(σελίδες απ' τη μικρή πόλη του Μεσοπολέμου)
Τις τελευταίες δεκαετίες του Ι9ου αιώνα η Χαλκίδα,πρωτεύουσα της Εύβοιας, εξακολουθούσε να παραμένει μικρογραφία τούρκικου χωριό. Το Κάστρο αποκομμένο - λόγω του τείχους και της τάφρου απ' το Προάστιο, είχε μεταβληθεί σε άθλιο σκουπιδότοπο, εστία μολύνσεων για τους κατοίκους του. Δυσάρεστη εντύπωση προκαλούσε η θέα των τειχών, λόγω της εγκατάλειψης και των κινδύνων που εγκυμονούσε για την υγεία των Χαλκιδέων. ώστε να ανακινείται αδιάκοπα στον Τύπο και τη Βουλή,
ακόμα και με ψηφίσματα, θέμα κατεδάφισής των.
Η εφημερίδα «Εύριπος» πρωτοστάτησε στην ιδέα της κατεδάφισης (φλ. 328/25.9.1871 έως 381/4.11.1872 και ένα - μετέπειτα - χαρακτηριστικό στο φλ. 423/25.8.1873). Τελικά την κατεδάφιση υποσχέθηκε, στο Δήμαρχο Χαλκιδέων Ηρακλή Γαζέπη, ,ο πρωθυπουργός Χαρ. Τρικούπης, κατά την
επίσκεψή του στην πόλη το 1884. Το γκρέμισμα άρχισε το επόμενο έτος (1885), «οφείλετο δε κυρίως εις τας ακαταβλήτους ενεργείας του βουλευτού Β. Βουδούρη» (Εύριπος, 23.2.1885) αλλά ένα χρόνο αργότερα είχε κατεδαφισθεί μόνο η ΒΑ πλευρά των τειχών. Οι εργασίες ολοκληρώθηκαν στα τέλη του αιώνα (βλέπε Αντ. Παύλου, Σελίδες από τη Νεότερη Ιστορία της Χαλκίδας (1833-1944), Χαλκίδα (Δήμος Χαλκιδέων) 1994, 39-44: Τρία κείμενα του Στέφ. Καλλία για την κατεδάφιση του Κάστρου). Η καταστροφή, που ήταν γενική, της φυσιογνωμίας μιας πόλης όπως η Χαλκίδα, με στίγματα σε κάθε σημείο της που φώτιζαν την ιστορία της, συγκίνησε κάποιους πραγματικούς Χαλκιδο-λάτρες οι οποίοι - όπως ήταν φυσικό - θεωρήθηκαν αφελείς και ρομαντικοί. Παράλληλα έδειξε την ανικανότητα των τοπικών αρχόντων να κατανοήσουν το
μέγεθος της καταστροφής και να την αποτρέψουν.
Ωστόσο η οικοδομική δραστηριότητα ήταν ασήμαντη, η συγκοινωνία ανύπαρκτη, οι δρόμοι χαντάκια που φωτίζονταν με 120 φανάρια πετρελαίου. Η ισχνή πνευματική κίνηση «οριοθετείται με την ίδρυση, το 1888, του επιστημονικού συλλόγου "Αριστοτέλης" και το 1894 του Μουσικού συλλόγου» (Βλέπε Σπ. Κοκκίνης, Το Θέατρο στη Χαλκίδα (1866-1939), Χαλκίδα 1988, 7-8· ιδίου, Η Ευβοϊκή πολιτιστική μας κληρονομιά, Χαλκίδα 1989). Σημειώνει ο Στέφ. Καλλίας (Η Χαλκίς υπό φυσικήν και ιατρικήν έποψιν, Εν Αθήναις 1897, 41) μεταξύ των άλλων για την κατάσταση των δρόμων της πόλης στα τέλη του αιώνα: «Αι οδοί της πόλεως κατέχουσιν έκτασιν 50.000 τετρ. μ. περίπου· εισί δ' αύται ως επί το πλείστον ακανόνιστοι και στενωποί, ως να μην υπήρξέ ποτέ σχέδιον πόλεως· μικραί τινες μεταβολαί και αύται τελευταίον επενεχθείσαι, μετέβαλον ολίγον την επί Τουρκοκρατίας όψιν της πόλεως· ατυχώς οι εκάστοτε αρμόδιοι ηδιαφόρησαν τελείως περί της εφαρμογής του σχεδίου, και ούτω οικοδομαί μεγάλαι εκτίσθησαν κατά βούλησιν και παρά το σχέδιον, ενός δ' ατόπου γενομένου επηκολούθησαν άπειρα(...). Φυσικά, εννοείται πως «ο χωματόδρομος κυριάρχησε, επί αιώνες, στην υπαίθρια, καθώς και στην αστική Ελλάδα. Το οδικό κατάστρωμα ήτο κάτι το σπάνιο» (Ηλ.. Πετρόπουλος, Τα σίδερα. Η λάσπη. Τα μπαστούνια, Αθήνα (Νεφέλη) 1994, 26).
Το βάσανο της λάσπης γεννούσε προβλήματα στους Χαλκιδέους όχι μόνο
την ημέρα αλλά και... στα όνειρά τους: «Εάν ίδη τις, ότι περιπατεί εν πηλώ [:
λάσπη] ευρήσει μέριμναν και θλίψιν αναλόγως του πλήθους· ει δε εις δυσώδη
πηλόν περιπατεί, βαρυτέραν θλίψιν και φήμην κακήν λάβη δια την δυσωδίαν»
(Ονειροκριτικόν» του Αχμέτ). Η λάσπη (η υγρασία της) όπως και η σκόνη κατέστρεφαν και τα πιο γερά παπούτσια. ΄Ηταν ένας μεγάλος πόνος για τη φτωχολογιά.
Αρχές του αιώνα, λούστρος ή υποδηματοκαθαριστής, κατά της σκόνης και της λάσπης, ήταν (απ' τα τείνοντα προς εξαφάνιση σήμερα επαγγέλματα)
δουλειά που συντηρούσε οικογένειες και στη Χαλκίδα, καθώς οι εργασίες ήταν ελάχιστες. Πολλοί λούστροι άφησαν εποχή, σα το Πέρση Αλή και τον Αποστόλη τον Πιατέλα, για τους οποίους γράφτηκαν χρονογραφήματα.Τα προσφυγόπουλα, μετά την εγκατάστασή τους στη Χαλκίδα δούλευαν λούστροι για να βοηθήσουν την οικογένειά τους. Στα 1927 «κέρδιζαν για τις υπηρεσίες τους μια δραχμή από κάθε πελάτη» (Κλεπ. Λυμπέρη, Γειτονιές της Χαλκίδας, Χαλκίδα (εκδ. Προοδ. Εύβοιας 1989, 86).
«Τα χρώματα που χρειάζονταν για τη δουλειά τα έφτιαχναν μόνοι τους
από γόμα. Έβαζαν τη γόμα σε κρύο νερό, μετά σούρωναν το μίγμα και αφού το
έβραζαν, πρόσθεταν ανελίνη (συνήθως μπλε, μαύρη και κόκκινη). Μετά ανακά-
τευαν καλά και τοποθετούσαν σε μπουκάλια το λυωμένο υλικό. Το κασελάκι είχε
ειδικές θήκες για τα μπουκάλια αυτά. Επίσης διέθετε μικρό συρτάρι στο δεξί
μέρος για την τοποθέτηση των χρημάτων. Στο μεγάλο εσωτερικό το διαμέρισμα
έβαζαν τις βούρτσες και την πέλμπα (πανί από βελούδο, το οποίο οι πρόσφυγες
ονόμαζαν «καφετί»). Το κασελάκι ήταν συνήθως ξύλινο αλλά υπήρχαν και μερι-
κά σιδερένια. Στο πάνω μέρος είχε ένα μεταλλικό στήριγμα για να ακουμπάνε
το πόδι τους οι πελάτες. Η διαδικασία του γυαλίσματος ήταν περίπου η εξής:
πρώτα τοποθετούσαν μέσα στα παπούτσια χαρτόνια ώστε σι μπογιές να μή
λερώνουν τις κάλτσες. ‘Υστερα ξεσκόνιζαν το δέρμα με τη μεγάλη βούρτσα και
άπλωναν το βερνίκι με τη μικρή. Το άφηναν λίγο να τραβήξει, μετά το γυάλιζαν,
πρόσθεταν και γυαλιστικό «ΕΛΣΑ» και τέλος ξαναγυάλιζαν με το βελούδινο
πανί» (Κλ. Λυμπέρη, ό.π. 86, 88).
Συνηθισμένο στέκι των λούστρων στη Χαλκίδα του μεσοπολέμου, ο χώρος
της δημοτικής αγοράς κάτω απ' το πεύκο που έκοψαν αργότερα οι
«αναμορφωτές» της πόλης. Συχνά στέκονταν μερικοί απ' αυτούς έξω απ' τη Τράπεζα του Γεωργιάδη και μόλις ο τραπεζίτης έβγαινε, έτρεχαν να του γυαλίσουν τα παπούτσια. «Εντάξει» έλεγε πάντα ο Γεωργιάδης «αλλά θα μου πάρετε μόνο εφτά δεκάρες». Το παζάρι γινόταν δεκτό από τόσο καλό πελάτη.
Σήμερα, οι τελευταίοι των λούστρων είναι δυο. Σπάνια εμφανίζονται στο ίδιο στέκι των προγόνων τους, δραματικό αλλαγμένο...
Ο Γιάννης Ξάνθος γεννημένος στο Δεκελί της Σμύρνης ήρθε προσφυγόπουλο στη Χαλκίδα. Βιοπαλαιστής από παιδί, έγραφε και στίχους. Στιλβωτής ή υποδηματοκαθαριστής ή λούστρος η δουλειά του. Το πρώτο του κασελάκι βάφτισε «Το φυντανάκι», όταν έγινε δέκα-δώδεκα χρονών άλλαξε σε «Αλανάκι» και όταν πήρε λίγα, ακόμα, χρόνια το σφράγισε σε «Μοιραίο».Ο Ξάνθος περιγράφει στο Δημ. Δεμερτζή την συνάντησή του με τον Μενέλαο Λουντέμη (Κων/πολη 1915 - Αθήνα 1976), τον εξόριστο λογοτέχνη που «προσπάθησε να εκφράσει τη θλιβερή εμπειρία του κατατρεγμένου προλετάριου με ένα λυρισμό που συχνά δεν αντέχει στο βάρος της κοινωνικής διαμαρτυρίας» (Mario Vitti, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα (Οδυσσέας) 1989, 390).
«Τον Μενέλαο Λουντέμη τον γνώρισα τυχαία. ΄Ηταν αρχές του Φλεβάρη 1933 στη Χαλκίδα. Καθόμουν με το κασελάκι μου κάτω απ' το πεύκο της Αγοράς και με χαιρετά άγνωστο πρόσωπο.
-Μιά παράκληση, μού λεει.
-Ορίστε, τι Θέλετε;
-Είμαι ξένος, μια υποστήριξη θέλω, μια δουλειά, ξέρω γράμματα...
-Εγώ δεν μπορώ να σε υποστηρίξω. Το μόνο που μπορώ είναι να σού ετοιμάσω ένα κασελάκι με βούρτσες και βερνίκια για να βγάζεις το ψωμί σου.
- Θα μού το δώσεις; Το είπε με λαχτάρα.
-Έλα αύριο το πρωί και θα τόχεις.
Με ευχαρίστησε κι έφυγε. Την άλλη μέρα ήρθε, το πήρε κι εργάστηκε τρεις μήνες. Κοιμόταν στο παλιό φρούριο, του Καράμπαμπα. ΄Υστερα, λοιπόν, από τρεις μήνες ήρθε και μας χαιρέτησε, μούδωσε και το κασελάκι και χάθηκε για ένα χρόνο! Το 1934, αρχές καλοκαιριού, έρχεται και μού ζητά και πάλι το κασελάκι, με τη διαφορά μού είπε πως θα πάει στην Αιδηψό. Το ετοίμασα, τού έβγαλα τα εισιτήρια, έφυγε και χάθηκε πάλι. Μετά το τέλος του καλοκαιριού ήρθε, μού δίνει το κασελάκι και λέει:
- Δε θα ξανάρθω στη Χαλκίδα, αλλά δε θα σε ξεχάσω. Μόνο τα βουνά δε σμίγουνε, μπορεί να ξανασυναντηθούμε.
Χαιρέτησε όλους στην Αγορά, ιδιαίτερα εμένα:
- Γεια σου, δεν θα σε ξεχάσω ποτέ!
Βγάλαμε και μια φωτογραφία όλοι μαζί οι συνάδελφοι. Έγραψε ένα αυτόγραφο πίσω από κάθε φωτογραφία. Από τότε δεν τον ξανάδα» (Προοδ. Εύβοια», αρ. φλ. 5 (3.12.1974)· 862 (25.2.93), 5, 8).
Στο αυτόγραφό του λέει: «Στους αγαπητούς μου συναδέλφους που μοιράστηκα τις πίκρες τους, δυο μήνες του καλοκαιριού 1933. Μενέλαος.
Γ. ΜΗΤΑΚΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου