ΓΕΦΥΡΑ

eviahistοry.gr

Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2017

ΑΡΤΑΚΗ: Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ


ΑΡΤΑΚΗ: Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Γράφει η Φεβρωνία Αργυροπούλου Διακουμή
Μόλις μπήκε ο Σεπτέμβρης του 1923. Ένα χρόνο τώρα, στοιβαγμένοι στους άθλιους θαλάμους του Καραμπουρνού της Θεσσαλονίκης, έξι χιλιάδες πρόσφυγες Αρτακηνοί κλαίνε την δύστυχη μοίρα τους. Οι ταλαιπωρίες και οι αρρώστιες, μέσα σ’ αυτά τα ανθυγιεινά κτίρια, στέλνουν στο θάνατο καθημερινά, γέροντες και παιδιά. Όσο και αν οι Αρτακιανές, προσπαθούν να είναι άψογες, με την καθαριότητα, τα μικρό βία υπερνικούν και τους αποδεκατίζουν. Σωματικά και ψυχικά ερείπια, τους έχει καταντήσει ο πόνος και ο καημός της αδικίας και της αδιαφορίας όλων. Πρώτα των δικών τους αρχών, ύστερα των Ευρωπαίων φίλων μας, τέλος των απλών συμπατριωτών εντοπίων, που τους βλέπουν με απέχθεια, σαν παρείσακτους.
Κάθε μέρα θάβουν νεκρούς. Δεκάδες πτώματα καθημερινά, μεταφέρονται στα νεκροταφεία της Θεσ/νικης, επάνω σε σανίδες ή μέσα σε σάκκους. Οι μακάβριες πομπές περνούν ασταμάτητα κατά ομάδες στους δρόμους της ξένης πόλης. Ένας ταλαίπωρος ιερέας των θαλάμων με σχισμένα ράσα, μουρμουρίζει ανόρεκτα επικήδειες ευχές για τους πεθαμένους, γεμάτος απόγνωση και αυτός, γεμάτος αγανάκτηση. Κανείς δεν ενδιαφέρεται για τους πρόσφυγες και τα προβλήματά τους. Κανείς δεν συμμερίζεται τον πόνο τους. Κανείς δεν τους λυπάται. Μόνο οι γονείς που θάβουν τα παιδιά τους σπαράζουν και καταριώνται τους υπεύθυνους. Μόνο οι κόρες και οι γιοί που θάβουν τους γονείς τους, ουρλιάζουν απ’ τον μεγάλο πόνο του αποχωρισμού. Οι υπόλοιποι συμπατριώτες των Θαλάμων κοιτάνε ψυχροί και αμίλητοι. Η κόρη Έχουν συνηθίσει πια να βλέπουν
φρικιαστικές σκηνές θανάτων. Ομοιάζουν με απόκοσμες φιγούρες, φερμένοι από κάποιον άλλον πλανήτη. Όλοι έχουν γευτεί τον Χάρο, όλους τους έχει επισκεφτεί και όλους τους έχει χαροκάψει. Και όπως λέει σε ποίημά του ο Αρτακηνός λόγιος, δημοτικιστής, Μένος Φιλήντας: -Συνηθισμένη είναι η στορία της κόρης με τα ωραία μαλλιά! Πού χτές, νεκρή την επερνούσαν, απ την πολύβουη γειτονιά. -Ητανε μια προσφυγοπούλα, που ένα καράβι, ένα πρωί, την έφερε απ’ την Αρτάκη, με την μητέρα της μαζί.
Τοιχογραφία Αγ. Ιωάννου Ρώσου στο Προκόπι
-Τον πατερούλη της, τον είχε δεί σφαγμένο μια νυχτιά! Πώς δεν εσάλεψαν τα φρένα της Κόρης; Με τα ωραία μαλλιά! -Τα αδέλφιά της, τα πήραν σκλάβους, ποιος ξέρει κι αν θα ζούν ποιος; Εκάψανε
το σπιτι- κό τους! Το λίγο τους σκόρπισαν βιός! -Σε μια θλιμμένη καμαρούλα μάνα και κόρη μια ζωή καινούργια, αρχίσανε να ζούνε και ίσως με κάποια απαντοχή -Ομως η αρρώστεια ρίχνει κάτω την κόρη με τα ωραία μαλλιά, κλαίνε τα λουλούδια μέσ’ στον κήπο, κλαίνε τα δέντρα, τα πουλιά. -Τώρα το ξώδιο της περνάνε, κανείς, Κανείς δεν το ακολουθεί, μονάχα η μαυρομαντηλούσα η μάνα της, σκυφτή, βουβή. -Σε τάφο ανώνυμο την θάβουν την κόρη με τα ωραία μαλλιά. Σατά Ένας σκαφτιάς ρωτάει, -Ποια να ‘ταν; κι άλλος του λέει: -Κάποια Κυζικηνειά. -Ολοι οι Αρτακηνοί περιμένουν με ανυπομονησία κι ελπίδα την επιτροπή τους, που τους φαίνεται ότι αργούν πολύ. Η αναζήτηση Έναν αιώνα θεωρούν τις είκοσι μέρες που λείπουν. Τους έχει στείλει για να διαλέξουν το μέρος, που σκοπεύουν να ξανακτίσουν το χωριό τους. Θα επισκεφτούν όλα τα πιθανά ελληνικά μέρη, υποσχέθηκαν. Λίγοι είναι όμως οι αισιόδοξοι. Οι περισσότεροι έχουν απογοητευτεί. Θεωρούν ότι μέσα σ’ αυτούς τους θαλάμους θα τελειώσουν όλα. Πολλοί φεύγουν, έτσι από μόνοι τους, Περιπλανώμενοι οδοιπόροι του θρήνου και του σπαραγμού. Παίρνουν τις οικογένειές τους και βαδίζουν τα παράλια της Χαλκιδικής. Πάνε να ζήσουν στο άγνωστο. Άλλοι συγκεντρώνονται σ’ όποια πόλη ή χωριό τους δέχεται. Εκείνοι που είχαν χρήματα, έφυγαν πολύ πιο νωρίς, σε μεγαλουπόλεις του εσωτερικού και εξωτερικού. Αρκετοί όμως είναι αυτοί που επιμένουν, να φτιάξουν το δικό τους χωριό. Περιμένουν με λαχτάρα την πενταμελή επιτροπή των νοικοκυραίων που έστειλαν να επιλέξουν το μέρος της εγκατάστασης. Και να! Στις 23 Σεπτεμβρίου 1923 η επιτροπή που την αποτελούσαν σι (Σωκράτης Παπαζώτης, Μιλτιάδης Ψαθέρης, Κων/νος Θεολόγου, Κων/νος Μιλίδης και Νικόλαος Καζλαρής) ξαναγύρισε. Ατέλειωτα συμβούλια και συσκέψεις γίνονται. Προτείνουν την τοποθεσία Βουδούρη στην Εύβοια ως καταλληλότερη. Ομοιάζει πολύ λένε, με την δική τους Αρτάκη. Ο Ευβοικός, τους φάνηκε σαν το δικό τους Βόσπορο. Μόνο τα βουνά της περιοχής, είναι διαφορετικά απ’ τα δικά τους τα καταπράσινα, τα γεμάτα πηγές. Ξερά και πετρώδη βρήκαν τα βουνά της Εύβοιας. -Δεν πειράζει, φωνάζει κάποιος. -Σε μας είχε ευλογήσει ο Χριστός γι’ αυτό ακόμα και στα βουνά μας φύονταν καρποφόρα, εδώ ίσως ευλόγησε ο Πέτρος Η πορεία Φεύγουν από τα κολαστήρια της Θεσ/νίκης. Επιβιβάζονται στο Προποντίς, μεταφορικό πλοίο της εποχής. Έρχονται στο λιμάνι της Χαλκίδας. Η πλατεία του Αγίου Νικολάου γεμίζει από πρόσφυγες. Την άλλη κιόλας μέρα 25η Σεπτέμβρη. Τρείς χιλιάδες άνθρωποι, από τις δέκατρείς χιλιάδες κατοίκους, που είχε η Αρτάκη Κυζίκου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας του νομού Προύσας, φθάνουν εξουθενωμένοι. Δηλαδή μόνο το ένα τέταρτο των κατοίκων Αρτακιανών, έρχονται στην τοποθεσία «Βατώντα ή Πατώντα», τσιφλίκι του ναυάρχου ήρωα του 1821 Βουδούρη. Η μεταφορά έγινε με κάρα ή ποδαρόδρομο, ή με χαλκιδέικες βάρκες από και από πέτρες γέμισε ο τόπος. Χαμογελούν και συμφωνούν οι περισσότεροι. την Θάλασσα. Η τοποθεσία αιπείχε από την Χαλκίδα οχτώ χιλιόμετρα και συνδεόταν μ’ ένα κακοτράχαλο κατσικόδρομο, όλο αγκάθια και βάτα. Είναι ο σημερινός κεντρικός δρόμος που συνδέει την Χαλκίδα με την Βόρεια Εύβοια. «Κρανίου τόπο» ονομάζουν οι Αρτακηνοί το μέρος. Βράχια και μόνο βράχια είναι γεμάτος. Μια λακκούβα στην Παραλία, στην σημερινή «Πλατεία Πολυτεχνείου» είναι γεμάτη από έλη. Καινούριες εστίες μόλυνσης για τους εξαντλημένους πρόσφυγες. Σκόρπια κλήματα εδώ κι εκεί, από απεριποίητα αμπέλια. Ένα τείχος χώριζε το παραλιακό μέρος απ’ το υπόλοιπο και στο απέναντι ύψωμα, δέσποζε ολόλευκο και επιβλητικό το μνημείο της οικογένειας των Βουδούρηδων. Μια κυκλώπεια ξυλόπορτα του τείχους υπήρχε στο σημείο της αγοράς, στον σημερινό φούρνο του Μιτάφη. Ο λ’Ορό( Οι Αρτακηνοί ιδιαίτερα οι άνδρες έχουν πέσει σε περισσυλογή και απόγνωση. Βουβά κλάματα απογοήτευσης αντηχούν παντού. Αναφυλλητά, βόγγοι, αναθεματισμοί και κατάρες για τους υπεύθυνους ακούγονται, Και τότε να το Θαύμα! Οι γυναίκες σώζουν τους απογοητευμένους, από την τρέλα της απόγνωσης. Αρχίζουν τον χορό! Πιάνονται πολλοί κύκλοι,συνθέτουν στίχους εκείνης της στιγμής, τραγουδούν και χορεύουν ασταμάτητα. Χορεύουν και τα δάκρυα τους τρέχουν, μουσκεύουν τα στήθη τους. Δεν είναι τρέλα, ευαισθησία, επιπολαιότητα, αυτή τους η απρόσμενη συμπεριφορά. Είναι δύναμη και εξυπνάδα, ξεχυλίζει από μέσα τους και τις παροτρύει στο ξέφρενο χορό. Είναι χορός αρχαίας τραγωδίας, που μόνο Ελληνίδες ξέρουν να χορεύουν. Είναι Θάρρος, είναι σωτήριο φάρμακο εναντίον της απαισιοδοξίας των ανδρών τους. Με την συμπεριφορά τους, τονώνουν τους ευαίσθητους αρσενικούς, που σκέπτονται τις περιουσίες τους, που άφησαν στους Τούρκους, τους πεθαμένους τους, που αποχωρίστηκαν για πάντα, αυτά, που πρόκειται ν αντιμετωπίσουν. Η άγνοια Η Βουδούραινα δεν θέλει με τίποτα να δεχτεί τους πρόσφυγες στο πέτρινο τσιφλίκι της. Και μόνο η θέα τους λέει, της προκαλεί αποστροφή. Θεωρεί υποτιμητικό να συνδιαλεχθεί μ’ αυτούς τους ρακένδυτους.Αυτή διαφεντεύει τούτον τον τόπο, αυτή κάνει και το κουμάντο. Οι Αρτακηνοί περιμένουν και προσπαθούν, να την μεταπείσουν. Ύστερα από πολλά, δέχεται να μιλήσει μόνο με τον Μιλτιάδη Ψαθέρη. Φιλόσοφο γλωσσομαθή, λάτρη της Βυζαντινής μουσικής. Ήξερε να συνθέτει και να παίζει, όλα τα μουσικά όργανα της εποχής. Η αρχόντισσα, μετά από πολλές συναντήσεις, ανακαλύπτει ότι οι Έλληνες της Ιωνίας, δεν είναι αυτοί που νομίζει. Ζητιάνοι, ψωριάρηδες, καταπατητές του τσιφλικιού της, είναι εξευγενισμένοι, φιλότιμοι, με μόρφωση και ποιότητα! Δέχεται να γίνουν κύριοι ενός μέρους, που απαλλοτριώνει το Ελληνικό κράτος.Έτσι αρχίζει τις καλές σχέσεις μαζί τους. Αργότερα οι Αρτακηνές τεχνίτρες της ράβουν τα ωραιότερα φορέματα. Επίσης αυτές συμβουλεύεται για φαγητό και περιποίηση στους εκάστοτε φυλοξενουμένους της. Ο αγώνας ‘Ετσι όλοι οι Αρτακηνοί ρίχνονται με νύχια και με δόντια στον αγώνα της ξαναρίζωσης. Γυναίκες και άντρες, μετακινούν βράχους, βγάζουν όγκους από πέτρες και τις κάνουν μεγάλες στίβες. Με αυτές αργότερα θα κτιστεί η πόλη ολόκληρη. Προσπαθούν να ισοπεδώσουν, να βρούν χώμα. Ανοίγονται δρόμοι. Τότε αρχίζει και ο δρόμος προς Στενή. Όλοι δουλεύουν σκληρά. Με τη βαριοπούλα σπάζουν πέτρες σε χαλίκι. Πληρώνονται για το δρόμο της Στενής, μία δραχμή τη μέρα. Μεταφέρουν χιλιόμετρα τις πέτρες στην πλάτη. Σωστά καταναγκαστικά έργα θυμούνται. ‘Ενα μεγάλο λατομείο η περιοχή, ένα ανυποφόρο εργαστήρι πέτρας ο νέος τόπος, έως ότου γίνει κατοικίσιμος και βιώσιμος. Κίτρινοι από τις κακουχίες οι άνθρωποι ισχνοί, δουλεύουν μέρα και νύχτα για να φτιάξουν χωράφια και μποστάνια, να φυτέψουν δέντρα, να ψαρέψουν, να χτίσουν, να ζήσουν. Τα έλη μετέδιδαν την ελονοσία. Για να τα στερέψουν, φύτεψαν ευκαλύπτους. Σήμερα υψώνονται με πελώριους κορμούς, για να μας θυμίζουν τον αγώνα εκείνων, που θυσιάστηκαν για να βρούμε οι νεώτεροι σήμερα, ιδιαίτερη πατρίδα και ευκολότερη ζωή, μέσα σε μια όμορφη και πλούσια πόλη. Τρία χρόνια περνούν σε σκηνές. Βιώνουν τους χειρότερους χειμώνες της ζωής τους. Το χιόνι και οι βροχές μεταφέρουν τα φτωχικά τους υπάρχοντα στην φουσκωμένη θάλασσα. Ακόμα και τις ξύλινες κούνιες με τα μωρά τους έπαιρναν οι άγριοι χείμαρροι. Αλλοίμονο στην δύστυχη, βασανισμένη μάνα, που έτρεχε στα λασπόνερα και στις ακρογιαλιές να σώσει το μωρό της Ο νάδαρος Αγωνίζονται, φωνάζουν, στέλνουν αντιπροσώπους στην κυβέρνηση. Καταφέρνουν να πάρουν μικρά όμως δάνεια για σπίτια. Προσπαθούν οι αρχές να τους ξεγελάσουν, να παίξουν ακόμα και με την δυστυχία τους. Τους χτίζουν τα πρώτα σπίτια, με πλίνθους και χωρίς ασβέστη. Με τις πρώτες βροχές, οι πλίνθοι λιώνουν και τα σπίτια σωριάζονται. Οι Αρτακηνοί διαμαρτύρονται. Ο Μπεζάς είναι βουλευτής στην Χαλκίδα της Βενιζελικής Κυβέρνησης. ‘Ερχεται να δεί το χάλι και τα παράπονα των προσφύγων. Τους υπόσχεται πολλά, δεν κάνει όμως τίποτα. Ο Αρτακηνός ντελάλης διαλαλεί - Ού! Να σε πάρ’ η Διάβολος γάιδαρε Μπεζά. Μέχρι σήμερα οι Αρτακηνοί λέμε τον αδιάφορο και ψεύτη -ιΓδα Μπεζά (βσιά)». Τον τέταρτο χρόνο πιά, τα σπίτια χτίστηκαν καλύτερα. Επέτρεψαν στους Αρτακιανούς μαστόρους να κουμαντάρουν αυτοί το χτίσιμο των σπιτιών τους. Τα παληκάρια μας, έσβηναν τόνους ασβέστη στο ασβεστοκάμινο του λόφου, δίπλα στο «πέτρινο» βουνό. Κορίτσια και αγόρια μετέφερναν υλικά. Κανείς δεν έμενε αμέτοχος στον τιτάνειο αυτό οργασμό εργασίας. Ηπρόοδος Έτσι μετά από πολλά βάσανα, πολλή κούραση και μεγάλες θυσίες, στήθηκε το χωριό που το ονομάζουν ΝΕΑ ΑΡΤΑΚΗ. Τα τσαντήρια έγιναν επιτέλους σπίτια, με πέτρα και ασβέστη. Οι Πετρόλοφοι έγιναν χωράφια και μποστάνια. Η παρθένα Θάλασσα με τα Θαλάσσια προϊόντα της τάϊζε τους Αρτακηνούς και όλες τις τριγύρω περιοχές. Οι Αρτακηνοί ήταν θαλασσοτέχνες και ήξεραν καλά τα μυστικά της. Οι κήποι γέμισαν λουλούδια και δέντρα. Οι φωνές των παιδιών άρχισαν και πάλι αν αντηχούν χαρούμενες στις ασβεστωμένες αυλές. Οι Χαλκιδαίοι έμποροι, ο Βόλος, η Αθήνα και ο Πειραιάς, ζητούσαν να γνωρίσουν επίμονα, ποιό είναι αυτό το νεοσύστατο χωριό που γέμισε τις αγορές τους με καρπούζια, πεπόνια, ντομάτες και ψάρια. Οι Αρτακηνοί έκτισαν και μια πανέμορφη εκκλησία τους Δώδεκα Αποστόλους. Και ένα ωραιότατο Δημοτικό σχολείο, από τα ωραιότερα κτίρια της χώρας μας. Στα πρότυπα του δικού τους Αρρεναγωγείου. Δεν είχε φυσικά την επιβλητικότητα εκείνου του Ιωνικού κτιρίου, με τις δεκαπέντε πελώριες μαρμάρινες σκάλες και τις δώδεκα μεγάλες αίθουσες! Όλοι οι συμπατριώτες μας τότε, ήταν ίσοι μεταξύ τους. Δεν ξεχώριζαν οι πλούσιο από τους φτωχούς. Όλοι δούλευαν για να ζήσουν και να δημιουργήσουν ο καθένας στον τομέα του. Οι ι.ινήι.ιες Όμως, μέχρι το όνειρο των πρώτων Αρτακηνών να γίνει πραγματικότητα χάθηκαν πολλοί. Έφυγαν πονεμέναι, με αναπάντητα τα ερωτήματά τους και ανεξήγητες απορίες τους. Ξεψύχησαν με το γιατί στα χείλη. Γιατί; Τόσος πόνος σ’ αυτούς και τα παιδιά τους; Σε τι έφταιξαν για να πληρώσουν τόσο ακριβό τίμημα; Αναπάντητα μένουν όλα για αρκετά χρόνια, μέχρι να δώσει η ιστορία τις απαντήσεις της. Είμαι σίγουρη ότι χαίρονται οι ψυχές τους ό- ταν τους θυμόμαστε, ό- ταν γράφουμε και διηγούμαστε γι’ αυτούς. Όταν αυτοί που έφυγαν, ζούν στις καρδιές των ζωντανών. Είναι σαν να μην πέθαναν ποτέ. Όλοι γνωρίζουμε ότι χωρίς ρίζες, δένδρα δεν καρποφορούν. Το δέντρο των προγόνων μας Αρτακηνών, έχει βαθιές και γερές τις ρίζες του. Κρατά από τα χρόνια του Ομήρου. Απλώνονται στο Αιγαίο, περνούν την στενή λωρίδα του Ελλήσποντου και βυθίζονται στους μαρμάρινους βυθούς της Προποντίδας. Ο κορμός του είναι μια πανέμορφη, μοναδική χερσόνησος, που λέγεται Κύζικος και βρέχεται απ’ τα νερά του Βοσπόρου. Εκεί, υπάρχει ακόμα, η ιέρή πηγή η Αρτακία ή Πανάθο, που
Φανερωμένη

 εξυμνεί ο Όμηρος με γλαφυρότητα στην (Κ) ραψωδία του. Εκεί υπάρχουν ακόμα, τα λείψανα ιερού ναού, αφιερωμένος στον αυτοκράτορα Ανδριανό, τον καιρό της ακμής της Ρώμης. Εθεωρείτο σαν ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου. Φτιαγμένος από τα χέρια Κυζικηνών καλλιτεχνών, που ήξεραν να δουλεύουν περίτεχνα τον χρυσό και το μάρμαρο. Εκείνη η Αρτάκη, ήταν μεγάλο μητροπολιτικό κέντρο στην εποχή του Βυζαντίου και αξιόλογη πρωτεύουσα για πολλά χρόνια. Το φημισμένο από την αρχαιότητα λιμάνι της φιλοξενούσε ογδόντα έως εκατό, εμπορικά καράβια και ψαροκάικα, Αρτακηνών καραβοκύρηδων, έως την αρχή του αιώνα μας είχε ανθηρό εμπόριο κρασιών, λαδιών και μετάξης. Το άνθος και οι καρποί, του αιωνόβιου αυτού δέντρου, είναι η σημερινή Νέα Αρτάκη στην Εύβοια. Δεύτερη σε πλούτο Ελληνική πόλη, μετά την Καστοριά



                                              ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΤΑΚΗ ΣΤΗΝ ΚΥΖΙΚΟ


ΔΗΜΑΡΧΕΙΟ
ΑΡΤΑΚΙΑ ΚΡΗΝΗ




Δεν υπάρχουν σχόλια: