Ε Ρ Ε Τ Ρ Ι Α
Του Γιάννη Τάσου Μαγκούτα
|
Το αρχαίο θέατρο Ερέτριας.1900 |
Γενικά Η Ελλάδα στα αρχαία χρόνια δεν ήταν ένα ενιαίο κράτος, μέσα σε καθορισμένα πλαίσια και με την έννοια που δίνουμε σήμερα στο κράτος. Απαρτιζόταν από πολλά ανεξάρτητα κράτη ή μάλλον από πόλεις-κράτη με κάποια ενδοχώρα. Η πόλη-κράτος αποτελείτο από μία πόλη και τη γύρω περιοχή. Κάθε πόλη-κράτος είχε δική της κυβέρνηση και νόμους και πολλές φορές έρχονταν σε σύγκρουση μεταξύ τους. Τέτοια κράτη υπήρχαν και έξω από τα σημερινά όρια της Ελλάδας, όπως στη Μικρά Ασία, τη Σικελία, την Ιταλία, την Κριμαία, την Αφρική και σε άλλες περιοχές. Παρά τη διασπορά αυτή όμως, ο Ελληνισμός γλωσσικά και πνευματικά αποτελούσε ένα ενιαίο έθνος, το Ελληνικό.
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, μια τέτοια πόλη-κράτος ήταν και η Ερέτρια, η οποία συνέβαλε πολύ στην ανάπτυξη και τη διάδοση του ελληνισμού και του ελληνικού πολιτισμού, γι αυτό και κατέχει μια ζηλευτή θέση ανάμεσα στις αρχαίες πόλεις. Βρίσκεται στην Κεντρική Εύβοια και 20 χιλιόμετρα περίπου προς τα ανατολικά-νοτιοανατολικά της Χαλκίδας. Παρουσιάζεται νωρίς στην Ελληνική ιστορία, αφού είχε πάρει μέρος και στον Τρωικό Πόλεμο . Από πολύ παλιά, είχε στην κατοχή της ένα υπέροχο λιμάνι και ένα άριστα οργανωμένο ναυτικό και θεωρείται η σημαντικότερη αρχαία πόλη της Εύβοιας μετά την Χαλκίδα. Με αυτάρκεια πρωτοεμφανίζεται στα μέσα του 8ου π.Χ. αι., οπότε και πρωταγωνιστεί στον αποικισμό τής Μεσογείου. Σημαντικό ρόλο παίζει και στην εξέλιξη των κυριότερων γεγονότων του 5ου και 4ου π.Χ. αιώνα. Ο καθnγητής Νικ. Κoντoλέων, στο άρθρo του για τoυς Αειναύτες της Ερέτριας, επισημαίνει τον κυριoλεκτικά πρώτο ρόλο μεταξύ όλων των Ελλnνικών πόλεων, που διαδραμάτισε η Ερέτρια, ως ναυτική δύναμη, κατά τον 8ο π.Χ.αι. και χαρακτηρίζει τnν πόλn θαλασσοκράτειρα. Να προστεθεί, πως οι «Ιππείς», οι
πλούσιοι γαιοκτήμονες της Ερέτριας, εκείνης της εποχής, έτρεφαν και υπέροχα άλογα, τα οποία γύμναζαν κατάλληλα, για να παίρνουν μέρος τους πολέμους. Έτσι, η πόλη –για τις δύσκολες μέρες της- διέθετε και ένα περίφημο ιππικό! Οι Ρ. Αuberson και K. Scefold (Ερέτρια, Αρχαιολογικός Οδηγός 1973, σελ. 32, μετάφραση: Πέτρος Γ. Θέμελης) γράφουν, πως κατά την πρώιμη αρχαϊκή περίoδο (8ος και 7ος π.Χ. αι.) η ακμή τnς Ερέτριας συνοδευόταν κι από πολιτική ισχύ μεγαλύτερη κι απ’ αυτή της Αθήνας. Ο William Wallace (1961) αναφέρει, ότι στην κλασική περίοδo και για μεγάλο χρoνικό διάστnμα, ήταν n σπουδαιότερn πόλη τnς Εύβoιας και πρωτεύουσα τoυ νότιου τμήματoς του νnσιού, εκτός από την μικρή πεδιάδα της Καρύστoυ. Η Ερέτρια, είναι γνωστό, συμμετείχε και στην εξέγερσn τnς μικρασιατικής Μιλήτου κατά των Περσών το 499 π.Χ . Με τις ανασκαφές που έγιναν, ήρθαν στο φως ένα υπέροχο Θέατρο, υπέρλαμπροι ναοί, άριστα κατασκευασμένες Στοές, θαυμάσια Γυμνάσια και διάφορα άλλα κτίρια. Επίσης, φανταστικές -για την εποχή τους- κατοικίες, τάφοι, νεκροπόλεις και μια σπουδαία οχύρωσn τής πόλης και της Ακρόπολης. Τα αρχιτεκτονικά ερείπια, που ανακαλύφτηκαν, είναι αξιόλογα σε ποιότητα όσo και σε ποσότnτα. Ανάμεσά τους βρέθηκε και ένα πλήθος από επιγραφές, όπως και πολυάριθμες κοπές νομισμάτων. Η Ερέτρια, ακόμα, μας κληροδότnσε έργα εξαιρετικής ποιότnτας και τέχνnς όπως: ψnφιδωτά, γλυπτά, έργα κεραμικής κ.λπ. Να προστεθεί πως εδώ έζησαν άντρες διάσημοι όπως ο τραγικός ποιητής Αχαιός, ο αντίπαλος του Αγάθωνα, ο φιλόσοφος Μενέδnμος, ο Ζωγράφος Φιλόξενος, ο γλύπτης Φιλησίας και άλλοι. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει, πως η Ερέτρια καταστράφηκε τρεις φορές: Το 490 π.Χ. από τους Πέρσες, το 198 π.Χ. από το Ρωμαίo Λεύκιο Κόιντο Φλαμινίνο και το 87 π.Χ. πάλι από τους Ρωμαίoυς. Οι επιδρομείς και τις τρεις φορές σκότωσαν, γκρέμισαν και ερήμωσαν την πόλη. Όμως, οι Ερετριανοί, κάθε φορά, αντιστέκονταν με πείσμα και τnν ξανάκτιζαν. Ο καθηγητής Χαράλαμπος Δ. Φαράντος αναφέρει (εφnμ. Προοδευτική Εύβοια, 27- 1-1991), πως όπως το Μεσολόγγι είναι ιερή πόλn για τα νεότερα χρόνια, έτσι και n Ερέτρια, n δoξασμένn πόλn των ‘’αειναυτών’’, πρέπει -πρώτα για το ναό τού Απόλλωνα Δαφνηφόρου και ύστερα γιατί είναι αιματοβαμμένη, από τις θυσίες των παιδιών τnς, εκείνων των μακρινών χρόνων- να ανακηρυχτεί κι αυτή ιερή. Την ιστορία της πόλης παρακολουθούμε -χωρίς διακοπές- από τον 8ο π.Χ. αι. μέχρι το 87 π.Χ. (Ερέτρια, Αρχαιολογικός Οδηγός, 1973). Σιγά-σιγά, όμως, με την πάροδο των χρόνων, η οφρυόεσσα πόλη άρχισε να παραμερίζεται από το προσκήνιο και τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες -δεν είναι γνωστό ακριβώς πότε- έπεσε σε αφάνεια. Έμεινε έτσι μόνη -για πολλούς αιώνες- να κοιμάται αγκαλιά με τους θησαυρούς των ερειπίων της, περιμένοντας υπομονετικά την αρχαιολογική σκαπάνη, για να ‘βγουν στο φως. Στη συνέχεια, και για πολλούς αιώνες, τούτος ο χώρος χρησίμευε μόνο για λατομεία και για βοσκότοπος. Από το 1453 -και για 400 περίπου χρόνια- η Ελλάδα πέρασε μια νύχτα ζόφου, μια νύχτα πυκνού σκοταδιού, κάτω από τον τούρκικο ζυγό. Η Ερέτρια και τότε έμεινε χωρίς κατοίκους, εγκαταλειμμένη στη μοναξιά της. Ακόμα, και το γλυκοχάραμα της λευτεριάς του 1821 τη βρίσκει χωρίς ανθρώπους. Έτσι, ο χώρος είναι ελεύθερος να δεχθεί τους περιπλανώμενους, από τις 24 Ιουνίου του 1824 Ψαριανούς , μετά την καταστροφή του ηρωικού τους νησιού. Το Δεκέμβριο του 1833 με Βασιλικό Διάταγμα αποφασίστηκε ο αποικισμός των ψαριανών στην Ερέτρια.
|
Νικόλαος Γύζης - Μετά την Καταστροφή των Ψαρών. |
Ακολούθησαν και άλλα Βασιλικά Διατάγματα, κάποια απ’ αυτά χωρίς να δημοσιευτούν στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Τελικά, τρεις περίπου μήνες μετά τη δημοσίευση του νόμου Ν. Η. της 10-3-1847, περί αποικισμού των Ψαριανών -στις 30-5-1847- οι περιπλανώμενοι, έως τότε, Ψαριανοί πήραν οικόπεδα και άρχισαν να χτίζουν τα πρώτα σπίτια τους στην Ερέτρια. Ανάμεσα σε τούτα τα σπίτια και ένα όμορφο νεοκλασικό διώροφο του Μιλτιάδη Κανάρη , ο οποίος ήταν γιος του μπουρλοτιέρη Κωσταντή, του ζωντανού θρύλου, του μετέπειτα ναύαρχου, Γερουσιαστή, Υπουργού και Πρωθυπουργού της Ελλάδας. Με την πάροδο των χρόνων, όμως, και πολύ περισσότερο το 1912, όταν το νησί τής ‘‘Ολόμαυρης Ράχης’’ έγινε πάλι ελληνικό και δημιουργήθηκε ξανά η Κοινότητα Παλαιών Ψαρών, η Ερέτρια άρχισε να εγκαταλείπεται από τους Ψαριανούς . Έτσι, δέκα χρόνια αργότερα, το 1922, όταν ήρθαν για τον ελληνισμό και πάλι δίσεκτα χρόνια και τα καραβάνια με τους ξεριζωμένους, από τις ‘’αξέχαστες πατρίδες’’, έφταναν στην Ελλάδα με την ψυχή στο στόμα, η νυφούλα του Ευβοϊκού ήταν σε θέση να φιλοξενήσει ένα μέρος από εκείνους τους κατατρεγμένους. Εκείνους τους ταλαίπωρους που ζητούσαν μια ήρεμη και ζεστή γωνιά, για να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους και να ζήσουν ένα ειρηνικό, ένα καλύτερο αύριο. Τις τελευταίες δεκαετίες, η πόλη έγινε πόλος έλξης και για άλλους πολίτες και άρχισε ν’ αναπτύσσεται με γοργό ρυθμό. Την πλαισίωσαν νέοι κάτοικοι, από τα γύρω χωριά και περισσότερο από την Αθήνα. Όμως, με την πάροδο των χρόνων, τα πιο πολλά σπίτια των νέων οικιστών, που στην αρχή λειτουργούσαν μόνο ως εξοχικά, έγιναν μόνιμες κατοικίες. Στην απογραφή του 2001 οι κάτοικοι τής πόλης ήσαν 5.969, ενώ στις εκλογές που έγιναν στις 15 του Οκτώβρη του 2006 ψήφισαν 5.060 ψηφοφόροι, αλλά ήσαν εγγεγραμμένοι 5.970. Επομένως, σήμερα ο πληθυσμός της θα πρέπει να έχει ξεπεράσει τους 7.000 κατοίκους, οι οποίοι τους θερινούς μήνες τετραπλασιάζονται, αφού η Ερέτρια σιγά-σιγά αναδείχτηκε σ’ ένα σπουδαίο θέρετρο παραθερισμού. Στην αύξηση του πληθυσμού της συντέλεσε η ανακάλυψη των εντομοκτόνων και οι επιχωματώσεις που έγιναν -μετά το 1945- στην περιοχή Λιβάδια και σε κάποιους άλλους βαλτότοπους, όπου τα λιμνάζοντα νερά αποτελούσαν πηγές μόλυνσης. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι γεωτρήσεις, που έγιναν μετά το 1980 και έδωσαν καλό και άφθονο πόσιμο νερό στην ευρύτερη περιοχή της. Να προστεθεί, ακόμα, πως η Ερέτρια από το Νοέμβριο του 1834 έχει ένα υπέροχο πολεοδομικό σχέδιο των Schaubert και Κλεάνθη, με άνετα οικόπεδα, μεγάλες πλατείες και φαρδιούς δρόμους . Έγινε το λάθος όμως το σχέδιο να χαραχτεί ακριβώς πάνω στην αρχαία πόλη. Έτσι, τα τελευταία χρόνια, που η ανοικοδόμηση είναι αλματώδης, οι κάτοικοι ταλαιπωρούνται με την καθυστέρηση των ανασκαφών και κάποιες φορές βρίσκονται σε προστριβές με την πολιτεία. Τούτο, βέβαια, ισχύει μόνο για τα οικόπεδα που βρίσκονται μέσα από τα αρχαία τείχη. Ονοματολογία Κατά τη μυθολογία, το όνομά της η Ερέτρια, το οφείλει στον ιδρυτή της τον Ερετριέα, τον γιο του Τιτάνα Φαέθωνα ή Φαέθοντα (Στράβων 448) . Ο Ν. Κοντολέων υποστηρίζει, πως Ερέτρια σημαίνει ‘’Κωπηλατίς’’. Υποθέτει δηλαδή, ότι η λέξη προέρχεται από το ρήμα ερέσσω-ερέττω (=κωπηλατώ). Έτσι και οι κάτοικοί της οι ‘’ερέτες’’ (κωπηλάτες) βρίσκονταν πάντα στα ‘’ερετμά’’ (στα κουπιά), έτοιμοι να διασχίσουν τις θάλασσες με τα γοργοτάξιδα σκαριά τους. Ο Στράβων, ο μεγαλύτερος γεωγράφος και ταξιδευτής του αρχαίου κόσμου, από την Αμάσεια του Πόντου -που έζησε από το 65 π.χ. έως το 23 μ.Χ.-, ως πρώτο όνομα της Ερέτριας αναφέρει το ‘’Μελανηίς’’. Τούτο προέρχεται από τον μυθικό Μελανέα, τoν πατέρα του ήρωα Εύρυτου και βασιλιά της Μεσσηνιακής Οιχαλίας. Σύμφωνα με μια παράδοση, όπως αναφέρει ο ιστορικός και αρχαιολόγος Jules Girard, στην Ιστορία της Αρχαίας Εύβοιας (μετάφραση Γ. Φουσάρα, Α.Ε.Μ., τ.ΙΑ', σελ.22), ο Εύρυτος -μετά την καταστροφή του βασιλείου του από τον Ηρακλή- ήρθε και ίδρυσε την Ευβοϊκή Οιχαλία, όπου και πέθανε. Κατά μια άλλη παράδοση, την Ευβοϊκή Οιχαλία είχε ιδρύσει ο Μελανέας και, ότι αργότερα, όταν βασίλευε εκεί ο γιος του Εύρυτος, αυτήν την Οιχαλία κατέστρεψε ο Ηρακλής . Αλλά, ας ανοίξουμε μια παρένθεση να παρακολουθήσουμε λίγο τούτη τη ιστορία. Κατά τον Απολλόδωρο (ΙΙ 127, 128), ο Εύρυτος θέλοντας να παντρέψει την κόρη του Ιόλη, διοργάνωσε αγώνες και υποσχέθηκε να της δώσει σύζυγο, εκείνον που θα νικούσε στην τοξοβολία. Σ’ αυτούς τους αγώνες, πήρε μέρος και ο Ηρακλής, που τότε μόλις είχε τελειώσει τους 12 άθλους του και βρισκόταν στη Θήβα. Όμως, αν και νίκησε στους αγώνες ο Ηρακλής όχι μόνο τους άλλους μνηστήρες, αλλά και τον ίδιο τον Εύρυτο και τους τέσσερις γιους του (Δηίονα ή Διδαιώνα, κατ’ άλλους Μολίονα, Κλυτίο, Τοξέα και Ίφιτο ή Ίφικτο), που όλοι τους είχαν μεγάλη φήμη για την τοξευτική τους δεινότητα, δεν του έδωσαν την Ιόλη για γυναίκα του. Αιτία για να μην κρατήσει το λόγο του ο Εύρυτος, στάθηκε ο φόβος του, μήπως ο Ηρακλής, αργότερα, όταν θα τεκνοποιούσε με την Ιόλη, σκοτώσει τα παιδιά τους, όπως είχε κάνει και με κείνα της πρώτης του γυναίκας, της Μεγάρας. Έπειτα απ’ αυτό το γεγονός, εξαφανίστηκαν μερικά βόδια -κατ’ άλλους φοράδες- του Εύρυτου, ο οποίος κατηγόρησε τον Ηρακλή, για την κλεψιά. Λίγο αργότερα, ψάχνοντας ο Ίφιτος για τα χαμένα βόδια του πατέρα του, έφτασε στη Μεσσηνία, στην αυλή του Ορτίλοχου. Εκεί συνάντησε και τον Οδυσσέα, που κι αυτός έψαχνε για τα 300 γιδοπρόβατα του, που είχαν αρπάξει από το γέρο-Λαέρτη (τον πατέρα του) και αντάλλαξαν και δώρα. Ο Οδυσσέας έδωσε στον Ίφικτο κοντάρι και σπαθί κι εκείνος το τόξο τού πατέρα του, με το οποίο ο Οδυσσέας σκότωσε τους ΄΄Μνηστήρες΄΄. Στη συνέχεια, ο Ίφιτος -που μόνο αυτός δεν πίστευε στην ενοχή του Ηρακλή- πήγε στην Τίρυνθα να ζητήσει τη βοήθειά του, για την ανακάλυψη των κλεμένων ζώων. Εκεί, σε μια νέα κρίση τρέλας, ο Ηρακλής σκότωσε τον Ίφικτο γκρεμίζοντάς τον από τα τείχη της πόλης (οδύσσεια, Φ., στ. 25). Έπειτα απ’ αυτό, ο Ηρακλής πέρασε από πολλές περιπέτειες. Πιστεύοντας δε πως αίτιος, για τις ταλαιπωρίες του, ήταν ο Εύρυτος -που αρνήθηκε να του δώσει για γυναίκα την Ιόλη-, για να τον εκδικηθεί, πήγε και κατάστρεψε την Οιχαλία. Στη συνέχεια σκότωσε τον Εύρυτο και τους άλλους τρεις γιους του και έφυγε παίρνοντας μαζί του την Ιόλη (Φουριώτης, ΙΕ΄τομ.Α.Ε.Μ., σελ. 272-276). Κλείνει η παρένθεση. Κατά μία άλλη εκδοχή, το ‘’Μελανηίς’’ προέρχεται από το ‘’μέλαινα γη’’, μαυρόχωμα δηλαδή, γη παχιά, εύφορη (Ηeίnze 1869). Ο Γουναρόπουλος (‘’Ιστορία της νήσου Εύβοιας’’, σελ.101, 1979) γράφει, πως η περιοχή της Ερέτριας ονομαζόταν και Σκάβαλα. Ενώ, ο Γάλλος Ανβίλλος (στην Αρχαία Γεωγραφία του τ. Α΄, σ.268), λέει, πως τον τόπο όπου βρισκόταν η πόλη της Ερέτριας τον ονόμαζαν Γκαβαλίνα, ίσως από παραφθορά του αρχαίου ονόματος Σκάβαλα. Ως δεύτερο όνομα της πόλης ο Στράβωνας (448) αναφέρει το Αρότρια. Ο Όμηρος (Ιλιάδα Β 592) την αναφέρει προσθέτοντας και ένα ΄΄γιώτα΄΄, μετά το πρώτο της γράμμα, δηλαδή Ειρέτρια (Ειρετρίη). Λίγα χρόνια πριν, αλλά και σήμερα ακόμη, οι γεροντότεροι και πολλοί από τα γύρω χωριά την αποκαλούν Αλέτρια. Στο πέρασμα του χρόνου, έχουμε τούτες τις ονομασίες: Ερέτρια, Ερετρία, Ειρέτρια, Ερέτρεια, που μας θυμίζουν θάλασσες και κωπηλάτες, αλλά και Αρότρια, Αροτρία, Αρετρία, Αλότρια, Αλέτρια, που είναι στενά δεμένες με τα άροτρα, τα αλέτρια, που όργωναν τη γόνιμη γη της. Σίγουρο είναι πως, από πολύ παλιά, σε τούτη την πόλη κατοίκησαν άνθρωποι που ασχολήθηκαν με το ψάρεμα, στα ήρεμα νερά που απλωνόταν μπροστά της, όπως και με την καλλιέργεια της εύφορης πεδιάδας, που βρισκόταν δίπλα της. Όμως, κανένας δεν μπορεί να ξέρει, αν θαλασσινοί ή αγρότες ήσαν εκείνοι που της πρωτοέδωσαν το όνομα, αφού γραφτές μαρτυρίες δεν έχουμε . Ιδρυτές - Πρώτοι κάτοικοι Ο Ιω. Παπαϊωάννου (Α.Ε.Μ., τ. Δ΄, σελ.107) αναφέρει, ότι ο ΄Ελλοπας, ο γιος του Ίωνα μαζί με τον Αίκλο και τον Κόθο, ήρθαν από την Αθήνα και έκτισαν: ο πρώτος την Ιστιαία, ο δεύτερος την Ερέτρια και ο τρίτος τη Χαλκίδα. Κατά τον Όμηρο, η Ερέτρια κτίστηκε από τους Άβαντες πριν από τον Τρωικό Πόλεμο . Για το όνομα και τους ιδρυτές της πόλης υπάρχουν και τούτες οι πληροφορίες που αλληλοσυγκρούονται. Η μία, λέει, πως πόλη έχει πάρει το όνομά της από κάποια άλλη Ερέτρια, που βρισκόταν στην Αττική –αλλά, άγνωστο πού ακριβώς- και πώς οι κάτοικοί της ήσαν και οι ιδρυτές της Ευβοϊκής Ερέτριας. Άλλη εκδοχή θέλει ιδρυτές της τους Μινύες, έναν αρχαίο λαό από τον Ορχορενό της Βοιωτίας. Ο Κοντολέων (Α.Ε.Μ., τ. ΙΓ', σελ. 29) λέει, ότι οι Νηλείδες, οι οικιστές της Μιλήτου, κατάγονταν από τη Δ. Πελοπόννησο, από το βασίλειο του Νέστορα. Από την ίδια περιοχή, από τη Μήκιστο ή Μάκιστο της Τριφυλίας, λέει ότι κατάγονταν και οι Ερετριανοί. Τούτο, αναφέρει, το αποδεικνύει η ονομασία μιας από τις φυλές της Ερέτριας τής Μηκιστίδας. Αν είναι έτσι τα πράγματα, τότε εξηγείται και ο στενός δεσμός που υπήρχε ανάμεσα στην Ερέτρια και τη Μίλητο. Ο Fritz Reyer πιστεύει, πως οι ιδρυτές τής αρχαίας Ερέτριας ήσαν Αχαιοί από την Φθιώτιδα, που διώχτηκαν από τους Θεσσαλούς (Αιστ. Πολιτ. ΥΙ 3, σελ.1289. Παυσανία, Περιηγήσεις VI, 14,4. Και Ηρόδ. VI 124). Και, ο Αγγ.Φουριώτης (ΑΕ.Μ., τ. ΙΣΤ΄, σελ. 262) λέει πως η παράδοση θέλει την πόλη κτίσμα των Αχαιών της Θεσσαλίας, που κατέβηκαν στην Εύβοια διωγμένοι από την εκεί Ερέτρια, και για ανάμνησή της έχτισαν εδώ νέα πόλη δίνοντάς της το ίδιο όνομα. Από τη Θεσσαλική Ερέτρια, κάποιοι πέρασαν και στην Πελοπόννησο και εγκαταστάθηκαν στην Ήλιδα και στην Τριφυλιακή Μάκιστο. Από εκεί, όμως, διώχτηκαν για δεύτερη φορά, στα χρόνια της επανάστασης των Ηρακλειδών-Δωριέων εναντίον των Πελοπιδών-Ατρειδών, για να καταφύγουν κι αυτοί στην Ευβοϊκή Ερέτρια. Τούτος ο αποικισμός, μάλλον, θα πρέπει να είναι αυτός που αναφέρει και ο Στράβωνας (447,8). Θα ήταν δε αξιόλογος, αφού οι Ερετριανοί κληρονόμησαν από τους Ηλείους τον ρωτακισμό, ένα έντονο και ιδιωματικό τονισμό του γράμματος ρ (ρο). Μία συνήθεια για την οποία τους κορόιδευαν και τους διακωμωδούσαν οι σατυρικοί ποιητές της Αθήνας, κάτι που το αναφέρει και ο Πλάτωνας. Οι αρχαίοι Ερετριανοί δηλαδή συνήθιζαν, πολλές φορές, να χρησιμοποιούν αντί για σ (σίγμα) το γράμμα ρ (ρο) στο τέλος των λέξεων, αλλά και στη μέση, όταν το σίγμα βρισκόταν ανάμεσα σε δύο φωνήεντα. Τη λέξη σκληρότης π.χ. την πρόφεραν σκληρότηρ, τα Αρτεμίσια = Αρτεμίρια. Αντί για παισίν έλεγαν παιρίν, αντί για άρχουσιν = άρχουριν κ.λπ. Ο Βestel υποστηρίζει ότι ο Ρωτακισμός έχει τις ρίζες του στη Θεσσαλία και ότι από εκεί πήγε στην 'Ηλιδα και ήρθε και στην Ερέτρια . Άλλη εκδοχή θέλει πρώτους κάτοικους της Ερέτριας, όπως και όλης της Εύβοιας, τους Κουρήτες, οι οποίοι ήρθαν στο νησί γύρω στο 1900 π.χ., φέρνοντας μαζί τους και τον Δία, τον οποίο και ανάθρεψαν στην Αιδηψό (Α.Ε.Μ., τ. Α', σελ.13) . Ο Jules Girard (Α.Ε.Μ., τ.ΙΑ', σελ.19 και 20) γράφει, πως οι Κουρήτες ήσαν άποικοι από την Κρήτη. Υποθέτει δε, ότι ανάμεσα στον 16ο και 14ο π.Χ. αιώνα οι Κουρήτες τού Μίνωα κυριάρχησαν στη θάλασσα και κατάκτησαν ή αποίκησαν τις πιο πολλές Κυκλάδες. Τότε, οπωσδήποτε λέει, πρέπει και η Εύβοια να συμπεριλήφθηκε σ’ εκείνη τη μεγάλη εξόρμηση. Εκείνος ο αποικισμός, υποθέτει, θα πρέπει να ήταν ο τελευταίος ή ο πιο σημαντικός. Αργότερα, υποστηρίζει, οι Κουρήτες πήραν το όνομα Άβαντες από το βασιλιά τους Άβαντα. Ο Επ. Βρανόπουλος -στην ‘’Ιστορία τής Αρχαίας Εύβοιας’’, 1987, σελ.9- αναφέρει, ότι οι αιολικής καταγωγής Άβαντες ήσαν οι πιο παλιοί κάτοικοι τής Εύβοιας και οι πρώτοι έλληνες που την κατοίκησαν. Οι Κουρήτες, λέει, ήσαν προέλληνες. Κατά τον Κ. Γουναρόπουλο (Θεσ/νίκη, 1930), οι Αιολείς θεωρούνται από τους παλαιότερους κατοίκους της Εύβοιας. Γύρω στο 1.151 π.Χ., λέει, Αιολείς από την Αχαΐα ήρθαν και κατοίκησαν στα ανατολικά της Εύβοιας, όπου και έκτισαν την Κύμη. Ο Π. Καλλιγάς (Α.Α.Χ., τ. 2ος, 1987) αναφέρει, πως, γύρω στα μέσα του 11ου π.Χ. αι., τα υπολείμματα ελληνόφωνων μυκηναϊκών πληθυσμών περιπλανήθηκαν, για αρκετές δεκαετίες, αναζητώντας καλλίτερους όρους διαβίωσης. Αυτή την εποχή, λέει, οι Άβαντες -ένα αιολικό πιθανότατα φύλο- μετακινήθηκαν από τη Θεσσαλία και εγκαταστάθηκαν στη βόρεια Εύβοια, στην Κήρινθο,
|
«τὴν πᾶσαν φιλοτιμίαν ποιούμενος χάριν τῆς τῶν πολλῶν εὐνοίας» |
στη Χαλκίδα, στο Λευκαντί, στην Ερέτρια και αλλού. Ο Γ. Παπαστάμος, ο οποίος επικαλείται τον Πλούταρχο (Προοδ. Εύβοια, 4-3-93), γράφει, ότι από την πανέμορφη Άβα και τον Ποσειδώνα γεννήθηκε ο Εργίσκος, ο ήρωας της Θράκης. Ο Εργίσκος αργότερα ίδρυσε την πόλη Εργίσκη εκεί που τώρα βρίσκεται το θρακικό χωριό Άβαντες. Οι κάτοικοι της νέας πόλης -από το όνομα της μητέρας του Εργίσκου- πήραν την ονομασία Άβαντες. Σύμφωνα μ’ αυτή την εκδοχή, λοιπόν, από την αρχαία Θρακική φυλή των Αβάντων ένα κλωνάρι μετανάστευσε και εγκαταστάθηκε στην Εύβοια. Και κατά τον Αριστοτέλη -γράφει ο Γουναρόπουλος (σελ. 24)- οι Άβαντες ήσαν Θράκες, οι οποίοι από εκεί πήγαν και κατοίκησαν πρώτα στην Άβα της Φωκίδας και μετά ήρθαν στην Εύβοια. Ο Αγγ. Φουριώτης (Α. Ε. Μ., τ. ΙΕ΄, σελ. 260) αναφέρει, ότι γύρω από τον Άβαντα υπάρχουν πέντε εκδοχές: α) Ότι ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Αρέθουσας, πατέρας του Χαλκώδοντα και παππούς του Ομηρικού Ελεφήνορα και της Χαλκιόπης (που ήσαν παιδιά του Χαλκώδοντα και της Αλκυόνης). β) Γιος του Ευπάλαμου, εγγονός του Μητίονα και της Αλκίππης, δισέγγονος του Ερεχθέα Β' (1418-1368 π. Χ.) και της Πραξιθέας (από την πλευρά του πατέρα του), πατέρας του Κάνηθου και του Χαλκώδοντα, παππούς (από την πλευρά Χαλκώδοντα-Αλκυόνης) του Ελεφήνορα και της Χαλκιόπης. γ) Γιος του Άλκωνα, εγγονός του Κόθου (αδελφού των Αίκλου, Έλλοπα, Ίωνα), δισέγγονος του Ξούθου και της Κρέουσας και από την πλευρά της τρισέγγονος του Ερεχθέα Β' και της Πραξιθέας. Παιδιά του ήσαν ο Κάνηθος και ο Χαλκώδοντας και εγγόνια του (από την πλευρά του τελευταίου και της Αλκυόνης) ο Ελεφήνορας και η Χαλκιόπη. δ) Γιος του Κόθου (αδελφού των Αίκλου, Έλλοπα, Ίωνα),εγγονός του Ξούθου και της Κρέουσας. Από την τελευταία δισέγγονος του Ερεχθέα Β' και της Πραξιθέας, πατέρας του Άλκωνα, του Δία και της Αρέθουσας. Και ε) ήταν γιος του Λυγκέα (του Αίγυπτου) και της Υπερμήστρας (του Δαναού), πατέρας του Ακρίσιου, του Προίτου και της Ειδομένης από την Αγλαΐα ή Ωκαλεία (Μαντινέως). Μια άλλη εκδοχή αναφέρει, πως ο Άβαντας είχε ιδρύσει την πόλη της Φωκίδας Άβα ή Άβες. Ενώ, ο Στράβωνας (Χ, 445) -επικαλούμενος τον Αριστοτέλη- λέει, ότι άποικοι από τούτη την Άβα ήρθαν στην Εύβοια κι από τότε οι κάτοικοί της ονομάστηκαν Άβαντες. Οι Άβαντες συνήθιζαν να κουρεύουν τα μαλλιά τους μπροστά και να τα αφήνουν μακριά μόνο πίσω. Και τούτο γιατί, όταν στις αντιπαραθέσεις τους συμπλέκονταν και έρχονταν σώμα με σώμα, δεν έδιναν τη δυνατότητα στους αντιπάλους τους να τους πιάσουν απ’ αυτά . Ο Όμηρος (Ιλιάδα Β. 536) ονομάζει τους Άβαντες, γι αυτό το κόψιμο των μαλλιών τους, ‘’όπισθεν κομόωντες". Και, ο Φουριώτης (Α.Ε.Μ., τ. ΙΣΤ', σελ.231,2) -επικαλούμενος τον Αρχέμαχο- αναφέρει, ότι οι Κουρήτες κούρευαν μόνο μπροστά τα μαλλιά τους, και πως σ’ αυτό, κατά μία εκδοχή, οφείλουν και το όνομά τους. Αργότερα, και οι Άβαντες μιμήθηκαν τους Κουρήτες στο κόψιμο των μαλλιών τους, όπως και στο να πολεμάνε σώμα με σώμα. Οι Άβαντες ήσαν γενναίοι και ριψοκίνδυνοι. Στην ανδρειωσύνη και στην παλικαριά τους ο Αρχίλοχος αφιέρωσε ένα από τα πιο ωραία του ποιήματα. Σ’ αυτά τα ασαφή χρόνια, αναφέρει ο J. Girard (Α.Ε.Μ., τ. ΙΑ΄, σελ.20), εγκαταστάθηκαν στην Ερέτρια ο Αίκλος και ο Κόθος, οι γιοι του Ξούθου . Μετά την αποκατάστασή τους στην Ερέτρια, ο Αίκλος και ο Κόθος ίδρυσαν την Κήρινθο στη βορειοκεντρική Εύβοια, κοντά στο σημερινό Μαντούδι. Ο Πλίνιος αξιολογεί την Κήρινθο ως μία από τις σημαντικότερες πόλεις του νησιού, η οποία αναφέρει συμμετείχε και στην εκστρατεία της Τροίας. Ο Όμηρος (Ιλιάδα, 539) τη χαρακτηρίζει ’’έφαλο’’ (=επί+αλός), πόλη δηλαδή που βρισκόταν πάνω-δίπλα στη θάλασσα, πολύ κοντά στο κύμα. Ο Πλούταρχος λέει (Ηθ. ΙΙ 333, εκδ. Βερναρδάκη), πως ο Αίκλος -ο γιος τού Ξούθου και αδερφός τού Κόθου- κατόρθωσε να εγκαταστήσει τους Ίωνες στην Εύβοια, αφού έδιωξε τους Αιολείς. Ο Γουναρόπουλος (σελ.26, 1930) –επικαλούμενος τον Σκύμνο τον Χίο (στιχ. 570)- αναφέρει, πως ο Πάνδωρος έκτισε τη Χαλκίδα, ο Αίκλος την Ερέτρια και ο Κόθος την Κήρινθο. Ο Α. Φουριώτης (Α.Ε.Μ., τ. ΙΣΤ΄, σελ.268, σημ.473) -από κάποιους συσχετισμούς που έκανε- συμπεραίνει, πως η Ερέτρια δεν πρέπει να είχε ιδρυθεί από τον Αίκλο. Κάποιοι λένε, πως οι Ίωνες ήρθαν πολλές φορές στην κεντρική Εύβοια από την Αττική. Πρώτα στη βασιλεία του Α' Ερεχθέα -που ο γιος του υπολογίζεται ως ιδρυτής της Χαλκίδας-, αλλά και αργότερα μετά τα ‘’Τρωικά’’. Άλλοι υποστηρίζουν πως οι περισσότεροι Ίωνες έχουν έρθει εδώ από τα νησιά του Αιγαίο και περισσότερο από τις κοντινές μας Κυκλάδες. Η παράδοση αναφέρει ότι το 1450 π.Χ. ο Κάδμος πέρασε από τη Θήβα στην Εύβοια με τους Φοίνικες και έκτισε τη Χαλκίδα. Ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί (V 57), ότι οι Γεφυραίοι -οι πρόγονοι των τυραννοκτόνων Αρμόδιου και Αριστογείτονα- , όπως λένε οι ίδιοι, κατάγονταν από την Ερέτρια. Όμως, ο ‘’πατέρας της ιστορίας’’ ισχυρίζεται πως ήσαν Φοίνικες, από εκείνους που ήρθαν μαζί με τον Κάδμο στη Βοιωτία και εγκαταστάθηκαν στην Τανάγρα. Κατά τον Στράβωνα (1,19), στην Εύβοια -μαζί με τον Κάδμο- είχαν μετακομίσει και ‘’Άραβες’’, έλληνες δηλαδή που ζούσαν τα προηγούμενα χρόνια σε Αραβικές περιοχές. Επίσης, αναφέρει (447), πως οι ‘’άραβες’’ του Κάδμου είχαν παραμείνει στη Χαλκίδα και στην Ερέτρια. Υπάρχει και η εκδοχή να ήρθαν πρώτα στην Ερέτρια, μετά στην Τανάγρα και από εκεί, αργότερα, να πέρασαν στην Αθήνα. Ο Φουριώτης (Α.Ε.Μ., τ. ΙΣΤ΄, σ.242, σημ.309 και) γράφει, πως οι Γεφυραίοι ήσαν απόγονοι των Φοινίκων, που έφερε στην Ελλάδα ο Κάδμος. Όμως, όχι από εκείνους που είχαν πάει να μείνουν μαζί του στη Βοιωτία, αλλά από εκείνους που είχαν μείνει στην Ευβοϊκή Ερέτρια. Στη συνέχεια, πάλι, αναφέρει (σελ. 246), ότι οι Γεφυραίοι πέρασαν από την Τανάγρα στην Ερέτρια δύο φορές: πρώτα, στα χρόνια του διωγμού της Διονυσιακής λατρείας και ξανά στα χρόνια του πολέμου των επιγόνων. Η επιστροφή τους ξανά στη βοιωτική Τανάγρα έγινε μετά τον πόλεμο της Τροίας, όταν τους ξανάδιωξαν οι Έλλωπες. Από εκεί, αργότερα, πήγαν στην Αττική, όταν πιέστηκαν από τους Αρναίους της Βοιωτίας Κατά τον Geyer (Α.Ε.Μ., τ. ΙΣΤ', σελ. 245, σημ.318), Άραβες πρέπει να νοούνται οι Άβαντες, αφού ο Κάδμος μπερδεύεται μέσα στους αρχαίους Βοιωτικούς μύθους. Ο Όμηρος, στον οποίο οφείλουμε και την πρώτη γραπτή μαρτυρία, αναφέρει, ότι κατά τον Τρωικό πόλεμο –ο οποίος κατά τις τελευταίες εκτιμήσεις έγινε γύρω στο 1194-1184 π.Χ.- στην Εύβοια κατοικούσαν οι Άβαντες (Ιλιάδα, 536-545). Ο Κ. Αλεξανδρής (1963) λέει, πως οι αρχαιότεροι γνωστοί κάτοικοι της Κεντρικής Εύβοιας ήταν οι Άβαντες ή Κουρήτες και πως αργότερα ήρθαν από την Αττική οι Ίωνες. Έπειτα από τα όσα παρακολουθήσαμε για τους Άβαντες και τους Κουρήτες, θα μπορούσε κανείς να κάνει και τούτη την υπόθεση: Ίσως οι Άβαντες να ήσαν αυτοί που έκοβαν μόνο μπροστά τα μαλλιά τους –‘’όπισθεν κομόωντες’’, όπως τους ονοματίζει ο Όμηρος- και απ’ αυτό το γεγονός να πήραν την προσωνυμία Κουρήτες. Όμως, μέσα σ’ αυτή την ασαφή και μπερδεμένη χρονική περίοδο, του μύθου και της ιστορίας, για τίποτε δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτα σίγουροι, αφού και οι υπάρχουσες πληροφορίες, πολλές φορές, αλληλοσυγκρούονται. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η Ερέτρια ήταν μία από τις αρχαιότερες και σημαντικότερες πόλεις τής Ελλάδας.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου