ΓΕΦΥΡΑ

eviahistοry.gr

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2025

Λαμψινή μου Πατρίδα ΙΙ

Λαμψινή μου Πατρίδα ΙΙ

Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ: Κεντρικό πρόσωπο είναι η Μικρασιάτισσα γιαγιά Ερμιόνη, που νια το ’22 άφησε τον γενέθλιο τόπο και αθέλητά της βρέθηκε στην Παλαιά Ελλάδα, όπου με μύριες δυσκολίες και βάσανα αμέτρητα έστησε το σπιτικό της, μα για δεκαετίες πολλές στα βάθητα του είναι της κρατούσε φυλαγμένα κάποια μυστικά, τα οποία πολύ την ταλανίζαν. Κάποια στιγμή, σχεδόν 50 χρόνια μετά, το

έφερε ο καιρός να τα αποκαλύψει στα εγγόνια της, αλλά και να ζήσει ένα ταξίδι επιστροφής στη Λαμψινή της Πατρίδα.
Το Λαμψινή μου Πατρίδα ΙΙ, είναι κατά πολύ συντομότερο από το Λαμψινή μου Πατρίδα Ι κείμενο, πραγματεύεται την όλο λάμψη στην ψυχή του ανθρώπου ονειρεμένη πατρίδα και περιλαμβάνει στοιχεία από την πρώτη θεατρική δημιουργία (στην οποία υπάρχουν και πραγματικά γεγονότα), ενώ η σύνθεσή του πραγματοποιήθηκε το 2010 σε συνεργασία με την Ελένη Γιάνναλου-Λούκα, η οποία και πρωταγωνίστησε στην επί σκηνής παρουσίασή του εκείνη τη χρονιά, στα πλαίσια των εν Λαμψάκω Ευβοίας ετήσιων εκδηλώσεων Προσφυγής Μνήμης.
Το παρόν κείμενο μεταποιήθηκε εκ νέου το 2021.
ΠΡΟΣΩΠΑ: Γιαγιά Ερμιόνη, Δόμνα, Θάμπος, Τρυφωνία, Σμαρώ, Σοφία, Πελαγία, Εμίν, Ιμπραήμ, Λεγάτωρ (Αφηγητής), Ίαμβος, Σμάρι προσφύγων, καλοντυμένοι κάτοικοι της Λαμψινής Πατρίδας
Ερμιόνη: Μπορεί στην αρχή να εμφανίζεται με την νεανική ενδυμασία, αλλά στο κύριο μέρος του έργου δρα ως μία υπερήλικας γιαγιά, που συνδέει τους δύο τόπους (τον γενέθλιο στη Μικρασία και αυτόν της νέας πατρίδας), αποτελεί και το πλέον σεβαστό πρόσωπο της οικογενείας.
Θάμπος: Ο εβδομηντάχρονος ιδιοκτήτης του ουζερί Λαμψινή μου Πατρίς, με την πλούσια πείρα της ζωής, το θαυμαστό θάμπος της ψυχής και της καλοσύνης, που για τους συμπατριώτες του και κρίκος πολύτιμος των δύο τόπων (όπου έζησε προ και μετά το Εικοσιδυό) συνεκτικός δεικνύεται.
Δόμνα: Η σχεδόν συνομήλικη σύζυγος του Θάμπου. Πάντα πρόσχαρη σύζυγος, καλή νοικοκυρά και στοργική μητέρα.
Τρυφωνία: Συνομήλικη της Ερμιόνης κυρία, φίλη της από τα γεννοφάσκια τους και συνταξιδιώτης στο ταξίδι προς την γενέθλιό τους τόπο.
Σμαρώ: Η πολυαγαπημένη μικρή δισεγγονή της γιαγιάς Ερμιόνης.
Σοφία: Δισεγγονή της Ερμιόνης, κατά 3-4 χρόνια μεγαλύτερη της Σμαρώς.
Λεγάτωρ (Αφηγητής): Ο γεφυροποιός μερών της δράσης.
Πελαγία: Πρόκειται για τη Σεβντά Αλή, η οποία παντρεύτηκε Τούρκο Αξιωματικό και έμεινε για πάντα στη Μικρά Ασία. Είναι υπέργηρη πλέον και λίγο μεγαλύτερη από την αδερφή της την Ερμιόνη.
Εμίν (Έμπιστος) Καρντάς: Γιος της Σεβντά Αλή, περί τα είκοσι πέντε χρόνια νεότερός της και ιδιοκτήτης του του καφεμαγειρείου Lapseki-Ymmak Deniz (ΛΑΨΕΚΙ-Ελπίδας Πόντος).
Ιμπραήμ: Εγγονός του Εμίν και δισέγγονος αγαπημένος της Πελαγίας-Σεβντά.
Σμάρι προσφύγων: Εμφανίζονται ως εικόνα αναπαράστασης της πορείας προς τον νέο τόπο μιας πολυπρόσωπης ομάδας προσφύγων.
Ομάδα κατοίκων της νέας πατρίδας: Εμφανίζεται στη σκηνή, πλαισιώνοντας το όλον δρώμενο.
Ίαμβος: Κομπανία πλανόδιων μουσικών, η οποία ενσωματώνεται σε καίρια σημεία της παράστασης.

ΣΚΗΝΙΚΟ: Ι. Κατά την 1η πράξη παρουσιάζεται η πρόσοψη του παραλιακού ουζερί Λαμψινή μου Πατρίς, καθώς και παρακείμενα σπίτια χαμηλά και ανθοστόλιστα, αλλά και η θάλασσά της με τις χαρωπές βαρκούλες της τις φρεσκοβαμμένες και τους ανθρώπους τους να λάμνουν τα κουπιά τους.
ΙΙ. Κατά τη 2η πράξη εικονίζεται – το κατ’ αντιστοιχία της φωτογραφικής αποτύπωσης – τμήμα της παράλιας μικρασιάτικης Λαμψάκου, του πλοίου ΕΛΛΗΣΠΟΝΤΟΣ που μόλις φτάνει στο λιμάνι, του καφεμαγειρείου Lapseki-Ymmak Deniz (ΛΑΨΕΚΙ-Ελπίδας Πόντος) και στο βάθος πίσω μακριά αχνοφαίνεται το Τσανάκαλε και το αρχαίο Ίλιον, η ξακουστή – από τα έπη του Ομήρου περιτείχιστη και μοιραία πόλη – Τροία.

ΕΠΙΠΛΑ-ΧΡΗΣΤΙΚΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ: Τραπεζοκαθίσματα καφενείου, δίσκοι καφενείου, σκεύη κουζινικά, κάποιο μιντέρι ή παγκάκια ως πεζούλια σπιτιού, εδέσματα, μπογαλάκια και διάφορα μεταλλικά μαγειρικά σκεύη, μελούτη με μωρό, εικονίσματα, βαλίτσες ταξιδιού













ΠΡΑΞΗ 1η Στου Ευρίπου την αγκάλη

ΣΚΗΝΗ 1η Της γιαγιάς οι ιστορίες…

ΠΡΟΣΩΠΑ: Γιαγιά Ερμιόνη, Σμαρώ, Σοφία, Λεγάτωρ (Αφηγητής), Σμάρι προσφύγων, Ίαμβος
(Η σκηνική δράση ξεκινά με την εμφάνιση μιας ομάδας κουρασμένων και ταλαιπωρημένων προσφύγων, οι οποίοι πορεύονται με όσα υπάρχοντα πρόλαβαν να πάρουν μαζί τους, ύστερα από τον μεγάλο διωγμό, που η μοίρα το ηθέλησε κατ’ εκείνη την καταραμένη χρονιά του ’22 να συμβεί. Κινούνται με βήμα αργό, βαδίζοντας προς τον άγνωστο τόπο που ρίχτηκαν να ζήσουν μες στους βάλτους της απόγνωσης και της κακοτροπίας!... Ανάμεσά τους βρίσκεται και μια σχετικά μικρόσωμη γυναίκα, από την πλάτη της οποίας κρέμεται σερνάμενο ένα αδύνατο και μακρυκάνικο παιδί.
Μόλις αρχίσει το τραγούδι, οι πρόσφυγες ξεκινούν από τη πέρα της σκηνής περιοχής, περνούν μπρος από της και καταλήγουν σ’ ένα σημείο, όπου αποθέτουν την πραμάτεια τους και αμέσως μετά – ξεθεωμένοι πλήρως – σωριάζονται καταγής.
Η κίνηση των ξεριζωμένων πραγματοποιείται υπό τους ήχους του άσματος Η Σμύρνη.
Την ίδια στιγμή, η Ερμιόνη πετά το εξωτερικό νεανικό της φόρεμα και τη νεανική της μαντίλα για να φανεί η γεροντική της εκδοχή και τραβά προς τη σκηνή. Στον ίδιο χρόνο μπορεί να εμφανιστεί και μια ομάδα καλοντυμένων ανθρώπων, η οποία αποτελεί τους κατοίκους της Λαμψινής Πατρίδας, και πορεύονται άνετοι και χαρωποί μπρος από τη σκηνή.)
ΙΑΜΒΟΣ: (Η έναρξη του δρώμενου γίνεται με το άκουσμα του άσματος Η Σμύρνη, σε στίχους Πυθαγόρα και μουσική Απόστολου Καλδάρα και την ομόχρονη εμφάνιση των προσφύγων.)
Η Σμύρνη μάνα καίγεται καίγεται και το βιος μας
ο πόνος μας δε λέγεται δε γράφεται ο καημός μας
Ρωμιοσύνη Ρωμιοσύνη δε θα ησυχάσεις πια
ένα χρόνο ζεις ειρήνη και τριάντα στη φωτιά
Η Σμύρνη μάνα χάνεται τα όνειρά μας πάνε
στα πλοία όποιος πιάνεται κι οι φίλοι τον χτυπάνε
Ρωμιοσύνη Ρωμιοσύνη δε θα ησυχάσεις πια
ένα χρόνο ζεις ειρήνη και τριάντα στη φωτιά
ΣΜΑΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ: (Η κίνησή τους προς τη σκηνή, πραγματοποιείται με τη διαπόρευσή τους διαμέσου του κοινού και συμπίπτει με την έναρξη του άσματος Η Σμύρνη. Κινούνται αργά ως χορός αρχαίας τραγωδίας, με φορτίο τους μέγα τον άφατο πόνο και τα συμπράγκαλά τους.)
ΛΕΓΑΤΩΡ: (Η αφήγηση αρχίζει, μόλις κοντεύει να τελειώσει το άσμα Η Σμύρνη, από τον δίσκο του Καλδάρα Μικρά Ασία.)
...Και πέρασαν από τότε σχεδόν 50 χρόνια… Χρόνια βαριά και δύστροπα, μα και με αναλαμπές χαράς και ευτυχίας χάριν στ’ άνθη της ζωής που τίναζαν βλαστούς μες απ’ τους βάλτους της κατήφειας...
Ε, λοιπόν, οι Λαμψινοί κατάφεραν όχι μόνο να επιβιώσουν στην καινούρια γη, αλλά και να προκόψουν… Με αγώνα, σκληρή δουλειά, στερήσεις και οράματα αναστάσεως τον τόπο ετούτο – της παραγκώνιας και της στέγνιας – τον έκαμαν να λάμψει και να ενδύεται πέπλα φωτεινά σαν κείνα της Λαμψινής Πατρίδας του Ελλησπόντου…
ΕΡΜΙΟΝΗ: (Η γιαγιά Ερμιόνη, που νια κατέφθασε στη Νέα Πατρίδα, γερασμένη πλέον, κάθεται στην πολυθρόνα της μοιρολογώντας και αναπολώντας τα παλιά… Παράλληλα, πλέκει και μονολογεί…Η φωνή της βαριά και σπασμένη.)
Αχ, Λαμψινή μου πατρίδα, Αγία και πάντα θεία!… Για πόσο ακόμη θα προστάζει ο Θεός να μένω μακριά σου!... Για πόσο!...
Πότε πια στην αγκαλιά σου και πάλι θα βρεθώ για να γευτώ, έστω για μια στιγμή μονάχα, το μελιστάλαχτο τσαμπί και το γλυκόπιοτο κοκκινέλι από το αμπέλι μας στον λόφο της Λαμψάκης!...
Να μύριζα ήθελα και πάλι το γιασεμί οπού ’χαμε στην ανθερή αυλή μας, τη θάλασσα του Ελλησπόντου μας να έβλεπα και πάλι και αυτόν τον ήλιο της Λαμψάκου μας, που τις ακτίνες του χάδι έπεμπε στ’ ασβεστωμένα και πάντα παστρικά σοκάκια της πονεμένης μας πατρίδας, της πάντα νοσταλγικής σαν των Ουρανών Κυρίας!…
Αχ, Θε μου!... Τι φταίξαμε οι άμοιροι και της προσφυγιάς προστάξανε το δρόμο να διαβούμε τον ακάνθινο!... Σε ποιόνε οι δόλιοι κάμαμε ποτές έστω κι ένα κακό μονάχα!... (Κάνει παύση. Ανασηκώνεται. Φωτίζεται.)
Κοριτσόπουλο… Πάνω στον ανθό της νιότης μου. 1914. Πρώτος παγκόσμιος πόλεμος. Ο καταραμένος.
Οι άντρες, το πρώτο εμπόρευμα, σέρνονται στον πόλεμο ή στ’ αμελέ ταμπουρού, τα τάγματα εργασίας... Οθωμανός υπήκοος, σου λέει είσαι, άρα πρέπει να πολεμήσεις για το μεγαλείο της πατρίδας σου…Άκου «πατρίδα σου η Τουρκιά», που ξεκλήρισε γενιές και γενιές της φυλής μας και τώρα είχε βαλθεί σε πρόγραμμα εξόντωσης και γενοκτονίας των ντόπιων λαών της γης μας, μην αφήνοντας ούτε σπόρος να γλιτώσει!!!...
Κάμε όμως κι αλλιώς!...
Ε, τώρα, από κοντά και ’μείς, το δεύτερο πράγμα, οι γερόντοι και τα γυναικόπαιδα… Εκτοπισμός!... Εντός μίας ώρας. Τάχιστα. Δυο μπογαλάκια στον ώμο και δρόμο για του χαμού τα μέρη… Προύσα… Μιχαλίτσι… Αφιόν Καραχισάρ… Στα βάθη της Ανατολής… Πορείες… Πορείες... Και πείνα… Πείνα!!!
ΣΜΑΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ: (Σ’ αυτό το σημείο επανέρχεται γοργοβάδιστη η ομάδα των προσφύγων, παριστώντας μια ταχύπορη και μελανή εικόνα μνήμης, που πάντα ταλανίζει τον νου και την ψυχή της γιαγιά Ερμιόνης, αλλά και του κάθε ξεριζωμένου από την κοιτίδα του ανθρώπου. Διασχίζουν το εμπρόσθιο τμήμα της σκηνής και κατασκηνώνουν στο σημείο απ’ όπου προήλθαν.)
Απ’ τα πολλά, σαν ήφερε ο Θεός κι έχασε η Τουρκιά τον πόλεμο – λειψοί, κουτσουρεμένοι, κουρελήδες, φθισικοί –γυρνάμε πίσω στου Ελλησπόντου τ’ ακρογιάλι, έχοντας πάντα σωτήρα μας ταγό, πατέρα και πνευματικό τον ιερέα μας, τον παπα-Νικόλα Βογιατζή. Και πάλιν τότες επέσαμε με μια καρδιά να υψώσουμε εκ νέου της πατρίδας τη σκισμένη της θωριά. Κι άνθισε και πάλιν ο τόπος κι έπνιξε τα πάθη τα παλιά…
ΣΜΑΡΩ: (Μπαίνει στη σκηνή τρέχοντας η Σμαρώ, η μικρή εγγονή της γιαγιάς Ερμιόνης, και κάθεται κοντά της.) Γιαγιάκα μου !! (Την αγκαλιάζει. Τη φιλά.)
ΕΡΜΙΟΝΗ: Σμαρούλα μου!!...
ΣΜΑΡΩ: Πάλι συλλογιέσαι, γιαγιάκα μου; Πάλι αναπολείς τη γλυκιά σου πατρίδα, γιαγιούλα μου;
ΕΡΜΙΟΝΗ: Αχ, ανθάκι μου!… Και πάλι... Και πάλι… (Βαριά. Αργόσυρτα.) Και μέχρι να κλείσω τα μάτια μου, τη γλυκιά μου την πατρίδα θα έχω πάντα στον νου και στην καρδιά, καλό μου εγγονάκι!…
ΣΜΑΡΩ: Η πατρίδα σου… Πού βρισκόταν, γιαγιάκα μου;
ΕΡΜΙΟΝΗ: Πέεερα… (Δείχνει το μάκρος.) Στον Ελλήσποντο, κόρη μου..
ΣΜΑΡΩ: Και πώς είναι ο Ελλήσποντος, γιαγιάκα;
ΕΡΜΙΟΝΗ: Ένα νερένιο κανάλι, παιδάκι μου!... Να, ίδιο με τούτα τα νερά του Ευρίπου που φιλούνε τα πόδια της Λαμψάκου μας, μωρό μου!...
ΣΜΑΡΩ: Ίδιο, γιαγιάκα μου;
ΕΡΜΙΟΝΗ: Ίδιο. Ολόιδιο, Σμαρούλα μου.
ΣΜΑΡΩ: Και γιατί φύγατε από κει, γιαγιούλα;
ΕΡΜΙΟΝΗ: Η μοίρα μάς ξερίζωσε, παιδάκι μου… Η μοίρα…
ΣΜΑΡΩ: Και πώς ήτανε ο τόπος σου, γιαγιά Ερμιόνη;
ΕΡΜΙΟΝΗ: Αχ!!!... Ο τόπος μου!!!... Ήτανε όμορφος! ΟΜΟΡΦΟΣ!!! Γιομάτος πλούτια και καλοσύνες, Σμαρούλα μου!!!.. Γιομάτος χρώματα κι αρώματα!... Πλημμυρισμένος τραγούδια και μουσικές, μωρό μου, που ακόμα ηχούν στ’ αυτιά μου και με μαγεύουν, Σμαράκι μου!….
(Εδώ, είτε από το μουσικό σχήμα Ίαμβος είτε από τη γιαγιά Ερμιόνη μπορεί ν’ ακουστεί κάποιο τραγούδι της παλιάς πατρίδας ή ο πολυτραγουδισμένος Μαρμαρωμένος Βασιλιάς των Πυθαγόρα-Καλδάρα, που πολλά και για εκείνην σημαίνει…)
Έστειλα δυο πουλιά στην Κόκκινη Μηλιά
που λένε τα γραμμένα,
το ’να σκοτώθηκε, τ’ άλλο λαβώθηκε
δε γύρισε κανένα.
Για τον μαρμαρωμένο βασιλιά
ούτε φωνή ούτε λαλιά.
τον τραγουδάει όμως στα παιδιά,
σαν παραμύθι η γιαγιά.
Έστειλα δυο πουλιά στην Κόκκινη Μηλιά
που λένε τα γραμμένα,
το ’να σκοτώθηκε, τ’ άλλο λαβώθηκε
δε γύρισε κανένα.
ΣΟΦΙΑ: (Εφορμητική είσοδος.) Τι λέτε πάλι εσείς οι δυο, γιαγιούλα Ερμιόνη; Τι σκαρώνετε πάλι;...
ΕΡΜΙΟΝΗ: Καλώς, την περιστέρα μου… Καλώς την ομορφιά μου…
ΣΟΦΙΑ: Σίγουρα, για την πατρίδα σου πάλι θα της λες, γιαγιάκα, γιατί… (Μικρή παύση.) βλέπω τα μάτια σου, γιαγιά… (Μικρή παύση.) Πάλι κλαμένα δείχνουν να ’ναι…
ΕΡΜΙΟΝΗ: Όχι… Δεν κλαίω, κόρη μου…Ένα σκουπίδι μπήκε στο μάτι…(Μικρή παύση.) και…
ΣΟΦΙΑ: Γιαγιάκα…. (Κάνει λίγα χοροπηδητά και επιστρέφει.) Να μην το ξεχάσω... Τώρα, καθώς ερχόμουν να σε δω, γιαγιούλα, συνάντησα τον ταχυδρόμο μας και μου ’πε να…(Μικρή παύση.) Να σου δώσω αυτό το… (Νέα μικρή παύση.) γράμμα… (Το τραβά από την τσέπη. Της το δείχνει.)
ΕΡΜΙΟΝΗ: Γράμμα; Τι γράμμα, κόρη μου; Γράμμα; Γιααα… μένα;
ΣΟΦΙΑ: Ναι, καλέ γιαγιά. Γράμμα. Για σένα. Απ’ την Τουρκία…
ΕΡΜΙΟΝΗ: Από την Τουρκία; (Μένει άφωνη και αποσβολωμένη.)
ΣΟΦΙΑ: Ναι. Από την Τουρκία… (Το διαβάζει.) Από κάποια…(Μικρή παύση.) «Πελαγία…» λέει..
ΕΡΜΙΟΝΗ: (Εμβρόντητη.) Πελαγ…Τι λες, Σοφία μου;… Να δω…(Της το αρπάζει.) Ω, Θε μου! Από την αδελφή μου!!!... (Το περιεργάζεται. Το φιλά. Το σφιχταγκαλιάζει.) Δεν το πιστεύω…(Σωριάζεται στην καρέκλα…) Από την αδελφή μου… Ζει η Πελαγία μου!… Ζει, Θεέ μου. Ζειιιιιι!!!... (Η ενθουσιώδης της κραυγή σχίζει τα πέρατα της οικουμένης, λες και θέλει ν’ ακουστεί αντίπερα, στης Ιωνίας Γης τα ανθογιάλια...)
ΣΜΑΡΩ: (Με απορία μεγίστη.) Έχεις αδελφή, γιαγιάκα;
ΕΡΜΙΟΝΗ: (Ο αναστεναγμός σχίζει καρδιές και ουρανούς. Παράλληλα, προσπαθεί να μην πληγώσει τις δυο της δισεγγονές.) Ωχ, παιδούλια μου… Ωχ!...
ΣΟΦΙΑ: Ποτέ δε μας μίλησες γι’ αυτήν την θεία, γιαγιούλα μου… Ποτέ.
ΕΡΜΙΟΝΗ: Ωχ, παιδούλια μου…
ΣΟΦΙΑ: Μα πώς έμεινε εκεί η αδελφή σου, γιαγιούλα μας, και δεν ήρθε μαζί σας το Εικοσιδυό από την παλιά πατρίδα;
ΕΡΜΙΟΝΗ: Αχ, παιδούλια μου... Αφήστε τα… Αφήστε τα… (Απομακρυνόμενη από τη σκηνή σαν πληγωμένο θηρίο, κοιτώντας μια τις εγγονές της λοξά και μια το γράμμα, που τώρα προσπαθεί στον κόρφο της να κλείσει.) Θα σας διηγηθώ μιαν άλλη φορά την πονεμένη αυτή ιστορία της αδελφής μου… Μιαν άλλη φορά… Εντάξει, κόρες μου; Εντάξει; (Τραβά σε μία άκρη, γυρίζει την πλάτη της προς τα παιδιά και μελετά με αδημονία το γράμμα. Το φιλά, το ρουφά και δακρύζει. Δακρύζει με της πυράς τη φλόγα…)
ΣΜΑΡΩ & ΣΟΦΙΑ: (Τα δυο εγγονάκια βρίσκονται στο άλλο άκρο της σκηνής και κοιτούν αμήχανα τη γιαγιά, αλλά και με έκδηλη απορία για το περιεχόμενο της επιστολής. Σύντομα, θα απομακρυνθούν και οι τρεις από το προσκήνιο, ενώ παράλληλα θ’ ακούγεται ένας γλυκύς μικρασιάτικος σκοπός.)
ΧΟΡΟΣ & ΤΡΑΓΟΥΔΙ: (Ακούγεται για λίγο κάποιος γλυκερός μικρασιάτικος σκοπός και αμέσως μετά ως μορφή διαλείμματος θα χορευτούν δυο μικρασιάτικα τραγούδια και ένας πυρρίχιος αγωνιστικός και ανατασιακός σκοπός.)

(Κλείσιμο αυλαίας)
































ΣΚΗΝΗ 2η Ωχ, τα χρόνια εκείνα…

ΠΡΟΣΩΠΑ: Ερμιόνη, Δόμνα
ΟΔΗΓΙΕΣ: ( Ακούγεται κάποιος χαρακτηριστικός μικρασιάτικος σκοπός. Τη στιγμή αυτή εμφανίζεται η γιαγιά Ερμιόνη. Παίρνει να τακτοποιεί τον χώρο της, να πλέκει ή να κεντά. Σε λίγο, θα εφορμήσει στη σκηνή η κόρη της η Δόμνα, θέτοντάς της το ερώτημα που ακολουθεί. Την ίδια ώρα η μουσική παίρνει να σβήνει.)
ΕΡΜΙΟΝΗ: (Κάνοντας τα προαναφερόμενα, παράλληλα μονολογεί.) Αχ, Πελαγία μου… Αχ, αδερφούλα!... Ωχ, τα χρόνια εκείνα τα φαρμακερά!... Τι πόνος Πελαγία μου, αδερφούλα μου, που σε ’χα για χαμένη και γράμμα σου σήμερα έλαβα!... Ωχ…
ΔΟΜΝΑ: (Εισέρχεται τη στιγμή, που η γιαγιά Ερμιόνη, μιλάει για την αδερφή της και το γράμμα, που έλαβε.) Και γιατί τόσα χρόνια, ρε μάνα, δε μας μίλησες για αυτήν σου την αδελφή; Ποιο μυστικό είναι αυτό που δεν ομολογείς και μέσα σου τόσα χρόνια κρατείς καλά κρυμμένο;
ΕΡΜΙΟΝΗ: Αχ, κόρη μου… Αυτό είναι ο μεγάλος μου καημός και της ζωής μου ο πόνος ο αγιάτρευτος…
ΔΟΜΝΑ: Πες το, ρε μάνα, να χαρείς… Πες το να ξεθυμάνεις… Καλά, ρε μάνα, ποιος είναι εκείνος ο καημός, που τόσα χρόνια έκαναν τα μάτια σου να στάζουν όλο πίκρα; Κι εγώ παιδάκι ήμουνα, μα σ’ άκουγα τις νύχτες πικρό τραγούδι προσφυγιάς να λες και να δακρύζεις, μάνα…
ΕΡΜΙΟΝΗ: Άκου, Δόμνα μου, ήρθε πια τώρα η ώρα να μάθεις το μυστικό, που τόσα χρόνια κράταγα βαθιά μες στην καρδιά μου…
Στον πρώτο διωγμό, το ’14, μας τράβηξαν στην Προύσα, στο Μιχαλίτσι πέρα… Τέσσερα χρόνια ξεριζωμός!!!... Πείνα, ψείρα, τύφος, κακουχίες, εξευτελισμοί… Όσοι αντέξαμε, γυρίσαμε πίσω, στη Λάμψακό μας, στη Λαψινή μας την Πατρίδα... Οι άλλοι… Και ο πατέρας μου… Χαμένος… Για πάντα… (Πνίγεται στους λυγμούς και η φωνή της κόμπος...)
ΔΟΜΝΑ: (Τρέχει, της φέρνει ένα ποτήρι νερό, την αγκαλιάζει στοργικά.) Ορίστε, μάνα. Να συνεφέρεις…
ΕΡΜΙΟΝΗ: (Μετά από σύντομη παύση.) Ε, τον άλλο χρόνο, Γενάρη του ’20, ανήμερα του Αϊ-Αντωνιού, οι Τούρκοι φυλάνε να φυσά τραμουντάνα κατά τον Ρωμιομαχαλά και τότε βάζουν φωτιά !... Όλα ρημαδιό!... Στάχτη και μπούρμπερη… Κι μείς στο έλεος του Θεού… Και φτου κι απ’ την αρχή, Δόμνα μου…
ΔΟΜΝΑ: Αυτά τα ξέρω, μάνα. Τα ξέρω… Μου τα ’χεις χιλιοπεί!... Για την αδελφή σου, τη χαμένη, θέλω να μάθω, μάνα… Τι έγινε και χαθήκατε; Πώς τόσα χρόνια χωριστά η μια από την άλλη βαστάτε να ’στε, μωρέ μάνα; Πες μου, ρε μάνα, μην με κρατάς άλλο σε αγωνία… Πες μου…
ΕΡΜΙΟΝΗ: Όλα θα στα πω, Δόμνα μου… Όλα…
Φτάνει, λοιπόν, το ’22. Πέντε γυναίκες μόνες στο σπιτικό: η νενέ Ασήμω, η άμια Μελισσάνθη, το Μαργάκι μας, η Πελαγία μας στα 19 της και ’γώ…
ΔΟΜΝΑ: Πω πω, ρε μάνα!!! Και πώς τα βγάζατε πέρα 5 γυναίκες μοναχές; Πώς αντέξατε των Τούρκων το μίσος και την έχθρα, αφού σαν ζώα σας φερνόντανε και όχι σαν ανθρώπους;…
ΕΡΜΙΟΝΗ: Αντέξαμε, Δόμνα μου... Αντέξαμε;… Ένας Θεός ξέρει πώς… (Μετά από σύντομη παύση για να πάρει πνοή και δυνάμεις.) Και σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά, πεθαίνει η άμια Μελισσάνθη και πάνω στο χρόνο και το Μαργάκι μας, η μικρή μας αδελφή… Το κοριτσάκι μας… (Κλαίει. Θρηνοκοπά…) Και πάνω στη μεγάλη αναμπουμπούλα και στον μαύρο μας τον πόνο, να σου κι ένας Τούρκος αξιωματικός, που μπαίνει στη ζωή μας… Ωραίος, αψηλός, καλοσυνάτος!... Είχε τον τρόπο του…
Και που λες, κόρη μου, μαγεύει την Πελαγία μας, την κάνει γυναίκα του και την παίρνει μαζί του…
ΔΟΜΝΑ: Αααα!... Ώστε παντρεύτηκε Τούρκο η θεία Πελαγία!… (Φέρνοντας το δάκτυλό της στο πλάι της κεφαλής της.) Τώρα αρχίζω να καταλαβαίνω τι έγινε τότε… Αν τύχαινε και έπαιρνες Τούρκο για άντρα σου, ήταν μεγάλο κακό και ντροπή για την οικογένεια!...
ΕΡΜΙΟΝΗ: (Σκύβει το κεφάλι ντροπιασμένη, γεμάτη ενοχές.) Έτσι το είχαμε τότες, κόρη μου… Άλλα μυαλά, άλλες εποχές, άλλες ιδέες, Δόμνα μου…
ΔΟΜΝΑ: Για συνέχισε, μάνα, την ιστορία σου… Να ακούσω γιααα…
ΕΡΜΙΟΝΗ: (Κλαίγοντας.) Από τότε που έφυγε η αδελφή μου η Πελαγία με εκείνον τον Τούρκο, δεν την είδαμε ποτέ ξανά… Μόνο τον πρώτο χρόνο που ’φυγε, δυο γράμματα ήρθανε από κείνη, μα τόσος ήτανε ο θυμός μας, γιατί τράβηξε με τον παλιοτουρκαλά, που τα έσκισα και τα δυο δίχως να τα διαβάσω… (Δείχνει τον τρόπο σκισίματος των επιστολών. Κλαίει.) Να σβήσουν όλα ήθελα…
ΔΟΜΝΑ: Τι έκανες, ρε μάνα; Γιατί το έπραξες αυτό; Μπορεί… (Κάνει πως ξύνει το κεφάλι της για εξέλθει κάποιος λογισμός.) Μπορεί… Βοήθεια να ζητούσε… Μπορεί…
ΕΡΜΙΟΝΗ: Τι μπορούσαμε να κάνουμε εμείς; Δυο γυναίκες είχαμε απομείνει στον κόσμο: η νενέ μ’ η Ασήμω και εγώ… Κι από απάνω ο ξεριζωμός του Εικοσιδυό!… Μας παίρνει το πλοίο του Μπειρίκου, μας τραβά Μακεδονία… Πρώτη στάση στη Σαλονίκη… Νέο θανατικό… Μας αφήνει χρόνους και η νενέ μου, η Ασήμω… Κι εγώ μόνη… Παντέρμη!… Σαν την καλαμιά στον κάμπο… Σαν ναυαγός χωρίς σανίδα στη μέση του πελάου… (Κλαίει.)
ΔΟΜΝΑ: (Τη συμπονεί. Τη χαϊδεύει. Γίνεται μικρή παύση.) Και δεν έμαθες ποτέ τίποτα για την αδελφή σου την Πελαγία, ρε μάνα;
ΕΡΜΙΟΝΗ: Ποτέ… Ποτές, κόρη μου… Είχα χάσει πια τα ίχνη της… Και όσο κι αν έψαξα αργότερα για αυτήν, δεν έμαθα ποτέ… Τίποτα…(Με την κεφαλή βουλιαγμένη στις θύμισες και τις ενοχές.) Έφταιξα…
ΔΟΜΝΑ: (Προσπαθεί να της αλλάξει τη σκέψη.) Μην το ξαναπείς αυτό, μάνα. Κάθε άλλο. Τι θα μπορούσες να πράξεις…
ΕΡΜΙΟΝΗ: (Κουνά διαρκώς την κεφαλή της. Άλλοτε, πάνω κάτω και άλλοτε πέρα δώθε) Άστα, κόρη μου… Άστα…
ΔΟΜΝΑ: Και ύστερα, μάνα;… Μετά τη Σαλονίκη, πούουου;… Ήρθατε εδώ, στη Νέα Λάμψακο, στη νέα μας Λαψινή Πατρίδα;
ΕΡΜΙΟΝΗ: (Μιλά αργά, κομπιαστά, αφηγηματικά, σαν να ξεδιπλώνει ένα παραμύθι. Η κόρη της άλλοτε κουνά συγκατανευτικά το κεφάλι και άλλοτε σιγομουρμουρά λόγια ταιριαστά με τα λεγόμενα της μάνας της.) Όχι. Πρώτα στον Περαία και ύστερις μας ήφεραν εδώ, στη Χαλκίδα… Τους περισσότερους από μας μας έβαναν μαζί σ’ ένα κτίσμα σαν μια μεγάλη αποθήκη μέχρι να δούμε πού θα μας αποκαταστήσουν… Σ’ αυτό βοήθαε και η Κοινωνία των Εθνών… Όσο μπορούσε…
Στην αποθήκη κάτσαμε αρκετό καιρό… Ύστερα, φτιάξανε κάποια σπιτάκια στον Τροχό, στα Μακρυχώραφα και στον Κοπανά… Ε, που λες, κατά το ’25 μας έφεραν εδώ σ’ αυτόν τον νέο δικό μας τόπο... Τον ΑΓΙΟ τόπο, που μέχρι σήμερα μας φιλοξενεί και μας τρέφει… Τον τόπο, που ονομάσαμε Νέα Λάμψακο και που αγαπήσαμε με όλη μας την καρδιά!… Μας στήριξε η κυβέρνηση και μας έδωσε τον κλήρο του καθενός… Εδώ, ξεκινήσαμε καινούρια ζωή… Δύσκολα, πολύ δύσκολα, κόρη μου… Μα, τα καταφέραμε!!!... Χτίσαμε σιγά σιγά το νοικοκυριό μας… Την εκκλησιά μας, τον Άγιο Τρύφωνά μας!… Το σχολειό μας… Προκόψαμε!!!... Εδώ κάναμε τις οικογένειές μας… Εδώ δουλέψαμε… Κι εδώ ονειρευόμαστε και ελπίζουμε πως θα γεννηθεί κάποτε η μέρα που θα μπορέσουμε να πάμε και πάλι στην παλιά μας πατρίδα… Να φιλήσουμε τα άγια χώματά της… Να ξαναδούμε τα σοκάκια και τις γειτονιές που παίζαμε παιδιά σαν ήμασταν ξένοιαστα και χαρούμενα τότε στο περγιάλι του Ελλησπόντου μας… Τότε… Εκεί… Στη Λαμψινή μας την Πατρίδα, την ολάνθιστη και ολόφωτη πατρώα μας γη του πολιτισμού και της Προόδου!...
(Γίνεται μικρή παύση υπό τους ήχους ενός ολιγόλεπτου μικρασιάτικου ορχηστρικού σκοπού.)
ΔΟΜΝΑ: (Την ώρα της μουσικής παρέμβασης, βηματίζει απομακρυνόμενη κάπως από την Ερμιόνη. Ξαναεπιστρέφει.) Μάνα, άκουσα προχθές, πως τον άλλο μήνα, ο σύλλογός μας σχεδιάζει να πάει εκδρομή στην Τουρκία… Θα περάσουν, λέει, κι από την παλιά τη Λάμψακο… Και σκέφτηκα μήπως ήθελες να πας… Να πάμε, δηλαδής...
ΕΡΜΙΟΝΗ: (Χιμά. Την αρπάζει από το πρόσωπό της. Της το κρατά σφιχτά με τα δύο της τα χέρια.) Αλήθεια, κόρη μου; Στην παλιά, μα πάντα – νέα μας μέσα και λαμπριάτικη στις ψυχές και στον νου – Λαμψινή μας Πατρίδα; Όνειρο, κόρη μου! Δεκαετιών πολλών ΟΝΕΙΡΟ!!!
ΔΟΜΝΑ: Ναι, μάνα… Όνειρο, που τώρα θα περπατήσεις στα αληθινά βήματά του, μάνα Ερμιόνη, εσύ του σπιτιού μας ηλιόφωτη ιωνική κολώνη και θάμβος μέγα!... Θα πάνε στον τόπο που τόσα χρόνια λαχταράς και πάλι να βρεθείς… Θ’ ανέβουν και στον λόφο, τις Λαμψακηνές τις Κολωνές λένε… Θα πάνε και στον Αϊ-Παρθένη λένε, μάνα, που εκεί οι ψυχές σας τράνωναν και φτάναν στα ουράνια, μα σήμερα τζαμί οι Τούρκοι τον έχουν κάμει…
ΕΡΜΙΟΝΗ: (Κομπιαστά. Πνιγμένα.) Αχ, παιδί μου…Το όνειρό μου να βρεθώ και πάλι στην πατρίδα… λες να γίνει αλήθεια; Και ίσως… Ίσως, λες να συναντήσω… Να ξαναδώ… Να ξαναδώ και πάλι την αδελφή μου την Πελαγία!!!... Να προλάβω να την δω, να την σφιχταγκαλιάσω πριν κλείσω τα μάτια μου, Δομνίτσα μου!!!... (Κλαίει.)
ΔΟΜΝΑ: Ίσως, μάνα… Ίσως βρούμε την αδελφή σου να σε περιμένει στο ακροθαλάσσι, μάνα…
ΕΡΜΙΟΝΗ: Λες, κόρη μου, νααα…
ΔΟΜΝΑ: Λέω, μάνα, λέω…
ΕΡΜΙΟΝΗ: Την αδερφή μου την Πελαγία θαααα…
ΔΟΜΝΑ: Θα ψάξουμε, μάνα... (Με πειστικότητα.) Θα ψάξουμε… Στο υπόσχομαι… (Ονειρικά.) Κι ίσως, ποιος ξέρει, ξανασμίξεις και πάλι με τη χαμένη σου αδελφή…
ΕΡΜΙΟΝΗ: Θα με αναγνωρίσει, κόρη μου Δόμνα;
ΔΟΜΝΑ: Θα δεις, μάνα…(Την αγκαλιάζει. Είναι όρθιες και οι δύο, στέκοντας σφιχταγκαλιασμένες στο μέσο της σκηνής. Την ίδια στιγμή, ακούγεται ένα μελωδικό μικρασιάτικο τραγούδι ή χορεύεται ένας ‘‘ζωντανός’’ παραδοσιακός σκοπός. Φτάνοντας στη μέση του το τραγούδι ή ο χορός, οι δυο γυναίκες αποχωρούν αγκαλιασμένες.)

(Κλείσιμο αυλαίας)















ΠΡΑΞΗ 2η Για του Ελλήσποντου το ακρογιάλι

ΣΚΗΝΗ 1η Η α π ό φ α σ η

ΠΡΟΣΩΠΑ: Λεγάτωρ (Αφηγητής)

(Ο Λεγάτωρ αναγιγνώσκει το κείμενο Η ΑΠΟΦΑΣΗ, που προέρχεται από το εκτενές θεατρικό δρώμενο Λαμψινή μου Πατρίδα Ι. Σε αυτή τη σκηνή κυριαρχεί ο μονόλογος του αφηγητή, ο οποίος κινείται ως συνομιλητής με τους θεατές.)
Ο πόθος του πρόσφυγα – σφαγμένος απ’ των συμφερόντων το σουγλερό το δόντι –
αβόλευτος κι ακράτητος είναι στη ζήση του όλη εκεί στης νέας γης την
αγκαθένια ράχη
Να ’ρθεί ο έρμος στου σπιτιού του την αυλή στην αγλαϊνή πατρίδα
λίγη να πιει ισκιά, μοσκοβολιά από τ’ ατίθασα του πλάτανου κλωνιά
λίγο να ψαύσει η ματιά τ’ τους ζούζουνες που βόσκουνε
στου κήπου του τα μυροβόλα άνθη
λίγο να λάβει απ’ το ιερό και ζωοφόρο της ψυχής των χιλιοχρόνων
πρόγονων το ανθοβόλο χώμα
λίγο να τρέξει ανέμελος στων κάμπων της πατρίδας του τα θαλερά
λιβάδια
με της Σελήνης τις μεταξένιες ίνες να του θωπεύουν την καρδιά
λίγο να μπει μες της πατρίδας του την εκκλησιά με τ’ άραχλα
και ξεσκισμένα πέπλα
της αϋφάντρας να σβήσει το πανί, ένα κερί ν’ ανάψει
λίγο να πάρει να χαρεί της Πίστης και της Λευτεριάς τον μόσχο!...

Και τώρα που ’ρθε του χρόνου η καλή, η ποθεινή η ώρα
φτερά τινάζ’ ο πρόσφυγας, να δράμει γοργοσάλευτος πάν’ από κύμα
θάλασσες
για της πατρίδας τις ακτές, του κήπου τα περβόλια
εκεί στου Ελλησπόντου τις πλαγιές τις ιωνικές αμμούδες

Πιάνει, στύβει της μνήμης την πυροφόρ’ ανέμη
Χύνεται, χιμά στη θεϊκήν κι αλέκιαστη απλωσιά
π’ άλλοι για χρόνια την κρατούν
ρουφούν τα μύρα, τη χαρά, τα πλούτια, τα πελάγη
και το νογούν πως είναι ξένη – αλλουνών – η γης
που εδώ αφήκαν ιερά, Ομήρους, προγόνους ευκλεείς
βιος σπίτια – λες ιωνικά, του Νέστορος παλάτια!...
Και χάθηκαν!!!…. Αλαλιασμένοι, ενδεείς, καψαλιασμένοι, ράκη
για τόπους άλλους, άξενους με άκανθες στρωμένους

(Αργοσάλευτη εμφάνιση μιας καλοντυμένης ομάδας ταξιδευτών, με κάποιους να αποτελούν τους προ δεκαετιών ξεριζωμένος πρόσφυγες και άλλους να είναι απόγονοι Μικρασιατών. Κάνει αντήλιο τη μια του παλάμη και τους θωρεί ερχόμενους με: μια βαλίτσα στο χέρι, έναν χάρτη, μία φωτογραφία κ. ο. κ.)
Να, τώρα, σπεύδουνε σ’ άσπρο πελαγινό, ειρηνοφόρο άτι
Κρατούν στα χέρια έναν χάρτη με:
δρόμους, σπίτια, εκκλησιές,
κοιμητήρια, κήπους, αγρούς,
πλατάνους καφενέ, σχολειά, πλατείες
νταλιάνια, λουτρά, λιμένες, αγορές
κρύπτες για θρύλους και στοιχειά, Γοργόνες, παραμύθια
σημεία γερμένα ή στεκάμενα αψηλά
από τους πέρα χρόνους, τα παλιά
Σφίγγουνε στο χέρι μια φωτό
– το αιχμαλωτίζον μάτι στιγμές ανέσπερες, γλυκές –
που καρφιτσώνει ο ήλιος στις καρδιές
χαρές κερνά αφειδώλευτα, χίλιες ανάφτει χάρες!!!...

Και περπατούν
και περπατούν…
Και ψαύουν
ψαύουν!…
(Αποχώρηση αφηγητή.)

















ΣΚΗΝΗ 2η Η ε π ι σ τ ρ ο φ ή

ΠΡΟΣΩΠΑ: Γιαγιά Ερμιόνη, Θάμπος, Δόμνα, Σμαρώ, Τρυφωνία, θεία Πελαγία, Εμίν, Ιμπραήμ, Ίαμβος
(Οι εξ Ελλάδος φθάνουν στην πάντα Λαψινή παλιά Πατρίδα. Ακούγεται ανατολίτικη μουσική. Κοιτούν ερευνητικά τον γύρο χώρο, ψάχνουν, συζητούν. Φιλούν το άγιο της Πατρίδας χώμα. Με τη γλώσσα του σώματός τους – δια μορφασμών και δι’ άλλων κινήσεων – δείχνουν τα όλα τους συναισθήματα: χαράς, έκπληξης, απογοήτευσης, αμηχανίας, αγανάχτησης, καταλογής κ. ο. κ. Από τα πολλά, συγκινημένοι στο έπακρο και κατάκοποι μπαίνουν να ξαποστάσουν στον καφενέ Lapseki. Εκεί, βρίσκεται ο ιδιοκτήτης του, ο Εμίν Καρντάς, ο οποίος τακτοποιεί τον χώρο.)
ΣΜΑΡΩ: (Μόλις πατούν το πόδι τους στην πατρίδα, και στην προκειμένη περίπτωση στο μετωπικό τμήμα της σκηνής, η μικρή Σμαρώ γεμάτη απορία, απευθύνεται στην γιαγιά Ερμιόνη.) Φτάσαμε, γιαγιά;
ΕΡΜΙΟΝΗ: Φτάσαμε, μωρό μου. Φτά…
(Και ενώ οι μεγάλοι ψαύουν στον αιθέρα και ψάχνουν, ψάχνουν…)
ΣΜΑΡΩ: Εδώ, γιαγιάκα, είναι η παλιά σου η πατρίδα;
ΕΡΜΙΟΝΗ: Εδώ είναι, Σμαρούλα μου. Εδώ…
ΣΜΑΡΩ: Τι ωραίος τόπος, γιαγιάκα!!!
ΕΡΜΙΟΝΗ: Εχ, Σμαρούλα μου… Εχ, κοριτσάκι μου γλυκό!…Εδώ είναι ο τόπος μας! Εδώ είναι τα μέρη τα δικά μας!!... Η ΠΑΤΡΙΔΑ μας, εδώ!!!... Εδώ και η ψυχή μας είναι!!!...
ΣΜΑΡΩ: Εδώ, γιαγιά… (Έχει σφιχτοδεθεί στα πόδια της.)
ΤΡΙΦΩΝΙΑ: Ερμιόνη μου, θυμάσαι;... (Η Ερμιόνη έχει καλύψει το στόμα της με το αριστερό της χέρι. Κουνά συγκαταβατικά το κεφάλι.) Θυμάσαι, τι παιχνίδια κάναμε εδώ κοντά σ’ αυτή τη βρύση κοπέλες νιες σαν ήμασταν;…
ΕΡΜΙΟΝΗ: (Με πνιγμένη φωνή.) Θυμάμαι, Τριφωνία μου… Θυμά…
ΤΡΙΦΩΝΙΑ: Κι αυτός ο πλάτανος εδώ… Ψηλός κι αγέρωχος… Σαν τότε…
ΕΡΜΙΟΝΗ: Σαν το…
ΤΡΙΦΩΝΙΑ: Μου φάνηκε πως δάκρυσε, Ερμιόνη μου, και πως όλο ρωτά!… Ρωτά… (Στηρίζεται η μια στον ώμο της άλλης.)
ΕΡΜΙΟΝΗ: Ρωτ… ά…
ΤΡΙΦΩΝΙΑ: Τον άκουσες, Ερμιόνη μου;
ΕΡΜΙΟΝΗ: Τον ακούω, Τριφω…
ΤΡΙΦΩΝΙΑ: Όλο ρωτούσε κι όλο ρωτά: «ΓΙΑΤΙ;... ΓΙΑΤΙ;... Γιατί οι βάρβαροι σας έδιωξαν από τον τόπο το δικό σας; ΓΙΑΤΙ;…»
ΕΡΜΙΟΝΗ: Για – τί;…
ΤΡΙΦΩΝΙΑ: «Με ποιο δικαίωμα σας ξεκλήρισαν και σας αφήκαν δίχως ελπίδα και ζωή τις μαύρες κείνες μέρες του ξεριζωμού;...» Αχ, Θεέ μου… Γιατί;…
ΕΡΜΙΟΝΗ: Έλα, Τριφωνία μου… Μην κλαις.. Πάνε, περάσαν πια κείνες οι μαύρες μέρες του Εικοσιδυό…
ΤΡΙΦΩΝΙΑ: Ααααχ!... Μας έκαψε, μας μαράζωσε το Εικοσιδυό!!!… Προσδοκούσαμε τη Λευτεριά, πλέκαμε τα Όνειρά μας, σχεδιάζαμε το μέλλον, μα…
ΕΡΜΙΟΝΗ: Μα, άστα…
ΤΡΙΦΩΝΙΑ: Είδες; Από τον Ουρανό στα… Τάρταρα!... Πώς αλλάζει τ’ Όνειρο!... Στο άψε, σβήσε… Από την Ανάσταση στου Άδη στην αρπάγη!...
ΕΡΜΙΟΝΗ: Ναι, Τριφωνία μου… Έτσι, ο κόσμος είναι…
ΤΡΙΦΩΝΙΑ: Αχ! Τι νύχτα ήτανε αυτή!...
ΕΡΜΙΟΝΗ: Έλα, μην τα συλλογιέσαι άλλο αυτά.. Πάει, όλα πέρασαν πια… Έλα να ξαποστάσουμε λιγάκι σ’ αυτόν εδώ τον καφενέ κι ύστερα… Συνεχίζουμε…
Οι εξ Ελλάδος: (Μετά τις αναζητήσεις ιχνών της παλιάς ζωής και όψης της Λαψινής τους Πατρίδας, μπαίνουν πλέον στον καφενέ να ξαποστάσουν και κάτι από τα έχητά του να γευτούν.)
ΕΜΙΝ: (Ο Εμίν βρίσκεται στην άλλη άκρη του μαγαζιού, τους βλέπει, τους περιεργάζεται, ακούει τις χαμηλόφωνες συζητήσεις τους. Κάτι μουρμουρίζει στα τούρκικα. Σε λίγο, φωνάζει απευθυνόμενος προς το γιο του.) Ιμπράμ… Ιμπράμ… Ε, Ιμπράμ… Πού ’σαι, μπρε ογλούμ;... Ήρθε ντουνιάς στο μαγαζί… (Συγυρίζει. Στρέφεται προς την αντίθετη πλευρά των θαμώνων. Μονολογεί.) Και σαν να μου φαίνονται γκαρντάσια, μωρέ… Γκαρ…
ΙΜΠΡΑΗΜ: (Έρχεται τρέχοντας.) Γκαρντάς, παππού; Γκαρντάς;…
ΕΜΙΝ: Ναι, μωρέ… Γκαρντάς… Αδέλφια σαν να είναι δαύτοι…(Με μεγαλύτερη βεβαιότητα.) Φαίνονται… Α – δέλ – φια…
ΘΑΜΠΟΣ: Γεια σας, πατριώτες…
ΕΜΙΝ: Καλώς τους. Καλώς τους… (Δείχνοντας προς μία κατεύθυνση του μαγαζιού.) Καθίστε…
ΘΑΜΠΟΣ: Ευχαριστούμε, πατριώτη… (Αφήνουν καταγής τις αποσκευές τους. Πιάνουν δυο τρία τραπέζια. Κάθονται.)
ΕΜΙΝ: (Βρίσκεται από πάνω τους. Τους περιεργάζεται πατόκορφα.)Τι να σας φέρω, μπρε καρντάς;
ΘΑΜΠΟΣ: Φέρε μας νερό πρώτα να ξεδιψάσουμε, πατριώτ’…Ερχόμαστε από μακριά… Και φτιάξε και κανένα μεζέ... Ό,τι εσύ νομίζεις…
ΕΜΙΝ: Από πού είστε, μπρε πατριώτες;
ΘΑΜΠΟΣ: (Ορθά, κοφτά.) Από ετούτα τα ευλογημένα χώματα, ρε πατρίδα… Λαμψακινοί… Βέροι…
ΕΜΙΝ: (Με θαυμασμό.) Βέροι!...
ΘΑΜΠΟΣ: Ήρθαμε στα πάτρια εδάφη… Ήρθαμε να βρούμε τις ρίζες μας, ορέ πατριώτη…
ΕΜΙΝ: (Γίνεται ελατήριο. Τους πασπατεύει. Το στόμα του χάσκει από έκπληξη και θαυμασμό μαζί.) Από τη Λάμψακο; Τι λες, μπρε αδελφέ μ’;
ΘΑΜΠΟΣ: Ντόπιος είσαι και συ, πατριώτ’;
ΕΜΙΝ: Ντόπιος είμαι, αδελφέ μ’… Ντόπιος…
ΔΟΜΝΑ: (Βρίσκει την κατάλληλης στιγμή για να παρέμβει.) Την εκκλησιά του Αϊ-Τρύφωνα ψάχνουμε, πατριώτη. (Με διαρκείς παύσεις. Οι υπόλοιποι επισκέπτες υποστηρίζουν παντομιμικά τα λεγόμενά της.) Μα… Δεν μπορέσαμε τίποτα να βρούμε ακόμη… (Του δείχνει έναν οδικό χάρτη της πόλης.) Έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα από τότε… Σε ποιο μαχαλά είναι… Να… κοιτάξουμε…
ΕΜΙΝ: (Με σκυμμένο κεφάλι. Το κουνά με αποτροπιασμό και αισθήματα συνενοχής για ό,τι έγινε τότε...Μιλά αργά και με διακοπές. Οι θαμώνες τον κοιτάζουν με απορία και απογοήτευση.) Τίποτα δε θα βρείτε, μπρε καρντάσια…Τί – πο – τα… Την εκκλησιά… Την… έκαψαν το ’22 μαζί με πολλά σπίτια των προγόνων σας…
ΔΟΜΝΑ: (Έμπλεη αγανακτήσεως…) Ούτε τους τάφους τους δεν ήβραμε, μωρέ… Ούτε τους τάφους τους… Ένα κερί ν’ ανάψουμε, μωρέ, και να κλάψουμε τους νεκρούς μας…
ΕΜΙΝ: Ναι, πατριώτισσα… Ούτε…(Μετά από ένα πηχτό κόμπιασμα.) Και τον Αϊ-Παρθένη σας τον έκαμαν τζαμί…
ΔΟΜΝΑ: Τζαμί τον Αϊ-Παρθένη μας; Τζαμί;
ΕΜΙΝ: (Δείχνει προς μία κατεύθυνση.) Εκεί, στον λόφο, πάνω από την πλατέα των δικών σας με τον Μεγάλο Πλάτανό της και τον μεγάλο σας ρωμιομαχαλά… (Με αίσθημα συνενοχής.) Εκεί…
ΔΟΜΝΑ: Αχ!… Τίποτα δεν άφησαν… Θέλησαν να σβήσουν έναν Ελλήνων πολιτισμό τριών χιλιάδων τόσων χρόνων για να πουν μετά πως αυτός ο τόπος ήταν δικός τους!...
ΕΜΙΝ: (Με διφορούμενους μορφασμούς.)
ΔΟΜΝΑ: Πόσο πια μίσος έτρεφε ο τούρκικος συρφετός της Ανατολής κείνα τα χρόνια τα φουρτουνιασμένα!... Αχ, της καταστροφής τα μαύρα κι άραχλα τα χρόνια!...
ΕΜΙΝ: (Κατευναστικά.) Οι ‘‘Μεγάλοι’’, γκιουζέλ μου… Οι ‘‘Μεγάλοι’’... Αυτοί που ορίζουν τις τύχες και τη μοίρα των ανθρώπων του κόσμου… (Μετά από μικρή παύση.) Κι εμείς... Θύματα της καταστροφής είμαστε… Ίδιος λαός... Ίδια βάσανα… Ίδια…
ΘΑΜΠΟΣ: (Παρεμβαίνοντας και μιλώντας αργά, με συχνές διακοπές.) Ναι… Οι ‘‘Μεγάλοι’’… Αυτοί που αδέλφια βάνουν να σκοτώνουν αδέλφια… Αχ!… Οι λαοί, άνθρωπέ μου, αν αφεθούν ελεύθεροι, μπορούν να ζήσουν ειρηνικά… Χωρίς έχθρητες και μίση…
ΕΜΙΝ: (Κουνώντας συναινετικά την κεφαλή του και παρεμβαίνοντας με την επανάληψη της τελευταίας του Θάμπου φράσης.) Χωρίς έχθρητες και μίση…
ΘΑΜΠΟΣ: (Συνεχίζοντας με πίστη και με ρητορική πλέον διάθεση.) …Αλλά με τον αέρα της δημιουργίας, της συνεργασίας και του πολιτισμού σημαία τους οι λαοί μας και οι λαοί του κόσμου ούλου μπορούν να κάμουνε τη γης Παράδεισο!
ΕΜΙΝ: (Κουνώντας συναινετικά την κεφαλή του και επαναλαμβάνοντας μέρος από την τελευταία του Θάμπου φράση.) …Μπορούν να κάμουνε τη γης Παράδεισο!
ΘΑΜΠΟΣ: …Με όραμα και με καθημερινή τους πρακτική τα πάλεμα για το Καλό, την Αρετή και το Ωραίο, καλέ μου μαγαζάτορα της Λαμψινής του Ελλησπόνου Πατρίδας σύντεκνε και φίλε!!!...
ΕΜΙΝ: …Σύντεκνε και φίλε!!!... Σύντεκνε και φίλε!!!... (Και μετά από μια μικρή ανασεμιά, με τη ματιά του στοργικά να θάλπει τους εξ Ελλάδος θαμώνες – του καφεμαγειρείου Lapseki-Ymmak Deniz, του ΛΑΨΕΚΙ-Ελπίδας Πόντος – στρέφεται προς τον εγγονό του.) Ιμπράμ... (Φωνάζοντας εντονότερα.) Ε,… Ιμπράμ… Πού είσαι, μπρε ογλούμ;…
ΙΜΠΡΗΜ: (Τρέχοντας. Ασθμαίνων.) Εδώ είμαι, παππούκα μου καλέ… Εδώ…
ΕΜΙΝ: Είδες, μπρε, την προγιαγιά σου, τη νενέ Σεβντά; Ξέρεις πού γυρνορουγιάζει τέτοιαν ώρα;
ΙΜΠΡΑΗΜ: Στης Εμινέ τον μαχαλά μου είπε ότι θα πάγει… Εκείνη την καλεί στο σπίτι της, γιατί της αρέσει να την ακούει παλιές ιστορίες να της λέει…
ΕΜΙΝ: (Δείχνει νευριασμένος. Κάτι λέει στα τούρκικα. Χτυπά το χέρι του στο πλάι του γοφού του. Φτύνει στο έδαφος.) Άντε, ογλούμ. Να την φωνάξεις… Πες της ότι τη θέλω… (Συγχρόνως, σερβίρει στους επισκέπτες, οι οποίοι πίνουν και τρώγουν να ψυχοπιάσουν.)
ΙΜΠΡΑΗΜ: Τρέχω, εφέντη παππούκα μου καλέ… Αμέ – σως…(Πετά την ποδιά και απομακρύνεται τρέχοντας.)
ΔΟΜΝΑ: Μάνα… Ξαπόστασες; Ήπιες νεράκι δροσερό από τη Λάμψακό μας;
ΕΡΜΙΟΝΗ: ΄Ηπια, κόρη μου… Ήπια… Και ξεδίψασα... ΑΓΙΑΣΜΑ!!! (Κόμπος για λίγο δένει τη φωνή της. Ξεροκαταπίνει.) Μα εμένα η σκέψη μου αλλού πετάει τώρα…
ΔΟΜΝΑ: Ξέρω, μάνα…
ΕΡΜΙΟΝΗ: (Με σπασμένη φωνή και μετά από συνεχείς παύσεις.) Την αδελφή μου… Την καλή… Τη χαμένη συλλογιέμαι… Την Πελαγία μας… Που τόσα χρόνια λαχταρώ και πάλι στην αγκαλιά μου δυνατά να κλείσω… Για μια στιγμή… Ένα λεπτό… Κι ας… Πε – θά – νω… Στη σκιά της… Στα πόδια της γερτή… Ξεπνοημένη…
ΕΜΙΝ: (Την ώρα που μιλάει η γιαγιά Ερμιόνη, ο Εμίν είναι καρφωμένος επάνω της και ρουφά την κάθε ιχνάδα του λόγου της. Εν τέλει, πηγαίνει πολύ κοντά της. Την κοιτά σαστισμένος.) Πώς την είπες προηγουμένως την αδελφή σου, κυρίααα…;
ΕΡΜΙΟΝΗ: Πελαγία, γιε μ’… Πελαγία…
ΕΜΙΝ: (Τα μάτια του ορθάνοιχτα. Την κοιτά και όλο κάτι βάνει στο νου του…) Πελαγία… (Μετά από σύντομη παύση.) Και πώς χαθήκατε, βρε θεια;
ΕΡΜΙΟΝΗ: Άχου, γιε μ’… Είναι μεγάλη η ιστορία μου… Και πονεμένη… Άστα… Άστα… Μα η αδελφή μου έμεινε εδώ… Παντρεύτηκε… Και δεν την ξανάδα…
ΕΜΙΝ: Παντρεύτηκε; (Χάσκων.) Ποιον παντρεύτηκε;
ΕΡΜΙΟΝΗ: Έναν Αλή… Αξιωματικό…
ΕΜΙΝ: Τον Ινονού Αλή απ’ το Τσανάκαλε;
ΕΡΜΙΟΝΗ: (Σηκώνεται επάνω ταραγμένη.) Ναι, γιε μ’. Τον Ινονού Αλή, που μάγεψε τα 19 της χρόνια…. Μα…. Πώς το γνωρίζεις τ’ όνομα; Πού τόνε ξέρεις;
ΕΜΙΝ: Κάθισε, θεια... Μην ταράζεσαι..( Κάτι λέει στα τούρκικα…)
ΠΕΛΑΓΙΑ: (Μπαίνει σκυφτή, στηριζόμενη στη βακτηρία της.) Να ’μαι και εγώ η Αλή Σεβντά…
ΕΜΙΝ: Καλώς την, νενέ Σεβντά…(Κάτι λέει στα τούρκικα και μετά…) Μάνα… Ήρθαν εδώ άνθρωποι. Δικοί μας... Πρόσφυγες, μάνα… Απ’ τον μεγάλο διωγμό, που έσβησαν ούλα τ’ άστρα, μάνα!...
ΠΕΛΑΓΙΑ: Ναι, γιε μ’. Γύρισε ο κόσμος ανάσκελα… Τουμπάνιασε!... (Στρεφόμενη προς τους εκδρομείς.) Καλώς τους… Καλώς τους…(Κάτι λέει στα τούρκικα.)
ΕΜΙΝ: Ψάχνουν να βρουν τις ρίζες τους, μάνα… Τους τάφους των γονιών τους, μάνα… Μααα…
ΠΕΛΑΓΙΑ: Αχ, καλή μου άνθρωποι… Σας νιώθω… Γνωρίζω καλά τι ’ναι να χάνεις τους δικούς σου… (Πνίγεται. Κομπιάζει.) ‘‘Σεβντά’’ με είπανε… Και μεγάλος ο σεβντάς, ο καημός δηλαδή, που τόσες δεκαετίες τρώγει τα σωθικά μου!…
ΘΑΜΠΟΣ: Ελληνίδα είσαι, θεία; Ελληνίδα;…
ΠΕΛΑΓΙΑ: Ελληνίδα, γιε μ’… Κρυπτοχριστιανή…
ΕΜΙΝ: (Παρεμβαίνοντας διευκρινιστικά.) Ο νόμος το διέταζε, γοργά να αλλαξοπιστήσει και όνομα ισλαμικό στα γρήγορα να αποχτήσει… Μα εκείνη δεν βολευότανε από τα χαρτιά του Ισλάμ και στην καρδιά της μέσα την Παναγιά και στο Χριστό στις προσευχές της είχε!…
ΘΑΜΠΟΣ: Και ποιο ήτανε το όνομα της βάφτισής σου, καλέ θεία;
ΠΕΛΑΓΙΑ: (Σπαστά. Πνιγμένα.) ‘‘Πελαγία’’ είναι τ’ όνομά μου, γιε μ’… ‘‘Πελαγία’’ από τη κολυμπήθρα βγήκα και ψηλά σαν με σήκωσε ο παπα-Νικόλας μας ο Βογιατζής, το βροντοφώναξε ν’ ακουστεί στην εκκλησιά μας μέσα, αλλά και έως την Πόλη πέρα!...
ΔΟΜΝΑ: (Αποσβολωμένη. Άναυδη.) Πελαγία!…(Την κοιτά έκπληκτη. Τα μάτια της λάμπουν. Στρέφεται προς την Ερμιόνη, τη μητέρα της, που πετρωμένη σαν άγαλμα στέκει.) Μάνα… Κοίταξε τη γιαγιούλα, μάνα… ‘‘Πελαγία’’, λέει ότ’ είναι τ’ όνομά της!!!… Και είναι Ελληνίδα, μάνα!!!… Ελληνίδα, ΜΑΝΑ!!!…
ΕΡΜΙΟΝΗ: (Φέρνει τις παλάμες της στα πλάγια του προσώπου της. Φωνάζει, σχίζοντας τα σωθικά του ουρανού, της γης και του πελάου όλου.) Πελαγία,… Θε μου!!! (Τρέχει με λαχτάρα κοντά της. Την κοιτά έκπληκτη.)
ΠΕΛΑΓΙΑ: (Την περιεργάζεται. Δε χορταίνει να την αντικρίζει. Κάνοντας συνεχείς παύσεις. Μιλά με λυγμούς.) Τα μάτια τούτα που κοιτώ… άγνωστα δεν μου ’ναι… Και τούτ’ η όψη της θωριάς σου ίδια θαρρώ με μένα δείχνει… Είσαι στ’ αλήθεια εσύ, γλυκιά μου αδελφούλα;
ΕΡΜΙΟΝΗ: (Κουνώντας την κεφαλή της αινιγματικά και ερωτηματικά μαζί. Συγχρόνως, ανοίγει και τα δυο της χέρια για να εκφράσει τα γεμάτα απορία και απέραντη έκπληξη συναισθήματά της. )
ΠΕΛΑΓΙΑ: Μαύρες πλεξούδες μακριές, είχαμε στο κεφάλι… και μάγουλα ολοκόκκινα νεότητας σημάδι… Μα τώρα βλέπω δυο γριές… να στέκουν σαστισμένες… Στάσου να σε χορτάσω, να σε δω… (Η Ερμιόνη συγκλονίζεται ακόμη πιο πολύ.) Θε μου, εσύ είσαι!!! Εσύ!!! Η αδερφούλα μου η λατρεμένη!!!... Εσύιιιιιι!!!... (Σφιχταγκαλιάζονται, κλαίνε…)
ΔΟΜΝΑ: (Βρίσκεται ανάμεσα στις δυο αδερφές. Τις αγκαλιάζει σα γέφυρα συνενωτική.) Αχ, θεία Σεβντά και Πελαγία θεία!… Πώς τόσα χρόνια χάσατε, ζώντας μακριά η μια απ’ την άλλη και με την καρδιά μολύβι!... Πώς τα φουρτουνιασμένα του ’22 σας χώρισαν πελάγη!!!...
ΠΕΛΑΓΙΑ: (Αργά, κομπιαστά.) Όχι πια ‘‘Σεβντά’’… ‘‘ΠΕΛΑΓΙΑ’’… Τώρα πια μόνο ΠΕ – ΛΑ – ΓΙ – Α. Σήμερα, βρήκα και πάλι τις ρίζες μου... Τους δικούς μου εβρήκα ανθρώπους… Αχ, αδελφούλα μου γλυκιά!… Πενήντα χρόνια μακριά απ’ τους δικούς μου ανθρώπους… Έκανα οικογένεια… Παιδιά… Εγγόνια… Είδα… Όμως, τα μάτια μου στιγμή δεν έπαψαν να στάζουν του πόνου δάκρυα καυτά … Και η ψυχή μαραζωμένη ήτανε πάντα… Πάντα συλλογιόμουν της μάνας τη γλυκιά την αγκαλιά… Το πατρικό το βλέμμα της συμπόνιας να με σώσει από των μαύρων λύκων την οργή… Ποτέ δεν έγινα δικιά τους… ΠΟΤΕ!!! Βαθιά μες στην ψυχή μου πάντα… καλά κρατούσα φυλαγμένο το μυστικό πως Ελληνίδα είμαι… Και στον Χριστό, στην Παναγιά… πάντα σ’ αυτούς παρηγοριά ζητούσα τα βράδια, καθώς μονάχη έκλαιγα στο άδειο μου το σπίτι της καρδιάς μου… Και εσένα, Ερμιόνη μου, σκεφτόμουν νύχτα και ημέρα… ΠΑΝΤΑ!!! Τι ν’ απέγινες και συ μακριά απ’ την πατρίδα της προσφυγιάς σαν πήρατε το δρόμο τον αγύριστο… Έλεα… Έλεα… Έλε…
ΕΡΜΙΟΝΗ: Αχ, Πελαγία μου…. Αχ, καρδούλα μου γλυκιά!… Και η δική μου η μοίρα, Πελαγία μου, καλύτερη δεν ήταν... Κι εγώ βασανισμένη ζωή έζησα, μα κι όλη η Λαμψακό μας!... Τα πρώτα χρόνια της οργής, της προσφυγιάς τα χρόνια... Δύσκολα... Πολύ δύσκολα τα ζήσαμε… Μα τώρα, όλα άλλαξαν!… Κι ένα χωριό πανέμορφο μ’ ανθρώπους προκομμένους εφτιάξαμε στη νέα γη, τη Νέα Λάμψακό μας!!!… Κι ούλοι μάς θαυμάζουνε τριγύρω οι Ευβοιώτες!!!...
ΔΟΜΝΑ: Έλα, ας τ’ αφήσουμε αυτά, μάνα, τα περασμένα, τα παλιά... Τώρα… Που ξανασμίξατε οι δυο αδελφές και πάλι!…
ΤΡΥΦΩΝΙΑ: (Αργά. Διακεκομμένα.) Δίκιο έχεις, Δόμνα μου… Ας παν τα περασμένα… Έχουν πολλά να διηγηθούν οι δυο ετούτες αδελφές… Χρόνια πολλά εχάσανε… Χαμένες καθώς ήταν… Μα δόξα να ’χει ο Θεός, τις έσμιξε και πάλι… Είναι κοντά μας ο Θεός κι ακούει τις προσευχές μας… Ας κάνουμε, λοιπόν, ευκή πάνω στη γη ετούτη, όλοι οι ανθρώποι ειρηνικά να ζουν και να ελπίζουν… Κανείς ποτέ της προσφυγιάς τον δρόμο να μην τύχει, όπως εμείς πορέψαμε…τότε,… κείνα τα χρόνια… (Προς το κοινό.) ΑΓΑΠΗ, ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ, μα και ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ για οδηγό να έχουνε στον κόσμο οι ανθρώποι ούλοι!!!... Αυτό ελπίζω κι εύχομαι μέσα απ’ την καρδιά μου μια σκέπη αξεθώριαστη σ’ όλη τη γης να είναι!!!…
ΣΜΑΡΩ: (Σφηνωμένη ανάμεσα στις δυο γιαγιάδες και σφιχταγκαλιάζοντας τον μηρό της Πελαγίας.) Εσύ ’σαι η γιαγιά Πελαγία, που τόοοσα χρόνια σ’ έλεε, έκλαιγε και σε ζητούσε η καλή μου η γιαγιούλα;
ΠΕΛΑΓΙΑ: Εγώ είμαι, γιαβρίμ… Εγώ είμαι, περιστέρα μ’!...
ΣΟΦΙΑ:(Στέκεται από εμπρός της. Την αγκαλιάζει με το ένα της χέρι.) Γιαγιά Πελαγία, θα έρθεις μαζί μας να σε πάρουμε στην Ελλάδα, να δεις και συ τη Νέα Λάμψακό μας;
ΠΕΛΑΓΙΑ: Αχ, κοριτσάκι μου γλυκό, μακάρι να μπορέσω… Θα δούμε… Θα δούμε… (Στρέφεται στον Εμίρ.) Τι κάθεσαι, γιε μου Εμίρ, βουβός σαν απολιθωμένος!… Δεν ακούς; Σήμερις έχουμε γιορτή!!!…
ΕΜΙΝ: Ναι, (annem) αννέ μ’. Ναι, μάνα μου… Γιορτή και πανηγύρι!!!… Πόσα χρόνια, μπρε αννέ μ’, έχω να διω τα μάτια σου να λάμπουν σαν αστέρια!!!… Και χαμογελάς, ρε μάνα!!!… Χαμογελάς!!!… (Συγκινείται. Δακρύζει.)
ΠΕΛΑΓΙΑ: Απόψε γεννήθηκα ξανά, παιδί μου Εμίν!!!… Γεννήθηκα ξανά… (Κουνά συλλογισμένη και συγκινημένη το κεφάλι. Ξάφνου, ανασταίνεται και φωνάζει με χαρά και προσταγή μαζί:) Εεεε, τι με κοιτάς, γιε μου Εμίν, Έμπιστέ μου, πάντα… και αποκούμπι μου πιστό! Φέρε πιοτί, φέρε μουσακάδες, ιμάμ μπαϊλντί, πενίρ χαλβά… Κέρασε όλο το μαγαζί... Βάλε τραγούδια ελληνικά!… Και στρώσε, μωρέ, κόκκινα χαλιά για τους δικούς μας ανθρώπους!!!... Το αίμα μας, μωρέ!!!… Απόψε γεννήθηκα ξανά!!!… Μόνο χαρές πια τώρα!!!… Μόνο χαρές!!!… (Γυρίζει στον κόσμο.) Χορέψτε όλοι, καλέ… Χορέψτε….
ΙΑΜΒΟΣ: (Εμφανίζεται στη σκηνή ή στέκεται έμπροσθεν αυτής. Παίζει έναν εύθυμο ορχηστρικό σκοπό και αμέσως μετά ένα γνωστό στο κοινό μικρασιάτικο τραγούδι, όπως το Καραπιπερίμ, των Γιάννη Παπαϊωάννου και Χρήστου Περιστέρη. Ακολουθεί το παραδοσιακό τραγούδι της Ανατολικής Θράκης Έχε γεια, Παναγιά και έπονται εύθυμοι μουσικοί χορευτικοί σκοποί: χασαποσέρβικα, συρτάκια κ. ο. κ.)
(Κλείσιμο αυλαίας.)

Κωνσταντίνος Κλ. Μπαϊρακτάρης
Χαλκίδα, θέρος 2010
[Επεξεργασία Μάρτιος 2021]









Δεν υπάρχουν σχόλια: