοτραγουδήσει και το κοινό μαζί τους.)
Ξύπνα, μικρό μου, κι άκουσε κάποιο μινόρε της αυγής
για σένα είναι γραμμένο από το κλάμα κάποιας ψυχής!

Το παραθύρι σου άνοιξε, ρίξε μου μια γλυκιά ματιά
κι ας σβήσω πια τότε μπροστά στο σπίτι σου σε μια γωνιά!

(Κλείσιμο αυλαίας.)
ΣΚΗΝΗ 3η Με καντάδες και χορούς...

ΠΡΟΣΩΠΑ: Χρυσάνθη, Γιάννης, Μερόπη, Τρυφωνία, Χαρίλαος, Τα Πειραχτήρια, Αλέξανδρος, Κανταδόροι
ΣΚΗΝΙΚΟ Ι
(Η Χρυσάνθη στην αυλή του σπιτιού, την οποία και περιποιείται δεόντως. Σε λίγο καταφθάνουν μια μια οι καλές της γειτόνισσες και συζητούν τα θέματά τους.. Ο Γιάννης έχει επιστρέψει από τη σύντομη απουσία του, βρίσκεται στη θέση του, ζων όπως πάντα στον έρημο και ταραγμένο ψυχικό του κόσμο. Σε λίγη ώρα, εμφανίζονται Τα Πειραχτήρια και σπουν τον δρόμο της συζήτησης των μεγάλων με τα ενοχλητικά τους προς τον Γιάννη κεντριά τους. Κάποια στιγμή επιστρέφει και ο Χαρίλαος από τον καφενέ. Είναι η στιγμή που το γλέντι στην αυλή του οίκου του και στη Λαμψινή γειτονιά έχει για τα καλά φουντώσει.)
Μερόπη: (Πλησιάζοντας.) Τι παστράδα είν’ αυτή, Χρυσάνθη μου! Χρυσά τα χεράκια σου και πλούσια τα άνθη σου!
Χρυσάνθη: Με κολακεύεις, Μερόπη μου! Προσπαθώ να τα έχω καθαρά και με τάξη...
Μερόπη: (Έχε υπό μάλης ένα ευμέγεθες κέντημα. Τα λένε ορθές.) Τέτοια νοικοκυρά, Χρυσάνθη, δεν ματάδε όλος ο ντουνιάς, όλο τ’ ακροθαλάσσι του Ελλησπόντου με τη χρυσή αμμούδα! Τα κάμεις όλος να στραφταλίζουν σαν του χρυσού τη λάμψη!
Χρυσάνθη: Υπερβολές!... Τα μεγαλοποιείς, Μερόπη μου!... (Κινεί μια γλάστρα.) Να μη ζέξουμε κιόλας...
Μερόπη: Άκουσε τι σε λέω... Είσαι φύτρα διαμαντένια, γειτόνισσα!...
Χρυσάνθη: (Προσπερνώντας τα μερόπεια παινέματα και στρέφοντας αλλού τη συζήτηση.) Τι βλέπω, φιλενάδα... Απόψε, κουβάλησες και το κεντητό σου!... Το τελειώνεις, Μερόπη μου;
Μερόπη: Περίπου... Ε, όσο ’ναι δυο τρία γεμάτα βραδάκια τα θέλω, χρυσή μου!...
Χρυσάνθη: Μη στέκεσαι άλλο... Έλα, πιάσε το γιατάκι σου... Κάθισε, φιλενάδα... Πώς και πώς ανέμενα τη συντροφιά σου! Με τον Γιάννη τι να πεις και τι να κάνεις... Τον βλέπω και τον ξαναβλέπω να βουρλίζεται εκεί στη γωνιά του και μου σκίζεται το φυλλοκάρδι!...
Μερόπη: Μαραίνεται, Χρυσάνθη μου, σαν ρόδο ξεφτισμένο!... Πολύ σε νιώθω και σας συμπονώ, καλή μου γειτόνισσα!...
Χρυσάνθη: (Αναστεναγμό βγάζει βαθύ.) Έχ... (Κάνοντας μικρή παύση μετά βηματισμού και χτυπώντας και τα χέρια της στα πλάγια των μηρών της.) Οι αναθεματισμένοι!... Μου το ζεματίσανε το δόλιο μου αδερφάκι!... (Πλησιάζει στον Γιάννη με τη μόνιμη αλλοφροσύνη του, τον χαϊδεύει, τον φιλά, περιποιείται τον ίδιο και το γιατάκι του.)
Μερόπη: Κρίμα κι άδικο, φιλενάδα!... (Στρέφοντας αλλού τη συζήτηση για να λαφρύνει κάπως η ατμοσφαίρα.) Ο Χαρίλαος με τα παιδιά ξεπόρτισαν ή μέσα στέκονται ακόμη;
Χρυσάνθη: Νωρίς νωρίς σήμερα, Μερόπη μου. Ο καθείς στον προορισμό του!... Τα μικρά στις ρούγιες... Ο άντρας στον καφενέ της μεγάλης μας πλατείας, με τους πλατάνους της και τον Αϊ-Παρθένη σιμά της... Θεία μας σκέπη!...
Μερόπη: Να μας προστατεύει...
Χρυσάνθη: Και καλά να μας δίνει νέα...
Μερόπη: Νέα; Τι νέα, φιλενάδα;
Χρυσάνθη: Από το Μέτωπο...
Μερόπη: Α, έχεις δίκιο, φιλενάδα!... Άλλοι χρόνους και χρόνους πολεμάνε τον οχτρό στις κακοτοπιές της Ανατολίας κι εμείς στ’ ακροθαλάσσια παλεύουμε να δούμε μιαν άσπρη ημέρα με... πολλή δουλειά και λίγη συντροφιά!...
Τρυφωνία: Γεια σας, γειτόνισσες
Χρυσάνθη: Καλώς, το Τρυφωνάκι μας. καλώς την περιστέρα μας! (Δείχνοντάς της πού να καθίσει και ενώ φαίνεται πως κάτι το νέο και ανεξήγητο την κατατρώγει εντός της.) Έλα, πιάσε τον τόπο σου, όσο είναι νωρίς ακόμα...
Τα Πειραχτήρια: (Λένε τι λένε και χαχανίζουν απρεπέστατα.)
Μπουρ μπουρ, γουρ γουρ
Γιάννη λωλέ, Άμελε Ταμπούρ...
Μερόπη: Αϊ χαθείτε, βρε βρομόπαιδα... (Κινείται απειλητικά εναντίον τους.) Δυστυχισμένο είναι το άμοιρο... Καθόλου δεν το λυπάστε το έρμο;...
Τα Πειραχτήρια: (Απομακρύνονται για λίγο, μα τάχιστα επιστρέφουν.)
Βουρ μπουρ, βουρ μπουρ,
Άμελε λωλέ, Άμελε Ταμπούρ...
Μερόπη: (Αρπάζει μία σκούπα με μακρύ κοντάρι και χιμάει να τους λιανίσει τα παΐδια.) Χαθείτε, παλιοαλανιόπαιδα... Χαθείτε, μη σας σπάσω τα παγίδια!...
Τα Πειραχτήρια: (Η αποφασιστικότητα και οι απειλές της Μερόπης τα κάνει να πάρουν των ομματιών τους. Τα λεγόμενά τους έρχονται στο προσκήνιο ως απόηχος.)
Βουρ μπουρ, βουρ μπουρ,
Άμελε λωλέ, Άμελε Ταμπούρ...
Μερόπη: (Κραδαίνοντας το ως όπλο σάρωθρό της.) Χαθείτε, παλιο-Ζερζεβούλια!... Ζερζεβ...
Τρυφωνία: (Όρθια. Με τα χέρια στη μέση και ανορθωμένα τα δύο της πόδια.) Τα πλαντάμια!... Δεν τον λυπούνται καθόλου τον δόλιο τον Γιάννη μας!... Τι ψυχή που την έχουν τα λωλόπαιδα!... Σάματις το ’θελε ο άμοιρος να καταντήσει έτσι αλαφρούτσικος!...
Χρυσάνθη: Αχ, βαθιά και άκλειστη είναι η χαρακιά, που μας έμπηξε στα σωθικά μας το κατάντιο του...
Μερόπη: (Την πλησιάζει και τη σκέπη με το δεξί της χέρι και τη στοργή της ψυχής της.) Βαθιά και άκλειστη, φιλενάδα...
Χρυσάνθη: Αχ, πώς μας έγινε έτσι το δόλιο πάνω στον ανθό της νιότης του!... (Σταυροκοπιέται.) Βοήθα, Μεχαλόχαρη, να μερέψει η άκακη καρδούλα του, που ποτέ κανέναν δεν έβλαψε ο δύστυχος ο Γιαννάκης μας!...
Τρυφωνία: Μεθαύριο στη χάρη Της, Χρυσάνθη μου, το νιώθω, θα το κάνει το θαύμα Της. Έχε πίστη, φιλενάδα, κι όλα θα διορθωθούν...
Χρυσάνθη: Από το στόμα σου και στου Θεού τ’ αυτί, Τρυφωνίτσα μου...
Μερόπη: Εσύ Χρυσάνθη μου, τέτοιο σταυρό που τραβάς, και το άστραψες τ’ ομορφοκάλυβό σου!... Κι ελόγου μου παραμονιάτικα του Δεκαπενταύγουστου και πού ν’ ασπρίσω ακόμη η ανεπρόκοπη!...
Χρυσάνθη: Να ’χουμε καλό ξημέρωμα, όλα θα γενούν στην ώρα τους! Πανάξια είσαι, Μερόπη μου!
Μερόπη: Έτσι το προγραμματίζω, φιλενάδες. Με τη χαραγή ζυμώνω 5-6 καρβέλια μεγαλόσωμα, ανάβω τον φούρνο, μέχρι να φουσκώσουνε, θα ’χει πυρώσει για τα καλά, τον πανίζω κατά τις εφτά και ρίχνω τα ψωμιά. Μέχρις να βγούνε από το φουρνιό, θα ’χω τελειώσει το άσπρισμα στην πρόσοψη και τις πεζούλες!... Κι από φαγητό!... Λίγες ελιές κλαστάδες και ένα κομμάτι ξερόψωμο, νηστεία έχουμε!... Τα φρέσκα ψωμιά θα κοπούνε από της Παναγίας και πέρα!... Αφού κοινωνήσουμε ούλοι στο σπιτικό μας!... Αρχή απαράβατη το’ χουμε!... Όλα τα ξετάζουμε!... Όλα...
Το σπιτικό μας θέμε να μυρίζει ασβέστη, χαρά, υγεία και πίστη!...
Χρυσάνθη: Έτσι, είναι, γειτόνισσα. Έτσι, τα βρήκαμε, έτσι θα τα παραδώσουμε και στα παιδιά μας! Να μη χαλάσουμε τα συνήθεια και τη σειρά των προγόνων μας! Πάντα τέτοιες λαμπρές ημέρες η γειτονιά μοσχοβόλαγε ασβέστη και γλυκίσματα. Άστραφτε κάτω από το λαμπερό ιωνικό φως!
Μερόπη: Ήταν η Λαμπρή του καλοκαιριού, αφιερωμένη στην Παναγία μας! Και τι δε φτιάχναμε στο κουζινιό μας!
Τρυφωνία: «Χρυσοχέρα η κυρα-Μερόπη! Και αγρίμι να πιάσει στο χέρι της, το εξημερώνει η κυρα-Μερόπη!» Έτσι, παντού στην Πατρίδα το λένε! Πού να σου φτάσουμε στο νυχάκι σου, καλέ γειτόνισσα, εμείς οι νιες, που δικό μας θέμε να ανοίξουμε σπιτικό! Πούουου!
Χρυσάνθη: Έννοια σου, Τρυφωνάκι μου, κι εσύ πρώτη θα γίνεις νοικοκυρά! Πιάνει το χεράκι σου!... Η εμπειρία μέρα με τη μέρα χτίζεται...
Κανταδόροι: (Τη συζήτηση των γυναικών διακόπτει η από το βάθος του δρόμου εμφάνιση των Κανταδόρων της Λαμψινής Πατρίδας. Είναι μερακλωμένοι και άδουν το Θα σπάσω κούπες, τσιφτετέλι Σμύρνης του 1910.)
Θα σπάσω κούπες
Εχθές το βράδυ σ' είδα στ' όνειρό μου
πως είχες τα μαλλάκια σου ριγμένα στο λαιμό μου
Αμάν αμάν πια, μικρό, μην κλαις
αμάν αμάν και 'χεις ό, τι θες
Έλα, μικρό μου, να σε φιλήσω
και μην φοβάσαι πως θα το μαρτυρήσω
Θα σπάσω κούπες για τα λόγια που ‘πες
και ποτηράκια για τα πικρά λογάκια
Αμάν αμάν πια, μικρό, μην κλαις
αμάν αμάν και 'χεις ό, τι θες
πια, μικρό, μην κλαις
και ’χεις ό, τι θες
Αλέξανδρος: (Ενώ οι γυναίκες χαίρονται το άσμα, τις πλησιάζει ο αρχηγός της κομπανίας, ο Αλέξανδρος.) Γεια σας, γυναίκες. Πώς παν τα κέφια, καλές μου;
Χρυσάνθη: Άμα βγάζει ο τόπος μας τέτοιους μουσικατζήδες, φτιάχνει, κυρ Αλέξανδρέ μας, η όρεξή μας, ξεχνούμε τα βάσανά μας, πνίγονται τα ντέρτια και όλα πάν’ αβέρτα!...
Αλέξανδρος: Ε, λοιπόν, κορίτσια, για πάρτη σας η κομπανία θα ρίξει επί τάπητος την Περβολαριά.
Χρυσάνθη: Μας υποχρεώνεται, κυρ Αλέξανδρέ μας. Μας...
Αλέξανδρος: Ουδέν λόγος... Η μουσική είναι κέρασμά μας στις ομορφιές της Πατρίδος μας, κορασιές μου!... Στις κορα...
Χρυσάνθη: Ε, ας είναι...
Αλέξανδρος: (Απευθυνόμενος στη συντροφία του, τους ζητά να παίξουν μία παραλλαγή της Περβολαριάς, που στην αρχική της στιχουργική εκδοχή τραγουδούσε και η Ελληνική Εστουδιαντίνα Σμύρνης στα 1910. Σύντομα οι γειτόνισσες μερακλώνονται και πιάνουν τον χορό.) Πάμε Περβολαριά, μαγκίτες... Πάμε...
Κανταδόροι:
Περβολαριά
Περβολαριά του περβολιού, πες του περιβολάρη
το γιασεμί που φύτεψα, τσαχπίνα περιβολαριά, καλά να το φυλάει.
Περβολαριά μου, σε αγάπησα
μες στην καρδιά μου σε ζωγράφισα.
Το γιασεμί στην πόρτα σου ήρθα να το κλαδέψω
και νόμιζε η μάνα σου πως ήρθα να σε κλέψω.
Περβολαριά μου, σ’ αγαπώ πολύ
γιατ’ είναι η γνώμη σου πολύ καλή.
Περβολαριά μου όμορφη, έκαψες την καρδιά μου
κατέλυσες τα νιάτα μου κι όλη τη λεβεντιά μου.
Περβολαριά, λυπήσου με
κι έλα μαζί να ζήσουμε.
Χρυσάνθη: Μπράβο, πατριώτες! Μας πνίξατε τα ντέρτια!... Να μας ζήσετε! (Τους χειροκροτά. Το ίδιο κάνουν και οι άλλες γυναίκες, αλλά και οι μουζικαντήδες συγχρόνως. Ενθουσιασμένος και χωρίς να το συνειδητοποιήσει, το ίδιο πράττει και ο Γιάννης.)
Όλοι μαζί: (Εν χορώ.) Γιάννης!... Γιάννης!... Γιάννης!...
Γιάννης: (Ενθουσιασμένος, τινάζεται προς τα επάνω, φωνάζοντας.) Βολαριά... Βολαριά...
Όλοι μαζί: Μπράβο, Γιάννη! Μπράβο, Γιάννη!
Γιάννης: Βολαριά... Βολαριά...
Κανταδόροι: Για τον Γιάννη. (Παίζουν το τελευταίο μέρος του τραγουδιού.)
Περβολαριά μου όμορφη, έκαψες την καρδιά μου
κατέλυσες τα νιάτα μου κι όλη τη λεβεντιά μου.
Περβολαριά, λυπήσου με
κι έλα μαζί να ζήσουμε.
Μερόπη: Μπράβο, παλικάρια μου! Εγείρατε και τον Γιάννη μας. Μπράβο! Τι καθάρια μουσική! Ίδια η ψυχή και ο νους του Μικρασιάτη Έλληνα! Κι αν ο βάρβαρος των Αλταΐων πάτησε το λερό του ποδάρι στη Γη μας, στη Γη του Πολιτισμού και της Πίστης μας και ανήκουστα μας έκανε βάσανα κι άμετρους ξολοθρεμούς, την ψυχή και τη λεβεντοσύνη μας μήτε να την αγγίξει μπόρεσε μήτε να την σκλαβώσει!
Αλέξανδρος: Εμείς τον άξεστο τον Ανατολίτη του χεριού μας τον έχουμε! Ό,τι πιάνει ο Έλληνας, μάλαμα γίνεται! Ό,τι ο Τούρκος κάρβουνο, στάχτη και μπούρμπερη!
Τρυφωνία: Πέστα, κυρ Αλέξανδρέ μας, πέστα...
Αλέξανδρος: (Βρίσκεται σε έξαψη.) Τα γράμματα, οι τέχνες, οι όμορφες πολιτείες της Ιωνίας μας, ο πολιτισμός και η οικονομία σε τίνος χέρια βρίσκονται;
Όλοι μαζί: (Αποκρίνονται όλοι εν χορώ, πλην του Αλέξανδρου και του Γιάννη.) Των Ελλήνων! Των Ελλήνων!
Αλέξανδρος: Όλα δικά μας δεν είναι στης Μικρασίας τη γη;
Όλοι μαζί: (Όλοι. Εν χορώ,) Όλα! Όλα!
Τρυφωνία: Όλα λαμπρά και ελληνικά! Όλα ντυμένα με φως αστραφτερό, ιωνικό, καθάριο, ελληνικό!
Αλέξανδρος: Κορίτσια, φτιάχτηκα, μαγεύτηκα! Η κομπανία για πάρτη σας ό,τι το φυλλοκάρδι σας ποθεί!
Χρυσάνθη: (Έχει φέρει τα κεραστικά.) Αλέξανδρε, το Δε σε θέλω πια.
Αλέξανδρος: (Προς τη συντροφιά του.) Λεβέντες... Για τις μανταμίτσες, τις εμορφονιές!... Άιντε, να τινάξουμε και τούτον τον σκοπό, να σκίσουμε τους ουρανούς, να πιάσουμε φεγγάρι!
Τρυφωνία: Και στο Μέτωπο... Στα παλικάρια μας να πάει ο σκοπός!...
Αλέξανδρος: Στους Ελευθερωτές μας! (Προς τη μουσική του συντροφιά.) Πάμε, μαγκίτες μου. Όπως το τραγούδαγε και η Ελληνική Εστουδιαντίνα της Σμύρνης, πριν μια ντουζίνα χρόνια... Δυνατά! Να τ’ ακούσει η Τουρκιά: «Δε σε θέλω πια.»
Όλοι μαζί: (Όλοι. Εν χορώ. Βοώντας. Στεντόρεια.) Δε σε θέλω πια. (Με πιότερη δύναμη.) Δε σε θέλω πια. Δε σε θέλω πια.
Κανταδόροι:
Δε σε θέλω πια
Από τα πολλά που μου ‘χεις καμωμένα
δε σε θέλω πια δε σε θέλω πια
τα σωθικά μου τα ‘χεις μαυρισμένα
δε σε θέλω πια δε σε θέλω πια
Δε μ’ αρέσουν πλέον τα γινάτια
δεν ποθώ τα δυο γλυκά σου μάτια
παίζω και γελώ άλλην αγαπώ
μάθε κι άλλη μια πως δε σε θέλω πια
Τι μου το λες πως δεν μπορείς να ζήσεις
δε σε θέλω πια δε σε θέλω πια
με φοβερίζεις πως θ’ αυτοκτονήσεις
δε σε θέλω πια δε σε θέλω πια
Δε μ’ αρέσουν πλέον τα γινάτια
δεν ποθώ τα δυο γλυκά σου μάτια
παίζω και γελώ άλλην αγαπώ
μάθε κι άλλη μια πως δε σε θέλω πια
Αλλού να βρεις τα νάζια σου να κάνεις
δε σε θέλω πια δε σε θέλω πια
το ίδιο το `χω κι αν ζήσεις κι αν πεθάνεις
δε σε θέλω πια δε σε θέλω πια
Δε μ’ αρέσουν πλέον τα γινάτια
δεν ποθώ τα δυο γλυκά σου μάτια
παίζω και γελώ άλλην αγαπώ
μάθε κι άλλη μια πως δε σε θέλω πια
Όλοι μαζί: (Όλοι. Εν χορώ. Βοώντας. Στεντόρεια.) Δε σε θέλω πια. Άλλην, άλλην αγαπώ! Την Ελλάδα έχω σκέπη· σκέπη μου και ουρανό!
Δε σε θέλω πια. Δε σε θέλω πια. Βάρβαρη, ΒΑΡΒΑΡΗ Τουρκιά!
Κανταδόροι: (Επαναλαμβάνουν ελαφρώς μεταποιημένη την τελευταία στροφή.)
Δε μ’ αρέσουν πλέον τα γινάτια
δεν ποθώ τα δυο τραχιά σου μάτια
παίζω και γελώ άλλην αγαπώ
μάθε κι άλλη μια πως δε σε θέλω πια
Χρυσάνθη: Αλέξανδρε, μας κεράσατε ανάσα δροσερή! Χίλια χρόνια να ζήσετε!
Αλέξανδρος: Να ’σαι καλά, Χρυσάνθη μου κι ο Γιάννης σας να γιάνει!
Χρυσάνθη: Από το στόμα σου και στο Θεού τ’ αυτί, Αλέξανδρε μας. (Σταυροκοπιέται και ενώ συνεχίζει να μιλάει, τραβά προς το εσωτερικό του σπιτιού, φέρνοντας τάχιστα κι άλλα κεραστικά, τα οποία ακουμπά στο τραπέζι, που από το πρώτο τραγούδι έχουν ήδη πιάσει οι μουσικοί.)
Ελάτε, παλικάρια μου. Στην υγειά σας. Έβαλα κι ένα ποτηράκι καθαρό για τον Χαρίλαό μου. Έρχεται σε λίγο... Να πιείτε κι ένα ποτηράκι μαζί με την κολόνα του σπιτιού μου...
Αλέξανδρος: Ό,τι ορίζετε, Χρυσάνθη μου. Μα μην μπαίνεις εις τον κόπον δι’ ημάς...
Χρυσάνθη: Πού κόπος, κυρ Αλέξανδρέ μας... Με τέτοια μουσική σπάνε τα βάσανα... Η χαρά για λίγο λιμάνι πιάνει... (Λέγοντάς τα, τραβιέται προς τα ενδότερα, απ’ όπου επιστρέφει μ’ ένα κουτί λουκούμια.)
Τρυφωνία: Πετάμε, κυρ Αλέξανδρέ μας... Πετα..
Χρυσάνθη: (Επιστρέφει με τα λουκούμια. Τους κερνά.) Ορίστε, πατριώτες... Πατρ...
Αλέξανδρος: Ευχαριστούμε. (Το κατεβάζει διαμιάς.) Γλυκά σαν τις καρδιές σας! (Στρέφεται προς τη μουσική ομήγυρη.) Λεβεντιές, βλέπετε πόρο εξηγημέναι είναι αι κυρίαι; Ε, λοιπόν, για πάρτη των, ας στρώσομεν χαλίον πορφυρούν εις την υγείαν των με Ερμενίτσα μία, την ομορφονιά Σμυρνιά...
Κανταδόροι: (Εν χορώ και μετά χαχάνων.) Ό,τι πεις, ηγεμόνα μας...
Ερμενίτσα
Αγαπώ μιαν Αρμενίτσα νόστιμη και παχουλή
με κοράλλινα χειλάκια και στο μπόι ζηλευτή
Αρμενίτσα μου πουλί μου, αχ Αρμενοπούλα μου
Ήρθες συ και θα μου γιάνεις την καρδούλα μου
Αρμενάκι μου, έλα έλα τα ματάκια σου τα δυο
και τα μαύρα σου μαλλάκια μ’ έχουν κάνει πιο τρελό
Αρμενίτσα μου πουλί μου, αχ Αρμενοπούλα μου
Ήρθες συ και θα μου γιάνεις την καρδούλα μου
(Ερμενίτσα. Τραγούδι της Σμύρνης καταγεγραμμένο στα 1911. Μπορεί να παιχτεί σε αυτήν την εκδοχή ή στην παραλλαγή, που έπεται.)
Αρμενίτσα
Όλο ούζο πίνω και μεθώ
και για σένα, φως μου, ξενυχτώ.
Απ’ το νου μου δε σε βγάζω, ούτε σε ξεχνώ,
Αρμενίτσα μου, για σε κλαίω και πονώ!
Μ’ έχεις κάνει τώρα σαν τρελό
συ μου πήρες φως μου το μυαλό
και καθημερνώς με κόβεις, αχ μανίτσα μου,
αχ θα με πεθάνεις πια, Αρμενίτσα μου!
Μου `χεις κάψει, φως μου, την καρδιά,
αχ κουκλί μου, έβαλα σεβντά.
Μ’ άναψες φωτιά και φλόγα, ντέρτι και καημό,
Αρμενίτσα μου γλυκιά, αχ τι θα γινώ;
(Εν τω μεταξύ, η μουσική στον χώρο της αυλής έχει έλξει και άλλους περιοίκους και ο χορός ανάβει. Ο Γιάννης ημερωμένος από τη μαγεία της μουσικής, έχει μισοκοιμηθεί. Σε λίγο, η Χρυσάνθη φέρνει νέο δίσκο με κεραστικά, τον οποίο αποθέτει μπρος στον Αλέξανδρο με τσαχπινιά και με εμφανέστατη πλέον τη γυναικεία της φιλαρέσκεια.)
Χρυσάνθη: Ορίστε, Αλέξανδρέ μας. Βάλε στα παιδιά να πιούν. (Ενώ τα αποθέτει, τακτοποιεί το τραπέζι, αφήνει μικρό κενό χρόνου μεταξύ των λεγομένων της.) Πάρτε και μεζεδάκι. Σαρδέλες της Λαμψάκου μας, της θάλασσάς της... Της τροφαντής και καρπερής!... Πλούσια τα ελέη της...
Αλέξανδρος: Χρόνους και χρόνους μας θρέφει η ευλογημένη! Απ’ τα χρόνια τα παλιά, τα χρόνια του μύθου και του θάμπους!...
Χρυσάνθη: Ναι, Αλέξανδρέ μας, απ’ τα χρόνια του προγόνου σου, του Αλέξανδρου του Μέγα κι ακόμη πιο βαθιά!... Στο χάραμα της ιστορίας!... Αλλά και στου Φρίξου και της Έλλης την περιπέτεια, που η δύστυχη εδώ, στην αγκάλη της θάλασσάς μας, αν και το πικρό της λησμονιάς ήπιε νερό, με αθανασία νίφτηκε κι αθάνατη λογιέται!...
Μερόπη: Ναι, Χρυσάνθη μου, και τούτο το νερένιο κανάλι, που ανάλλαγο κυλάει αιώνες και αιώνες, της Έλλης πόντος, της Έλλης θάλασσα είναι και κλίνη είναι και οι Έλληνες κάτοικοί της από τότε «Ελλήσποντο» το είπαν!... Κι έτσι θα πλέει ανέμελο στ’ απύθμενα του χρόνου βάθη και πελάγη!...
Αλέξανδρος: (Υψώνει το ποτήρι του. Το στρέφει προς την ομήγυρη.) Άιντε, κυράδες και πατριώτες στην υγειά σας, στον Ελλήσποντό μας και στην υγειά του Στρατού μας!... (Τσουγκρίζει το ποτήρι του με τους συντρόφους.)
Τρυφωνία: (Αναθαρρεύει.) Στην υγειά σας, μα και του Στρατού μας τις υγείες! Στην υγειά και της Λευτεριάς μας!
Αλέξανδρος: Αμήν και πάντα, Τρυφωνίτσα μας... (Στρεφόμενος προς την ομήγυρη.) Ζήτω η Λευτεριά μας!
Όλοι μαζί: Ζήτωοοο!
Αλέξανδρος: (Υπονοώντας τον Βενιζέλο, αλλά ίσως και τον Λευτεράκη της Τρυφωνίας.) Και του Λευτέρη: «Ζήτω!»
Όλοι μαζί: Ζήτωοοο!
Τρυφωνία: (Στρεφόμενη προς την αντίθετη των μουσικών πλευρά. Υψώνει προς το κενό το ποτήρι της, σταυροκοπιέται, μονολογεί.) Στην υγειά και στην επιστροφή του Λευτεράκη!...
Αλέξανδρος: Άιντε, λεβεντιές μου, να πιάσουμε κι ένα κομμάτι για τον στρατό μας και τον Μεγάλο μας Ελευθερωτή, τον Βενιζέλο! Τον Λευτεράκη μας! Που τον ελληνικό στρατό στη Σμύρνη μας έφερε. Στην πόλη των Ελλήνων και στην Ιωνία όλη!
Όλοι μαζί: Βενιζέλος! Βενιζέλος!
Κανταδόροι: (Ο Μακεδών ή άλλως Της Αμύνης τα παιδιά. Πρόκειται για ένα μινόρε της Σμύρνης των αρχών του 20ου αι. Θεωρείται παραδοσιακό, λαϊκό τραγούδι, του οποίου δεν είναι γνωστός ούτε ο στιχουργός ούτε και ο συνθέτης του μουσικού μοτίβου, που τότε πρωτοπαρουσιάστηκε στο ευρύ κοινό από την Ελληνική Εστουντιαντίνα και σύντομα στα χείλη των στρατιωτών και των Ελλήνων της Μικράς Ασίας αποτέλεσε τον δεύτερο Εθνικό ύμνο. Σε ορισμένες περιπτώσεις τραγουδιόταν με τροποποιημένους τους στίχους του.
Το ίδιο τραγούδι, που αποτέλεσε σώμα της ταινίας Ρεμπέτικο του Κώστα Φέρρη το 1980, μεταποιήθηκε στιχουργικά από τον Νίκο Γκάτσο και παρουσιάστηκε μουσικά από τον Σταύρο Ξαρχάκο με πρώτους ερμηνευτές τον Νίκο Δημητράτο και τον Γιώργο Νταλάρα.)
Ο Μακεδών
Για τα παιδιά, τη νέα τριανδρία
που έδιωξε από την Αθήνα τα θηρία,
που έδιωξε βασιλείς και Βουλευτάδες,
τους ψευταράδες και τους μασκαράδες.
Και στην Άμυνα εκεί πολεμούν όλοι μαζί
πολεμάει κι ο Βενιζέλος που αυτός θα φέρει τέλος
ο Δαγκλής κι ο Κουντουριώτης θα μας φέρουν την ισότης.
Λοιπόν παιδιά του Ελληνικού Στρατού μας
δείχτε το δρόμο στον νέο στρατηγό μας
τον ήρωα της Εθνικής Αμύνης
που πολεμάει κατά των Γερμανών.
Της Αμύνης τα παιδιά διώξανε τον βασιλιά
και του δώσαν τα πανιά του για να πάει στη δουλειά του
για να πάει στη Γερμανία να τον κάνουνε λοχία.
Έλα να δεις σπαθιά και γιαταγάνια
και κάμποσα Βουλγάρικα κεφάλια
εκεί ψηλά, ψηλά στο Σκρα επάνω
που πολεμάνε κατά του Γερμανού.
Της Αμύνης τα παιδιά διώξανε το βασιλιά
της Αμύνης το καπέλο έφερε τον Βενιζέλο
της Αμύνης το σκουφάκι έφερε το Λευτεράκη.


Της Αμύνης τα παιδιά
Μια μέρα θα το γράψει η ιστορία
που έδιωξε απ' την Αθήνα τα θηρία
που έδιωξε Βασιλείς και Βουλευτάδες
τούς ψευταράδες και τούς μασκαράδες
που έδιωξε Βασιλείς και Βουλευτάδες
τούς ψευταράδες και τούς μασκαράδες
Και στην άμυνα εκεί
όλοι οι αξιωματικοί
πολεμάει κι ο Βενιζέλος
που αυτός θα φέρει τέλος
και ο κάθε πατριώτης
θα μας φέρουν την ισότης
πολεμάει κι ο Βενιζέλος
που αυτός θα φέρει τέλος
και ο κάθε πατριώτης
θα μας φέρουν την ισότης
Η Παναγία που στέκει στο πλευρό μας
δείχνει το δρόμο στο νέο στρατηγό μας
τον ήρωα της Εθνικής Αμύνης
που πολεμάει και διώχνει τους εχθρούς
τον ήρωα της Εθνικής Αμύνης
που πολεμάει και διώχνει τους εχθρούς
Της Αμύνης τα παιδιά
διώξανε τον Βασιλιά
και του κόψαν τα βρακιά του
για να πάει στην δουλειά του
τον περίδρομο να τρώει με το ξένο του το σόι
Αλέξανδρος: (Παίζοντας ένα ορχηστρικό κομμάτι υποδοχής του άρτι εμφανιζόμενου στον ορίζοντα Χαρίλαου, ο οποίος επιστρέφει στο σπιτικό του.) Καλώς τον Χαρίλαό μας.
Χαρίλαος: (Βαριόθυμα.) Γεια σου, Αλέξανδρε...
Αλέξανδρος: Πώς παν τα κέφια, πατριώτη;
Χαρίλαος: (Άκεφα.) Πώς να πάνε, Αλέξανδρέ μας... Πώοοος...
Αλέξανδρος: (Υψώνοντας το ποτήρι,) Πίνουμε στην εγειά σου, Χαρίλαέ μας...
Χαρίλαος: Στην υγειά σου, πατριώτη. Στην...
Αλέξανδρος: Περνούσαμε όλως τυχαίως από τα μέρη σας και μας φώναξε η κερά για ένα κερασματάκι...
Χαρίλαος: Να είστε καλά, κυρ Αλέξαντρέ μας...
Αλέξανδρος: Συνεκινήθη η κερά, Χαρίλαέ μας, ένεκα των ασμάτων που σπέρναμε μεσοστρατίς... Ξέρεις το εψώνιόν μας, πατριώτη. Ξέρεις...
Χαρίλαος: Ξέρω, Αλέξαντρέ μας... Ξέρω... (Με αφυπνισμένο κάπως τον ενθουσιασμό του.) Να ’σαι καλά, αδερφέ, να μας ξυπνάς την άνοιξη, που ζάρωσε για τα καλά εντός μας...
Αλέξανδρος: Θα σου παίξω μουσική για ν’ ανθίσει ολίγον τι!... Ψηλά την κεφαλή, πατριώτη, μη μας σωριάσει κάτω η ρημάδα η ζησημιά μας, γιατί, Χαρίλαγέ μας, καήκαμεν...
Χαρίλαος: (Ανόρεχτα και κάπως ακαταλαβίστικα.) Καΐκια μεν, βάρκαι δε... Καιεεε... Πνιγήκαμεν...
Αλέξανδρος: (Κουνώντας το κεφάλι του και προσπερνώντας τον πεσιμιστικό και ασυνάρτητο λόγο του Χαρίλαου.) Πνοή μεγίστη βρήκαμεν! Ελάτε, τσαχπίνηδες, να σβουρίξομεν ένα τεμμάχιον για το φιλαράκι μας, τον Χαρίλαγόν μας... Με βιτρουιζόν το παιξίδιον, περικαλώ... Μεεε...
Κανταδόροι: (Παίρνουν να παίζουν Το κουτσαβάκι, που ο Γιάγκος Ψαμαθιανός στην Πόλη το 1910 παρουσίασε και θεωρείται το πρώτο ηχογραφηθέν ρεμπέτικο.)
Το κουτσαβάκι
Σγουρέ βασιλικέ μου και μαντζουράνα μου
εσύ θα με χωρίσεις από τη μάνα μου
Στο ’πα και στο ξαναλέω, βρε, δεν θα στο ξαναπώ
μες στη μπίρα μεθυσμένο να μην σε ξαναϊδώ
Βρε, αν είσαι κουτσαβάκι, που είναι η καμίτσα σου [Καμίτσα: μικρή κάμα, μικρό ξίφος]
το άσπρο σου ζωνάρι και η φανελίτσα σου
Στο ’πα και στο ξαναλέω, βρε, δεν θα στο ξαναπώ
στην ταβέρνα με ρετσίνα να μην σε ξαναδώ
– Ωχ, γεια σας!
Σγουρέ βασιλικέ μου, μάνα, μανούλα μου
σγουρέ βασιλικέ μου με φύλλα πράσινα
Πάλι μεθυσμένος είσαι, πάλι πίνεις το κρασί
θα το πω στον καπετάνιο, να πας στη φυλακή
Εσύ θα με χωρίσεις απ’ τη μικρούλα μου
εσύ θα με χωρίσεις από τη μάνα μου
Πάλι μεθυσμένος είσαι, πάλι τα ποτήρια σπας
και τον κουτσαβάκο κάνεις, το ξύλο που θα φας
Αλέξανδρος: (Μερακλώνεται και διαρκώς πίνει. Είναι ήδη φτιαγμένος. Ενώ οι μουσικοί συνεχίζουν να παίζουν τον σκοπό, διαμιάς ο Αλέξανδρος αρπάζει τον Χαρίλαο και χορεύουν, παρ’ ότι δείχνει απρόθυμος και βαριεστημένος.) Όπα, όπα, Χαρίλαγε. (Προς τον εαυτό του.) Πίνε και γλέντα, Αλέξανδρε, να χορέψει κι ο νταλκάς, που σου καίει τα σωθικά... Όπα, όπα... (Προς την ομήγυρη.) Όπα, όπα. Όοοοπα, λεβεντιές. (Και δώστου σβούρλες και ζεϊμπεκιές.) Όπα, όπα. Όοοοπα... (Δείχνει εξουθενωμένος, κάθεται, καλεί κοντά τον Χαρίλαο, τον χτυπά στην πλάτη, υψώνει το ποτήρι και πίνουν το ένα μετά το άλλο.) Άιντε, στην υγειά μας. Εις υγείαν!... (Στρέφεται προς τις κυρίες.) Κεράδες, υπόχρεος περί του κεράσματος!... (Προς τον Χαρίλαο.) Θα μας επιτρέψεις, Χαρίλαέ μας. Εμείς θα κατηφορίσουμε τώρα για τον καφενέ του μπαρμπα-Ιάσωνα στ’ ακροθαλάσσι της Λαμψάκου μας. Μας περιμένουν για τα περαιτέρω...
Χαρίλαος: (Σε τόνο παρωθητικό για ξεκούμπισμά τους.) Όπως ορίζει η αφεντιά σου, Αλέξανδρέ μας... Να ’στε καλά, παιδιά. Ευχαριστούμε για τις μουσικές και για το χοροστάσι. (Γυρίζοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση και σιγομουρμουρίζοντας.) Σε καλό να μας βγει τούτο το γλεντοκόπι...
Αλέξανδρος: Χρέος μας, Χαρίλαέ μας να κερνάμεν χαράν και τέρψιν στις ψυχές και σ’ όλες τις γειτονιές της Λαμψάκου μας... Χαρίλαέ μας.
Χαρίλαος: Να ’στε καλά, Αλέξανδρέ μας...
Αλέξανδρος: (Προς την ομήγυρη.) Καληνύχτα, πατριώτες...
Όλοι μαζί: Καληνύχτα. Καλό ξημέρωμα!
Κανταδόροι: Νύχτααα... (Είναι μερακλωμένοι. Αποχωρούν, παίζοντας ένα χασάπικο και ρίχνοντας και καμιά γυροβολιά. Πρόκειται για ρεμπέτικο τραγούδι του 1937 σε στίχους-μουσική Κώστα Σκαρβέλη. Άλλος του τίτλος: Μην παραπονιέσαι.)
Τσάκα τσούκα σπάστα (Μην παραπονιέσαι)
Μη ρωτάς αν θα σε πάρω
αν πονώ και σε γουστάρω.
Γλέντα θέλω να μεθύσεις
και ποτήρι μην αφήσεις.
Τσάκα τσούκα σπάσ’ τα
κάν’ τα κομμάτια
για τα όμορφά σου μάτια.
Πάψε να παραπονιέσαι
και γι’ αυτό μη συλλογιέσαι.
Γλέντα πίνε κι αν μεθύσεις
ούτε πιάτο μην αφήσεις.
Τσάκα τσούκα σπάσ’ τα
κάν’ τα κομμάτια
για τα όμορφά σου μάτια.
Η καρδιά σου ό,τι θέλει
θα το κάνω μη σε μέλλει.
Γλέντα πίνε κι αν μεθύσεις
ούτε πιάτο μην αφήσεις.
Τσάκα τσούκα σπάσ’ τα
κάν’ τα κομμάτια
για τα όμορφά σου μάτια.
Σ’ αγαπώ δε θα σ’ αφήσω
και μαζί σου εγώ θα ζήσω.
Γλέντα μέθα μη φοβάσαι
και δική μου πάντα θα ‘σαι.
Τσάκα τσούκα σπάσ’ τα
με την καρδιά σου
να χαρώ την εμορφιά σου

(Κλείσιμο αυλαίας.)








ΣΚΗΝΗ 4η Ένα όνειρο ήταν...

ΠΡΟΣΩΠΑ: Χρυσάνθη, Μερόπη, Τρυφωνία, Δεσποινιώ
ΣΚΗΝΙΚΟ Ι
(Το επόμενο – των ωραίων μουσικών – δειλινό η Χρυσάνθη βρίσκεται ακόμη μέσα στο σπίτι της, φροντίζοντας το νοικοκυριό της, όταν στην αυλή της καταφθάνει η αναστατωμένη φωνή της Τρυφωνίας. Γεγονός, που την κάνει έντρομη να πεταχτεί έξω για να δει τι της συμβαίνει.)
Τρυφωνία: Χρυσάνθη... Χρυσάνθη... Χρυσάν... (Σωριάζεται πλάι στην πεζούζα λιπόθυμη.)
Χρυσάνθη: Τι έπαθες, καλέ κορίτσι μου; Τιιιι; (Την πασπατεύει, τη σκουντά, την χαστουκίζει, μα τίποτε. Είναι κάτωχρη και σμπαραλιασμένη.) Τρέχω να σου φέρω λίγο νεράκι δροσερό… (Επιστρέφοντας τάχιστα, την αγκαλιάζει, της ανασηκώνει το κεφάλι, της δίνει να πιει δυο γουλιές, της ρίχνει νερό στο πρόσωπο, οπότε σε λίγο ξαναεπικοινωνεί με το περιβάλλον και συγχρόνως η Χρυσάνθη τη βοηθά να καθίσει στο πεζούλι. Αφού η κορασιά καταφέρει να πιάσει πεζούλι, η Χρυσάνθη κάθεται πλάι στη λυσίκομη κεφαλή της και στοργικά της χαϊδεύει τον σκόρπιο θύσανο των μαλλιών της.)
Τρυφωνία: (Ξέπνοα.) Πάει... Τέλεψε... Πάει... Πάει...
Χρυσάνθη: Μαααα... Τι έπαθες, καλέ κορίτσι μου; (Κοιτάζει πέρα δώθε με απορία για το αίτιο του κακού και της καταπτώσεως της – ως λίγες ώρες πριν – ολάνθιστης κόρης. Τη χαϊδεύει. Μένει αμίλητη για λίγο.) Έγινες πιο κίτρινη και από το φλουρί, κοπέλα μου... Τι πάει;...
Τρυφωνία: (Αποκρίνεται με δυσκολία.) Ένα όνειρο ήταν...
Χρυσάνθη: Μα τι όνειρο, Τρυφωνία μου;
Τρυφωνία: Εφιάλτης...
Χρυσάνθη: Όνειρο για εφιάλτης, κορίτσι μου;
Τρυφωνία: Μέχρι ψες όνειρο... Σήμερις, εφιάλτης...
Χρυσάνθη: (Σταυροκοπιέται.) Έλα, Χριστέ και Παναγιά!...
Τρυφωνία: (Με πνιγμένη φωνή, λυσίκομος και ολοφυρόμενη,διαρκώς άκρατους τινάζοντας λυγμούς και όλο κομπιάζοντας.) Ο Λευτεράκης μου, η Λευτεριά, τα παλικάρια μας…
Χρυσάνθη: Μα έπαθε κάτι ο Λευτεράκης σου, κοπελιά μου;
Τρυφωνία: Πάει… Τέλεψε…
Χρυσάνθη: Μα τι επιτέλους συνέβη, Τρυφωνίτσα μου;
Τρυφωνία: Σείστηκε ο κόσμος συθέμελα. (Μαλλομαδιέται και συγχρόνως τινάζει το κορμί της πάνω κάτω, πάνω κάτω.) Ήρθε η συντέλεια του κόσμου!... (Μπήγοντας τα νύχια της στα ως πριν κρινομάγουλά της, που τώρα να μαυρίζουν πήραν και μαραίνονται.) Ήρ…
Χρυσάνθη: (Και ενώ διαρκώς τη σφιχταγκαλιάζει και μητρικά της παραστέκεται, υψώνει κάπως τη φωνή της, ελπίζοντας να εκμαιεύσει το θλιβό αίτιο, που τόση πίσσα στα σωθικά της κόρης έχει χύσει.) Όνειρο είδες για παλάβωσες, κοριτσάκι μου;
Τρυφωνία: Η νυχτιά πυκνή και άραχλη μας τύλιξε… Πάντα… (Κόβεται η φωνή της και η λέξη μαζί. Ξεροκαταπίνει.) …χόθεν…
Χρυσάνθη: Μα, καλέ κορίτσι μου, μόλις το απόγευμα κύλισε… Το δείλι πήρε τον κόσμο να γλυκαίνει… Και τι μελένιο δείχνει απόψε!... Και συ για νυχτιές μας μιλάς…
Τρυφωνία: Μελάνι-ο, Χρυσάνθη μου!... Με – λα…
Χρυσάνθη: Δεν σε καταλαβαίνω… Κάτι…
Τρυφωνία: (Ανακτά δυνάμεις. Συνεχής ο λόγος της τώρα. Έξοδος αέρα πυκνού από τα σωθικά της, ώστε να σπρωχθεί το ψυχοπλάκι στο βάραθρο της απόσεισης.) Ήρθε η Δευτέρα Παρουσία… Η μαύρη η νυχτιά με τ’ ανορθωμένο γουρνοτρίχι της… Η Συντέλεια του κόσμου, γειτ…
Χρυσάνθη: Μα τι λες, Τρυφωνία μου; (Η Τρυφωνία στέκει αποσβολωμένη, αγαλματοποιημένη. Τη σκουντά για να συνέλθει.) Έλα στα συγκαλά σου, κοπέλα μου…
Τρυφωνία: (Χώνει τα χέρια της ανάμεσα στα πόδια της και γέρνει το κορμί της προς το δάπεδο. Είναι εκτός εαυτού. Παραλογίζεται.) Αλί, αλί κι αλίμονό μας… (ανορθώνει λίγο το κορμί και πάλλοντάς το πάνω κάτω. Η απόγνωσή της όλο και φουντώνει.) Τι συφορά μας ήβρε τους δόλιους, γειτόνισσα… αααα…
Χρυσάνθη: Μα τι έγινη, Τρυφωνία μου; Θα με πλαντάξεις, κορίτσι μου. Για λέγε μου τι συνέβη;
Τρυφωνία: Στήθηκαν τα καζάνια της κολάσεως… Πήξαν κορμιά αμέλιστα…, κεφάλια δίχως σώμα… Όλα χαρμάνι γίνανε, ο κόσμος εχαλάστη…
Χρυσάνθη: Μα τι συνέβη, φιλενάδα;
Τρυφωνία: Το Αλή Βεράν… Το Κάλε Γκρόττο… (Μπήγοντας τα νύχια της όσο πιο βαθιά μες στα κρινομάγουλά της, μπορεί. Και πάλι παίρνει και επιταχύνει τον λόγο της.) Γιόμισαν οι κάμποι, οι στράτες και τα φαράγγια με βόγγους και άψυχα κορμιά νεανικά…
Χρυσάνθη: (Χάσκοντας και πιάνοντας τα μάγουλά της.) Τι λες, κορίτσι μου;
Τρυφωνία: (Με πνιγμένη φωνή. Διαρκώς κομπιάζοντας.) Ο ανθός των Ελλήνων… Ο Λευτεράααακης μου… Οι Λευτεράκηδέεεες μας πάνε, Χρυσαάνθη μου… Παάνεεε…
Χρυσάνθη: (Ορθή. Περπατά πέρα δώθε κατατρομαγμένη, αναλογιζόμενη το μεγάλο κακό που συνέβη. Πιάνει και σφίγγει από απόγνωση τα δυο μάγουλα.) Ποπόοοο. Τι λες, κορίτσι μου; Τιιιι;
Τρυφωνία: (Κλείνει τα μάτια. ‘‘Βλέπει’’ τις εικόνες του ολέθρου. Τρέμει σύγκορμη.) Κι ο Λευτεράκης μου εκεί…(Όλο τινάζεται και λυγμεί.) Κι ο Λευτεράκης μου στην αγκαλιά των άψυχων κλώνων του δέντρου της Λευτεριάαας μας, Χρυσάνθη μου… Χρυσάααανθη μου…
Χρυσάνθη: (Την αγκαλιάζει στοργικά. Σφουγγίζει τα μάτια και τις παρειές της.) Σώπα, χρυσό μου… Σώο… οοόπα…
Τρυφωνία: Εκεί στον δρόμο για την Ααάγκυρα… Δίχως κεφάλι και με μάτια λαγούμια θα χάσκει στο χάος ο λατρεμέεενος μου, Χρύσααα… άαανθη μουουου…
Χρυσάνθη: Σώπα, χρυσό μου… Σωοο…
Τρυφωνία: (Την προσπερνά. Λες και διόλου δεν την ακούει.) Δεν το μπορώ… Δεν στέκει ο λογισμόοο…οος μου, μαααανούουουλαααα μουουου…
Χρυσάνθη: (Της παραστέκει. Της κρατά τον ώμο. Η ματιά της βυζαίνει τα σύθαμπα του μελάφτερου χάους της αναπάντεχης συφοράς.) Μα πώωως; Τι έμαθες, κορίιιιτσι μου;
Τρυφωνία: (Ξεσπά με λόγο μύστιο, ακαταλαβίστικο, μα συνεχή.) Ήρθε το μούχρωμα του χάους, της Στυγός το μαύρο της κόλασης νερό…
Χρυσάνθη: Μα πες μου. Δεεεν κάτα…
Τρυφωνία: Εχ, Χρυσάνθη μου. Εχ… (Απλώνει τα χέρια της στα ύψη της ικεσίας και αμέσως μετά γυρίζει και σφιχταγκαλιάζει τη Χρυσάνθη, που συνεχίζει να την ακουμπά στοργικά στον ώμο της.) Ο Λευτεράκης μας, τα παλικάρια μας στης μαύρης Άγκυρας το διάβα σε μια αγκάλη ούλη, στων όρνιων τα νύχια τα γαμψά και των γκριζόοοο οοόλυιιικων χαα… …ψιά… Ο λογισμός μου, μανούλα μου, δεν το νογά στροφές πλια του ίσιου να φεέρειιιι…
Χρυσάνθη: Μα τι; Ονειρεύτηκές τα, Τρυφωνίτσα μου, ή κανά των Τουρκών μήνυμα στην ελληνική μας Μικρασία απλώθηκε, για να μας σπάσουν το ηθικό, να μας τρομάξουν, οι άτιμοι παλεύουν;
Τρυφωνία: (Συνεχίζει να εκφράζεται μπερδεμένα και παραλογισμένα.) Μαύρη κοράκου εδιάβηκε γραφή σε Άδου πλάκα καθισμένη, με τις νυχιές αγρίου γάτου σκαλισμένη …
Χρυσάνθη: Σύνελθε, κορίτσι μου, σύνελθε. (Χτυπά τα χέρια της από αμηχανία στα πλάγια των μηρών της και έπειτα σκουντά την Τρυφωνία.) Παραλογίζεσαι, κόρη μου;
Τρυφωνία: (Βυθισμένη στον άφατο πόνο και παραλογισμένη. Βυζαίνει το χάος κι ο λογισμός της χύνεται στης συφοράς τα φάραγγα, δίχως να κάνει άγκιστρο τα λόγια της γειτόνισσάς της για να απαλύνει τον πόνο της κάπως.) Μαύρο κοράκι έφτασε τη συφορά να φέρει…(Κάνει παύση μικρή, ξεροκαταπίνει, θρηνεί γοερά, σπαραξικάρδια.) Λευτεεεράακη μου…
Χρυσάνθη: (Καθησυχαστική και συμπονετική πάντα.) Σύνελθε, κοπελούδα μου, σύνελθε. Όλα καλά θα…
Τρυφωνία: (Τη διακόπτει και με φωνή που στάζει αίμα και δάκρυ.) Λευτεεεράακη μου… Πού – σαιεεε… Στη Λάψακό μας τη Λευτεριά να φέρεις… Λευτεεεράακη μου… Λευτεεεράακη μου…
Δεσποινιώ: (Μπαίνει ασθμαίνουσα και αλαφιασμένη. Τραβά τα μαλλιά της. Υψώνει τα χέρια στον ουρανό.) Γειτόνισσες… Γειτόνισσες… Όλα συντρίμμια… Άλλο δε μας χωράει ο τόπος…(Σωριάζεται καταγής.)
Χρυσάνθη: (Βλέποντας και ακούγοντας τα μηνύματα της Δεσποινιώς, περπατά πάνω κάτω νευρικότατα, πιάνει με τα δύο της τα χέρια τα πλάγια της κεφαλής της.) Μα τι έγινε, Δεσποινιώ μου; (Απλώνει τα χέρια της για να δείξει τη μεγάλη της απορία από αυτά, που εδώ και λίγη ώρα ασυνάρτητα πληροφορείται.) Άκρη δεν μπορώ να βγάλω η έρμη…
Δεσποινιώ: (Ανακλαδίζει κάπως το κορμί της.) Η γης παντού ξερνά αίμα και δάκρυ, Χρυσάνθη μου… Ρούφηξε…Ρούφηξε… Χόρτασε… Άλλο δε θέλει, είπε, μα ο χάρος δε σταματάει… Θερίζει αλύπητα και άπληστα… Σταματημό δεν έχει…
Χρυσάνθη: (Διαρκώς πιάνει με τα δύο της τα χέρια τα πλάγια της κεφαλής της.) Πώ πώ συφορά μας… Μα πού γένηκε τέτοιο κακό ανήκουστο και βάρβαρο σαν το ’21, που οι Τούρκοι εδώ στη Μικρασία πνίξαν την Επανάστασή μας στο αίμα;
Δεσποινιώ: Εδώ και πάλι…
Χρυσάνθη: Εδώ και πάλι;
Δεσποινιώ: Πάει… Έσπασε το Μέτωπο…
Χρυσάνθη: Έσπασε το Μέτωπο; (Διαρκώς πιάνει με τα δύο της τα χέρια τα πλάγια της κεφαλής της και αμέσως μετά τα χτυπά στα πλάγια των μηρών της.) Συφορά μας!...
Δεσποινιώ: (Ανασηκώνεται. Πιάνεται από ένα κάθισμα.) Το στράτεμα παραδίδεται αμαχητί. (Απνευστί πλέον.) Οι μεγαλογαλονάδες παρατάνε τον κοσμάκη στο έλεος της τύχης και στη μάχαιρα του Τούρκου και χάνονται… (Κινεί τα χέρια ψηλά ψηλά ως κατάρα, ως κραυγή απόγνωσης, ως πυγμή διαμαρτυρίας, ως χείμαρρο πόνου και επίκλησης στις ουράνιες δυνάμεις να φράξουν τάχιστα το κακό και τον όλεθρο.) Οι φιλοτομαριστές… Οι Εαυτούληδες… Οι δειλοί… Οι κιοτήδες…
Χρυσάνθη: (Περπατά πέρα δώθε με εντεινόμενη τη νευρικότητα και την ανημποριά της να αποσοβήσει το κακό, που ήδη βροντά τις καρδιές, τις θύρες και τις ζωές των μυριάδων γηγενών Ελλήνων της μικρασιάτικης γης σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της, όπου από τρεις και πλέον χιλιετίες άνθιζε και ηλιοδρομούσε ο ελληνικός πολιτισμός, έστω και κατά περιόδους υπό συνθήκες περσικής ή τούρκικης βαρβαρότητας.) Κίος και Έφεσός μας…
Δεσποινιώ: (Συνεχίζει ακάθεκτη, βλέποντας τη λαίλαπα των τούρκικων ορδών κάθε ίχνος ζωής των πολιτισμένων αλλοφύλων, Χριστιανών κυρίως, και των άλλων της Μικρασιατών αδελφών, με μένος και απονιά αγρίου σαρκοφάγου ζώου να κατακρεουργεί και με πλησμονή τα πάντα να σαρώνει. Άλλωστε, η τούρκικη φυλή κατά τον Αμερικανό πρέσβη στη Σμύρνη Τζωρτζ Χόρτον «Η μάστιγα της Ασίας» είναι…) Οι άσπλαχνοι… (Στρέφεται προς την άλλη μεριά, γιατί άλλους αναθεματίζει τώρα.) Οι ασπάλακες… Τρούπωσαν στα λαγούμια τους και πάει ο κοσμάκης…
Χρυσάνθη: (Δαγκώνει με νεύρο το δεξί της χέρι.) Οι άτιμοι…
Δεσποινιώ: Προδοσία! Μας πούλησαν… (Τονίζοντάς το ακόμη περισσότερο.) Μας πούλησαν…
Χρυσάνθη: (Ξαναδαγκώνει με πιο νεύρο το δεξί της χέρι.) Οι απάτριδες…
Τρυφωνία: (Κλαίει, οδύρεται, μαλλιομαδιέται.) Λευτεράκη μου… (Αγκαλιάζει την αόρατη όψη του.) Παλικάρι μου… Άγγελέ μου…
Χρυσάνθη: (Μονολογώντας.) Έτσι, χωρίς αντίσταση…
Δεσποινιώ: (Με αναλαμπή σκέψης.) Δίχως… Μόνο ο Πλαστήρας με τους Ευζώνους του κρατάει ψηλά την τιμή του Γένους! Πασχίζουν να περισώσουν ό,τι πιότερο μπορούν!... Αντιστέκονται με θάρρος και στρατηγική!... Θυσιάζονται για να σώσουν τους άμαχους, την ιδέα άνθρωπος και του Γένους την τιμή!
Χρυσάνθη: Αυτοί είναι αληθινοί Έλληνες! Αυτοί!...
Δεσποινιώ: Ενώ οι άλλοι… Λαγοί γενήκαν… Πιλαλώντας τρέξανε στον Τσεσμέ, την ελληνική Κρήνη της Σμύρνης, μπήκανε στα καράβια και τράβηξαν στην Παλιά Ελλάδα… Και οι Τσέτες πίσω τους ατιμάζουν αβέρτα τον ανθό των Ελλήνων, σφάζουν δίχως σταματημό και πυρπολούν τις πόλεις και τα χωριά μας…
Χρυσάνθη: Οι ανίκανοι… Του βασιλιά οι λούστροι… Οι σαλωνάτοι και οι για μια δεκαετία – που τ’ αδέρφια τους πάλευαν για τη Λευτεριά μας στα μετερίζια της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Θράκης, του Αιγαίου και της Μικρασίας – του πολέμου οι άκαπνοι ήταν, οι τουρίστες στας Ευρώπας και στα σαλόνια των ανακτόρων…
Τρυφωνία: (Οδυρόμενη.) Φάγαν τον Λευτεεεράααακηιιι μου… (Σταυροκοπούμενη.) Παναγία μου… Βόηθα, βόηθα, Παναγιά μου… (Κλείνει το πρόσωπό της με τα δυο της τα χέρια.) Χανόμαστε οι δόλιοι… Χανόμα…
Χρυσάνθη: (Καθησυχαστικά.) Σώπασε, Τρυφωνίτσα μου. Ο Λευτέρης σου, όλη τον ξέρουμε, λεβέντης και πανέξυπνος είναι…
Τρυφωνία: (Διακόπτοντάς την.) Λευτεεεράααακηιιι μου…
Χρυσάνθη: Θα βρήκε τρόπο… Θα ξέφυγε πολεμώντας τα αγαρηνά… Την πλέμπα της Ανατολής…
Τρυφωνία: Βόηθα, Παναγίτσα μου, να σωθεί ο Λευτεράκης μου… Η καρδούλα της καρδιάς μου!... Κι εγώ, Μεγαλόχαρή μου, στη χάρη σου, που ξημερώνει αύριο, λαμπάδα δυο μέτρα αψηλή θα σου ανάψω και χίλιες δυο μετάνοιες θα σου κάνω!...
Χρυσάνθη: Ναι, κορίτσι μου, θα βάλει το χεράκι της η Μεγαλόχαρή μας… Θα σωθούμε… Αν ζορίσουν πολύ τα πράγματα, θα τρέξουμε στην Παλιά Ελλάδα…
Δεσποινιώ: (Με πλήρη ρεαλισμό.) Πάρτε το χαμπάρι, γειτόνισσες. Η πείνα για γυναικείο κορμί και αίμα ελληνικό, βρίσκονται στων Τσετών την ’ποθυμιά, την κάμα και το λεπίδι… Παντού, θανατικό και πύρινη καταιγίδα σπέρνουν οι γενοκτόνοι, οι φονιάδες…
Χρυσάνθη: Τι ωμά τα λες, Δεσποινιώ μου… Είσαι με τα σωστά σου ή παραλογίζεσαι; Ή… από τις διάδοσες του καθεμιανού κρέμεσαι;
Δεσποινιώ: (Ορθά κοφτά.) Χρυσάνθη μου, λάβε το απόφαση. Ο τόπος μας πάει. Τέλεψε. Χάθη…
Χρυσάνθη: Έλα, Χριστέ και Παναγιά! Μα τούτο είναι ανήκουστο. Ο στρατός μας…
Δεσποινιώ: Προδοσία, σου λέω, χρυσή μου. Προ – δο – σία! Γύρισε ο κόσμος ανάποδα. Δώσανε τον τόπο μας στους γκριζόλυκους των στεπών της Καυκασίας…
Χρυσάνθη: Συ – φο – ράααα μας!...
Δεσποινιώ: (Περίλυπη.) Πάει το Αϊβαλί… Η Σμύρνη… Τα Βουρλά… Το Κορδελιό… Η Μενεμένη… Η Μικρασία η ελληνική του κόσμου η παινεμένη, μ’ αλύσσους των Τουρκών πισθάγκωνα δεμένη!...
Χρυσάνθη: (Σε περισυλλογή.) Σαν είναι έτσι… Πάει… Σκοτείνιασε ο ντουνιάς και η Εδέμ επαύθη…
Δεσποινιώ: (Συμπληρώνοντας.) Ο παράδεισός μας… Σαχάρα πια… Μια καρβουνιά και Έρημος σαν Αλμυρά… Φαράγγια κακοτράχαλα με όρνια και στοιχειά γιομάτα άπνοα ελληνικά κορμιά…
Χρυσάνθη: Βόηθα Χριστέ και Παναγιά!
Δεσποινιώ: Παντού φωτιά και πέλεκυς!... Κι ο κοσμάκης αλαλιασμένος φουντάρει στο πέλαγο, στη θάλασσά μας, να δροσερέψει από την κάψα του ολέθρου, να σωθεί!...
Χρυσάνθη: Βόηθα Χριστέ και Παναγιά!
Δεσποινιώ: Μααα… πνίγεται. Γιόμωσε ο αφρός κουφάρια άμετρα, ανθρώπινα πλοιάρια…
Χρυσάνθη: Παναγία μου!
Τρυφωνία: Λευτερααάκηιιιι μου. Αγόρι μου, καρδούλα της καρδιάς μου. (Τον αγκαλιάζει νοερά.) Τι θ’ απογίνω έρημη και μοναχή η δόλια; Τιιιι;
Χρυσάνθη: (Σφίγγει την καρδιά της. Της μιλά καθησυχαστικά, πραϋντικά.) Σώπασε, κόρη μου, κι ο Λευτεράκης σου θα σωθεί… Τον γάμο σας θα κάνετε ταχιά στην ομορφοκκλησιά μας δίπλα στου Ελλήσποντού μας την ακτή… Θα δεις… Θα δεις…
Δεσποινιώ: (Μονολογώντας.) Οι προδότες… Τέτοιο ανίκητο στρατό και τον διέλυσαν… Βλέπεις, ο ‘‘Βασιλέας’’ και τα πριγκιπόπουλά του μας ήρθανε στη Μικρασία να δρέψουν νίκες και σπείρανε τον όλεθρο… Να ’ναι ο στρατός στο Μέτωπο, κι αυτός, οοοο… Ο Αρχιστράτηγος, ως ήθελε να λέγεται, ο Κωνσταντίνος, να μένει στο παλάτι του στο Κορδελιό της Σμύρνης, έξι ώρες μακρά από των μαχών τη φλόγα!...
Χρυσάνθη: (Δαγκώνοντας με νεύρο τον αντίχειρά της.) Αχ!...
Δεσποινιώ: (Συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο.) Ο αχαΐρευτος, ο ελεεινός, ο δόλι-ος!...
Χρυσάνθη: Ο δόλι-ος!...
Δεσποινιώ: Εμ, κι αυτός ο αρμοστής μας στη Σμύρνη, ο Στεργιάδης, πλακάκια τα ’κανε με την Τουρκιά!... Μου ’χε και μετρέσα Τουρκάλα στο χαρέμι του!...
Χρυσάνθη: Τουρ – κά – λααα;
Δεσποινιώ: Ναι, γειτόνισσα. Τουρκάλα. Και του ’κλεβε ούλα τα μυστικά και στον Κεμάλ τα έστελνε η Μουσουλ – μάνα!...
Χρυσάνθη: (Χάσκουσα.) Ο προδόταρος!...
Δεσποινιώ: (Με τα χέρια στη μέση και τις παλάμες να κοιτούν προς τα έξω.) Και τώρα, πάνω στη μεγάλη του Γένους συφορά μπήκε με ούλους του τους θησαυρούς σε συμμαχικό πολεμικό πλοίο και στη Γαλλία τρούπωσε!...
Χρυσάνθη: Και ο στρατός μας; Χάθηκε όλος, Δεσποινιώ μου; Όλος;
Δεσποινιώ: Ποιος στρατός, χρυσή μου!... Σωροί τα κουφάρια… Και οι υπόλοιποι ανεμοσκόρπι… Πήραν των ομματιών τους και όπου φύγει φύγει… Για την Παλιά Ελλάδα… «Ο σώζων εαυτόν σωθήτω…»
Χρυσάνθη: Δεν το χωράει ο νους μου…
Δεσποινιώ: Και τα υψηλόβαθμα αφεντικά τους νύχτα χάθηκαν από τον τόπο μας, τη γη των προγόνων μας, τη δική μας γη, την ελληνική από εκατοντάδες πριν την έλευση του Χριστού χρόνια... Την Ιωνία μας και στην οικουμένη ούλη ολόφωτή μας γη…
Χρυσάνθη: (Επαναλαμβάνει σαν να μονολογεί.) Τη γη των προγόνων μας, τη δική μας γη, την απ’ αιώνων γη ελληνική και ιωνική!...
Δεσποινιώ: Άφησαν τον κοσμάκη στο έλεος του Θεού και στην κόψη του γιαταγανιού της άξεστης Τουρκιάς, στην πλέμπα των χαΐνηδων και στη μάχαιρα των Τσετών Κούρδων, που σήμερις μαζί τους είναι, αλλά (θα με θυμηθείς) αύριο μεθαύριο θα τους ξεκληρίσουν και αυτούς οι Οθωμανοί σύντροφοί τους… Γενοκτονούν και κυριαρχούν…
Χρυσάνθη: (Προσπερνώντας τις τελευταίες ατάκες της αγαπημένης της γειτόνισσας.) Δεν το χωράει ο νους μου… Τι γλέντι ήτανε το ψεσινό και σήμερις συφορά και καταστροφή!... Ανήκουστη… Πλήρης…
Δεσποινιώ: Ναι, γειτόνισσα, πλήρης… Τέτοια δεν ματάγινε στην οικουμένη όλη…
Χρυσάνθη: Γιατί, Θεέ μου; Τι φταίξαμε οι άμοιροι; Σε ποιώνε κάναμε κακό; Σεεε ποιοοον;
Τρυφωνία: Λευτεεεραααάκη μου…
Δεσποινιώ: Ως και οι σύμμαχοί μας με πρόφαση την επανενθρόνιση του βασιλιά Κωνσταντίνου μάς εγκατέλειψαν και τα κάνανε πλακάκι με τους Τούρκους για να τους φάνε το μεδούλι, μόλις μπορέσουνε…
Χρυσάνθη: Τι θέλαμε εμείς, Δεσποινιώ μου; Ειρήνη και αγάπη ήταν το όνειρό μας… Και από κοντά, έναν κόσμο με ομορφιά και αγάπη να χτίσουμε…
Χαρίλαος: (Μπαίνει φουριόζος, αλαλιασμένος. Μιλάει γρήγορα και ασθματικά. Απευθύνεται πρώτα στη σύζυγό του και έπειτα στις άλλες γυναίκες.) Γυναίκα, πούνε τα παιδιά;
Χρυσάνθη: (Πηγαίνει πέρα δώθε, μονολογώντας.) Τα παιδιά… Τα παιδιά… Τα παιδιά…
Χαρίλαος: (Στρέφεται προς τις γειτόνισσες.) Γυναίκες, η λάβα κύλησε ασυγκράτητη. Η Σμύρνη γίνηκε δαυλός, αποκαΐδι… Η αρχόντισσα, το καμάρι της Ανατολής και του ελληνισμού, πάει… Στάχτη και μπούρμπερη την κάνανε οι βαρβάροι…
Γυναίκες: (Η Χρυσάνθη και η Δεσποινιώ πηγαίνουν στην Τρυφωνία, την αγκαλιάζουν, ένα του Λαοκόοντα γίνονται σύμπλεγμα. Ομόπνοα μιλούνε.) Συφοράαα… Σύφοραααάαα μααας…
Χαρίλαος: Πάει… Πάει το σμαράγδι του Αιγαίου μας, η γλυκιά και φωτεινή καρδιά της Ελληνικής Ανατολής, η νυφούλα της οικουμένης όλης… (Χτυπώντας με απόγνωση τον δεξιό του μηρό.) Πάει… Πάει…
Χρυσάνθη: (Απομακρύνεται από τις γειτόνισσές της. Χιμά στον άντρα της, κρέμεται από τον λαιμό του.) Τι λες, χρυσέ μου; Πάει το όνειρο; Γίνηκε εφιάλτης; (Γονατίζει, στρέφει τα χέρια της προς τα ουράνια σε στάση ικεσίας.) Σώσε μας, Παναγίτσα μου… Σώσε μας, Μεχαλόχαρή μας… Σώσε μας…
Χαρίλαος: Γυναίκα, πάει…(Στρέφεται προς τον εαυτό του. Βηματίζει αντίθετα από το σημείο, όπου ‘‘τσουρουφλίζονται’’ οι γυναίκες και μονολογεί.) Πώς αλλάζει τ’ όνειρο… Πώς αλλάζει τ’ όνειρο… (Ξαναγυρνά στη γυναίκα του.) Πάει… Φρούγανο το φιόρο του Λεβάντε, το λουλούδι της Ανατολής, η χαρά της ζωής και η ελπίδα των ελπίδων μας, η βλέψη και τ’ απάγκιο όλων μας… ΟΛΩΝ.
Χρυσάνθη: (Μεγαλοσταυροκοπιέται.) Βόηθα, Μεχαλόχαρή μας… (Με κομμένη την ανάσα.) Παντάνασσά μας, βόηθα…
Χαρίλαος: Μόνοι κι απροστάτευτοι, Χρυσάνθη μου… Μόνοι…
Χρυσάνθη: Μόνοι…
Χαρίλαος: (Κατηφής. Περίλυπος.) Η Μικρασία πάει… Δεν έχει πια μέλλον για εμάς… Πάει… Πάει…
Χρυσάνθη: (Επαναλαμβάνοντας τα τελευταία του ανδρός της λόγια.) Πάει… Πάει…
Χαρίλαος: Δεν μας χωράει ο τόπος μας… Μας τον κλέψανε μπαμπέσικα οι άτιμοι… Ξεριζωνόμαστε, γυναίκες, ξεριζωνόμαστε…
Γυναίκες: (Η Χρυσάνθη ανασηκώνεται και τραβά στις άλλες δύο γυναίκες. Ξαναγίνονται σώμα ένα, λέγοντας εν χορώ.) Ξεριζωνόμαστε… Ξεριζωνόμαστε…
Χαρίλαος: Μας ξέχασαν θεοί και σύμμαχοι… Μας πούλησαν οι Παλιελλαδίτες για να συχάσουν από ελόγου μας… Σκότος και χαϊμός στους αναθεματισμένους… Χαϊμός… Χαϊμός…
Χρυσάνθη: Και τώρα τι πράττουμε, κολόνα του σπιτιού μου;
Χαρίλαος: (Κοφτός λόγος. Κατευθυντικός.) Γρήγορα. Όσο είναι καιρός. (Και προς τις άλλες γυναίκες.) Μαζέψτε τα παιδιά, γυναίκες. Και δυο μπογαλάκια. Και ένα δυο εικονίσματα. Τα άλλα μουλώστε τα κάπου. Να μη τα μαγαρίσουνε τα αγαρηνά. Ό,τι πιο πολύτιμο. Και κανά χρυσικό. Απαραίτητο. Να… ‘‘ζήσουμε’’…
Χρυσάνθη: (Αναμασώντας τα λόγια του συζύγου της.) Νααα… ‘‘ζήσουμε’’…
Χαρίλαος: (Λες και δεν ακούει το της γυναικός του μουρμουρητό.) Γρήγορα, γυναίκες. Να τα μαζέψουμε και να καϊκεύσουμε για απέναντι. Στην Καλλίπολή μας…
Χρυσάνθη: Καλλίπολή μας…
Χαρίλαος: Μισή ώρα πλεύση… Νααα… Σωθούμε. Και ύστερις… Βλεεέπουμε…
Τρυφωνία: Λευτεεεραααάκη μου…
Χρυσάνθη: Βοήθα μας τους άμοιρους, Αγιο-Τρύφωνά μας, προστάτη και αφεντικό της Λάμψακός μας. (Σταυροκοπιέται. Κάνει γονυκλισίες και μετάνοιες μεγάλες.) Άγιε Τρύφε μας και Άγιε Παρθένιέ μας, βοηθήστε μας τους δόλιους… Βοηθήστε μας κι εγώ στη χάρη σας λαμπάδα θα γεννώ ν’ ανάψω και να λιώσω…
Χαρίλαος: Γυναίκα, άσε τα παρακλητικά και πιάσε τ’ απαραίτητα… (Βηματίζει για λίγο. Σκεφτικός, ενώ οι γυναίκες καρφιά έχουν τη ματιά τους στα χείλη τα δικά του.) Και τα παιδιά, γυναίκα…
Χρυσάνθη: (Στέκει αποσβολωμένη.) Και τα παιδιά…
Χαρίλαος: (Επιτακτικά.) Κάντε γρήγορα, γυναίκες. Χρυσάνθη, ορθή. Η τσέτικη λαίλαπα μια ανάσα… Ούτε ώρα ποδαρόδρομος, από τη Λαψινή μας την Πατρίδα. Έπιασαν την Τροία, το Τσανάκ Καλέ…(Βηματίζει για λίγο. Σκεφτικός,) Βιασμοί, αρπάγη, λεπίδι και φωτιά… Αυτός είναι ο θεός τους…
Τρυφωνία: Λευτεεεραααάκη μου…
Χαρίλαος: «Ο σώζων εαυτόν, σωθήτω…»
Δεσποινιώ: (Κινείται πέρα δώθε, νευρικά και με τον τρόμο να νυχτώνει και πρόσωπο και οφθαλμούς της.) Κακό που μας βρήκε… Τρέχω… Να σηκώσω τη γειτονιά στο ποδάρι…
Χαρίλαος: Τρέχε, Δεσποινιώ. Τρέχε. Σβήνει ο χρόνος, λιώνει…
Δεσποινιώ: Τρέχω. Να βρω και τα καλόπαιδά σας. Να πάψουν το παιχνίδι σαν έπαψε και το χερουβικό στην Πόλη το ’53… (Βηματίζει πέρα δώθε και δεν φεύγει. Βρίσκεται σε σύγχυση πρωτόγνωρη, μεγάλη.)
Χαρίλαος: (Μονολογώντας.) Το τελευταίο παιχνίδι στην πατρίδα τους… Παιχνίδι της μοίρας… Παιχνίδι των ‘‘Μεγάλων’’, των Ρώσων και των Δυτικών… Των συμφερόντων και της απονιάς τους… Το τελευταίο παιχνίδι στην Πατρίδα… Πού να το πεις… Πούουου;
Χρυσάνθη: (Μοιρολογώντας.) Το τελευταίο τους παιχνίδι στην πατρίδα… Στην Πατρίδα…
Δεσποινιώ: (Κινούμενη νευρικά, πέρα δώθε και με την απόγνωση μπηγμένη στο πρόσωπό της.) Τρέχω… (Η φωνή της κόβεται. Κάνει παύσεις.) Τρέχω… Ναααα… σηκώσω τη γειτονιά… Στοοο ποδάρι. Να φέρω… Τααα… Καλούλια σας…
Χαρίλαος: (Σπρώχνει το Δεσποινιώ ελαφριά στην πλάτη.) Άιντε, Δεσποινιώ. Καιγόμαστε. Δράμε.
Δεσποινιώ: (Παραπατάει. Τρεκλίζει.) Φεεεύ – γωοοο… .
Χαρίλαος: (Βαδίζοντας βαρύθυμα, μονολογώντας και αναλογιζόμενος τα τώρα και τα μελλούμενα.) Το τελευταίο δειλινό στη λεύτερη ελληνική Ανατολή. Το τελευταίο… Σκολι-ό βράδυ… Από αύριο η Μικρασία μας σκλάβα των κατακτητών της … Των γκριζόλυκων Τούρκων… Σκλάβα… Για πά – ντα; Γιααα πά – νταα – ααχ;
Χρυσάνθη και Τρυφωνία: (Στέκουν απολιθωμένες. Κοιτούν τα χάη, δίχως να βλέπουν τι…)
Χαρίλαος: Άιντε, γυναίκες. Τι αποσβολωθήκατε; Το όνειρο πέτρωσε. Πάει. Γλιτωμό να έχουμε. Δε νογάτε; Η κάψα μας τσουρουφλάει… Ο όλεθρος χτυπάει τα τέκνα μας, το σπιτικό μας… Τα έχητά μας… Ούλα… (Ξάφνου υψώνει κραυγή τρόμου.) Τα παιδιά, Χρυσάνθη. Τααα παιδιάαα…
Χρυσάνθη: (Μεμιάς δίνει κλωτσιά στον λήθαργο. Τινάζεται. Το μητρικό ένστικτο αναφλέγεται.) Τααα παιδιάαααα… Τα παιδιάααα… Πού είναι τα παιδιά, Χαρίλαε; Πού είναι, Χαρίλαε; Πουού; Τρέξε, Χαρίλαε… Τρέξε… (Ουρλιάζει. Χτυπιέται. Οδύρεται. Παραπαίει. Ο Χαλίλαος την σκέπει και προσπαθεί να τη συγκρατήσει, γιατί κινδυνεύει στη γης να σωριαστεί και να χαθεί. Λαχοδέρνει. Με δυσκολία η επόμενη εξέρχεται λέξη.) Τα παιδιά… Τα παιδιά… (Ξάφνου κραυγή βγάζει μεγάλη, που σκίζει τα ουράνια και στις καρδιές πόνου μαχαίρια μπήγει...) Τα παδιάααα… Τα σπουν… Οι ορδές… Οι τσέτικες … Οι χαΐνηδες… Οι χάζαροι… Τρέξε, Χαρίλαε. Σώσε τα παιδιά… Σώσε τα… Σώσσς… τα…
Χαρίλαος: Γυναίκα, ορθή. Το πάλεμα με τη ζωή τώρα αρχινάει. Τώρα.
Χρυσάνθη: Τώρααα…
Χαρίλαος: Μάζεψε τα μπογαλάκια, γυναίκα… Πάρε και μία κουβέρτα;… Θα μας χρειαστεί… (Βηματίζει δρασκελώντας.) Πηγαίνω για τα παιδιά. (Κατευθυνόμενος προς το άλλο άκρο της σκηνής, ταχύνει τον βηματισμό του. Μονολογεί εξερχόμενος.) Φωτιά και τσεκούρι… Αρπάγη και λάφυρο… Ατίμωση και θανατικό… Αυτός είναι ο κόσμος τους. ΑΥΤΟΣ. Και ο Θεός τους… ΑΥΤΟΣ…
Χρυσάνθη: (Με οργή, μανία μέγιστη και αποτροπιασμό απέραντο τις λέξεις δαγκώνει.)Τους δαιμόνους…
Τρυφωνία: Λευτεραα – αα – ααά – ακιιι μου… Ελευθε…
Χρυσάνθη και Τρυφωνία: (Θρηνοκοπούν αγκαλιασμένες.) Λευτ… Ελευθερωτή μας… Ελευθ.. (Για λίγο μένουν άφωνες. Ένα άσμα, Η Σμύρνη, θα τους πάρει τη λαλιά και για λίγο άφωνες θα μείνουν. Όμως, με το για δεύτερη φορά άκουσμα του στίχου «Η Σμύρνη, μάνα, καίγεται», τσουρουφλίζονται έτι περαιτέρω, οπότε τινάζονται για να σωθούν και τρέχουν τα μπογαλάκια τους να μαζέψουν και ό,τι άλλο πολύτιμο μπορούν να λάβουν μαζί τους και στον αντίγιαλο να χαθούν…)
Τραγούδι: Η Σμύρνη, σε στίχους Πυθαγόρα και μουσική Απόστολου Καλδάρα. Άδεται είτε από κάποιο μουσικό σχήμα είτε από τις σαν μοιρολογήτρες επί σκηνές κυρίες.)
Η Σμύρνη μάνα καίγεται καίγεται και το βιος μας
ο πόνος μας δε λέγεται δε γράφεται ο καημός μας
Ρωμιοσύνη Ρωμιοσύνη δε θα ησυχάσεις πια
ένα χρόνο ζεις ειρήνη και τριάντα στη φωτιά
Η Σμύρνη μάνα χάνεται τα όνειρά μας πάνε
στα πλοία όποιος πιάνεται κι οι φίλοι τον χτυπάνε
Ρωμιοσύνη Ρωμιοσύνη δε θα ησυχάσεις πια
ένα χρόνο ζεις ειρήνη και τριάντα στη φωτιά

Δεν υπάρχουν σχόλια: