ΝΙΜΠΟΡΙΟ
Τα πρώτα μου χρόνια
τ’ αξέχαστα τά-
ζησα κοντά στ’ ακρογιάλι, στη
θάλασσα
εκεί τη ρηχή και την ήμερη.
ΚΩΣΤΗΣ
ΠΑΛΑΜΑΣ
Κάθε
φορά που βλέπω κάποιον να παραπατάει τον τόπο του και να ξενιτεύεται, σκέφτομαι
πως μπορούν μαθές να βρίσκουνται άνθρωποι, να ‘χουνε το κουράγιο να στρέφουνε
την πλάτη τους στα χώματα που τους γεννήσανε και να φεύγουνε. Κάτι τέτοιο για
μένα μοιάζει με ψυχικόν αφανισμό. Όμως να, που μου έμελλε να πάρω στερνά κι εγώ
μια τέτοιον αναπάντεχην απόφαση. Να ξεκόψω από τον τόπο που με γέννησε και με
ανάθρεψε.
Κι ήτανε για μένανε τούτος ο
τόπος ένας μικρός παράδεισος. Γύρω να υψώνουνται τα βουνά στολισμένα κέδρα, σκίνα και πουρνάρια, ευλογία
καταπράσινη. Να κελαρύζουνε τα νερά στις ρεματιές, γιομάτες πλατάνια και
μυρτιές και να κελαϊδούνε τ’ αηδόνια και οι κορυδαλλοί, υφαίνοντας μελωδικούς
ύμνους στην πλάση. Στα ριζά τους ν’ απλώνεται χαρούμενη η λάκα με τα σπαρμένα
χωράφια και τους αγρότες να οργώνουνε τη
γής με τον άγιο ιδρώτα τους, να βοτανίζουν, να θερίζουν. Ολόγυρα το πλήθος οι
πολύχρονες ελιές, να πλέκουν φεγγερά
ασημένια στεφάνια οι φυλλωσιές τους. Και τα δυό λεμονοπερίβολα ν’
ανθοβολούν και να σκορπούνε μεθυστικό το
μύρο τους , τις νύχτες και τα πρωινά, αντάμα με το φλισκούνι, και τις
αλυγαριές. Κι εκειδά, κατάγιαλα, το πατρικό μου σπίτι, μοναχικό και λίγο πιο
μέσα έν’ άλλο. Αυτά μονάχα. Τίποτις άλλο. Πέρα, στα πλάγια, να ηχούνε τις
νύχτες τα κυπροκούδουνα απ’ τα γιδοπρόβατα και να λαλούν οι φλογέρες.
Τριγυρνά στο περιγιάλι, λευκή αμμουδιά, ολοκάθαρη,
πλυμένη απ’ το νοτιά, ν’ απλώνει την εμορφιά της και πάνου της οι τράτες να
καλάρουνε τα δίχτυα τους, ν’ ακούγεται ρυθμικό το τραγούδι των τρατάρηδων και ο
αχός των κουπιών τους, καθώς τα τρατοκάικα αυλάκωναν και θρυμάτιζαν τα γαλάζια
νερά του κόρφου. Στο μώλο ν’ αράζουν και
να ξεψαρίζουν τα δίχτυα τους οι ψαράδες. Πέρα ξανοίγονταν φωτεινοί να
γυαλοκοπάνε οι σμαραγδένιοι κάβοι, οι
μικροί όρμοι, και βαθιά καταμεσής του Ευβοϊκού, η Πλουταράδα, ν’ ανασαίνει το
μύρο της ασφάκας, ολάνθιστο φλουρί μεσοπέλαγα,
και να χαίρεται το τραγούδι των αμέριμνων και ευτυχισμένων γλάρων, έτσι
ως τους θυμάμαι να ‘ρχονται να μου τραγουδάνε και μένα καθημερινή και σκόλη.
Και ο Ευβοϊκός ήταν για μένα πάθος, πλάνταζε πάντα το στέρνο μου για τούτη τη
θάλασσα. Κάθε φορά που θυμάμαι τον Ευβοϊκό, ηχούν στ’ αφτιά μου οι στίχοι του
Σπύρου Κοκκίνη – παθιασμένου κι εκείνου για τούτη τη θάλασσα – «και θα κρατήσω
την αρμύρα σου στο στόμα μ’ ένα φιλί όλο μαϊστρο».
Μπροστά
στο μωλάκι του σπιτιού μας κατέβαινα τα πρωινά, πριχού να ξεμυτίσει ο ήλιος
στην αψηλή ράχη, ανασήκωνα το παντελόνι μου κι έπιανα χταπόδια και σουπιές με
το χέρι. Κάποτες και κανά θράψαλο που
ερχόταν στην άμμο, απελπισμένο απ’ τη ζήση του, να τα τινάξει! Έριχνα αρμίδι,
για κοκοβιούς, έφτιαχνα καραβάκια. Μάζευα πεταλίδες και παπούδες. Τράβαγα κουπί
στη βάρκα του πατέρα μου, ρίχναμε τα δίχτυα και ψαρεύαμε. Πάγαινα στις γύρω
μπρίνιες να βοσκήσω τις προβατίνες και τις μαλτέζες κατσίκες μας, μάζευα τη χαμάδα απ’ τις ελιές
μας · χούφτωνα την αγριάδα πίσω από τ’ αλέτρι, πάγαινα στα
κονάκια για τυρί· έδινα μακροβούτι απ’ το
μπαστούνι της μπρατσέρας σαν άραζε στο
κεφαλόσκαλο. Σκαρφάλωνα στο βαγονέτο που
διάβαινε ολημερίς στην αυλή μας κουβαλώντας απ’ το Πυργάρι τα μάρμαρα στο
μεγάλο μώλο. Κι έβρισκα ευχαρίστηση ν’ ακολουθάω τη μάνα μου κάθε βράδι στο
εκκλησάκι μας ν’ ανάβουμε τα καντήλια στον Προφητηλία.
Αυτός
ήτανε ο μικρός μου παράδεισος, το Νιμποριό, όπου ένιωσα τον εαυτό μου κι έζησα
τα παιδικά μου χρόνια, άλλοτες χαρούμενα, ξέγνοιαστα κι άλλοτες πονεμένα, κι
όπου, στερνά, κατάφευγα κάθε χρόνο να βρώ τη μοναξιά μου και να πάρω μερτικό
απ’ τη γαλήνη και την αψεγάδιαστη ακόμα εμορφιά του. Όμως η μοίρα του ξαφνικά,
βάρυνε. Ήρθανε δίσεχτοι καιροί, όπως δά σ’ όλα τ’ ακροθαλάσσια, παντού όπου
φτάνει ρόδα. Κάποιος έχτισε πλάι στον άμμο ένα μεγαθήριο κατασκεύασμα, που το
προόριζε για ξενοδοχείο, μα που αφέθηκε μισάχτιστο κι απόμεινε σκέλεθρο, όπου
παγαίνουν οι άνθρωποι για την «ανάγκη» τους.
Ήρθε
κατοπινά ο δρόμος απ’ το χωριό, που το γυρεύανε πως και τι, να φέρει λέει τον
«πολιτισμό». Πάτησε η ρόδα το ακροθαλάσσι και τον έφερε τον πολιτισμό! Ένας
ακρόβραχος πέρας το Σαρσανά, που στεκόταν εμπόδιο, τινάχτηκε στον αγέρα – τι
χρειαζότανε; - και τότες τετράκυλα και
δίκυκλα, «χωρίς περίσκεψη και δίχως
αιδώ», ορμήσανε πάνου στη χιονάτη
αμμουδιά, τη λέκιασαν με χαραγματιές και με πετρόλαδα. Πάνου στον άμμο
ανάψανε φωτιές, στήσανε τζάκια,
ψησταριές, το γιόμισαν καρβουνίδι, στάχτες
και κλαριά· κατέβασαν
πέτρες από τους τοίχους. Υψώσανε αντίσκηνα, στρώσανε κουρελούδες, φέρανε
τεντζερέδες να μαγερέψουνε κρέατα, ψάρια. Πετάξανε τ’ αποφάγια και τα λογίς
απορρίμματα πάνου στη χιονάτη απλωσιά. Έφερε κατόπι κι ο νοτιάς, θυμωμένος,
πάκο τα μαζούτια και τ’ απόθεσε στον άμμο, απερίσκεφτα και τούτος. Τα γύρω
χωράφια γιόμισαν χαρτιά που τά ‘χουνε ειπωμένα «υγείας» και σαν έπιανε να
φυσάει το μελτέμι, τα σήκωνε ανάερα, τ’ ανέμιζε, τα σβούριζε στον αγέρα και τά ‘κανε πρωτότυπους «χαρταετούς»!
Βούιξε ο τόπος από μπάλα και τρανζίστορ που δεν τ’ άντεχες. Στο περιαύλι του
Προφητηλία στήσανε αντίσκηνα, απλώσανε στρωσίδια, μπανιερά κι άλλα κάθε είδους
γυναικείες χρείες. Και σά λάβαιναν «ανάγκη», γυναίκες και άντρες, πάγαιναν στο
πίσω μέρος του «ιερού» της εκκλησιάς. Σαν στέγνωνε όξω γρήγορα ή σαπουνάδα, το
ξύρισμα γινόταν μες στην εκκλησιά κάτου απ’ τις εικόνες. Εκεί χώνονταν τη νύχτα
σαν ψύχραινε λίγο ο καιρός, για ύπνο. Τάχα μονάχα για ύπνο; Μπορεί, σίγουροι
πώς κάτι τέτοια δεν τα παραξηγάει ο γέροντας ασπρομάλλης, ο Προφητηλίας.
Απόμεροι θάμνοι ή βράχοι χρησίμευαν κάποτες για να βοηθάνε βιολογικά το
ανθρώπινο είδος! Κοντά σ’ αυτά ήρθανε και τα κρίς – κράφτ και βούιξε ο τόπος.
Πώς
να τ’ αντέξεις όλα τούτα; Και τούτος ο
δόλιος ο τόπος πώς να βαστάξει τις εκατοντάδες ανθρώπους που χύνονται απάνου
του, δίχως κανείς να νοιάζεται γι’ αυτόν; Οι δροσόχαρες ρεματιές γινήκανε βεσπασιανές. Δεν το άντεξα
πιότερο. Έκανα ένα γύρο στο Νιμποριό μου, αποχαιρέτησα το Μπαλαμπάνι, το
Μουζάκι και τους άλλους όρμους·
πήγα στερνή φορά στα λιόδεντρα της μάνας
μου, στο Στάλικου. Έφερα ένα γύρο στο περιβόλι με το πηγάδι, με τα οπωροφόρα
και τα καλλωπιστικά. Έφαγα το στερνό σύκο από τη γέρικη συκιά του πατέρα μου.
Άναψα ένα κερί στον Προφητηλία. Περπάτηξα
γυμνόποδος στερνή φορά στα βότσαλα της παιδικής μου θάλασσας. Έριξα μια ύστερη ματιά στην εικόνα της μάνας μου.
Τάχα θα μου συχωρέσει που την άφησα; Έσφιξα την καρδιά μου, σφούγγιξα κάποιο
δάκρυ που κύλησε κι έφυγα απ’ τον τόπο
μου κι απ’ το πατρικό μου σπίτι, όπου έζησαν και πέθαναν, πονεμένοι, ο πατέρας
μου και η μάνα μου. Τάθα θα το αντέξω να μην το ξαναδώ; Αχ, και να μπόραγα –
σαν θα ‘ρχόταν η ώρα - να ‘μενα
μεσοπέλαγα, έγκλειστος στην ερημιά της Πλατουράδας, να μου τραγουδάνε οι γλάροι
και ν’ ανασαίνω βαθιά το μελτέμι που θα ‘ρχεται ριγηλό απ’ το Νιμποριό μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου