Το Δωδεκαήμερο στο διάβα των
αιώνων
Κύκλος
λατρευτικός, εορταστικός, ψυχαγωγικός και ανατασιακός ο των δώδεκα ημερών που
ξεκινά στις 25 Δεκεμβρίου και κλείνει στις 6 Ιανουαρίου.
Κύκλος
νοσταλγικός και συγκινησιακός για εμάς τους μεγαλυτέρους. Κύκλος επιστροφής στα μικράταμας με τα κάλαντα, τις
μεθυστικές μυρωδιές του λιβανιού, των γλυκισμάτων, των κρεατικών. Κύκλος
επιστροφής: στον εθνικό εκκλησιασμό των
Χριστουγέννων, στο πρωινό πρωτοτραπέζι της ημέρας με τα άφθονα κρεατοεδέσματα
(μπριζόλες, λουκάνικα, πηχτή, παστό, ματιές – μπουμπάρι, προσφορά της θυσίας του
οικόσιτου χοίρου που έπεσε – γρυλίζοντας δυο μέρες πριν στο βωμό της Παράδοσης) αλλά και στα σπιτικά γλυκίσματα των ημερών
(μελομακάρονα, μπακλαβάδες, κουραμπιέδες), στο χριστόψωμο και τη Βασιλόπιτα με
τα τυχερά βρεσίδια στο ποδαρικό της Πρωτοχρονιάς, στα κάλαντα τα «ευφρόσυνα» ,
τον καθαγιασμό των υδάτων, στην εορτινή ατμόσφαιρα του ζεστού σπιτικού, στον
τρόμο για την κακοποιό δράση των ξωτικών του Δωδεκαημέρου – των Καλικαντζάρων,
στην εξιλεωτική (τέλος) για όλους μας
εκδίωξή τους την τελευταία ημέρα του κύκλου από την αγιαστούρα του Ιερέα….
Είναι ένας
κύκλος πολυσχιδής με πορεία ζωής αιώνων.
Γι’ αυτόν,
λοιπόν, τον κύκλο θα επιχειρήσουμε τώρα
μια περιδιάβαση ιστορικολαογραφική,
ερανιζόμενοι – κυρίως – χωρία γνωστών και καταξιωμένων πνευματικών ανθρώπων
του ελλαδικού χώρου.
Πρώτος σταθμός
το σύγγραμμα ″Ήθη, έθιμα και …άλλα″ του σεβαστού αρχιμανδρίτη πατέρα Τιμόθεου
Κιλίφη, από το οποίο μεταγράφουμε:
«Ακροθιγώς,
λοιπόν, λέω ότι η γιορτή της Γέννησης του Χριστού (25 Δεκεμβρίου, τότε που
αυξάνεται το φώς του ήλιου) , σημαίνει την αναγέννηση του κόσμου, κάτω από το
φως της Τρισήλιας θεότητας. Τοποθετήθηκε τότε, μάλιστα, για να εκτοπίσει τις
ειδωλολατρικές, οργιαστικές τελετές του ήλιου, που γίνονται σ’ όλη σχεδόν την
ρωμαϊκή αυτοκρατορία την ημερομηνία αυτή. ( Ο Χριστός, μας λέει ο πατέρας Τιμόθεος, γεννήθηκε την άνοιξη…)
Η γιορτή της
Βάπτισης του Χριστού σημαίνει την αναβάπτιση του κόσμου μέσα στα απέραντα
μυστήρια της εκκλησίας. (Μέχρι τον 4ο αιώνα εορτάζονταν μαζί η
Γέννηση και η Βάπτιση, στις 6 Ιανουαρίου).
Η Πρωτοχρονιά με
την εορτή της «Περιτομής» του Χριστού και την εορτή του Αγίου Βασιλείου,
σημαίνει την προσδοκία και την τομή μέσα στο χρόνο και το χώρο μιας καινούργιας
ζωής προς το καλύτερο ….. και προς το ά-χρονο, το άπειρο.
Το δέντρο [αυτό
που σήμερα αποκαλούμε Χριστουγεννιάτικο και
που εισήχθη το 1840 περίπου εκ Βαυαρίας] υπήρχε ως σύμβολο σ’ όλο τον
αρχαίο, πολιτισμένο κόσμο (…) Μάλιστα, στόλιζαν αειθαλή δέντρα με αναμμένα
«κεράκια» στις 25 Δεκεμβρίου, που γιόρταζαν τη γιορτή του θεού Ήλιου (του
Μϊθρα), καθώς την ημέρα αυτή του χειμερινού ηλιοστασίου ο ήλιος «γυρίζει» πάλι προς τη γη. (Σ.Σ. Είναι μια από τις
″Τροπές″ του ήλιου).
Το ″Ψωμί του
Χριστού″, τώρα το έφτιαχνε η νοικοκυρά
την παραμονή των Χριστουγέννων με ειδική
ευλάβεια και μαγιά από ξερό βασιλικό . Απαραιτήτως επάνω χαραγμένος ο σταυρός
και γύρω γύρω διάφορα διακοσμητικά – σκαλιστά με ζυμάρι ή πρόσθετα – στολίδια.
Τα γλέντια, αχ!
αυτά τα γλέντια τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς για να μπεί ο καινούργιος
χρόνος με χαρά και να συνεχιστεί έτσι… και μαζί το άνοιγμα τριών κρουνών τα
μεσάνυχτα για να τρέξουν / και από κοντά να ρέουν άφθονα τα αγαθά τη νέα
χρονιά. Και το σπάσιμο του ροδιού που
συμβολίζει το σκόρπισμα της ευτυχίας…. Κι όλ’ αυτά την Πρωτοχρονιά, την πρώτη
του έτους, την 1η Ιανουαρίου, όπως την πρωτοόρισε το 46π.χ. ο Ιούλιος Καίσαρ προς τιμήν του
μυθικού ήρωα – θεού Ιανού (εξ ού Ιανου-άριος).
(Και τα κάλαντα.
Ναι, τα κάλανδα, εκ του ρήματος καλώ και τις ρωμαϊκές καλένδες, κατά τις οποίες
είχε πρωτομηνιά οι ρωμαίοι άρχοντες καλούσαν το λαό κοντά τους για ενημέρωση).
Το έθιμο των Καλάντων προϋπήρχε βέβαια
στην Ελλάδα, πριν από τη Ρώμη. Τα παιδιά κρατούσαν ένα κλαδί ελιάς ή
δάφνης, στολισμένο με καρπούς ή άσπρο μαλλί, γύριζαν στα σπίτια, τραγουδούσαν
κι ελάμβαναν δώρα (…) Στο Βυζάντιο
κρατούσαν ραβδιά ή φανάρια ή ομοιώματα πλοιαρίων ή στολισμένων κτιρίων και
τραγουδούσαν κρούοντας τρίγωνα ή τύμπανα.
(Στοιχείο των
ημερών και) η πίττα (…) που έχει τις ρίζες της στα αρχαία ελληνορωμαϊκά έθιμα,
στα Κρόνια – εορτή του θεού Κρόνου, Χρόνου- και στα Σατουρνάλια, κατά τα οποία
έφτιαχναν γλυκά και πίττες, στα οποία έβαζαν νομίσματα και όποιοι τα τύχαιναν,
λογίζονταν οι τυχεροί της παρέας.
Η Ορθόδοξη
παράδοση συνέδεσε το έθιμο με τη Βασιλόπιτα.
«Ο Μ. Βασίλειος
για να προστατέψει την περιφέρειά του από επιδρομή αλλοφύλων με έρανο
μάζεψε λίρες και άλλα τιμαλφή, για να
τους τα προσφέρει, ώστε να μη λεηλατήσουν την περιοχή. Αφού όμως απέτυχαν να
εισβάλουν στην Καπαδοκία, αυτά παρέμειναν
στα χέρια του Μεγ. Βασιλείου, ο οποίος ζήτησε από τους συμπολίτες του να
φτιάξουν πίττες, ψωμάκια, στα οποία τοποθέτησαν κι ένα εξ αυτών κι έπειτα
μοιράστηκαν στον κόσμο».
Για τον εορτασμό
της Πρωτοχρονιάς, ο πατέρας της Ελληνικής Λαογραφίας Νικόλαος Πολίτης
σημειώνει: «Και η γιορτή της Καλανδώς που τελούσαν οι Ρωμαίοι την 1η
Ιανουαρίου, θέλησε ν’ αλλάξει η εκκλησία (…) μεταφέροντας την Πρωτοχρονιά (τότε
ακριβώς), ανεχόμενη συνάμα σιωπηρώς όλας τας συνηθείας των εθνικών, τας
ευνυχίας* και τους πότους, των κυβείων* και τ’ αμοιβαία επί των νέω έτει δώρα,
τας μεταμφιέσεις, τους αγυρμούς* ομάδων
παίδων ή και ενηλίκων αδόντων τα κάλαντα».
Για την περίοδο
του Δωδεκαημέρου ο κορυφαίος σύγχρονος μας λαογράφος Μιχάλης Μελακλής
σημειώνει: «Οι προχριστιανικές θρησκείες
διείσδυσαν και στις ιερότερες, τις καιριότερες στιγμές της χριστιανικής
θρησκείας. Οι μεγάλες δεσποτικές γιορτές
του Δωδεκαημέρου έχουν προχριστιανικούς πυρήνες».
«Κατά τη
διάρκεια του Δωδεκαημέρου – αναφέρει στο
σύγγραμμά του «Λαογραφικά Ιστιαίας και Ξηροχωρίου» ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας
Χρυσόστομος Θέμελης – θεωρείται ότι κυριαρχούν σε όλα οι καλλικάντζαροι, τα «Σκαλλικαντζούρια». Κατ’ αυτήν την περίοδο
δεν πρέπει οι άνθρωποι να λούζονται, παρά μόνο την παραμονή των Θεοφανείων ,
οπότε τελείται στους Ναούς πολύ πρωί ο Αγιασμός και φεύγουν αμέσως τα
«Σκαλλικαντζούρια». (…) Τότε περισυλλέγεται και η στάχτη εκ της εστίας, αφού
ήδη δια της καπνοδόχου έφυγαν τα
«Σκαλλικαντζούρια», και ρίπτεται πέριξ των εξωτερικών τοίχων της οικίας δια να
φύγουν από αυτήν τα «μιλιγγόνια», τα μυρμήγκια.. Την ίδια ημέρα, όσοι έχουν χτήματα, τα ραντίζουν με τον
αγιασμό των Θεοφανείων (για να υπάρξει ευφορία και καλή καρποφορία). [Την
ιεροπραγία αυτή πολλάκις με μεγάλη χαρά και προσμονή επραγματοποίησα κατά την
παιδική μου ηλικία].
(…) Κατά το νέο
έτος, πολύ πρωί, ραντίζεται το εσωτερικό
του σπιτιού με καθαρό νερό, που ρίχνεται με κλαδί ελιάς από την οικοδέσποινα..
Επίσης , τοποθετείται κοντά στην εστία μια πέτρα, που έχει πλυθεί με καθαρό
νερό κι έπειτα την ακουμπά επάνω στο κεφάλι των μελών της οικογένειας για να έχουν σε όλο το νέο έτος καλή υγεία».
Αντιστοίχως, στο
χωριό μου – τα Λέπουρα Αλιβερίου – το
έθιμο αυτό ήταν αρμοδιότητα του πατέρα, ο οποίος χαράματα Πρωτοχρονιάς έπαιρνε
δροσερό νερό από το πηγάδι, έπλενε μια μέτρα μ’ αυτό το νερό, στο οποίο
βουτούσε κι ένα κλωνάρι ελιάς, για να μας χτυπήσει με αυτά το μέτωπο - ενώ ήμαστε κοιμισμένοι ακόμη – και να μας
ευχηθεί «Σιδεροκέφαλοι» και «Καλή Χρονιά». Συγχρόνως, κάτω από το προσκεφάλι
μας τοποθετούσε νομίσματα ή κάποια συμβολικά μικρά αντικείμενα. Π.χ. ένα βιβλίο ή ένα χαρτί για να ήμαστε
μελετηροί το νέο έτος.
Αργότερα, μετά
τον εκκλησιασμό, είχαμε και το «ποδαρικό» από ένα παληκάρι – συνήθως – το οποίο
είχε και τους δυο γονείς στη ζωή και έμπαινε στο ξένο σπίτι πάντα με το δεξί,
έδινε ευχές για την καλή χρονιά, καθόταν δίπλα στο τζάκι – « για να πέσουν οι
κόττες, κλώσσες» - και δεχόταν διάφορα
φιλοδωρήματα.
(Στη Βόρεια
Εύβοια, μας λέγει ο κος Χρυσόστομος), « ο πρώτος επισκέπτης κάθεται πάνω στην
πέτρα, δίπλα στην εστία, για να κάθεται κι η κλώσσα στ’ αυγά της, αφού πρώτα
κάνει το «αμποδιακό», δηλ. μπάζει το πόδι στο σπίτι».
Την Πρωτοχρονιά
την έχουμε ταυτίσει και με τη Βασιλόπιττα «ένα γλυκό, ειδικά αφρώδη και
αρωματικό άρτο που κόβεται τα μεσάνυχτα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς από τον
αρχηγό της οικογένειας, αφού σταυρώνεται 3 φορές με το μαχαίρι και στη συνέχεια τα
τεμάχια μοιράζονται στο Χριστό, την Παναγία, τον Άγιο Βασίλειο και (στους
συνδαιτημόνες) του σπιτιού».
Για τη
Βασιλόπιττα η Τζούλια Κούκκη στο σύγγραμμά της «Εύβοια – Διατροφή – Παράδοση»
αναφέρει πως σ’ αυτό το αρτοσκεύασμα –
γλυκό ή μη – εκτός του νομίσματος τοποθετούσαν και μικρά κομμάτια κλήματος ή
δημητριακών, ο τυχερός των οποίων εξασφάλιζε την εύνοια της τύχης για τη νέα
χρονιά. (Σε χωριό της Μαγνησίας έβαζαν και τεμάχιο χαρτιού, που όποιος το
έβρισκε, θα σπούδαζε…).
Αναφορικά με την
Παρασκευή της αναφέρει πως βασιζόταν στη ζύμη του ψωμιού, που η ζύμωση γινόταν
με γάλα κι έπειτα πρόσθεταν λάδι, μέλι και στο εσωτερικό της καρπούς (σαν άλλη
μήτρα της γής για να προκύψει στο νέο έτος πλούσια σοδειά). Τέλος, εξωτερικά
σχημάτιζαν στολίδια με σησάμι και μέλι.
Στη γενέτειρά
μου η Βασιλόπιττα παρασκευαζόταν με άγλυκο ζυμάρι και εξωτερικά στολιζόταν με
περίτεχνα σχέδια ζύμης και αμυγδαλοκάρυδων. Ο τεμαχισμός και η διανομή ήταν
δουλειά του οικοδεσπότη. Τη σταύρωνε, τη
χάραζε, την έσπαζε στη κεφαλή του πρωτότοκου παιδιού και προχωρούσε στη
διανομή.
Άλλο
αρτοσκεύασμα των ημερών, το Χριστόψωμο. Χριστόψωμο και « η κοσόνα», μια μικρή κουλούρα με ένα αυγό
στη μέση για τη μέρα των Χριστουγέννων – όπως σημειώνει στα «Λαογραφικά της
Εύβοιας» ο συγγραφέας τους Τάσος Παπαποστόλου – η οποία είναι (ήταν) απαραίτητη
για όλα τα παιδιά. Μάλιστα, μέσα στην κοσόνα έβαζαν από ένα ξυλάκι ελιάς,
πορτοκαλιάς και κλήματος, κι έλεγαν πως τους την έφερνε η κουρούνα – ένα
φανταστικό χριστουγεννιάτικο πουλί - και
την έβαζε δίπλα στο μαξιλάρι τους «χαράματα
Χριστουγέννων», σαν άλλος Αϊ – Βασίλης με τα πλούσια δώρα, που απλόχερα
και ανυστερόβουλα προσφέρει στις άδολες παιδικές ψυχές.
Στα «Λαογραφικά»
του ο Τάσος Παπαποστόλου αναφέρεται και στα ξωτικά των ημερών, τους
καλικαντζάρους που «για να μην κατέβουν στο σπίτι από τον ‘‘ανηφοριό’’ το φουγάρο του τζακιού, στη Στενή της παραμονής των Χριστουγέννων
έβαζαν ένα μεγάλο κλωνάρι από πολύ αιχμηρό θάμνο, το «σπαλάθρι», τοποθετώντας
το εκεί με τέχνη». Σε άλλες περιοχές στο
τζάκι - με την πολυποίκιλη χρηστική αξία, την εστιακή του λειτουργία, το θάλπος
και τον οικογενειακό κατηχητικό του ρόλο
– τοποθετούσαν εκείνη τη βραδιά της αναμονής της Γεννήσεως του Χριστού ένα μεγαλόσωμο ξύλο που
καιόταν ολονυχτείς για την αποτροπή της
εισδοχής των καλικαντζάρων στην καμινάδα και από εκεί στο εσωτερικό του
σπιτιού, όπου πιστευόταν ότι θα προέβαιναν σε αποτρόπαιες πράξεις.
Την περίοδο του
Δωδεκαημέρου την έχουμε συναντήσει και με τα κάλαντα, για τα οποία ο λαογράφος
Δημήτρης Σέττας σημειώνει πως τουλάχιστο ως την Τουρκοκρατία άδονταν «από
μεταμφιεσμένους μικρούς και μεγάλους που κρατούσαν κουδούνια, μουσικά
όργανα και άλλα αντικείμενα». Μάλιστα,
παρατηρεί, πως «το Βυζάντιο άφησε ανέπαφο τον ειδωλολατρικό τους χαρακτήρα,
καθώς στη Βασιλεύουσα ξεχυνόταν στους δρόμους – κατά το Δωδεκαήμερο – και
γιόρταζε ένα πλήθος μεταμφιεσμένων προσωπιδοφόρων, που κρατούσε κουδούνια,
ραβδιά και άλλα αντικείμενα, χορεύοντας και τραγουδώντας άσματα ευφημιστικά και
σκυπτικά, τα οποία μετεξελίχτηκαν στα σημερινά κάλαντα, τα γεμάτα πνοή και ποίηση λυρική, με περιεχόμενο ευχετικό
προς τους οικοδεσπότες για να κεντριστεί η φιλοτιμία και φιλαυτία τους και
να προκύψει ένα καλό φιλοδώρημα», προς
τους άδοντες.
Σήμερα, βέβαια ο
νέος τρόπος ζωής έχει φυλλοροήσει τα περισσότερα από ετούτα τα ήθη και έθιμα
του Δωδεκαημέρου κι έχουν χαθεί ή βιομηχανοποιηθεί. Τα κάλαντα όμως – δίχως δυστυχώς να προκύπτουν νέες εκδοχές τους – ευτυχώς
αντέχουν κι ο ερχομός των καλανδιστών στα σπίτια μας δίνει άλλο χρώμα και άλλον
τόνο στις γιορτές των Χριστουγέννων.
Με κάλαντα
Ευβοιώτικα, λοιπόν, θα κλείσουμε τη
σύντομη περιήγησή μας στο γιορτινό κόσμο του Δωδεκαημέρου.
«Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά
γαϊτανοφρύδα (…)
κυρά μου, τα παιδάκια σου, κυρά
μου, τα χρυσά σου
κυρά μου, να τα πολυχαρείς, να τα πολυκερδαίσεις.
Στα χάιδια, χάιδια να τα κρατείς και στα κανάκια πάνω
και στα χρυσά προσκέφαλα τα βαίνεις να κοιμώνται
πόχουν την κεφαλή χρυσή και τα
μαλλιά μετάξι
τα δόντια τ’ς πυκνοφύτευτα σαν το μαργαριτάρι!».
Χρόνια πολλά! Και του Χρόνου!
Γράφτηκε για την κοπή
της πίτας του Λαογραφικού Μουσείου.
5/2/2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου