Λαμψινή μου Πατρίδα [Ι]
Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ: Όλο λάμψη, ομορφιά, χάρη και δημιουργία ήταν η λευκόθωρη κι ολόλαμπρη Ιωνική των Ελλήνων πατρίδα πριν το οριστικό και ανεπίστρεπτο μακέλεμα της θείας της όψης εκείνον τον αιματοβαμμένο μήνα του Εισοσιδυό, κατά τον οποίο μάζεψε τις θρυμματισμένες της φτερούγες κι έφυγε του μάκρου, αναζητώντας καταφύγιο, θαλπωρή κι απαντοχή αντίπερα, μακριά από της πυράς την
Σήμερα, δεκαετίες μετά (αφού ετούτο το καψαλισμένο ανθρώπινο σμάρι για χρόνους και για χρόνους τράβηξε τα μύρια όσα και πάντοτε ονειρευόταν την επιστροφή στη Λαμψινή του Πατρίδα) κάμνει τώρα τα πρώτα του δειλά βήματα στην ιερή γη των προγόνων του (που της φυλής μας τα έωλα στραβοπατήματα συνεπικουρούμενα από των ‘‘Μεγάλων’’ τα δόλι-α αλληθωρίσματα προς τα αγκαθερά πεδία των συμφερόντων) την προσέφεραν σε χέρια ξένα και πολύ κριματισμένα!...
Η Λαμψινή μου Πατρίδα (θεατρικό έργο σε δύο μέρη-πράξεις) πραγματεύεται τη ζωή των προσφύγων στη Νέα Λάμψακο του Ευρίπου, αλλά και τις νέες σχέσεις που αναφύονται μετά από ένα – χρόνιου πόθου καυτερού και ελπίδας έαρος δίχως χινόπωρα νέα – ταξίδι στην πατρώα του Ελλησπόντου γη, όπου συζευγνύονται μετά των εκεί εγκατεστημένων κατοίκων.
Τα δρώμενα της πρώτης πράξης διαδραματίζονται στον αύλειο χώρο ενός παραλιακού ουζερί της (της προς τούτο φημισμένης στο πανελλήνιο) Νέας Λαμψάκου, ενώ της δεύτερης πράξης σ’ έναν αντίστοιχο χώρο τής παρά τον Ελλήσποντο μικρασιάτικης κοιτίδας τους, τη Λάμψακό τους, που και σήμερα μέσα από τον τύπο του Lapseki (Λαψέκι) το λαμψινό της όνομα διατηρεί.
ΠΡΟΣΩΠΑ: Θάμπος Γιαλός, Δόμνα Γιαλού, Τρύφωνας Λαμψακιάδης, Πανσούλα Κουσελή, Σωτηρία Χριστοδούλου, Αρετή Ελευθεριάδη, Μαύρη Μπόρα, Ελπίδα, Ενδυμίων Λαμψακιάδης, Ίαμβος, Λεγάτωρ (Αφηγητής), Ορφέας Δάρδανος, Φεβρωνία Δάρδανου, Σεβντά Αλή, Εμίν (Έμπιστος) Καρντάς, Τζασμίν (Ισμήνη) Αλή, Χαλίλ Χαλίλι, Σουκράν (Ευχαριστία) Χαλίλι, Κεμίρ Τσανακαλί, Σιρίν (Σειρήνα) Τσανακαλί, Γιωργίν, Ροσλά Ροσλάν, Σαϊτάν Αϊσά
Θάμπος Γιαλός: Ο εβδομηντάχρονος ιδιοκτήτης του ουζερί Λαμψινή μου Πατρίς, με την πλούσια πείρα της ζωής, το θαυμαστό θάμπος της ψυχής και της καλοσύνης, που για τους συμπατριώτες του και κρίκος πολύτιμος των δύο τόπων (όπου έζησε προ και μετά το Εικοσιδυό) συνεκτικός δεικνύεται.
Δόμνα Γιαλού: Η σχεδόν συνομήλικη σύζυγος του Θάμπου Γιαλού. Πάντα πρόσχαρη σύζυγος, νοικοκυρά, μητέρα, γειτόνισσα, γιαγιά.
Ενδυμίων Λαμψακιάδης: Μεσήλικας, τρατάρης πλέον ο πρώην βοσκός και πάντα συνετός σύζυγος της Ροδάνθης Γιαλού. Γιος τους είναι ο Τρύφωνας Λαμψακιάδης.
Τρύφωνας Λαμψακιάδης: Εγγονός του Θάμπου Γιαλού από την κόρη του τη Ροδάνθη και τον ωραίο της Ενδυμίωνα. Εικοσάχρονος πλέον και φοιτητής με ορθάνοιχτους τους ορίζοντες του νου και ιδιαιτέρως οραματιστής νέος.
Φεβρωνία Δάρδανου: Μία καλλίφωνη και ευπαρουσίαστη πενηντάχρονη κυρία, η οποία ερωτοτροπεί με τον πρώτο εξάδελφο του ανδρός της Ορφέα Δάρδανο.
Ορφέας Δάρδανος: Πενηντάχρονος κρεοπώλης και ιδιαιτέρως ευπαρουσίαστος κύριος, που πολύ από τις γυναίκες και τις μουσικές θέλγεται και σαν βρει την ευκαιρία, ανοίγεται και ερωτοτροπεί.
Πανσούλα Κουσελή: Μία μεσήλικας νοικοκυρά, που φημίζεται για την ‘‘ειδικότητά’’ της στα κουσέλια (τα κουτσομπολιά) και στα ανακατώματα των άλλων.
Σωτηρία Χριστοδούλου: Μία σαραντάχρονη εργάτρια της βιομηχανίας του τόπου ΑΜΙΑΝΤΙΝ, που διακρίνεται για τις φανατικές εθνικιστικές της απόψεις και εκρήξεις, που όμως ο ερχομός ενός δυνατού έρωτα της ανατρέπει τον ιδεοληπτικό της κόσμο και εν τέλει γίνεται αρνάκι...
Αρετή Ελευθεριάδη: Η νεαρή και πολύ δυναμική Πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Ο Λαμψινός Πόντος.
Μαύρη Μπόρα: Ένα κακό, μαύρο αερικό, μια του μίσους και της διχόνοιας Ερινύς, αφέντρα μία της νυκτός η πρώτη.
Ελπίδα: Μια νέα κοπέλα, που όλο της ελπίδας το δροσαγέρι υφαίνει και κάποια στιγμή θα φέρει έναν κόσμο πιο ειρηνικό, πιο συνεργατικό και φιλιωμένο.
Ίαμβος: Κομπανία πλανόδιων μουσικών, η οποία ενσωματώνεται σε καίρια σημεία της παράστασης.
Λεγάτωρ (Αφηγητής): Ο γεφυροποιός μερών της δράσης.
Σεβντά Αλή: Ενενηντάχρονη πλέον. Πρόκειται για την Πελαγία, τη θεία του Θάμπου Γιαλού, που παντρεύτηκε Τούρκο Αξιωματικό και έμεινε για πάντα στη Λάμψακο του Ελλησπόντου.
Εμίν (Έμπιστος) Καρντάς: Γαμπρός της Σεβντά Αλή, περί τα είκοσι πέντε χρόνια νεότερός της και ιδιοκτήτης του του καφεμαγειρείου Lapseki-Ymmak Deniz (ΛΑΨΕΚΙ-Ελπίδας Πόντος).
Τζασμίν (Ισμήνη) Αλή: Τριαντάχρονη εγγονή της Σεβντά Αλή
Χαλίλ Χαλίλι: Εικοσιπεντάχρονος ιχθυοπώλης.
Σουκράν (Ευχαριστία) Χαλίλι: Η όμορφη και πρόσχαρη εικοσάχρονη συμβία του Χαλίλ Χαλίλι.
Κεμίρ Τσανακαλί: Ένας γερο-σοφός της Ανατολής, που τιμά και το όνομά του Κεμίρ (=αυτός που χαρίζει), οπότε στον κόσμο τις γνώσεις και την καλοσύνη του απλόχερα και αφειδώλευτα χαρίζει.
Σιρίν (Σειρήνα) Τσανακαλί: Η δεκαπεντάχρονη εγγονή του Κεμίρ Τσανακαλί, που προσωποποιεί την ιωνική ομορφιά, τον έρωτα και την πνοή της συναλληλίας των ειρηνικών λαών του Αιγαίου.
Γιωργίν: Εγγονός του Εμίν.
Ροσλά Ροσλάν: Αν και διανύει την έβδομη δεκαετία της ζωής του, δεν παύει να πλανάται στις γειτονιές των ακτών του Αιγαίου για να πουλήσει την πραμάτεια των ρόδων και των αρωμάτων του, αλλά και να ψυχαγωγεί τον κόσμο με τις φλοίσβι-ες μουσικές του.
Σαϊτάν Αϊσά: Νεαρός Γκριζόλυκος αχθοφόρος.
ΣΚΗΝΙΚΟ: Ι. Κατά την 1η πράξη παρουσιάζεται η πρόσοψη του παραλιακού ουζερί Λαμψινή μου Πατρίς, παρακείμενα σπίτια χαμηλά και ανθοστόλιστα, αλλά και η θάλασσά της με τις χαρωπές βαρκούλες της τις φρεσκοβαμμένες και τους ανθρώπους τους να λάμνουν τα κουπιά τους.
ΙΙ. Κατά τη 2η πράξη εικονίζεται η κατ’ αντιστοιχία της φωτογραφικής αποτύπωσης τμήματος της μικρασιάτικης παράλιας Λαμψάκου, του πλοίου ΕΛΛΗΣΠΟΝΤΟΣ που μόλις φτάνει στο λιμάνι, του καφεμαγειρείου Lapseki-Ymmak Deniz (ΛΑΨΕΚΙ-Ελπίδας Πόντος) και στο βάθος πίσω μακριά το Τσανάκαλε και το αρχαίο Ίλιον, η ξακουστή από τα έπη του Ομήρου Τροία, η περιτείχιστη και μοιραία πόλη.
ΕΠΙΠΛΑ-ΧΡΗΣΤΙΚΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ: Τραπεζοκαθίσματα καφενείου, δίσκοι καφενείου, σκεύη κουζινικά, κάποιο μιντέρι ή παγκάκια ως πεζούλια σπιτιού, εδέσματα, κασελάκι λούστρου, κρεμαστός από τον λαιμό ξύλινος πάγκος ή πανέρι, καθρέπτης, μπογαλάκια, μελούτη, καλάθι με αγκίστρια, καλάμι και άλλα σύνεργα ψαρικής
ΠΡΑΞΗ 1η Στου Ευρίπου τα νεφούρια τα θολά
ΣΚΗΝΗ 1η Σκιές… Σκιές…
ΠΡΟΣΩΠΑ: Δόμνα Γιαλού, Πανσούλα Κουσελή, Ορφέας Δάρδανος, Τρύφωνας Λαμψακιάδης, Μαύρη Μπόρα
(Η Δόμνα κάθεται σ’ ένα πεζούλι έξω από το ουζερί Λαμψινή μου Πατρίς, πλέκοντας ή κεντώντας κάποιο προικιό. Απέναντί της υπάρχει ένας καθρέπτης, όπου σκιές του παρελθόντος εμφανίζονται, καθώς στην αντίθετη πλευρά κινούνται μες στο ημίφως κάποιες μορφές αργοβάδιστες, η οποίες στη φαντασία της ταυτίζονται με αλλοτινές υπάρξεις, που ο νους της τις μεγεθύνει υπέρμετρα και το είναι της αναστατώνεται λες και βρίσκεται μες στην πλήμμη και τις δίνες των νερών του Ευρίπου. Το βύθισμα των σκέψεών της το συντρέχουν μικρασιάτικοι μελωδικοί σκοποί και η εμφάνιση της και η Μαύρης Μπόρας .
Σε αυτή της την ψυχική δίνη θα την βρει η Πανσούλα, η οποία καθώς την ακούει να μιλάει με σκιές, της βάζει φιτιλιές και στη συνέχεια πιάνει και τα κουτσομπολιά, που μαιτρ του είδους λογίζεται. Αργότερα, θα εμφανιστεί Ο Ορφέας άδοντας έναν αμανέ και σε επόμενο χρόνο ο Τρύφωνας.)
Δόμνα: (Μονολογεί.) Θάλασσα γλυκοθάλασσα, γιατί δεν πλέεις βορινά κι ανάστροφα να πάμε πάλε πίσω στου Ελλησπόντου τα στενά, που μνέσκουν μαραμένα; Τι όλο κοιτάς κατά Νοτιά και μας κερνάς μαράζι σ’ αυτό τ’ αγνάντι του καημού, τη ξέρα της καρδιάς μας και αλμυρήν αγκάλην; (Ανασηκώνεται, αφήνει κάτω τα χειροποιήματά της και κινείται για λίγο σιωπηλή επί σκηνής. Αμέσως μετά:) Αχ, πλούτια, που ’χαμε στη γης με τις οργιές κεχριμπαρένια αμπέλια, τις χρυσοστάλακτες ελιές, κεράσια και περβόλια, της θάλασσας τα καρπερά κι άσωστα λιβάδια με τις στρατιές των αστακών, των μπαρμπουνιών τους μύστακες, τις καλαθιές από μυριάδες ψάρια!...
(Ξάφνου, εμφανίζονται οι σκιές του ξεριζωμού: κόσμος με τα μπογαλάκια του σερνάμενος, θρηνητικός να πηγαίνει, να πηγαίνει… Κι ανάμεσό τους γυναίκες με ένα δυο μωρά παραμάσχαλα ή στη μελούτη απ’ ώμου τους κρεμασμένη… Αναστατώνεται. Μια ακατανίκητη νευρικότητα την συνεπαίρνει.) Οι σκιές… Οι σκιές… (Πηγαίνει πάνω κάτω σαν τρελή. Σε λίγο, κάπως καταλαγιάζει.) Αχ, τούτες του χαμού μας οι αμέρευτες σκιές, πενήντα τόσα χρόνια πού να πάψουνε!... Να σβήσουνε, δεν λένε… Δεν μπορούν… Αχ, αχ και χίλια δυο αχ και πααάλι βαχ!...
(Ξανακάθεται. Πιάνει πάλι να δημιουργεί. Συνεχίζει το μονολογητό της.) Κοριτσόπουλο… Πάνω στον ανθό της νιότης… 1914… Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος… Ο καταραμένος… Οι άντρες, το πρώτο εμπόρευμα, σέρνονται στον πόλεμο ή στα αμελέ ταμπουρού, τα τάγματα του θανάτου… Πορείες… Πορείες…Αγγαρείες από τα χαράματα ως το βράδυ!... Και πείνα!... Δυσεντερίες!... Ξύλο… Θανατικό…
Ή άλλως… Οθωμανός υπήκοος, σου λέει, είσαι… Άρα, πρέπει να πολεμήσεις για το μεγαλείο της πατρίδας… Πατρίδα; Άκου, πατρίδα σου η Τουρκιά, που σου ’κλεψε τον τόπο και ξεκλήρισε γενιές και γενιές Ελλήνων και άλλων γηγενών!... Κάμε κι αλλιώς, όμως!...
Ε, κι από κοντά κι εμείς… Το δεύτερο πράμα: οι γερόντοι και τα γυναικόπαιδα… Εκτοπισμός!... Εντός μίας ώρας. Τάχιστα. Δυο μπογαλάκια στον ώμο και μπρος για του χαμού τα μέρη!...
Μαύρη Μπόρα: (Από το παρασκήνιο. Ως κήρυκας, τελάλης.) Ακούσατε… Ακούσατε… Διαταγή του Μεγαλειοτάτου Νομάρχου Δαρδανελίων… Άπαντες οι κάατοικοιοιοι της Λαμψάκου… Στην πλααατεία… Τάααχιιιστααα…
Δόμνα: (Η ταραχή της εντείνεται και πάλι. Για όση ώρα ακούγεται η Μαύρη Μπόρα, είτε βαδίζει σαν τρελή πάνω κάτω είτε πιάνει κάποιο κάθισμα και κλείνει τα μάτια της με τα δυο της χέρια, δείχνοντας εκ παραλλήλου την απόγνωσή της είτε χώνοντας το κεφάλι της ανάμεσά στα γόνατά της είτε τέλος φωνάζοντας:) Η Μαύρη Μπόρα… Η Μαύρη Μπόρα…(Κατόπιν ηρεμεί κάπως, μα σε λίγο θα έρθει νέα αναστάτωση, διότι ξαναεμφανίζονται οι εφιαλτικές σκιές του παρελθόντος.) Από εκεί με δύο μπογαλάκια στον ώμο για το άγνωστο της Ανατολής… Προύσα… Μιχαλίτσι… Αφιόν Καραχισάρ… Πορείες… Πορείες… Πορείες… Και πείνα… Πείνα…
Και από κοντά ο Τούρκος ο λερός και άγριος των στεπών της Σιβηρίας λύκος να χιμά κατά πάνω σου πεινασμένος, ασυγκράτητος!... Ύαινα!... Ύαινα να σου βοσκήσει τη σερμαγιά, το ρουχικό, το τρυφερό σου το κορμάκι το πάναγνο κι αμόλυντο!...
Κι αν μη… Σου ’παιρνε και την τιμή και τη δροσοσταλίδα της ψυχής και τη ζήση σου, αν…(Η αναστάτωσή της ξαναφουντώνει, διότι βγαίνει στο προσκήνιο η δρεπανηφόρος Μαύρη Μπόρα, η όντως Ερινύς του κακού και της απόγνωσης, που σαν αερικό χιμάει στη σκηνή και χάνεται μονοστιγμής. Αμέσως μετά, σηκώνεται και τραβά στο κέντρο του χώρου, όπου γονατίζει και εκ νέου μονολογεί:) Αχ, κορμάκια μοσχομύριστα, πώς ατιμαστήκατε απ’ των Τουρκών τα μαύρα χέρια μπρος στου παππού ή της γιαγιάς τα μάτια, που ’τανε πισθάγκωνα δεμένος και κείνη… Ανήμπορη να στέρξει σε βοήθεια, νυχιές να μπήγει στις παρειές, να οδύρεται σαν το θεριό, που σφάζουνε ή λυσίκομη να ξεριζώνει τα μαλλιά της κεφαλής σαν της Τροίας την άμοιρη Εκάβη!... Και να φωνά… Και να φωνά…: «Αφήστε, λύκοι τη Δόμνα, τη Νίκη, το παιδί… Άγουρο σταφύλι είναι το δόλιο το ογλί!... Εμένα πάρτε να ξεθυμάνετε, του σαϊτάν λυσσασμένοι γιοι και κύνες ρου κακού!... Αχ, άχου, αααάχουουου… Το δόλιο το παιδί…» Και σβήναμε στη γης μεμιάς σμπαραλιασμένοι, ‘‘ζωντανοί’’ ή και αποθαμένοι!...
(Αργοβαδίζοντας, σχεδόν σερνάμενη από της θύμησης τα ασήκωτα βάρη.) Αχ, ρε πάθια, Θε μου, ετούτος ο λαός!... Τι φταίξαμε οι άμοιροι Ρωμιοί; Σε ποιώνε κάμαμε κακόν; Δυο μέτρα ουρανόν, δυο πήχες γης δεν καρτερούσαμεν και τις αχτίνες του ηλιού να μας χαϊδεύουν το βασανισμένο μας κορμί! Ε; Σας ερωτώ: «Ποιον βλάψαμεν στην γης; Ποιον;»
(Περπατά για λίγο σιωπηλή και αμέσως μετά απευθύνεται στο κοινό.) Από τα πολλά, σαν το ήφερεν ο Θιος κι έχασε η Τουρκιά τις πλάτες των Γερμανών, που ήτανε στο κακό καρντάσια και στον Πόλεμο οι κατεστραμμένοι, μας έφεραν πίσω στου Ελλησπόντου το περγιάλι: κουτσουρεμένους, λειψούς, λερούς, φθισικούς, σακατεμένους…
Σ’ αυτή τη μεγάλη πορεία στην απόγνωση και τ’ άγνωστο σκέπη μας μεγάλη και θεία ο παπα-Νικόλας μας ήτανε, ο σωτήρας μας, ο πνευματικός μας ταγός και η απαντοχή μας!...
Κι όταν με το καλό ματαγυρίσαμε στην Πατρίδα, όσοι είχαμε απομείνει, πέσαμε με τα μούτρα να ξαναϋψώσουμε της Λαμψάκου την κουρελιασμένη της θωριά! Και μες στον χρόνο τον νέο, άσπρισε, άνθισε, φωτίστηκε ξανά!...
Ναιεεεε… Ναιεεεε… Ήτανε… τότε…(Ορθή στο μέσον της σκηνής με τα χέρια της αντήλιο, θωρώντας τα βάθη του ορίζοντα και των Ονείρων την απεραντοσύνη… Εκεί, σ’ αυτήν ονειρική έκσταση, ακούει από το παρασκήνιο προερχόμενη μία πολυάριθμη ομάδα μουσικών και ακολούθων τους. Λάμπει.)
Ίαμβος: (Τραγουδώντας ερχόμενοι εκ του παρασκηνίου και συνεχίζουν επί σκηνής ή από το πλάι αυτής.)
«Παιδιά, τώρα φωνάξετε όλοι με χαρά
για του Βενιζέλου μας την Ελευθεριά:
‘‘Του Αβέρωφ τα βαπόρια στέκονται σειρά σειρά
περιμένουν τον Αβέρωφ για να σπάσουν τα Στενά!’’
Βενιζέλε, Βενιζέλε, τώρα το ’κανες καλά
που ’διωξες από την Πόλη τον Εμβέρ, Αλλάχ, πασιά!...»
Δόμνα: (Τρομερά χαρούμενη.) Γαλανός ο Ελλήσποντός μας, τρισγάλανο του περιγιάλι από γαλανές σημαίες ελληνικές!.... Χιλιάδες σημαίες! Σημαίες!... ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ!... Να ανεμίζουν, να ανεμίζουν!... Και να χαιρετούν!... Να χαιρετούν τα πλοία μας και να θωρούν την Ελπίδα, τη Λευτεριά, την Ανάσταση!... Το Όνειρο!... Πέντε αιώνων όνειρο και τώρα, να! Ολόρθο! Φτερακίζει ομπρός σου και είναι αληθινό, χειροπιαστό και όχι θολό ανεμοκόπι!.. Ναι, ομπρός σου!... Το χαϊδεύεις!... Το πιάνεις!... Είναι αληθινό! Πετάς!...
Αχ, τι της ψυχής γρυσογέλι ήταν ετούτο!... Τιιιι!!!..
Άκου, Θε μου, Όνειρο!... Τα πλοία των Ελλήνων αγέρωχα να κόβουν στη μέση το στέρνου του Ελλησπόντου μας και να τραβούν ίσα για τον Βόσπορο, την Πόλη των Ελλήνων, την Αγια-Σοφιά!... Και οι σκλαβωτήτες να τρέμουν!... Να σκιάζονται!... (Το πρόσωπό της Δόμνας, σαν γυρνάει στην εποχή εκείνη του ’19, που το θωρηκτό Αβέρωφ μαζί με άλλα ελληνικά πολεμικά πλοία συνόδευε τον συμμαχικό στόλο και όλα μαζί τραβούσαν για την Πόλη, λάμπει ως άστρι. Η μαγεία του Ονείρου θα ζωγριστεί απότομα από την τραχιά της Πανσούλας Κουσελή κακότροπη φωνή, που την επαναφέρει στην πραγματικότητα του σήμερα.)
Πανσούλα: (Εισερχόμενη φουριόζα.) Πού πετάς πάλι, κυρα-Δόμνα μας, πού…
Δόμνα: Στο Όνειρο!...
Πανσούλα: Ποιο όνειρο και κουραφέξαλα, ρε γειτόνισσα;
Δόμνα: Στο Όνειρο των Ονείρων!...
Πανσούλα: Μπρε, καλά σου τα ’λεγα τις άλλες πως πάει… Κουζουλάθηκες, κυρα-Δόμνα μας… Κουζουλάθεις…
Δόμνα: Το Όνειρο!... Το Όνειρο!... Ο ελληνικός στόλος αγέρωχος και γιορτινός, να σχίζει στα δυο τον Ελλήσποντό μας, να φωτοχαιρετά τη Λαμψινή μας Πατρίδα, να τραβά τροπαιοφόρος για τη Βασιλεύουσα και τσουουπ…
Πανσούλα: Τι τσουουπ, μωρέ χαζεμένη;
Δόμνα: Και τσουπ, Πανσούλα μου, Φάντης Μπαστούνης, μπρος στο σαράι του Σουλτάν Μεμέτη και στου Αλλάχ το μεγαλόπρεπο Μπλε του Τζαμί!...
Πανσούλα: (Υποτιμητικά) Σι – γά…
Δόμνα: (Εκ νέου ονειροπόλα και υψιπετής, ενώ από την άλλη η Πανσούλα έχει τραβήξει στον καθρέπτη και σενιαρίζεται.) Και η Τουρκιά να χάσκει! Σαστισμένη, αδύναμη, άπνοη! Και μπρος στον στόλο τον ελληνικό να στέκει προσοχή και ακίνητη σαν άγαλμα του Χότζα!...
Μαύρη Μπόρα: (Οι σκιές επανεμφανίζονται.)
Πανσούλα: Ρε Δόμνα, ξύπνα! Ξύ – πνα! Οι σκιές της συμφοράς, το κακό του ξεριζωμού, είναι μπρος μας, μέσα μας, παντού!... Αυτές μας ταξιδεύουν. Αυτές μας μαϊνάρουν, κυρά μου, αυτές! Πάρε το χαμπάρι, Δόμνα μου. (Την πλησιάζει. Την σκουντά.) Τα μεγαλοϊδεαδίτικα ονείρατα σβήσανε το Εικοσιδυό και μας ποτίσανε φαρμάκι και αίμα! Αί – μα, κυρά μου! Αίμα! Πολύ αίμα και δάκρυο!...
Δόμνα: Ναιεεε… Τότεεεε… Μα, τώρα…
Πανσούλα: Τι τώρα, κυρά μου; Το αίμα νερό δεν γίνεται. Τούρκος αυτός, Ρωμιός εγώ. Πάει και τέλεψε. Πώς να ξεχάσω, μωρέ, τους διωγμούς, την ατόμωση, την πυρπόληση της Σμύρνης μας, το ξεκλήρισμα του λαού μας, των Αρμενέων και των άλλων γηγενών της Μικρασίας και του Πόντου; Πώωωως;
Δόμνα: Ναιεεε… Δε, λέω… Μα…
Πανσούλα: Τι ‘‘μα’’, κυρά μου; Τι;
Δόμνα: Μα, πρέπει… Πρέπει… Να φιλιώσουμε…
Πανσούλα: Να φιλιώσουμε; Πο – τέ…
Δόμνα: Να βρούμε τι μας ενώνει, καλέ Πανσούλα.
Πανσούλα: Ε – νώ – νει; Τί – πο – τε! Τί – πο – τε!
Δόμνα: Το Αιγαίο, ο Ελλήσποντός μας… Να γίνουν ένα πέρασμα, μια γέφυρα που ενώνει!...
Πανσούλα: Ε – νώ – νει; Όχι. Πο – τέ. Μια χαρακιά είναι, κυρά μου, που ’πνιξε τις ελπίδες μας, τα όνειρά μας, το βιος και την απαντοχή μας τη μαύρη εκείνη χρονιά του Εικοσιδυό, κυρά μου!...
Δόμνα: Να ξαναέρθουμε κοντά οι δυο λαοί. Να ξανασμίξουμε στην ΠΑΤΡΙΔΑ.
Πανσούλα: Τι; Σα ζήτουλες; Ε, όχι, κυρα-Δόμνα μου. Αυτά δε γίνονται. Τελειωμένα από χρόνους είναι. Αγώνα μεθοδικό και πολυαίματο κάνανε – με γερμανική σφραγίδα πάνω σε εγγλέζικο διαβατήριο – για να μας ξεπαστρέψουν και να μας φουντάρουν στα Τάρταρα του Ολέθρου, και τώρα…
Δόμνα: Ο κόσμος τώρα αλλάζει. Γίνεται πιο ανοιχτός, πιο συνεργάσιμος, πιο φιλικός και ειρηνικός!...
Μαύρη Μπόρα: (Οι σκιές επανεμφανίζονται.)
Πανσούλα: (Πάντα, με σκληρό, ειρωνικό και σαρκαστικό τρόπο.) Οι σκιές!... Οι σκιές!... Αυτές είναι της ψυχής μας ο ατέρμονας οδηγός! Τα άλλα… Στάχτη και αποκαΐδια, κυρά μου!
Δόμνα: Δε λέω… Μα, πρέπει να περπατήσουμε, Πανσούλα μου…
Πανσούλα: Ε, αφού το θες, θε σε περπατήσω σε κάτι δρόμους!...
Δόμνα: (Ανόρεχτα εργαζόμενη και βαριόθυμα ομιλώντας.) Κατά πού, καλέ γειτόνισσα.
Πανσούλα: Άκουε. (Η γλώσσα της πολυβόλο.) Η γιαγιά η Ζωγράφω έπαθε εγκεφαλικό. Την τράβηξαν για το ‘‘Κρατικό’’, μα γλιτωμό δεν έχει. Το είπανε καθαρά στους δικούς της.
Δόμνα: Αχ, και είναι χρυσή γυναίκα και πολυβασανισμένη η έρμη!...
Πανσούλα: Και συ, Δόμνα μου, μου θέλεις καρντασιές με την Τουρκιά!... Εμ, κυρά μου, το κεφάλι του πεθερού της ποιος το πήρε το ’17; Ο Τούρ – κος. Τον μεγάλο της τον γιο πώς τον ρούφηξε η μαύρη γης; Τούρκος δεν του ’λιωσε με πέτρες την ωραία του κεφαλή, πέρα εκεί στα αμελέ ταμπουρού, τα τάγματα εργασίας τους, τον Απρίλη του ’18;
Δόμνα: Ε, ναι…
Πανσούλα: Ταγμάτων εργασίας ή ταγμάτων εξοντώσεως των Ρωμιών της Μικρασίας;
Δόμνα: Δεν αντιλέγω…
Πανσούλα: Και την κόρη της, τη Μυρσινούλα, ποιος την έφαγε, μωρέ;
Δόμνα: (Σκιάζεται. Πανικοβάλλεται. Χώνει την κεφαλή της ανάμεσα στα πόδια της για να μην ‘‘βλέπει’’ ομπρός της αυτά που έζησε τότε, στου εκτοπισμού τα μέρη…) Εεεεε…
Πανσούλα: Ένας ολόκληρος λόχος δεν βόσκησε τότε το μοσχολούλουδό της, μωρέ Δόμνα; (Βρίσκεται σε έξαψη.) Κι ύστερα τις ρόγες της μαζί με βιος άλλων θυγατέρων μας ένας των Τούρκων διαβόητος φονιάς, ο Νουρεντίν μπέης, δεν τις έκανε χάντρες για το μπεγλέρι του, μωρέ;
Δόμνα: (Ενώ, το κορμί της σείεται, σπαράζει από τα όσα δεκαετίες πριν βίωσε και τις ανήκουστες μνήμες, που τώρα ανασκαλίζονται από τον κακεντρεχή λόγο της συντοπίτισσάς της.)Δε λέω… Μααα…
Πανσούλα: Τι ‘‘μα’’, μπρε γειτόνισσα;
Δόμνα: (Θαρρετά, πλέον.) Μα να φιλιώσουμε, καλέ Πανσούλα. Νέα ν’ ανοίξουμε σελίδα. Νέα.
Πανσούλα: (Άγρια.) Και τις πληγές τις ανοιχτές στα φυλλοκάρδια μας ποιος θα μας τις κλείσει, ρε λησμονήτρα μου; Ποιος;
Δόμνα: (Κατευναστικά.) Ο χρόνος. Η ανθρωπιά. Η συναλληλία. (Κάνει δυο βήματα.) Τις άλλες, είδες πόσο κοντά μας έφερε ο σεισμός πέρα από τα Δαρδανέλια; Είδες;
Πανσούλα: Μας είχανε ανάγκη… Αν μηηη… (Κάνει λίγα βήματα. Η Δόμνα την παρακολουθεί σιωπηλή. Επιστρέφει πιο χειμαρρώδης.) Και σύντομα θα το λησμονήσουνε και το κακό θα μας το ματακάνουνε. Είδες το ’74 στην Κύπρο μας; Είδες;
Δόμνα: Ε, τι να πω… Φταίνε οι χουνταίοι, που τους άνοιξαν την πύλη!...
Πανσούλα: Φταίνε, δεν αντιλέγω, αλλά θα σε πάω πάρα κάτω… Στα νέα…
Δόμνα: (Ανόρεχτα.) Καλιότερα…
Πανσούλα: Λοι – πόν… Ο Αντώνης, της Αναστάσαινας ο μεγαλογιός, ξέρεις πού φωλιάζει;
Δόμνα: (Βυθισμένη σε άλλες σκέψεις, μακρινές και ζώσες.) Εεεε…
Πανσούλα: Μωρέ, θες δε θες, θα μάθεις. (Σκύβει πάνω στη Δόμνα. Της ανασηκώνει απότομα τη γερμένη της κεφαλή, υποχρεώνοντάς την να την κοιτάξει καταπρόσωπο.) Σου λέω. Τον είδα με τα μάτια μου. Και όχι μία βολά. Πού τον βρίσκεις, πού τον χάνεις, όλο της Αστέρως το κονάκι τρυπώνει ο μπερμπάντης. Κι έχει και τη μάνα της η κυρά κοκόνα, που τις κάνει πλάτες… Σήμερα, ο Αντώνης, αύριο ο Αναστάσης ο Μοίρος, μεθαύριο οοο…
Τρύφωνας: (Εισέρχεται φουριόζος. Υπό μάλης κρατά φακέλους και βιβλία. Είναι πρόσχαρος και διαχυτικός. ) Χαιρετώ τις αξιοσέβαστες, κυρίες μας!
Δόμνα: Καλώς τον Τρυφωνάκο μου. (Στο άκουσμα ‘‘Τρυφωνάκο’’ ο νεαρός σκύβει και τη φιλά.) Από τη σχολή γύρισες, Άγγελέ μου;
Τρύφωνας: Ναι, γιαγιά, από το Πανεπιστήμιο. Είχα δυο μέρες ελεύθερες και ήρθα να σας δω… (Απομακρυνόμενος.) Να οργανωθούμε κιόλας…
Πανσούλα: Καλώς μας ήρθες, Τρύφωνα! Καλώς… (Βηματίζει αντίπερα και σύντομα στρέφεται προς το μέρος του και τον ρωτά:) Και περί τίνος ο λόγος της οργανώσεως, λεβέντη μου;
Τρύφωνας: Τα σύγχρονα ρεύματα των Αθηνών μάς θέλουν ανοιχτόμυαλος και ανοιχτόκαρδους, σεβαστές μας κυρίες.
Δόμνα: Ναι, αγόρι μου, με πνεύμα λαμπρό, ανοιχτό, όλο λάμψη και χάρη σαν τη Λαμψινή μας την Πατρίδα!
Τρύφωνας: Ναι, γιαγιά, τη Λάμψακό μας, με τους μεγάλους της σοφούς, σαν τον Αναξαγόρα και τον Μητρόδωρο, τα γλαρά της ακρογιάλια, τ’ αρχοντόσπιτά της, τις ανθοβολιές της, την αιώνια κι αμάραντη ομορφιά και λάμψη της!
Δόμνα: Τι όμορφα, που τα λες, γιε μου!
Τρύφωνας: Μα, από τα γεννοφάσκια μου έτσι όμορφη και πλανεύτρα, μου τη γνώρισες μέσα από τα παραμύθια, γιαγιούλα μου! (Έχει πλησιάσει από πάνω της. Ακουμπά το δεξί του χέρι στον ώμο της.) Όλο εκεί, με ταξίδευες και με μάγευες με τα ιστορήματά σου, καλή μου γιαγιά Δόμνα!
Δόμνα: (Ο νέος σκύβει πλάι της και αυτή του παίρνει το πρόσωπο, το τοποθετεί ανάμεσα στα ροζιασμένα της χέρια και τον φιλά στο μέτωπο.) Γιόκα μου!
Τρύφωνας: (Με υπερηφάνεια. Ορθός και αγορεύων.) Και την μελετώ πολύ τη Λαμψινή μας την Πατρίδα, όπως πάντα την αποκαλούσες, γιαγιάκα, τη Λάμψακό μας. Και θα δεις, γρήγορα θα την επισκεφτούμε, θα πάμε στα μέρη που έπαιζες με τις φίλες και τους φίλους σου στο τρισχαρωπό της ανθογιάλι!...
Δόμνα: (Ανασηκώνεται. Τον πλησιάζει. Του παίρνει και πάλι το πρόσωπο, το τοποθετεί ανάμεσα στα ροζιασμένα της χέρια και το σφίγγει από αγάπη, θαυμασμό και υπερηφάνεια.) Γιε μου!... Γιε μου!... (Ονειροπολεί και πάλι. Σιωπά για λίγο.) Και η ευχή ‘‘Άιντε, και καλή Πατρίδα’’, θα πιάσει τόπο, παλικάρι μου;
Τρύφωνας: Σύντομα, γιαγιούλα μου, σύ…
Πανσούλα: (Την ώρα του διαλόγου της γιαγιάς με τον εγγονό η Πανσούλα στέκεται ορθή σε μια γωνιά της σκηνής, κουνώντας νευρικά το ένα της πόδι. Ξάφνου, τινάζεται στο μέσο του σκηνικού χώρου και στρέφεται προς τον Τρύφωνα.) Και πώς, μπρε φοιτητάκο;
Τρύφωνας: Ως επισκέπτες…
Πανσούλα: (Διακόπτοντάς τον, πριν ολοκληρώσει την άποψή του.) Σι – γά.
Τρύφωνας: Αδελφοποιώντας τους δυο μας τόπους…
Πανσούλα: Το αίμα νερό δεν γίνεται…
Τρύφωνας: Ανοίγοντας κοινές επιχειρήσεις…
Πανσούλα: Καλά θα τις ταρίσεις…
Τρύφωνας: Αγοράζοντας σπίτια και χτήματα στην Ιωνία Γη…
Πανσούλα: Αυτή για μας έχει καεί…
Τρύφωνας: Συμμαχώντας με τα εκατομμύρια των Μικρασιατών, που έχουν άλλη από των σκληρών Τουρκών καταγωγή και θρησκεία κάπως πιο προς τη δική μας κοντινή…
Πανσούλα: Μπρε και τούτοι θα μας πνίξουνε στη θάλασσα ή με τριχιά σκοινί…
Τρύφωνας: Και γάμους να κάνουμε κοινούς με της Ιωνίας Γης τους τρυφερούς βλαστούς, σαν της καρδιάς τα κάστρα ο Έρως – ο ανίκητος από τα δολερά της αμάχης βέλη – συθέμελα θε δονηθεί!
Πανσούλα: Σιγά, μη μαγαρίσουμε το αίμα το δικό μας…
Τρύφωνας: Της ανθρωπιάς το γαίμα βλαστούς κυπαρισσιού και άνθια μυροστόλιστα στους κλώνους θα τινάξει, σαν το αφήσουν οι σκληροί καλλίρροο στις φλέβες μας να τρέξει!
Δόμνα: (Τον αγκαλιάζει με πολλή λαχτάρα.) Τι όμορφα, που τα πλέκεις, Τρυφωνάκο μου! Τι όμορφα! (Μετά από σύντομη παύση.) Και γάμους! Και γάμους!
Τρύφωνας: Εδώ, στον Αϊ-Τρύφωνά μας ή στον Αϊ-Παρθένη μας στην Λαμψινή κι Αμάραντη Πατρίδα του Ελλησπόντου!
Πανσούλα: (Αφηνιασμένη. Σε λυσσώδη τόνο φωνής.) Τι; Με ένα Τουρκί;
Τρύφωνας: Με άνθρωπο, που σέβεται, που αγαπά και φλογίζεται από έρωτα και πάθος!
Πανσούλα: Ανοησίες!
Τρύφωνας: Ίδιοι οι άνθρωποι της γης! Ίδια και τα πάθια τους, κυρία Πανσούλα! Ίδια!...
Πανσούλα: Ναι… Ίδιοι… Μα ετούτοι… Τούρκοι. Οθωμανοί. Γκριζόλυκοι της στέπας. Οι σφαγείς των λαών της Μικρασίας και των ονείρων μας. Οι…
Τρύφωνας: Ναι. Τότε…
Πανσούλα: Μόνον;
Τρύφωνας: Τότε, μα σήμερα ετούτη η θάλασσα – ο πόντος των Αρχαίων – να ξαναγίνει το πέρασμα, η γέφυρα του φιλιώματος των λαών μας, όπως και η βαθύτερη σημασία της λέξης ‘‘πόντος’’ είναι.
Δόμνα: (Κατενθουσιασμένη.) Γιε μου!
Πανσούλα: Κοίταξε τα γράμματα, αγόρι μου, και άσε την Τουρκιά στους δρόμους της τους κατασκότεινους και λερούς!...
Τρύφωνας: Εγώ, κυρία Πανσούλα, θέλω νέους ν’ ανοίξω δρόμους! ‘‘Όστις θέλει, οπίσω ελθείν’’, που έλεγε και ο Χριστός μας πριν δυο περίπου χιλιάδες χρόνια!...
Πανσούλα: Έλεγε, Τρύφωνα. Έλεγε…
Τρύφωνας: Και θα δείτε, σεβαστές μου κυρίες, που ο Αϊ-Παρθένης μας, τον οποίο σήμερα χοτζάδες χαίρονται, αύριο, μεθαύριο θα ξαναλειτουργηθεί. Κι εγώ τον γάμο μου εκεί θα τον τελέσω!
Πανσούλα: Όνειρα, Τρύφωνα. Όνειρα!...
Τρύφωνας: (Με βυθισμένη τη ματιά του στις απεραντοσύνες του κάλλους και του ονείρου.) Τα σύνορα της καρδιάς εμάς των νέων ανοίγουν την αυγή σαν του ρόδου του μαγιάτικου τα βελουδένια πέταλα και μοσχομυρίζουνε ανθούς, αγάπη κι ονείρατα, κυρία Πανσούλα μας!...
Δόμνα: (Και πάλι στο στύβει με τις γερασμένες της παλάμες και του ρουφά με φιλιά τα τρυφερά του μάγουλα.) Γιόκα μου! (Τη στιγμή αυτή πλουμίζουν οι μουσικές του Ορφέα Δάρδανου.)
Ορφέας: (Κινείται προς τη σκηνή, παίζοντας και τραγουδώντας έναν αμανέ.)
Πανσούλα: (Πηγαίνοντας προς το μέρος εμφανίσεως του Ορφέα. Γυρίζει προς τους συνομιλητές της.) Πάλι ντέρτια ο Ορφέας ο Δάρδανος, ο καψερός!... Πάλε ντέρτια και καημοί!... Και να δείτε ποιος ο έρως, που δονεί τα φυλλοκάρδια του! (Βηματίζει λίγο. Συνεχίζει με πιότερη ένταση.) Έρωτας! Έρωτας! (Απευθύνεται στο κοινό για ν’ απλωθεί το βόισμά της.) Πάθος, σας λέω χωριανοί! Πάθος! Για τη γυναίκα του πρωτοξαδέρφου του, του Γρηγόρη Δάρδανου, του καλουπατζή, μωρέ!...
Δόμνα: (Δαγκώνοντας τα λόγια της.) Α, βρε κουτσομπόλα, κουσελού!...
Πανσούλα: (Τον χαβά της.) Ναι, σου λέω, κυρά μου. Ναι. Με την Φεβρωνία τη Δάρδανου!
Τρύφωνας: (Ενώ έχει πιάσει ένα τραπέζι και ξεφυλλίζει τα βιβλία του, συγχρόνως σιγομουρμουρίζει:) Δάρδανος! Ναι, Δάρδανος! Γιος της κόρης του Άτλαντα Ηλέκτρας, ο οποίος στα χρόνια του μύθου και των ηρώων – φορώντας έναν ασκό – κατάφερε και πέρασε από τη Σαμοθράκη στην απέναντι του Αιγαίου ακτή, όπου έκτισε τη Δαρδανία. Η δε θάλασσα, που διέπλευσε, ονομάστηκε Δαρδανέλια!
Δόμνα: (Ενώ θαυμάζει τον εγγονό της και το δείχνει με τη ματιά της και με κινήσεις επιδοκιμασίας, στρέφεται προς τη γειτόνισσά της.) Εσύ καλέ Πανσούλα, όλους τους σχολιάζεις!... Έτσι, ο ένας, έτσι ο άλλος… Εμ, πώς το έλαβες το προσωνύμι Κουσελή!... Όνομα και πράμα, δηλαδή…
Πανσούλα: Καμάρι και χαρά μου, της καρδιάς η αρχοντιά μου!
Δόμνα: Τι να σου πω, καλή μου φιλενάδα! Τι;
Πανσούλα: (Αυτή τον χαβά της, το κουτσομπολιό. Παρακολουθεί με τη ματιά της τον Ορφέα) Κοίτα τον! Κοίτα τον!... Στρίβει για την Πέρα Γειτονιά…
Ορφέας: (Κινείται απομακρυνόμενος και σιγοτραγουδώντας, δίχως να αποτρέπει τη συζήτηση των επί σκηνής.)
Δόμνα: (Προσπαθώντας να συνεφέρει τη γειτόνισσά της σε λογική στάση.) Ε, και;
Πανσούλα: Δεν τη βρήκε ο καΐρης στη γειτονιά μας και κάνει πέρα κατά τα παπαδοπουλέικα, μήπως….
Δόμνα: Πανσούλα, να με συγχωρείς. Πρέπει να τραβηχτώ στο κουζινιό. Έχω πράγματα να ’τοιμάζω για το ουζερί μας και ο Θάμπος μου, ξέρεις… Τα θέλει όλα στην ώρα τους!...
Πανσούλα: Εμ, χρυσοχέρα μου, πώς την πήρατε τη φήμη την καλή ως πέρα στη μεγάλη μας πρωτεύουσα!...
Δόμνα: Οι αρχές και ο λόγος του Θάμπου μου: ‘‘Δουλειά, καθαριότης, σεβασμός στον πελάτη και χαμόγελο λευκό!’’ Τα τηρώ όλα απαρέγκλιτα.
Πανσούλα: Και κάματε βιος, που το χαίρεται ο… Θεός! (Τα λέει σε ειρωνικό τόνο τη στιγμή της απομακρύνσεώς της.)
Δόμνα: (Την κοιτάζει με καλοσύνη και κατανόηση, κουνώντας το κεφάλι της και αποσύρεται στα ενδότερα.)
Τρύφωνας: (Δίχως να ασχολείται με τα λεγόμενα των δύο κυριών, αλλά δίχως να δώσει σημασία στην αποχώρηση των γυναικών, μαζεύει το πνευματικό του υλικό και αποχωρεί, τραγουδώντας.)
Είν’ η θάλασσα του πόντου η γλαυκή του Ελλησπόντου
γέφυρα λαών χαράς εργασίας ανθρωπιάς
μια του πνεύματος αγκάλη που στον κόσμο δεν είν’ άλλη!
Μπρος λαοί ειρηνοφόροι τρέξετε και δαφνηφόροι
στου Αιγαίου το περιγιάλι που χορεύει πεντοζάλι
μια ο ήλιος το φεγγάρι μια οι λαοί μας δίχως ζάλη!
Ήρθε η ώρα τώρα πάλι να ανθίσει το ακρογιάλι
με χαμόγελο μ’ αγάπη με δροσούλες απ’ τον μπάτη!
(Κλείσιμο αυλαίας.)
ΣΚΗΝΗ 2η Η υπόσχεση
ΠΡΟΣΩΠΑ: Θάμπος Γιαλός, Ενδυμίων Λαμψακιάδης, Τρύφωνας Λαμψακιάδης, Μαύρη Μπόρα, Ορφέας Δάρδανος, Ίαμβος
(Τα γεγονότα εκτυλίσσονται στον εξωτερικό χώρο του ουζερί Λαμψινή μου Πατρίς του Θάμπου Γιαλού, ο οποίος αεικίνητος ως πάντα τακτοποιεί το ουζερί του. Σε λίγο, έρχεται το δείλι, οπότε και όλο και κάποια άτομα ή παρέες θα καταλήξουν στο κατάστημά του. Όμως, πρώτη όλων εμφανίζεται η Μαύρη Μπόρα. Θα ακολουθήσουν ο Ενδυμίων, το βιολί Ίαμβου και σε επόμενο χρόνο οι υπόλοιποι.)
Θάμπος: (Μονολογεί ορθός στο μέσον της σκηνής.) Ω, ρε πατριώτες, δειλινό κι ετούτο!... Ίδιο, ανάλλαγο, με κείνο το τόσο μακρινό, μα τόσο ψεσινό και καυτερό!... (Στρέφεται προς την Ανατολή.) Τότε, ο ήλιος βουλιούσε στο Αιγαίο πέρα απ’ της Καλλίπολης τα αργυρά λιοστάσια, τ’ αμπέλια τα χροσόρωγα και τα μεστά μας σύκα!... ( Περπατά για λίγο αμίλητος και σύντομα επανέρχεται στο μονολογητό του.) Εχ, σοδειά που την είχασι τότε, το Εικοσιδυό!... Όλα πολύκαρπα, κατάφορτα!... Και πήγανε όλα στράφει… Στάχτη και μπούρμπερη!...
(Κάθεται σ’ ένα τραπέζι. Η ματιά του καρφώνεται δυτικά. Μονολογεί.) Σήμερις, ο χρυσένιος του ηλιού δίσκος λοξοκοιτά κατά τον Χτυπά και βουλιάζει κατά τη Θήβα, ενώ τότε εμείς οι Έλληνες της Ανατολής γκρεμοτσακιστήκαμε ξέπνοοι μες στου Αιγαίου τα άπατα φαράγγια, με πνιγμένα τα μεγάλα μας όνειρα, με σφαγμένες και πυρπολημένες τις βλέψεις για ελεύθερη τη Μικρασία από τη σκλαβιά του Τούρκου κατακτητή… Κι όσοι από τον άλαλο όλεθρο γλιτώσαμε το κορμάκι μας, ναυαγοί πια πάνω σε σάπια σανίδα σωτηρίας, βρεθήκαμε κολυμβητές της απόγνωσης γυμνοί από έχητα και κουρελήδες πλέον στην Παλιά Ελλάδα!...
(Ανασηκώνεται, κάνει λίγα βήματα, έρχεται στο μέσον της σκηνής και συνεχίζεται το νοσταλγικό του ταξίδι στη Λαμψινή του Πατρίδα, την αμάραντη.) Ε, ρεεεε, τοπία που ’χαμε στην Πατρίδα! Ε, ρεεεε, τοπία!... Θησαυρός!... Και ομορφιές!... Ο – μορ – φιές!...
Κάμποι λουλουδοφόρετοι, λιοστάσια μ’ ασημόφυλλα, νερά κελαριστά μες στου θέρους τη μεγάλη κάψα, μοσχοστάφυλα που μέθαγαν τη γης, σταφίδες κεχριμπάρι, λεύκες που χάιδευαν τους ουρανούς, περβόλια και λαχανόκηποι με τους Θεού τα πάντα κάλλη!...
Και κήποι, κήποι του σπιτιού, με γιασεμιά, τριανταφυλλιές, που γλένταγαν τα μελισσόπουλα και μέθαγαν ερωτικά οι κορασιές του τόπου!...
Οι κορασιές!... Οι κορασιές!... Ανθομαλλούσες και μυροβολούσες!... Παστρικές και ηλιοφίλητες!... Που… Κι ο ήλιος σαν τις θωρούσε έτσι λαμπερές, μεθούσε ο ερίφης, ζαλιζότανε και σκουντούφλαγε πα στου Αιγαίου τα λευκονήσια όλα!... Ή κατά το δείλι μπρουμύτιζε σε κανά σπήλαιο σκοτεινό να ξεθολώσει ο έρμος!... Και το πρωί με την αυγή, πάλε ολόλαμπρος, τρανός διαφεντευτής στο φωτεινό το χοροστάσι!...
Ε, ρεεεε, μέρες φωτεινές οι ψεσινές!... Ε, ρεεεε, μέρες λαμψινές !... Ε, ρεεεε, μέρες!... ΜΕΡΕΣ!
Α, ρε Πατρίδα Λαμψινή κι ονειρεμένη! Πώς, καλέ, χαραμίστηκε έτσι η λάμψη και η αρχοντιά σου! Αχ και χίλια αχ, Πατρίδα μας του Ελλησπόντου διαμαντόπετρα, του ηλιού μας θυγατέρα!
(Κάθεται στο τραπέζι, πίνει δυο τρεις γουλιές ούζο, ευφραίνεται.) Και συ, ρε μάνα, πώς άντεξες τόσο φαρμάκι!... Πώς άντεξες στις ράχες σου τόσα βάρητα, τόσο πόνο, μοναξιά και δάκρυο!... Α, ρε, μάνα!... ΜΑΝΑ! ΜΑΝΑ!...
(Ο Θάμπος για να γλυκάνει κάπως τον καημό, που πλημμυρίζει τα σωθικά του, πιάνει είτε ένα μακρόσυρτο τραγούδι της Ανατολής είτε τμήμα από το –σε στίχους-μουσική Διονύση Σαββόπουλου και πρώτη ερμηνεία της Ευβοιώτισσας Σωτηρίας Μπέλλου – άσμα Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια είτε το πιο κάτω αυτοσχέδιο δημιούργημά του, που συνοδεύει μουσικά το σχήμα Ίαμβος.)
Θάμπος & Ίαμβος: (Ο Θάμπος άδει, ο Ίαμβος συνοδεύει.)
Πατρίδα Λαμψινή, του πελάγου σμαραγδένια αχτίς
των καρδιών μας χρυσαυγή, του έαρος η δεσποινίς!
Αχ, Πατρίδα Λαμψινή, νιο νεράκι για τη δίψα την καυτή
με τους κάμπους, περιβόλια, του Παράδεισου τα κλώνια
τις ελιές και τις ροδιές, άνθη, μόσκοι στις αυλές
και τον ήλιο σου στεφάνι στης ακτής σου το ροδάνι!
Αχ, Πατρίδα Λαμψινή, του Βόσπουρου κρούσταλλο πηγή
με τα ψάρια τα αφράτα πα στου κύματος τα άτια
τις λευκές τις κορασιές βιος σμαράγδια στις αυλές
και τα παλικάρια Άντρες του ωραίου όλοι λάτρες
απ’ τα χρόνια τα παλιά με τη γνώση τη βαθιά
των Μεγάλων Φιλοσόφων των ηλιόφωτων των λόφων
τούτης της Ιώνιας Γης, των Αιώνων οι ταγοί!
Μαύρη Μπόρα: (Την ώρα του τραγουδιού, ξαναεμφανίζεται η ψυχοφάγα και αβόλευτη σκιά της συμφοράς, η οποία σαν τυφώνας χιμάει στη σκηνή και χάνεται στης νυχτός της τα σκοτάδια.)
Θάμπος: (Ο Θάμπος, επηρεασμένος υπέρμετρα από της Μαύρης Μπόρας την έλευση, με σχεδόν σφαλιστά τα μάτια του, σκουντούφλης πλέον, τινάζεται σκιαγμένος επάνω και αρχινά να περπατά νευρικά και τρομαγμένα πάνω κάτω, παρασύροντας στο διάβα του και κάποια μικροαντικείμενα.)
Ενδυμίων: (Σε αυτή την κατάσταση της ψυχικής αποδιοργάνωσης του Θάμπου Γιαλού κάνει την εμφάνισή του ο άνδρας της κόρης του της Ροδάνθης, ο Ενδυμίων Λαμψακιάδης, ο οποίος κρατά στα χέρια του ένα καλάθι ψαρικής και παραμάσχαλα κάποια σύνεργα της παράκτιας αλιευτικής διαδικασίας. Βλέποντάς τον έτσι, πολύ ανησυχεί. Πετά κάτω τα σύνεργα και τρέχει κοντά του.)
Ενδυμίων: Τι έπαθες, μπρε πεθερέ; Τιιιι;
Θάμπος: (Τρομαγμένος από τη μαύρη οπτασία.) Η ‘‘Μπόρα’’…(Με διακοπτόμενη την ανάσα του.) Η ‘‘Μαύρη Μπόρα’’…(Τινάζεται επάνω. Ψαύει δεξιά κι αριστερά. Την πιάνει…) Η ‘‘Μαύρη, μαύρη, Μποοόρα’’…
Ενδυμίων: Δεν σε εννοώ… Παραλογίζεσαι, καλέ μου πεθερέ;
Θάμπος: (Βόσκοντας στον αέρα ως πλήρως αόμματος και χάσκων.) Η ‘‘Μαύρη Μπόρα’’… Η αφέντρα του κακού και του θανατικούουου!...
Ενδυμίων: Καλέ μου πεθερέ, πού τη βλέπεις; Μπρε, μπας και γκαβώθηκα ή δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει;
Θάμπος: Η ‘‘Μαύρη Μπόρα’’… (Τινάζεται να την πιάσει στον αέρα.) Της συμφοράς… Του Εικοσιδυό…
Ενδυμίων: (Καθησυχαστικά.) Ε, τόσες δεκαετίες μετά, ας πάει στον αγύριστο η άτιμη…
Θάμπος: (Μιλάει κομπιαστά.) Αυ – τή… Αυ – τή… Το γάμο σου με τη Ροδάνθη μου… Τον κάνατε στην παράγκα, στο τσιγκιό…
Ενδυμίων: Ας είναι… Ο κόσμος κοιτάζει μπροστά…
Θάμπος: Μπρο – στα… Και πί – σω… Βλέ – πει… Γνω – ρί – ζει… Δεν ξε – χνά… Για – τί χάνει το χνά – ρι του, τον προο – ρι – σμό…
Ενδυμίων: Πάνε χρόνοι πολλοί από τότε…
Θάμπος: Χρό – νοι πολ – λοί… Από τον τό – πο μας… Θα προ – κά – νω να ματα – πάω, Ενδυ – μίων μου;…
Ενδυμίων: Θα δεις. Γοργά.
Θάμπος: Γορ – γά.
Ενδυμίων: Γοργά. Αύριο.
Θάμπος: Αύ – ριο;
Ενδυμίων: Αύ…(Πριν προφτάσει να ολοκληρώσει τη λέξη, τον διακόπτει η εμφάνιση του Τρύφωνα, του γιού του.)
Τρύφωνας: Αύριο. Γοργά. Φύγαμε.
Θάμπος: (Η εμφάνιση του εγγονού του, του Τρύφωνα, του εξαϋλώνει τις νύχτι-ες σκέψεις.) Φύγαμε, Τρύφωνά μου; Φύγαμε;
Τρύφωνας: Φύγαμε, παππού. (Υψώνει την παλάμη του προς αυτήν του παππού του.) Κόλλα το, παππούκα. (Τον αφυπνίζει και πάνω στον ενθουσιασμό ο πάππος του τον σέρνει στον χορό.)
Θάμπος & Τρύφωνας: (Μπροστά πηγαίνει ο παππούς και πίσω ο εγγονός.)
Φύγαμε, ταρίσαμε, στράτες μύριες πήραμε
πάμε τώρα μ’ άσπρα άτια στου Ελλησπόντου τα παλάτια.
Τρύφωνας: (Ξάφνου, αφήνει το χέρι του παππού του, ο οποίος συνεχίζει το τραγούδι και τον χορό, και μονολογεί.) Ναι… Ίσως… Αύριο…
Θάμπος: Αύ – ριο… (Λέγοντάς το, του κόβονται τα πόδια και σωριάζεται καταγής. Προσπαθούν να τον συνεφέρουν. Σε λίγο ανοίγει τα μάτια και τη λαλιά του. Κάπως ξέπνοα, αλλά δείχνοντας πως ζει.) Ου – ζω… Ου – ζω… (Με στεντόρεια και επιτακτική φωνή απαιτεί ούζο, το ‘‘γιατρικό’’ του.) Ουουου – ζοοοο…
Ενδυμίων: (Προς τον Τρύφωνα, που φροντίζει τον παππού του.) Τρύφωνα, τι στέκεσαι. Ένα καραφάκι ούζο, το ‘‘γιατρικό’’ του.
Τρύφωνας: (Πιάνει ένα μπουκάλι κι ένα ποτήρι, το γεμίζει και του το ενεχειρίζει.) Ορίστε, παππούκα.
Θάμπος: (Βλέποντάς το, γουρλώνει τα μάτια.) Ουουουου… (Το πίνει μονορούφι. Μερακλώνεται.) Ουουουου… Ζω… Ζωωω…(Πετώντας τώρα, πιάνει να λέει στίχους, που τους πιότερους απ’ τα χρόνια του σκολειού κατέχει, αλλά βάζει και δικά του λόγια.)
Πίνω ούζο πίνω πάλι στης Λαμψάκου τ’ ακρογιάλι
τον ανθό της τον βοσκώ τ’ άστρα από τον ουρανό
Λαμψινή Πατρίδα αγκάλη
που στον κόσμο δεν είν’ άλλη!
Λαμψινό μου ακρογιάλι
της καρδιάς μου ανθογιάλι
σ’ αγαπώ και σε λατρεύω
στη φωλίτσα σου μερεύω.
Λαμψινή Πατρίδα αγκάλη
που στον κόσμο δεν είν’ άλλη!
Ίαμβος: (Την ώρα που ο Θάμπος βρίσκεται σε έκσταση, ακούγεται και πάλι το βιολί ως υπόκρουση και συνοδεία στα λεγόμενά του, τα οποία στη συνέχεια εν όλω ή μέρει τα τραγουδά και το μουσικό σχήμα Ίαμβος.)
Πίνω ούζο πίνω πάλι στης Λαμψάκου τ’ ακρογιάλι
τον ανθό της τον βοσκώ τ’ άστρα από τον ουρανό
Λαμψινή Πατρίδα αγκάλη
που στον κόσμο δεν είν’ άλλη!
Λαμψινό μου ακρογιάλι
της καρδιάς μου ανθογιάλι
σ’ αγαπώ και σε λατρεύω
στη φωλίτσα σου μερεύω.
Λαμψινή Πατρίδα αγκάλη
που στον κόσμο δεν είν’ άλλη!
Θάμπος: (Ενθουσιασμένος και ευγνώμων.) Παιδιά μου! Παιδιά μου! Πιάστε γωνιά καιεεε… Ψάλτε μας… Τραγούδι θέλει η ψυχή του Θάμπου και του παίρνεις την καρδιά! (Τρέχει, τους φέρνει ούζο, θαλασσινά και μόλις πιάνουν το επόμενο τραγούδι, χορεύει με νεανική ορμή και με τα απανωτά όπα του να δονούν την ατμοσφαίρα.)
Ίαμβος: (Παρουσιάζουν το τραγούδι Γιορτή των Ζεϊμπέκηδων, από τον δίσκο Μικρά Ασία, σε στίχους Πυθαγόρα και μουσική Απόστολου Καλδάρα.)
«Μες το μαχαλά πέφτει κουμπουριά
οι Ζεϊμπέκηδες χορεύουν στου Δελή Θρακιά
Πίνουνε ρακί τρώνε παστουρμά
και χτυπάνε τα ποδάρια με τα γεμενιά
Παλληκάρια ένα κι ένα με σαλβάρια κεντημένα
και χρυσά κουμπιά
Έχουν τα σπαθιά στα χέρια και στο στόμα τα μαχαίρια
Γεια σας ρε παιδιά!
Καίγεται ο ντουνιάς σπάει ο ταμπουράς
σπάει απ’ το σεβντά του κι ο Ντελή Θρακιάς
Κράτα, ρε καρδιά λένε τα παιδιά
ώσπου να λεφτερωθούμε άπ’ τον Κεχαγιά
Παλληκάρια ένα κι ένα με σαλβάρια κεντημένα
και χρυσά κουμπιά
Έχουν τα σπαθιά στα χέρια και στο στόμα τα μαχαίρια
Γεια σας ρε παιδιά!»
Θάμπος: (Ενώ το μουσικό σχήμα άδει το τελευταίο μέρος του τραγουδιού, ο Θάμπος σταματά τον χορό, χτυπάει παλαμάκια και φωνάζει με χαρά.) Έτσι, μωρέ, θαμβώνει ο Θάμπος ο Γιαλός και ο Ιωνικός Πολιτισμός. Έτσι!
Ίαμβος: (Με μια φωνή, ενώ τσουγκρίζουν τα ποτήρια με το ούζο.) Να μας ζήσεις, Θάμπε Γιαλέ, της Λαμψάκου αϊτέ!
Ενδυμίων &Τρύφωνας: (Επαναλαμβάνουν του Ιάμβου τα λόγια.) Να μας ζήσεις, Θάμπε Γιαλέ, της Λαμψάκου αϊτέ!
Θάμπος: (Υψώνοντας το ποτήρι του.) Στην υγειά σας, του Ίαμβου παιδιά της μούσας οι λεβέντες! (Στρεφόμενος προς τον γαμπρό του και τον εγγονό του.) Γεια σας, Λαμψακιάδες μου!
Θάμπος: Ε, ρε πατριώτες να ’μουνα τώρα στην αυλή μου στα μπουγάζια του Ελλησπόντου μας!
Ίαμβος: (Του απαντά ο αρχηγός του μουσικού σχήματος.) Ό,τι θέλει ο κυρ Θάμπος μας! (Προς τα υπόλοιπα μέλη της κομπανίας.) Πάμε, παιδιά: ‘‘Το σπίτι μου το πατρικό’’ για του κυρ Θάμπου μας την απλωτή καρδιά. Φύγαμε!... (Τραγουδούν Το σπίτι μου το πατρικό από τον δίσκο Μικρά Ασία, σε στίχους Πυθαγόρα και μουσική Απόστολου Καλδάρα.)
«Ποιο είν’ το πιο ψηλό βουνό κατάκορφα ν’ ανέβω
το σπίτι μου το πατρικό να βλέπω ν’ αγναντεύω
Μάνα μου ο ξένος τόπος είναι φυλακή
αχ και να `ταν να πετούσα λίγο ως εκεί
Στα χείλη μου έχω παγωνιά και μοναξιά τριγύρω
και δεν υπάρχει μια γωνιά για θάνατο να γείρω.»
Τρύφωνας: Έννοια σου, παππούκα, και τούτο το τραγούδι θα το ξαναπούμε στην Πατρίδα, κάτω από το πλατάνι σου, μπρος στο σπιτικό σου!...
Θάμπος: (Γεμάτος θλίψη, άκεφος και κατηφής.) Πατριώτες, να με συγχωρείτε. Ο Θάμπος απόψε κλείνει ενωρίς… (Τον κοιτούν απορημένοι, αναρωτιούνται, το δηλώνουν με μορφασμούς και ετοιμάζονται να αναχωρήσουν.) Για ύπνο με τα ορνίθια…
Τρύφωνας: (Μονολογεί και τραβά προς το άκρο της σκηνής.) Παράξενο!...
Ίαμβος: (Σε πορεία αναχώρησης.)
Θάμπος: (Ενώ έχει πλησιάσει στο κατώφλι της θύρας του ουζερί, στέκεται και λέει στην προς διάλυση παρέας του.) Λεβέντες, απόψε θα ’χω προσκεφάλι μου πουπουλένιο την υπόσχεση, που μου χαρίσατε, Θα ζω μια αγκαλιά με τις ψυχές των προγόνων μου, που γίναν ένα με το πλατάνι της αυλής μας στη Λαμψινή μας Πατρίδα και μείναν εκεί Αθάνατοι, να φυλάνε στους αιώνες τα ιερά και τα όσια του γενέθλιου τόπου!... Και να καρτερούνε τον ερχομό μας, των φυγάδων, των ξεριζωμένων!... Έχουν μάτια αυτές οι ψυχές, είναι τα μάτια των κλαδιών του πλατάνου!... Μας περιμένουν!...
Τρύφωνας: (Ενώ ο παππούς του έχει κάνει ακόμη βήμα προς τα μέσα, του λέει πειστικά και διαβεβαιωτικά.) Αύριο μεθαύριο τ’ όνειρο θ’ ανθοβολήσει στις καρδιές μας και θα χαρούμε τον γερο-πλάτανο της Πατρίδας με τα μικρομιλήματά του!
Θάμπος: (Με αγαλλίαση ψυχής.) Της Πατρίδας… Καλό βράδυ!
Ίαμβος: (Τραγουδά αποσυρόμενος μαζί με τους άλλους δυο.)
Φύγαμε, ταρίσαμε, στράτες μύριες πήραμε
πάμε τώρα μ’ άσπρα άτια στου Ελλησπόντου τα παλάτια
Αύριο πιάνουμε χορό σ’ έναν πλάτανο τρανό
που’ χει μάτια τις ψυχές θάμβος του και τον ουρανό!
(Κλείσιμο αυλαίας.)
ΣΚΗΝΗ 3η Το όνειρο
ΠΡΟΣΩΠΑ: Δόμνα Γιαλού, Πανσούλα Κουσελή, Φεβρωνία Δάρδανου, Μαύρη Μπόρα, Ορφέας Δάρδανος, Τρύφωνας Λαμψακιάδης, Ίαμβος
(Καθώς τα τεκταινόμενα συμβαίνουν στην αυλή της Δόμνας Γιαλού, στο προσκήνιο πρώτη εμφανίζεται αυτή, μονολογώντας. Σταδιακά, ακολουθούν και οι υπόλοιποι.)
Δόμνα: (Με την εμφάνισή της στη σκηνή κινείται πάνω κάτω, δείχνοντας νευρικότητα και βάσανα να την ταλανίζουν. Ξάφνου, ψαύει στον ορίζοντα τις – για τους άλλους αθώρητες – σκιές του παρελθόντος, που απ’ την ψυχή της ποτέ δεν φεύγουν οριστικά και η Μαύρη Μπόρα άφησε εκ νέου στον χώρο. Υποστηρικτικό του κλίματος είναι και το άκουσμα του άσματος Η Σμύρνη.)
Μαύρη Μπόρα: (Περνά σα σίφουνας πίσω από τη Δόμνα, που κυνηγά ολούθε τις σκιές, και χάνεται στο παρασκήνιο ή ανάμεσα στο κοινό.)
Ίαμβος: (Ερμηνεύει το τραγούδι Η Σμύρνη, σε στίχους Πυθαγόρα και μουσική Απόστολου Καλδάρα. Άδεται ομόχρονα με την άλαλη δράση της Δόμνας, αλλά και της κομητώδους εμφανίσεως της Μαύρης Μπόρας. Η απόδοσή του μπορεί να γίνει με τους μουσικούς ευρισκόμενους στο παρασκήνιο ή σε ένα σημείο πλάι ή πέραν της σκηνής.)
Η Σμύρνη μάνα καίγεται καίγεται και το βιος μας
ο πόνος μας δε λέγεται δε γράφεται ο καημός μας
Ρωμιοσύνη Ρωμιοσύνη δε θα ησυχάσεις πια
ένα χρόνο ζεις ειρήνη και τριάντα στη φωτιά
Η Σμύρνη μάνα χάνεται τα όνειρά μας πάνε
στα πλοία όποιος πιάνεται κι οι φίλοι τον χτυπάνε
Ρωμιοσύνη Ρωμιοσύνη δε θα ησυχάσεις πια
ένα χρόνο ζεις ειρήνη και τριάντα στη φωτιά
Δόμνα: (Συνεχίζει στο ίδιο πάνω κάτω σκιοσυλληπτικό μοτίβο, αλλά έναρθρα πλέον. Η κάθε φράση της απέχει από την άλλη χρονικά περί τα 10-15΄΄.) Πατέρα!… Μάνα!… Αδέρφι!… Αδέρφια!… Προγονικές μου μνήμες!… «Γοναίγοι όλης της ανθρωπότης» !… [Ρήση του Στρατηγού Μακρυγιάννη για τους αρχαίους Έλληνες.] Αναξαγόρα!… Επίκουρε!… Πολύστρατε!… Μητρόδωρε!… Χάρωνα!… Πολύαινε!… Ιδομενέα Λαμψακινέ, της γνώσης ανέσπερε ανθέ!… Σπίτι μου πατρικό κι αμάραντο της καρδιάς μου χρυσοκάντηλο ευλογημένο!… Κήποι μ’ λουλουδοφόρετοι και περβόλια θάλασσα και μυρανθοί της λεϊμονιάς, το μεθοκόπι της καρδιάς, του νου μας αμέρευτη σαϊτιά και λάγνα ψυχοφάγα!… Τι χέρια ξένα σας γλεντούν και δεν σταλάζετε αυγής κρουστάλλινη δροσιά, μα πονεμένη – όλο φωτιά – του γαίματος σταλίδα !… (Ξαφνικά, η ένταση της φωνής της υψώνεται υπέρμετρα και γίνεται τρομαχτικά θρηνητική.) Παεεεε - διάαααα!… (Σωριάζεται κάτω και σπαρά. Εκεί, την απαντά η Πανσούλα Κουσελή, η οποία πέφτει επάνω, την αγκαλιάζει, αγωνιά να μάθει τι της συνέβη.)
Πανσούλα: Τι έπαθες, ρε φιλενάδα; (Την πασπατεύει σ’ όλο της το κορμί.) Εσύ τρέμεις σύγκορμη, ρε Δόμνα μου!
Δόμνα: (Με φωνή θρυμματισμένη και με συγκοπές.) Τρέμω… Λυγώ… Παραμιλώ…
Πανσούλα: Τι; Γιατί;
Δόμνα: Η Μαύρη Μπόρα
Πανσούλα: Η Μαύρη Μπόρα;
Δόμνα: Του Διωγμού…
Πανσούλα: Του Διωγμού;
Δόμνα: Της συφοράς…
Πανσούλα: Της συφοράς;
Δόμνα: Του Εικοσιδυό…
Πανσούλα: (Ανασηκώνεται, κάνει κανά δυο βήματα και αδιάφορα κάπως.) Ε, αν είναι για αυτό… Καιρός να κάνουμε και κανά βήμα πιο κείθε…
Δόμνα: (Συνεχίζει στην ίδια γη των ψυχικών της βασάνων, δίχως να συνερίζεται τα όσα η Πανσούλα Κουσελή συμπληρώνει ή αντιτείνει για να την αφυπνίσει.) Τα σφαγμένα μας όνειρα…
Πανσούλα: Όοοο – νειρααααα…
Δόμνα: Οι πνιγμένες μας ελπίδες…
Πανσούλα: Ναι, ξέρω… Του Εικοσιδυό…
Δόμνα: Στ’ ακροθαλάσσι της Σμύρνης, της Ιωνίας Γης των Ελλήνων, του Πολιτισμού, της Δημιουργίας…
Πανσούλα: Ναι… Και πλέον φτιάξαμε τη ζωή απ’ την αρχή…
Δόμνα: Αχ. τι σμαραγδένια η ζωή στου Ελλησπόντου μας τη δροσερή αυλή!...
Πανσούλα: (Κάπως χαμηλόφωνα και συνωμοτικά.) Μα, τώρα, κοίτα… (Δείχνοντάς της προς ένα σημείο.) Έρχεται ο Έρωτας…
Δόμνα: (Κοιτάζει βαριόθυμα.) Ο Έρωτας…
Πανσούλα: Και διπλοφόρετος!...
Δόμνα: Διπλοφόρετος;
Πανσούλα: Με τον πρωτεξάδελφο του αντρός της και… τραγουδάτος!...
Φεβρωνία: (Τραγουδά ερχόμενη το Τζιβαέρι ή το Τούτ’ της θάλασσας τα πλάτια αυτοσχέδιο άσμα.)
Τούτης της θάλασσας τα πλάτια μου ταξίδεψαν τα μάτια
σ’ άλλα κήπια αγκαλιές στου Ορφέα τις πενιές
όλο γλύκες φεγγαρίσιες μες σ’ ανάσες πελαγίσιες
Νιώθω φλόγα πυρετό στ’ άστρα τρέχω και πετώ
τούτ’ τη θάλασσα ρουφώ και στον έρωτα λυγώ
Πανσούλα: (Τη στιγμή, που η Φεβρωνία έχει πλησιάσει στη σκηνή, βάζει τον δείχτη της στο δεξιό τμήμα του κροτάφου της για να δείξει στη Δόμνα πως είχε δίκιο για τα όσα προηγουμένως της έλεγε. Αυτή κουνά το κεφάλι της ανόρεχτα και αδιάφορα.) Βλέπεις τα. (Και στρεφόμενη προς τη Φεβρωνία την προσκαλεί με φωνή γλυκόπικρη.) Έλα και στα μέρη μας, Φεβρωνία.
Δόμνα: (Σφίγγει τα δόντια και ανασηκώνεται για να καλωσορίσει τη νεοφερμένη στο σπιτικό της.) Καλώς, τη Φεβρωνία μας.
Φεβρωνία: Γεια σας, πατριώτισσες. Πώς τα περνάτε;
Πανσούλα: Κα – λά, Εσύ;
Φεβρωνία: Όμορφα! Πετάω! (Και συγχρόνως το δείχνει.)
Πανσούλα: (Ειρωνικότατα.) Τοοο… βλέπω… Μα, με τα κιλά που κουβαλάς, πρόσεχε να μην σωριαστείς σαν τον Ίκαρο στο πέλαο, που ’λιωσαν τα φτερά του… Αλλά συ, πού να τα βρεις…
Φεβρωνία: (Της γυρίζει την πλάτη.) Φαρμακόγλωσση...
Πανσούλα: (Πάντα ειρωνικά.) Ευρυδίκη μου!...
Φεβρωνία: (Τονίζοντάς το με όλη τη δύναμη της φωνής της.) Φε – βρω – νί – α!
Πανσούλα: Μπρε, ξέρω τι λέω εγώ: ‘‘Ευρυδίκη.’’ Ναι. ‘‘Ευρυδίκη.’’ Και το έτερον Ορφέας. Ορφέας και Ευδυδίκη.
Φεβρωνία: (Με το άκουσμα της λέξης «Ορφέας» χιμά να την ξεμαλλιάσει.) Θα στο βουλώσω, μωρή Κουσελή, κουτσομπόλα, κουσελού. (Καθώς η πάλη εντείνεται.) Ε, αρχικουτσομπόλα του ντουνιά!...
Πανσούλα: (Ενώ προσπαθεί να ξεγλιστρήσει από την αρπάγη της Φεβρωνίας.) Γιατί τα περί Ορφέα ψέματα είναι; Το διαλαλούνε οι γειτονιές το τραγουδάνε οι ρούγες!...
Δόμνα: (Μπαίνει ανάμεσό τους, τις παραινεί.) Σας παρακαλώ, φιλενάδες. Τα προσωπικά του καθενός αλλού. Όχι εδώ…
Φεβρωνία: Σύμφωνοι, μα… (Το ‘‘μα’’ λέγεται, ενώ με τη ματιά της δείχνει τον αίτιο της συμπλοκής, την Πανσούλα.)
Ορφέας: (Εμφανίζεται στο βάθος του ορίζοντα, παίζοντας με την κιθάρα και τραγουδώντας τμήμα από το Είμ’ ερωτευμένος με τα μάτια σου των Κώστα Κοφινιώτη και Γιάννη Δέλλα.)
«Για τα δυο σου μάτια τα γαλάζια
που ‘ναι όλο χάδι κι όλο νάζια
κάθε μου αγάπη έδιωξα παλιά
και γυρνώ μες στα κρασοπουλιά.
Τι κι αν με ψευτιές με ξεγελούνε
τι κι αν άλλους μ’ έρωτα κοιτούνε
δεν μπορώ στιγμή εγώ να τ’ αρνηθώ
κι άλλα μάτια να ερωτευτώ.
Είμ’ ερωτευμένος με τα μάτια σου
στο `χα πει και πάντα θα στο λέω
κι αν τα χάσω, μπρος στα σκαλοπάτια σου
νύχτες αξημέρωτες θα κλαίω.»
Πανσούλα: (Προς τη Δόμνα, χαμηλόφωνα, ενώ λίγο πιο πέρα η Φεβρωνία με κινήσεις δείχνει τη νευρικότητά της.) Βλέπεις; Βλέπεις; Ιδού, ο λεγάμενος.
Δόμνα: Καλώς τον Ορφέα τον Δάρδανο, τον τραγουδιτζή μας.
Ορφέας: Γεια σας, γλυκύτατες κυρίες μας.
Πανσούλα: (Δείχνοντας προς τη Φεβρωνία.) Κάλλιο να ’λεγες: ‘‘Ωραία μου κυρία’’.
Ορφέας: Σε παρακαλώ, κυρία μου. Δεν σου επιτρέπω…
Πανσούλα: Ο κόσμος το ’χει τούμπανο και συ κρυφό καμάρι!...
Ορφέας: (Αυστηρότατα και με το κορμί του τανυσμένο.) Σε παρακαλώ. Σε παρακαλώ…
Πανσούλα: Μωρέ, από Δάρδανο έφυγε, σε Δάρδανο έπεσε σαν την Έλλη μας στα,,, Δαρδανέλια,,, (Δείχνοντας τη Φεβρωνία.) Μα ετούτη αντίς θάλασσα, βούτηξε στου Ορφέα Δάρδανου του χασάπη τααα…
Ορφέας: Του κρεοπώλου και πρώτου καλλιτέχνη, κυρία μου!
Πανσούλα: (Απομακρυνόμενη από τον Ορφέα. Υποτιμητικά. Μουρμουρίζοντας.) Σφάχτης και συγχρόνως μουσικός είναι σαν τη φωτιά μέσα στο νερό…
Τρύφωνας: (Εισέρχεται φουριόζος.) Πατριώτες, ήλθεν η ώρα! ΗΛΘΕΝ!
Δόμνα: Ποια, Άγγελέ μου;
Τρύφωνας: Της επιστροφής!
Δόμνα: Της επιστροφής, Τρύφωνά μου;
Τρύφωνας: Μάλιστα. Στα πάτρια, γιαγιάκα μου!
Δόμνα: (Τινάζεται απάνω, Γοργά, σπεύδει κοντά του, τον αγκαλιάζει, τον φιλά κατενθουσιασμένη.) Αλήθεια, γιε μου; Αλήθεια;
Τρύφωνας: Αλήθεια, γιαγιούλα μου. Αληθότατα!
Δόμνα: Όνειρο δεκαετιών!.... (Σκεφτική και αργοβάδιστη.) Όνειρο…
Φεβρωνία: (Την ώρα, που ο Τρύφωνας συνδιαλέγεται με τις επί σκηνής άλλες δύο κυρίες, η Φεβρωνία αδιαφορεί για τα διαμειβόμενα, λοξοκοιτά συνεχώς τον Ορφέα με βλέμμα λάγνο και πέμπει του δυνατούς ερωτικούς παλμούς, τους οποίους ο Ορφέας προσπαθεί να συγκρατεί και να μην εκδηλώνεται ενώπιον των υπολοίπων.)
Τρύφωνας: (Με τη δέουσα σοβαρότητα, συνεχίζει τον διάλογο μετά της προγονής του.) Μα τώρα πραγματικότητα. Κι όλα έτοιμα. Κανονισμένα.
Δόμνα: Κανονισμένα;
Τρύφωνας: Όλα.
Δόμνα: (Ουρανοδρομεί. Χιμά επάνω του, τον πνίγει στα φιλιά και τον λούζει με τα δάκρυα χαράς.) Άγγελέ μου!
Τρύφωνας: Και καράβι ναυλωμένο.
Πανσούλα: (Από τη μια κοιτάζει δηκτικά τον Ορφέα και από την άλλη κουνά το χέρι της με τρόπο αμφισβήτησης των λεγομένων του Τρύφωνα Λαμψακιάδη.) Δαυλωμένο;
Τρύφωνας: Ναυλωμένο, κυρία μου. Ναυλωμένο. Ένα πλοίο δικό μας για όσες ημέρες χρειαστεί! Τα δε ναύλα του καλυμμένα από την Πανελλήνια Ένωση Εφοπλιστών. (Βηματίζοντας για λίγο και αγορεύοντας.) Και αυτό, με ενέργειες της συντοπίτισσάς μας Κας Δώρας Νεοφάνους. Εννοήσατε, κυρία Πανσούλα Κουσελή, τι σημαίνει ‘‘ναυλωμένο’’;
Πανσούλα: (Κομπιάζοντας από αμηχανία και ‘‘αλλουβρεχητισμό’’.) Εεε… Μάλλον…
Δόμνα: (Χιμά επάνω του να τον πνίξει στα φιλιά και να τον λούσει με τα δάκρυα της χαράς της.) Άγγελέ μου!
Τρύφωνας: Λοιπόν… Πάει ο δαυλός του μίσους, που για δεκαετίες τσουρούφλιζε τους λαούς του Αιγαίου.
Πανσούλα: (Διακόπτοντάς τον.) Το αίμα νερό δε γίνεται, νεαρέ μου…
Τρύφωνας: (Με βεβαιότητα και με πίστη στα λεγόμενά του.) Γίνεται. Με τρόπο. Και βγαίνεις πολλά κερδισμένος σαν με του ηλιού τα χρυσοπόρφυρα ταξιδεύεις φτερά και όχι με τις αγκαθερές της Μαύρης της Μπόρας τις φτερούγες!
Πανσούλα: (Στάζοντας της Στυγός το δηλητήριο και προσπαθώντας να εκτρέψει τα λεγόμενα του Τρύφωνα προς τα αγκρίφια του χαλασμού και της μισαλλοδοξίας.) Μα, πιο δυναμικός σαν πλέεις με της μνήμης το σιδερόξυλο σκαρί πάνω στη λάβα του αίματος και των δάκρυων τα βραστερά κανάλια!...
Τρύφωνας: (Προσπερνώντας τον εκτροχιαστικό της λόγο.) Με νέες ιδέες, ελληνοτάξιδες, ανθρωπιστικές, δημιουργικές κι ειρηνοφόρες!
Πανσούλα: (Πικάροντάς τον.) Βάλε στο μαντρί σου λύκο, Τρύφωνά μας, για να δει χαΐρι το κοπάδι σου…
Τρύφωνας: (Σταθερός στις αρχές και τους στόχους του, προσπαθεί να παρακάμψει τον διχαστικό της λόγο.) Εμένα, κυρία Πανσούλα, τρεις φωνές την ψυχούλα μου δονούν.
Πανσούλα: Εμ, αφού Τρύφωνας είσαι, τρεις φωνές…
Τρύφωνας: (Αγνοώντας την.) Φωνή πρώτη: Ο Έρωτας!
Πανσούλα: Νιάτο μου! (Λέγοντάς το, του τσιμπά στριφτά το μάγουλό του. Παράλληλα, κοιτάζει με απέχθεια και ζηλοφθονία τον Ορφέα και τη Φεβρωνία, που βρίσκονται αρκετά κοντά πλέον.)
Τρύφωνας: Φωνή δεύτερη: Το αντάμωμα. Το φίλιωμα των λαών του Αιγαίου!
Πανσούλα: Στα κύματα του Αιγαίου θα ματαφουνταριστεί το όνειρό σου, Τρυφωνάκο μου: (Χτυπώντας το πλάι του κρανίου της με τον δείχτη της.)
Τρύφωνας: (Συνεχίζοντας να την αγνοεί, διαπιστώνει παράλληλα πως όλοι οι υπόλοιποι τον κοιτούν με προσοχή και έκδηλο θαυμασμό.) Φωνή τρίτη: Η ειρήνη και η ευδαιμονία των λαών του Αιγαίου και της Οικουμένης όλης!
Πανσούλα: Μ’ αυτό το πλευρό πλαγιασμένος θα μένεις!...
Τρύφωνας: Πόθος των νέων, πόθος ανέσπερος όλων των λαών της Γης!
Πανσούλα: Τα συμφέροντα, μικρέ μου, είναι οι διαφεντευτές της δόλιας Γης μας!...
Μαύρη Μπόρα: (Την ώρα, που η Πανσούλα ως Στύγα ομιλεί, εμφανίζεται η Μαύρη Μπόρα, η οποία αφού εκτοξευθεί στη σκηνή, περνώντας ανάμεσα από τους πρωταγωνιστές, καταλήγει στο κοινό, φέρνοντας αναστάτωση μεγάλη.)
Δόμνα: (Βλέποντας τη Μαύρη Μπόρα, ξανασκοτεινιάζει ο νους της και παίρνει – απαγγελτά ή τραγουδιστικά – να αποδίδει αργόσυρτα και σε τόνους θλιβούς τους ακόλουθους στίχους, που συντροφεύει απαλά η μουσική του Ορφέα.)
Δόμνα & Ορφέας:
Εκεί, στη Λαμψινή Πατρίδα με τη γλαυκινή αρίδα
που ’παιζα ξυπόλητο, αχνούδιαστο παιδί
στους δρόμους της ή στη χρυσή ακτή
τώρα
απ’ τη βουλή τη δολερή
που σκορπά την έρμη γη
των Συμφερόντων η δασύτριχη ταγή
μια Μαύρη Μπόρα την μπέρτα της φορεί
κι άλλοι διαβαίνουνε απόκληροι λαοί
Όλοι μαζί: (Το επαναλαμβάνουν όλοι μαζί και για λίγο κινούνται πέρα δώθε ως πρόσφυγες του Εικοσιδυό ξεριζωμένοι.)
μια Μαύρη Μπόρα την μπέρτα της φορεί
κι άλλοι διαβαίνουνε απόκληροι λαοί
Τρύφωνας: (Ξάφνου αποκόπτεται από τους υπόλοιπους, βγαίνει στο κέντρο της σκηνής και διατρανώνει την πίστη του στην έλευση του Ονείρου και της Ωραίας Μέρας.)
Εκεί, στη Λαμψινή Πατρίδα
με τη γλαυκινή αρίδα
το Όνειρο ανθεί και πάλι
η γιορτή θα είν’ μεγάλη
ένα πλοίο η ζωή
κι όλοι μας μία πυγμή!...
Όλοι μαζί: (Το επαναλαμβάνουν όλοι πλην της Πανσούλας, που αποχωρεί κατηφής και εκνευρισμένη. Το άδουν και εξέρχονται της σκηνής, χορεύοντας.)
Εκεί, στη Λαμψινή Πατρίδα
με τη γλαυκινή αρίδα
το Όνειρο ανθεί και πάλι
η γιορτή θα είν’ μεγάλη
ένα πλοίο η ζωή
κι όλοι μας μία πυγμή!... (Κλείσιμο αυλαίας.)
ΣΚΗΝΗ 4η Η Α π ό φ α σ η
ΠΡΟΣΩΠΑ: Λεγάτωρ (Αφηγητής), Σμάρι ανθρώπων
(Ως γεφυροποιός μερών της δράσης ή προϊδεαστής μελλούμενων γεγονότων ο Λεγάτωρ αφηγείται στο κοινό πράγματα που συνέβησαν ή θα συμβούν.
Ο πόθος του πρόσφυγα – σφαγμένος απ’ των συμφερόντων το σουγλερό
το δόντι –
αβόλευτος κι ακράτητος είναι στη ζήση του όλη εκεί
στης νέας γης την αγκαθένια ράχη
Να ’ρθεί ο έρμος στου σπιτιού ποθάει την αυλή
στην Πέρα Χώρα που άλλοι κρατούνε τα κλειδιά
φ λ έ γ ε τ α ι
λίγη να πιει ισκιά, μοσκοβολιά απ’ τ’ ατίθασα του πλάτανου κλωνιά
λίγο να ψαύσει η ματιά τους ζούζουνες που βόσκουνε στου κήπου του
οι μόσκοι και τα άνθια
λίγο να λάβει απ’ το ιερό και ζωοφόρο της ψυχής
των χιλιοχρόνων πρόγονων το μυροβόλο χώμα
λίγο να τρέξει ανέμελος στων κάμπων της πατρίδας του τα θαλερά
λιβάδια
με της Σελήνης τις μεταξένιες ίνες να του θωπεύουν την καρδιά
λίγο να μπει μες στης πατρίδας του την εκκλησιά με τ’ άραχλα
και ξεσκισμένα πέπλα
της αϋφάντρας να σβήσει το πανί, ένα κερί ν’ ανάψει
λίγο να πάρει να χαρεί μιας Λευτεριάς λαμπράδα!!!...
Αυτά για δεκαετίες από τον θανατερό Ξεριζωμό
στο Όνειρο στον πόθο και στη σκέψη
Και τώρα που ’ρθε του χρόνου η καλή η ποθινή η ώρα
φτερά τινάζ’ ο πρόσφυγας να δράμει γοργοσάλευτος πάν’ από κύμα
θάλασσες
για της πατρίδας τις ακτές του κήπου τα περβόλια
εκεί στου Ελλησπόντου τις πλαγιές στις ιωνικές αμμούδες
Πιάνει στύβει της μνήμης την πυροφόρ’ ανέμη
Χύνεται χιμά στη θεϊκήν κι αλέκιαστη απλωσιά
π’ άλλοι για χρόνια την κρατούν
ρουφούν τα μύρα τη χαρά τα πλούτια τα πελάγη
και το νογούν πως είναι ξένη – αλλουνών – η γης
που εδώ αφήκαν ιερά Ομήρους προγόνους ευκλεείς
βιος σπίτια ίδια λες ιωνικά σαν Νέστορος παλάτια!...
Και χάθηκαν!!!…. Αλαλιασμένοι ενδεείς καψαλιασμένοι ράκη
για τόπους άλλους άξενους με άκανθες στρωμένους!...
Κι ω, να!...
Σμάρι ανθρώπων: (Αργοσάλευτη εμφάνιση ορισμένων εκ των νεαρών τότε ξεριζωμένων προσφύγων, που τώρα, δεκαετίες μετά, είναι γερασμένοι και καταβεβλημένοι. Έχουν σιμά τους παιδιά και εγγόνια. Διασχίζουν την εμπρός της σκηνής χώρο και αποσύρονται προς τα παρασκήνια ή τραβούν προς το κοινό.)
Λεγάτωρ: (Ο Λεγάτωρ-Αφηγητής συνεχίζει για λίγο ακόμη την ιστόρησή του.)
Ως φαίνεται, τώρα ή αύριο, κοντά
σπεύδουνε στη γλαυκινή και Λαμψινή Πατρίδα
μ’ άσπρο άλογο πελαγινό, ειρηνοφόρο άτι
κρατώντας στα χέρια μια φωτό έν’ αποτύπωμα αχνό στιγμές ανέσπερες,
γλυκές
που καρφιτσώνει ο ήλιος στις καρδιές
χαρές κερνά αφειδώλευτα πορφύρας ρόδα ανάφτει
και δάδες!!!...
(Αποχώρηση αφηγητή.)
(Κλείσιμο αυλαίας)
ΠΡΑΞΗ 2η Με του πελάου άτι
ΣΚΗΝΗ 1η Στης Λαμψάκου τ’ ακρογιάλι
ΠΡΟΣΩΠΑ: Λεγάτωρ (Αφηγητής), Θάμπος Γιαλός, Δόμνα Γιαλού, Τρύφωνας Λαμψακιάδης, Σωτηρία Χριστοδούλου, Αρετή Ελευθεριάδη, Ελπίδα, Ίαμβος
Λεγάτωρ: (Κάποια από τα αφηγούμενα του Λεγάτορα τα παρουσιάζουν με ανάλογες κινήσεις οι πρωταγωνιστές του παρόντος σκηνικού χώρου.)
Επιτέλους, το μετά από δεκαετίες πρώτο των ξεριζωμένων αγνάντεμα της πατρώας γης, της Λαμψινής τους της Πατρίδας. Είναι μια στιγμή, που νυχτοήμερα μελέταγαν και ονειρεύονταν να ’ρθεί. Και τώρα να, του ΕΛΛΗΣΠΟΝΤΟΥ η μπουρού το διαλαλεί κι οι οφθαλμοί το λένε!...
Κι όσο το πλοίο στο ακρογιάλι φτάνει, τόσο πιο πάλλεται η ψυχή κι ο πόθος να αλαφροπατήσουνε στις γειτονιές των παιδικών τους χρόνων και των Ονείρων τους τα ξέφωτα, όλο και πιότερο τους πυρπολεί, όλο και πιο τους λιώνει!... Το είναι τους λάβα γίνεται απλωτή κι απ’ το σκαρί ξεχύνεται σαν δέσει ετούτο στην ακτή.
Με το πρώτο πάτημα στον προβλήτα, πετούν κατάχαμα τις αποσκευές τους και τρέχουν αλαφιασμένοι στον χώρο, σφιχταγκαλιάζοντας πρόσωπα, που δεν είναι, μα με τη φαντασία τους μόνο αυτοί θωρούνε. Φιλούνε το πατρικό το χώμα, σκαλίζουν το περιγιάλι της θύμησης, παίζουν με κόχυλες ή δείχνουν παντομιμικά πως κολυμπούσαν άλλοτε, φαίνεται να λένε τραγούδια του σχολειού, χορεύουνε το Περνά περνά η μέλισσα, που άφησαν στη μέση στη στιγμή και φύγανε για άγνωστα χωριά!... Κι ύστερα από παύση και συλλογισμό αφήνουν το σχολειό και μεγαλώνουνε μεμιάς, πίνουνε ούζο και πιοτί γίνονται σε γάμους χορευτές, καλοί πανηγυριώτες!
Μα ξάφνου, πάνω στο γιορτάσι της δακρύβρεχτης χαράς, μαύρες της συμφοράς σκιές θολώνουνε του νου τους τις πολύπαθες γωνιές και σε βουβό ξεσπούνε κλάμα ή παραμιλητό τραγωδίας του ανοξείδωτου αρχαίου μας ελληνικού καιρού!...
Είναι ως φαίνεται και δείχνει για: τα σφαγμένα τους όνειρα, τις θαλασσοπνιγμένες τους ελπίδες για ανέσπερη ελληνική πνοή στην Ιωνία τους τη λατρεμένη γη και ζήση τους παντοτινή στον τόπο που γεννήθηκαν με ειρήνη, ομορφιά, χαρές και καλοσύνη!...
Βαδίζοντας εκεί, στην κάψα της ερήμου και με λυμένο το κορμί, ο Ίαμβος μ’ ένα ζεϊμπέκικο όλο ρυθμό, πνοή θα δώσει στην ψυχή, το γόνα θα στυλώσει κι αντάμα η λευκόθωρη η Ελπίδα χέρι θα δώσει, τις λυγισμένες τις μορφές σαν λεύκες ν’ ανορθώσει.
(Οι πιο κάτω σκόρπιες κραυγές προέρχονται από διαφορετικό κάθε φορά πρόσωπο, με τις σκληρότερες όλων να εξέρχονται από της Σωτηρίας τα πικραμένα σωθικά. Κινούνται ως μέλη αρχαίου ελληνικού χορού.)
Μάνα…
Πατέρα…
Γιε μου…
Αθανασία μου…
Όνειρό μου…
Τσέτες… Τσέεεετεεεες…
Γκρίζοι λύκοι… Μαύροι λύκοι…
(Εν χορώ. Όλοι οι επί σκηνής.) Τσέτες… Τσέτες… Τσέε Εεε Ετες…
του χαμού οι μαύρες γκέτες!...
Λαίλαπα μαύρη του κακού…
Ειρήνη του καλού καιρού…
Λαίλαπα του ξολοθρεμού Αρμενίων και Ρωμιών…
Όνειροοοο…
Αναστασία…
Πυρκα… Γιαααα…
Πατρίδααααα…
(Η Σωτηρία από τη μεγάλη της ψυχής της την ένταση αποσβολώνεται και μετατρέπεται ένα κουβάρι μπλάβο στο κεντρικό της σκηνής κατώφλι, έχοντας λυσίκομη την κεφαλή, παράλυτη, ριγμένη ομπρός απ’ το δεξί και λυγισμένο γόνατό της.)
Λαα… Λαα… ααμψιιι…
(Εν χορώ. Όλοι οι επί σκηνής. Συμπυκνώνονται στο κέντρο του σκηνικού χώρου.) Λαμψινή μου Πατρίδα μεράκι γλυκόπικρο
άσβηστη φλόγα μ’ σαράκι αβόλευτο
της καρδιάς μου ο αμάραντος πόθος
και της ζήσης μου ανθόσπαρτος νόστος
(Σκορπίζουν πάλι στον χώρο και εκ νέου σκιές του παρελθόντος προσπαθούνε στον αιθέρα ν’ αρπάξουν.)
Αααα… Αναξαγοόορααα…
Μηιιι… τρόο… δώωωρεεε… εεεε…
Άγιεεε… εεε… Παρθέεενιεεεε…
Ερμι… οόο… νι… ιι… ι… ιι…
Τρύι… ιιι… ι… φω… νίι… άα… άα… α
Αϊ-Τρύφωνάα… άα… άαα… μουου… ου… ου…
Πελαγίαααα θείααα…
(Εν χορώ και πάλι.) Λαμψινή μου Πατρίδα μεράκι γλυκόπικρο
άσβηστη φλόγα μ’ σαράκι αβόλευτο
της καρδιάς μου ο αμάραντος πόθος
και της ζήσης μου ανθόσπαρτος νόστος
Ίαμβος: (Ανεβαίνει το μουσικό σχήμα στη σκηνή, παίζοντας το υπό τον τίτλο Στης Λαμψάκου τ’ ακρογιάλι άσμα, γεγονός που αφυπνίζει τους ως τώρα παραπαίοντες πρωταγωνιστές, κάνοντάς τους να βρουν τη δύναμη και να πιάσουν τον χορό. Ενισχυτικό προς τούτο και η – σε επόμενο κοντινό χρόνο – άφιξη της Ελπίδας.)
Στης Λαμψάκου τ’ ακρογιάλι η καρδιά ’χει πεντοζάλη
Πάν’ τα χρόνια της φωτιάς κι αξημέρωτης νυχτιάς
είμαστε ξανά σ’ ακτή έχουμε Λαμπρή γιορτή
το αγέρι δίνει χέρι κι η καρδιά πετά στ’ αστέρι
πάει ο λήθαργος των χρόνων το σαράκι των αιώνων!...
Πιάστε πεντοζάλη πάλι τον Θεό έχετε κεφάλι
είναι φωτεινή η μέρα πεταρίστε στον αιθέρα
σαν τα χελιδόνια σμάρι μες στης άνοιξης τη χάρη!...
Ελπίδα: (Είναι πολύ ενθουσιώδης και πειστική. Σχίζει τα μήκη και τα πλάτη του σκηνικού χώρου, αποδίδοντας με τον δικό της τρόπο τους ακόλουθους στίχους:)
Σκορπίστε τώρα πατριώτες και της θύμησης Δεσμώτες
πιάστε πια τις γειτονιές που ’χουν μύρα και δροσιές
πιέτε οίνο κεχριμπάρι απ’ το φίνο το κελάρι
της Πατρίδας της Παλιάς με τα κλώνια της καρδιάς
Πάρτε ρούγες, τ’ ακρογιάλι με των ουρανών τη χάρη
πλάι στης Έλλης το κανάλι με το λικνιστό το σάλι
είναι πόντος και γεφύρι των λαών το πανηγύρι!...
Μπρος καλοί μου πατριώτες του Ηλιού οι θιασώτες
τρέξτε στις γωνιές της πόλης ώρα είναι νέας σχόλης
έχει ο καιρός ανθίσει πεντοζάλη θα κινήσει!...
Ζούνε Κρητικοί στα Δαρδανέλια που ’τανε τρανά κοπέλια
μια κακιά φύσηξε μπόρα και τους σάρωσε τη χώρα
τους επέταξε με ζάλη στης Λαμψάκου την αγκάλη
καρτερούνε τα καρντάσια που ’φυγαν δίχως ανάσα
επαράτησαν το βιος και γινήκανε καπνός!...
Τώρα γλέντια και χαρές ομορφάδες και γιορτές
μια ψυχή οι δυο φυλές τρέχουνε οι καρντασιές!
Ίαμβος: (Ενώ ο Ίαμβος ερμηνεύει τμήμα από την προηγούμενη στιχογραφική σύνθεση, οι ταξιδιώτες μαζεύουν τα πράγματά τους και απέρχονται της σκηνής. Τελειώνοντας το άσμα, αποσύρεται και το μουσικό σχήμα, οπότε κατέρχεται της σκηνής και πιάνει ένα – δίκην πάλκου – πλησίον αυτής σημείο.)
(Κλείσιμο αυλαίας.)
ΣΚΗΝΗ 2η Μετά των… νυν
ΠΡΟΣΩΠΑ: Θάμπος Γιαλός, Δόμνα Γιαλού, Τρύφωνας Λαμψακιάδης, Σωτηρία Χριστοδούλου, Αρετή Ελευθεριάδη, Ελπίδα, Ίαμβος, Σεβντά Αλή, Εμίν (Έμπιστος) Καρντάς, Τζασμίν (Ισμήνη) Αλή, Χαλίλ Χαλίλι, Σουκράν (Ευχαριστία) Χαλίλι, Γιωργίν, Κεμίρ Τσανακαλί, Σιρίν (Σειρήνα) Τσανακαλί, Ροσλά Ροσλάν, Σαϊτάν Αϊσά, Λεγάτωρ (Αφηγητής)
(Καφεμαγειρείο Lapseki-Ymmak Deniz ή άλλως ΛΑΨΕΚΙ-Ελπίδας Πόντος). Ο ιδιοκτήτης του, ο Εμίν (Έμπιστος) Καρντάς, συγυρίζει και τακτοποιεί τον χώρο. Τη στιγμή αυτή ακούγονται από μακριά Τα σμυρναίικα τραγούδια των Ηλία Κατσούλη και Παντελή Θαλασσινού, τμήμα των οποίων ερμηνεύει το μουσικό σχήμα Ίαμβος. Το άκουσμα του τραγουδιού συγκλονίζει την ψυχή του Εμίν και τον κάνει να πιάσει το κεντρικότερο σημείο του μαγαζιού, όπου βυθίζεται σε σκέψεις και στο όνειρο. Προς το τέλος του τραγουδιού αυτού εμφανίζεται ο Κεμίρ Τσανακαλί, ο οποίος δίχως να του μιλήσει, κάθεται δίπλα του και μετά από λίγο παίρνει να αφηγείται έναν μύθο της Ανατολής, τον Κάπρου Δόντι, που πολύ προσιδιάζει με της Μαύρης Μπόρας την μπλάβα αχλή. Τη σκηνή θα πλαισιώσει ο ερχομός των Ελλήνων, οι οποίοι πιάνουν ένα ακριανό τραπέζι και σαν ακούν τον γέρο Τουρκοκρητικό με της Κρήτης την προφορά να αφηγείται την ως Λύκου Δόντι ιστορία, ενθουσιάζονται υπέρμετρα. Σαν την φτάνει σε ένα σημείο, σταματάει και ενώ τραβάει δυο τρεις ρουφηξιές από τον ναργιλέ του, τσιγκλάει τον μαγαζάτορα ν’ ανοίξει τους οφθαλμούς του και να δει τους ‘‘ξένους’’, που κάθονται στο παρακείμενο τραπέζι.)
Ίαμβος: (Τραγουδά από τον διπλανό της σκηνής χώρο.)
«Μουτζουρωμένο το γυαλί
μα πίσω απ’ τους καπνούς του
βλέπει ο Θεός το Αϊβαλί
και σταματάει ο νους του
Τα σμυρνέικα τραγούδια
ποιος σου τα `μαθε
να τα λες και να δακρύζεις,
της καρδιάς μου ανθέ
Το καθρεφτάκι σου παλιό
και το μυαλό χαμένο
σε ποιο τα ήπιες καπηλειό
και βγήκες μεθυσμένο
Μουτζουρωμένο το γυαλί
μα πίσω απ’ τους καπνούς του
βλέπει ο Θεός το Αϊβαλί
και σταματάει ο νους του
Τα σμυρνέικα τραγούδια
ποιος σου τα `μαθε
να τα λες και να δακρύζεις
της καρδιάς μου ανθέ»
(Για λίγο, χαριεντίζονται, πίνουν τα ροφήματά τους, σχολιάζουν σε χαμηλούς τόνους, δίχως να γίνεται αντιληπτό το τι λέγουν και αμέσως μετά το αφηγηματικό μέρος του Κεμάλ των Νίκου Γκάτσου και Μάνου Χατζιδάκι, που αποδίδεται από τον Λεγάτορα, παίρνουν να τραγουδούν τμήμα του άσματος.)
Λεγάτωρ: «Ακούστε την ιστορία του Κεμάλ, ενός νεαρού πρίγκιπα, της Ανατολής, απόγονου του Σεβάχ του θαλασσινού, που νόμισε ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. αλλά πικρές οι βουλές του Αλλάχ και σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων.»
Ίαμβος: «Στης Ανατολής τα μέρη μια φορά και ένα καιρό
ήταν άδειο το κεμέρι, μουχλιασμένο το νερό
στη Μοσσούλη, τη Βασόρα, στην παλιά τη χουρμαδιά
πικραμένα κλαίνε τώρα της ερήμου τα παιδιά.
Κι ένας νέος από σόι και γενιά βασιλική
αγροικάει το μοιρολόι και τραβάει κατά εκεί.
τον κοιτάν οι Βεδουίνοι με ματιά λυπητερή
κι όρκο στον Αλλάχ τους δίνει, πως θ’ αλλάξουν οι καιροί.
Σαν ακούσαν οι αρχόντοι του παιδιού την αφοβιά
ξεκινάν με λύκου δόντι και με λιονταριού προβιά
απ’ τον Τίγρη στον Ευφράτη, απ’ τη γη στον ουρανό
κυνηγάν τον αποστάτη να τον πιάσουν ζωντανό.
Πέφτουν πάνω του τα στίφη, σαν ακράτητα σκυλιά
και τον πάνε στο χαλίφη να του βάλει την θηλιά
μαύρο μέλι μαύρο γάλα ήπιε εκείνο το πρωί
πριν αφήσει στην κρεμάλα τη στερνή του την πνοή.
Με δύο γέρικες καμήλες μ’ ένα κόκκινο φαρί
στου παράδεισου τις πύλες ο προφήτης καρτερεί.
πάνε τώρα χέρι χέρι κι είναι γύρω συννεφιά
μα της Δαμασκού τ’ αστέρι τους κρατούσε συντροφιά.
Σ’ ένα μήνα σ’ ένα χρόνο βλέπουν μπρος τους τον Αλλάχ
που από τον ψηλό του θρόνο λέει στον άμυαλο Σεβάχ:
‘‘Νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί,
με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί’’
Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ
Καληνύχτα...»
Κεμίρ: (Ο Κεμίρ Τσανακαλί εμφανίζεται στο προσκήνιο τη στιγμή, που ακούγεται ο χατζιδακικός Κεμάλ, γεγονός για εκείνον ιδιαιτέρως συγκλονιστικό και παρωθητικό για να ξεκινήσει την παραμυθοϊστορία του, μόλις ο Ίαμβος ολοκληρώσει τον μουσικό σκοπό, έχοντας συνάμα συντροφιά τον ναργιλέ και τις μεθυστικές του ρουφηξιές. Ο Κεμάλ πολλές του δίνει λαβές για την αφήγησή του.) Τσι Ανατολής τα μέρη σ’ έναν χρόνο μακρινό ζούσαν οι ανθρώποι αρχόντοι τσε τραβούσαν τον ντορόν που ’χαν πιάσει από τσαιρόν μ’ ένα χέριν τους σκληρόν, μα τσε αφράτον, αγαστόν, οι Αρμένοι με τον Τούρκον, τον Εβραίον, τον Ρωμιόν…
Τσε ήτανε τα χρόνια ετσείνα, που τσινούσανε ομπρός στη Μικρασία τσε οι πόλεις τσε τα όμορφα χωριά! Μα ήρθασιν οι ώρες, που ένα Κάπρου Δόντι έσκαψεν την γης κι ήρθασι τα πάνω κάτω, μίση απλώθηκαν στον τόπο και γαίμα σκόρπισε σ’ αυτή τη γη, το κακό ήτανε μεγάλη μπόρα, που ’σκαψε βαθιά πληγή κι έφτασεν τσε η νυχτιά του Μεγάλου Γδικιωμού!... (Τη στιγμή αυτή εισέρχονται οι ταξιδιώτες, οι οποίοι ακούγοντας τον γερο-σοφό να ιστορεί αυτά τα γνώριμά τους πάθια, ακροπατούν και τραβούν για να καθίσουν στο βάθος του χώρου. Το κεφάλι τους γυρτό, ασήκωτο από τα συγκινησιακά άχθη. Όμως, πασχίζουν να πιάσουν και την ανάσα του γέροντα ιστορητή.)
Τσε εγίνασιν ανεμοσκόρπια οι λα(γ)οί τσι Ανατολής, φύγασιν για όπου γης μ’ έναν μπόγο στη μασχάλη τσε με άδειο το τσουκάλι μες στη φουσκοθαλασσιά!... Τσε αποβήκασι οι άνθρωποι σα θεριά με του λιονταριού προβιά τσε του κάπρου τα σουγλιά να σκαλνούν βαθιά τα χέρσα, μπας τσε βολβών βρεθεί μπουκιά…
(Κλείνει για λίγο τα μάτια του και σκέφτεται τις ώρες της μεγάλης μπόρας, έπειτα στρέφει αργά, συμπονετικά την κεφαλή του πρώτα προς το ακριανό τραπέζι με τις βουβές ανάσες των ξενομεριτών και στη συνέχεια προς τον Εμίν, που ως το γόνυ έχει βυθιστεί στις σκέψεις τις δικές του, και ν’ αποκολληθεί δεν λέει.) Τσείνα τα χρόνια τα παλιά… (Λέγοντας τη λέξη ‘‘παλιά’’, το μάτι του πιάνει την παρέα των νεοαφιχθέντων, σταματά τα αφηγούμενα και σκουντά τον Εμίν.) Ε, Εμίν Καρντάς, καθάρα τον νου σου, καφετζή!... Ξύπνα… Ήρθασιν καρντάσια, να χαρείς…
Εμίν: (Τινάζεται τρομαγμένος.) Καρντάς… Καρντάς…
Κεμίρ: (Δείχνοντάς του προς το σημείο των ξενομεριτών.) Τσοίτα, μπρε Εμίν Καρντάς. Τσοίτα. Καρντάσια… Αδέρφια, μωρέ κουζουλέ…
Εμίν: (Ανορθώνεται, χτυπώντας τις παλάμες του στα πλάγια των μηρών του.) Καρντάς!... (Στρέφοντας τη δεξιά του παλάμη προς τα άνω, θέτοντας το ερώτημα ποιοι να ’ναι.) Καρντάς;
Κεμίρ: Ναι, μπρε Καρντάς, αδέρφια!... Α – δέρ – φια!
Θάμπος: (Παίρνει την πρωτοβουλία και ανορθωνόμενος μιλά εξ όλων των νεοφερμένων.) Γεια σας, πατριώτες.
Εμίν: Καλώς τοι!... (Τραβάει κοντά τους, τους περιεργάζεται με ενδιαφέρον, σενιάρει το τραπέζι που έχουν καθίσει.) Καλώς τοι!...
Θάμπος: Ευχαριστούμε, πατριώτη. (Τον περιεργάζεται ομοίως. Ψάχνει να δει αν κάτι του θυμίζει.) Λαμψινός;… Ντόπιος;
Εμίν: Τσε όπως το λάβεις, καρντασάτσι μου… Κοπέλι με ήφεραν στο Λαψέκι! (Κουνώντας το κεφάλι και δείχνοντας το γερασμένο του κορμί.) Τώρα, γέροι…
Θάμπος: (Με θαυμασμό.) Μπα!... Κρητίκαρος, μπρε καρντάση καφετζή της Λάμψακός μας…
Εμίν: Έτσι, το κισμέτ, η μοίρα, το ήθελεν και ήρθαμεν στου Τσανάκ Καλέ τα μέρη…
Θάμπος: Από πού, μπρε πατριώτη;
Εμίν: Χανδακιώτης, καρντάς. Χανδακιώτης μαθές!...
Θάμπος: (Χάσκων από το απρόσμενο της συναντήσεως με έναν ξετοπισμένο Κρητικό.) Μωρέ, μπράβο! Ηρακλειώτης!
Εμίν: Ναίσκε. Τουρκοκρητικός. ‘‘Εμίν’’ στα τούρκικα, ‘‘Έμπιστος’’ στα ελληνικά. Παιδί του εκτοπισμού κι εγώ… Με την ανταλλαγή πληθυσμών… Του ’23…
Θάμπος: (Με συμπονετικό τόνο.) Ναι, πατριώτη, Έμπιστε… Έναν χρόνο μετά τον δικό μας ξεριζωμό…
Εμίν: (Κουνώντας την κεφαλή του συναινετικά.) Από πού, πατρι(γ)ιώτες;
Θάμπος: Από τούτα τα ευλογημένα χώματα, πατριώτη! Βέροι Λαμψακινοί, μπρε Κρητικέ. Βέροι!
Εμίν: (Συμπονετικά.) ‘‘Λάψεκι Γιουνάν’’ για τους ντόπιους, μπρε καρντάση. (Με γουρλωτά από την έκπληξη τα μάτια.)
Τρύφωνας: (Ανορθώνεται από το κάθισμα και μιλά υπερήφανα.) Ναι, σεβάσμιε γερο-Κρητικέ. Γιουνάν, Ίωνας δηλαδή. Έλληνας! Πολίτης του Κόσμου και του Φωτός, γέροντά μου!
Κεμίρ: (Παρεμβαίνοντας. Με έκδηλο θαυμασμό.) Μπρε μικρέ, θαρρώ σε πως κοιτάγνεις κατάματα τσι Ανατολής το Φως!
Τρύφωνας: Ναι, γέροντά μου. Η ματιά μου σκεπάζει τους ανθότοπους του Ωραίου και της Αδελφοσύνης των λαών της Ιωνίας και του Αιγαίου.
Εμίν: Τσε πώς σε λέγουν, ογλούμ;
Τρύφωνας: Τρύφωνα. Τρύφωνα Λαμψακιάδη, γέροντά μου.
Κεμίρ: (Περιεργαζόμενος το όνομα του νεαρού επισκέπτη.) Τρύφωνας... Α, Τρύφωνας Λαμψακιάδης… Τρύφωνας... Από τον Άγιο, που ’τανε δώ, με τον σβαρνάν στο χέρι… Τον κλαδοκάθαρον…
Θάμπος: Μπρε πατριώτη, μαθές βαλτός είσαι;
Εμίν: (Προσπερνώντας τα λεγόμενα του Θάμπου και απευθυνόμενος στην πεθερά του, τη Σεβντά Αλή, που βρίσκεται στο εσωτερικό του μαγαζιού.) Ε, νενέ Σεβντά Αλή, φέρε τσάιν… Φέρε καϊφέν… Να κεράσουμε τσι ανθρώποι…
Σεβντά: (Από μέσα ερχόμενη η φωνή.) Φέρνω τα, Εμίν… Φέρνω τα σε δυο λεπτά…
Κεμίρ: (Παρεμβαίνοντας και απευθυνόμενος προς τους νεοφερμένους.) Καρντάσια, σας κερνά ο Εμίν Τσανακαλί, του Τσανάκαλε το παλαιό δεντρί, που ξεριζώθηκε από της Κρήτας την ελαιοφόρα γην!...
Θάμπος: (Δείχνοντας και πάλι την έκπληξή του.) Κρητικός κι εσύ, πατρίδα;
Κεμίρ: (Κουνώντας συγκατανευτικά το κεφάλι.) Μινωίτης…
Θάμπος: Και σοφός!
Κεμίρ: Ε, όχι και σοφός, πατρι(γι)ώτη! Ένας απλός αφουγκραστής τσι μυστηριακής ανάσας του λόγου τσι χλόης, τσι ελιάς, του σκώληκα τσε των ζουζουνιών του κάμπου τσε του λόγγου!... Ένας ταπεινός μαζωχτής των παλαιών μύθων τσε θρύλων του λα(γ)ού, είμαι ο γέροντας Κεμίρ…
Τρύφωνας: (Παρεμβαίνοντας. Με μέγα θαυμασμό) Κρατάτε τα κεμέρια, τα βαλάντια, της σοφίας, σεβαστέ μας γέροντα Κεμίρ, και πλέρια το θαυμάζω!...
Κεμίρ: Να ’σαι καλά, κοπέλι μου…(Και στρέφοντας αλλού τη συζήτηση, απευθυνόμενος σε όλους τους ξενοφερμένους.) Τσε να ’χουμε καλόν ερώτημα, πού θα πιάσετε κονάκι εδώ στο Λαψέκι, πατριγιώτες;
Θάμπος: (Κάπως πικρόχολα.) Πέρα στον Αϊ-Τρύφο, τον Αϊ-Τρύφωνά μας, που μετά το Εικοσιδυό θρύψαλα έγινε η ιερή του η θωριά!
Κεμίρ: Τα μίση, τα πάθη, ογλούμ! Φέρασι θύ(γ)ελλα και χορευτά τ’ Αρμαγεδδών!...
Εμίν: (Καθώς πήγε προς τα μέσα, παρέλαβε τα ροφήματα και τώρα τα προσφέρει.) Μας πήρε και μας σήκωσε ούλους μας, πατρι(γ)ιώτες! Ούλους…
Σωτηρία: (Πετάγεται στη μέση, με τη ματιά της χύνοντας φαρμάκι κι τον τόνο της μιλιάς της χολή και ειρωνεία.) Και μας, αλλά και τα πεθαμένα μας, σαρώσατε ακόμη, ‘‘κυρ Έμπιστέ’’ μας!... Πού τους κάματε τους τάφους των γονέων μας; Ούτε τη σκόνη τους στο κοιμητήριο δεν ήβραμε σαν πήγαμε εψές να προσκυνήσουμε τα άγια προγονικά μνημούρια!...
Αρετή: (Την αγκαλιάζει. Ο λόγος της πάντα πράος, καλοσυνάτος, κατευναστικός.) Σώπασε, Σωτηρία μου. Σώπασε.
Σωτηρία: (Ενώ κάποιοι από την ομήγυρη την κοιτούν με οίκτο, άλλοι με τρόμο κι άλλοι επιτιμητικά ή συγκαταβατικά, δείχνοντάς το ο καθείς με τον ανάλογο μορφασμό.) Τι να σωπάσω, μωρέ; Πώς να σιγήσω, ρε Αρετή; Πώ…ος; Πώ…ος;
Αρετή: Και τούτοι, Σωτηρούλα μου, θύματα της καταστροφής είναι… Κρητικοί… Ξεριζωμένοι αθέλητα…
Κεμίρ: (Με την πάντα ζεστή και πράα φωνή του. Πρώτα, προς τη Σωτηρία και έπειτα προς όλη τη συντροφιά της.) Κριτσικοί μαθές, γκιουζελί μ’, ομορφομάτα μου. Έλληνες, με φερετζέ τούρκικο, καλοί μου πατρι(γι)ώτες…
Αρετή: (Προς τη Σωτηρία.) Τα βλέπεις, Σωτηρία; Θύματα κι ετούτοι! Θύ – μα – τα!
Σωτηρία: (Την κοιτά φθονερά, κάνοντας μορφασμούς μίσους και απέχθειας.)
Κεμίρ: Οι πρόγονοί μας, πατρι(γ)ιώτες, ζορίστηκαν πολύ απ’ την Τουρκιά και για να σώσουν το κεφαλάτσι τους, κάμνασι τους Μουσουλμάνοι καιεεε…
Σωτηρία: Γίνατε ένα ούλοι σας και μας κατασφάξατε…
Κεμίρ: Δε λέω, χανούμ… Μααα…
Σωτηρία: (Με αυθάδεια.) Τι μα, γέρο; Ομολογείς;
Κεμίρ: Ήτασι τσε τέτοιοι, μα εμείς μπαίναμε μπροστά στο γιαταγάνι. Αίμα μας οι Ρωμιοί…
Σωτηρία: Ε, ναι. Το αίμα τους στραγγίξατε! Μας ξεριζώσατε! Μας αφανίσατε! Ή μπας δεν είναι έτσι;
Κεμίρ: (Με σκυμμένο το κεφάλι.) Κάμναμεν ό,τι περνούσε απ’ τα χέρια μας, κορασιά μου…
Σωτηρία: (Μονολογώντας.) Μωρέ, μια ζωή κοπέλια θα σας είχαμε, αλλά ας όψονται οι ‘‘Μεγάλοι’’…
Κεμίρ: (Το αυτί πιάνει την τελευταία λέξη και σχολιάζει.) Οι ‘‘Μεγάλοι’’… Αυτοί το μπόγι των λα(γ)ών με το χρήμα, το συφέρο το μετρούνε, κόρη μου! (Η Σωτηρία κουνάει νευρικά το ένα της πόδι, λοξοκοιτά τον γέροντα και είναι έτοιμη να τον κατασπαράξει.) Το γαίμα των λα(γ)ών λαδώνει τις μηχανές του κεμεριού τους, τσε όλο υψώνουσι παλάτια και σαράγια!...
Αρετή: (Παρεμβαίνοντας.) Οι λαοί, σεβαστέ Κεμίρ, αν αφεθούν ελεύθεροι, μπορούν να ζήσουν με αρετή και καλοσύνη, ειρηνικά και συνεργατικά, δίχως έχθρητες και πολέμια!...
Τρύφωνας: (Ορθός και επιβλητικός.) Εν ειρήνη και συνεργασία αγαστή, πατριώτες. Με την Αρετή μας εμείς, που ’ναι Πρόεδρος του Συλλόγου μας Λαμψινός Πόντος, πολλά προς τούτο προσπαθούμε.
Αρετή: (Κουνώντας το κεφάλι της, συναινεί προς τα λεγόμενα του Τρύφωνα.)
Θάμπος: Πάντα γι’ αυτό προσευχόμαστε, καλοί μου άνθρωποι.
Κεμίρ: Τσε εμείς, πατρι(γι)ώτες. Λίγο Χριστό, λίγο Αλλάχ, ίδια τα αχ μας και τα βαχ!...
Σωτηρία: Ποιο Χριστό, μωρέ; Ποιο Χριστό, μπρε αθεόφοβοι; Ποιον;
Κεμίρ: Τόνε κρατούμε εντός μας, πατρι(γι)ώτες, φυλαχτό, κεμέρι μας…
Σωτηρία: Γι’ αυτό, βρε αγάδες, μας κάνατε στάχτη και κουρνιαχτό;
Κεμίρ: Μέρεψε, ογλούμ. Ρίξε λίγο μέλι στο στόμα σου, μπιρμπίλω μ’
Σωτηρία: Μέλι; Μα πώς, γέρο Ανατολίτη; Πώς;
Κεμίρ: Με προσευχή, συγχώρεση, πίστη στον Μεγάλο Θεό!
Σωτηρία: (Ενώ απομακρύνεται, για να μην ακούει τα λεγόμενα του Κεμίρ.) Κα – λά… Κα – λά…
Εμίν: (Φωνάζοντας τον εγγονό του, που βρίσκεται εκτός σκηνής.) Ε, Γιωργίν.
Γιωργίν: Ναι, παππού.
Εμίν: Τον δίσκο με την παραγγελιά. Δράμε στο μαραγκούδικο του Αλή Ντεντέ.
Γιωργίν: Ναι, παππού. Τρέχω…
Κεμίρ: (Και ενώ βγαίνει με τον δίσκο στη σκηνή για να φύγει, τον σταματά ο παππούς του, λέγοντάς του:) Τσε πες στη νενέ Σεβντά να βγει έξω με ούλη της την παρέα. Τους θέλω εδώ…
Γιωργίν: Μάλιστα, παππού.
Εμίν: (Κοιτάζοντάς τον με τρυφερότητα και αγάπη κι ενώ έχει απομακρυνθεί, του λέει:) Την ευκή μου να ’χεις, Γιωργίν μου.
Ροσλά: (Τη στιγμή αυτή από το βάθος της πλατείας εμφανίζεται ο πλανόδιος αρωματοπώλης Ροσλά Ροσλάν, διαλαλώντας την πραμάτεια του. Στον έναν του ώμο έχει τα προϊόντα του και στον άλλον την κιθάρα του.) Ρόδα μύρ’ αρώματα πολλά. Ρόδα μύρα γι’ ανοιχτή, πελαγίσια αγκαλιά. Τρέξε όλες στου Ροσλά Ροσλάν τα θεϊκά μυρωδικάν!...
Κεμίρ: (Παρεμβαίνοντας.) Καλώς τον Ροσλά με τα μύρα τση Ανατολής στη μεγάλη του καρδιά!...
Ροσλά: (Προς όλους.) Γεια σας, πατριώτες. Ρόδα πουλάω, βοτάνια και τον μόσκο, που μεθάει τις καρδιές, τον κερνώ στις κορασιές!
Κεμίρ: Πιάσε τραπέζι, Ροσλά. (Του προσφέρει κάθισμα.) Σε κερνάω, πατρι(γι)ώτη. (Προς τον μαγαζάτορα.) Έναν πολλά γλυκύν στον Ροσλά, Εμίν.
Ροσλά: Ευχαριστώ, σοφέ Κεμίρ, που κρατείς μες στην ψυχή τα κεμέρια του καλού και τον λόγο του Θεού!
Κεμίρ: Να είσαι καλά, Ροσλά.
Ροσλά: (Βλέποντας τους άγνωστους.) Σοφέ Κεμίρ, ξένοι ετούτοι;
Κεμίρ: Ξένοι; Τι λες, Ροσλά; Γιουνάν! Ίωνες! Παιδιά της γης Ομήρου!
Ροσλά: Οοοο… μήρου…
Οι εξ Ελλάδος: (Στέκουν βουβοί με τη σκέψη τους να ταξιδεύει πλάνα στις αγλαϊνές του Ονείρου γειτονιές.)
Ροσλά: (Την ίδια ώρα ο Ροσλά παίζει απαλές ερωτικές νότες και γλυκοκοιτάζει τη Σωτηρία.)
Κεμίρ: Παιδιά της Ιωνίας τσε του Αιγαίου της Ομορφιάς, της Ποίησης, της Σοφίας τσε της Δημιουργίας!... Μα, αλί… (Τη στιγμή αυτή κουτσαίνοντας κάπως εξέρχεται από το εσωτερικό του μαγαζιού η Σεβντά Αλή, συνοδευόμενη και από άλλα άτομα του σπιτιού της.) Καλώς τη, νενέ Σεβντά Αλή με τα βλαστάρια της.
Σεβντά: Αχ, αλί…
Κεμίρ: Αχ, γιαγιά Σεβντά Αλή, έλεα πριν για το κακό στα μέρη μας… Το θλιβό Εικοσιδυό…
Σεβντά: (Κουνώντας με πόνο την κεφαλή της.) Το Εικοσιδυό… (Πιάνει έναν πάγκο, περιτριγυριζόμενη από τις εγγονές της.) Πόνος, δάκρυο, αίμα και χωρισμοί… Ρημάδι η ψυχή…
Σωτηρία: (Μαινόμενη.) Εσείς τα κάνατε ρημαδιό, Παλιότουρκοι.
Σαϊτάν: (Την ώρα αυτή, καταφθάνει ένας νεαρός Γκριζόλυκος αχθοφόρος, ο Σαϊτάν Αϊσά, ο οποίος πετά με βρόντο στο δάπεδο ένα λιγδιασμένο παλόσακο, που κουβαλά, και μαινόμενος χιμάει να πνίξει τη Σωτηρία. Αυτή πισωπατά, πέφτει κάτω και οι πιότεροι γίνονται ένα κουβάρι.) Γιουνάνα… Σκρόφα… Θα σε πνίξω να χαθεί ο σπόρος των γκιαούρηδων, μωοοοο….
Κεμίρ: (Με τον καλό του λόγο προσπαθεί να τους χωρίσει.) Σαϊτάν Αϊσά, ήρεμα… Για τον Αλλάχ…
Σαϊτάν: Για τον Αλλάχ τη φύτρα της χαλώ, γερο-Κεμίρ!... Για…
Σεβντά: (Ασταμάτητα, κουνώντας με πόνο την κεφαλή της για τα όσα μεταξύ του Σαϊτάν και της Σωτηρίας συμβαίνουν. Παράλληλα, σφιχταγκαλιάζει τα εγγόνια της. Καταφέρνει και βγάζει χαμηλόφωνα δυο λέξεις:) Παιδιά… Ογλούμ…
Κεμίρ: Όλοι του Αλλάχ παιδιά είμαστε, Σαϊτάν Αϊσά. Όλοι…
Σαϊτάν: Και το κεμέρι του Παραδείσου με δώρα πλούσια για τον Ισλάμ, που τρώει τους Γκιαούρ, είναι βιος ουρί και πιλάφια όρη!...
Σωτηρία: (Με τον Σαϊτάν να προσπαθεί να την πνίξει και εκείνη να χτυπιέται στο δάπεδο.) Παλιότουρκεεε… Του σατανά παιδί…
Σαϊτάν: Σε πνίγω, μωρή γκιαούρισσα, και σε κρεμώ σαν τον Πατριάρχη σας στην Αγια-Σοφιά.
Κεμίρ: (Αυστηρά.) Σαϊτάν…
Σωτηρία: (Προς τον Σαϊτάν.) Σιχαμένε…
(Οι ψυχραιμότεροι τους έχουν χωρίσει και ο καθένας τους βρίσκεται όρθιος και σε απόσταση από τον άλλον. Οι σώφρονες δείχνουν ανήσυχοι και προβληματισμένοι από την έκρηξη των ακραίων στοιχείων των δυο χωρών.)
Σαϊτάν: Μωρή, στο Αιγαίο σε πετώ σαν τους Γιουνάνηδες της Γκιαούρ Ισμίρ το Εικοσιδυό…
Σωτηρία: Ας όψονται οι παλιοσυμμάχοι μας, που μας ρίξανε στα Τάρταρα!... Ειδάλλως….
Σαϊτάν: Μπρε Γιουνανλήδες, ξεβρόμισε ούλη η Ανατολή από την μπόχα σας…
Σωτηρία: Ελεεινέ… Σύμμαχοι και βασιλείς, συμφέροντα και διχασμός πνίξανε το Όνειρο και γίνηκε ο χαλασμός…
Σαϊτάν: Τη λευτεριά κέρδισε η Τουρκιά και χάθηκαν οι Αρμένοι κι οι Ρωμιοί…
Σωτηρία: Αν μας άφηναν, στις στέπες του Τουρκεστάν σας θα σας γυρίζαμε, αλλά αλί…
Σαϊτάν: Μωρή, στον πάτο σας ρίξαμε…
Κεμίρ: (Κατευναστικά και αγκαλιάζοντάς τον.) Σαϊτάν, άστα αυτά. Ήρεμα. Άιντε... Στο λιμάνι… Για δουλειά…
Σαϊτάν: Τραβώ, μπαρμπα-Κεμίρ. (Απομακρυνόμενος.) Μα τον Ύψιστο Αλλάχ, όπου βρω Γιουνάν, στο τσακ τόνε χαλνώ…(Κάνοντας την κίνηση αποτομής του κεφαλιού.)
Κεμίρ: Ογλούμ, δεν είναι λόγια του Αλλάχ, τζιέρι μου, μα του σαϊτάν…
Σαϊτάν: Μα και του Κεμάλ δεν ήταν ωραία τα λόγια, που έλεγε σαν το Ισμίρ καιγότανε: «Τι περήφανος που είσαι να λες πως είσαι Τούρκος» και τέτοια έργα να κάνεις;
Κεμίρ: Να γλες…
Σαϊτάν: (Κάνοντας το σύμβολο των Γκρίζων Λύκων και καθώς απομακρύνεται, επανέρχεται στον τρόπο σφαγής ενός ατόμου.) Και να πράττεις…(Κατόπιν, ρίχνει το σακί στην πλάτη και χάνεται ανάμεσα στον κόσμο.)
Σωτηρία: (Με μάτι μαινόμενου ταύρου και αυτή.) Παλιότουρκοι…
Θάμπος: (Την απομακρύνει ο Θάμπος, βγάζοντάς την εκτός σκηνής και ο ίδιος γυρίζει τάχιστα πίσω, λέγοντας:) Πνεύματα θαμπά, αβόλευτα, καλέ μου Κεμίρ, ετούτοι!...
Κεμίρ: (Καθήμενος.) Των παθών τσε του μίσους, πατρι(γι)ώτη…
Θάμπος: (Κουνώντας το κεφάλι του για να δείξει τη συμφωνία του.)
Κεμίρ: (Συνεχίζοντας τη σκέψη του.) Τσε η κοινωνί(γι)α, πατρι(γι)ώτες, έχει δύο όψεις σαν το κέρμα…
Θάμπος: Σαν το κέρμα…
Κεμίρ: Το στριφογυρνάς τσε άλλοτε κοιτά τον γήλιο τσε άλλοτε το χώμα ή τον βούρκο… Τσε όταν θωρά τον γήλιο, ο ντουνιάς λάμπει από καλοσύνη, μα όταν κοιτά στα κάτω, πιάνει χορό το θανατικό κι ο πόνος!...
Θάμπος: Ναι, πατριώτη…
Κεμίρ: (Ανασηκώνεται, βαδίζει αργά με τα χέρια του πίσω από τη μέση. Σταματά στο κέντρο του χώρου. Οι υπόλοιποι τον κοιτούν εκστατικά.) Γκαρντασάκια μου… Αδέρφια… Απόψε η Λαψινή Πατρίδα πιάνει χορό, γιορτάζει! Οι λα(γ)οί του Αιγαίου ξανανιώνουν, φιλιώνουν!... Ο φερετζές του μίσους φεύγει, τον παίρνει τ’ αγέρι του Αιγαίου… Χάνεται… Τα χωρισμένα αδέρφια του Αιγαίου γίνονται μια αγκαλιά!...
Σεβντά: (Ανασηκώνεται και αυτή. Τον πλησιάζει και τον αγκαλιάζει. Δείχνει σκιές να σπρώχνει από εμπρός της.) Τα χωρισμένα τέκνα… Τα χωρισμένα τέκνα…
Εμίν: (Πλησιάζοντάς την και αγκαλιάζοντάς την. Απευθυνόμενος προς τους επισκέπτες.) Γιουνάν, καρντάς, ετούτη είναι η Σεβντά, της καλής μου της χανούμ, της γυναικός μου, η Αγία μάνα, που κρύβει μέσα της καημό από έρωτα μεγάλο τσεεεεε!...
Σεβντά: Άχου, ογλούμ, τι πίκρες και φαρμάκια δονούν το ριζικό μου!...
Εμίν: Έχασε μάνα, αδερφή, πατέρα, εδικούς…
Σεβντά: Τι να πεις…
Εμίν: Όσοι τους μείναν ζωντανοί, σπρωχτήκαν σ’ άλλα μέρη…
Σεβντά: (Σείοντας συγκαταβατικά την γεροντική της κεφαλή.) Σπρωχτήκαν σ’ άλλα μέρη…
Κεμίρ: (Παρεμβαίνοντας.) Μα ετούτη βράχος της ακτής!... Στα Δαρδανέλια έμεινε πίσω, πιστή σ’ ενός Τούρκου Αξιωματικού την άσβηστη αγάπη!...
Σεβντά: Αχ… (Συγκατανεύοντας δια της κινήσεως της κεφαλής της.) Του Ινονού Αλή, που μάγεψε τα δεκαεννιά μου ρόδα!...
Εμίν: Ο νόμος το διέταζε γρήγορα ν’ αλλαξοπιστήσει τσε μ’ όνομα ισλαμικό να ζει σ’ αυτά τα μέρη…
Θάμπος: (Συγκλονισμένος. Νιώθει πως βλέπει ομπρός του τη θεία Πελαγία.) Οοοο… Όνομα;
Κεμίρ: Ναι, πατρι(γι)ώτη. Από Πελαγία, του πελάου μια γλαυκή οπτασία, έγινε η Σεβντά, μια του καημού κυρία!...
Θάμπος: Πελα… Γίαααα… (Η ανάσα του κόβεται. Χιμά επάνω της, τη σφιχταγκαλιάζει, κρατά με πάθος το πρόσωπό του με τις δύο του παλάμες. Την κοιτάζει ερευνητικά με λαχτάρα ασυγκράτητη. Για λίγο ακινητεί. Βουβαίνεται. Οι υπόλοιποι μένουν άφωνοι και εκστατικοί. Ξάφνου με όλην την ένταση της φωνής του ρίχνει μία κραυγή απέραντης συγκίνησης και ανακούφισης μαζί.) Θεία Πελαγίααα!... Θείαααα Πελαγίααα της καρδιάς μας η Αγία… (Με φωνή στεντόρεια να ακουστεί… ως τον Εύριπο ακόμη.) Μάναααα Ερμιόνη… Ξύπνα… Άσε της γης τη σκοτεινιάααα… Η Πελαγία σου, μάνα, η καλή σου η αδερφή, η θεία μου, μάνααααα… Την κρατώ στις φούχτες μου, μάνα… Βασίλισσα τήνε θωρώ, ίδια εσύ, γλυκιά μου μάνα!... Δεν είναι όνειρο, μάνα! Μάνα!... Είναι!... Είναι!... Είναι την!...
Δόμνα: (Τρέχει κοντά τους. Την ψαύει, την αγκαλιάζει. Νέο γίνονται του Λαοκόωντα σύμπλεγμα. Βγάζει κραυγή κι ετούτη της ανέλπιστης χαράς.) Θεία Πελαγία!... Θεία Πελαγίααααα!... (Ο αντίλαλος απλώνεται σ’ όλου του Αιγαίου τα απλωτά πελάγη.)
Σεβντά: (Τους σφιχταγκαλιάζει και αυτή. Πάλλεται η ψυχή, μια τραμουντάνα πνέει…) Παιδιά μου. Ανίψια μου, της αδερφής μου τέκνα. Το νιώθω, το βλέπω, αίμα μου είστε! Ίδιοι οι χτύποι της καρδιάς! Και εσένα, γιε μου, ίδια μ’ εμέ η όψη της θωριάς σου!...
(Ο Τρύφωνας είναι ορθός στο άκρο της σκηνής. Στέκει αποσβολωμένος, αχνοθωρώντας το μέλλον. Η Σιρίν όλο τον γλυκοκοιτάζει, ενώ ο γερο-Κεμίρ φυλλομετρά τις υπερμεγέθεις χάντρες του κομπολογιού του, πίνοντας και λίγο ναργιλέ. Ο Εμίν τρέχει, κουβαλά για τους νεοφερμένους: πορτοκαλάδες, γλυκά του κουταλιού, καρπούς απ’ τα δεντρά.)
Θάμπος: Θεία μου!... Θεία μου!...
Σεβντά: Ίδια, γιε μου, της αδερφής μου, της μάνας σου, η κόψη της φτιαξιάς σου!... Ίδια!... Ολόιδια, ανίψι μου…
Θάμπος: Αχ, και να ζούσε η δόλια, ανάσταση που θα έκανε!...
Σεβντά: Ερμιόνη μου, γλυκιά μου αδερφή, πώς τα ανταριασμένα του Εικοσιδυό μας χώρισαν πελάγη!...
Θάμπος: Λατρευτή Πελαγία θεία, Σεβντά κι Αγία!...
Σεβντά: (Χωρίς να αφήνει από την αγκαλιά τ’ ανίψι της, στρέφεται προς τις εγγονές της.) Τι στέκεστε βουβές και αποσβολωμένες; Τζασμίν, Σουκράν…
Τζασμίν & Σουκράν: (Τινάζονται επάνω. Με μια φωνή.) Ναι, νενέ Σεβντά…
Σεβντά: Φέρτε μουσακάδες, ιμάμ μπαϊλντί, πενίρ χαλβά, καταταΐφ μουσαφίρ… Και στρώστε κόκκινα χαλιά για τους δικούς μας ανθρώπους! Για το αίμα μας, κορίτσια!
Τζασμίν& Σουκράν: Τρέχουμε, νενέ Σεβντά…
Σεβντά: Αφήστε το Σεβντά, Τζασμίν και Σουκράν μου. Πελαγία! Πε – λα – γί – αααα… Απόψε ξαναβρήκα τους δικούς μου ανθρώπους, τη γενιά μου, την ομορφιά της ζωής και των ονείρων!... Σκορπάνε τώρα τα βάρητα της ψυχής μου και η καταχνιά των πονεμένων μυστικών μου!...
Ροσλά: (Την ώρα, που η Σεβντά συνομιλούσε με τις εγγονές της, φορτώθηκε τα έχητά του και τράβηξε προς το σημείο απ’ όπου πριν λίγη ώρα εξήλθε η Σωτηρία, παίζοντας και τραγουδώντας το Τζιβαέρι ή το Εϊ περιστέρα των ακτών αυτοσχέδιο άσμα. Οι υπόλοιποι τον ακούν άλλοι με θαυμασμό και άλλοι σχεδόν αγνοώντας τον. Ο ήχος χάνεται μαζί με την απομάκρυνσή του)
Εϊ περιστέρα των ακτών που πίνεις την αρμύρα
άσε του βράχου τη σχισμή τον ήλιο ν’ αντικρίσεις
σύρε φτερό και σκόρπισε της καταχνιάς το πέπλο
πιάσε το ρόδο που κρατώ το μοσχοβολισμένο
Έλα σιμά μ’ στην αγκαλιά τα όρη να καμπίσω
κι ένα άσπρο άλογο μ’ ασήμια να σελώσω
να πιλαλούμε στον ντουνιά στις λουλουδένιες στράτες
να κελαηδούνε τα βουνά να ’χουν χορό τα πλάγια
κι εγώ το μεσοκάρδι σου με τ’ άστρια να πλουμίζω!...
Χαλίλ: (Εισέρχεται από το σημείο αποχώρησης του Ροσλά, τον οποίο σαν συναντά, κουνά το κεφάλι του, θέλοντας να πει: «Κούνια που σε κούναγε, μπρε κουζουλέ.» Του ρίχνει μια ελαφριά σπρωξιά με τον ώμο και προχωρά προς το μαγαζί, έχοντας πάντα κρεμασμένο στον ώμο ή στον λαιμό του ένα μεγάλο πανέρι με ψάρια, ενώ στο αυτί του και κάτω από το ναυτικό του κασκέτο ένα μεγάλο κόκκινο γαρούφαλλο. Πλησιάζοντας στη σκηνή, σχολιάζει:) Μπααα… Ο ερωτιάρης!... Όρε, μάνα μ’, σεβντάς και ετούτος!... Ποια θέλει πάλι να μαγέψει ο πλάνητας!... (Πετά κάτω με τρόπο το πανέρι.) Όρε, κοκόνες μου, ψάρι σπαρταριστό!... (Κοροϊδευτικά και εν μέσω χάχανων για να τραβήξει την προσοχή των θαμώνων του καταστήματος.) Ίδιο με της νενέ Σεβντά το ‘‘λυγερό’’ κορμί!...
Σεβντά: (Θιγμένη εμφανώς, του μιλά αυστηρά.) Χαλίλ Χαλίλι, άσε τα κοροϊδευτικά σου. Τέρμα το ‘‘Σεβντά’’.
Χαλίλ: (Πάντα περιπαιχτικά.) Μπα… μπα… Και ποιον, νενέ Σεβντά, θα ’χω άλλονε σεβντά;
Σεβντά: (Κουνώντας το κεφάλι της και κάτι μουρμουρίζοντας για να μη δώσει συνέχεια στα ανούσια.)
Κεμίρ: (Παρεμβαίνοντας.) Για τη Σουκράν, την Ευχαριστία σου, Χαλίλ μου, τσε πολύ να την ευχαριστείς για την καλοσύνη τσε τη νοικοκυροσύνη της, λεβέντη μου.
Χαλίλ: (Κάνοντας κινήσεις χορευτικές.) Α, ευχαριστώ, σ’ άλλην ‘‘θάλασσα’’ τραβώ…
Κεμίρ: Σουκράν στα μέρη, μα Ευχαριστία αν…
Χαλίλ: Αν… Αν… Δε χτυπάει εδώ καμπάν… Άιντε γέροντα και μερακλή, ρίξ’ το, πέσ’ το να χαρείς… (Χάχανα. Διπλώνεται στα δυο.)
Κεμίρ: Αν, γιε μου, τα πολέμια δεν χωρίζανε τους λα(γ)ούς του Αιγαίου, επαέ Χαλίλ μου, τη Σουκράν Ευχαριστία θα λέγασιν…
Χαλίλ: Μπα… Μπα… (Κάνει βήματα και χαχανίζοντας, ρωτά:) Κι εμέ, γέροντα σοφέ;
Κεμίρ: (Ξύνοντας το κεφάλι του.) Εσύ… Εσύ, Χαλίλ… Ηλί… Ηλί… Ηλίας… Από τον Άγιο των ψηλών κορυφών, που φτάνουσι στον γήλιο…
Χαλίλ: (Κάθεται σταυροπόδι καταγής, σιμά στον γέροντα, προς τον οποίο απευθύνεται με λόγια περιπαιχτικά και με τα χαχανητά του να εντείνονται.) Μπρε μυστήρια, γερο-Κεμίρ! Μωρέ, και τα ψάρια που ’χω στο πλεχτό, τινάζουνε φτερά, φορούνε και προπέλα, τραβούνε στα ψηλά βουνά, να βρούνε τον Προφήτη τον Ηλία;
Κεμίρ: Σε παρακαλώ, Χαλίλ, σύνελθε. Τσε να ξέρεις… Εμείς οι γέροντες κρατούμε γερά στον νου μας τα μυστικά των λα(γ)ών της Ανατολής τσε του Αιγαίου, που ταξιδεύουν πολυλάλητα με του χρόνου τα φιλντισένια πλοία.
Χαλίλ: (Τινάζεται επάνω.) Κράτα τα, γερο-Κεμίρ, μη σου φύγουν σαν… (Κάνοντας συγχρόνως τη χειρονομία της πορδής.)
Κεμίρ: (Τραβώντας στο μέσον της σκηνής και στηριζόμενος στο ραβδί του. Άπαντες τον παρακολουθούν με σέβας και προσοχή.) Παιδιά μου, καρντάσια… Απόψε, πολλά θα μάθετε για τους λα(γ)ούς του Αιγαίου μας… Πολλά…
Χαλίλ: (Περιπαιχτικά, ειρωνικότατα και εν μέσω χαχανητών ατέλευτων.) Α, πώς στη θάλασσα πιάνουνε λαγούς και στη στεριά λυθρίνια!...
Κεμίρ: (Προσπερνώντας τις εξυπνάδες του συνομιλητή του και ως πρόσωπο βιβλικό εκφραζόμενος.) Για χρόνους πολλούς τα μίση χώριζαν τους λα(γ)ούς, τσε άλλους τους έσερναν σα δω τσε άλλους σα ’κεί…
Χαλίλ: Στην μπούρδα, το φαρδύτατο σακί… (Διπλωνόμενος από τα χαχανητά. Βλέπει να έρχονται με τους δίσκους η Ισμίν και η Σουκράν. Χιμά επάνω, της τα γκρεμίζει και τη φιλά με πάθος.) Α, Σουκράν κι Ευχαριστία, που έλεγε ο γέρος, σ’ εμένα της θάλασσας το ερίφι, ο μεγάλος χαλασμός πολύ ευχαριστία μου έδινε! (Στρεφόμενος προς τον Κεμίρ.) Γέροντα, να η Ευχαριστία μου! Τη φιλώ και τη ρουφώ, χαίρομαι σαν τον τρελό!...
Κεμίρ: (Τον κόφτει εκεί.) Καα…λάααα… (Προς την ομήγυρη.) Ε, καλοί μου πατρι(γι)ώτες, πολλοί για ν’ αποφύγουν το θανατικό, την ατίμωση, θάβασι ό,τι ακριβό είχανι, τσε κρύβονταν στα όρη τσε τα δάση…(Τον διακόπτει ο πυρφόρος αναστεναγμός της Σεβντά.)
Σεβντά: (Βαριαναστενάζοντας και συνενώνοντας τις δυο της τις παλάμες για να εκφράσει εντονότερα τον πολυετή της πόνο.) Ααααχ… Και χίλια αχ και βαααάχ…
Χαλίλ: (Ειρωνικά και τραγουδιστικά, υποχρεώνοντας και τη Σουκράν σε κινήσεις χορευτικές, αλλά και υποτακτικά να τον ακολουθήσει εκτός προσκηνίου.)
Ααααχ… Αααχ… Και πάλι βαχ και αχ….
γεια σου, κούκλα μου Σουκράν…
Κεμίρ: (Κουνώντας το κεφάλι του για τα καμώματα του Χαλίλ.) Άλλοι μείνασι Κρυπτοχριστιανοί τσε άλλοι πιστοί στον Χατζή Μπεκτάς Αλή…
Θάμπος: (Με έκδηλη απορία.) Αλή; Τίνος Αλή;
Κεμίρ: Του Μπεκτάς Αλή. Του ιδρυτή του Ιερού Τάγματος των Αλεβί.
Χαλίλ: (Φωνάζοντας κοροϊδευτικά από το εσωτερικό του καταστήματος.) Αλευρί… Αλευρί…
Κεμίρ: (Αγνοώντας τον.) Οι Αλεβί δεν είναι Μουσλίμ, Μουσουλμάνοι, ούτε κρυμμένοι Χριστιανοί στα μέρη ετούτα…
Θάμπος: Και οι Κρυπτοχριστιανοί του Πόντου και της Μικρασίας;
Κεμίρ: Στον Πόντο λέγουσι πως είναι κανά δυο εκατομμύρια, στη Μικρασία χιλιάδες πολλές, πατρι(γι)ώτη…
Σεβντά: Άχου, παιδιά μου λατρευτά, και να ξέρατε… Ούλοι μας με τον σεβντά της πίστης, της καλοσύνης, της αγάπης και της υπομονής κρατηθήκαμε στη ζωή…
Κεμίρ: Με πίστη στο Καλό, στο Ωραίο, στον Άνθρωπο και τον Θεό, πατρι(γι)ώτες!...
Θάμπος: Και οι Αλεβήτες;
Κεμίρ: Οι Αλεβί ήσανε οι Αγγελικοί, οι πρώτοι της Μικράς Ασίας Χριστιανοί.
Τρύφωνας: (Διψαλέος για μάθηση.) Οι Αγγελικοί;
Κεμίρ: Ναίσκε, παιδί μου, οι Αγγελικοί. Μια για την επίσημη τότε εκκλησία πίστη αιρετική …
Τρύφωνας: Αίρεση;
Κεμίρ: Έτσι λέγασι…
Τρύφωνας: Και;
Κεμίρ: Λέγασι ότι οι Άγγελοι πρέσβευαν στον Θεό για τη σωτηρία των ανθρώπων…
Τρύφωνας: Και καταδικάστηκαν από κάποια Σύνοδο;
Κεμίρ: Ναίσκε, παιδί μου, του 363. Τσε από τότε κυνηγημένοι από τους Βυζαντινούς τσε ύστερις από την Τουρκιά…
Θάμπος: Και είναι πολλοί σήμερα οι Αλεβήτες σε ετούτα τα ευλογημένα μέρη;
Κεμίρ: Πολλοί. Είκοσι τόσα εκατομμύρια ψυχές…
Θάμπος: (Εμφανώς θαμπωμένος.) Είκοσι τόσα εκατομμύρια;
Κεμίρ: Ναίσκε. Τσε πιεσμένοι από τους Βυζαντινούς τότε τσε τώρα κυνηγημένοι από τους φανατικούς Μουσουλμάνους της χώρας, γιατί βαφτίζουνε τα κοπέλια της και λοξοκοιτούν και προς τους Χριστιανούς…
Θάμπος: Ρε μπράβο!
Κεμίρ: Ναίσκε. Τσε κρατούνε νηστεία, πίνουσι κρασί, φτιάχνουνε ρατσή…
Θάμπος: (Με απέραντο θαυμασμό.) Άκου πράματα!...
Κεμίρ: Δε λέγουσι το μουσουλμανικό πιστεύω, δεν κάνουσι όπως οι άλλοι πιστοί Μουσουλμάνοι πέντε φορές την ημέρα προσευχή γονυπετείς, δε νηστεύουσι στο Ραμαζάνι…
Θάμπος: Μπράβο! Μπράβοοοο!
Τρύφωνας: Και πού, σεβαστέ γέροντα, υμνούν τον Θεό της πίστης τους;
Κεμίρ: Στα Τζεμ, γιόκα μου, τους Οίκους του Θεού… Δίχως μιναρέδες, Μουεζίνηδες και χοτζάδες…
Τρύφωνας: Εκπληκτικό! (Κάνοντας δυο τρία βήματα.) Και εσείς; Κρυπτοχριστιανοί ή Αλεβήτες;
Κεμίρ: (Κουνώντας το κεφάλι δίχως να δώσει σαφή απάντηση.)
Τρύφωνας: Οι Κρυπτοχριστιανοί;
Κεμίρ: (Στρέφει αργά αργά το κεφάλι του προς τη Σεβντά και τις εγγονές της, δείχνοντάς τες. Τη στιγμή αυτή βγάζουν από τον κόρφο τους ένα φυλαχτό με τη μορφή της Παναγίας και το ασπάζονται.) Λα(γ)οί τσε λα(γ)οί κρατούνε την ώρια ετούτη τη γη, που άλλοι ζούνε αφεντάδες τσε άλλοι κατωκεφαλίτες!...
Τρύφωνας: (Ατενίζοντας τα βάθη τ’ ουρανού, ενώ η Σιρίν τον κοιτά λάγνα και με πάθος φλογινό.) Η ώρα του φιλιώματος των λαών του Αιγαίου σιμώνει. Η αυγή στα ιωνικά ακρογιάλια πάλι βελουδένια θα ξημερώνει και του κορυδαλλού το λαλητό θα κορωνίζει χαρωπό στις κορυφές του ουρανού, που μέλι θα σταλάζουν!...
Σιρίν: (Πλησιάζει τον Τρύφωνα, όπως η λαγγεμένη ελαφίνα τρέχει σιμά στο αρσενικό ελάφι.) Τι όμορφα, που τα κεντάς, εσύ καλέ Γιουνάν!
Τρύφωνας: Παρακαλώ, δεσποινίς. Τρύφωνας. Τρύφωνας Λαμψακιάδης. Της Λαμψάκου ένας νιος, γλυκιά ομορφοκόρη!
Σιρίν: Σιρίν. Σιρίν, Σειρήνα, Τσανακαλί, αγόρι Τρύφωνά μου. Του Κεμίρ η μία εγγονή.
Τρύφωνας: Δείχνεις έξυπνη κοπέλα, καλή μου εσύ Σιρίν!
Σιρίν: (Σκύβοντας λίγο το κεφάλι για να δείχνει συνεσταλμένη.) Ευχαριστώ, καλέ μου Τρύφωνα.
Τρύφωνας: Και είσαι και πολύ όμορφη, Σιρίν, σαν της Ανατολής τα ρόδα!
Σιρίν: (Βαριαστενάζοντας από πάθος ερωτικό.) Ε, καλέ. Το όνομά μου όμορφη λίγο ως πολύ σημαίνει. Όμορφη!...
Τρύφωνας: Και καλλικέλαδη σαν κείνες τις κόρες του πελάου τις μυθικές Σειρήνες, που ’μοιαζαν κάπως με πουλιά και μάγευαν τους ναύτες σαν διάβαιναν εδώ σιμά, στα ανεμόσειστα μπουγάζια του Βοσπόρου, ή στης Σικελίας τα στενά και ξάφνου χάνονταν και κείνοι και τα πλοία!...
Σιρίν: (Κάνοντας δυο βήματα πιο πέρα και μονολογώντας.) Μα τώρα, μάγια, του έρω λούλουδα, απλόχερα σαν του Ελλησπόντου τη δροσερή την αύρα σκορπάς στα δίπλα μου και μου δονείς τα σπλάχνα!…
Τρύφωνας: Όμορφη κόρη Λαμψινή, ίδια ιωνική κολόνα, το ακρογιάλι του Ελλήσποντου με σμάραγδα και μύρα το πλουμίζεις!...
Σιρίν: (Πλησιάζει κοντά του σαν τη γαλή, που κουλουριάζεται στ’ αφεντικού τα πόδια. Οι άλλοι αμίλητοι τους θωρούν και φαίνεται πως όλοι τους ποθούν ετούτη η αναπάντεχη σμίξη η ψυχική με δυο να δέσει κρίκους μαλαμάτου.) Όμορφα! Όμορφα μιλείς! (Δείχνει αμήχανη και αναστατωμένη στο έπακρο. Ξάφνου, σαν πανικόβλητη παίρνει των ομματιών της. Την ακολουθεί ο Τρύφωνας με απλωμένα χέρια, φοβούμενος μην την οπτασία χάσει… Την ίδια στιγμή εισέρχεται στη σκηνή η γριά Σαλιχά Τσανακαλί, τραγουδώντας έναν παθιάρικο αμανέ. Παρεμβαίνει όμως ο Κεμίρ και τη σταματά.)
Σαλιχά: (Εισέρχεται τραγουδώντας έναν παθιάρικο αμανέ.)
Κεμίρ: Σαλιχά, καλή μου συμβία. Όχι τώρα αμανέ. Χαρούμενο πρέπει σκοπό στου Εμίν τον καφενέ.
Σαλιχά: Γιατί, άντρα μου Κεμίρ; Άνοιξαν τα κεμέρια, τα βαλάντια, τ’ ουρανού;
Κεμίρ: Ναίσκε, Σαλιχά μου. Άνοιξαν! (Δείχνοντας όλη τη συντροφιά.) Ήρθασι σιμά. Άνοιξαν οι ουρανοί του Θεού, φιλιώνουν τώρα οι λα(γ)οί του Αιγαίου!
Σωτηρία & Ροσλά: (Η Σωτηρία επιστρέφει αναγεννημένη, με δίπλα της τον Ροσλά, τον οποίο συνοδεύει και στο τραγούδι του Καραπιπερίμ, αλλά και στον χορό. Φαίνεται πως οι χτύποι της καρδιάς καλά κρατούν και δείχνουν ερωτευμένοι. Σε λίγο, τους ακολουθούν σε ό,τι κάνουν, και όσοι από τους υπόλοιπους δύνανται να το πράξουν.)
Τρύφωνας & Σιρίν: (Την ώρα της μέθεξης μέσω των προηγηθέντων συμβάντων και του Καραπιπερίμ, επανέρχεται στη σκηνή ο Τρύφωνας με τη Σιρίν, η οποία ως βεντούζα χταποδιού έχει κολλήσει επάνω στο σφριγηλό του το κορμί, ενώ εκείνος της κρατάει τρυφερά το βελουδένιο χέρι, θωπεύοντας παράλληλα με του ηλιού του τα πυροφόρα μάτια το νεανικό και λυγερό της σώμα. Οι δύο νέοι τραγουδούν το Μινόρε της αυγής των Μίνωα Μάτσα και Σπύρου Περιστέρη, το οποίο σύντομα παίρνουν να άδουν και οι υπόλοιποι.)
Ξύπνα, μικρό μου, κι άκουσε
κάποιο μινόρε της αυγής,
για σένανε είναι γραμμένο
από το κλάμα κάποιας ψυχής
Το παραθύρι σου άνοιξε
ρίξε μου μια γλυκιά ματιά
Κι ας σβήσω πια τότε, μικρό μου,
μπροστά στο σπίτι σου σε μια γωνιά
Ξύπνα, μικρό μου, κι άκουσε
κάποιο μινόρε της αυγής,
για σένανε είναι γραμμένο
από το κλάμα κάποιας ψυχής
Κεμίρ: (Μιλώντας προς την ομήγυρη και δείχνοντας τα δύο νεοφερμένα ζευγάρια.) Πατρι(γι)ώτες, το λουλούδι της Ανατολής τσε η αύρα του Αιγαίου θάμπωσαν τώρα τον γήλιο τ’ ουρανού!
Θάμπος: Σμίξη αμάραντη να είν’ ετούτη, σοφέ γερο-Κεμίρ, και την ευχή μας να ’χουνε ετούτοι οι ανθοί της ωραίας ζήσης και της μαγιάτικης αυγής!
Κεμίρ: Την ευχή μας, καρντάς Θάμπο. Την ευχή μας στα ρόδα του Λεβάντε μας!
Σεβντά: Παιδιά μου, επιτέλους, οι δυο λαοί μας ξαναγίνονται ένα σαν την πνοή της πρωινής του Αιγαίου αύρας κι εγώ – τη στερνή ετούτη της ζωής μου ώρα – ξαναγεννιέμαι, ξαναβρίσκω το φως και τον χαμένο μου εαυτό!
Τζασμίν: Γιαγιούλα μου, νενέ Σεβντά και Πελαγία, μια νέα για όλους μας εποχή ανθίζει, ίδια και όμοια με αυτήν που νοσταλγικά στα παραμύθια σου μου έλεες σαν με νανούριζες γλυκά στη στοργική σου κλίνη!
Σεβντά: Τζασμίν, Ισμήνη μου, καλή μου κόρη, σε όνειρο ζω του ουρανού, (Σφιχταγκαλιάζοντας τους εξ Ελλάδος.) που βρήκα τους δικούς μου (Δείχνοντας τα δύο νέα ζεύγη.) και γίνονται κι άλλα θάματα απόψε!
Τζασμίν: Ναι, γιαγιάκα μου καλή. Σε όνειρο!
Σεβντά: Οι δυο πατρίδες μας γίνονται μια! Μία και αχώριστη, Τζασμινούλα μου! Μί – α!
Αρετή: Οι άνθρωποι ερωτεύονται, τραγουδούν, γίνονται ένα σ’ έναν κόσμο αρετής, ειρήνης, δημιουργίας και χαράς!
Τρύφωνας: Ο κόσμος, που ποθούμε, είναι αυτός της συναλληλίας και συναδέλφωσης των λαών του Αιγαίου! Ένας κόσμος της Λαμπρής ειρηνοφόρος και της Αγάπης λαμπάδα και πυρσός!
Αρετή: Τις κοινές μας του φιλιώματος τις ρίζες να συμπλέξουμε ερωτικά κι αχώριστα για μια του αύριο ροδόλουστη αυγή, αντάξια του από αιώνες ανέσπερου ιωνικού φωτός, που σ’ αυτήν εδώ γεννήθηκε τη γης και τα ’φερε ο καιρός για ν’ αφυπνίσει κι όλη την Οικουμένη!
Τρύφωνας: Κοινές να κάνουμε επιχειρηματικές πορείες εδώ στα ηλιόφωτα ιωνικά ακρογιάλια και συνάμα γάμους με βλαστούς της Μικρασίας και Ελλάδας πάλι! Αλλά και σπουδές Ελλήνων στην Τουρκιά και Τούρκων στην Ελλάδα, μα και ό,τι καλό και όμορφο η σκέψη των ανθρώπων πλάθει!
Σιρίν: Εμείς οι δύο, Τρύφωνά μου, απόψε στο Δημαρχείο της Λαψινής Πατρίδας τον γάμο μας κάμουμε και σύντομα κι άλλοι πολλοί θα γίνουν!
Σεβντά: Ναι, κοπελούδα μου. Σίγουρα. Την ευχή μου, κόρη. Να ζήσετε σαν τα ψηλά βουνά και να ανθίζετε σαν του Μαγιού λιβάδι.
Σιρίν: Ευχαριστώ πολύ, γιαγιά.
Σεβντά: Μωρό μου! (Λέγοντάς το, της σφίγγει με τις ροζιασμένες της παλάμες το τρυφερό της πρόσωπο.) Κι εύχομαι, Σιρίν μου, ό,τι της Καταστροφής ο όλεθρος με ασπλαχνιά δαιμονική εστέρησε από εμάς, στο διάβα σας ποτέ να μην βρεθεί!... (Αναστεναγμό βγάζει βαθύ κι ο πόνος ξεχειλίζει.) Ααααχ… Πο – τέ. Πο – τέ.
Σιρίν: Τι πίκρα στάζει, νενέ Σεβντά, ο κάθε αναστεναγμός σου!
Σεβντά: Παιδιά μου! (Σφίγγοντάς τα με όλη της τη δύναμη.) Ερωτευτείτε παράφορα, δίχως καθόλου κρατημό σαν ελόου μου με τον Ινονού Αλή εφέντη, που μ’ έκανε να χωριστώ απ’ όλους τους δικούς μου σαν το Εικοσιδυό τραβήξανε – λεφούσι ανεμοδαρμένο – για μία κακοτράχαλη και άξενη στεριά!...
Δόμνα: Θεία Σεβντά και Πελαγία μία, τώρα πια το ανεμοδαρμένο σμάρι ξανάσμιξε και πλέον δεν χωρίζει ούτε κι αν πέσουνε βροντές, χιόνια και καταιγίδες!
Σεβντά: Ναι, Δόμνα μου, κανείς δεν μας χωρίζει. (Παίρνει ανάσες, βυθίζεται για λίγο σε μύχιες σκέψεις.) Μα τώρα, ο έρως του Τρύφωνα και της Σιρίν, της Σωτηρίας του Ροσλά μελωδικά μηνάει πως στη Λαψινή του Ελλήσποντου Πατρίδα σαν του ηλιού πολύφωτη μια αγάπης απλώθηκε πλημμυρίδα και δυο λαούς ενώνει!
Ίαμβος: (Θα πάρει να τραγουδά έναν εύθυμο, ρυθμικό και χορευτικό σκοπό, τον οποίο θα συγχορέψει η επί σκηνής συντροφιά.)
Απ’ του έρωτα τα μάγια ’δώ στη Λαψινή Πατρίδα
ένας Τρύφωνας Ερμής μια Σιρίν σαν ρόδο αυγής
στου Αιγαίου τ’ ακρογιάλια χαίρονται αγάλι αγάλια
έναν έρωτα βαθύ που τον ραίνει του πελάγου η μουσική
και σαλπάρουνε λευκά βιος ιστία στης ειρήνης την ευδία
Αλεβήτες, Μουσουλμάνοι, Χριστιανοί και μύριοι άλλοι
που ’ταν ναυαγοί σε ακρογιάλι από μάχης παραζάλη
χρόνια άμετρα θολά, που όλα έδειχναν σαλά
μα ήρθαν τώρα πάλι χρόνια φωτεινά μια αγκάλη
κάμνοντας γάμο λαμπρό Πούλια μια με Αυγερινό!
Φάτε πιείτε και γλεντήστε και τρελά ερωτευθείτε
πιάστε τώρα τον χορό σε αλώνι ουρανό
με την Πούλια το Φεγγάρι τη Σιρίν το παλικάρι
τον Ροσλά τη Σωτηρία κι η ζωή θα είν’ μαγεία
ένας νέος δρόμος τρέχει κι η αγάπη έχει κέφι
οι λαοί φιλιώσαν πάλι κι έχουν τ’ άστρα θείο σάλι!
Φάτε πιείτε και γλεντήστε και τρελά ερωτευθείτε
πιάστε τώρα τον χορό με αγάπη ουρανό
η ζωή είναι ωραία σε ειρήνης περιβόλια
τρέχει το ιώνιο φως είν’ ο κόσμος νιος γαμπρός!
(Κλείσιμο αυλαίας.)
Κωνσταντίνος Κλ. Μπαϊρακτάρης
Χαλκίδα, Γενάρης – Φλεβάρης 2006
[Επεξεργασία: Μάρτιος 2021]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου