«Οσ’ είστε φίλοι, κλάψετε,
και σεις εχθροί χαρήτε,
σκοτώσανε το Μπεηγαδέ,
τ’ άξιο το παλικάρι»
Δημοτικό
Στις 5 του Γενάρη του 1822 έφτασε στ’ Αλιβέρι ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, μαζί με το θειό του Κυριακούλη, φέρνοντας μαζί τους εξακόσιους Μανιάτες και δυό καράβια.
Στ’ Αλιβέρι είχαν έρθει, από τα τέλη του Δεκέμβρη του 1821, ο δεσπότης της Κάρυστος Νεόφυτος, ο Κριεζώτης, ο Βάσσος, ο Κώτσος, ο Κώτας μαζί με τρακόσα παλληκάρια, κι είχαν οχυρωθεί στον Ενετικό πύργο (που σήμερα είναι μαντρωμένος μέσα στο
εργοστάσιο της ΔΕΗ). Χίλιοι, λοιπόν, οι άντρες που ‘χανε μαζευτεί στ’ Αλιβέρι. Από τ’ Αλιβέρι ο Μαυρομιχάλης, με τους χίλιους άντρες, πήγε στα Κριεζά κι από κεί στα Μεσοχώρια για να φτάσει τέλος στα Κουβέλα. Το πρωί δε της 12 Γενάρη του 1822 κίνησε να χτυπήσει τους εκατό πενήντα Καρυστινούς Τούρκους που ‘χανε αρχηγό τον Ισούφαγα, γαμπρό του Ομέρμπεη κι είχαν οχυρωθεί στα Στύρα. Στο χωριό τούτο είχε μείνει ο Ισούφαγας, όταν γύριζε
στην Κάρυστο, μαζί με τον Ομέρ, από την Κύμη και τ’ Αυλωνάρι. Η μάχη άναψε ανάμεσα στους άντρες του Ηλία και του Ισούφαγα. Οι Έλληνες πήγαιναν καλά κι η νίκη έγερνε προς το μέρος τους. Οι Τούρκοι όμως, μπροστά στον κίνδυνο, έστειλαν είδηση στην Κάρυστο ζητώντας τη βοήθεια του Ομέρ. Κι έφτασε τούτος, στα Στύρα, για ενίσχυση του γαμπρού του, φέρνοντας μαζί του ογδόντα Τούρκους. Ο Ηλίας, από κακή εκτίμηση της κατάστασης και αφού δεν άκουσε τον Κριεζώτη που του φώναζε να υποχωρήσουν και να πολεμήσουν την άλλη μέρα τους Τούρκους, κλείστηκε σ‘ έναν ανεμόμυλο, μαζί μ’ εφτά συντρόφους του. Διακόσιοι Τούρκοι μαζεύτηκαν γύρω στον ανεμόμυλο. Σαν Διγενής ο Ηλίας Μαυρομιχάλης χτυπήθηκε μαζί τους. Όμως δεν άντεξε. Και μέσα στον ανεμόμυλο των Στύρων, άφησε την τελευταία του πνοή, δίνοντας τα νιάτα του για τη λευτεριά της Εύβοιας. Ανάμεσα στους χίλιους άντρες του Μαυρομιχάλη ήτανε κι ένας Κρεμαστιανός, ο Ιωάννης Αρβανίτης. Φεύγοντας από τον Κρεμαστό για τ’ Αλιβέρι και περνώντας, μαζί με τους συντρόφους, από το μοναστήρι της Κλίβανου, πήρε όλα τα τρόφιμα – κι άλλα χρειαζούμενα – και τα ‘φερε στ’ Αλιβέρι για να ενισχύσει και υλικά το στρατό του Ηλία. Για τούτο τον Αρβανίτη λένε στον Κρεμαστό ότι είναι ο Αναγνώστης Κρεμαστιανός που αναφέρουν ο Ιωάννου και ο Γουναρόπουλος. Τούτο βέβαια δεν είναι σίγουρο, γιατί το όνομα Αναγνώστου υπήρχε και στο
Πρινάκι, κι ίσως η λέξη Κρεμαστιανός να δήλωνε την καταγωγή του. Στον Κρεμαστό λένε πως τ’ όνομα Αναγνώστης το έδωσε στον Ιωάννη Αρβανίτη το Κριεζώτης, επειδή τάχα δεν τ’ άρεσε τ’ όνομά Αρβανίτης. Πάντως ο Ιωάννης Αρβανίτης, από τον Κρεμαστό, πολέμησε τον Τούρκο και στο χωριό του διηγούνται ακόμα και τώρα τα κατορθώματά του. Λένε, λοιπόν, πως όταν ήρθε ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, ο Αρβανίτης πήρε από το μοναστήρι της Κλίβανου όλα τα τρόφιμα κι άλλα χρειαζούμενα και τα πήγε στο Αλιβέρι. Λένε κιόλας, στον Κρεμαστό, πως όταν μάθανε πως έρχονται οι Τούρκοι, πήρανε τις εικόνες του μοναστηριού και τις πήγανε στ’ Οριό. Και πως ξαναφτιάξανε το μοναστήρι στα 1823, μια που ‘χε πάθει μεγάλες καταστροφές από τους Τούρκους. Μάλιστα για την αρχική κατασκευή του μοναστηριού λένε ότι κάποιος τσοπάνος που ‘βοσκε τα γίδια του έχανε κάθε μέρα ένα τραγί, που γύριζε κατόπι με την μουσούδα του βρεγμένη. Τα παρακολούθησε λοιπόν κι έτσι βρήκε την πηγή (εκεί που σήμερα είναι η βρύση του μοναστηριού). Πάνω από τη βρύση βρήκανε μια εικόνα κι έτσι αποφασίσανε οι κάτοικοι του Κρεμαστού να χτίσουν το μοναστήρι. Οι Τούρκοι, σ’ αντίποινα, για τη βοήθεια του Αρβανίτη, στο στρατό του Μαυρομιχάλη ήρθανε και κάνανε ζημιές στο μοναστήρι της Κλίβανου. Κάψανε κιόλας και το γούμενό τους. Το μέρος που θάψανε κατόπιν οι Κρεμαστιανοί τον γούμενο, το λένε και σήμερα «στου γούμενου το μνήμα». Όταν, μετά την Κλίβανο, οι Τούρκοι ήρθαν στον Κρεμαστό για να εκδικηθούνε τον Αρβανίτη οι Κρεμαστιανοί πήρανε τα βουνά. Βέβαια οι Τούρκοι πιάσανε κάποιον Λότσο (ή Παλαιολόγο) που τον κρεμάσανε στα Τσιγκέλια. Σα Χριστός ο άτυχος Λότσος ζήταγε: - Λίγο νεράτσι. Μα φυσικά οι Τούρκοι δεν τουδιναν κι ο θάνατός του ήταν μαρτυρικός. Τα γυναικόπαιδα μαζί με τον Αρβανίτη κρυφτήκανε στη Φραγκοσπηλιά, πούναι σε μια απόκρημνη περιοχή , στο Σκαπέτο. Οι Τούρκοι, που τους πήρανε είδηση, δέσανε τις ζώνες τους και κατέβασαν ένα δικό τους. Τα γυναικόπαιδα μόλις τον είδαν, άρχισαν να φωνάζουν: - Τούρκος, Τούρκος…… Ο Αρβανίτης δεν έχασε την ψυχραιμία. - Κόκμαν τους λέει, μη φοβάστε. Και με το σπαθί του κόβει τη ζώνη πούτανε κρεμασμένος ο Τούρκος. Έτσι τούτος γκρεμίστηκε και σκοτώθηκε. Οι άλλοι Τούρκοι δεν επιχειρήσανε ξανά να μπούνε στη σπηλιά κι έτσι σωθήκανε τα γυναικόπαιδα του Κρεμαστού. Ο Ιωάννης Αρβανίτης είχε χάσει το ένα του μάτι, σε κάποια μάχη με τους Τούρκους. Κι όταν ήρθανε στ’ Αυλωνάρι ο Όθωνας με την Αμαλία (βασιλιάδες της λεύτερης πια Ελλάδας στα 1844), ο Αρβανίτης ήταν σχεδόν τυφλός. Βέβαια όλα τα γύρω χωριά μαζεύτηκαν στ’ Αυλωνάρι για να υποδεχτούνε τους βασιλιάδες. Ήρθε λοιπόν κι ο Αρβανίτης από τον Κρεμαστό. Μίλησε στην Αμαλία και της είπε ότι πολέμησε τον Τούρκο. Η βασίλισσα τον ρώτησε τι ήτανε στον πόλεμο. Κι αυτός της απάντησε: - Είχα τρακόσια παλικάρια. Πολέμησα τον Τούρκο, όχι μόνο στην Εύβοια, αλλά κι αντίπερα στη Στερεά Ελλάδα. - «Ω! είπε η Αμαλία με θαυμασμό». Ο καπετάν – Τρακόσας λοιπόν. (Λένε μάλιστα ότι τούτο ήταν κι η αιτία που οι Τρακοσάρηδες πήρανε τ’ όνομά του). Κι έδωσε αμέσως εντολή σε κάποιον ακόλουθο της συνοδείας της να δώση χρήματα στο φτωχό αγωνιστή του ’21. Το άλλο πρωί, ο Αρβανίτης παραπονέθηκε στην Αμαλία, ότι δεν τούδωσαν χρήματα κι’ εκείνη, επιτημικά, είπε στον ακόλουθό της: - Ντροπή. Στους ανθρώπους σαν τον καπετάν Τρακόσα οφείλετε τη λευτεριά σας. Λίγο περίεργα πράματα βέβαια για την Αμαλία. Δω δα θα πρέπει να θυμηθούμε το περιστατικό με τον Κριεζώτη. Και τους πανηγυρισμούς της, όταν έφθασε η είδηση ότι κόπηκε το χέρι του καπετάνιου (βλεπε και Χρονικό Δήμου Αυλώνας 1833 – 1862, σελ. 60,61,62). Την ώρα, που κάποιος αυλικός ανακοίνωσε το μαντάτο, στο παλάτι οι βασιλιάδες τρώγανε με τους αυλικούς, τις κυρίες της τιμής τους υπασπιστές και τους αξιωματικούς της υπηρεσίας. Η Αμαλία και το σινάφι της δέχτηκαν την είδηση με χαρές και πανηγύρια. Και μόνο ο στρατηγός και ήρωας του αγώνα Χατζηχρήστος (πούτανε βουλγαρικής καταγωγής και μίλαγε σπασμένα Ελληνικά) ταράχτηκε και τούπεσε το κουτάλι στο πιάτο, κάνοντας θόρυβο. Η Αμαλία, που κατάλαβε την ταραχή, τον ρώτησε. - Τι τρέχει στρατηγέ; Σας κακοφάνηκε η είδηση! Κι ο Χατζηχρήστος της απάντησε: - Κρίμα, κρίμα, παιντί μου βασίλισσα! Κείνο το χέρι κόψει Τούρκους, δώσει λευτεριά και τρώμε εντωπέρα. Αμαρτία ανα γελάει για μαντάτο…… « Το γέλιο πάγωσε στων αυλικών τα χείλη. Ο Βασιλέας κατέβασε τα μούτρα κι έπαψε να ρωτάει» (Βλαχογιάννη).
ΚΩΣΤΑΣ ΣΓΟΥΡΟΣ
και σεις εχθροί χαρήτε,
σκοτώσανε το Μπεηγαδέ,
τ’ άξιο το παλικάρι»
Δημοτικό
Στις 5 του Γενάρη του 1822 έφτασε στ’ Αλιβέρι ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, μαζί με το θειό του Κυριακούλη, φέρνοντας μαζί τους εξακόσιους Μανιάτες και δυό καράβια.
Στ’ Αλιβέρι είχαν έρθει, από τα τέλη του Δεκέμβρη του 1821, ο δεσπότης της Κάρυστος Νεόφυτος, ο Κριεζώτης, ο Βάσσος, ο Κώτσος, ο Κώτας μαζί με τρακόσα παλληκάρια, κι είχαν οχυρωθεί στον Ενετικό πύργο (που σήμερα είναι μαντρωμένος μέσα στο
εργοστάσιο της ΔΕΗ). Χίλιοι, λοιπόν, οι άντρες που ‘χανε μαζευτεί στ’ Αλιβέρι. Από τ’ Αλιβέρι ο Μαυρομιχάλης, με τους χίλιους άντρες, πήγε στα Κριεζά κι από κεί στα Μεσοχώρια για να φτάσει τέλος στα Κουβέλα. Το πρωί δε της 12 Γενάρη του 1822 κίνησε να χτυπήσει τους εκατό πενήντα Καρυστινούς Τούρκους που ‘χανε αρχηγό τον Ισούφαγα, γαμπρό του Ομέρμπεη κι είχαν οχυρωθεί στα Στύρα. Στο χωριό τούτο είχε μείνει ο Ισούφαγας, όταν γύριζε
ΚΡΙΕΖΩΤΗΣ |
Πρινάκι, κι ίσως η λέξη Κρεμαστιανός να δήλωνε την καταγωγή του. Στον Κρεμαστό λένε πως τ’ όνομα Αναγνώστης το έδωσε στον Ιωάννη Αρβανίτη το Κριεζώτης, επειδή τάχα δεν τ’ άρεσε τ’ όνομά Αρβανίτης. Πάντως ο Ιωάννης Αρβανίτης, από τον Κρεμαστό, πολέμησε τον Τούρκο και στο χωριό του διηγούνται ακόμα και τώρα τα κατορθώματά του. Λένε, λοιπόν, πως όταν ήρθε ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, ο Αρβανίτης πήρε από το μοναστήρι της Κλίβανου όλα τα τρόφιμα κι άλλα χρειαζούμενα και τα πήγε στο Αλιβέρι. Λένε κιόλας, στον Κρεμαστό, πως όταν μάθανε πως έρχονται οι Τούρκοι, πήρανε τις εικόνες του μοναστηριού και τις πήγανε στ’ Οριό. Και πως ξαναφτιάξανε το μοναστήρι στα 1823, μια που ‘χε πάθει μεγάλες καταστροφές από τους Τούρκους. Μάλιστα για την αρχική κατασκευή του μοναστηριού λένε ότι κάποιος τσοπάνος που ‘βοσκε τα γίδια του έχανε κάθε μέρα ένα τραγί, που γύριζε κατόπι με την μουσούδα του βρεγμένη. Τα παρακολούθησε λοιπόν κι έτσι βρήκε την πηγή (εκεί που σήμερα είναι η βρύση του μοναστηριού). Πάνω από τη βρύση βρήκανε μια εικόνα κι έτσι αποφασίσανε οι κάτοικοι του Κρεμαστού να χτίσουν το μοναστήρι. Οι Τούρκοι, σ’ αντίποινα, για τη βοήθεια του Αρβανίτη, στο στρατό του Μαυρομιχάλη ήρθανε και κάνανε ζημιές στο μοναστήρι της Κλίβανου. Κάψανε κιόλας και το γούμενό τους. Το μέρος που θάψανε κατόπιν οι Κρεμαστιανοί τον γούμενο, το λένε και σήμερα «στου γούμενου το μνήμα». Όταν, μετά την Κλίβανο, οι Τούρκοι ήρθαν στον Κρεμαστό για να εκδικηθούνε τον Αρβανίτη οι Κρεμαστιανοί πήρανε τα βουνά. Βέβαια οι Τούρκοι πιάσανε κάποιον Λότσο (ή Παλαιολόγο) που τον κρεμάσανε στα Τσιγκέλια. Σα Χριστός ο άτυχος Λότσος ζήταγε: - Λίγο νεράτσι. Μα φυσικά οι Τούρκοι δεν τουδιναν κι ο θάνατός του ήταν μαρτυρικός. Τα γυναικόπαιδα μαζί με τον Αρβανίτη κρυφτήκανε στη Φραγκοσπηλιά, πούναι σε μια απόκρημνη περιοχή , στο Σκαπέτο. Οι Τούρκοι, που τους πήρανε είδηση, δέσανε τις ζώνες τους και κατέβασαν ένα δικό τους. Τα γυναικόπαιδα μόλις τον είδαν, άρχισαν να φωνάζουν: - Τούρκος, Τούρκος…… Ο Αρβανίτης δεν έχασε την ψυχραιμία. - Κόκμαν τους λέει, μη φοβάστε. Και με το σπαθί του κόβει τη ζώνη πούτανε κρεμασμένος ο Τούρκος. Έτσι τούτος γκρεμίστηκε και σκοτώθηκε. Οι άλλοι Τούρκοι δεν επιχειρήσανε ξανά να μπούνε στη σπηλιά κι έτσι σωθήκανε τα γυναικόπαιδα του Κρεμαστού. Ο Ιωάννης Αρβανίτης είχε χάσει το ένα του μάτι, σε κάποια μάχη με τους Τούρκους. Κι όταν ήρθανε στ’ Αυλωνάρι ο Όθωνας με την Αμαλία (βασιλιάδες της λεύτερης πια Ελλάδας στα 1844), ο Αρβανίτης ήταν σχεδόν τυφλός. Βέβαια όλα τα γύρω χωριά μαζεύτηκαν στ’ Αυλωνάρι για να υποδεχτούνε τους βασιλιάδες. Ήρθε λοιπόν κι ο Αρβανίτης από τον Κρεμαστό. Μίλησε στην Αμαλία και της είπε ότι πολέμησε τον Τούρκο. Η βασίλισσα τον ρώτησε τι ήτανε στον πόλεμο. Κι αυτός της απάντησε: - Είχα τρακόσια παλικάρια. Πολέμησα τον Τούρκο, όχι μόνο στην Εύβοια, αλλά κι αντίπερα στη Στερεά Ελλάδα. - «Ω! είπε η Αμαλία με θαυμασμό». Ο καπετάν – Τρακόσας λοιπόν. (Λένε μάλιστα ότι τούτο ήταν κι η αιτία που οι Τρακοσάρηδες πήρανε τ’ όνομά του). Κι έδωσε αμέσως εντολή σε κάποιον ακόλουθο της συνοδείας της να δώση χρήματα στο φτωχό αγωνιστή του ’21. Το άλλο πρωί, ο Αρβανίτης παραπονέθηκε στην Αμαλία, ότι δεν τούδωσαν χρήματα κι’ εκείνη, επιτημικά, είπε στον ακόλουθό της: - Ντροπή. Στους ανθρώπους σαν τον καπετάν Τρακόσα οφείλετε τη λευτεριά σας. Λίγο περίεργα πράματα βέβαια για την Αμαλία. Δω δα θα πρέπει να θυμηθούμε το περιστατικό με τον Κριεζώτη. Και τους πανηγυρισμούς της, όταν έφθασε η είδηση ότι κόπηκε το χέρι του καπετάνιου (βλεπε και Χρονικό Δήμου Αυλώνας 1833 – 1862, σελ. 60,61,62). Την ώρα, που κάποιος αυλικός ανακοίνωσε το μαντάτο, στο παλάτι οι βασιλιάδες τρώγανε με τους αυλικούς, τις κυρίες της τιμής τους υπασπιστές και τους αξιωματικούς της υπηρεσίας. Η Αμαλία και το σινάφι της δέχτηκαν την είδηση με χαρές και πανηγύρια. Και μόνο ο στρατηγός και ήρωας του αγώνα Χατζηχρήστος (πούτανε βουλγαρικής καταγωγής και μίλαγε σπασμένα Ελληνικά) ταράχτηκε και τούπεσε το κουτάλι στο πιάτο, κάνοντας θόρυβο. Η Αμαλία, που κατάλαβε την ταραχή, τον ρώτησε. - Τι τρέχει στρατηγέ; Σας κακοφάνηκε η είδηση! Κι ο Χατζηχρήστος της απάντησε: - Κρίμα, κρίμα, παιντί μου βασίλισσα! Κείνο το χέρι κόψει Τούρκους, δώσει λευτεριά και τρώμε εντωπέρα. Αμαρτία ανα γελάει για μαντάτο…… « Το γέλιο πάγωσε στων αυλικών τα χείλη. Ο Βασιλέας κατέβασε τα μούτρα κι έπαψε να ρωτάει» (Βλαχογιάννη).
ΚΩΣΤΑΣ ΣΓΟΥΡΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου