ΓΕΦΥΡΑ

eviahistοry.gr

Τετάρτη 8 Νοεμβρίου 2017

ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΣ ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΗΣ

Από το Ρόπτρο Αυλωναρίου


Ο Αυλωναρίτης δημοκράτης του 20ου αιώνα που πρώτος βροντοφώναξε το σύνθημα : η Δημοκρατία θα νικήσει.
 Στην πεζή και υλιστική εποχή μας, που κυριαρχούν αντιλήψεις της «παγκοσμιοποίησης» και της «νέας τάξης πραγμάτων», και τόσο οι πολιτικοί όσο και η ίδια η
πολιτική αντιμετωπίζονται απαξιωτικά, είναι δύσκολο για τους νέους τουλάχιστον να πιστέψουν ότι στον 20ο αιώνα που μόλις έφυγε, έζησαν και
έδρασαν ιδεολόγοι και αγωνιστές πολιτικοί που άφησαν το στίγμα τους ανεξίτηλο στο τόπο της και στην ιστορία. Σήμερα δυστυχώς οι ιδέες ηχούν παρωχημένες και οι αγωνιστές φαντάζουν γραφικοί.
Ας γυρίσουμε όμως πίσω στον αιώνα που έφυγε. Ήτανε χρόνια δύσκολα και μεστά από σημαντικά γεγονότα που άλλαξαν το ρου της πορείας της χώρας. Πόλεμοι, αλλαγές συνόρων, μετακινήσεις πληθυσμών, πρόσφυγες και Ολοκαύτωμα, καταστροφές και αγώνες για την Ελλάδα και τη Δημοκρατία. Την Ελλάδα που υπέφερε και τη Δημοκρατία που για να εδραιωθεί, χρειάστηκε πρώτα τη θυσία των αγωνιστών της στις εξορίες και τις εκτελέσεις. Αναμφίβολα ο 20ος αιώνας ήταν αιώνας αγώνων και αγωνιστών. Στο χώρο της Εύβοιας ξεχωριστός ανάμεσα στους αγωνιστές της εποχής του ήταν ο Θρασύβουλος Παπαστρατής, που στα ώριμα χρόνια του ήταν γνωστός ως ο «Γέρος της Εύβοιας» Στα 1954 τυπώθηκε ένα βιβλίο που δεν κυκλοφόρησε ποτέ εξαιτίας απαγορευτικών νόμων της εποχής. Ο τίτλος του «Αγώνες στην Εύβοια» και συγγραφέας του μια μεγάλη προσωπικότητα της Εύβοιας: ο Θρασύβουλος Παπαστρατής, πρώην βουλευτής Ευβοίας του κόμματος Φιλελευθέρων. Στο βιβλίο αυτό ο Παπαστρατής εξιστορεί την πορεία της πολυκύμαντης και πλούσιας σε δράση ζωής του, σε μια γραφή γλαφυρή και ζωντανή, που μαρτυρεί και λογοτεχνικές ικανότητες. Ο Παπαστρατής άλλωστε, με σαράντα πέντε χρόνια πολιτικής σταδιοδρομίας και αγώνων στο ενεργητικό του, χειριζόταν ασφαλώς άριστα το λόγο. Στο βιβλίο αυτό ο Παπαστρατής, είναι ακριβοδίκαιος και αντικειμενικός στην καταγραφή των γεγονότων, αλλά και της δράσης και των πρωταγωνιστών. Αποφεύγει όμως να παραθέσει ονόματα – κάποτε από διακριτικότητα και συχνότερα προκειμένου να αποφύγει τις ενδεχόμενες διώξεις – αφού εκείνοι που στηλιτεύει, βρίσκονται τότε, το 1954, στην εξουσία... Εντούτοις όμως και παρά την μέριμνα του αυτή, το βιβλίο του απαγορεύτηκε πάραυτα μόλις εκδόθηκε, κι έτσι δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Τον άλλο χρόνο –1955- ο Θρασύβουλος πέθανε, σε ηλικία 81 χρόνων. Ήταν μορφή σεβάσμια με γένι και σκούφο σαν του Βενιζέλου. Έζησε μια ζωή αφιερωμένη στην υπηρεσία του ανθρώπου και της δημοκρατίας. Οι συμπολίτες του τον σέβονταν εξαιρετικά –ανεξάρτητα από πολιτικές πεποιθήσεις- για τον άδολο χαρακτήρα του, την αφιλοκέρδεια και τους αγώνες του. Ο Θρασύβουλος Παπαστρατής γεννήθηκε στο Αυλωνάρι Καρυστίας στις 24-12-1874. Ήταν γιος ιερέα του χωριού. Νέος ακόμα, όντας φοιτητής, φλογισμένος από τα ιδανικά της εποχής, πήγε εθελοντής στον Μακεδονικό αγώνα. Ήταν μάλιστα πρωτοπόρος, γιατί ανέβηκε στη Μακεδονία στα 1897, στο πρώτο ξέσπασμα της φωτιάς. Ακολούθησε όμως ο ατυχής ελληνοτουρκικός πόλεμος, κι η Μακεδονία παρέμεινε για δεκαπέντε ακόμη χρόνια υπό τουρκική κατοχή. Γράφει χαρακτηριστικά στο βιβλίο του: «Μας κράτησαν τα Γρεβενά. Και πριν προλάβομε για πιο ψηλά, πλάκωσε ολόκληρη η Τουρκιά.» Και συνεχίζει παρακάτω με πίκρα για όσα συνέβησαν αργότερα : «Ποιος μπορούσε να φανταστεί ποτέ πως το μέρος που ήταν το ξεκίνημα μου για τους ατέλειωτους πατριωτικούς αγώνες μου, θάβρισκαν το κουράγιο να πουν πως σκέφτηκα να παραδώσω στη σκλαβιά, και σε κείνους που με όλη τη δύναμη της ψυχής μου πολέμησα πάντα, και που αυτοί, σαν δούλοι, χωρίς ντροπή υπηρέτησαν τόσες φορές; Ως θαυμαστά τα έργα σου Κύριε!.... Να ξεκινήσεις αμούστακο παιδί, αντάρτης από τη Σκλάβα Μακεδονία, να δόσεις όλη σου τη ζωή για λευτεριά, να αγωνίζεσαι με όλη σου τη δύναμη, με όλη σου την ψυχή αδιάκοπα για την Πατρίδα και να καταντήσεις ογδοντάρης στα μπουντρούμια σαν Προδότης.» Αυτή όμως ήταν η αμοιβή της πολιτείας για τους αγωνιστές, κι ο Παπαστρατής το ένοιωσε καλά ως το γέρμα της ζωής του... Ο Θρασύβουλος Παπαστρατής σπούδασε Φαρμακευτική και Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αρχικά εγκαταστάθηκε στο Αυλωνάρι, όπου το 1900 άνοιξε φαρμακείο. Το 1912 μετοίκησε στη Χαλκίδα, όπου και μετέφερε το φαρμακείο του. Σημειώνει σχετικά στο βιβλίο του: «Παράτησα εύκολη και πλούσια ζωή, εγκαταστάθηκα στο χωριό μου να ασκήσω το επάγγελμά μου. Νόμισα και νομίζω χρέος του καθενός την κάθε μπορετή υπηρεσία στο τόπον που γεννήθηκε... να γίνομαι πάντα ωφέλιμος, ήτανε πάντα το κίνητρό μου. Και το επάγγελμά μου εκεί και χρήσιμο και ωφέλιμο ήταν. Και υλικά, και ηθικά και πνευματικά. Σημάδι του πολιτισμού. Φροντίδα της υγείας. Αψήλωμα της ζωής. Κάποιο ψίχουλο από την πρόοδο της επιστήμης για τους απόκληρους χωρικούς και αγρότες, που ενώ δίνουν τα πάντα, και τη ζωή τους ακόμη, για τους άλλους, αυτοί στερούνται τα πάντα.... ωστόσο, πηγαίνοντας εκεί, πάτησα ξένα οικόπεδα. Οι γιατροί, όλοι γύρω εκεί, έχαναν πολιτική επιρροή και επαγγελματικό βιοπορισμό. Κάθε ένας τους τότε... δεχόταν να υποταχτεί στο Νόμο μόνο σε βάρος του κόσμου και της συνείδησής του. Δεν το δέχτηκα. Έτσι άρχισε ο πόλεμος μεταξύ μας, που συνεχίστηκε ως το τέλος. Γι’ αυτό εξακολούθησα να συμπληρώνω τα μαθήματα μου και της Ιατρικής.» Ο Θρασύβουλος Παπαστρατής υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία ως ΄Εφεδρος αξιωματικός φαρμακοποιός. Στους Βαλκανικούς Πολέμους δεν κλήθηκε η ηλικία του, αλλά ο Παπαστρατής παρουσιάστηκε εθελοντής και ζήτησε να τοποθετηθεί στην πιο προχωρημένη μονάδα του σώματος του. Τραυματίστηκε στο Μπιζάνι. Ο Θρασύβουλος Παπαστρατής ακολούθησε από την πρώτη στιγμή τον Ελευθέριο Βενιζέλο στους πολιτικούς και εθνικούς του αγώνες και ήταν από τους ιδρυτές του Κόμματος των Φιλελευθέρων, με το οποίο άρχισε να πολιτεύεται. Ήτανε χρόνια δύσκολα. Στο βιβλίο του που μνημονεύσαμε παραπάνω, δίνει με απλό τρόπο μια συγκλονιστική εικόνα της εποχής από την εκλογική του περιοδεία, κατά την πρώτη του συμμετοχή στις εκλογές. Αξίζει τον κόπο να παραθέσουμε το σχετικό απόσπασμα: «Πήγα σε όλα τα χωριά του Δήμου μου. Και είναι πολλά. Πήγα και σε αρκετά χωριά των γειτονικών Δήμων. Είχαμε τότε Δήμους, όχι Κοινότητες. Κάθε χωριό όμως είχε τον Πρόεδρό του. Πάρεδρο τον έλεγαν. Σε άλλα πήγαινα καβάλα, σε άλλα πεζός.... Πολλές φορές απαντούσα τους αντίθετους. Πήγαιναν με κομματάρχες αυτοί. Με επίδειξη. Πλούσια, αρχοντικά. Με αμάξια ή με φιγουράτη καβαλαρία. Αυτοκίνητα δεν υπήρχαν ακόμη. Φρόντιζα όσο μπορούσα να αποφεύγω το συναπάντημά τους, για να μη βλέπω τα χαμόγελά τους. Πήγαινα πάντα ύστερα απ’ αυτούς. Έτσι μάθαινα τα ταξίματα και τα κουβαρνταλίκια τους. Πάντα τα ίδια σαν τα πρώτα. Τηλέφωνα, γέφυρες, δρόμους, σχολεία, ο καημός του λαουτζίκου, που δεν γινόντουσαν ποτέ. Πάντα πριν τις εκλογές οι Κυβερνητικοί έστελναν και κάρφωναν παλούκια, σημάδια, από όπου θα περνούσε, τάχα, ο δρόμος ή το τηλέφωνο που θα γινόταν. Πάντα παζάρευαν διάφορα σπίτια (αχερώνες) που θα έκαναν σχολεία, τάχα, όλα ξεχνιόντουσαν όταν περνούσαν οι εκλογές. Προεξοφλούσαν, πούλαγαν προκαταβολικά, κάθε υπηρεσία. Δικαιοσύνη, Διοίκηση, όλα. Σίγουρα κι ο διορισμός του παιδιού του κουμπάρου, σε καλή θέση, μια που είχε και πτυχίο του Σχολαρχείου. Με τόσα γράμματα, αμαρτία να μείνει χωρίς θέση. Του τόχαν τάξει αυτό και στις περασμένες εκλογές. Μαζί με τους υποψηφίους και οι κομματάρχες των, τοκιστές για τους χρεοφειλέτες των και τους κολίγους από κοντά σκλάβους και ανδράποδα. Υποθήκη τα κτήματά των για ένα-δυο χιλιάρικα χρέος, που δωναν τοκογλυφικό τόκο πάντα μαζί με πεσκέσια διπλής αξίας απ’ αυτόν, μα κι έμεναν υποχρεωμένοι. Η εκλογή δεν είχε τίποτε το ανώτερο, τίποτε το πατριωτικό. Ήτανε μια ατομική υπόθεση. Τέτοια σημασία έδωκαν στην ψήφο με τον κοτζαμπασισμό. Οι αγαθοί και απλοϊκοί ψηφοφόροι ψηφίζοντας είχαν υπ’ όψη τους ότι έκαναν ένα χρέος σε κείνον που τους είχε δανείσει λίγα χρήματα ή δούλευαν στα χτήματά του ή σ’ εκείνον που θα τους καλόπιανε ή που θα τον χρειάζονταν κάποτε. Άνθρωποι είμαστε, έλεγαν, ποιος ξέρει μπορεί να πέσομε σε ανάγκη και σε έγκλημα. Θα έχομε έναν άνθρωπο να μας σώσει. Έπειτα το θέλει και το αφεντικό. Μας έχει τα χωράφια του, στα χτήματα που δουλεύουμε. Αυτόν που θέλει θα ψηφίσομε. Κι αν μεσολαβούσε και καμιά βάφτιση δε χρειαζότανε τίποτε άλλο. Έφτανε αυτό. Ούτε σκέψη για άρνηση. Έριξε λάδι βλέπεις στο σπίτι μας. Ο κουμπάρος στην αντίληψη των αγαθών και απλοϊκών ανθρώπων ήταν όπως θέλει η θρησκεία μας πραγματικός στενότατος συγγενής. Πατέρας. Μα ο κομματισμός εξεμεταλλεύετο το αγνό αυτό αίσθημα. Έτσι τους μάθαιναν οι κοτζαμπάσηδες. Συχνά έκαναν και κάτι άλλο χειρότερο. Ωμό, ξετσίπωτο. Πλήρωναν τον κόπο που θα ψήφιζε σαν μεροκάματα. Αγόραζαν την ψήφο σαν λαχανόφυλλο, με ένα πακέτο καπνό. Δεν υπήρχαν τότε τσιγάρα. Σε κάτι φωνακλάδες, μέσα στο πακέτο με τον καπνό, που είχε τριανταπέντε λεφτά, έβαζαν και μια συγνάτσα των πέντε και εξήντα, τάλληρο της εποχής. Νεροδίκης και Νωματάρχης, γεροί κομματάρχες. Κι ο εισπράκτορας το ίδιο. Αυτός άφηνε το ένταλμα για τα νόμιστρα, διάφορους φόρους, ανεχτέλεστο με κανένα κόκκορα ή με κανένα ψημάρι....». Αγνός άνθρωπος ο Παπαστρατής, πίστευε με πάθος στο μεγαλείο, τη δύναμη και την ηθική ακτινοβολία των ιδεών της Δημοκρατίας – των ιδεών που υπερασπίζονταν. Και σ’ όλη του τη ζωή τέτοιος έμεινε ο Θρασύβουλος Παπαστρατής : «Δεν επέρασε όμως από το νου μου ούτε και για μια στιγμή, έστω και για σκέψη, να ακολουθήσω τον ίδιο δρόμο και γω με την πρόστυχη αυτή σπατάλη. Όχι μονάχα από την αδυναμία που είχα, αλλά και γιατί η ψυχή μου επαναστατούσε μπρος στον πρόστυχο αυτό τρόπο που εξευτέλιζε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ούτε τραπέζια έκαμα, ούτε κεράσματα έδωκα. Ούτε δουλειά, ούτε χατήρι για κανένα είναι η εκλογή. Αλλά καθήκον και υποχρέωση του καθενός για την Πατρίδα, που είναι και για τον εαυτό του. Έτσι έπαιρνε αξία το νόημα της επανάστασης... Δεν έταξα τίποτε. Γιατί δεν είχα. Δεν εξόδεψα ούτε δεκάρα. Για τους ίδιους λόγους. Μα και δεν ήθελα... Γιατί σέβομαι την ψήφο, όπως και το αξίωμα που δίνει. Η ψήφος είναι η ψυχή, η συνείδηση, που ούτε πουλιέται, ούτε αγοράζεται. Και το αξίωμα είναι τιμή που δεν διατιμιέται». Ιδανικά λόγια, μεστές ιδέες, σήμερα ειδικά, που όλες οι αξίες βρίσκονται στη διατίμηση... Φανατικός Βενιζελικός και αγωνιστής της αβασίλευτης δημοκρατίας, ο Παπαστρατής ακολούθησε πιστά τον μεγάλο του Δάσκαλο σ’ όλες τις επιτυχίες αλλά και τις αντιξοότητες της τρικυμισμένης ζωής του. Γράφει: «Σαν ουρανοκατέβατο υποδέχτηκε ο κόσμος το Βενιζέλο. Νέο Μεσσία του Ελληνισμού.» Και ο λαός της Εύβοιας τίμησε τον Παπαστρατή, στέλνοντας τον αντιπρόσωπό του στις Βουλές του 1915 (Βουλή των «Λαζάρων»), 1924, 1926, 1928, 1932 και 1936 με το κόμμα των Φιλελευθέρων. Ο Θρασύβουλος Παπαστρατής ασχολήθηκε συστηματικά με τη δημοσιογραφία. Στα 1917-1918 εκδίδει στη Χαλκίδα την εβδομαδιαία εφημερίδα «ΚΡΙΤΗΣ». Στα 1919 την «ΣΑΛΠΙΓΓΑ» Ευβοίας, η οποία μάλιστα για μερικούς μήνες εκδιδόταν καθημερινά και από το 1920 την εβδομαδιαία εφημερίδα «ΕΥΒΟΙΑ», που έκλεισε στα 1936, με τη δικτατορία του Μεταξά. Μετά την απελευθέρωση ξανάβγαλε την «Εύβοια» το 1945-1947, οπότε σταμάτησε λόγω του Εμφυλίου. Η μαχητική του αρθρογραφία, οι προοδευτικές του θέσεις σ’ όλα τα προβλήματα – εθνικά, κοινωνικά, οικονομικά- έκαναν τον Παπαστρατή γνωστό πιο έξω από τα όρια της ιδιαίτερης πατρίδας του σαν μια προσωπικότητα μεγάλου κύριους και ακτινοβολίας. Υπερασπίστηκε τα δίκαια των εργατών και των αγροτών –πρώτη φορά επαρχιακή εφημερίδα τάσσονταν με το μέρος των απεργών-, έγινε εισηγητής πολλών προοδευτικών νομοθετημάτων και με τους αγώνες του στη Βουλή ψηφίστηκε ο νόμος για την απαλλοτρίωση των μοναστηριακών κτημάτων Ευβοίας, η κατάργηση της φορολογίας του λαδιού (δεκάτη) κ.ά. Παρακολουθώντας σήμερα τη δράση και τους αγώνες του, ξαφνιάζεσαι πραγματικά με τις πρωτοποριακές για την εποχή θέσεις του απέναντι στα κοινωνικά προβλήματα. Παράλληλα δημοσιογραφούσε σε καθημερινές εφημερίδες της Αθήνας. Περίφημη στάθηκε για κείνο το καιρό η ανοικτή επιστολή που δημοσίευσε στα τέλη του 1915, ως κύριο άρθρο σε καθημερινή εφημερίδα της Αθήνας, απευθυνόμενη προς τον Βασιλιά Κωνσταντίνο ύστερα από την πραξικοπηματική διάλυση της Βουλής από τον τελευταίο. Για την επιστολή του αυτή ο Παπαστρατής παραπέμφθηκε στο Στρατοδικείο. Ο Ε. Βενιζέλος για την επιστολή αυτή του έστειλε συγχαρητήριο επιστολή, που νομίζουμε ότι αξίζει να δημοσιευτεί αυτούσια παρακάτω : «Φίλε κ. Παπαστρατή, σφίγγω θερμώς το χέρι δια την ωραίαν προς τον Βασιλέα επιστολήν. Λόγια παστρικά, μετρημένα και παλληκαρίσια. Λόγια της καρδιάς και του νου. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι ευχαρίστηση μου έκαμε η ανάγνωσή της. Αθήναι 24 Δεκεμβρίου 1915. Μετά φιλιωτάτων αισθημάτων Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος». Τα φλογερά δημοσιεύματα του στην «Εύβοια» τον έστειλαν αρκετές φορές στο Στρατοδικείο και σε άλλα Δικαστήρια. Μερικές φορές δεν δίστασε να διαφωνήσει ακόμη και με την πολιτική του Βενιζέλου ή ν’ αναλάβει γόνιμες πρωτοβουλίες που πολύ εκτιμήθηκαν από τον αρχηγό του. Όλους όμως αυτούς τους αγώνες τους πλήρωσε ακριβά ο Θρασύβουλος Παπαστρατής. Πέντε φορές «τον κάθησαν στο σκαμνί» του στρατοδικείου και του κακουργιοδικείου και καταδικάστηκε ισάριθμες φορές σε θάνατο ή ισόβια δεσμά : Στα ’15 για την επιστολή του στον Κωνσταντίνο, στα ’20 για την αρθρογραφία του υπέρ της Δημοκρατίας, στα ’35 για την συμμετοχή του στο κίνημα του Βενιζέλου, στα ’44 για την πατριωτική του δράση, στα ’48 με την κατηγορία ενίσχυσης των ανταρτών. Αυτά είναι και τα μοναδικά παράσημα όλης του της σταδιοδρομίας. Αλλά το αγύριστο κεφάλι δεν έλεγε να το βάλει κάτω. Πάλι ξανάρχιζε απ’ την αρχή. Όλα γύρω του σωριάζονταν ερείπια, αυτός όμως δεν έλεγε να υποχωρήσει : Πάντα, με το σκούφο της Αμύνης στο κεφάλι και το γενάκι του, στις επάλξεις της Δημοκρατίας. Στη δημιουργία του Στρατού της Εθνικής Άμυνας του Βενιζέλου τα 1916 στο Κράτος της Θεσσαλονίκης, βοήθησε ενεργά, στέλνοντας από τη Χαλκίδα μέσω παράνομης οργάνωσης Αξιωματικούς στη Θεσσαλονίκη, μεταξύ των οποίων και τους Θανάση Χατζηπαναγιώτη, Ταγαρόπουλο, Κ. Πασσά κ.λπ. Πολέμησε την δικτατορία του Πάγκαλου. Όπως χαρακτηριστικά γράφει : «Τυλίγοντας τη δικτατορία του με τον κοινοβουλευτικό μανδύα στην αρχή, την έκαμε κοινοβουλευτική. Σκεπάζοντας την τώρα με το δημοψήφισμα την κάνει δημοκρατική. Έτσι μασκάρεψε και τα δυο. Και τη δημοκρατία και τη Δικτατορία. Υποτάσσοντας τη θέληση του λαού στη βία του στρατού, κυβερνούσε με τους αρκαντάσηδές του όπως ήθελε. Θόδωρος κερνάει-Θόδωρος πίνει, έλεγε με καμάρι για τον εαυτό του, ο Πάγκαλος». Στο κίνημα του 1935 ο Παπαστρατής φυλακίστηκε –αν και δεν το ενέκρινε. Επειδή όμως αρνήθηκε να το αποκηρύξει, πέρασε από Στρατοδικείο στην Αθήνα. Αγωνίστηκε να προλάβει τη δικτατορία του Μεταξά. Μνημειώδες είναι το άρθρο του στην «Εύβοια» της 14 Δεκεμβρίου 1935: «Δεν το ηθέλαμε το Βασιλέα. Δεν τον εψηφίσαμε. Δεν ημπορέσαμε να εμποδίσουμε τον ερχομό του. Πιστεύουμε πάντα πως το δημοκρατικό πολίτευμα είναι καλύτερο και ευκολύνει την πρόοδο περισσότερο και περισσότερο εξασφαλίζει τις ελευθερίες του λαού. Δεν έγιναν οι λαοί για τα πολιτεύματα, αλλά τα πολιτεύματα για τους λαούς. Με όλη λοιπόν την πίστη που έχουμε στη δημοκρατία και θα έλθει βέβαια η ώρα της μια για πάντα, ομολογούμε πως τώρα είναι ανάγκη να μείνει ο Βασιλιάς. Και είναι ευτύχημα που κι αυτός δασκαλεμένος και από τα παθήματα και από τους καλούς συμβούλους δείχνει όλη την καλή διάθεση να φανεί χρήσιμος στην πατρίδα και τον εαυτό του. Θα τον ηθέλαμε βέβαια πιο αποφασιστικό, θα τον ηθέλαμε, αφού είδε τα εγκλήματα εκείνων που τον έφεραν, έστω και αν για τον ερχομό του εγκλημάτησαν, να ζητήσει να διορθωθούν αμέσως τα άδικα και μάλιστα αφού είδε πως δεν τον έφεραν ούτε από εκτίμηση στο άτομό του, ούτε από πίστη στο βασιλικό θεσμό, αλλά μόνο για να τον έχουν όργανό τους. Εν τούτοις, θυμούμενοι τα περασμένα, ικανοποιούμεθα σχετικώς με ότι έγινε ως τώρα. Και αν δεν έγιναν όσα πρέπει, μας δίνει την ελπίδα ότι θα γίνουν. Εμείς που δεν τον θελήσαμε, γιατί αυτό ήταν το συμφέρον της πατρίδας μας. Θα κάμωμε το καθήκον μας και τώρα που το συμφέρον της πατρίδας είναι να μείνει. Εκείνοι που τον ήθελαν όχι από εκτίμηση στο άτομό μου, ούτε από πίστη στο βασιλικό θεσμό, αλλά για να τον έχουν όργανό τους, εφάνηκαν ποιοι είναι. Ας κάμει και κείνος το δικό του καθήκον, απέναντι όλων, απέναντι στης πατρίδας». Μόλις κηρύχτηκε η δικτατορία του Μεταξά, σταμάτησε την έκδοση της εφημερίδας του, γιατί όπως γράφει στο βιβλίο του είχαν γεμίσει «ύμνους οι εφημερίδες όλες. Υπουργείο επίτηδες για τον τύπο. Συνεργεία σ’ αυτό για τα άρθρα και τα παινέματα που θέλοντας και μη δημοσίευαν οι εφημερίδες. Γι’ αυτό σταμάτησα την εφημερίδα μου. Δεν ήθελα να δημοσιεύω τέτοια...». Σ’ όλη του τη πολιτική σταδιοδρομία, πήρε πάντα στη Βουλή κι έξω απ’ τη Βουλή, με τις αγορεύσεις, με τις εισηγήσεις και με την εφημερίδα του, θέσεις απόλυτα προοδευτικές. Όπως σημειώσαμε και παραπάνω, κατέθεσε νομοσχέδια, για την κατάργηση του φόρου της Δεκάτης στο λάδι, την απαλλοτρίωση των Μοναστηριακών κτημάτων κ.λπ. Για το Νομοσχέδιο αυτό, ήρθε μάλιστα σε σκληρή σύγκρουση με τον τότε Μητροπολίτη Καρυστίας Παντελεήμονα Φωστίνη. Στην Κατοχή προσχώρησε απ’ τους πρώτους στην Εθνική Αντίσταση, χωρίς όμως ποτέ να κομματικοποιηθεί και θα έπαιρνε μέρος στην Εθνοσυνέλευση της ΠΕΕΑ αλλά λίγες μέρες πριν, τον Απρίλη του 1944, τον συνέλαβαν οι Γερμανοί και οι ταγματασφαλίτες, με όλη του την οικογένεια, γυναίκα και τα τρία παιδιά του και τους έκλεισαν στις φυλακές της Χαλκίδας. Τα δύο μεγαλύτερα παιδιά του ήταν στην αντίσταση. Κοντά εβδομήντα χρονών, τον ρίχνουν στη φυλακή για την πατριωτική του δράση. Στο βιβλίο του «Αγώνες στην Εύβοια» δίνει μερικές συγκλονιστικές σελίδες του μαρτυρίου του: «Παραγέμισε η φυλακή. Ο ένας πάνω στον άλλο, παστωμένοι σαν σαρδέλες. Από τρακόσοι που είμαστε όταν ήρθαμε, φτάσαμε χίλιοι. Νοίκιασαν κι άλλο σπίτι για φυλακή. Οι Ταγματασφαλίτες όλο κουβαλούσαν. Μια μάζα όλοι όπως είμαστε, ο ένας κολλητά στον άλλο, οι περισσότεροι χωρίς δεύτερο πουκάμισο, κι αυτό κατάμαυρο από τα ξεραμένα αίματα από ξυλοκοπήματα, μπολιαζόμαστε ο ένας με το αίμα του άλλου. Νύχτα. Σκοτάδι. Το στριμμένο μπαμπάκι που για φυτίλι είχαμε με λίγο λάδι σ’ ένα κουτί από κονσέρβα για καντήλι έσβησε. Βήματα βαρειά και πολλά ακούγονται να έρχονται από το μέρος της πλατείας. Σε λίγο ακούγονται στη σκάλα της φυλακής και σταματούν στην πόρτα του θαλάμου μας. Ο φακός του Γερμανασφαλίτη τυφλώνει με το φως του πεταχτά έναν-έναν μας. Διαλέγουμε τρεις. Ο ένας δίπλα από το παιδί μου, ο άλλος δίπλα από εμένα, ο τρίτος από την άλλη σειρά πάνω από τα κεφάλια μας. Με πικρό χαμόγελο μας αποχαιρετούνε σηκώνοντας το χέρι. Έχετε γεια παιδιά, καλή λευτεριά. Διαλέγουν κάπου δεκαοχτώ. Μ’ αυτούς μαζί και ο λεβέντης Φούρλης (πρόκειται για τον εξαιρετικό λυρικό ποιητή της Χαλκίδας Γιώργο Φούρλη). Σηκώνοντας στον ώμο του το δεκαεξάχρονο Μήλιο, όγκο κουτσουρεμένο από το μαρτυρικό ξυλοδαρμό, είπε την τελευταία σοφή κουβέντα του «έλα, Μήλιο, η τελευταία αγκαρεία της ζωής μου για σένα». Τους πήραν όλους στη γραμμή. Μπρος πίσω Ράλληδες. Δεξιά και αριστερά Γερμανοί. Στη μέση οι μάρτυρες, σεμνοί και περήφανοι. Μετά λίγη ώρα, πριν φέξει καλά, ακούσαμε τρεις ομοβροντίες. Γονατιστοί αμίλητοι, σταυροκοπηθήκαμε». Πριν τον συλλάβουν, Χαλκιδαίοι αξιωματικοί, τον έστειλαν στο Βουνό για συνεννόηση με τους αντάρτες. Η κίνηση προδόθηκε και σε δυο μέρες 17 Γενάρη 1944 οι Γερμανοί, με τα τάγματα ασφαλείας, ξαπόλησαν επίθεση και άγριο κτένι. Γυρνώντας στη Χαλκίδα τον συνέλαβαν. Στη φυλακή, με τη στάση του εμψύχωνε τους κρατούμενους που στο σύνολό τους ήταν γέροι και γριές, πατέρες ανταρτών και αγωνιστών της αντίστασης. Ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο από την κράτηση του στις φυλακές της Χαλκίδας, τον Ιούλιο ή Αύγουστο του 1944. Έλληνας λοχαγός των ταγμάτων ασφαλείας, με συνοδεία Γερμανού Αξιωματικού, συγκέντρωσε τους κρατούμενους στις φυλακές και διάβασε μια προκήρυξη του Παπαθανασόπολου, αρχηγού των ταγμάτων ασφαλείας, στην οποία αποκαλούσε μέσα στ’ άλλα τους αντάρτες προδότες. Τρομαγμένοι οι κρατούμενοι ετοιμάστηκαν να χειροκροτήσουν. Όρθιος ο Γέρος τους έκανε με τα χέρια του νόημα να μη χειροκροτήσουν και με δυνατή φωνή είπε στον Ταγματασφαλίτη Λοχαγό, μπροστά στο γερμανό αξιωματικό: «.... Προδότης είναι το αφεντικό σου και η κλίκα του που συνεργάζονται με τους κατακτητές της πατρίδας μας. Οι αντάρτες είναι ήρωες, αγωνιστές της Λευτεριάς και της Πατρίδας. Αυτά να πεις στ’ αφεντικό σου....». Οι κρατούμενοι πάγωσαν και σε λίγα λεπτά ο Γέρος συνελήφθη κι οδηγήθηκε στην απομόνωση. Αμέσως εκδόθηκε διαταγή για την εκτέλεσή του. Μα η εκτέλεση ματαιώθηκε με επέμβαση παραγόντων της Χαλκίδας που αναλογίζονταν τις συνέπειες και τον αντίκτυπο που θα προκαλούσε και με την επέμβαση και τα διαβήματα του Μητροπολίτη Μαρωνείας Βασιλείου, που βρισκόταν στη Χαλκίδα εκτοπισμένος απ’ τους Βουλγάρους. Ακολούθως τον μετέφεραν στο Νοσοκομείο με αυστηρή φρούρηση από ταγματασφαλίτες. Στο μεταξύ το σπίτι του λεηλατήθηκε με διαταγή του γερμανόδουλου στρατιωτικού διοικητή Ευβοίας Παπαθανασόπουλου. Στις παραμονές της απελευθέρωσης, Οκτώβριο του 1944, ενώ είχε αποφασιστεί και επίκειτο η εκτέλεση του Παπαστρατή, τον αποφυλακίζουν, καθώς έβλεπαν ότι οι αντάρτες ζύγωναν στη Χαλκίδα, κι είχε ήδη σχηματιστεί η Κυβέρνηση της Εθνικής ενότητας. Ο Παπαθανασόπουλος έντρομος τον έβγαλε από τη φυλακή (Νοσοκομείο) και επικεφαλής επιτροπής των κατοίκων της πόλης, τον έστειλε στο Βουνό να διαπραγματευθεί την ειρηνική παράδοση της Χαλκίδας στους αντάρτες, που την είχαν ζώσει από παντού. Ο Θρασύβουλος κατόρθωσε πράγματι να το επιτύχει, ύστερα από διαπραγματεύσεις, χάρις στις σοφές του συμβουλές και τον σεβασμό που ενέπνεε σε εχθρούς και φίλους, και οι αντάρτες εισήλθαν τότε στην Χαλκίδα αναίμακτα. Στα 1946 εκδίδει πάλι την εφημερίδα του κι αρχίζει με το ίδιο πάθος τον αγώνα του για την δημοκρατία. Τότε έριξε από τις στήλες της «Εύβοιας» το σύνθημα «Η Δημοκρατία θα νικήσει». Τον Νοέμβριο του 1947, μέσα στο κύμα των διώξεων του εμφυλίου πολέμου, τον συνέλαβαν πάλι μαζί με την γυναίκα του –που πάντα στάθηκε ακούραστη στο πλευρό του, σ’ όλους τους κατατρεγμούς του- με τη συκοφαντική κατηγορία της στρατολογίας ανταρτών για το Δημοκρατικό Στρατό. Φυλακίστηκε στην Θήβα κι ύστερα στις φυλακές της Χαλκίδας. Το Μάρτη του 1948 παραπέμφθηκε στο Στρατοδικείο Χαλκίδας. Αποφεύχθηκε η εκτέλεσή του με παρέμβαση παραγόντων της Χαλκίδας. Η δίκη βάστηξε 40 μέρες και εν τέλει καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά. Με τη Κυβέρνηση Πλαστήρα του δόθηκε χάρη και διατάχθηκε η αποφυλάκισή του από τον Αβέρωφ. Χαρακτηριστικό στιγμιότυπο απ’ την αποφυλάκιση – Παρήλασαν από μπροστά του όλοι οι κρατούμενοι και του φιλούσαν το χέρι. Τους μίλησε φλογερά. Κι όταν ο Βασιλικός επίτροπος ο Στασινόπουλος, του διάβασε το Β.Δ. της απονομής χάρις, του είπε : ΒΑΣ. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ : “Φαντάζομαι τώρα κ. Παπαστρατή ότι θα νοιώθεις ικανοποιημένος.....». ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΗΣ : “Όχι εγώ κ. Επίτροπε, η Πατρίδα θα νιώθει κάποια ικανοποίηση για την αποκατάσταση κάποιας αδικίας.... αλλά είναι τόσες πολλές οι αδικίες ακόμη.... κοίτα μέσα πόσοι είναι άδικα κλεισμένοι....». Άσχετα με την χάρη, η δίκη σύμφωνα με το Νόμο της αναθεώρησης των καταδικασμένων, ξανάγινε στο Αναθεωρητικό Στρατοδικείο Αθηνών, με τη περήφανη στάση του και κει δικαιώθηκε. Στις 7-3-1955 πέθανε στη Χαλκίδα, όρθιος, αγωνιστής μέχρι την τελευταία στιγμή του. Την κηδεία παρακολούθησαν χιλιάδες Χαλκιδαίοι και Ευβοείς. Ανεξάρτητα απ’ την τοποθέτησή τους όλοι τον σέβονταν και τον εκτιμούσαν. Η κηδεία του ήταν πάνδημος. Τον Νοέμβριο του 1985, με ομόφωνη απόφαση του Δήμου Χαλκιδέων η λεωφόρος που διέρχεται μπροστά στη Σχολή Πεζικού ονομάστηκε Λεωφόρος Θρασύβουλου Παπαστρατή. Ήταν μια επιβεβλημένη και οφειλόμενη τιμή, που άργησε κάμποσες δεκαετίες για να’ ρθε.....


                      ΚΩΣΤΑΣ ΣΓΟΥΡΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: