ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Γιώργος Παπαστάμος
Τη θλιμμένη Νύχτα της αγίας και Μεγάλης Πέμπτης (Πέφτης) διαβάζονται, όπως ξέρουμε, τα δώδεκα Βαγγέλια. Και μετά γίνεται η δραματική τελετή της Σταύρωσης μέσα σε ατμόσφαιρα κατανυκτική. Τέτοια ατμόσφαιρα, που η συγκίνηση της λαϊκής ψυχής για το θείο δράμα φτάνει ως τ’ απακορύφωμα της. Γυναίκες κάθε ηλικίας: γριές, μεσόκοπες και πιο πολύ νια κορίτσια - οι
Βιβλικές παρθένες - διανυχτερεύουν στην (α) κκλησιά.. όπου, όπως λένε στα χωριά μας της Βόρειος Εύβοιας “Φύλαγαν και μοιριολόγαγαν τον Χριστό.” Και η εκδήλωση αυτή της Μεγάλης Πέμπτης προς Μ. Παρασκευή δεν είναι διαφορετική απ’ εκείνη, που κάνουν οι χωριανοί μας, για κάθε προσφιλές τους λείψανο. Κι εδώ η αποθέωση του πόνου και ο απόηχος της θλίψης παραμένουν διάχυτοι σ’ όλο το ημερονύχτιο.
Αλλά η ελπίδα της λύτρωσης για τη γρήγορη έλευση της Ανάστασης δεν καταρρέει, μηδέ χάνεται. Ωστόσο, απ’ τα μεσάνυχτα κι ύστερα της Μεγάλης Πέμπτης, ο πόνος σα να έρχεται πιο σιμά στη σκέψη. Και οι γυναίκες που φυλάνε τον εν Τάφω Χριστό λένε τραγουδιστά και με κατάνυξη τα Πάθη του Χριστού ή το Μοιριολόγι της Παναγιάς. Καταχωρούμε παρά κάτω “Δημοτικά τραγούδια”, που αναφέρονται στα Πάθη του Κυρίου. Προέρχονται απ’ την περιοχή Αγίας ΄Αννας. Το ένα άδεται στο χωριό Αμέλαντες και το άλλο στο Χωριά Γαλατσώνα. Και το τρίτο στην πολίχνη μας, Αγία ΄Αννα. Τα δυο φέρουν τον τίτλο ‘‘’Άσματα” του Επιταφίου, και είναι από το αρχείο του αείμνηστου λαογράφου Μήτσου Χρ. Σέττα. Το τρίτο της Αγίας Αννας είναι το αυθεντικό Μοιριολόγι της Παναγιάς.
Της Μεγάλης εβδομάδας Μεγάλη Δευτέρα, μεγάλη μέρα.
Μεγάλη Τρίτη, μεγάλη κρίση.
Μεγάλη Τετράδη, μεγάλο σκοτάδι.
Μεγάλη Πέφτη. δάκρυο πέφτει.
Μεγάλη Παρασκευή, θλίψη πολλή.
Μεγάλο Σαββάτο, Χαρές γιομάτο.
Μεγάλη λαμπρή, Χάσκα μούκα, αυγό κι αρνί
Του Επιταφίου
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα.
Σήμερα τ’ άστρι χλίβεται κι ταϊ βουνά λυπώνται.
Τα Δάσκαλό μας πιάσανε οι γιάνομοι Εβραίοι.
Δεμένο τονέ πήρανε σαν αληστή τον πάνε.
Δεμένο τονέ πήρανε στα Φοραγό τον πάνε.
Μα συ, βρε γύφτο Φαραγέ, φκιάσ’ μας τρία πηρόνια.
Κι’ κείνος ί παράνομος βαρεί κι’ φκιάνει πέντε.
Μα συ απού τα έφκιαξες πρέπει να μας διατάξεις.
Τα δυο βάλτε τ’ στα χέρια του, τα δυο στα δυο του πόδια.
Το τρίτο το φορμακερό βάλτε το στην καρδιά του,
να τρέξει αίμα κι’ νερό από τα σωθικά του.
Κι Αι-Μαρίνα [μάνα τ’) λούζεται μέσ’ στα Χρυσό λαένι.
Κι Αι-Ελένη απέρασε κι’ την καλημεράει.
Συ, Αι-Μαρίνα μ λούζεσαι μες στο χρυσό λαένι.
Τα γυιό σου τονέ κάρφωσαν οι γιάναμοι Εβραίοι.
Φέρτε μαχαίρι να σφαγού, γκρεμνός να πέσω κάτω.
Συ, Αι-Μαρίνα μ’, κι αν σφσγείς σφαγιώνται μάνες ούλες.
Σύ, Αι-Μαρίνα μ’, κι ον γκρεμιστείς γκρεμιώνται μάννες ούλες.
Βάντε κρασί μεσ’ στο γυαλί κι αφράτο καπσιμάδι,
να κάνω την παρηγοριά να νέχουνε μανάδες.
Του λέπεις κείνο του Δεντρί αλλού ψηλά δεν είναι.
Μα Δέντρος ήτανε Χριστός κι’ φύλλα του ‘μαρτύροι,
που μαρτυρσούσον κι έλεγαν κι’ του Χριστού τα Πάθια.
Μα ‘πόψε φίλους φίλευα, ‘πόψε φίλους φιλεύω.
Τη(ν] Παναιά κι’ το Χριστό, τα δώδεκα Ευαγγέλια.
Για να μου δώσουν τα κλειδιά, κλειδιά τα παρακλείδια.
Να ‘νοίξω τον παράδεισο, νω ιδώ τι έχει μέσα.
Δεξιά μεργιά φτωχολογιά στον ήλιο,
στον προσήλιο κρατούνε κι στα χέρια του τσου’ σακούλες βουλομένες.
Παρακαλούνε οι άρχοντοι, παρακαλούν η φτώχεια.
Δομήτε μας κι ‘μας, πηδιά, ‘που μια χρυσή λαμπάδα.
Να σας δανείσωμε φλουρία, σοκκούλες βουλωμένες.
Μα δω χρέια δε δίνουνε, χαράτσια δε(ν) πληρώνε.
Περνάει λιβάνι κι’ κερί και καθαρή ψυχούλα.
(Απ’ το χωριό Αμέλαντες, Ευβοίας]
Του Επιταφίου
Σήμιρα μαύρος ουρανός, σήμιρα μαύρη μέρα,
σίμιρα όλοι χλίβουνται και τα βουνά λυπούνται,
Σίμιρα πιάσαν το Χριστό οι άνομοι Ηβραίαι,
οι άνομοι και τα σκυλιά κ’ οι τρισκαταραμένοι.
Σα(ν) κλέφτη τονέ πιάσανε και σα φονιά τον πάνε
και σαν αδικοχαλαστή πάνε να τον χαλάσουν.
Από κειδά τον πήρανε και στο χαλκιά τον πάνε
Χαλκιά, χαλκιά, φκιάσι καρφιά, φκιάσι τρία πηρούνια.
Και κείνος ο παράνομος βαρεί κι φκιάνει πέντε.
Μα συ απού τα έφξκιαξες πρέπει να μας διατάξεις:
Τα δυο βάλτι στα χέρια του, τα δυο στα δυο του πόδια,
το τρίτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδιά του,
να τρέξει αίμα και νερό από τα σωθικά του.
(Απ’ το χωριό Γαλατσώνα Ευβοίας)
Των Παθών
(Το Κείμενο εκδίδεται από το μοναδικό χειρόγραφο Π.Θ. 41)
΄Αναρχος Θεός αρχήν έλαβε και σταυρικόν θάνατον δέχεται,
Βέβαιον Θεόν λόγον εσταύρωσαν εις τόπον
Κρανίου οι άνομοι Γνώσθητι ο ΄Αδης και τρόμαξον,
τον αφανισμό σου απάντεχε.
Το μοιρολόι της Παναγιάς
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα εσταυρώσανε των πάντων βασιλέα.
Σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά, οι τρισκαταραμένοι,
για να συλλάβουν τον Χριστό, να παν να τον σταυρώσουν.
Σαν κλέφτη τον συλλάβανε και σαν ληστή τον πάνε
και σαν κακό κατάδικο πάνε να τον σταυρώσουν.
Κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της
τις προσευχές της έκανε για τον Μονογενή της,
Σώνε μάνα μ’ οι προσευχές, σώνε και σι μετάνοιες
Τον γυιό σου τον επιάσανε και στο χαλκιά τον πάνε.
- Χαλκιά, Χαλκιά, κάνε καρφιά, κάνε τρία πηρόνια,
και κείνος α παράνομος βαρεί και κάνει πέντε.
- Εσύ Χαλκιά που τάκανες πρέπει να μας διατάξεις.
- Βάλτε τα δυό στα χέρια του, τα δυο στα δυο του πόδια,
Το πέμπο το φαρμακερό, βάλτε του στην καρδιά του,
να τρέξει αίμα και νερό από τα σωθικά του.
Κι η μάνα του σαν τ’ άκουσε, έπεσε και λιγώθη.
Σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσκο,
και πέντε με ροδόσταμο για νάρθει ο λογισμός της.
Και σαν της ήρθε ο λογισμός και σαν της ήρθε ο νους της
ζητά μαχαίρι να σφαγεί φωτιά να πάει να πέσει,
ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί για το Μονογενή της
. - Εσύ μητέρα αν σφαγείς, σφάζονται οι μάνες ούλες.
Εσύ μητέρα αν γκρεμιστείς, γκρεμιώνται οι μάνες ούλες.
Βάνε κρασί μέσ’ στο γυαλί κι αφράτο καπσιμάδι,
να κάνω την παρηγαριά να έχουνε μανάδες.
Από το χωριό Αγία Άννα
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου