ΓΕΦΥΡΑ

eviahistοry.gr

Σάββατο 18 Ιουλίου 2020

Ο Παπα- Γιώργης Γιαννούλης «Εξομολογείται»


Ο Παπα- Γιώργης Γιαννούλης «Εξομολογείται»

Στις 19 Φεβρουαρίου επισκέφτηκα στο Βασιλικό, όπου διαμένει πλέον, μια βιβλική και μυθική- για εμάς τα παιδόπουλα της περιοχής Αλιβερίου – προσωπικότητα για την οποία εκεί στο λυκαυγές  της Μεταπολίτευσης τόσα είχαμε μάθει και τόσα θαυμαστά είχαμε ακούσει! Ήταν  μια συνάντηση και γνωριμία μαζί, που χρόνια πριν προσδοκούσα να συμβεί, μα το πλήρωμα του χρόνου μόλις τότε (στα μέσα Φεβρουαρίου) ευωδόθηκε να έλθει.
Ο λόγος για τον παπα-Γιώργη Γιαννούλη από τα Θαρούνια Αλιβερίου, μια πολυσχιδή προσωπικότητα, με έντονο αγωνιστικό παρελθόν στα δύσκολα χρόνια της κατοχής, συνεχή και συνεπή προσφορά στον άνθρωπο ως λαϊκός αρχικά ή ως κληρικός στη συνέχεια, με προσφορά ανιδιοτελή και από καρδιάς πάντα δίχως ποτέ να υποκύψει  στις βουλές των «λυκάνθρωπων», με πλούσια παραγωγή χειροποίητων μουσικών οργάνων, ξυλόγλυπτων εικόνων, κ.τ.λ.

Μέρος της πολυτάραχης ζωής του ο παπα – Γιώργης Γιαννούλης το έχει αποτυπώσει σε δαχτυλογραφημένο έντυπο 42 σελίδων,  από το οποίο μεταγράφουμε δυο χαρακτηριστικά σημεία, που δείχνουν τη μεγαλοσύνη του λενίτη ιερέα από τα Θαρούνια του Αλιβερίου και συμπληρώνουν καθοριστικά το προϊόν της συνέντευξης που ακολουθεί:
1. « Πιστεύω προσωπικά, όπως και όλοι οι συναγωνιστές που λάβαμε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ότι δικαιούμαστε να αισθανόμαστε περήφανοι. Γιατί  η τοποθέτησή μας εκείνη, ήταν σωστή, δίκαιη, αυθόρμητη, χωρίς να  αποβλέπει σε προσωπικά οφέλη, αλλά μόνο σε θυσίες και για την ελευθερία της πατρίδας».
ΙΙ. Στη γιορτή της Απελευθέρωσης στη Χαλκίδα την 21 Οκτωβρίου 1944, «στην πλατεία Αγοράς όπου συγκεντρωθήκαμε, μίλησαν οι : Γρηγόριος   Ο Μητροπολίτης, ο Νικηφόρος της Ρούμελης Δημητρίου Λακιώτης του 7ου Συντάγματος Εύβοιας, ο Νότης Καπνίσης και άλλοι.
Και έκλεισε η ωραία  και αξέχαστη αυτή γιορτή, που έμεινε στη μνήμη μου σαν η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου,  με ωραία τραγούδια του Αγώνα από χορωδία Ανταρτισσών της Βόρειας Εύβοιας και με τον Εθνικό Ύμνο».

                                                                           Κ. Μπαϊρακτάρης
ΕΡ: Μπορείτε να μας δώσετε μέσα σε λίγες γραμμές ένα σύντομο βιογραφικό σας;
ΑΠ.: Φυσικά.....
Ακούστε, λοιπόν. Εγώ γεννήθηκα στο χωριό Θαρούνια το 1925 από γονείς γεωργούς. Το Δημοτικό σχολείο το έβγαλα στα Θαρούνια με δασκάλους καλούς, οι οποίοι πραγματικά ήτανε φωτισμένοι δάσκαλοι και παρ’ όλη την φτώχεια  που μας έδερνε. Την εποχή εκείνη, κατόρθωσα να τελειώσω το Δημοτικό σχολείο, με τη βοήθεια του πατέρα μου που κουβαλούσε ξύλα – στο Αλιβέρι και αλλού – για να τα πουλήσει.
Τα δύο τελευταία χρόνια του σχολείου τα έβγαλα στο χωριό Βρύση, επειδή στα Θαρούνια  δεν υπήρχαν δασκάλοι.
ΕΡ: Μένατε εκεί τότε, στη Βρύση;
ΑΠ: Βεβαίως. Είχα το προνόμιο να έχω εκεί συγγενείς και έμενα εκεί, στη Βρύση. Τα άλλα παιδιά των Θαρουνίων που δεν είχαν καμιά βοήθεια, έμεναν στο χωριό  και δεν πήγαιναν σχολείο.
Την  εποχή εκείνη  το βιοτικό επίπεδο του χωριού ήταν πολύ χαμηλό, όπως συμβαίνει σήμερα σε χώρες της Αφρικής και βλέπουμε αγόρια και κορίτσια να φορούν το φουστανάκι, έτσι κι εγώ – χωρίς παντελόνι – έφτασα μέχρι την Τετάρτη Δημοτικού.
Η ζωή μας, το φαγητό μας ήταν τόσο φτωχά, γιατί το γεύμα με ένα αυτό δεν ήταν για έναν  άνθρωπο αλλά για δυο τρείς. Το έτρωγαν δυο τρείς μαζί!... Ρίχναμε πολύ λάδι μέσα σε μια γαβάθα και βουτούσαμε όλοι μαζί με το ψωμάκι. Και .... όποιος προλάβει!... Καθόμαστε κατάχαμα γύρω από το σοφρά – καρέκλα  δεν υπήρχε – και βουτούσαμε όλοι μαζί από την πήλινη γαβάθα. .
Ο  σοφράς – ως ξέρεις – είναι κοντό ξύλινο τραπέζι στρογγυλό. Για καθίσματα είχαμε ξύλινα κούτσουρα στρογγυλά. Η θέρμανσή μας ήταν το τζάκι, ο θεός να το πεί τζάκι!.. Εκεί, στη γωνία του σπιτιού ρίχναμε τα ξύλα για τη φωτιά και στο ταβάνι ανοίγαμε μια τρύπα.
Το χειμώνα είχαμε τις περισσότερες δυσκολίες, γιατί είχαμε κάτι κατοικίδια ζώα (κατσίκες, προβατάκια, κότες), που ήταν – μαζί με το γεωργικό – το μοναδικό μας εισόδημα για να ζήσουμε.
Η σπορά εκείνη την εποχή γινόταν για δυο τρεις μήνες, γιατί ο τόπος ήταν πολύ σκληρός – άγονος – και τον περισσότερο τόνε σκάβαμε με τα τσαπιά. Σπέρναμε τον καρπό και σκάβαμε με τα τσαπιά για να τον παραχώσουμε.
Το θέρος πάλε διαρκούσε ένα μήνα και !.... Ξέρεις, γινόταν με το δρεπάνι. Είχαμε και τις ελιές.....
Η φτώχια  ήτανε γενική μέσα στο χωριό!
Οι πιο «πλούσιοι»  του χωριού είχανε αντί για γαϊδουράκι, άλογο. Αυτό ήτανε το μεγάλο προνόμιο των «πλουσίων»  του χωριού μας!... Ενώ εμείς είχαμε γαϊδουράκι ή το πολύ πολύ μουλάρι....
ΕΡ: Τα σπίτια σας;
ΑΠ: Τα σπίτια μας ούτε ταβάνι είχαν ούτε ιδιαίτερο δωμάτιο. Μόνο το τζάκι....
ΕΡ: Γυμνάσιο πήγατε;
ΑΠ: Βεβαίως , στο Αλιβέρι και στις Κονίστρες.
ΕΡ: Από ’κεί και πέρα η ζωή σας πως κύλησε;
ΑΠ: Το 1940 είχα τελειώσει τη Β’ Γυμνασίου. Γράφτηκα στο Γυμνάσιο της Χαλκίδας τότε και την 28η Οκτωβρίου του 1940, που κηρύχτηκε ο πόλεμος, σταμάτησαν όλα.
ΕΡ: Να σταθούμε λιγάκι σ’ αυτήν την τόσο σημαντική και σημαδιακή ημέρα;
ΑΠ: Βεβαίως.
ΕΡ: Πως έχετε αποτυπώσει στη μνήμη  σας εκείνη  την πρώτη ημέρα του πολέμου;
ΑΠ: Την ημέρα εκείνη ήμουνα στο χωρίο και αμέσως το πρωί το μοναδικό τηλέφωνο που υπήρχε στο χωριό χτύπησε και ήρθε το μήνυμα της κήρυξης του πολέμου. Την ίδια στιγμή έτρεξαν και χτύπησαν τη καμπάνα. Όλοι μας, λοιπόν, συγκεντρωθήκαμε στην εκκλησία του χωριού – στο χοροστάστι, όπως το λέγαμε, γιατί εκεί γινόταν πάντοτε ο χορός στα πανηγύρια – και μας ενημέρωσαν ότι κηρύχτηκε  ο πόλεμος.
            Κατά τις 10 η ώρα το πρωί ήρθε ο ταχυδρόμος με το άλογο και έφερε προκηρύξεις. Η μία απ’ αυτές έλεγε: «Η πατρείς σας σας καλεί να την υπερασπιστείτε. Τρέξατε υπο τας σημαίας». Τις κολλήσανε σε δυο τρία σημεία, στα μαγαζιά και την επομένη έπρεπε να φύγουνε πάλι και καλούσε τις ηλικίες ο Πρόεδρος, με βάση το τηλεγράφημα που έλεγε  ποιοι θα φύγουνε, και συγκεντρώνονταν τα παλικάρια στο Χοροστάσι, και θα ήταν καμιά εικοσαριά αυτοί που θα πήγαιναν στο Μέτωπο.
ΕΡ: Πως αντέδρασε ο κόσμος σ’ αυτό το κάλεσμα;
ΑΠ: Στο κάλεσμα; Μα ο κόσμος ταράχτηκε, γιατί το χωριό δεν ήτανε ενημερωμένο ότι είχε βυθιστεί η Έλλη για να περιμένει κάτι. Αυτό ήτανε ένα έξαφνο πράγμα  και θυμάμαι που πολλοί κλαίγανε.
ΕΡ: Από φόβο; Από χαρά;
ΑΠ: Από φόβο περισσότερο.
            Μάλιστα,  θυμάμαι μια νιόπαντρη που έφευγε ο άντρας της ο Σταύρος και φώναζε δυνατά. Τα παλικάρια όμως δεν κλαίγανε καθόλου. Είχανε χαρά, χαιρετίσανε και τραβήξανε το δρόμο με τα πόδια, γιατί δεν υπήρχε αυτοκίνητο, παίρνοντας το μονοπάτι κατά τη ρεματιά και κίνησαν για το Αλιβέρι, να βρούν αυτοκίνητο να πάνε στη Χαλκίδα. και από ’κει με καράβι για το Βόλο.
ΕΡ: Μνήμες άλλες από τις πρώτες μέρες του Πολέμου;
ΑΠ: Ήτανε πολύ χαρμόσυνες, γιατί μέσα μέσα ερχόταν κοινά τηλεγράφημα ότι ο στρατός αμύνεται. Όμως μετά από καμια δεκαριά μέρες που τους εβάλανε μπροστά, ύστερα βαράγανε τις καμπάνες χαρμόσυνα και λέγανε ότι σήμερα περάσανε τα αλβανικά σύνορα και προχωρούνε μέσα οι Έλληνες.
ΕΡ: Υπήρξε κανένα θύμα από το χωριό σας;
ΑΠ: Μετά από κανα μήνα ήρθε το πρώτο άσχημο χαμπάρι ότι σκοτώθηκε ο τάδε. Κλάματα, θρήνος στο χωριό!... Μετά από καμιά δεκαριά μέρες άλλο θλιβερό μαντάτο. Άλλος νεκρός!
ΕΡ: Πως λέγονταν αυτοί οι άνθρωποι;
ΑΠ: Ο ένας λεγόταν Νικόλαος Καπενής και ο άλλος Βασίλειος Γεωργίου Γιαννούλης.
ΕΡ: Ηταν νυμφευμένοι;
ΑΠ: Ο Καπενής ναι, ο Γιαννούλης όχι.
Έπειτα ο ταχυδρόμος δυο τρείς φορές τη βδομάδα έφερνε τα δελτάρια, τα οποία έστελνε ο κάθε στρατιώτης στους δικούς του για να τους ενημερώσει. Γράμματα απ’ το Μέτωπο... Είχανε και μια φωτογραφία επάνω με έναν τσολιά.
ΕΡ: Η είδηση της κατοχής πως έφτασε στ’ αυτιά σας;
ΑΠ: Να σας πώ. Έως τότε η κατάσταση είχε παγιωθεί. Μάλιστα, τότε έλαβα ένα γράμμα από έναν φίλο μου δάσκαλο που μου έγραφε πως έφτασαν ήδη στο Τεπελένι και πως γρήγορα θα τους ρίξουν στη θάλασσα για να τους  κάνουν – όπως έγραφε ο δάσκαλος – «ένα ψυχρό ντούζ».
Το δάσκαλο αυτό τον έλεγαν  Γεώργιο Σταμάτη και καταγόταν από την Λιλαία Παρνασίδος. Μάλιστα, ένας δρόμος στο χωριό φέρει το όνομά του.
            Με αυτήν την ελπίδα εμείς εξακολουθούσαμε να εργαζόμαστε κανονικά, γινότανε μάλιστα και έρανος σε νήμα και οι γυναίκες έφτιαχναν κάλτσες και πουλόβερ για το στρατό. Άλλοι τότε ήρθαν τραυματίες από το Μέτωπο με κρυοπαγήματα και άλλοι τραυματισμένοι.
            Όταν μάθαμε ότι οι Γερμανοί μας κήρυξαν τον πόλεμο το καταλάβαμε ότι ως εδώ ήτανε. Μέσα σε 3 μέρες άρχισαν τα αεροπλάνα να περνάνε κατά δεκάδες, εκατοντάδες, κυρίως  όταν οι Γερμανοί πάτησαν την Αθήνα και προετοιμαζόνταν για τη μάχη της Κρήτης.  Σύννεφα από πάνω...
            Ύστερα γονατίσαμε όχι από φόβο, αλλά από μίσος πια, γιατί είχαμε τη χαρά της νίκης και μας τη στέρησαν έτσι δόλια!
ΕΡ: Μνήμες κατοχής;
ΑΠ: Οι μνήμες κατοχής πολλές.
ΕΡ: Πιο χαρακτηριστική;
ΑΠ: Μια φορά, όταν ήρθαν κάτω οι Γερμανοί αυτοί ανέθεσαν στους Ιταλούς τη φύλαξη της περιοχής και οι Ιταλοί μια μέρα ξεκίνησαν από την Βάθεια. Ήταν καμιά ογδονταριά, ανέβηκαν προς τη Σέττα από ένα μονοπάτι δύσβατο, κατσικόδρομος. Ήταν μόνο για τα ζώα: Αυτοί, λοιπόν, πήραν το μονοπάτι  με τις μοτοσικλέτες, που στην καθεμιά βρισκόνταν και από δυο.
            Εμείς με το Δημήτρη το Μολέ όταν τους αντικρίσαμε από μακριά, χωρίς να διακρίνουμε τι ήταν, ακούγοντας το θόρυβο τρομάξαμε, αναρωτόμενοι τι πράγμα είναι αυτό που τρέχει θορυβώδικα επάνω στις πέτρες.
ΕΡ: Σκεφτήκατε: φαντάσματα, τέρατα;
ΑΠ: Φυσικά. Τέρατα!
            Ανεβήκαμε, που λες, σ’ ένα σημείο παρατηρητήριο και βλέπουμε που περνάγανε περνάγανε, ώσπου μπήκανε μέσα στο χωριό. Τότε κατεβήκαμε κι εμείς δειλά δειλά στο χωριό.
            Αυτοί ήτανε πολύ χαρούμενοι και άραξαν σε μια πλατειούλα. Ήταν καμιά ογδονταριά μοτοσικλέτες με ένα οπλοπολυβόλο η καθεμιά και δυο αναβάτες.
Από εκεί θέλανε  να κινήσουνε για την Παναγιά . Πάλι κατσικόδρομος κατηφόρα και ανηφόρα. Μέχρι το βράδυ πάλευαν. Οι πενήντα τα κατάφεραν στο βουνό απάνω, αλλά οι άλλοι όχι και γύρισαν πίσω στο χωριό και στρατοπέδευσαν δίπλα στο σχολείο.
Σιγά σιγά ημερέψαμε. Πήγα κι εγώ κοντά τους κι ένας Ιταλός μου λέει:
«Ελα εδώ»
Πήγα.. Μου δίνει ένα παγούρι.
«Πάρ’ το, μου λέει. Τρέξε να μου φέρεις λάδι».
Το πήρα και χάθηκα! Η πρώτη αντίσταση!
ΕΡ: Από ’κει και πέρα αφού πήρατε το βάφτισμα του πυρός;
ΑΠ: Από ’κει και πέρα.....
            Άκου να δεις: Έρχονταν οι Ιταλοί απάνω. Πήγαιναν στον Πρόεδρο: «θέλουμε κατσίκι». Πήγαιναν στους φτωχούς , τα παίρνανε. Οι Πρόεδροι  κάνανε και χάρες. Δηλ. όποιον μισούσαν, διαρκώς απ’ αυτόν έπαιρναν: κότες, κατσίκια ....
            Ύστερα ήρθαν οι διαταγές για τη συγκομιδή των όπλων. Μερικοί είχαν καλά όπλα και τα έκρυψαν, άλλοι όμως τα παραδώσανε, κυρίως τα άχρηστα. Έρχεται λοιπόν ένα απόσπασμα απάνω, πιάνουνε δυο τρείς και τους λιώνουν στο ξύλο. Ανάμεσά τους και ο Βασιλείου που δεν έβγαλε άχνα για το κρυμμένο του όπλο. Γι’ αυτό τον κάθισαν κάτω, τον γδύσαν και με μια αλυσίδα τον χτυπούσαν στην πλάτη, κάνοντάς τον όλο λουρίδες πληγών και αίματος. Αυτό γινόταν στο σπίτι του Παπαθανάση. Ο Βασιλείου  πόνεσε, μα άντεξε και δε μαρτύρησε. Απελπισμένοι  οι Ιταλοί του δώσανε μια κλοτσιά και τον αφήσανε.
            Μια άλλη φορά που ανεβήκαν πάνω, δούλευε  το σχολείο και ήταν ένας δάσκαλος, ο Μεταξάς Γιάννης από τον Αγιο – Γιάννη, τον οποίο άρπαξαν 5-6 Ιταλοί, γιατί κάποιοι τον είχαν καταδώσει πως είχε ιδέες ανατρεπτικές για τους Ιταλούς. Τον έκλεισαν για 5-6 μήνες φυλακή στην Αθήνα για φρονηματισμό.
            Ύστερα από δυόμισι χρόνια κατοχή ήρθε μια βραδιά ένας και μας είπε πως θα ξεσηκωθούμε. Εν τω μεταξύ  ο δάσκαλος ο Σταμάτης όταν είχε απολυθεί από το Μέτωπο, ήρθε στα Θαρούνια  να μας δεί. Και μας λέει, λοιπόν,  πως : «Όταν εγκαταλείψαμε το Μέτωπο, πήραμε και τα όπλα μαζί μας και τα κρύψαμε στα βουνά , για κάθε ενδεχόμενο. Γι’ αυτό να ’στε έτοιμοι. Γρήγορα θα ’ρθει η ώρα του Αγώνα». Χορέψαμε και χαρήκαμε όλοι μαζί. Φεύγοντας, μας λέγει «Γειά σας. Μπορεί και να μη σας ξαναδώ». Και πράγματι, μπήκε στο αντάρτικο και σκοτώθηκε κιόλας.
            Αυτός που λέγαμε πρίν, εμφανίστηκε με τα πολιτικά. Φορούσε στρατιωτικό χιτώνιο και ήταν ψηλός και αδύνατος. Μαζευτήκαμε καμια δεκαριά και μας λέει: «Πρέπει να οργανωθούμε. Να μη δίνετε τίποτε στους Ιταλούς. Να αντιδράσετε. Να αντιδράσετε. Όποιος δεν αντιδράσει, θα έχει να κάνει με τους Αντάρτες. Τώρα βρίσκονται στη Ρούμελη, σε λίγο θα έρθουν και εδώ.» Το αγωνιστικό του όνομα – όπως μας είπε – ήταν Πολύφημος. Φεύγοντας, μας είπε πως θα ξανάρθει για να γραφτούμε στην οργάνωση. Και πράγματι ξαναπαρουσιάστηκε μετά από κανα δυο μήνες και ρώτησε να μάθει ποιος θα αναλάβει Υπεύθυνος στο χωριό. Δήλωσε ένας συντοπίτης μας πως δέχεται και τον ονόμασε Υπεύθυνο του ΕΑΜ. Ένα άλλον, που ήταν λοχίας στο στρατό, τον όρισε  Υπεύθυνο του Εφεδρικού ΕΛΑΣ. Από ’κει και πέρα έρχονταν συχνά και ο κόσμος έμαθε να κρύβει τα πράγματά του και να μην τα δίνει στους Προέδρους των χωριών για να βρεθούν στα Ιταλικά χέρια.  Όταν μάλιστα, πέρασαν και ρουμελιώτες αντάρτες στην Εύβοια, ο κόσμος σήκωσε περισσότερο το κεφάλι του.
ΕΡ: «Φωτιά και τσεκούρι» πλέον στους προσκυνημένους;
ΑΠ: Βεβαίως
ΕΡ: Κάπως έτσι μπήκατε κι εσείς στην Αντίσταση. Μετά μπήκατε και πιο ενεργά;
ΑΠ: Βεβαίως. Εγώ ήμουν έτοιμος από παλιά, γιατί με είχε μυήσει από τότε ο Σταμάτης ο Δάσκαλος όταν ακόμη ήμουν μαθητής του Γυμνασίου Αλιβερίου και ο Σταμάτης δάσκαλος του χωριού του. Αυτός λοιπόν ο φωτισμένος δάσκαλος, όταν τα Σάββατα βρισκόμουν στο χωριό μου, με διαφώτιζε. Μάλλον ήταν κομουνιστής, μα ποτέ δε μου το είχε πει. Εμείς στο άκουσμα κομουνιστής τρομάζαμε, γιατί οι γονείς μας  μας είχαν πει πως αυτοί είναι άγριοι και πως παίρνουν τις περιουσίες του κόσμου. Γι’ αυτό εμείς φοβούμαστε να μη μας πάρουν τις περιουσίες που δεν είχαμε..... Ποιες περιουσίες.... Ακόμη μας λέγανε πως βιάζουνε τις γυναίκες και πως δεν έχουν και οικογένεια.....
ΕΡ: Πως είναι άθεοι, πως.....
ΑΠ:Βεβαίως.
Ο  Σταμάτης λοιπόν, παρ’ ότι εγώ παιδί της Ε.Ο.Ν. του Μεταξά στο Αλιβέρι  και μάλιστα με βαθμό, με έπαιρνε για κυνήγι ή ερχόταν πολλές φορές στο σπίτι μου  και μου έλεγε: « Αυτός ο κόσμος που ζούμε, είναι άδικος, γιατί άλλοι έχουν σπίτια ψηλά, ενώ εσείς ....»
            Ετσι σιγά σιγά μπήκαμε στον Αγώνα και μόλις οι άλλοι κινούσαν  για τα χωριά μας, μας ενημέρωναν οι κάτοικοι , οι σύνδεσμοι, των άλλων χωριών και παίρναμε τα βουνά. Μάλιστα, στο Μακρυχώρι υπήρχε η έδρα του τάγματος του ΕΛΑΣ και σε κάθε χωριό είχαν ορίσει επιτροπές:  Επιτροπή δικαστική, επιτροπή επιμελητεύας  για τη συγκέντρωση τροφίμων κ.τ.λ. Παράλληλα γίνονταν συγκεντρώσεις στο Αλιβέρι, στο  Ρολόι, στον Κρεμαστό, παντού και μας μιλούσαν οι υπεύθυνοι της διαφώτισης.
ΕΡ: Είχατε συμμετάσχει σε κάποια πολεμική, επιθετική ενέργεια;
ΑΠ: Ναι. Όταν ξεκίνησαν τα «Χτενίσματα» για να πιάσουν  τους Αντάρτες, ερχόντουσαν φάλαγγες από ταγματασταλίτες, τους λεγόμενους Γερμανοτσολιάδες με τη χακί στολή, που ανέβαιναν επάνω για να πιάσουν τους Αντάρτες.
            Στις επιτροπές οι Αντάρτες είχανε βάλει διάφορους παραδείγματος χάριν, ένας που ήξερε γράμματα , οριζόταν πρόεδρος του δικαστηρίου ή εισαγγελέας. Εμένα με όρισαν γραμματέα για να γράφω τις αποφάσεις. Εμείς, λοιπόν, είχαμε γραφτεί και στο κομουνιστικό κόμμα, οι άλλοι όχι. Γι’ αυτό εμείς, όταν κινούσαν κατά  ’δω οι ταγματασφαλίτες , φεύγαμε, ενώ οι άλλοι έμεναν και όσους έπιαναν, τους ταλαιπωρούσαν.
ΕΡ: Εσάς σας «τίμησαν» τότε για τη δράση σας;
ΑΠ:Έτυχε να έχω στη Βρύση συγγενείς που ανήκαν στην άλλη παράταξη. Μάλιστα οι αντάρτες είχαν σκοτώσει έναν  πρώτο μου ξάδερφο καθηγητή στο Μακρυχώρι. Επομένως,  τ’  αδέρφια του ήταν ενάντια, γιατί τον είχαν σκοτώσει άδικα, πολύ άδικα, δηλαδή από συκοφαντία των κατοίκων. Δυστυχώς αυτή ήταν η μεγάλη καταστροφή τότε!... Δεν το ’χαν σε τίποτε να κατηγορούν κάποιον που ζήλευαν και να ισχυρίζονται αυτά που λένε. Έτσι πήγε αδίκως  ο άνθρωπος, γιατί τον ζήλεψαν κάποιοι ομοιοπατριώτες του εκεί.
            Αυτοί, λοιπόν, με προστάτεψαν όταν γίνονταν οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις,  αφού με χίλιες δυσκολίες έφτασα εκεί και κρύφτηκα στο σπίτι στο κατώγι, του θείου μου,  που ήταν παπάς εκεί στη Βρύση. Ήρθαν, λοιπόν, και στο σπίτι του θείου μου, είδαν πως αυτός ήτανε παπάς και έφυγαν. Έμεινα πολλούς μήνες εκεί, γιατί η κατάσταση ήταν βρόμικη και το ξύλο πήγαινε σύννεφο!
            Εν τω μεταξύ, ο πατέρας μου είχε πεθάνει το ’41 και η μανα μου  ήταν φιλάσθενη. Μας είχε πεθάνει και μια αδερφή μου... Μας είχανε ζώσει  τα φίδια..... Είχε πεθάνει και ένας αδερφός μου... Ήμαστε διαλυμένη οικογένεια!.. Ε, η μάνα μου για να ’χει συντροφιά, με παντρεύει. Έτσι, κάπως τη γλίτωσα. Ήτανε να πάω και στη μάχη του Παρθενίου. Είχαμε μαζευτεί καμια δεκαπενταριά  με όπλα, που τα κρύβαμε και ανήκαν στον εφεδρικό ΕΛΑΣ. Εγώ ήμουν αρχηγός της ΕΠΟΝ.
            Μια μέρα, που λέτε, έρχεται ένας σύνδεσμος και μας λέει πως πρέπει να εντοπίσουμε που βρίσκονται τα φυλάκια των Γερμανών που στρατοπέδευαν στο Παρθένι. Πήγα λοιπόν με άλλους δύο, βρήκαμε και δυο τσοπάνηδες, Παρθενιάτες, και τους ρωτήσαμε που φυλάνε αυτοί το χωριό. Εις χωρίς άλλη κουβέντα μας υπέδειξαν τα μέρη. Τις πληροφορίες αυτές μια άλλη νύχτα τις μεταφέραμε στο βουνό της Σέττας όπου μας περίμεναν οι Αντάρτες οι οποίοι έκαμαν την επίθεση. Είχαν ανάψει μια φωτιά εκεί σε ένα κρυμμένο μέρος και μας καρτερούσαν να τους δώσουμε το σημείωμα. Αφού τους ενημερώσαμε σχετικά, μας είπαν να μείνουμε στα Θαρούνια με τα όπλα μας και να τους περιμένουμε στο τάδε σημείο για να τους οδηγήσουμε στο μέρος όπου κρύβονται οι Γερμανοί. Εν τω μεταξύ, εμείς πήγαμε με τα όπλα, είχαμε και το παγουράκι του Ιταλού με νερό και περιμέναμε  σε ένα μαντρί να περάσουν οι δικοί μας   στις 3 π.μ., για να τους οδηγήσουμε στα γερμανικά φυλάκια. Εμείς  τα παιδιά τη μάχη τη βλέπαμε για παιχνίδι, αλλά δυστυχώς το χάσαμε, γιατί στο Μακρυχώρι δυο κάτοικοί του έπεισαν τους Αντάρτες να τους οδηγήσουν αυτοί στο στόχο και τους πέρασαν από άλλο σημείο.
            Το πρωί εμείς αναρωτιόμαστε τι συνέβη. Τη στιγμή αυτή άναψε η μάχη στο Παρθένι  κι εμείς κινήσαμε για τον πόλεμο. Όμως ο αρχηγός μας, που ανήκε στον εφεδρικό ΕΛΑΣ, μας λέει πως δεν πρέπει να τραβήξουμε κατά  ’κει, γιατί δεν ξέρουμε που ακριβώς πρέπει να πάμε. Εμείς οι άλλοι τρεις ανένδοτοι. Κινήσαμε για πόλεμο! Δυστυχώς, η έκβαση της μάχης δεν ήτανε καλή. Τους οπισθοχώρησαν τους Αντάρτες και μόλις φτάσαμε στο χωριό Παναγιά, βλέπαμε έναν τραυματία. Αντάρτη πάνω σ’ ένα ζώο που οδηγούσε ένας χωριάτης.
            Αυτός ο χωριάτης μας είπε να γυρίσουμε πίσω, γιατί κινδυνεύουμε να περικυκλωθούμε και να μας πιάσουν. Επιλέγοντας  πολύ, μας έπεισε.
ΕΡ: Πως θυμάστε τη μέρα της Απελευθέρωσης;
ΑΠ: Δε τη θυμόμαστε και καλά εμείς, γιατί τα πράγματα δεν ήταν καλά, μιας και μας είχανε βάλει στο μυαλό την ιδέα της συνέχειας του Αγώνα. Άλλωστε, σε λίγο ξεκίνησε ο Εμφύλιος με τα Δεκεμβριανά και έτσι άσπρη μέρα δεν είδαμε!
ΕΡ: Στον εμφύλιο συνεχίσατε έτσι έντονα ή από απόσταση;
ΑΠ: Όχι ενεργά, μα μας είχαν εντοπίσει και κάθε λίγο μας καλούσαν στην Αστυνομία. Εγώ εν τω μεταξύ ήμουν 24χρονος.
            Τότε, μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, άρχισε η τρομοκρατία και τα πράγματα άρχισαν να μπερδεύουν ώσπου μια μέρα σ’ ένα καφενείο που καθόμαστε νύχτα  - είχε περάσει μια ομάδα με τον Ανάποδο στην Εύβοια και δρούσε στη Σέττα, κοντά στα Θαρούνια – να ’σου μέσα ένας με γενειάδα και με το αυτόματο στο χέρι. «Εδώ, Δημοκρατικός  Στρατός , μας λέει. Ψηλά τα χέρια». Κάναμε ό,τι μας είπε. Εγώ τον γνώριζα ποιος ήταν. Ήταν  ο Μπετόβεν από την Οκτωνιά.
            Μετά έκοψε το καλώδιο του τηλεφώνου με ένα μαχαίρι και τη συσκευή την πέταξε κάτω κομματιαζοντάς την. Στη συνέχεια, μας μέτρησε και διέταξε  να μείνουμε ακίνητοι. Κατόπιν, πήγε στο διπλανό καφενείο, μάζεψε 5-6  και τους έφερε, στο καφενείο που πίναμε το κρασάκι μας με «μεζέ» δυο τρια στραγάλια.
            Εν τω μεταξύ έρχεται κι άλλος ένας από τους 5-6 αντάρτες  που στέκονταν απ’ έξω. Τον έλεγαν Φάνη. Αυτός μας εξήγησε για το κακό της συμφωνίας της Βάρκιζας, και τη γενικότερη κατάσταση. Ύστερα, μας ζήτησε να βγούμε πάλι στο βουνό. Δε μιλούσε κανείς. Πέρνω, λοιπόν το λόγο και του λέω: «Συναγωνιστή, εάν σας ακολουθήσουμε μες στο χιόνι, δε σας ωφελεί σε τίποτε. Εμείς ούτε όπλα έχουμε ούτε τίποτε». «Θα βρούμε, μου κάνει. Θ’ αρπάξουμε από εκεί που πρέπει.  Μόνε να πάτε να μας φέρετε ψωμί, τυρί κ.τ.λ.»
            Δεν κουνήθηκε κανένας.
            «Α , έτσι , λέει. Δεν κουνιέστε κιόλας!»
            «Κοιτάξτε, του λέω, τα σπίτια μας είναι ανοιχτά, μπορείτε να πάτε να πάρετε ό,τι θέλετε. Αν όμως σας δώσουμε εμείς, οι άλλοι την άλλη μέρα θα μας τραβήξουμε στην αστυνομία».
            «Ε, να σας πάρουνε. Κι εσύ που κάνεις τον έξυπνο, έλα εδώ».
            Πήγα. Μου τράβηξε το σακάκι και μου το έβγαλε. Μου πέταξε το πορτοφόλι που είχα μέσα και μου πήρε το σακάκι. Ύστερα με έβγαλαν έξω και με οδήγησαν σε μια ταράτσα  που βρίσκονταν οι άλλοι Αντάρτες και τους λέει: «Αυτός είναι κρατούμενος».  Έπειτα γύρισε στο μαγαζί, έβγαλε κάτι παπούτσια  από τους άλλους και τους άφησε ξυπόλητους μες στο χιόνι.
            Εν τω μεταξύ  ο Μπετόβεν είχε πάει  έξω να μαζέψει τρόφιμα. Τον πλησιάζω, λοιπόν και του λέω: «Συναγωνιστή,  να σου πω». Αυτός με αναγνώρισε αμέσως. Παλιότερα του είχα πάει και ψωμί εκεί που έμενε.
            Ύστερα, οι άλλοι μας έβαζαν να φυλάξουμε για να τους πιάσουμε. Ήτανε μόνο η ομάδα του Μπετόβεν που γύριζε εδώ κι εκεί δίχως  προοπτική, γιατί οι λοκατζίδες είχανε διαλύσει πλέον το αντάρτικο της περιοχής.
            Τότε ο στρατός είχε τοποθετήσει φρουρές από το χωριό μας  μέχρι την Οκτωνιά και μας έπαιρναν εμας 2-3 , έβαζαν ένα στρατιώτη συνοδό και φυλάγαμε τα μονοπάτια, τις βρύσες κ.τ.λ. για να συλλάβουμε τους Αντάρτες.
            Όταν ήταν η σειρά μου, πήγαινα και φύλαγα. Την άλλη μέρα που ήμουνα ελεύθερος υπηρεσίας, έπαιρνα σταφύλια, ψωμί κ.α.  Και τα πήγαινα  στο μέρος που ήξερα, για να τα βρούν οι Αντάρτες.
ΕΡ: Ιερέας πότε γίνατε και πως το αποφασίσατε;
ΑΠ: Το αποφάσισα γιατί το ήθελε η μάνα μου. Το είχε αφήσει ως ευχή της και το φρόντισαν οι συγγενείας μας από τη Βρύση που ήτανε παπάδες.
            Πριν γίνει αυτό, όταν έστρωσαν κάπως τα πράγματα, εργάστηκα για 1 χρόνο στο λιγνιτορυχείο Αλιβερίου. Ήτανε το 1953. Στη συνέχεια πήγα στην ιερατική σχολή Κορίνθου.
ΕΡ:  Ο φάκελός σας;
ΑΠ: Άκουσε να δείς. Λέω,  λοιπόν, τον συγγενή μου , του παπά Δημήτρη που εργαζόταν πλέον στη Μητρόπολη Κύμης ως Πρωτοσύγγελος: «πώς να πάω εγώ στη σχολή, θα με διώξουν. Θα έχω και συνέπειες». Η απάντησή του: «θα πάς, θακάμεις αίτηση στην αστυνομία και θα ζητάς το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων να σταλεί στη Μητρόπολη Καρυστίας». Αυτό και έγινε, μα ήτάν μαύρα και ξεχώρια!....
            Τραβάω, πηγαίνω  στην Κόρινθο. Αφού πέρασαν 5-6 μήνες ήρθε κάποιος της Ασφάλειας και μου ζήτησε το πιστοποιητικό. Εγώ του απάντησα πως βρίσκεται στη Μητρόπολη Κύμης, γιατί νόμιζα πως εκεί πρέπει να σταλεί. Παίρνει σε λίγο τηλέφωνο, και τον διαβεβαιώνουν από την Κύμη πως είμαι «καθαρός». Έτσι τη γλίτωσα, ενώ άλλοι καμιά τριανταριά εκδιώχθηκαν  τότε από τη σχολή!
            Ύστερα, αφού έγινα παπάς, και πήγα στο χωριό Παναγιά , τι να μου έκαναν πλέον. Έλα ντε που κείνη τη χρονιά στις εθνικές εκλογές το χωριό μου είχε 80 ψήφους  της ΕΔΑ. Έρχονται λοιπόν και με βρίσκουν. Με ρωτούν ποιοι ψήφισαν ΕΔΑ. Με ρωτούν για κάποιον που  ήταν Αντάρτες  στο βουνό τι ψήφισε. Τους απαντώ: ΕΡΕ!» Το ίδιο και για άλλους 12 πρώην συνεργάτες των Ανταρτών. Αγρίεψε. «Ε, για πες μου, μου κάνει και για το Λυμπέρη». Η απάντηση ίδια. Αγρίεψε περισσότερο. «Ε, όχι και ο Λυμπέρης ο εθνικόφρονας  να ψηφίσει ΕΔΑ!» «Γιατί όχι, του λέω. Αυτοί κάνουν τέτοια πράγματα για να δημιουργούν προβλήματα στον κόσμο». Παλάβωσε και έφυγε.
ΕΡ: Με τα μουσικά όργανα και τα άλλα ξυλόγλυπτα  πως καταπιαστήκατε;
ΑΠ: Όταν κατέβηκα στον Άγιο – Λουκά ως παπάς, επειδή μου άρεσε η μουσική και δεν είχα με κάτι άλλο να ασχοληθώ, πήρα να κατασκευάζω μουσικά όργανα, όπως είχα πρωτοκάνει πριν γίνω παπάς φτιάχνοντας  ένα μαντολίνο με ρόζο πλατάνου, που του είχα κουφώσει κατάλληλα. Είχε κούφωμα μεγαλύτερο του κανονικού, γι’ αυτό είχε έναν ήχο μεταξύ  ουτιού και μαντολίνου.
ΕΡ: Πόσα μουσικά όργανα έχετε φτιάξει;
ΑΠ: Δώδεκα με δεκατρία.
ΕΡ: Εκτός από μαντολίνα τι άλλο;
ΑΠ: Κιθάρες τρείς, μπουζούκια δύο και μπαγλαμάδες τέσσερις.
ΕΡ: Έπαιζαν καλή μουσική;
ΑΠ: Βεβαίως. Ασχολήθηκα και με τα διαστήματα, που τα έφτιαχνα μόνος μου.
ΕΡ: Φτιάχνετε και εικόνες;
ΑΠ: Ναι βέβαια. Και ένα ξυλόγλυπτο εκκλησάκι, που το έχω στα Θαρούνια.
ΕΡ: Εδώ στο Βασιλικό έχετε εργαστήρι;
ΑΠ: Όχι, μόνο ένα κασελάκι με κάποια εργαλεία και ένα σκαμνάκι. Το εργαστήρι μου βρίσκεται στον Άγιο Λουκά.



                                                                                                              Κ. Μπαϊρακτάρης








Δεν υπάρχουν σχόλια: