Από το Ρόπτρο Αυλωναρίου
Στα χρόνια της Κατοχής
του Ντίνου Διονέλη
Το Αυλωνάρι ήταν μια κωμόπολη γεμάτη ζωή. Οι κάτοικοί του περισσότεροι από 2000 ασχολιόντουσαν με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και με διάφορες τέχνες. Είχε δημοτικό σχολείο, ειρηνοδικείο, αγρονομείο, σταθμό χωροφυλακής και ταχυδρομείο. Τα μαγαζιά του, καφενεία, κουρεία, μπακάλικα, χασάπικα, ραφεία,
σιδηρουργεία, κ.λ.π. ξεκινούν από την πλατεία του Γιαννίκου και ανεβαίνουν μέχρι το καφενείο του Ποθητάκη (Τσίμπλη). Είχε μεγάλη εμπορική κίνηση. Οι κάτοικοι των γύρω χωριών όλα τα ψώνια τους τα κάνουν στο Αυλωνάρι. Τ καφενεία και οι ταβέρνες τα βράδια γεμίζουν από κόσμο.
Από τον Οκτώβριο του 1940 έχει ξεκινήσει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. Ο ελληνικός στρατός, αφού για λίγες μέρες πολέμησε στο πάτριο έδαφος, αναγκάζει τους Ιταλούς να υποχωρήσουν μέσα στην Αλβανία. Κορυτσά, Αργυρόκαστρο, Άγιοι Σαράντα, Χειμάρα, σε λίγο είχαν ελευθερωθεί από τον ελληνικό στρατό και στα σπίτια τους κυματίζει η ελληνική σημαία. Όλη η Βόρειος Ήπειρος έχει ελευθερωθεί από τον ελληνικό στρατό. Έχει τόση ορμή ο στρατός που σίγουρα θα τους έριχνε, τους Ιταλούς, στη θάλασσα. Σε βοήθειά τους όμως κατέφθασαν, τον Απρίλιο του 1941, οι σύμμαχοί τους Γερμανοί. Μην μπορώντας ο ελληνικός στρατός να αντιμετωπίσει δύο αυτοκρατορίες, και τον καλύτερα τότε οργανωμένο στρατό, αναγκάσθηκε μετά από ολιγοήμερες μάχες να συνθηκολογήσει. Έτσι από τον Απρίλιο του 41 αρχίζει η γερμανοϊταλική κατοχή. Οι πρώτοι Γερμανοί ήλθαν στο Αυλωνάρι τον Ιούνιο του 1941. Έστησαν τις σκηνές τους άλλοι στις ελιές, στη βρύση, άλλοι στο γενισάρικο και μερικοί έμειναν σε σπίτια στην Αγία Βαρβάρα. Ήταν ένας πολύ πειθαρχημένος και οργανωμένος στρατός. Είχαν φτιάξει γυμναστήρια, πρωί και απόγευμα έκαναν σουηδική γυμναστική. Με τον κόσμο δεν είχαν επαφές. Ο δάσκαλος μας είχε πει να μην τους δίνουμε σημασία αλλά να τους περιφρονούμε γιατί ήρθαν σαν καταχτητές. Εμείς, παιδιά, τους πηγαίναμε αυγά και πεπόνια και μας έδιναν ψωμί. «Αύκα μπροτ» τους λέγαμε και αμέσως γινότανε η συναλλαγή. Τα μεσημέρια πηγαίναμε στα μαγειρεία και αφού έπαιρναν οι στρατιώτες φαγητό το υπόλοιπο μας το έδιναν. Σε κονσερβοκούτια που μας είχαν δώσει περνούσαμε ένα σύρμα για να τα κρατάμε, μας έβαζαν στη γραμμή και η διανομή του συσσιτίου άρχιζε. Θυμάμαι μια φορά, καθότι μικρόσωμος ήμουν τελευταίος στη γραμμή του συσσιτίου. Οι Γερμανοί βλέποντας ότι το φαγητό δε θα φθάσει για μένα, διέταξαν μεταβολή και από τελευταίος βρέθηκα πρώτος. Αυτοί που, όπως πιο γράφω, είχαν κατασκηνώσει στις ελιές στη βρύση, είχαν φέρει μαζί τους και αρκετά μεγαλόσωμα άλογα, ουγκαρέζικα τα λέγαμε. Τα είχαν δέσει στις ελιές. Δεν χόρταιναν όμως από το φαγητό που τους έδιναν και έτρωγαν τις φλούδες μέχρι που ξέραναν τελείως τις ελιές. Για πετάλωμα τα έφερναν στον Πετραλά. Θα είχαν φερθεί κύριοι απέναντι στον κόσμο, αν τον Αύγουστο δεν σκότωναν τον Τάσο τον Γκιζελή (Τάτο). Είχαν δέσει τα άλογά τους στη μουριά του. Αυτά έξυναν τη φλούδα. Ο Τάτος άρχισε να τα πετροβολάει και προσπαθούσε να τα λύσει. Τον είδαν οι Γερμανοί, τον έπιασαν και τον έκλεισαν στου Τσακλάνου το καλύβι. Τη νύχτα, δεν ξέρω τι μεσολάβησε, τον σκότωσαν. Τον Οκτώβριο έφυγαν οι Γερμανοί και τους αντικατέστησαν οι Ιταλοί. Αυτοί στρατοπέδεψαν στα Χάνια και μόνο μια ομάδα, καμιά δεκαπενταριά στρατιώτες, ήρθαν στο Αυλωνάρι και έμειναν στο παλιό δημοτικό σχολείο, κάτω από την εκκλησία. Στα Χάνια είχαν το φρουραρχείο τους στον Σώτατου το σπίτι. Στο μπαλκόνι κυμάτιζε η ιταλική σημαία και ο κάθε χωριάτης που περνούσε ήταν υποχρεωμένος να βγάζει το καπέλο του και να χαιρετά τη σημαία. Στο Αυλωνάρι είχαν φτιάξει συρματόπλεγμα και το βράδυ έκλειναν τους δρόμους γύρω από το σχολείο. Το πρωί τους άνοιγαν. Σε αντίθεση με τους Γερμανούς, οι Ιταλοί, είχαν πολλές σχέσεις με τον κόσμο. Τα βράδια έβγαιναν στην αγορά, στις ταβέρνες, έπιναν κρασί και γλεντούσαν. Ερχόντουσαν και στη γειτονιά που καθόμαστε και συζητούσαν. Θυμάμαι έναν Ιταλό, Φράγκο τον λέγανε, που είπε: – Αν πιάσω έναν Εγγλέζο θα τον σκίσω σαν σαρδέλα. Πετάγεται ο γέρο Βρόντος και του λέει: – Θα του κλάσεις τα αρχίδια. Ο Ιταλός όχι μόνο δεν θύμωσε αλλά άρχισε να γελάει. Τέτοιοι ήταν οι Ιταλοί. Πολλές φορές μας έπαιρναν, μικρά παιδιά εμείς, και πηγαίναμε στο ποτάμι στου Παπαγιάννη το μύλο. Εκεί πιάναμε βατράχια και νεροχελώνες. Τα έφερναν στο σχολείο τα μαγείρευαν και έδιναν και σε μας τη μερίδα μας. Εν τω μεταξύ ο κόσμος είχε αρχίσει να πεινάει. Στα μπακάλικα όλα είχαν τελειώσει. Αλεύρι, μακαρόνια, ρύζι, ζάχαρη και ότι άλλο πουλούσαν, τώρα δεν υπάρχει. Εμείς πεινάσαμε πολύ τον πρώτο χρόνο της κατοχής. Τα δεμάτια το σιτάρι που είχαμε για αλώνισμα τα είχαμε συγκεντρώσει στου Καλλίστρατου το αλώνι. Ήρθαν οι Γερμανοί, στρατοπέδεψαν εκεί και όλο το σιτάρι μας το πήραν και τάιζαν τα άλογά τους. Όλο το χειμώνα του 41-42 τον περάσαμε τρώγοντας το μεσημέρι βρούβες και το βράδυ μνουρανί. Ψωμί πολύ λίγο και αυτό το εξοικονομούσαμε από λίγο αλεύρι που έδινε ο μακαρίτης Μπαταρόλας στον πατέρα μου. Ευτυχώς είχαμε πολύ λάδι και ρίχναμε στις βρούβες. Αυτό μας έσωσε. Στέλναμε τον αδελφό μου τον Τάσο, που ήταν πιο μικρός, στη θεία Μαρία του Τασού και του έδινε μπομποτάτσα. Τα έφερνε στο σπίτι και τρώγαμε όλοι. Μια μέρα, εγώ ο Στράγκος και ο Γκόγκας, μας έβγαλε ο δρόμος στου Γιάννη του Κούκου το φούρνο. Τον ανοίξαμε και ήτανε γεμάτος καρβέλια. Με ένα σίδερο που ήταν εκεί τραβήξαμε τρία τα αρπάξαμε και χαθήκαμε. Άλλη μια φορά πάλι πεινούσα πολύ, βγήκα από το σπίτι και ο δρόμος με έφερε στου Μήτσου το σπίτι. Κάθισα έξω από το παράθυρο, με είδε η θεία Λαμπρινή και μου έδωσε μια φέτα ψωμί τρία δάχτυλα πάχος. Το πήρα και το έφερα στο σπίτι να το φάμε όλοι μαζί. Εκτός από την πείνα δεν είχαμε και ρούχα να ντυθούμε. Θυμάμαι τη μάνα μου μας έφτιαχνε παντελόνια από τις μαξιλάρες. Αργότερα έφερε η «ούντρα» ρούχα και βολευτήκαμε κάπως. Έτσι πέρασε ο εφιαλτικός εκείνος χειμώνας του 41-42. Όταν ήρθε η άνοιξη σπείραμε κουκιά, σιτάρι, κριθάρι και αρχίσαμε σιγά σιγά να συνερχόμαστε από την πείνα. Έτσι περνούσαν τα μαύρα χρόνια της κατοχής. Το καλοκαίρι του 1943 οι Ιταλοί συνθηκολόγησαν και έφυγαν. Λίγοι από αυτούς πέταξαν τις στολές τους φόρεσαν πολιτικά και εργαζόντουσαν σε διάφορους Αυλωναρίτες. Το καλοκαίρι του 43 έκαναν την εμφάνισή τους και οι πρώτοι αντάρτες. Τα καλοκαίρια μέναμε, συνήθως στον κάμπο. Όπου είχαμε περιβόλι εκεί φτιάξαμε μία καλύβα και μέναμε οικογενειακώς. Αυτό γινότανε και για να είμαστε πιο κοντά στις δουλειές μας αλλά περισσότερο για να αποφεύγουμε τους ψύλλους και τους κοριούς που αφθονούσαν τότε. Εμείς μέναμε ή στου Βλάη ή στη Ρέουσα. Δε θα ξεχάσω ένα βράδυ του καλοκαιριού του 44. Είμαστε στου Βλάη. Εκεί είχαμε το περιβόλι μας. Ο πατέρας μου ήταν αγροφύλακας. Ήρθε ο Κοστούμης, ο οποίος ανήκε στον εφεδρικό ΕΛΑΣ, και του είπε: – Στρατή πάμε να συνοδέψουμε κρατούμενους στο βουνό. Τον φόβο που πέρασα εκείνο το βράδυ μέχρι την άλλη μέρα που γύρισε ο πατέρας μου, δε θα τον ξεχάσω ποτέ. Το 1944 η περιοχή μας ήταν σχεδόν ανταρτοκρατούμενη. Είχε ιδρυθεί το Ε.Α.Μ. Είχαν λέσχη της Ε.Π.Ο.Ν. στο μαγαζί του Ζαφειράνη, εκεί πηγαίναμε εμείς τα αετόπουλα και παίζαμε μπιλιάρδο. Διάφορα στελέχη της οργάνωσης έβγαζαν λόγο και μιλούσαν για το απελευθερωτικό αγώνα. Ένα από αυτά ήταν και ο Θανάσης Κοτρόζος (τσακαλάς). Μια μέρα είπε στον Μπαγκόγιαννη - Μπαντάκο: – Μπαντάκο έμαθα που είσαι αντίδραση, θα σε στήσω στα έξι μέτρα. Τον Αύγουστο σκότωσαν τέσσερις Αυλωναρίτες. Τον Χρίστο Παππά (Μιλτιαδάκο), τον Νικόλαο Ποθητάκη (κούπρο), το Γιάννη Σατήρη και τον Ζαφείρη Παπαγεωργίου. Γιατί τους σκότωσαν παραμένει άγνωστον. Από τον Σεπτέμβριο του 44 η έκβαση του πολέμου, για τους Γερμανούς είχε κριθεί. Από τη μια μεριά οι Αγγλοαμερικανοί και από την άλλη οι Ρώσοι ανάγκαζαν τους Γερμανούς να υποχωρούν σε όλα τα μέτωπα. Γι’ αυτό οι Γερμανοί που ήταν στην Ελλάδα άρχισαν σιγά σιγά να φεύγουν για να προλάβουν να πάνε στην πατρίδα τους πριν τους κλείσουν το δρόμο οι Ρώσσοι. Στις 3 Σεπτεμβρίου έγινε η περίφημη μάχη της Λαμπούσας. Μια φάλαγγα με Γερμανούς αποτελούμενη από δέκα αυτοκίνητα και 100 περίπου οπλίτες έφευγαν από την Κύμη. Στη Λαμπούσα τους είχαν στήσει ενέδρα οι αντάρτες. Έγινε μια φονική μάχη. Κράτησε όλο το απόγευμα. Και τα δέκα αυτοκίνητα κάηκαν. Οι Γερμανοί σκοτώθηκαν όλοι εκτός από έναν που έφθασε σε άθλια κατάσταση στο Αλιβέρι. Οι αντάρτες είχαν μόνο έναν τραυματία. Το Βασίλη το Μήτρου. Τον Οκτώβριο οι αντάρτες χτύπησαν τους Γερμανοράλληδες στο Αλιβέρι και στη συνέχεια στη Βάθεια. Έτσι η Εύβοια άρχισε να ελευθερώνεται από τους Γερμανοτσολιάδες. Τον Οκτώβριο του 44 έφυγαν και οι τελευταίοι Γερμανοί από την Αθήνα. Στην ακρόπολη κυμάτισε ξανά η ελληνική σημαία και η τριπλή γερμανο-βουλγαροϊταλική κατοχή πήρε τέλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου