ΓΕΦΥΡΑ

eviahistοry.gr

Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2017

Η ΕΥΒΟΙΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ


Η ΕΥΒΟΙΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ



 (Τριάντα Χρόνια μετά τον θάνατό τον)
 Αντώνης Παύλου
Στις 13 Ιουλίου 1965 o Φ. Κόντογλου πεθαίνει στον Ευαγγελισμό Αθηνών. Κηδεύεται στο Α Νεκροταφείο Αθηνών, απ’ όπου τα οστά του μεταφέρονται αργότερα στο αγαπημένο του μοναστήρι της Νέας Μάκρης (όρος των Αμώμων).Ενα χρόνο νωρίτερα (1964) εκδίδει το τελευταίο του βιβλίο που έχει σχέση με την Εύβοια: «Βίος και ασματική ακολουθία του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών Ιωάννου του νέου Ομολογητού του Ρώσου του εν Προκοπίω της Καππαδοκίας
ενασκήσαντος» (βιο-βιβλιογραφικά του Κόντογλου, βλέπε ενδεικτικά: Ι. Μ. Χατζηφώτη, Φώτιος Κόντογλου. Η ζωή και το έργο του, Αθήνα (Γραμμή) 1978• Μνημονάριο του Φ. Κόντογλου, Τετράδια «Ευθύνης» (τχ. 23), 217-218 Βασ. Καλαμαρά, Εργοβιογραφία Φ. Κόντογλου, περ. «Διαβάζω», τχ. 113 (27-2-1985), 10-15•Π.Β. Πάσχου, Κόντογλου. Εισαγωγή στη Λογοτεχνία του μ’ ένα Επίμετρο Ανθολόγιο κειμένων του, Αθήνα (Αρμός) 1991, 52-56• Ο ΄Ελλην Φώτης Κόντογλου, περ. «Επτά Ημέρες» εφημ. «Καθημερινή», 9-7-95, 3-4).
Στη δεκαετία του 1920 γράφει για τη Χαλκίδα: «Αυτό το μέρος το συμπάθησα περισσότερο από άλλα, γιατί έχει κάποιο πράγμα που βρίσκει μια βαθιά ανταπόκριση μέσα μου, μ’ όλο που δεν μπορώ να την εξηγήσω με λόγια» (Φ. Κόντογλου. Ο Καστρολόγος (επιμ. Ι.Μ. Χατζηφώτης), Αθήνα (Εστία) 1981, 86). Για το λόγο τούτο διάβηκε και μελέτησε αυτό το νησί, την Εύβοια, περιλαμβάνοντάς το στο συγγραφικό και ζωγραφικό του έργο, με «τη χλιδή της περιγραφής και το λυρικό οίστρο του». Στον «Κατρολόγο» του δημοσιεύονται τα σχέδιά του: «Ο Βενετσιάνικος πύργος που ήτανε μια φορά στον Εύριπο» (86), «Καραμπαμπάς. Φρούριον παρά την Χαλκίδα. 1925» (89), «Χάρτης των κάστρων της Εύβοιας» (155), «Το κάστρον των Φύλλων και η Ριζοκαστελιώτισσα εν Ευβοία. Ιούνιος 1927» (156), «Δυο πύργοι μεσαιωνικοί παρά τα Φύλλα της Ευβοίας. 1928» (158), «Το λεγόμενο Παληόκαστρο, σε μια ώρα απάνω- κάτω από τ’ Αλιβέρι» (160), ενώ στο εξώφυλλο δημοσιεύεται σχέδιό του, που απεικονίζει τμήμα του Κάστρου του Καραμπαμπά με πολεμίστρα. Στην έκδοση «Οι ΄Ελληνες ζωγράφοι» (εκδ. Μέλισσα) δημοσιεύεται «Το μέρος της Χαλκίδας το λεγόμενο Βούρκος» (1929• επαναδημοσιεύεται στο αφιέρωμα του περιοδικού «Επτά Ημέρες» της εφημ. «Καθημερινή», ό.π., 27, όπου και προσωπογραφία του Μένου Φιλήντα (1924• ό.π., 7). Στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» (φλ. της 19-9-1927• ταξιδιωτική περιγραφή της Χαλκίδας που αναδημοσίευτηκε στο «Πανευβοϊκόν Βήμα» της Χαλκίδας, αρ. φλ. 2598 (15-11- 1990), 5 και 2599 (22-11-1990), 5) δημοσιεύει τα σκίτσα του: «Ο Καραμπαμπάς», «Η Τούρκικη Βίγλα του Βελήμπασα» και «Ο Εύριπος και η γέφυρά του, όπως είναι σήμερα». Ο καθηγητής Νίκος Ζίας μιλώντας για τον ζωγράφο Κόντογλου, και ειδικώτερα για την ελληνικότητα του έργου, σημειώνει: «Το μάθημα του Κόντογλου το πλατύτερο, που καλούσε στη διερεύνηση των αυτόχθονων ζωγραφικών στοιχείων είτε στη Βυζαντινή Τέχνη, όπως πίστευε ο ίδιος, είτε στη λαϊκή, όπως πίστευαν άλλοι, είτε και στην αρχαία ζωγραφική, όπως εύρισκαν μερικοί, είχε μεγάλη απήχηση σε σημαντικό αριθμό ζωγράφων που πάσχιζαν να βρουν και να εκφράσουν στην τέχνη τους Το αληθινό πρόσωπο του τόπου μας, όχι μόνο θεματογραφικά, αλλά κυρίως μορφολογικά, καθώς πιστεύανε ότι η συνένωση της μορφής και του περιεχομένου είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ελληνικής ιδιομορφίας. Η αναζήτηση αυτή της «Ελληνικότητας», που έγινε το κύριο αίτημα της γενιάς του ‘30, χρωστάει το βλάστημά της και στο σπόρο που αδιάκοπα και με αλύγιστο ζήλο έρριχνε ο Φ. Κόντογλου» (στο συλλογικό «Μνήμη Κόντογλου», Αθήνα (Αστήρ) 1975, 140). Στόν τρίτο τόμο των «έργων» του, με τίτλο «Η πονεμένη Ρωμιοσύνη» (Αθήνα (Αστέρας) 1984 (ΣΤ’ έκδοση) γράφει για την «Πολιορκία και το πάρσιμο της Χαλκίδας από τον Σουλτάν Μεμέτη στα 1470» (190-200) και στο, με γενικό τίτλο, κείμενό του «Οι Θησαυροί της αγιογραφίας μας», όπου παρουσιάζει Βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες απ’ όλη την Ελλάδα, σημειώνει και μερικές της Εύβοιας (ό.π., 130). Παραθέτω το Κείμενο πλήρες: «Απάνω στην Εύβοια υπάρχουνε τοιχογραφίες από τις πιο θαυμαστές. Από την εποχή των Παλαιολόγων σώζονται έργα σπουδαία στ’ Αλιβέρι, στο εκκλησάκι της Παναγίτσας και στη γκρεμνισμένη μονή της Μεταμορφώσεως, καθώς και στον Άγιο Νικόλα των Κορακιών, που κι αυτός, αλίμονο, θα πέσει γρήγορα, αν δεν έπεσε ακόμα. Κοντά στο Αυλωνάρι είναι η Μονή των Καρυών με εκκλησιά που είναι γεμάτη από αγιογραφίες. Αλλά και αυτή η εκκλησιά ψυχομαχά, αλίμονο, γιατί οι κολόνες της είναι ραγισμένες. Στο χωριό Κονίστρες υπάρχουνε και εκεί σπουδαίες τοιχογραφίες από τον καιρό των Παλαιολόγων, καθώς και στο χωριό Μακρυχώρι, που έχει τον Άγιο Δημήτριο. Το καταφρονεμένο χωριό που το λένε Σπηλιές είναι στολισμένο με την εκκλησιά της Οδηγήτριας που είναι ζωγραφισμένη με ατίμητες τοιχογραφίες που είναι κανωμένες στα 1311. ΄Ολη η Εύβοια είναι καταστολισμένη από πλήθος τέτοια αριστουργήματα, αλλά είναι παρατημένα στη λησμονιά αυτά τα σεβάσμια χτήρια, που, αν δεν γίνει τίποτα για να σωθούνε, γρήγορα θα γίνουνε σωροί από πέτρες. Δεν πρέπει να ξεχάσω και το μοναστήρι Γαλατάκι, κοντά στη Λίμνη, που είναι καταστολισμένο με τοιχογραφίες του ΙΣΤ΄ αιώνος». Στον «Καστρολόγο» του γράφει για το Κάστρο Χαλκίδας για το οποίο σημειώνει με πικρία: «Σήμερα απ’ αυτό το Κάστρο δεν υπάρχει ούτε πέτρα». Είχε ολοκληρωθεί πλέον το χρονικό της κατεδάφισης των τειχών και άλλων σημαντικών μεσαιωνικών μνημείων που έδιναν την ιδιαίτερη ταυτότητα της πόλης του Ευρίπου (Βλέπε Αντ. Παύλου, Σελίδες από τη Νεότερη Ιστορία της Χαλκίδας (1833-1944), Χαλκίδα 1994, 39-44). Οδηγό στην περιγραφή του χρησιμοποιεί τον Φλαμανδό περιηγητή Ο. Dapper, που επισκέφθηκε τη Χαλκίδα στις αρχές του Ι8ου αιώνα. Περιγράφει επίσης το «Κάστρο του Καρά-Μπαμπά» και τέλος δίνει μια καταπληκτική περιγραφή του πορθμού και της διαδικασίας ανοίγματός της γέφυρας: «‘Υστερα περνά ένα μικρό καΐκι, μια χιώτικη λεύκα, και πηγαίνει σαν σακατεμένη, φορτωμένη ίσαμε τα μπούνια. Ο καπετάνιος. ένας κοντός βρακάς μεσόκοπος, φωνάζει: «Γιακουμής Μπουρλής! Άγιος Νικόλαος! Για τους Ωρεούς!» (ό.π., 91• Το Κείμενο αυτό είναι το ίδιο - αν εξαιρέσουμε κάποιες ελαφρές μεταλλαγές - με την επιφυλλίδα του στο «Ελεύθερο Βήμα» του 1927). Σ’ άλλο σημείο του «Καστρολόγου» (155-159) γράφει λίγες σειρές για γνωστά κι άγνωστα ερείπια (πλέον) πύργων και κάστρων της Εύβοιας. Η αγάπη του Κόντογλου για τα Κάστρα δεν είναι τυχαία. “Στη θεματογραφία του συχνή-πυκνή είναι η αναφορά του και σε κουρσάρους, πειρατές, ναυμάχους, ΄Ελληνες και ξένους. Οι θάλασσες έφερναν τους πειρατές και τα κάστρα τους απέκρουαν” (Ι.Μ. Χατζηφώτη, Δέντρο Αγλαόκαρπο - Νέα μελετήματα για τη ζωή και το έργο του Φώτη Κόντογλου, Αθήνα 1988, 66-67): «έτσι εξηγείται το τρίιπυχο: θάλασσες-κάστρα-πειρατές, που δεσπόζει στο έργο του Κόντογλου και ανιχνεύεται μια τουλάχιστον πλευρά της εθνικής ιστορικής του συνείδησης». Συγκεκριμένα, αναφέρεται στα εξής «Φρούρια και άλλα ερείπια αρχαίων κτιρίων από όσα ευρίσκονται εις την Εύβοιαν»: Πύργο Αυλωναρίου, «Κάστρο Φιλάγρας», «Φρούριο Λάρμενα», ερείπια «κοντά τη λιμνη Δυστον», Πύργο Ζάρκων, Ερείπια και τείχος «αρχαίο, στο χ. Μανίκια», «Καστρο Στούρων», Φρούριο Καρύστου, «Παλιοκαστρί προς το ακρωτήριο Μανδήλι (το νοτιώτερο της Ευβοίας)», «Φρούριο Κλεισούρα», «Παλιόκαστρο στο δρόμο Αλιβερίου-Αυλωναρίου», Πύργο στο Τραχήλι, Κάστρο στα Θαρρούνια, Πύργο στο Κάδδι, Πύργο στο χ. Κουρουνιό, ερείπια του κάστρου Ωρεών, Πύργο στα Πολιτικά, «ερείπια της αρχαίας Ερέτριας», «Πύργοι φραγκικοί δυο, παρά το χ. Βασιλικό», Κάστρο των Φύλλων, Κάστρο της Χαλκίδας, «Κάστρο Λα Κούππα». Στη συλλογή θαλασσινών σελίδων του Κόντογλου (κυρίως από φύλλα διαφόρων εποχών της εφημ. «Ελευθερία») με τίτλο «Θάλασσες, καΐκια και καραβοκύρηδες» (πρόλογος-εισαγωγή επιμέλεια Ι.Μ. Χατζηφώτης, Αθήνα (Εστία) 1981) και συγκεκριμένα στο κείμενό του με τίτλο «Φουρτούνες στα ξερονήσια» μιλά για τη Νέα Αρτάκη και τους ανθρώπους της. Ιδιαίτερη μνεία κάνει για το Μένο Φιλήντα (122-124). Κλείνοντας τούτη τη μικρή περιδιάβαση στα κείμενα του «μεγάλου Μικρασιάτη ΄Ελληνα, του θρεμένου μ’ όλους τους μύθους και τις παραδόσεις, τις πλούσια φυτρωμένες στο τμήμα αυτό του Ελληνισμού που στήριξε στις δύσκολες και στις λαμπρές στιγμές του το Βυζάντιο, ενός απ’ τους πρωτοπόρους εκείνους εξερευνητές που ανακαλύψανε και νιώσαν βαθιά τη συνέχεια της Ελληνικής Παράδοσης, και τη ζωντάνια της, στο Πεδίο της τέχνης αλλά και της λογοτεχνίας» (Νίκου Ζία, Εκπλήσσει πάντα ο Φώτης Κόντογλου, εφημ. ΒΗΜΑ, 15.11.1987• Αλέξ. Ξύδης, Προτάσεις για την Ιστορία της Νεοελληνικής Τέχνης, τομ Α’ (διαμόρφωση-εξέλιξη), Αθήνα (Ολκός) 1976, 136• Χρ. Γιανναράς, Η Νεοελληνική Ταυτότητα, Αθήνα (Γρηγόρη) 1983, 8) να σημειώσουμε και πως ο «Αστρολάβος» του «ήτοι ένα παράξενον βιβλίον, όπου περιέχονται περίεργες ιστορίες και περιγραφές του συγγραφέως από διάφορα μέρη της γης» γράφτηκε «στο χωριό Προκόπι, απάνου στο νησί της Εύβοιας, το μήνα Ιούλιο 1934» και τυπώθηκε τον επόμενο χρόνο στην Κέρκυρα «διακοσμημένο με ζωγραφιές και στολίδια από τον Φώτη Κόντογλου και το μαθητή του Γιάννη Τσαρούχη».

Δεν υπάρχουν σχόλια: