ΓΕΦΥΡΑ

eviahistοry.gr

Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2017

OI XEIPOΠEΛEKEIΣ

OI XEIPOΠEΛEKEIΣ
 H ένταξή τους στη γνωστική εξέλιξη του ανθρώπου, η μορφοτεχνολογία τους, τα ελληνικά δεδομένα

 Xρήστος Mατζάνας Aρχαιολόγος, Δρ Προϊστορίας

Ο χειροπέλεκυς, πυγμή ή αμφίπλευρο (biface, handaxe) είναι τύπος λίθινου εργαλείου που εμφανίζεται για πρώτη φορά κατά την Αρχαιότερη Πρώιμη Παλαιολιθική (1,3 – 0,7 εκατομμύρια
χρόνια πριν). Εξακολουθεί να κατασκευάζεται μέχρι και τη Μέση Παλαιολιθική. Χαρακτηρίζεται από αμφίπλευρη και αμφιπρόσωπη συμμετρία και αποτελεί τεκμήριο σημαντικής προόδου των νοητικών ικανοτήτων του ανθρώπου. Η κατασκευή του πρώτου χειροπέλεκυ ανοίγει αναμφισβήτητα ένα μεγάλο κεφάλαιο στην ανθρώπινη διανοητική εξέλιξη, αποτελώντας ένα από τα σημαντικότερα τεχνολογικά επιτεύγματα της ανθρωπότητας.
Στάδια γνωστικής εξέλιξης
Η παράλληλη βιολογική και νοητική εξέλιξη χαρακτηρίζουν το μεγαλύτερο τμήμα της ιστορίας του ανθρώπινου γένους. Ως
προανθρώπινο και προκαταρκτικό της ανθρώπινης διανοητικής πορείας στάδιο θεωρείται η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της κρούσης στο πλαίσιο της ικανοποίησης απλών βιοτικών αναγκών (π.χ. σπάσιμο με μια πέτρα του κελύφους ενός σκληρού καρπού). Η εμπειρία που αποκομίζεται και σταδιακά συσσωρεύεται μέσω των απλών αυτών ενεργειών χαρακτηρίζει τα παλαιότερα μέλη της υποοικογένειας των Ανθρωπίνων (Homininae), δηλαδή, τον πρώτο εκπρόσωπο της φυλογενετικής γραμμής του Ανθρώπου (Ardipithecus ramidus) που έζησε πριν από 4,5 εκατομμύρια
Ardipithecus ramidus
χρόνια, όπως και κάποια είδη του γένους Αυστραλοπίθηκος (Australopithecus africanus και A. garhi (γύρω στα 2,6 εκατομμύρια χρόνια πριν) . Ένα μεταβατικό στάδιο συνίσταται στην περισυλλογή και τη χρήση κοφτερών θραυσμάτων σκληρών λίθων. Αυτά δημιουργήθηκαν τυχαία από φυσικά αίτια ή από κάποιες εσκεμμένες αλλά αδέξιες προσπάθειες των προαναφερόμενων ειδών. Ωστόσο, το κεφάλαιο, της ανθρωποποίησης ανοίγει με τον Επιδέξιο (ή Ικανό) άνθρωπο (Homo habilis), που θεωρείται ο γενάρχης του Ανθρώπου. Με το είδος αυτό αρχίζει το σημαντικότερο κεφάλαιο της ανθρώπινης ιστορίας, που αντιπροσωπεύεται από το πρώτο στάδιο της     
Homo habilis



γνωστικής εξέλιξης. Κατά τη διάρκεια του, ο άνθρωπος κατανοεί τις αρχές του κογχώδους θραυσμού των ομοιογενών και επιδεκτικών κρούσης πετρωμάτων, που συνίσταται στην αξιοποίηση της βέλτιστης γωνίας του δίεδρου κρούσης (μεταξύ 80 και 90 μοιρών) (πρβλ. Bordes 1971, σ. 18 και Pigeot 1991, σ. 179). Η αρχή του επόμενου σταδίου τοποθετείται χρονικά περίπου 1,3 εκατομμύρια χρόνια πριν και συνδέεται με τους έμμεσους απογόνους του Επιδέξιου Ανθρώπου, τον Homo antecessor και τον Homo erectus, δύο είδη που έχουν κοινό πρόγονο (Homo ergaster), αλλά ακολουθούν διαφορετική εξελικτική πορεία (Ματζάνας 2001α, πίν. σ. 75). Κατά τη διάρκεια αυτού του σταδίου το ανθρώπινο γένος προχωρεί ένα βήμα παραπέρα στην αφαιρετική ικανότητα. Κατανοεί ότι μέσα στην άμορφη μάζα πρώτης ύλης δε βρίσκεται μόνο ένα λανθάνον και εν δυνάμει κοφτερό εργαλείο που περιμένει το κατάλληλο χτύπημα για να αποδεσμευτεί, αλλά ένα τέχνεργο συμμετρικής μορφής που για να κατασκευαστεί απαιτεί τη συστηματική διαμόρφωση των δύο όψεων. Το αποτέλεσμα αυτό θα επιτυγχάνονταν μέσω της εφαρμογής πιο εξειδικευμένων μεθόδων και, από το 700.000 περίπου,
μιας περισσότερο προηγμένης τεχνικής, η οποία συνίσταται στη χρήση μαλακού κρουστήρα. Με αυτόν επιτυγχάνεται η σταδιακή αφαίρεση λεπτών αποκρουσμάτων κατά ομοιόμορφα στρώματα, χωρίς να πληγώνεται το περίγραμμα του τεχνέργου Έτσι λοιπόν, με το χειροπέλεκυ, ο άνθρωπος κατακτά την έννοια της διττής συμμετρίας, ως προς τις δύο όψεις (αμφιπρόσωπη) και ως προς τις δύο πλευρές (αμφίπλευρη) του τεχνέργου. Τα δύο στάδια που ακολουθούν είναι συμπληρωματικά και αλληλοεπικαλυπτόμενα. Η μετάβαση στο επόμενο στάδιο (που μπορεί να θεωρηθεί και ως υποδιαίρεση του προηγουμένου) πραγματοποιείται περίπου 400.000 χρόνια πριν, από τον Homo heidelbergensis (αρχαϊκός Homo sapiens ή Ανατομικά Σύγχρονος Άνθρωπος). Αφορά, όπως
Homo heidelbergensis
και το προηγούμενο, τη συστηματική εκμετάλλευση των δύο όψεων του τεχνέργου, στο οποίο όμως συνειδητά εγκαταλείπεται ο κανόνας της αμφιπρόσωπης συμμετρίας (αμφίκυρτη μορφολογία). Αυτή η ασύμμετρη, επιπεδόκυρτη, διάταξη των δύο όψεων εξυπηρετεί ένα σημαντικό σκοπό και μια πρωτότυπη σύλληψη του ανθρώπινου πνεύματος: τον προκαθορισμό της μορφής και του μεγέθους των τελικών προϊόντων μέσω της κατάλληλης προετοιμασίας του πυρήνα. Πρόκειται για τα αποκρούσματα Λεβαλλουά. Στο τέταρτο και τελευταίο στάδιο που εδώ και 50.000 χρόνια αποτελεί κατάκτηση του Homo sapiens sapiens, του Σύγχρονου ανθρώπου, το προηγούμενο δεδομένο αξιοποιείται στο έπακρο με την κατάτμηση σε σειρά στενόμακρων αποκρουσμάτων, των λεπίδων. Για να επιτευχθεί όμως αυτό είχε προηγηθεί μια άλλη μεγάλη κατάκτηση: η τρισδιάστατη αντιμετώπιση της άμορφης πρώτης ύλης και ο προσχεδιασμός του γεωμετρικού όγκου του πυρήνα, προϋποθέσεις απαραίτητες για την εξαγωγή πολυάριθμων και παρόμοιων λεπίδων όχι πλέον από τις όψεις του πυρήνα, αλλά από την κατατομή του (προφίλ). Οι λεπίδες αποσπώνται ως επί το πλείστον με μαλακό κρουστήρα ή και με έμμεση κρούση (ενδιάμεσο ξύλινο ή οστέινο βελόνι), τεχνική που ανακαλύπτεται αυτήν την περίοδο και εξασφαλίζει μεγαλύτερη ακρίβεια και καλύτερο έλεγχο του σημείου όπου θα δοθεί το χτύπημα. Κατανόηση της κατάλληλης γωνίας κρούσης, κατάκτηση της συμμετρίας, προκαθορισμός των τελικών προϊόντων, άνοιγμα προς την τρίτη διάσταση, θα ήταν περιττό, ίσως, να πούμε ότι τα στάδια αυτά παρουσιάζουν μια μεγαλύτερη ή μικρότερη διαχρονικότητα και συγχρονία. Έτσι, η βασική αρχή του πρώτου σταδίου εφαρμοζόταν όχι μόνο κατά τη διάρκεια όλης της προϊστορίας αλλά και μέχρι πολύ πρόσφατα στο πλαίσιο της κατασκευής αιχμηρών στοιχείων για τη δοκάνα αλωνισμού. Η κατασκευή επίσης χειροπελέκεων συνεχίζεται παράλληλα με την κατάτμηση Λεβαλλουά που αντιπροσωπεύει το τρίτο στάδιο της γνωστικής εξέλιξης και το οποίο τοποθετείται χρονικά μεταξύ των 400.000 και 35.000 χρόνων. Αλλά και κατά τη διάρκεια της Άνω Παλαιολιθικής (35.000-12.000 π.Χ.), όπως και της πρόσφατης Προϊστορίας, διαπιστώνεται η εφαρμογή μιας παραλλαγής της μεθόδου κατασκευής των χειροπελέκεων. Αυτή συνίσταται στην κατασκευή δαφνόφυλλων και άλλων λεπτών φυλλόσχημων αιχμών με αμφίπλευρη και αμφιπρόσωπη συμμετρία. Μια περιορισμένης χρονικής διάρκειας αναβίωση των παλαιότερων κατακτήσεων σε συνδυασμό με τις νέες τεχνολογίες χαρακτηρίζει, τέλος τη Νεολιθική εποχή . Παρατηρούμε επίσης μια σειρά εναλλασσόμενων παλινδρομήσεων που οφείλονται, ίσως, στους πειραματισμούς και στις αναζητήσεις του ανθρώπινου πνεύματος. Στο πρώτο στάδιο, αυτό που προέχει είναι το απόκρουσμα, το τεμάχιο πρώτης ύλης που αποσπάται μέσω του λίθινου κρουστήρα. Στο επόμενο στάδιο, τα αποκρούσματα φαίνεται ότι περνούν σε δεύτερη μοίρα, αφού ό,τι ενδιαφέρει τον άνθρωπο είναι η αρμονική λάξευση και στη συνέχεια η τροποποίηση, μέσω επεξεργασίας, της ασύμμετρης και άμορφης μάζας πρώτης ύλης και μάλιστα με μαλακό κρουστήρα. Φυσικά, τίποτε δεν θα τον εμπόδιζε να χρησιμοποιήσει τα λεπτά και κοφτερά αποκρούσματα, υποπροϊόντα της συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας. Κάτι αντιστρόφως ανάλογο θα έκανε, οπωσδήποτε, και ο προκάτοχός του με την κοφτερή ακμή του υπολείμματος της κροκάλας μετά την απόσπαση των επιθυμητών αποκρουσμάτων. Στο επόμενο στάδιο, με την παραγωγή των αποκρουσμάτων Λεβαλλουά, το βάρος δίνεται και πάλι στην κατάτμηση. Χρησιμοποιείται ο σκληρός κρουστήρας για την προετοιμασία του πυρήνα και την απόσπαση των τελικών προϊόντων και είναι εμφανές ότι δεν ενδιαφέρει πλέον ο πυρήνας, παρά μόνο ευκαιριακά και σε μεμονωμένες περιστάσεις. Στο τελευταίο στάδιο παρατηρείται εκ νέου χρήση του μαλακού κρουστήρα, καθώς αυτός διαφυλάσσει την ακεραιότητα των εξαγόμενων λεπίδων και εξασφαλίζει καλύτερη εκμετάλλευση της πρώτης ύλης. Στο σημείο αυτό, παράλληλα με τη βιολογική, ολοκληρώνεται και η γνωστική εξέλιξη του ανθρώπου και δεν είναι τυχαίο ότι το τελευταίο αυτό στάδιο συμπίπτει με μια πρωτόγνωρη συσσώρευση εκφάνσεων του ψυχισμού του (ταφές, τέχνη). Οι εκφάνσεις αυτές, όπως και όλες οι υπόλοιπες βαθμίδες της ανέλιξης του ανθρώπου, έχουν μόνο πολιτισμικό χαρακτήρα: κοινωνικό, οικονομικό, ιδεολογικό (Pigeot 1991, σ. 191). Επιπλέον, αν εξαιρέσει κανείς την κεραμική και ίσως τη μεταλλουργία (η δεύτερη αποτελεί, περισσότερο από την πρώτη, έκφραση της αρχέγονης τεχνικής συμπεριφοράς και έχει υιοθετήσει πολλά επιμέρους στοιχεία της), η υπόλοιπη τεχνολογία του προϊστορικού ανθρώπου χαρακτηρίζεται από πολύπλοκες εφαρμογές των ίδιων βασικών αρχών. Η θεμελιώδης σύλληψη του τελευταίου σταδίου παραμένει η ίδια μέχρι το τέλος της Προϊστορίας, ασχέτως αν νέες τεχνικές (πίεση) και πιο εξελιγμένες μέθοδοι προετοιμασίας του πυρήνα επέτρεψαν τη στερεότυπη παραγωγή σχεδόν πανομοιότυπων λεπτών λεπίδων και τη βέλτιστη εκμετάλλευση της πρώτης ύλης. Ακόμα και η κατασκευή με πίεση των νεολιθικών και μυκηναϊκών αιχμών βελών από πυριτόλιθο και οψιανό παραπέμπει με ακρίβεια στην αρχή κατασκευής του πρώτου χειροπέλεκυ. Τυπολογία Οι περισσότεροι αρχικοί τύποι χειροπελέκεων (Αρχαιότερη Πρώιμη Παλαιολιθική, 1,3 – 0,7 εκατομμύρια χρόνια πριν) δεν έχουν ακριβές σχήμα και χαρακτηρίζονται από εξηρημένη φτέρνα (αδούλευτη βάση), δηλαδή διατηρούν την ακατέργαστη επιφάνεια της κροκάλας στο αντιθετικό της αιχμής τους τμήμα. Πρόκειται για την κατηγορία των άτυπων χειροπελέκεων ή πρωτοπυγμών. Κατά τη Μέση Πρώιμη Παλαιολιθική (0,7 – 0,3 εκατομμύρια χρόνια πριν) διακρίνουμε λιθοτεχνίες χωρίς χειροπελέκεις («Ταγιάκειες» ή Πρωτοσαρεντιανές, Κλακτόνειες) (Ματζάνας 1998, σ. 48) και Αμπεβίλλιες ή Αχελλαίες λιθοτεχνίες που σηματοδοτούνται, εκτός από τους χειροπελέκεις, και από κάποια άλλα «καθοριστικά» της βαθμίδας τέχνεργα: κοπείς ή τσεκούρια (hachereaux) και αξίνες (pics). Οι κοπείς (πρβλ. Ματζάνας 2001α, σ. 78, εικ, 1 και 2) λαξεύονταν συνήθως σε μεγάλο απόκρουσμα με ειδικό πλευρικό-λοξό χτύπημα που δημιουργούσε μια ευθεία ανθεκτική, λοξότμητη κόψη. Προορίζονταν για το διαμελισμό των θηραμάτων, ενώ είναι πολύ αποτελεσματικοί και στην πελέκηση του ξύλου (π.χ. κατασκευή λογχών). Οι λαξεμένες αξίνες της Κάτω Παλαιολιθικής (πρβλ. Bordes 1988, σ. 92, πίν. 96, 2• Ματζάνας 2001α, σ. 78, 1η και 3η εικ., αρκετά άτυπη η τελευταία• Σαραντέα-Μίχα & Mishra 1985, σ. 17, εικ. 7) ήταν εργαλεία που έμοιαζαν με τους τριγωνικούς χειροπελέκεις, αλλά οι αποκρούσεις αφορούσαν αποκλειστικά τη μια όψη του φορέα (τύπου Terra Amata) ή κατασκευάζονταν με ειδική μέθοδο σε δίεδρο, φλοιώδες ή μη (τριεδρικές) ή, τέλος, είχαν τετράπλευρη διατομή. Επρόκειτο για εργαλεία ρωμαλέα και αποτελεσματικά. Λόγω του ανάλογου σχήματος και της τεχνικής κατασκευής τους, έχουν επίσης θεωρηθεί ως μη κλασικοί χειροπελέκεις με μεγάλη επιμήκυνση. Η χρήση τους ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, η ίδια και σίγουρα θα είχαν χρησιμοποιηθεί περισσότερο στο σκάψιμο για εξαγωγή βολβών. Ανάλογης μορφολογίας με τις τριεδρικές αξίνες σε ημιφλοιώδες ή μη φλοιώδες δίεδρο, αλλά πολύ μικρότερη, είναι η αιχμή τύπου Κενσόν (Quinson), η οποία χαρακτηρίζει ως επί το πλείστον λιθοτεχνίες της Μέσης Παλαιολιθικής. Οι αξίνες επανεμφανίζονται με διαφορετική μορφή και με μικρότερες διαστάσεις από τις αντίστοιχες αχελλαίες, κατά την Επιπαλαιολιθική (14.000-10.500 χρόνια πριν) και τη Μεσολιθική εποχή (8.500-6.800 π.Χ.) με κυριότερο παράδειγμα την Αζίλια αξίνα. Εμφανίζονται επίσης, πολύ περιστασιακά, στο πλαίσιο μεμονωμένων λιθοτεχνιών, όπου η χρήση τους είναι αμφίβολη (δεν αποκλείεται να επρόκειτο για τσακμακόπετρες για το άναμμα φωτιάς με κρούση σε πυρίτη) . Οι χειροπελέκεις, οι κοπείς και οι αξίνες είναι εξελιγμένα και περίτεχνα για την εποχή τους τέχνεργα, τα οποία χαρακτηρίζονται από συγκεκριμένη μορφολογία, σε γενικές γραμμές ανεξάρτητη από αυτή του αρχικού φορέα. Ανάλογα με τη συχνότητά τους μια λιθοτεχνία μπορεί να χαρακτηριστεί ως Αχελλαία με πολλούς, λίγους ή καθόλου χειροπελέκεις. Στις εξελιγμένες λιθοτεχνίες χρησιμοποιείται ευρέως ο μαλακός κρουστήρας (ξύλινος, οστέινος ή κεράτινος) και για την επεξεργασία άλλων εργαλείων σε απόκρουσμα, κυρίως ξυστήρων (racloirs, side scrapers). Με το μαλακό κρουστήρα επιτυγχάνεται - ιδιαίτερα στους χειροπελέκεις- μια σχεδόν ευθύγραμμης κατατομής κόψη με ομαλό περίγραμμα. Επίσης πραγματοποιείται η ολική απολέπιση των όψεων (πρβλ. Ζώης 1980, σ. 166) και απομακρύνονται πλήρως, ή κατά το μέγιστο, οι αρχικές τραχιές και φλοιώδεις επιφάνειες. Παράλληλα, με την απόσπαση λεπτών και μακριών αποκρουσμάτων, ο χειροπέλεκυς γίνεται ελαφρύτερος, αρμονικότερος, και το σχήμα του πιο αεροδυναμικό και, κατά προέκταση, πιο εργονομικό. Οι βασικότερες τυπολογικές κατηγορίες είναι ο αμυγδαλόσχημος, ο καρδιόσχημος και ο λογχόσχημος (Bordes 1988, σ. 77-85) . Παρατηρούμε ότι συχνά δεν υπάρχουν αισθητές διαφορές ανάμεσα στα περιγράμματα των διαφόρων τύπων και ότι η τελική ταξινόμηση βασίζεται κυρίως σε μετρικά δεδομένα. Για παράδειγμα, η μόνη διαφορά μεταξύ των αμυγδαλόσχημων και των επιμήκων καρδιόσχημων χειροπελέκεων είναι ότι στους πρώτους ο λόγος πλάτος/πάχος είναι πάντα μικρότερος από 2,35. Ως πρωτόγονος τύπος, οι αμυγδαλοειδείς χειροπελέκεις διατηρούν συχνά φλοιώδη φτέρνα και είναι λιγότερο στερεότυποι από τους πιο εξελιγμένους (Bordes 1988, σ. 83). Κατά τη Νεότερη Πρώιμη Παλαιολιθική (300.000-100.000 πριν) οι χειροπελέκεις διακρίνονται για την τελειότητά τους στη συμμετρία των όψεων και των πλευρών, ενώ το μέγεθός τους σταδιακά μειώνεται. Παράλληλα, τελειοποιούνται οι κοπείς και οι αξίνες. Κατά τη

Μέση Παλαιολιθική (100.000-35.000 πριν), στο πρώιμο Άνω Πλειστόκαινο, οι αχελλαίες λιθοτεχνίες εξελίσσονται σε μουστέριες αχελλαίας παράδοσης, ενώ οι υπόλοιπες σε τυπικές μουστέριες. Στις πρώτες, όπου επιβιώνει ακόμα ο τύπος, διαπιστώνουμε την παρουσία τριγωνικού ή ωοειδούς σχήματος χειροπελέκεων, μικρών ως επί το πλείστον διαστάσεων και με προσεγμένο, σχεδόν μέχρι υπερβολής, περίγραμμα. Το ίδιο ισχύει και για τους κοπείς, ενώ φαίνεται ότι εξαφανίζονται ολοκληρωτικά οι αξίνες. Ένας τύπος που απαντάται στο έσχατο τέλος της περιόδου και αναμφισβήτητα αποτελεί, τεχνολογικά κυρίως και λιγότερο τυπολογικά, την εξέλιξη του χειροπέλεκυ είναι η αμφιπρόσωπη φυλλόσχημη ή ζελέτια αιχμή (piece foliacée biface, leaf shaped bifacial piece). Οι αιχμές αυτές είναι κατασκευασμένες, όπως και οι εξελιγμένης τεχνολογίας χειροπελέκεις, με μαλακό κρουστήρα (βλ. παρακάτω). Η κατασκευή των χειροπελέκεων δεν συνεχίζεται κατά την Άνω Παλαιολιθική. Πρόκειται λοιπόν για έναν καθοδηγητικό τύπο ή διακριτικό τέχνεργο που χαρακτηρίζει την αχελλαία της Κάτω Παλαιολιθικής και τις μουστέριες λιθοτεχνίες αχελλαίας παράδοσης, μέσα από την εξέλιξη του οποίου σηματοδοτούνται οι διάφορες υποδιαιρέσεις της αχελλαίας. Tα ελληνικά δεδομένα Το αχελλαίο ζήτημα στην Ελλάδα απασχολούσε μέχρι πριν από λίγα χρόνια την επιστημονική κοινότητα και η αμφισβήτηση για την παρουσία της συγκεκριμένης περιόδου, όταν ακόμη οι σχετικές ενδείξεις ήταν σποραδικές και αβέβαιες, υπήρξε πολύ έντονη. Βάσει των πρόσφατων δεδομένων της έρευνας που ήρθαν να επικυρώσουν τα παλαιότερα, το ζήτημα αυτό δεν τίθεται πλέον. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Όσον αφορά τις παλαιότερες έρευνες αναφέρεται η εύρεση ενός μεγάλου αμυγδαλόσχημου χειροπέλεκυ, στις τεταρτογενείς αμμώδεις επιχώσεις της Μεγαλόπολης μαζί με οστά μεγάλων παχύδερμων (Lenormant 1867, σ. 18). Δεδομένου ότι ο παλαιότερος από τους τρεις απολιθωματοφόρους ορίζοντες τοποθετείται γύρω στα 200.000 χρόνια πριν (ΙΕΕ, σ. 15), φαίνεται πολύ λογικό ένας μεγάλος αμυγδαλόσχημος χειροπέλεκυς να τοποθετηθεί χρονικά στην περίοδο αυτή. Επίσης είχε επισημανθεί στο Mουσείο του Mάντσεστερ ένα ανάλογο εργαλείο με προέλευση από την περιοχή Θεσσαλονίκης (ό.π., σ. 35). Τον μεγάλο (0,153 x 0,10 μ.), μάλλον τριγωνικό παρά αμυγδαλόσχημο, χειροπέλεκυ από τραχείτη, κατασκευασμένο, προφανώς, με μαλακό κρουστήρα, από το Παλαιόκαστρο της Σιάτιστας (πρβλ. Higgs 1964, σ. 54-55, πιν. XII) θα τον τοποθετούσε κανείς στην Πρώιμη Μέση Παλαιολιθική. Αιχμή από σπασμένο ωοειδή ή τριγωνικό παχύ χειροπέλεκυ, κατασκευασμένο με μαλακό προφανώς κρουστήρα από κόνδυλο γκρίζου πυριτολίθου, πιθανώς ανάγεται στο τέλος της Νεότερης Πρώιμης Παλαιολιθικής και στις αρχές της Μέσης. Πρόκειται για επιφανειακό εύρημα από τον Κοκκινόπηλο της Ηπείρου (Dakaris κ.ά. 1964, σ. 219 και 234, εικ. 24, νο 119). Η ίδια θέση τροφοδότησε με σημαντικές ενδείξεις τη νεότερη έρευνα. Από τον Κοκκινόπηλο προέρχεται επίσης ένας ογκώδης μικόκειος χειροπέλεκυς (διαστάσεων 0,215 x 0,114 x 0,065 μ.) ο οποίος τυπολογικά τοποθετείται στην ύστερη αχελλαία περίοδο. Είναι ίσως ο παλαιότερος στον ελληνικό χώρο, εφόσον η χρονολόγηση του αργιλώδους στρώματος μέσα στο οποίο βρέθηκε με τη μέθοδο του U/Th είναι περίπου 200.000 χρόνια πριν (Coulson / Βογκέικωφ 1996, σ. 27). Συγκεκριμένα, προεξείχε στις πλευρές μιας διαβρωσιγενούς ρεματιάς (Runnels / van Andel 1993, σ. 191). Η επιφάνειά του ήταν καλυμμένη από λευκή παχιά πατίνα, αλλά ο αρχικός πυριτόλιθος, ορατός σε τμήμα της επιφάνειάς του, ήταν ανοιχτός κυανο-γκρίζος. Η απουσία μακροσκοπικών ιχνών φθορών από ανακύληση ή λόγω καιρικών συνθηκών, δείχνουν ότι ο χειροπέλεκυς δεν υπέστη μετακινήσεις από φυσικούς παράγοντες (Runnels / van Andel 1993, σ. 191). Ο χειροπέλεκυς αυτός αποτελεί έμμεση μαρτυρία της ύπαρξης ανθρώπων στη Δυτική Ελλάδα, που μπορεί να ήταν αρχαϊκοί Homo sapiens ή πρώιμοι Νεάντερταλ (Runnels / van Andel 1993, σ. 199). Ένα άλλο δείγμα προέρχεται από τα στενά της Ροδιάς, βόρεια της Λάρισας, σε πλειστοκαινική αναβαθμίδα του Πηνειού. Εκεί εκτός από εργαλεία και λιάνιστρα διπλής όψης από χαλαζία και πυριτόλιθο, βρέθηκε θραύσμα από μεγάλο αμφίπλευρο εργαλείο, πιθανώς χειροπέλεκυ, ίσως της Κάτω (Πρώιμης) Παλαιολιθικής (Runnels 1990, σ. 55). Στη θέση αυτή αποδόθηκε μια ηλικία μεγαλύτερη από 300.000 χρόνια (Runnels / Murray 2001, σ. 17-18). Επίσης έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη ενός λογχόσχημου χειροπέλεκυ από την περιοχή του Αστακού στην Ακαρνανία (Darlas 1994, σ. 310) και ενός μικρού χειροπέλεκυ από τη Θεόπετρα στην Καλαμπάκα (Κυπαρίσση-Αποστολίκα 1996, σ. 41). Με αρκετή επιφύλαξη θα μπορούσε να καταχωρηθεί ανάμεσα στους χειροπελέκεις το τέχνεργο που προέρχεται από την περιοχή της Κυλλήνης Πελοποννήσου (Kourtessi-Philippakis 1986, σ. 215). Δεν αποκλείεται, ωστόσο, να ανήκει στην κατηγορία των πολύ μικρών πυρηνόσχημων πυγμών της Μέσης Παλαιολιθικής (προσωπική διαπίστωση). Η ύπαρξη της αχελλαίας παράδοσης στον χώρο της Δυτικής Πελοποννήσου τεκμηριώνεται και από ένα άλλο εύρημα (πρβλ. Ματζάνας 1998α, σ. 8, πίν. 1α). Πρόκειται για έναν μικρό χειροπέλεκυ (0,085 x 0,046 x 0,015 μ.) από πυριτόλιθο, πέτρωμα το οποίο προσφέρεται άφθονο ανάμεσα στους χαλαρούς κροκαλοπαγείς σχηματισμούς, στο σημείο σύγκλισης των ποταμών Αλφειού, Ερύμανθου και Λάδωνα. Είναι λαξεμένος με μαλακό κρουστήρα και ανήκει σε τύπο μεταβατικό ανάμεσα στον αμυγδαλόσχημο και στον επιμήκη καρδιόσχημο χειροπέλεκυ (πρβλ. Bordes 1988, πίν. 62,4 και 68,1) (εικ. 1). Βάση της τυπολογίας του και της έντονα φθαρμένης επιφάνειάς του, θα μπορούσε να χρονολογηθεί στο τέλος της αχελλαίας περιόδου ή στην αρχή της μουστέριας, και όχι πολύ αργότερα από το 100.000. Προέρχεται από τις έρευνες που έκαναν στην ευρύτερη περιοχή μεταξύ του Βασιλακίου Ηλείας και της Τριποταμιάς Αρκαδίας το 1964 οι γάλλοι ερευνητές. Μαζί με άλλα ευρήματα, τα οποία όμως έμειναν αδημοσίευτα, μεταφέρθηκε στο Μουσείο Ολυμπίας . Ενδεχομένως, μια σειρά μικρών χειροπελέκεων από τη Νέα Αρτάκη Ευβοίας (εικ. 2-3) ανήκουν στο τέλος της Πρώιμης Παλαιολιθικής (πρβλ. επίσης Σαραντέα 1986, εικ. 79). Τα τέχνεργα αχελλαίας τεχνοτροπίας δεν φαίνεται, στην παρούσα φάση της έρευνας, να ξεπερνούν κατά πολύ το 0,5 % του συνόλου της λιθοτεχνίας της Αρτάκης ή το 1,7% στο σύνολο των διαμορφωμένων με επεξεργασία ή λάξευση εργαλείων. Ένα τέτοιο ποσοστό είναι λογικό για λιθοτεχνίες στις οποίες σπανίζουν τα αχελλαία τέχνεργα, όπως αυτή του σπηλαίου Arago, όπου το σχετικό ποσοστό είναι της τάξης του 0,9 %, δηλαδή ακόμα μικρότερο (πρβλ. Matzanas 1995, σ. 37· Ματζάνας 2001α, σ. 77). Όσον αφορά τους τυπικούς χειροπελέκεις, ο μέσος όρος των διαστάσεών τους (0,066 x 0,056 x 0,024 μ.) είναι μάλλον αρκετά μικρός, αν και η διαφορά μεταξύ των ακραίων τιμών (μήκος=0,08, πλάτος=0,07, πάχος=0,04 μ.), υποδηλώνει την ανομοιογένεια των διαστάσεων που παρατηρείται στους κόλπους της συγκεκριμένης κατηγορίας, κάτι που δεν είναι ασφαλώς άσχετο με το χρονικό διάστημα που χωρίζει τους παλαιότερους από τους νεότερους. Πρόκειται στην πλειοψηφία τους για βραχείς αμυγδαλοειδείς ή υποκαρδιόσχημους τύπους, διάγνωση που επικυρώνεται από το λόγο πλάτους/πάχους, ο οποίος στους περισσότερους είναι μικρότερος από το 2,35, όριο που είχε τεθεί ως διακριτικό γνώρισμα των τύπων αυτών σε σχέση με τους υπολοίπους (πρβλ. Bordes 1988, σ. 83). Οι παλαιότεροι χειροπελέκεις της Αρτάκης (εικ. 4-5) μπορούν να χρονολογηθούν τουλάχιστον πριν από 150.000-100.000 χρόνια (προσωπική παρατήρηση). Η χρονολόγηση αυτή έγινε βάσει της τυπολογίας τους (πρβλ. Peeters κ.ά. 1988, σ. 1125, εικ. 38 (1), σ. 1126, εικ. 36 (2) και σ. 1131, εικ. 42), ορισμένων επικαθίσεων μαγγανίου που δεν παρατηρούνται σε νεότερες σειρές αλλά και της ασυνήθιστα διαβρωμένης επιφάνειάς τους (εικ. 6). Αυτή χαρακτηρίζεται από έντονη αποστρογγύλευση των ακμών, στίλβωση και πατίνα, που οφείλονται, αν όχι στο περιπαγετώδες φαινόμενο της κρυοανάδευσης (πρβλ. Χριστοδούλου 1991, σ. 90· Ματζάνας 2001, σ. 60), σίγουρα στη ροή ή ολίσθηση εδάφους, φαινόμενο που υπήρξε πολύ έντονο κατά τη διάρκεια της τελευταίας παγετώδους περιόδου Würm (μετά το 80.000). Επομένως διαθέτουμε το ανώτερο όριο της κατασκευής τους (terminus ante quem), δεδομένου ότι με την έναρξη των συγκεκριμένων γεωλογικών φαινομένων, οι χειροπελέκεις και ορισμένα άλλα τέχνεργα υπήρχαν ήδη κατά χώραν. Οι νεότεροι κατασκευάστηκαν κατά τη διάρκεια του πρώτου τμήματος της προαναφερόμενης περιόδου και σίγουρα όχι πολύ αργότερα από 50.000 χρόνια πριν, αν κρίνουμε από την τυπολογία σε συνδυασμό με το βαθμό αλλοίωσης των επιφανειών τους (εικ. 7) . Σε αντίθεση με τον χειροπέλεκυ από την περιοχή Τριποταμιάς-Βασιλακίου, οι περισσότεροι από τους χειροπελέκεις της Αρτάκης έχουν κατασκευαστεί με σκληρό (λίθινο) κρουστήρα. Όσον αφορά τις προαναφερόμενες αμφιπρόσωπες φυλλόσχημες αιχμές, απαντούν και αυτές στον ελλαδικό χώρο και αποτελούν ουσιαστικά απόηχο της αχελλαίας τεχνολογίας σε αυτόν. Έξι αμφιπρόσωπες φυλλόσχημες αιχμές χαρακτηρίζουν το τέλος της Μέσης Παλαιολιθικής (Dakaris κ.ά. 1964, σ. 219 και 230, εικ. 18-21) και προέρχονται από τον Κοκκινόπηλο. Μια άλλη ανολοκλήρωτη, προέρχεται από την Πραμάντα Ιωαννίνων (ό.π., σ. 204, εικ. 3, Α5). Παρόμοιες φυλλόσχημες αιχμές με αμφιπρόσωπη επεξεργασία έχουν βρεθεί και στον Γαλατά Θεσπρωτικού (Wiseman κ.ά. 1994, σ. 405) και στον Πηνειό Θεσσαλίας. Πρόκειται για χαρακτηριστικά δείγματα μιας τυπικής μουστέριας λιθοτεχνίας πολύ εξελιγμένης που χρονολογήθηκε με τη μέθοδο Ουρανίου/Θορίου μεταξύ 45.000 και 27.000 χρόνια πριν (Runnels 1988, σ. 283). Επίσης βρέθηκαν και στο σπήλαιο Μούτα της Θεόπετρας, στο μέσο της θεσσαλικής πεδιάδας, σε στρώματα που χρονολογήθηκαν με τη μέθοδο του ραδιάνθρακα γύρω στα 38.500 χρόνια πριν (Κυπαρίσση-Αποστολίκα 1996: 41), στη θέση 17 της Αμαλιάδας (Chavaillon κ.ά. 1967, σ. 190, εικ. 19, 1), και στη θέση 7 του Κάστρου Ηλείας (Chavaillon κ.ά. 1969, σ. 112 και 148) ενώ ανάλογα ευρήματα έχουν εντοπιστεί και στην Αρτάκη (πρβλ. Σαραντέα-Μίχα 1996, σ. 46, εικ. 4,1). Μια ανεξάρτητη αναβίωση και εκ νέου ανακάλυψη της παλιάς ξεχασμένης μεθόδου κατασκευής χειροπελέκεων αντιπροσωπεύουν οι αιχμές της πρόσφατης Προϊστορίας. Πρόκειται για τέχνεργα παρόμοιας κατασκευαστικής μεθόδου που εμφανίζονται στην Ελλάδα μετά από μια διακοπή 40.000 περίπου χρόνων. Οι παλαιότερες από αυτές, οι αιχμές βελών με μίσχο και πτερύγια (πρβλ. Ματζάνας 2000, σ. 331, εικ. 12, 17), διαπιστώνονται στην Ελλάδα κατά τη Νεότερη Νεολιθική (5η χιλιετία π.Χ.). Την ίδια κατασκευαστική αναλογία παρουσιάζουν και οι μεγάλες ωοειδείς ή ατρακτοειδείς αμφιπρόσωπες φυλλόσχημες αιχμές (που ανήκαν σε ακόντια ή ήταν ίσως εμβλήματα εξουσίας) της Τελικής Νεολιθικής (4500-3200/2800 π.Χ.) (πρβλ. Σάμψων 1997, σ. 11, εικ. 10 και 11· Evans / Renfrew 1968, σ. 56, εικ. 61.1-5 και 65.1-8) , όπως και οι αιχμές βελών με εσοχή στειλέωσης της Μεσοελλαδικής και της Πρώιμης Mυκηναϊκής, περιόδου (Ματζάνας 2001, σ. 68, εικ.). Η μέθοδος και τα στάδια κατασκευής των αιχμών της πρόσφατης Προϊστορίας δεν διαφέρουν πολύ από αυτά των ανάλογων παλαιολιθικών τεχνέργων. Ως προς την τεχνική όμως παρατηρείται ευρεία ή και αποκλειστική εφαρμογή της πίεσης. Τέλος, ακριβώς όμοιες μέθοδοι και τεχνικές με αυτές των παλαιολιθικών χειροπελέκεων χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή λίθινων πωμάτων πίθων κατά τη Νεολιθική και την Εποχή του Χαλκού (Ματζάνας 2000α, σ. 98). Είναι πλέον αναμφίβολο ότι υπήρξαν στον ελλαδικό χώρο λιθοτεχνίες της αχελλαίας παράδοσης. Προς το παρόν τουλάχιστον οι παλαιότερες δεν μπορούν να χρονολογηθούν, πολύ πριν από τα 200.000 χρόνια. Σίγουρο όμως είναι ότι η μελλοντική έρευνα επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις . Tεχνολογία και χρήση Οι παλαιότεροι χειροπελέκεις, με την παχιά εξηρημένη βάση, προδίδουν μια σχετική αμέλεια στην επιλογή του κατάλληλου φορέα (υπόβαθρο), ο οποίος με την εφαρμογή της προσήκουσας μεθόδου και τεχνικής μετατρεπόταν στο τελικό τέχνεργο. Η φλοιώδης αυτή φτέρνα δεν είναι παρά το παχύτερο τμήμα της κροκάλας ή του κονδύλου, το οποίο, λόγω της ανοιχτής γωνίας απόκρουσης, στάθηκε αδύνατο να αφαιρεθεί. Σύντομα όμως ο άνθρωπος συνειδητοποιεί τη μεγάλη σημασία και διευκόλυνση που προσφέρει η επιλογή του φορέα με την κατάλληλη γεωμετρία (πεπλατυσμένη κροκάλα), ή η κατάτμηση ενός ογκώδους φορέα σε λεπτότερα αποκρούσματα με το σωστό μέγεθος και σχήμα (εικ. 8). Η πειραματική αναπαραγωγή της μεθόδου δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες. Στην κατασκευή ενός χειροπέλεκυ διακρίνουμε τρία βασικά στάδια (ένα προστάδιο είναι, όπως μόλις είδαμε, η πρόσκτηση του κατάλληλου φορέα, είτε με επιλογή είτε με κατάτμηση). Στο πρώτο ανήκε η αποφλοίωση και ο χονδροειδής προσχεδιασμός του όγκου (εικ. 9) με σκληρό, ως επί το πλείστον, αλλά και μαλακό κρουστήρα (εικ. 10 και 11-12), ο κυρίως προσχεδιασμός μέσω τροποποίησης (façonnage) με μαλακό κρουστήρα (εικ. 13), και τέλος το φινίρισμα ή τελική επεξεργασία με μαλακό κρουστήρα (εικ. 14-16). Κατά το δεύτερο στάδιο, στο οποίο διακυβεύονταν η συμμετρία του τεχνέργου, γινόταν η εξισορρόπηση των όγκων, ενώ στο το τρίτο λαμβανόταν πρόνοια για τη σωστή εργονομία του χειροπέλεκυ χωρίς να βλάπτεται η αποτελεσματικότητά του. Κατά το στάδιο αυτό κυρίως, που είναι και το δυσκολότερο, γινόταν η απόσβεση των αιχμηρών προεξοχών που θα μπορούσαν εύκολα να πληγώσουν το χέρι, η εξομάλυνση του περιγράμματος και η ευθυγράμμιση των ακμών με όσο το δυνατό λιγότερες επαναστροφές (Ματζάνας 2000α, σ. 101), κάτι που επιτυγχανόταν με καλή αποτριβή του γείσου και καλοζυγισμένο χτύπημα του κρουστήρα. Όσον αφορά τη χρήση του δεν γνωρίζουμε ποια ακριβώς ήταν. Μελέτες και σύγχρονοι πειραματισμοί δείχνουν ότι ένας καλοφτιαγμένος χειροπέλεκυς μπορεί εξίσου καλά να λειτουργήσει σαν μαχαίρι (πρβλ. Ματζάνας 2001, εικ. 3) ή ξυστήρας (για κόψιμο ή κατεργασία του δέρματος), σαν πριόνι για το κόψιμο ξύλου ή οστού, ή σαν αξίνα για την εξαγωγή βολβών από το έδαφος. Πρόκειται προφανώς για ένα πολυ-εργαλείο, με ποικίλες χρήσεις, ένα είδος ελβετικού σουγιά της Προϊστορίας. Συμπεράσματα Οι χειροπελέκεις δεν αποτελούν μόνο ένα από τα σημαντικότερα τεχνολογικά επιτεύγματα της ανθρωπότητας, αλλά είναι και οι μάρτυρες της κατάκτησης μιας σημαντικής βαθμίδας στην ανέλιξη της ανθρώπινης διανόησης, καθώς τότε συνειδητοποιείται η έννοια της συμμετρίας. Οι παλαιότεροι χειροπελέκεις χρονολογούνται στην Αρχαιότερη Πρώιμη Παλαιολιθική (1,3 εκατομμύρια χρόνια πριν). Συνεχίζουν να κατασκευάζονται έως και μια προχωρημένη φάση της Μέσης Παλαιολιθικής, ενώ η κατασκευή τους σταματά εδώ και 50.000 χρόνια περίπου. Αποτελούν το «χαρακτηριστικό απολίθωμα» του αχελλαίου πολιτισμού και σηματοδοτούν, μέσα από την εξέλιξή τους, τις διάφορες χρονικές του φάσεις. Αν και οι παλαιότεροι χειροπελέκεις της Ελλάδας δεν φαίνεται, σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα της έρευνας, να ξεπερνούν το όριο των 300.000 χρόνων, ωστόσο δεν τίθεται πλέον θέμα αμφισβήτησης του πολιτισμού αυτού στον ελληνικό χώρο. Συναφούς τεχνολογίας τέχνεργα είναι οι αμφιπρόσωπες μουστέριες αιχμές, που αποτελούν ίσως εξέλιξη των χειροπελέκεων, και οι αιχμές βελών της πρόσφατης Προϊστορίας που δείχνουν την εκ νέου εφεύρεση της μεθόδου αρκετές χιλιάδες χρόνια αργότερα. Η πειραματική αναπαραγωγή της τεχνολογίας των χειροπελέκεων και γενικότερα των αμφίπλευρων τεχνέργων δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες. Ωστόσο, σημαντικότατο ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα παίζει η επιλογή του κατάλληλου σχήματος του αρχικού φορέα-υποβάθρου. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ANΔPEΪKOΣ, Α., 1998, Η Νεοπλειστολιθική περίοδος στη Μάνη, Αθήνα. BORDES F., 1988, Typologie du paléolithique ancien et moyen, CNRS, Paris. ―, 1971, “Les maîtres de la pierre”, Sciences et Avenir, nο spécial: la vie préhistorique, σ. 13-25. BREZILLON, M., 1983, La dénomination des objets de pierre taillée. Matériaux pour un vocabulaire des préhistoriens de langue française, IV ème supplément à Gallia Préhistoire. CNRS. CHAVAILLON, J. & N. / HOURS, F., 1964, “Une industrie paléolithique du Péloponnèse: le moustérien de Vasilaki”, BCH 88, σ. 616-622. ―, 1967, “Industries paléolithiques de l’Elide I - Région d’ Amalias”, BCH 91, σ. 151-201. ―, 1969, “Industries paléolithiques de l’Elide II - Région du Kastron”, BCH 93, σ. 97-151. COULSON, W. D. E. / BOΓKEΪKΩΦ, Ν., 1996, «Η συμβολή των Αμερικάνων αρχαιολόγων στη μελέτη της παλαιολιθικής αρχαιολογίας στην Ελλάδα», Αρχαιολογία και Τέχνες 60, σ. 25-29. DAKARIS, S. I. / HIGGS E. S. / RAY R. W., 1964, “The climate, environment and industries of stone age Greece”, PPS 30, σ. 199-244. DARLAS, A., 1994, “Le paléolithique inférieur et moyen de Grèce”, Anthropologie 98/2-3, σ. 305-328. EVANS, J. D. / RENFREW, C., 1968, Excavations at Saliagos near Antiparos, Thames and Hudson, London. ZΩHΣ, Α., 1980, Μαθήματα Αρχαιολογίας. Από την εμφάνιση του ανθρώπου ως τους αστικούς πολιτισμούς της Ανατολής, Αθήνα. GAMBLE, C., 1986, The Palaeolithic settlements of Europe, Cambridge World Archaeology, Cambridge. HIGGS, E. S., 1964, “A hand axe from Greece”, Antiquity 38, σ. 54-55. ΙΕΕ: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τόμος Α (Προϊστορία και Πρωτοϊστορία). Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1970. KOURTESSI-PHILIPPAKIS, G., 1986, Le paléolithique de la Grèce continentale, Paris. Κυπαρίσση-Αποστολίκα, Ν.,1996, «Σπήλαιο Θεόπετρας: οι παλαιολιθικές επιχώσεις». Αρχαιολογία και Τέχνες, 60, σ. 37-41. MANΩΛHΣ, Σ., 1999, Βιολογική Ανθρωπολογία, Αθήνα. MATZANAS, C., 1995, Etude du débitage des roches dans les industries du Paléolithique Inférieur de la Caune de l’Arago, d’après l’étude des nucléus, διδ. διατρ., Muséum National d’Histoire Naturelle, Paris. MATZANAΣ, Χ., 1998, «Ο άνθρωπος ως παράγοντας διαμόρφωσης της στρωματογραφίας στα σπήλαια κατά το Κάτω και Μέσο Πλειστόκαινο. Παραδείγματα από το χώρο της βορείου μεσογειακής λεκάνης», Πρακτικά Α΄ Πανελληνίου Σπηλαιολογικού Συνεδρίου Άνθρωπος και Σπηλαιοπεριβάλλον, ΤΑΠΑ, AΘΗNA, σ. 45-48. MATZANAΣ, Χ., 1998A, «Οι παλαιολιθικές θέσεις της Ηλείας», Αρχαιολογικό Δελτίο 53, Μελέτες, σ. 1-24. MATZANAΣ, Χ., 2000, «Επιφανειακές αρχαιολογικές έρευνες στην Ηλεία», Πελοποννησιακά Χρονικά, τ. ΚΕ, σ. 319-340. MATZANAΣ, Χ., 2000α, «Πώματα λαξεμένης πέτρας της Εποχής του Χαλκού από τη Mάλθη», Αρχαιολογία & Τέχνες 77, σ. 98-102. MATZANAΣ, Χ., 2001, «Πειραματική λάξευση πυριτολίθου: μέθοδοι και τεχνικές», Corpus 30, σ. 56-69. MATZANAΣ, Χ., 2001α, «Το σπήλαιο Arago. Στρατηγικές κατάτμησης της πρώτης ύλης και ανθρώπινη συμπεριφορά κατά την Πρώιμη Παλαιολιθική Εποχή», Corpus 32, σ. 70-83. MATZANAΣ, Χ., 2001β, «Εισαγωγή στην πειραματική λάξευση πυριτικών λίθων», Αρχαιολογία & Τέχνες, 78, σ. 56-66. MΠAZINAΣ, Δ., 2000, «Πού και πότε γίναμε άνθρωποι;», Corpus 17, σ. 24-33. PEETERS, A., MUSCH, J., WOUTERS, A., 1988, “Les industries acheuléennes des Pays-Bas”. L’Anthropologie 92, 2, σ. 1093-1136. PIGEOT, N., 1991, «Réflexions sur l’histoire technique de l’Homme: de l’évolution cognitive à l’évolution culturelle», Paléo 3, σ. 167-200. RUNNELS, C. Ν., 1988, «A prehistoric survey of Thessaly: new light of the Greek middle Paleolithic», JFA 15, σ. 277-290. RUNNELS, C. N., 1990, “A Palaeolithic survey of Thessaly”, Θεσσαλία, Δεκαπέντε χρόνια αρχαιολογικής έρευνας, 1975-1990. Αποτελέσματα και προοπτικές, Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου, Λυών 17-22 Απριλίου 1990, Αθήνα 1994, τόμος Α, σ. 55-56. RUNNELS, C. Ν., / VAN ANDEL, T., 1993, “A Handaxe from Kokkinopilos, Epirus, and its Implications for the Paleolithic of Greece”, JFA 20, σ. 191-203. RUNNELS, C. Ν., / MURRAY, P., 2001, Greece before history, Stanford University Press, California. ΣAMΨΩN, Α., 1997, Μύκονος. Ο Νεολιθικός οικισμός της Φτελιάς και η προϊστορική κατοίκηση στο νησί, ΚΑ΄ Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, Αθήνα. ΣAPANTEA-MIXA, Ε. / MISHRA, S. K., 1985, «Στοιχεία λιθοτεχνίας της Κάτω Παλαιολιθικής εποχής της Ν. Αρτάκης Ευβοίας», Αρχαιολογία 17, σ. 16-20. ΣAPANTEA, Ε., 1986, Προϊστορικά ευρήματα Νέας Αρτάκης Ευβοίας, Αρσενίδης, Αθήνα. ΣAPANTEA-MIXA, Ε., 1996, «Παλαιολιθικά λατομεία-εργαστήρια κατασκευής εργαλείων. Φανερωμένη και Βολέρι Ν. Αρτάκης Ευβοίας», Αρχαιολογία & Τέχνες 60, σ. 43-47. WISEMAN, J. / ZAXOΣ, Κ. / KEΦAΛΛΩNITOY, Φ., 1994, «Προϊστορική Ήπειρος», ΑΔ 49, Χρονικά, σ. 405. XPIΣTOΔOYΛOY, Γ. Ε., 1991, Τετράγλωσσο λεξικό γεωλογικών όρων, ΙΓΜΕ, Αθήνα. Λεζάντες 1. Ο χειροπέλεκυς από το Βασιλάκι. 2. Τέσσερις χειροπελέκεις από τη Ν. Αρτάκη (μήκος των τριών πρώτων περίπου 0,1 μ., του τέταρτου 0,045 μ.). 3. Χειροπελέκεις από την Αρτάκη: ΒΟ184 (κίθαρος) και ΒΟ199 (πυρηνόμορφος μικκύλος). 4. α-γ. Υποκαρδιόσχημος χειροπέλεκυς από την Ν. Αρτάκη (ΒΟ185). 5. α-β. Καρδιόσχημος επιμήκης χειροπέλεκυς (κίθαρος) από την Ν. Αρτάκη (ΒΟ186). 6. Λεπτομέρεια της επιφάνειας του χειροπέλεκυ ΒΟ185. 7. α-β. Μικρός τριγωνικός χειροπέλεκυς σε χαλαζίτη από τη Ν. Αρτάκη (ΒΟ188). 8. Απόκρουσμα (αριστερά) προερχόμενο από βίαιη κρούση της αρχικής κροκάλας (δεξιά) σε αμόνι (πυριτόλιθος Κεφαλονιάς). 9. α-β. Απόψεις του τεχνέργου στο αρχικό στάδιο προσχεδιασμού. 10. Αποφλοίωση και πρώτο ξεχόνδρισμα του αποκρούσματος-φορέα του μελλοντικού χειροπέλεκυ με σκληρό κρουστήρα. 11. Χρήση του μαλακού κρουστήρα (ελαφοκέρατο). 12. Η κάτω όψη του αρχικού αποκρούσματος με τις πρώτες αποσπάσεις από μαλακό κρουστήρα. 13. α-γ. Απόψεις του τεχνέργου στο τέλος του δεύτερου σταδίου. 14. α-γ. Απόψεις του τελικού τεχνέργου: Ωοειδής χειροπέλεκυς. 15. Αποκρούσματα άμεσης ελαστικής κρούσης (ελαφοκέρατο) από το στάδιο της τροποποίησης και της τελικής επεξεργασίας του χειροπέλεκυ. 16. Πειραματικός αμυγδαλόσχημος χειροπέλεκυς από πυριτόλιθο Ν. Αρτάκης με τα χαρακτηριστικότερα υποπροϊόντα της παραγωγικής διαδικασίας (αποκρούσματα σκληρού και μαλακού κρουστήρα).

Δεν υπάρχουν σχόλια: