ΓΕΦΥΡΑ

eviahistοry.gr

Σάββατο 18 Ιουλίου 2020

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ ΕΝΑΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΛΑΤΡΗΣ ΤΗΣ ΣΚΥΡΟΥ


 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ
ΕΝΑΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΛΑΤΡΗΣ ΤΗΣ ΣΚΥΡΟΥ

ΙΙριν ακόμη αρχίσουν να κονταίνουν οι αποστάσεις απ’ την επίδραση της σύγχρονης ταξιδιώτικης μόδας του Τουρισμού πάνω στ’  ακρόγυαλα του μεσοπέλαγου νησιού μας, ξεμπαρκάριζαν καμιά φορά τα καλοκαίρια μερικοί σπουδαίοι ταξιδιώτες απ’ τις μεγάλες πολιτείες, άνθρωποι καλλιτέχνες ή επιστήμονες πούρχονταν ν’ αναπάψουν το κορμί και να ηρεμίσουν το μυαλό τους μέσα στην παρθενική φύση του, στην ήρεμη και απλοϊκή ζωή του. Ανάμεσα σ’αυτούς, ένας απ’τους πιο σημαντικούς ταχτικούς επισκέπτες ήταν και ο μεγάλος μας ποιητής και ακαδημαϊκός Γ. Δροσίνης ο άνθρωπος π’ αγάπησε, ίσως πιο ξέχωρα απ’όλους τον τόπο “της ποίησης και της ρέμβης” το “ειδυλλιακό νησί της Δηιδάμειας”. Κουρασμένος απ’ τον πνευματικό μόχθο της πρωτεύουσας
ξεκίνησε για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 1926 για τη Σκύρο με σκοπό να βρή λίγη ξεκούραση στο μικρό ψαρολίμανο της Λιναριάς και να νοιώσει την απλή μα και δύσκολη ζωή των ψαράδων.
  Απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή το υλικό που ζητούσε ξεχυνόταν πλούσιο γύρω απ’
την μικρή ψαροκαλύβα που καθόταν.
  Τα γλυκοχαράματα έφευγε με τις ψαρόβαρκες να σηκώση τα δίχτυα με την ζωντανή πολύχρωμη πραμάτεια τους και τα μεσημέρια ξαπλωμένος στην αμμουδιά μέσα στο καυτερό λιοπύρι και προσμένοντας να γευθεί την “κακαβιά” άκουγε τους ψαράδες ν’ ανιστορούν για τα ξωτικά και τις Γοργόνες της Θάλασσας που βγαίνουν στα ερημόνησα τις φουρτουνιασμένες χειμωνιάτικες νύχτες.
   Συνεπαρμένος απ’ τις διηγήσεις αυτές έγραφε αργότερα στις ψαράδικες ιστορίες του “Πόσες φορές στη ζωή μου ζήλεψα όλους εκείνους που ξέρουν να στενογραφούνε όσα ακούνε. Τι θησαυρό θα είχα συνάξει από τους ψαράδες της Λιναριάς τότε.. Εκείνο που ξεχωρίζει τους Σκυριανούς ψαράδες από τους άλλους Αιγαιοπελαγίτες είναι τα μεγάλα και επικίνδυνα ψαρέματα του Σαρανταημέρου στα Ερημονήσια. Θ’ αξίζει να βρεθεί κάποιος με δυνατό κοντύλι να τα περιγράψει όπως ο Λοτίς τους ψαράδες της Ισλανδίας.”.
Τ’ απογεύματα καθισμένος στο μικρό καφενέ κάτω απ’ το κιόσκι με τις
πικροδάφνες και τα καλαμόφυλλα παρέα με τον Παπά και τους Γέρο - Καπετάνιους άκουγε προσεχτικά τις χαρές, τις λύπες τους, τις λαχτάρες τους και τους καϋμούς τους, μέχρις αργά που το θαμπόφωτο του σούρουπου άρχιζε ν’ αργοσβήνει τις σιλουέτες των καϊκιών απ’ το μουράγιο.
   Τότε ξεκινούσε ν’ ανεβή στον Άη Νικόλα και από κεί να κατηφορίσει στο μικρό Κάβο για να καλησπερίσει τη γριά χήρα Καπετάνισα που κείνη την ώρα άναβε το μικρό φανάρι του λιμανιού.
   Κι ύστερα ξαπλωμένος στα βότσαλα ένοιωθε τη θάλασσα τη μεγάλη του λατρεία να ξεδιπλώνεται ήσυχα στα πόδια του, να του αναδεύει τα ονείρατα, να του φουντώνει την φαντασία και να του μετουσιώνει το όραμα σε πραγματικότητα στολίζοντας το με τα “σκόρπια κοχύλια” της.
Μα κι η στεριανή ζωή του νησιού τράβηξε ακέραιο το ενδιαφέρον του ποιητή και του πρόσφερε πλούσιο υλικό για να πλάσει πολλά από τα καλύτερα δημιουργήματα της τέχνης του.
Ο θρύλος του παλιού κάστρου με τον Αχιλλέα και τη Δηιδάμεια η μεγαλοπρέπεια και η επιβλητική θέα της απεραντοσύνης του Αιγαίου απ’ την κορφή του, η απλοϊκότητα και η στωική φιλοσοφία του Σκυριανού χωρικού, η φιλοξενία και η καλαισθησία του με την ιδιαίτερη εκδήλωση της περίφημης λαϊκής του τέχνης, και ο
ολοζώντανος Σκυριανός Πολιτισμός με όλες τις αυτόχθονες και καθαρά διατηρημένες εκδηλώσεις του, έκαμαν τον ποιητή  ένα μοναδικό λάτρη και υμνητή του νησιού.
   Όπου κι αν βρισκόταν ζούσε με το όραμα της αγαπημένης του Σκύρου διατηρώντας τακτική αλληλογραφία με την Κοινότητα και τους απλούς ανθρώπους που συνδέθηκε πιό στενά.
   Συγκινητική, αλήθεια είναι η έμπρακτη εκδήλωση της αγάπης του αυτής όταν
δώρισε ένα μικροσκόπιο για τους Σκυριανούς μαθητές και αρκετούς τόμους βιβλία στη Κοινοτική βιβλιοθήκη γράφοντας πώς θάθελε να τα φέρη ο ίδιος στο αγαπημένο του νησί αλλά “κατά φράσιν φιλοσοφούντος χωρικού ο άνθρωπος γεννιέται πουλί και πεθαίνει δένδρο και με την πάροδο του χρόνου νοιώθω να κονταίνουν τα φτερά μου και να μεγαλώνουν οι ρίζες μου”.
Ανάμεσα δε στα βιβλία αυτά ήσαν και το περίφημο “Ο Τυφλός” του Ανρέ Σενιέρ όπου ο Ελληνογάλλος ποιητής φαντάζεται τον Όμηρο τυφλό να βγαίνει στη Σκύρο και να τον υποδέχονται φιλόξενα οι Σκυριανοί βοσκοί.
Στα “Σκόρπια φύλλα της ζωής μου” που δημοσίευσε το 1940 αφιερώνει μέσα σε 46 σελίδες έναν υπέροχο ύμνο στο “Νησί των Μύθων” και στην περίφημη συλλογή του “Φευγάτα Χελιδόνια” χαρίζει μία ολόκληρη σειρά με τον τίτλο “Σκόρπια Κοχύλια” στις όμορφες κι αξέχαστες στιγμές της νησιώτικής μας ζωής. Τα ποιήματά του “βραδινές ώρες”, “Δυο Γριούλες “Ώρες της Νύχτας” “ΡΟΜΠΕΡ ΜΠΡΟΥΚ”, “Νησιώτικη ιστορία”. “Τυφλός ψαράς” κι ένα πλήθος ακόμα από ωραιότατα δημιουργήματά του δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα τραγουδισμένο κομμάτι της Σκυριανής ζωής που΄ζησε κι αγάπησε όσο κανένας.
Μα τα αισθήματα αυτά του ποιητή στέριωσαν και ρίζωσαν πάνω στην αγάπη και το βαθύ σεβασμό που΄νοιωθαν κι οι Σκυριανοί γι’ αυτόν.
Οι απλοϊκοί άνθρωποι που τον γνώρισαν ένοιωσαν άπειρη εκτίμηση για τον “Καλόδεχτο Σπουδαγμένο” τον λογικό συμβουλάτορα, τον πονετικό φίλο, τον μεγάλο δάσκαλο κι η αναγνώρισή του αυτή απ’ τον κόσμο του νησιού εκδηλώθηκε επίσημα με την ανακήρυξή του σε Επίτιμο Δημότη της Σκύρου.
  Όταν τόμαθε αυτό ο Δροσίνης, συγκινημένος, ευχαρίστησε θερμά τους αγαπημένους του πια συνδημότες λέγοντάς τους πως ο καινούργιος του τίτλος ήταν γι’ αυτόν όχι μονάχα μια απλή τιμή, αλλά μια εγκάρδια ανταπόδοση των αισθημάτων που έτρεφε προς το ειδυλλιακό νησί της Δηιδάμειας. Και πρόσθεσε χαρακτηριστικά “Αυταί αι εκδηλώσεις όπως ελέγομεν κάποτε με τον φίλο μου Παλαμά είναι τα ιδικά μας Παράσημα και το Παράσημο αυτό της Σκυριανής αγάπης θα το φέρω πάντοτε αθώρητο στην θέση της καρδιάς”.
Και στ’ αλήθεια αθώρητο τόφερνε πάντα μέσ’ στην καρδιά μέχρι τις τελευταίες στιγμές του που δεν παρέλειψε για στερνή φορά να ευχηθεί απ’ τις στήλες του περιοδικού Σκύρος “Καλή Προκοπή στη δεύτερη μετά το Μεσολόγγι πατρίδα μου”.
Τριάντα ακριβώς χρόνια πέρασαν απ’ την πρώτη γνωριμία του ποιητή με το νησί μας,
χωρίς τίποτε ν’ αλλοιωθεί από τα αισθήματα των Σκυριανών για τον πεθαμένο πια φίλο τους.
Οι νησιώτες θα τον φέρνουν πάντα καλοθύμητο στο μυαλό τους και το μικρό φανάρι του Κάβου της Λιναριάς θα φωτά κάθε σούρουπο τ’ ακρόγυαλο των στοχασμών του σαν μια άσβηστη λαμπάδα ευγνωμοσύνης στη μνήμη του. (Εφημ. Κυμαίκά
Νέα,27(15-8- 1956), 1,2)




Δεν υπάρχουν σχόλια: