ΓΕΦΥΡΑ

eviahistοry.gr

Σάββατο 18 Ιουλίου 2020

ΚΑΒΟΝΤΟΡΟΣ


ΚΑΒΟΝΤΟΡΟΣ

                                           Με τρώει η έγνοια ετούτη: να δω, ν’ αγγίξω
                                           όσο μπορώ περισσότερη γή και θάλασσα.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ

            Μια οδοιπορία στην περιοχή  του Καβαντόρου, αποτελεί για τον φιλαπόδημο άνθρωπο της πόλης και τον φιλέρευνο  και ευαίσθητο ταξιδευτή, ένα γύρο πολλαπλής σπουδής.  Η μορφολογία του χώρου, τα ολόγυρα βουνά με τα πρανή τους που ολισθαίνουν σχεδόν κάθετα σε βαθιούς σκιερούς δρυμούς, απάτητους, όπου ασφυκτιούν πανάρχαιες δρύς, πλατάνια, ελιές και πουρναρόδεντρα. Οι σκληρές, βραχώδικες, συχνά απόκρημνες ακτές, που θυμίζουν τις νότιες απολήξεις του Άθω, μοιάζουνε καταφύγια  για τις φώκιες, που εναλλάσσονται με μικρούς αμμώδεις κόρφους, όπου συμβαίνει να σωριάζονται τα λείψανα  των πλεούμενων που καταπίνει κάποτε
ο ανοικτίρμονας πόντος. Η όλη φύση θα ‘λεγα ότι έχει κάτι το αυστηρό, αν και η διακύμανση του τοπίου από τη θαμνώδη μορφή του στην πλησμονή των δρυών και των πλατανιών που κάποτε απαντάμε, τη διαφοροποιούν. Όμως δεν είναι μόνο η φύση που θα σ’ αγγίξει· είναι προ πάντων  οι άνθρωποι, ο ποιμενικός και αγροτικός βίος, οι όροι της ζωής τους, η μοίρα τους, η γλώσσα τους, ό,τι συνθέτει την καθημερινή τους ύπαρξη. Είναι η ασύγχρονη μορφή του, που τόσο φανερά δεσπόζει εδώ. Αυτός που ονομάζουμε, με πολλή αυταρέσκεια, σύγχρονο πολιτισμό, δεν ευδόκησε να δράμει ως εδώ κι ο τόπος μοιάζει να ζεί ερήμην του. Εκείνο  που περισσότερο από καθετί προσβάλλει την αίσθησή σου είναι, η περίσσια αναλγησία  της κοντόφθαλμης, βραδυκίνητης και αρτηριοσκληρωτικής πολιτείας, που δε βρήκε τίποτα το τρωτό εδώ να διορθώσει! Αυτή τη γεύση δοκιμάζει ο πρωτόφερτος σε τούτη τη νησιώτικη απόληξη, που μόνο τετράχρονες τυποποιημένες υποσχέσεις  είχε συνηθίσει ν’ ακούει.
            Άκουγα Καβοντόρο και ντρεπόμουν που δεν είχα αξιωθεί να τον γνωρίσω. Και είναι, χάρη σ’ ένα Καρυστινό φίλο, το Σταμάτη Παπαμιχαήλ, που μπόρεσα να κάνω δυό μέρες το γύρο του. για να επισκεφτείς έναν τόπο, οφείλεις πρωτ απ’ όλα  να ‘χεις  μεταφορικό μέσο και δρόμο. Το πρώτο το διαθέταμε, έλειπε όμως το δεύτερο.  Κινήσαμε από την Κάρυστο πάνω σ’ ένα άθλιο χωματόδρομο, γεμάτο σκαμπανεβάσματα, που αποτελούσαν δοκιμασία, όχι μόνο για το αυτοκίνητο, μα και για μας τους ίδιους , παρότι θέλαμε να μην το συλλογιούμαστε. Αυτός ο χωματόδρομος κατάφερε, με τα πολλά, ν’ ανοιχτεί μόλις τα στερνά μετακατοχικά χρόνια. Όμως σκέφτεσαι ότι έχουνε περάσει 151 χρόνια από τότες που ξετούρκεψε η Εύβοια,  κι όμως ακόμα η νότια άκρια του νησιού μένει παράμερα, σχεδόν όπως την άφηκε ο δυνάστης.  Το κράτος, δηλαδή η υπεύθυνη συνείδηση του τόπου,  δεν πρόκοψε ως τα σήμερα, εν έτει 1984, να δώσει στα χωριά, που αποτελούνε την καβοντορίτικη «συμπολιτεία’, εκείνο το σολωμικό «μέγα καλό και πρώτο» που εδώ ονομάζεται δρόμος. Στοχάζεσαι  πως μπορεί να ‘ ναι  γι’ αυτά ίσα – ίσα τ’ αποκομμένα απ’ τον υπόλοιπο  κόσμο χωριά, που γράφηκε ο στίχος του Καβάφη: «μην ελπίζεις – δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό». Οδοιπορείς σε τούτη την ακροτελεύτια μεριά του νησιού, μες στην παρθένα, την απάτητη φύση, με τους άγριους ακρόβραχους τους κάποτε απορρώγες , όπου έρχεται και ξεσπάει το θυμωμένο κύμα, δίχως να συναντάς έναν άνθρωπο ή ν’ ακούς παρήγορη τη λαλιά του, κι αναρωτιέσαι μην τάχα βρέθηκες ξαφνικά σε κάποιαν ερημικήν άκρια της Πολυνησίας! Νιώθεις να σε κυριεύει, καθώς πορεύεσαι στα νότια, διπλό συναίσθημα, συμπόνιας και ντροπής. Σκέφτεσαι αν τούτος ο ακρινός χώρος του νησιού βρίσκεται μες στην ελληνική επικράτεια  ή κάπου αλλού παραπεταμένος. Μην τάχα θεωρήθηκε, απ’ την υπεύθυνη εξουσία, μια απόφυση που δεν αξίζει να τη νοιάζεται.

            Παρ’ όλη την κακοδρομιά, σβαρνίσαμε τον εαυτό μας ως τα χωριά Πλατανιστό, Ποτάμι, Αντιά, Κόμητο, Καψούρι. Θέλαμε ν ακάμουμε όλο το γύρο του Καβοντόρου, να φτάξουμε ψηλά στο ακρωτήρι τ’ ονομαστό του Καφηρέα, κι ως τα χωριά Αμυγδαλιά και Καλιανού, στα βόρεια , μα πως; Ίσαμ’ εκεί, μονάχα με το καΐκι  απ’ την Κάρυστο μπορείς να πάς, δε βολεί αλλιώτικα. Συλλογιούμαι εκείνους τους ανθρώπους – ψυχές ηρωϊκές – που τους έμελλε να κατοικούνε κατά κεί και χρωστάνε να κάνουνε το γύρο πάντα με το ξύλινο σκαρί, κόντρα σ’ όποιες αναποδιές του καιρού κι όποιες ανάγκες κι αν έχουνε να γιατρέψουνε (τροφή, αρρώστια, γιατρό, δικαστήριο κι άλλα). Λες σπολλάτη που σήμερις το πλοίο το κουμαντάρεις  και το πηγαίνεις  με το μοτόρι, ενώ πρίν από χρόνια,  όφειλε να πάει με το πανί, όλο βόλτες κόντρα στον άνεμο και το κύμα του Καβοντόρου.
            Άνθρωποι με λιγνά βουνίσια κορμιά, με πρόσωπα ηλιοψημένα, σκαμένα απ’ την παίδεψη  και τη στέρηση, που απαντάμε στα χωριά, βρίσκουνε ωστόσο το κουράγιο να βγούν απ’ τα φτωχόσπιτα τους να μας ανταμώσουνε πρόσχαροι, να μας πούνε τον καλό τους το λόγο, μαζί και το πικρό τους παράπονο  ότι τους άφηκαν να εδρεύουν πίσω απ’ τον ήλιο. Φτάσαμε ίσαμε κάτου στο Ποτάμι, την πλατιά αμμουδερή ακροθαλασσιά, ανάμεσα σε δυό βραχώδη ακροτήρια,  όπου σοφοί εγκέφαλοι βάλανε έγνοια να στήσουνε, λέει, εκεί αν χρειαστεί κάποτε, το πρώτο πυρηνικό εργοστάσιο. Εκεί, κατάντικρυ  στην Τουρκία, κατάφατσα, ευπρόσβλητο από την τούρκικη επιβουλή. Σ’ ένα τόπο  που συχνά ταρακουνιέται από σεισμούς. Δε σκεφτήκανε τίποτ’ άλλο να φτιάξουνε στο δόλιο τον τόπο, κάτι που ν’ αλλάξει τη στερεμένη ζωή των ανθρώπων, μονέ έργο που ν’ αποτελεί μέρα – νύχτα μόνιμη απειλή, σίγουρη για τον αφανισμό τους.
            Είχαμε σταθεί απομεσήμερο στην Αντιά. Φουρνέλα ακούγονταν  ψηλότερα και λιθάρια σφεντονίζονταν  στον αγέρα και σκορπάγαν γύρω μας. Τρέξαμε να χωθούμε κάτω από στέγες. Δουλευτάδες  του χωριού, βαλαντωμένοι από το μόχτο, σκίζανε πέτρες, παστρεύανε το χώρο ν’ ανοίξουνε δρόμο, να φτάνει ίσαμ’ αυτού η ρόδα, να μερέψει, να «εξανθρωπιστεί» λέει ο τόπος· να φάνε κι αυτοί γλυκό ψωμί, να πορέψουνε τη ζήση τους. Έχουνε πεί πως τάχα οι κάτοικοι της Αντιάς βαστάνε από πανάρχαιη ρίζα· ότι κατάγονται από τους Πέρσες, από τη φρουρά τους που απόμεινε εκειδά – για ποιο λόγο άραγε; - στην ανατολική άκρια του νησιού, ύστερ’ από τον ξολοθρεμό τους στη ναυμαχία της Σαλαμίνας· και στο φευγιό τους, κατατσακισμένοι, απολησμονήσανε τη φρουρά τους, εκειδά στην ακροβραχιά του τρομερού κι ανελέητου Καβοντόρου. Δεν κατέχω ποιος το πρωτόπε ή πρωτόγραψε τούτο και σε ποια ιστορική πηγή βασίστηκε. Μου ‘ρχεται ωστόσο κάπως ανάποδα να το δεχτώ. Κάτι όμως που το πιστεύω, γιατί μονάχος μου βεβαιώθηκε, είναι ο ιδιότυπος κώδικας που κατέχουν οι κάτοικοι του χωριού, να μπορούν με σφυριξιές  απ’ αλάργα  να συνεννοούνται αλάθευτα αναμεταξύ τους· και τούτο όχι μόνο σαν φανεί ο έφορος! Αυτός είναι η μόνη και πιο σίγουρη παρουσία του κράτους. Υπαγόρεψα  εγώ το κείμενο σ’ ένα χωριανό, να  το μ ε τ α β ι β ά σ ε ι  σε κάποιο  συντοπίτη του, που βρισκόταν σε απόσταση γύρω στα διακόσια μέτρα από μας. Όταν τελείωσε το σφύριγμα, του φώναξα να μου πεί  τις ακριβώς του είχαμε σφυρίξει. Η απόκριση  στάθηκε καταπληκτική·  μου μετάδωσε λέξη προς λέξη το κείμενο. Το σφύριγμα είχε αντικαταστήσει τέλεια τη μορσική μηχανή!
            Ως οδεύαμε  προς τ’ ανατολικά, είχα προσέξει ότι στο ακροθαλάσσι δεν είχα αντικρίσει πουθενά γλάρους και ψαρόβαρκες, μονάχα στο κανάλι, αλαργινά, διακρίνονταν βαριά δυσκίνητα δεξαμενόπλοια  ν’ αργοπλέουν κατά τα δυτικά.  Δύσκολα θα βρεθεί αλιευτικό στα δυσπρόσιτα περιθαλάσσια και τα βαθιά νερά του Καβοντόρου. Και σά δεν υπάρχουν ψαράδικα , τι να κάνουν εδώ οι γλάροι, αιώνια λιμασμένοι  ακαμάτηδες του γιαλού;
            Το βράδι φτάξαμε σούρουπα στο Καψούρι. Το αραιοκατοικημένο χωριό είναι σφηνωμένο, καλύτερα να πώ κρεμασμένο, ανάμεσα σε σύδεντρα, στο πρανές βαθιάς χαράδρας, πυκνόφυτης – ίσως μικρογραφία του Ενιππέα – που γλιστράει ως τη θάλασσα της Χαρχάμπολης (αρχαίας πόλης). Την ακούς να ροχθεί υπόκωφα και να διηγάται τις φουρτούνες της. Έτσι καθώς το χωριό αγναντεύει από ψηλά την πλατιά θάλασσα, τάχα ν’ αναθυμάται  τους πειρατές που λυμαίνονταν  έναν καιρό τ’ ακροθαλάσσια; Τις τριήρεις που διάβηκαν από το στενό για την Τροία, τα καράβια που το Εικοσιένα ναυμάχησαν σε τούτη τη θάλασσα, τα υποβρύχια στον τελευταίο πόλεμο; Ολάκερη ιστορία διηγάται τούτη η ονομαστή θάλασσας.
            Το σπίτι όπου καταλύσαμε να περάσουμε τη βραδιά, ήτανε ένα σπίτι λιθόκτιστο –όπως όλα τα παλιά σπίτια – περιστοιχισμένο από πλήθος δέντρα, καρπερά κι άλλα, κι από λιγοστό κήπο. Τσοπάνος κι αγρότης ήταν ο Μήτσος Μυλωνάς. Το φίλοι μου τον ξέρανε, όμως πρώτη φορά βλέπαν εμένα, κι ωστόσο ο ίδιος, η γυναίκα του, η γυναίκα του γιού του – ακόμα και τα τρία μικρά εγγόνια του – άνοιξαν την καρδιά τους και βάλθηκαν , καλοσυνάτοι όλοι, να μας δείξουνε το μέσα πλούτος τους. Ήτανε γιορτή, της Αγιά – Σοφιάς (παλαιοημερολογίτικα, 30 του Σεπτέμβρη)· γιόρταζε  η νύφη του και είδαμε το δείπνο, να «γέμει» αγαθών, από κρέας, ψάρια – παχιές καβοντορίτικες σάλπες,   πιασμένες  με ιδιότυπο τρόπο καθώς περνάνε κοπαδιαστές – και τυρί σπιτίσιο γίδινο, κοντά και η κανάτα με κεχριμπάρι απ’ το βαρέλι τους. Ο χωρικός, όσο φτωχός κι αν είναι, θα κάνει το κουμάντο του στη γιορτή και θα δείξει όλο του το φιλότιμο στον ξένο – πανάρχαιο – πνεύμα – ακόμα και στον ακάλεστο, ωσάν ελόγου μας.
            Είχαμε αποφάει κι αρχινήσαμε να λιανοκουβεντιάζουμε για ό,τι  σχετίζεται με το χωριό, με τη ζήση τους και τα νιτερέσα τους. Με τα γίδια πορεύονταν ο τόπος από παλιά·  άλλοτε είχανε μπόλικα κοπάδια, μα τώρα λιγόστεψαν, φτώχεψε πιότερο από άλλοτες ο τόπος. Τα κήπια, σκαλωμένα στην κακοτοπιά, πες πως μόνο τις χρείες της φαμίλιας κονομάνε. Τι να τα κάνουνε, που να τα πάνε τα προϊόντα του ιδρώτα τους σά δεν έχουνε δρόμο; Οι ντομάτες εδώ γουρμάζουν, μας λέει, αργά, τον Αλωνάρη, κοντά της Αγιά – Μαρίνας και βαστάνε ίσαμε τα Χριστούγεννα. Κάποτες πλακώνει το χιόνι και άειντε ναν τις βρείς. Μα τώρα στερνά, για εφτά – οχτώ χρόνια, δεν έκανε χιόνια και δε στενευτήκαμε πολύ. Όμως, θυμόταν ο Μυλωνάς πως πρίν από  κάμποσα χρόνια, είχανε τρείς ολάκερους μήνες  να ιδούνε χώμα! Κουκουλώνονταν τα πλατάνια, οι βελανιδιές, οι αριοί, οι ελιές και σπάζανε. Κάτου απ’ αυτά τα χιόνια – χωρίς δρόμο, χωρίς βοήθεια από πουθενά  - πως πορεύουνται οι άνθρωποι, πώς να θρέψεις τα γίδια, πώς να τα γλιτώσεις;  Πώς να πας στο νερόμυλο ν’ αλέσεις το σμιγάδι σου, πώς να κουβαλήσεις τις ελιές στο λιοτρίβι, πώς να πάνε τα παιδιά  στο σχολειό, πώς να κινήσεις για μεροκάματο, πώς να πας για ξύλα αν σου σωθούνε; Τα βουνά ρείκι, κισούρι, ρίγανη και τσάι και μ’ αυτά πορεύονται τα μελίσσια που έχεις, μα φέτος δεν έβρεξε ντίπ, λέει, για να βρούνε τροφή κι έτσι δε βγάλανε μέλι. Κι αν λαχαίνει να ‘χεις ζάχαρη ναν τα ταϊσεις, τα σώνεις, αλλιώς τα χάνεις.
            Όμως δεν ήταν μονάχα αυτά τα πικρά «πως» που ερχόνταν καφτά  απάνου μας, σαϊτιές και μας καίγανε.  Ήταν κι άλλα που μοιάζανε κραυγή, ένα «κατηγορώ»¨, όπου δεν ήξερες τι ν’ αποκριθείς κι ας μην ήσουν εσύ που είχες φταίξει. Ήταν κι ο γιατρός που έλειπε, και τα φάρμακα, και ο παπάς, και τα σχολειά που  μέναν δίχως μαθητές. Στο Κόμητο μόνο 4 παιδιά παγαίνουν στο σχολειό, στο Ποτάμι 7, στο Καψούρι 13 ενώ άλλοτε πάγαιναν 35. Γιατί να κάνεις παιδιά, σά δε δύνεσαι να τα θρέψεις, να τα μεγαλώσεις; Κι ύστερα τι φταίγαν αυτοί αν το ‘φερε η μοίρα να ‘ναι γαντζωμένοι εδώ; Είχα ρωτήσει γιατί δεν ανταμώσαμε καθόλου ανθρώπους στο δρόμο μας και η απόκριση ήτανε πως λείπανε όλοι στα Μεσόγεια για μεροκάματο στον τρύγο.
            Είχα πληροφορηθεί πως σχεδόν όλα τα χωριά του Καβοντόρου είναι παλαιοημερολογίτικα· και σκεφτόμουν ότι έτσι ως είναι αφημένα στη μοίρα τους, μπορεί να μην έχουνε μάθει ότι κάποτε άλλαξε το ημερολόγιο και έτσι οι κάτοικοι ζούνε να πορεύονται με το «παλιό». Και συλλογιόμουν ακόμα ότι δεν ήταν οι Καβοντορίτες υπεύθυνοι γι’ αυτό, μα η αστοργία της πολιτείας που , αντίς να βοηθάει τη ζωή, να προσφέρει τη χαρά, υποθάλπει την καθυστέρηση. Και ίσως θα πρέπει να δεχτούμε ότι αυτή η ίδια αστοργία μπορεί να είναι που εκτρέφει την καθυστέρηση, βοηθάει το μαρασμό και κάνει τους κατοίκους των Καβοντορίτικων χωριών να μιλάνε ακόμα αρβανίτικα στον αιώνα των διαπλανητικών ταξιδιών!
            Άλλαξα μερικές κουβέντες με το νοικοκύρη και με τη Σεβαστή, τη γυναίκα του. Σί σκόνι γιούβε, είπα στ’ αρβανίτικα, για να διακρίνω τις τυχόν γλωσσικές διαφορές που μπορεί να παρατηρούνται ανάμεσα στα χωριά της νότιας Καρυστίας. Ντρέπουνταν να μου μιλήσουνε στη «γλώσσα τους», θαρρούσαν πως τους χλεύαζα. Ο καλλιεργημένος άνθρωπος, εκείνος που αγαπάει και σέβεται τις ρίζες του, τα λογίς έθιμα του τόπου, μπορεί επιπόλαια  να σκεφτεί πως τούτη η απομόνωση του Καβοντόρου έχει και την αγαθή της όψη, αφού βοηθάει να μένουν άφθαρτες, αναλλοτρίωτες, οι παραδόσεις και η αρβανίτικη γλώσσα του τόπου. Όμως είναι χρέος του να σκεφτεί και τους ανθρώπους, τη στέρηση και την πικρή ζήση τους.
            Ήταν αργά πιά κι έπρεπε ν’ αφήσουμε τους καλόκαρδους ανθρώπους να ξεκουραστούνε, για να ‘χουνε κουράγιο την αυριανή, ν’ αρχινήσουνε καινούργιο σεφέρι με της γής. Η Σεβαστή και η νύφη της, είχανε βαλθεί να τοιμάσουνε το υπνοδωμάτιο για την αφεντιά μας. Ο νοικοκύρης, που μας φιλοξενούσε, είχε περάσει στα χρόνια της Κατοχής κάποιες δοκιμασίες και ο φίλος μου είχε κοιτάξει να πραΰνει  τις πικρές ώρες του. Έτσι στρώθηκε γι’ αυτόν αντάξια το κρεβάτι. Ρίξανε τα καλύτερα υφαντά του αργαλειού, τα καλύτερα στρωσίδια. Ήταν ένα άνετο κρεβάτι – μπορεί η νυφική παστάδα της Σοφίας - που  θα δεχόταν απόψε καλοπροαίρετα τον ξενιζόμενο παλιό φίλο· έτσι είχανε σκεφτεί. Μα τελικά κάπως αλλιώς γινήκανε τα πράματα. Ο Σταμάτης  θέλησε, από ψυχική λεβεντιά, να προσφέρει  σε μένα την κλίνη, που είχε τοιμαστεί γι’ αυτόν. Επίμενα ν’ αρνούμαι προσφορά που ήταν κανωμένη γι’ άλλον, μα ο φίλος μου στάθηκε αμετάπειστος. Κάμφθηκαν εν τέλει οι αντιδράσεις μου και πλάγιασα φαρδύς – πλατύς στο διπλό κλινάρι. Ο Σταμάτης ξάπλωσε στο απλό ντιβάνι που είχε τοιμαστεί για μένα, και σε λίγο, κουρασμένος απ’ το ολοήμερο βολάν, αποκοιμήθηκε. Δεν μ’ έπαιρνε ο ύπνος, στριφογύριζα με βαριά καρδιά σ’ ένα κρεβάτι που δεν μου ανήκε· ένιωθα τύψη· δεν έπρεπε να δεχτώ· όφειλα  να επιμείνω· τι θα ‘λέγαν για μένα οι νοικοκυραίοι σά θα μαθαίνανε το πρωί  την ανοίκεια πράξη μου;
            Άνοιξα αθόρυβα τη μικρή πίσω πόρτα της κάμαρης και βγήκα όξω στα δέντρα, μοσκομύριζαν τα λουλούδια,  η υδρόχαρη μέντα στις αμπολές. Ανασάλευαν κι έφταναν στ’ αφτιά μου απροσδιόριστα σκιρτήματα της νύχτιας γής. Πέρα, απόμακρα, φωσφόριζε κάτου απ’ το ολόγιομο φεγγάρι η ατάραγη απόψε θάλασσα του Καβοντόρου. Ενού Καβοντόρου φιλάνθρωπου, αγνώριστου, που καταρράκωνε τη φήμη του πιο άγριου ελληνικού καναλιού και χαράμιζε τη δόξα του. Απόψε δεν ήταν σαν άλλοτες που η τρικυμισμένη του θάλασσα ερχόνταν βροντερή και ξέσπαγε στους δυσπρόσιτους βράχους. Πέρα μακριά, αόρατες, απλώνονται οι Κυκλάδες. Σκέφτομαι πως «τη νύχτα τούτη χορεύουν οι μεθυσμένοι θεοί ανάμεσα στα νησιά των Κυκλάδων», όπως τους είχε φανταστεί εκείνος ο αξέχαστος Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος. Γύρω, στα πυκνά σύδεντρα της ρεματιάς, μες  στην ασαλεψιά της φύσης, ένιωθες ν’ αναδεύει και να ροεί η νύχτια ζωή του ύπαιθρου. Ακροαζόμουν  το μυστήριο του φυσικού κόσμου. Όμως το αγιάζι  δε χωράτευε και γύρισα στη φιλόξενη  στέγη.

            Το πρωί , ύστερ’ απ’ το κολατσό, σταθήκαμε στην αυλή και μιλάγαμε ξανά για τα προβλήματα του τόπου, για το έχειν των ανθρώπων που τον κατοικούνε, για τα παιδιά που δεν έχουνε γνωρίσει παιχνίδι και κοινωνικό θάλπος γύρω τους· μιλάμε για το αβέβαιο μέλλον τους, που φέρνει συχνά τον απελπισμό στους γονιούς, στις μανάδες που δεν ξέρουνε που να τ’ αφήσουν όντες κινάνε για το κοπάδι  ή το χωράφι. Στοχαζόμαστε τους γερόντους που δεν έχουνε τη φροντίδα και την προστασία  που τους πρέπει, για τα δημιουργικά ερεθίσματα και τα έργα που χρειάζονται για να πάρει τ’ απάνου η ζωή. Φχαριστήσαμε στερνά  τους καλόκαρδους ανθρώπους και πήραμε το δρόμο του γυρισμού.
            Ψηλά φάνταζαν οι βουνοκορφές Γκουριμάδ, Κερασά, Σταυρός, Παλαμηδάς και Προφητηλίας· λάμπανε ηλιοπερίχυτες στο φθινοπωρινό πρωινό που μοσκοβόλαγε ρείκι και ρίγανι. Στη σύδεντρη  και κατάρρυτη χαράδρα του Κόμητου σταθήκαμε να χαρούμε  τα  πλούσια νερά των δυο πηγών που κατεβαίνουν απ’ τ’ ορεινό συγκρότημα της Όχης, ανταμώνουμε στο Διπόταμο, στ’ ανατολικά του Καστανόλογγου, και χύνονται παφλάζοντας στη θάλασσα. Πιο πέρ’ αναμερίσαμε να διαβεί το κοπάδι του Τζένη· γιόμισε η στράτα γίδια, κουδούνια, σφυριξιές και «τερπνή» γιδίσια μοσκοβολιά · πήρε λιγόστιγμη ζωή ο τόπος. Άμποτες έτσι, είπαμε. Στους Μαστρογιανναίους σταματήσαμε να ιδούμε, στα βόρεια, την κορφή της Όχης και στα ΒΑ το συγκρότημα του βουνού Αηδόνι.
            Καθώς γυρίζαμε σκεφτόμουν ότι είναι επιταγή να προσεγγίσουμε το θέμα Καβοντόρος, να χτιμήσουμε την κλίμακα των αναγκών των χωριών του. Αναρωτιόμουν: θα  βρεθούνε τάχα κυβερνήτες διορατικοί να νιώσουνε σα χρέος τους να σκύψουν με συμπόνια, ν’ αλλάξουνε, κατά πως πρέπει, το ριζικό των ανθρώπων του; Ν’ αποχτήσουνε κι αυτοί δικαίωμα σ’ ένα στοιχειώδες «ευ-ζείν»; Άμποτες είναι.



Δεν υπάρχουν σχόλια: