Έσβησαν τα φώτα. Άνοιξε η
ζωή της λίμνης. Έκαμε την επιδρομή του το χθες ορθόπλωρο και διάφανο:
"Οι αρχαίοι Έλληνες ανάμεσα στα 300-400 π.Χ. με το μηχανικό Παυσανία έκαναν
προσπάθειες αποξήρανσης της λίμνης, δημιουργώντας
ένα ρήγμα κάτω απ' το βουνό κι έτσι το νερό χυνόταν εκεί
πίσω", είναι τα λεγόμενα ενός αγρότη της περιοχής.
Μια ανάγλυφη παράσταση που βρέθηκε στο ναό
του Δαφνοφόρου Απόλλωνα της Ερέτριας αναφέρει
πως το 340 π.Χ. η Ευβοϊκή Πολιτεία της Ερέτριας
προσπάθησε να
αποξηράνει τη λίμνη,
αναθέτοντας τις εργασίες στον εντόπιο μηχανικό Χαιρεφάνη, ο οποίος –εφόσον πραγματοποιούσε το κατόρθωμά του εντός τετραετίας- θα εκμεταλλευόταν την αποξηρανθείσα έκταση για 10 χρόνια. Ήταν η πρώτη πληγή της λίμνης.
αναθέτοντας τις εργασίες στον εντόπιο μηχανικό Χαιρεφάνη, ο οποίος –εφόσον πραγματοποιούσε το κατόρθωμά του εντός τετραετίας- θα εκμεταλλευόταν την αποξηρανθείσα έκταση για 10 χρόνια. Ήταν η πρώτη πληγή της λίμνης.
Σήμερα, υπάρχει μια
χαράδρα απ' όπου -όταν ανεβαίνει η στάθμη των νερών της λίμνης- παροχετεύονται
από εκεί και
χάνονται στα σπλάχνα του
βουνού.
Κι έπειτα υπάρχει κι ο θρύλος για τον επανασχηματισμό της λίμνης: «Ένας τσοπάνος που ’χε 3.000 γιδοπρόβατα, τα κούρεψε κάποτε κι
έριξε όλο το μαλλί μέσα στην
καταβόθρα. Έτσι, στόμωσε η
τρύπα και ξαναγέμισε η λίμνη.»
Αυτό το μήνυμα του αέναου κύκλου
της ζωής του υγρότοπου έρχεται ως λικνιστός απόηχος
της φωνής της λίμνης να σπαρταρά διαπεραστικά και πολύσημα πάνω
από τη λυγερή θάλασσα του
καλαμιώνα: "Πουλιάααα ... Πουλιάααα!... Αυτή η ζωγραφιά λέγεται
ΛΙΜΝΗ ΤΟΥ ΔΥΣΤΟΥ." Μια λίμνη 10.000 στρεμμάτων, που είναι ένας από
τους 10 καλύτερα διατηρημένους υγροβιότοπους της
Ελλάδας. Μάλιστα, ορίζεται από πέτρινα οροστάσια και περιτριγυρίζεται από τις δέστρες των
βαρκών και των πέτρινων
πηγαδιών και φρουρείται από
μια οχυρωμένη με ογκόλιθους ακρόπολη, η οποία βρίσκεται σ' έναν κωνικό λόφο πάνω από τη
μυθική καταβόθρα του Χαιρεφάνη. Της ακροπόλεως τα – κυκλώπεια – τείχη έχουν ύψος 5μ., πλάτος 2 μ. και περίμετρο 500 μ.
Η λίμνη του
Δύστου είναι αληθινή ζωγραφιά. Βλέπεις τον τσοπάνο να βόσκει το ποίμνιό του κωπηλατώντας
την ακαρίνωτη λέμβο του, διασχίζοντας τον
καταπράσινο καλαμιώνα με τα αναρίθμητα ψάρια, νερόφιδα και πουλιά να πασχίζουν να ξεφύγουν τρομαγμένα.
Κι ανάμεσά τους, ένα κοπάδι ασημοπράσινες πάπιες να πετούν σε
σχηματισμό πάνω απ' τη μουσούδα μιας βίδρας, που τώρα προβάλλει μέσα από τα
λαμπυρίζοντα λιμναία ύδατα για ν' απολαύσει τη μαγεία της
αιώνιας στιγμής, δεμένη κι
αυτή αναπόσπαστα με το μυροβόλο κύκλο της υδάτινης ζωής , συμπληρώνοντας έτσι το
τέλειο φυσικό μοτίβο της
σμαράγδινης νεροκατοικίας της ευτυχίας και του ονείρου!...
"Το ’41-’42 (αναθυμάται ένας σύντροφος της λίμνης)
εκατομμύρια πάπιες, σύννεφα μαύρες
πάπιες πετούσαν πάνω απ' τα νερά και τις
πιάναμε με παγίδες. Κάποιοι μάζευαν και τρώγανε τ’ αυγά τους. Εκατό βάρκες τότε
έσχιζαν τα νερά της λίμνης, που πήγαιναν και κουβαλούσαν
καλάμια για τα ζώα ή μετέφεραν τους κυνηγούς". Και μαζί ο φακός να κυνηγά και να
συλλαμβάνει ανάμεσα απ' τα καλάμια της λίμνης, που γέρνουν στοργικά επάνω της: αμέριμνους ερωδιούς, πάπιες, αλκυόνες, αετομάχους, σίλβιες, σίτες ... Και το κρώξιμό τους να συντροφεύεται αξεδιάλυτα
από τον απόηχο της φωνής
του τσοπάνου: "Σταμάτηηη ... Ήρθαν οι πάπιες. Ήρθαν τα κραζιά. Γέμισε νερό η
λίμνη." Μια
λίμνη που μαγεύεται απ' το κελαηδητό
τους και λικνίζεται μαζί με την
άνοιξη, που σήκωσε το
πέπλο της και ξύπνησε
τρελό, αισθησιακό το χορό του γλυκαεριού της ζωής
και της θείας μελωδίας!...
Ναι, ναι, εδώ - σ’ αυτή τη λίμνη - γεννήθηκαν οι μούσες, που δίδαξαν το χορό της άνοιξης. Λοιπόν, σε ετούτον τον τόπο
της ζωής, θα δεις τα πουλιά να στήνουν
τρελό χορό στις εσχατιές
και τα πλάγια του ορίζοντα, μιμούμενα
το λίκνισμα της πιο λυγερής
του βάλτου πανώριας κόρης, της νεροφίδας των
έξι ειδών και των μυριάδων μελών. Μαζί τους, σ' αυτή τη λίμνη, φωλιάζει ο καλλόσωμος -μα αμελητέος στη θεωρία
του ματιού έποικος της λίμνης – κυπρίνος, ο οποίος (ως έξοχος
κουνουποκυνηγός που είναι), προθύμως ανέλαβε το έργο του
αφανισμού των αυγών αυτών των εντόμων, απαλλάσσοντας έτσι τους κατοίκους των
παραλίμνιων περιοχών από τη μάστιγα της ελονοσίας.
Από κοντά, σ' αυτή τη λίμνη - εάν κάνεις απόλυτη σιωπή
- ίσως συναντήσεις τις δυο
τελευταίες της
ενυδρίδες, ( τις βίδρες ή ποταμόσκυλα), ένα από τα σπανιότερα είδη
θηλαστικών των γλυκών νερών. Μάλιστα, ετούτο το ερωτευμένο ζευγάρι είναι το τελευταίο εν ζωή του νοτιοανατολικότερου τμήματος της
Ευρώπης!
Πριν το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ο σύνδεσμος των
κοινοτήτων Δύστου, Κουτουμουλά, Ζαράκων, Κόσκινων, Κριεζών, Καλεντζίου, αποπειράθηκε ν’ αποξηράνει τη λίμνη. Όμως, ο πόλεμος του ’40 απέλυσε ... την εταιρία "Στεργίου" και η
λίμνη βγήκε νικητής, για να συνεχίσει ν' αντικρίζει τα
λείψανα των σπιτιών της
ακρόπολής της με τα 2500 χρόνια ζωής (με τους
πύργους της, τις τεράστιες
δεξαμενές νερού και τους
ογκόλιθους των τειχών της
όπου κάνουν ισορροπία οι
αρχαίοι Δρύοπες κι οι θύμισες
από το χθες, που καθρεπτίζονται και λαμπυρίζουν πάνω στα
νερά της λίμνης, καθώς ο
ήλιος γέρνει απάνω τους κατάκοπος
από το καυτερό γυρολόι της μέρας). Και ’κεί, ψηλά στα χάη, ο οιωνός (το μυθικό πουλί που μήναε τα
μελλούμενα), να κράζει ανήσυχος- ποιος ξέρει τι μηνώντας για
το ριζικό της νέρινης κοιλάδας, που στρέφει τη ματιά της κατά τις γειτονιές του
απείρου, αγωνιούσα για τα μελλούμενα των
τέκνων της, κλαίοντας πλημμυρηδόν με τόσο δάκρυ, που γεμίζει (γοργά -πάλι και πάλι - με της
ζωής το πολύθαλλο στοιχείο) ετούτη τη ζωφόρα
κλειστή του τόπου λεκάνη.
Μα ο δρόμος της επιστροφής στη ζωή κατά το πέρασμα του χρόνου κάποιο ρήγμα βαθύ
σχημάτισε... Ο
βάλτος, βλέπεις, είναι ‘‘ιδιόκτητος’’... Το 1832 ο
Ομέρ πασάς της Καρύστου τον παραχωρεί στο
Χιώτη τραπεζίτη Κοντόσταυλο, στον οποίο το υπό σύσταση ελληνικό κράτος λίγο πριν - στα 1825 - είχε εμπιστευτεί μέρος των χρημάτων
του δανείου για ν’ αγοράσει πολεμικά πλοία
για τις ανάγκες του Αγώνα και αυτός ο ‘‘καλός’’ πατριώτης καταχράστηκε κατά
ένα μέρος. Μ'
αυτά, λοιπόν, τα χρήματα εικάζεται πως αγόρασε τότε το Δύστο
και, μάλιστα, χωρίς επίσημα χαρτιά,
συμβόλαια. Αχ,
δύστηνε (δυστυχημένε), Δύστο!...
Έκτοτε, και για έναν αιώνα περίπου, παρέμενε
στα χέρια των τσιφλικάδων Κοντοσταυλαίων. Ώσπου…
«Στα 1918 αγοράστηκε η περιοχή επί Βενιζέλου και
μοιράστηκε σε εμάς.
Εκεί μέσα υπήρχε καλάμι
4,30-5 μ.
ψηλό. Μας έτρεφε. Μας ζούσε», αναθυμάται ένας από τους τελευταίους κονταρομάχους ιππότες της
λίμνης.
Αργότερα, δεκαετίες μετά, καθώς μια φωτοστάλακτη ημέρα ο
ήλιος έδυε, ροδαλίζοντας τα νερά της λίμνης, οι 90 ιδιοκτήτες της πήραν την απόφαση: « Ή λίμνη θ’ αποξηρανθεί. Τελεία και παύλα.»
Μέτρο
1ο: Πυρκαγιές.
Σχετικό έγγραφο της
Νομαρχίας Ευβοίας προς το ΥΠΕΧΩΔΕ καταγράφει κι
αποκαλύπτει μεταξύ άλλων: «Η πυρκαγιά, η οποία ξεκίνησε προ
20ημέρου, κατέστρεψε ολοσχερώς τον υδροβιότοπο της
λίμνης του Δύστου.»
Πάνω στο βάλτο δάκρυσε η
λίμνη. Οι φωνές των ζώων δεν
μπορούν να βρουν το δρόμο
της επιστροφής και πνίγονται
απ' τους καπνούς της συμφοράς και της απόγνωσης κι οι
ξέπνοες λαλιές τους είναι
θλιβές, απόμακρες, απόκοσμες, της κολάσεως!...
Εδώ, τότε (στα 1986), λύγισε κι έσβησε η
ύστατη αγωνία της τελευταίας βίδρας
της Ν.
Ελλάδας. Εδώ, πέτρωσε
η λαλιά του πουλιού. Εδώ, στέγνωσε
η χαρά κι η ευτυχία
του υδάτινου παραδείσου. Απ’ εδώ, αποτραβήχτηκε η ομορφιά και τα καλάμια
λύγισαν ξέπνοα κάτω από την
πορφυρή ομπρέλα του ήλιου…
Εσύ διαβάτη, που περνάς
από εδώ, γιατί άραγε να θλίβεσαι για το κακό, που δεν μπορείς να εμποδίσεις;
Στρέψε, διαβάτη, τη ματιά σου κατά τον οιωνό, που μετεωρίζεσαι στου ουρανού
την χάη. Αυτός ξέρει. Είδε το μέλλον της λίμνης. Αυτά τα σιδερένια φίδια που φώλιασαν
στα σπλάχνα της, δεν είναι
νεροφίδες. Είναι αντλίες ισχυρές, που στέλνουν τα νερά στης ΑΓΕΤ την άβυσσο. Είναι αχόρταγα
θεριά, που τα νερά
της (τα επιφανειακά και υπόγεια) -1300 κ.μ.
την ημέρα- βάλθηκαν ν'
αποστραγγίσουν και αφανίσουν για πάντα. Κι ο
μυριόστομος απόηχος της φωνής της
λίμνης να σφαδάζει και αέναα να κρώζει: "Σταμάτηηη... Η
λίμνη τελείωσε... Πού νερό! Ούτε πουλιού φωνή ούτε
βατράχια ούτε χελώνες ούτε
τιίποτε... Σταμάτηηη... Σταμάτηηηηηη…Η λίμνη
στέγνωσεεε...
Στέεεε – γνωωωω- σεεεεεε…"
Το σκιάχτρο τώρα πήρε τη
θέση της Ζωής. Το σιδερένιο φίδι αφάνισε τα στολίδια του
Κόσμου και θριάμβευσε ψυχρό
και αποκρουστικό μπρος στο
καμένο καβούκι -θαρρώ-χελώνας, ακριβό πετράδι θύμισης της Ζωής και διαμαρτυρίας
των Όντων.
Εδώ, πια, (στα όρια της λίμνης, στα όρια της ζωής) θρονιάστηκε το σκιάχτρο της απόγνωσης.
0
φόβος για τον ΟΙΩΝΟ
(το πουλί της Ζωής),
ο φόβος για το μέλλον φώλιασε,
κατάφαγε την ψυχή του ανθρώπου, που απ’ τα βάθη του χρόνου
σκιαζόταν το θεριό το νεροφάγο μη στραγγίσει τον
τόπο και τη ζωή... Και να που σήμερα οι σιδερένιες φλέβες του στερέψανε τα πάντα!...
Μα και τούτο
το θεριό φάνηκε πως δεν
είν’ ανίκητο. Χρόνους μετά, ο χειμώνας ήρθε
άγριος, αποφασιστικός, νεροδιάβατος, πλημμυρώδης!... Και
μεμιάς, το ’πνιξε το θεριό το πολυκέφαλο κι ο ΟΙΩΝΟΣ
πάλε διαλάλησε τις θύμισες του χτες,
κρώζοντας μια νέα πάνω από τη λίμνη ελπίδα του αύριο,
ελπίδα της πολύχρωμης και πολύλαλης ζωής του κόσμου των νερών και της άφατης
ομορφιάς!...
(Τα κείμενα της ταινίας ΟΙΩΝΟΣ του Σταύρου Ιωάννου, που
λαμπρύνουν την αναφορά στη λίμνη του Δύστου, γράφτηκαν από την
Αφροδίτη Παυλάκη. Η απομαγνητοφώνηση , η προσαρμογή και ο λογοτεχνικός
εμπλουτισμός τους πραγματοποιήθηκε από
τον Κώστα Μπαϊρακτάρη.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου