ΓΕΦΥΡΑ

eviahistοry.gr

Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2017

ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΧΑΤΖΗΜΙΧAΗΛ


  ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΧΑΤΖΗΜΙΧAΗΛ
Ο λαϊκός ζωγράφος και το πέρασμά του απ' την Αγία Αννα
 
 Γράφει ο Γιώργος Παπαστάμου
 
 
Περί του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου γράφτηκαν πολλά και θα γραφούν στο μέλλον ακόμη περισσότερα. Ο  αμίλητος και αλλοπρόσαλος - ο σαλός εκείνος ανθρωπάκος, ο άκακος και εύπιστος, άφησε τους άλλους να μιλήσουν, για τον εαυτό του· και για τις ζωγραφιές του. Και έγ[νε με μιας όχι απλώς σπουδαίος, αλλά μέγας και πρωτοπόρος της.. της Νεοελληνικής ζωγραφικής. Μυθοποιήθηκε, χωρίς να το θέλει, μα το ήθελεν όμως η Τύχη, ο Ναστραντίν Χότζας, η Χαλιμά, ο ΄Εκτωρ, ο Αχιλλεύς και ο Μεγαλέξαντρος! Περισσότερον όμως το ήθελε ο μεγαλύτερος τεχνοκρίτης της
Φράντζιας κυρ. Ε. Τεριάντ, που έγραψε στο Παρίσι - εκείνο, του Μεσοπολέμου - ότι εδώ... πρόκειται «Περί μεγάλου ζωγράφου»!
  Τη γνώμη του αυθεντικού Τεριάντ την «ησπάσθη» ο Ντε Κίρικο, Ελληνο-Γάλλος μαιτρ της ζωγραφικής· ακολούθησε ο Ψυχαναλυτής Ποιητής του «Μεγάλου Ανατολικού» Α. Εμπειρίκος, λέγοντας για τον καημένο το γυρολόγο Θεόφιλο, πως πίσω απ' τις αισθήσεις υπάρχει η ευγένεια εκείνου που τις πρωτοξυπνά...
 Και «Εκείνος» ήταν ο «ευγενής» Φουστανελλάς εκ Βαριάς Μυτιλήνης. ΄Ηρθε μετά, με πρώτο διθυραμβικό άρθρο του, το πρώτο νεοελληνικό Νόμπελ - (Γιώργος Σεφέρης) και τον είπε Μακρυγιάννη της ζωγραφικής. Κι ύστερα το δεύτερο - Νόμπελ με βιβλίο εκατό σελίδων υπέρ
Θεοφίλου (Οδυσσεύς Ελύτης). Και ούτω πως μπήκε στις αίθουσες του Λούβρου ο Θεόφιλος με την «Ωραία Αδριάνα των Αθηνών»... περι-γελώσα την Αφροδίτη της Μήλου.
Τέλος πάντων, τι τα θέλουμε και τα λέμε αυτά... εμείς, αφού οι αυθεντίες περί τά εικαστικά ομίλησαν· και καθιέρωσαν τον Θεόφιλο, ως λαϊκό ζωγράφο, πρώτου μεγέθους.
Μπορεί ωστόσο, οι φίλοι του Θεό - Φιλου να έχουν απόλυτο δίκιο. Θα μου πείτε γιατί: Μα, έχει γίνει πια αποδεκτό, πως τέλεια δεν γίνεται κάτι μόνον όταν γίνεται συνειδητά. Ο ρόλος του
ασυνείδητου στη δημιουργική διαδικασία του πνεύματος είναι πρωταρχικής και καθοριστικής σημασίας. Και το λεγόμενο «καθαρό πνεύμα» δεν είναι παρά μια καθαρή ανοησία.
Η περίπτωση του Θεόφιλου ως ζωγράφου, δεν έχει καμιά σχέση με το «καθαρό πνεύμα». Αντίθετα δημιούργησε... με τρόπους εντελώς ασυνήθιστους στους «γνωστούς», ασυνείδητα και από ένστικτο. Η ιστορία αυτού του ανθρώπου είναι απλή. Δεν ήταν οραματιστής όπως τον είπανε, που ζούσε τους θρύλους της ελληνικής ημών Παραδόσεως και τους αποτύπωνε στους «συγκλονιστικούς, λέει, πίνακές του.
΄Ενας φτωχός γυρολόγος ήταν ο άνθρωπος, που δεν είχε στον ήλιο Μοίρα. Περιπλανιόταν ένα γύρω στα χωριά, στην αρχή, του νησιού του· είχε για προικιό του μια κασέλα με φυλλάδες, ένα τσεργί για να κοιμάται όπου τύχαινε να νυχτωθεί. Κι ένα σελάχι με μπογιές στο ζωνάρι του, να ζωγραφίσει: στα χάνια, στους καφενέδες, στα φτωχόσπιτα στα καπηλειά... ήρωες, τοπία, φουρνάρικα, Ευανθίες, Γενοβέφες, Αρετούσες ,Ρωτόκριτους και "οικογενείας" πλουσίων, καθώς εκείνη του «Πάτρισων του Δημοκράτου της Επαρχίας της Αμερικής Σικάγου (1933)» κατά την ανορθόγραφη λεζάντα του Θεόφιλου. Κι όλα τούτα τα σπουδαία ζουγραφήματα για ένα κομμάτι ραχλιασμένο ψωμί κι ένα πιάτο μπογιατισμένο φαΐ κατάλληλο γιά σκύλο! Φτωχέ Θεόφιλε, μεγάλε λαικέ ζωγράφε!
Και να δεις, που η τρέλα του... του βγήκε σε καλό! Στη Βαριά της Λέσβου, 1870 βλέπει το φως της ζωής. Ο πατέρας του είναι τσαγγάρης. Γαβριήλ Κεφάλας το όνομα. Η μάνα λέγεται Χατζημιχαήλ. Και προτιμάει το επίθετό της. Απορρίπτει το κακόηχο «Κεφάλας» Είναι κι εκείνος ο παπούς του Χατζημιχαήλ, που ζωγραφίζει αγίους. Κι ο μικρός Θεόφιλος ξημεροβραδιάζεται στο εργαστήρι του. Ο καλός παπούς τον βάζει στα «μυστικά του χρώματος»... Έφηβος και μισότρελος· μαζεύει ρεκλάμες, παλιά σχέδια και ζωγραφιές με αρχαίους θεούς και ήρωες και κάθεται ώρες ατέλειωτες
και τις αντιγράφει, σε χαρτόνια, σε τοίχους, σε μουσαμάδες, σε ξύλινα κασόνια ολόγυρα, όπου βρει... επιφάνεια.
Στην αρχή φαίνεται απλά ονειροπαρμένος! Ονειρεύεται αδιάκοπα και βλέπει μέρα μεσημέρι πράγματα και Θαύματα, που Κανείς άλλος δεν τα βλέπει... Ο ποιητής θα τον έλεγε αλαφροΐσκιωτο. Φοράει και φουστανέλλα και παριστάνει τον Διάκο, τον Αντρούτσο. Το γυρίζει στο σορολόπ, σπάζοντας τη σοβαροφάνεια γύρω του.
Οι συνομήλικοι, τον έπαιρναν στο ψιλά... Και οι σοβαροί μπαρμπάδες τον φωνάζανε "Αχμάκη". Δεν τον λένε ακριβώς τρελό - μα Αχμάκη, δηλαδή:
απροσάρμοστο στα δεδομένα της πραγματικότητας των γνωστικών. Είχε κάνει μια παράτολμη πράξη· είχε ασχοληθεί με τη ζωγραφική - έφτιαχνε, όπως λέγανε οι παλιότεροι συντοπίτες μου (Αγιαννιώτες), καραγκόζια στους τοίχους με μπογιές! ‘Εργο ουχί παραδεδεγμένης χρησιμότητος, όπως είχεν ήδη πει ο μεγάλος Σκιαθίτης.
Κι ύστερα απ' αυτά που έκανε, δεν τον χωράει πια η Βαριά μηδέ η Μυτιλήνη όλη. Και περνάει με καΐκι αντίπερα στη Μικρασία - αρχές του αιώνα 1900. Κανα δυο χρόνια, κάνει το γυρολόγο... Και μετά «προάγεται». Διορίζεται Καβάσης στο Ελληνικό Προξενείο της Σμύρνης. Φοράει και την ευζωνική στολή του και γνωρίζει την «τρέλα» του με ευαισθησία και πάθος σε όλες τις διαστάσεις της. Και του άρεσε πολύ αυτό· να συλλογίζεται τη ροή των στοχασμών του την ώρα που ονειρευόταν. Κι όταν έρχονταν στα συγκαλά του, έβαζε στη σειρά τα «Ονειρά» του και τα υλοποιούσε με το χρωστήρα: «Οθωμανίς - ας πούμε - π(. . .)τανίζει τούρικον μπαγλαμάν».
Καλά τα περνάει στη Σμύρνη. Βγαίνει και στην ύπαιθρο και κάνει δικές του παραστάσεις φορώντας τήν "ένδοξο" στολή του τσολιά. Αλλά μια μέρα - είναι γύρω στο 1907 - τι του ήρθε, δεν γυρίζει πια στο Προξενείο να κάνει τον Καβάση. Κατεβαίνει στο λιμάνι μπαίνει στο αμπάρι καραβιού εμπορικού και το βροντάει για το Βόλο. Μετά βγαίνει ένα γύρω στα χωριά του Πηλίου και ζωγραφίζει μ' ένα παπαγάλο στην πλάτη. Δεν κοιτάζει κανόνες και τα τέτοια στη δουλειά του· καταργεί την προοπτική... Τι την ήθελε; Αμφισβητεί τα πάντα από άγνοια. Στα «κακόγουστα» σκίτσα τα τελείως πρωτόγονα δεν βλέπει κανείς ούτε μια γραμμή σωστή· αλλά αυτό δεν τον μποδίζει να τα πληρώσει με στιλπνά χρώματα και να βγει, όπως αυτός ήθελε, νικητής του χρώματος.
Και μ' αυτό τον τρόπο ετούτος ο αχμάκης-γυρολόγος γεμίζει τους τοίχους των πανδοχείων και των καφενείων με απίθανες ζωγραφιές. Και το λαμπρό τούτο καλλιτεχνικό του πέρασμα απ' το Πήλιο μένει ως τώρα ανεξίτηλο, στα σπίτια της Ανακασιάς και του Άνω Βόλου.
Κι εδώ φάνηκε πια καθαρά πως μπορεί ο όποιος να κάνει τον τρελό, χωρίς να διαθέτει τίποτα. Ποτέ, ωστόσο, δεν θα διαθέτει κανείς κάτι. Και ο Θεόφιλος διέθετε... ταλέντο.
Ας είναι... Κάθεται στο Πήλιο τρία τέσσερα χρόνια και κατόπιν αρχίζει να βαρυέται. Δεν μπορεί να σταθεί άλλο κεί· ό,τι ήταν να δώσει το έδωκε, χωρίς να πάρει τίποτα. Και φέρνοντας μαζί του την «τρέλα» του, ως όριο ελευθερίας, αναζητεί τη φυγή του
Κι ένα πρωί κατεβαίνει στο Τρίκερι και μ' ένα ψαροκάικο περνάει αντίπερα στο Γριπονήσι - την Εύβοια. Είναι αρχές της δεύτερης δεκαετίας του αιώνα λίγο προτού ξεσπάσουν σι Βαλκανικοί Πόλεμοι. Στην επαρχία Ιστιαίας, σ' όλα τα χωριά απ' όπου πέρασε, δεν μπόρεσε να στεριώσει πουθενά. Η χλεύη, η κοροϊδεία το γιούχα ‘πήγαινε σύγνεφο". Ο... γυρολόγος, ο αχμάκης, ο φουστανελλάς, ο καραγκιοζοφτιάχτης.
΄Ηταν βλέπεις, μια εποχή τότες, που πολύ ευνοούσε την τρέλα. Η κοινωνία βαθιά υποκριτική, μέχρι νοσηρόητας, τρέλαινε όλους όσους δεν την υπακούανε· δεν συμμορφωνόντουσαν με τις υποδείξεις της και τις κατεστημένες της γνώμες και αρχές. Κι αυτό φαινότανε καθαρότερα στην πουριτανική κι αναχρονιστική ελληνική επαρχία.
Απελπισμένος και βαθιά κουρασμένος, φτάνει κάποτε ο γυρολόγος ζωγράφος και στη δική μας περιοχή - αυτή της βορειοανατολικής Εύβοιας.
Είναι ένας βρώμικος τσολιάς που ξέρει απέξω τον Αγαθάγγελο, τον
Ερωτόκριτο, το Φτωχοπρόδρομο και διαβάζει συλλαβιστά τη φυλλάδα του
Μεγαλέξανδρου, στους καφενέδες.
Οι κουρασμένοι αγρότες τον ακούνε αδιάφοροι. Οι γεροντότεροι τον κοιτάνε με λύπηση: «‘Αϊ βρε, Αχμάκης και τεμπέλης κι ανεπρόκοπος και μας κάνει τον προφήτη. Ζωγράφισε και τον Άη Λια στις Αμέλαντες κι ήταν ίδιος... Κολοκοτρώνης
Με τα πολλά φτάνει και στο Κεφαλοχώρι την Αγιάννα, ένα φθινοπωρινό βράδυ. Βρέχει είναι μουσκεμένος. Κρυώνει. Χτυπάει την πόρτα ενός λυχνοφώτιστου αγροτικού φτωχόσπιτου.
- Δεν είμαι ζητιάνος - ξένος είμαι περαστικός από τον τόπο σας,
...ζωγράφος και γυρολόγος... ..
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
- Ε, αφού είσαι ξένος κάτσε απόψε στο φτωχικό μας να φας απ' το φαί μας, κάκια (κουκιά) και ελιές και να πας ταχιά στην ευχή του Θεού.
Το ταχιά βγήκε στο μειντάνι, μέρα Κυριακή. ΄Ολοι οι συγχωριανοί μου τον είδαν με συμπόνια και κατανόηση. Ψυχόπονος κόσμος και συμπαθούσε πάντα τους φτωχούς τους καταφρονεμένους και τους κατατρεγμένους απ' τη Μοίρα. «Καλός ο κακομοίρης, θα λέγανε, Μυτιληνιός λέει είναι, μα αχμάκης χαλασμένος. .
Και καθόταν, λέει, ένα γύρω τα παιδιά να δούνε τον Μυτιληνιό Αχμάκη που ζωγράφιζε. Αμίλητος έφτιαχνε τις μπογιές του. «Δεν μιλάς μπάρμπα»... «΄Οχι, εγώ μιλάω με ζωγραφιές αυτή είναι η γλώσσα μου».
Κι έτσι σιωπηλά ζωγράφισε κάμποσες τοιχογραφίες σ' ένα - δυο καφενεία του χωριού. Και μέχρι το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο φαίνονταν, λέει κάτω απ' τους ασβεστωμένους σοφάδες τα χρώματα και τα σχήματα απ' τις ζωγραφιές. Και είναι σίγουρο, πως μετά τον Πόλεμο στη μικρή γραφική ταβερνούλα του Γιάννη του Χειμάρρα υπήρχαν δυο ζωγραφιές του Θεόφιλου: Μια Γενοβέφα και το «Αλώνισμα». Αλλά κατεδαφίστηκε το έξοχο εκείνο καπηλειό, όπου πολλές γενιές μέσα εκεί είχαν γλεντήσει και μαζί χάθηκαν και οι πολύτιμες εκείνες ζωγραφιές. Μια ολάκερη - λέει - περιουσία.
Και λες πως άφησε παράδοση το πέρασμα του Θεόφιλου στο χωριά μου έτσι ασυνείδητα όπως ήρθε. Ο μακαρίτης Γιώργος Αλεξαντρής - ο αναντικατάστατος του τόπου μας ιεροψάλτης μας άφησε κι αυτός ένα «αλώνισμα». Σε άλλο στυλ, πιο προχωρημένο απ' εκείνο του Θεόφιλου - λαϊκό καλοφτιαγμένο... Αλλά ο Αλεξανδρής δεν ήταν Θεόφιλος... Και προ παντός δεν ήταν Αχμάκης - μα ο λοχίας στο Σύνταγμα του Νικολάου Πλαστήρα, και ο γενναίος μαχητής του Αφιόν Καραχισάρ.
΄Οταν ήμουν μικρό παιδί, σε δύσκολους εμπόλεμους καιρούς είχα ακούσει - αμυδρά θυμάμαι - πως ο Θεόφιλος είχε φτιάξει σε μερικά αρχοντόσπιτα του τόπου μας ζωγραφιές. Κι ό μόνο σε τοίχους μα και σε κάντρα. ·Αδιέψευστος μάρτυρας αυτής της εκδοχής είναι ένας πίνακας που διασώθηκε, με τίτλο: Ποιμενικό και εντός παρενθέσεως: (Αγία Άννα Χαλκίδας). Ανήκει στη συλλογή Τ. Ελευθεριάδη, Πέτρα Μυτιλήνης και έχει διαστάσεις: 0,96 Χ 0,66 και είναι ένας απ' τους 16 πίνακες του Θεόφιλου που δημοσιεύει ο Οδυσσέας Ελύτης: Ο Ζωγράφος ΘΕΟΦΙΛΟΣ, τετάρτη έκδοση, έκδ. «Γνώση» 1986.

Δεν υπάρχουν σχόλια: