ΑΛΙΒΕΡΙ
Αλιβέρι. Τόπος με μακραίωνη ιστορική
παρουσία. Μεγάλο εμπορικό, βιοτεχνικό και βιομηχανικό κέντρο της νοτιοκεντρικής
Εύβοιας. Έδρα του ακμάζοντος δήμου Ταμυνέων, ο οποίος πρωτοδημιουργήθηκε στα
1836, είχε ως πρώτο του δήμαρχο το Δ. Χρυσοστάλη και υπό τη δικαιοδοσία του: το
Τραχήλι, τα Θαρούνια, την Παναγία, το Παρθένι, τον Άγιο Ιωάννη, το
Κουστουμάλου, τη Μονή Καρυών, τον Άγιο Λουκά, το Λάτα, τα Κατακαλού και το
Γαβαλά / Βαρόνικο. Στη συνέχεια (το 1848), γίνεται διοικητική αναδιάταξη,
λαμβάνει την ονομασία δήμος
Δυστίων με έδρα το Αλιβέρι και έχει υπό τη σκέπη του 24 χωριά και οικισμούς, που προέρχονταν εν μέρει από
τον πρώην Δήμο Δυστίων με έδρα το Αυλωνάρι και εν μέρει τον προγενέστερο δήμο
Ταμυναίων. Και πάλι ο δήμος αυτός (Φ.Ε.Κ. 103/1896) αλλάζει ονομασία και
ξαναβαπτίζεται "δήμος Ταμυνείων",
ξαναπαίρνοντας την προγενέστερη ονομασία του, την οποία διατηρεί ως τα σήμερα είτε ως κοινοτικός
σχηματισμός (1912-1998) είτε ως
καποδιστριακός δήμος.
Το Αλιβέρι όταν πρωτόγινε έδρα
δήμου, ήταν ένας μικρός οικιστικός σχηματισμός, ο οποίος στα 1830 φέρεται να κατοικείται από 29
οικογένειες, ενώ σήμερα διαθέτει περίπου
10.000 κατοίκους (μαζί με τον Κάραβο, το
Μυλάκι, το Κατακαλού και το Λάτα).
Την ονομασία του το Αλιβέρι
εκτιμάται ότι την έλαβε είτε από κάποιον Τούρκο δυνάστη ονόματι Αλή Βερή ή Αλή
Βέρου είτε από κάποιον Βυζαντικό
άρχοντα του τόπου με το όνομα Αλήβερος
είτε από κάποιον φεουδάρχη της Ενετοκρατίας αποκαλούμενον Αλιβέριο είτε από το
αλιβερίσι (δοσοληψία εμπορευμάτων) που γινόταν στην περιοχή. Τέλος, ο Κ. Γουναρόπουλος, το συσχετίζει με το Αλαβούριον,
βασιζόμενος από μια σχετική αναφορά του
Χάρακα του Περγαμηνού.
Το ίδιο όνομα (Αλιβέρι) συναντάται
και στην περιοχή του Δοκού Χαλκίδας και στη Νέα Ιωνία Βόλου.
Όλες οι ενδείξεις φέρουν το Αλιβέρι
δημιουργημένο (στη σημερινή του έκταση) στα χρόνια της Φραγκοκρατίας και μάλιστα
γύρω από το σημείο όπου υπάρχει το παλαιότερο τμήμα του (ενοριακή περιφέρεια
Αγίου Γεωργίου και θέση ‘‘Μπροστινό’’).
Σε διάφορα σημεία του παράλιου και
μεσόγειου χώρου, που ξεδιπλώνεται παρά το οικιστικό κέντρο του Αλιβερίου,
υπάρχουν πλούσια αρχαιολογικά ευρήματα τα οποία σχετίζονται με τον ερετρικό
δήμο της Τάμυνας, την πόλη Πορθμός ή με άλλους προγενέστερους οικιστικούς
σχηματισμούς των προϊστορικών ή των
μεταγενέστερων χρόνων της αρχαιότητας.
Προϊστορικές εγκαταστάσεις στην
ταμυναϊκή λεκάνη έχουν εντοπισθεί στις θέσεις : Μαγούλα Καράβου, Λιβάδι, Μυλάκι,
Μακριά Ράχη και Μεσονήσι.
Η Μαγούλα Καράβου ήταν "η
σημαντικότερη Μεσοελλαδική και
Υστεροελλαδική εγκατάσταση της περιοχής"
και συνολικά της Νότιας Εύβοιας. Είναι
ένα μαστοειδές εξόγκωμα ευρισκόμενο, διακόσια μέτρα βορείως του Α.Η.Σ. Αλιβερίου, στο οποίο έχουν εντοπιστεί: μινύεια όστρακα (θραύσματα αγγείων), ειδώλια ζώων, πλούσιο –της ΜΕ και Μυκηναϊκής
εποχής – οικοδομικό υλικό σε έκταση 100 Χ 150 μέτρων, σωρεύσεις σκουριάς από την κατεργασία
μετάλλων. Εκτιμάται πως ήταν σημαντικό κέντρο επεξεργασίας μετάλλων της
Μυκηναϊκής εποχής και ότι ο ίδιος τόπος φιλοξένησε στη συνέχεια τη λαμπρή πόλη
Πορθμός.
Στη Μακριά Ράχη (λοφίσκος βόρεια του
Μυλακίου και σε κοντινή απόσταση από τον εθνικό δρόμο Χαλκίδας-Λεπούρων- Κύμης)
το 1945 βρέθηκαν: οστά της Προϊστορικής εποχής, αιχμές βελών από οψιανό, άφθονη
ποσότητα οψιανού, λεπίδες, πυρήνες και απολεπίσματα, νεολιθικά όστρακα και
λείψανα οικιστικών εγκαταστάσεων διαδοχικών
φάσεων της ΠΕ, ΝΕ και μεταγενέστερων χρόνων.
Στο Λιβάδι (ανατολικά του δρόμου
Αλιβερίου – Καράβου) έχουν εντοπιστεί: θαλαμοειδής τάφος και μυκηναϊκά αγγεία.
Στο Μυλάκι (κοντά στον Α.Η.Σ)
βρεθήκανε όστρακα νεολιθικής εποχής, αιχμές βελών από οψιανό, λεπίδες, πυρήνες
και απολεπίσματα οψιανού, καθώς και
σημαντικά ευρήματα μεταγενέστερων εποχών, για τα οποία θα γίνει λόγος στη
συνέχεια με τις αναφορές μας στο ζήτημα του Πορθμού.
Στο Μεσονήσι η εύρεση "ενός
εκπληκτικού αριθμού εργαλείων από οψιανό,
λεπίδες και απολεπίσματα, δηλώνει την πιθανή ύπαρξη εργαστηρίου" επεξεργασίας του υλικού.
Επίσης, σ’ αυτόν το λοφίσκο που ίσως παλαιότερα περιβαλλόταν από θάλασσα και
υφάλμυρα ύδατα, έχουν περισυλλεγεί και πολλά όστρακα.
Ο τόπος τούτος φαίνεται πως ήταν "ένα
κέντρο εισαγωγής" οψιανού (μαζί με τη Μάνικα και την Αμάρυνθο). Ο οψιανός
προερχόταν από τη Μήλο και ήταν ηφαιστειογενές υλικό.
Για τις προαναφερθείσες εγκαταστάσεις
ο αρχαιολόγος Αδαμάντιος Σάμψων στο σύγγραμμά του ‘‘Η Νεολιθική και
Πρωτοελλαδική Ι στην Εύβοια’’, σημειώνει:
«Οι προϊστορικές θέσεις Μυλάκι,
Μισονήσι, Ριζόπυργος είχανε επισημανθεί πρώτα από το Θεοχάρη και βρίσκονται
στον Κάραβο. Τελαυταία, σε απογυμνωμένη έκταση βρέθηκε σ’ ένα ακρωτήρι δυτικά του Καράβου, κοντά στο
εκκλησάκι της Παναγίας και μια άλλη στο Ρίφι, που βρίσκεται στη μέση της
δυτικής παραλίας του Αλιβερίου.
Κεραμική: Είναι πολύ φθαρμένη. Η
σύσταση του πηλού όμοια με των Θαρουνίων και την Παξιμάδα Καρύστου (της ΤΝ ΙΙ
περιόδου).
Λίθινα: ‘‘Το πλήθος του οψιανού
δείχνει ότι το Αλιβέρι ήταν ένα από τα κυριότερα κέντρα εισαγωγής και
κατεργασίας του προϊόντος. Από το Ριζόπυργο
προέρχονται πολλές αιχμές βελών και λεπίδες. Επειδή στην περιοχή
υπάρχουν και μεταγενέστερα προϊστορικά λείψανα, δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι
για τη χρονολόγηση των οψιανών.
(…) Ένα μεγάλο μέρος των οικισμών της
ΤΝ (3300–2500 π.Χ.) βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα ή σε ακρωτήρια, όπως στο
Αλιβέρι. Μερικοί απ’ αυτούς βρίσκονται
σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα, (…) ενώ αρκετοί στο εσωτερικό σε ορεινά ή δύσβατα μέρη. (…) Η
διείσδυση στο εσωτερικό του νησιού δείχνει τάσεις για την εκμετάλλευση των
φυσικών πηγών πλούτου. Η κτηνοτροφία και το κυνήγι είναι δυο ισχυρά κίνητρα.
Ίσως, πρόκειται για μικρούς καταυλισμούς, που έχουν άμεσες παραγωγικές σχέσεις
με μεγαλύτερους οικισμούς των πεδιάδων ή των παραλίων (Αλιβέρι, Μαγούλα
Λαμπούσας, Μαγούλα Ερέτριας.) Ιδιαίτερες τάσεις για ανάπτυξη αγροτικών οικισμών
δεν υπάρχουν και
φαίνεται ότι η
στροφή των κατοίκων της εποχής προς τη θάλασσα είναι εντονότερη τώρα απ’ ότι
στις προηγούμενες φάσεις.»
Άλλες Προϊστορικές και Νεολιθικές
θέσεις στην περιοχή Αλιβερίου βρίσκονται: στο Πλάτωμα , στον Άγιο Ιωάννη, στον
Ποντικό, στην Αγία Βαρβάρα, στην Παναγιά του Καράβου και στο Ρίφι.
Τα σημεία οίκησης των
προαναφερθέντων περιόδων για ποικίλους λόγους παρέμεναν σταθερά ή σε άλλες
φάσεις άλλαζαν. Από τις θέσεις αυτές
αποδεδειγμένα κατοικούνταν ανελλιπώς
- έστω σε μικρή απόσταση από τις παλαιές –
οι δυο πρώτες, στις οποίες φαίνεται πως άκμασε και η πόλη Πορθμός ή κατ’
άλλους των Ταμυνών, με πιθανότερη εκδοχή την πρώτη.
Για τούτες τις αρχαίες πόλεις οι
αρχαίες πηγές μας πληροφορούν πως:
"Εν δε τη Ερετρική πόλις ην
Ταμύναι, ιερά Απόλλωνος. Αδμήτου δε ίδρυμα λέγεται το ιερόν, παρ’ ω θητεύσαι λέγουσι τον θεόν αυτόν
πλησίον, του Πορθμού". (Στράβων 448-10)
«Πόλις εστίν εν Ευβοία εν τη χώρα των
Ερετριέων αι Ταμύναι, ένθα ιερόν Απόλλωνος, ως οίτε τα Ευβοϊκά γράψαντες
μαρτυρούσι και Σιμωνίδης εν τω εις
Λυσίμαχον τον Ερετριέα θρήνον.»
(Αρποκρατίων)
"Τάμυνα, πόλις Ερετρίας. Εξ’
αυτού λέγεται, και Ταμυναίος ούτω γαρ ο Ζευς εν αυτώ τιμάται".
Επομένως, οι πηγές αυτές κάνουν λόγο
για την πόλη των Ταμυνών, η οποία έχει
δύο τουλάχιστο ιερά τεμένη (αυτά του φωτοδότη θεού Απόλλωνα και του
πατέρα Θεών και ανθρώπων Δία). Συνάμα, ανήκει – ως δήμος – στην ισχυρή πόλη-κράτος
της Ερέτριας και βρίσκεται πλησίον του Πορθμού, τον οποίο θέλουν μια πόλη στον
τόπο που αναφερόμαστε. Μάλιστα πολλοί
μελετητές (ανάμεσά τους και ο Θεοχάρης)
θεωρούν πως Πορθμός και (ή) οι Ταμύνες,
βρίσκονταν στην περιοχή του Α.Η.Σ. Αλιβερίου, όπου και έχουν εντοπιστεί
σημαντικότατα αρχαιολογικά ευρήματα όλων των ιστορικών φάσεων από την Προϊστορική έως και τη
Βυζαντινή εποχή.
Εφ’ όσον "τους μυκηναϊκούς οικισμούς Μαγούλας και
Μυλακίου διαδέχτηκε ο ιστορικός οικισμός Πορθμός και τούτον κατά την
Τουρκοκρατία ο σημερινός Κάραβος και το Αλιβέρι" πού τελικά βρίσκονταν οι
γειτονικές του Ταμύνες;
Μήπως οι Ταμύνες κοσμούσαν το δυτικό
άκρο της λεκάνης του Αλιβερίου σε λοφίσκο όπου έχουν βρεθεί οι βάσεις οχυρού των κλασικών χρόνων, ενώ τα
ιερά τεμένη βρίσκονταν στον παράλιο
κάμπο της περιοχής Ρίφι, θαμμένα – σήμερα – κάτω από τα πλούσια προσχωσιγενή εδάφη της
περιοχής;
Ετούτη η άποψη είναι – κατά τη γνώμη
μας – σύμφωνη και με τη βιωματική
αφήγηση του Αισχύνη για τη μάχη του Φωκίωνα
και των αντιπάλων του υπό τον Καλλία: "Επειδή δε τάχιστα εις Ταμύνας
παρήλθομεν, και το Κοτύλαιον ονομαζόμενον όρος υπερεβάλομεν..." Και είναι
από εκεί τόσο κοντινό το όρος Κοτύλαιο (Σερβούνι)... Μόλις, μια ανάσα δρόμος.
Τώρα, αναφορικά με τον Πορθμό,
φαίνεται πως ταυτίζεται με τα ευρήματα της θέσεως Ματσουκέλλα, στο χώρο
κατασκευής του εργοστασίου της Δ.Ε.Η. και πέριξ αυτού.
Εδώ,
(όπου υπήρχε και το ιερό του Αδμήτου, εραστή του Ηρακλή και βασιλιά των
Φερών, τον οποίο Ηρακλή ο Δίας υποχρέωσε μετά τη θανάτωση των Κυκλώπων να τον
υπηρετήσει – σ’ αυτόν τον παράκτιο ειδυλλιακό τόπο – επί ένα έτος), έχουν
ανακαλυφθεί ευρήματα της προϊστορικής έως και της Μεσαιωνικής εποχής: ‘‘Τάφοι,
λήκυθοι, ρυτά, λύχνος, ειδώλια, βάρη υφαντικά, γυάλινα φιαλίδια’’, ‘‘μυκηναϊκός
λακοειδής τάφος, προτρωικός οικισμός, λείψανα του ναού του Απόλλωνα, του 4ου
π.Χ. αιώνα’’ σημαντικός αριθμός ενεπίγραφων
επιτάφιων στηλών της κλασικής περιόδου, αρχιτεκτονικά μέλη φρουριακού
συγκροτήματος, λείψανα διαφόρων οικοδομημάτων της κλασικής και εντεύθεν εποχής,
ρωμαϊκό λουτρικό συγκρότημα, τμήματα χριστιανικών λατρευτικών οικοδομημάτων (στοιχείο
ενισχυτικό «της πιθανότητας να ήταν εγκατεστημένη στον οικισμό και η έδρα της
Μητροπόλεως του Πορθμού»), η οποία συμμετείχε στην Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο της
Κων/πόλεως (το 553 μ.Χ.).
Σχετικά, ο λόγιος Μητροπολίτης
Αθηνών του 18ου αιώνα Μελέτιος έγραφε: «(…) Και ο Πορθμός πόλις ποτέ με θρόνον επισκόπου υπό του Αθηνών
Μητροπολίτου (επιτηρούμενη), Πόρτινα
κοινώς καλουμένη.»
Πόρτινο είναι η ονομασία του μεσαιωνικού φρουρίου της
περιοχής που βρίσκεται σε λόφο 170 μ.
και αλλιώς ονομαζόταν: Ριζόκαστρο, Protino, Protamo,
Potiso, Portmos, Portimo. Σε κοντινό σημείο με το κάστρο
αυτό βρίσκεται και ο ενετικός πύργος στο χώρο της Δ.Ε.Η., που η παράδοση θέλει –τα
δυο τους – να επικοινωνούν μεταξύ τους με υπόγεια στοά.
Ο τόπος του Πορθμού (που στην
αρχαιότητα φαίνεται πως υπήρχε και ανάλογος φυσικός σχηματισμός, καθώς η
θάλασσα εισχωρούσε εις βάθος, φθάνοντας
ίσως ως το Λογγό και τα Κοκκινόγια, στο βοριοανατολικό τμήμα του Αλιβερίου),
καθώς και αυτός των Ταμυνών στα χρόνια των εμφύλιων αντιπαραθέσεων της αρχαιότητας, έγιναν θέατρο
πολεμικών συγκρούσεων και θύμα της μανίας των μισθοφόρων του Ιππόνικου, που
θεωρείται πως τον κατέσκαψαν εκ θεμελίων.
Βρισκόμαστε σε χρόνους ακμής της ταμυναϊκής πολιτείας , στην οποία υπήρχαν λαμπρά ιερά
και άλλα οικοδομήματα, τελούνταν πανελλήνιας εμβέλειας γυμνικοί αθλητικοί
αγώνες προς τιμήν του φωτοδότη θεού Απόλλωνα, ιππικοί αγώνες στον "ιππόδρομον
των εν Ταμύναις", μουσικοί αγώνες
υπό τον τίτλο ‘‘Ταμύνεια’’ και σημαντικές εορταστικές εκδηλώσεις λατρείας προς τους
μέγιστους θεούς του τόπου.
Σχετικά, αρχαία επιγραφή που βρέθηκε
στο Αλιβέρι, ανάμεσα στ’ άλλα αναφέρει: «Πολεμάρχου Ευθυππίδου αγωνωθέτου των
Ταμυνείων Βουλάρχου του Χαρίδα, οι δε ενίκων. Εγκώμιον εις τον Απόλλωνα.
(…)ημός Κραταιμένου Ερετριεύς (…) Αριστώναξ Αριστώνακτος Πάφιος από Κύπρου
κήρυκας.»
Τότε, λοιπόν, στα 348 π.Χ. ο Μακεδόνας βασιλιάς Φίλιππος ο Β΄ υποκινεί
εξέγερση κατά του ολιγαρχικού άρχοντα του κράτους της Ερέτριας Πλουτάρχου.
Επικεφαλής του κινήματος τίθεται ο
αντίπαλός του Κλείταρχος, ο οποίος έχει μαζί του τον Καλλία της Χαλκίδας και
τον αδερφό του Ταυροσθένη που ηγούνταν μισθοφόρων από τη Φωκίδα. Οι Αθηναίοι
εκστρατεύουν στην Εύβοια μετά από παράκληση του Πλουτάρχου για να τον
βοηθήσουν. Του αθηναϊκού εκστρατευτικού σώματος επίλεκτων ιππέων και οπλιτών
ηγείται ο στρατηγός Φωκίων, ο οποίος αποβιβάζεται στην περιοχή των Ταμυνών.
Εκεί, καταφθάνουν οι δυνάμεις των Κλειτάρχου, Καλλία και Ταυροσθένη, οι οποίες περικυκλώνουν τις αθηναϊκές σε μειονεκτικό
γι’ αυτές σημείο. Όμως, ο Φωκίων με σημαντικό μέρος των δυνάμεών του
απαγκιστρώνεται και καταλαμβάνει έναν λόφο, ο οποίος χωρίζεται από την πεδιάδα
με βαθιά χαράδρα. Σ’ αυτόν τον " (…) παρά τον ιππόδρομον τον εν Ταμύναις…."
τόπο θα δοθεί η μεταξύ τους αποφασιστική μάχη, στην οποία αρχικά – μετά από μια
βεβιασμένη κίνηση των υπό τον Πλούταρχον δυνάμεων – έφερνε νικητές τους Ευβοείς συμμάχους του Καλλία,
στη συνέχεια όμως η αντεπίθεση των αθηναϊκών στρατευμάτων φέρνει σε δυσχερή
θέση τους συνασπισμένους Ευβοείς με αποτέλεσμα τη συνθηκολόγηση.
Ακολούθως, ο Φωκίων κινείται προς
την περιοχή της λίμνης του Δύστου, όπου και εκυρίευσε και το φρούριο των
Ζαρήτρων (Ζαράκων).
Λίγα χρόνια μετά (στα 342 π.Χ.) η
φιλομακεδονική μερίδα της Ερέτριας εκδιώκει από την πόλη τούς φιλαθηναίους, οι
οποίοι καταφεύγουν στον Πορθμό. Εκεί, το καλοκαίρι του ιδίου έτους
καταφθάνουν χίλιοι Αθηναίοι (κατ’ άλλους
πέντε χιλιάδες) μισθοφόροι του Φιλίππου Β΄ υπό τον Ιππόνικο, οι οποίοι
καταλαμβάνουν το οχυρό και το κατασκάπτουν, ίσως, εκ θεμελίων.
Φαίνεται πως στη συνέχεια ο Πορθμός
ανοικοδομήθηκε εκ νέου και έφθασε να μνημονεύεται στους χάρτες του Μεσαίωνα με
τα ονόματα που προαναφέρθηκαν και η περιοχή του να ελέγχεται από τη φεουδαρχική
οικογένεια των Protimo,
από την οποία κατάγεται και ο τελευταίος Λατίνος Αρχιεπίσκοπος των Αθηνών πριν
την κατάληψή τους από τους Τούρκους στα 1452.
Κατά τη βυζαντινή περίοδο επί των
ναών των Ελλήνων και με χρήση αρχιτεκτονικών
μελών τους και εδώ στον Πορθμό κατασκευάζονται χριστιανικοί ναοί,
γεγονός που αποδεικνύεται από την ανεύρεση σημαντικών τμημάτων τους στο χώρο
του Α.Η.Σ . Ετούτα τα ευρήματα
πιθανολογείται πως προέρχονται από τα επισκοπικά τμήματα του Πορθμού, ο οποίος
εκτιμάται πως δέχεται μεγάλο πλήγμα (στα
1470) από τα αφηνιασμένα στίφη του Οθωμανού
επίδοξου αφανιστή των λαών της Ανατολικής Μεσογείου Μωάμεθ Β΄. Ο Γιάγκος Τσαούσης κάνει λόγο για
εξανδραποδισμό των κατοίκων του Πορθμού και σφαγιασμού του επισκόπου του. Ο
ίδιος συγγραφέας εκτιμά πως η χαριστική βολή του Πορθμού πρέπει να δόθηκε κατά
τις συγκρούσεις μεταξύ Οθωμανών και των Ενετών του Μοροζίνι στα 1688.
Άλλα χριστιανικά οικοδομήματα της ίδιας
περιόδου, που εντοπίστηκαν στην περιοχή του Πορθμού – Ταμυνών – Αλιβερίου, είναι τα ακόλουθα:
Ι. Η Παναγίτσα Αλιβερίου, η οποία
κτίστηκε στα 1393 μ.Χ. Είναι λιθόκτιστος ναΐσκος και ευρίσκεται σε πανοραμικό λοφίσκο
υψομέτρου 60 μέτρων εντός της πρωτεύουσας του Δήμου Ταμυνέων, όπισθεν του Ο.Τ.Ε. Για
την κατασκευή του ναΐσκου της Κοιμήσεως της Θεοτόκου κυρίως χρησιμοποιήθηκε αρχιτεκτονικό υλικό
προερχόμενο από ναό των κλασικών χρόνων. Μάλιστα, επάνω από τη νότια είσοδο
βρίσκεται εντοιχισμένο θραύσμα επιτύμβιας στήλης του 4ου π.Χ. αιώνα με
αετωματική επίστεψη, διακοσμημένη με δύο ρόδακες και έχουχα χαραγμένη την
επιγραφή ‘‘Κλεαρίστη Καλλίππου’’. Ο ζωγραφικός διάκοσμος του ναΐσκου, που
τελέστηκε την ίδια περίοδο με την κατασκευή του, σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση,
παρά την πυρκαγιά που έπληξε κάποτε το χώρο. Η Παναγίτσα Αλιβερίου είχε
κτήτορες τον ιερέα Σταμάτιο (‘‘που πιθανότατα ήταν κάποιος άγνωστος λόγιος της
εποχής’’) και τη σύζυγό του Ειρήνη.
Ήταν, μάλιστα , κοιμητηριακού χαρακτήρα
ναΐσκος. (Μελίτα Εμμανουήλ ‘‘Ο ναός της
Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Αλιβέρι’’, τόμος ΛΕ΄της Εταιρείας Ευβοϊκών Σπουδών)
ΙΙ. Η "Κόκκινη Εκκλησία",
που είναι αφιερωμένη στον Άγιο Δημήτριο, βρίσκεται σε λοφίσκο (θέση Λιούγκος)
ΝΔ από τα Κατακαλού και σε απόσταση 2,5
χμ. περίπου από τον οικισμό. Κατά την παράδοση φέρεται να έχει κτιστεί τον 11ο
αιώνα Ονομάστηκε έτσι από την κοκκινωπή
πέτρα και το δομικό συνδετικό υλικό (τουβλάκια και τριμμένο κεραμίδι,
κορασάνι) με τα οποία έχει δομηθεί. Στην
κόγχη του ιερού έχουν εντοιχιστεί πολλά αρχαία μάρμαρα. Στο λοφίσκο της
Κοκκινοκκλησιάς έχουν περισυλλεγεί και προϊστορικά όστρακα νεολιθικού τόπου. Οι
τοιχογραφίες του ναΐσκου είναι εντελώς φθαρμένες.
Μεταγενέστερης κατασκευής ετούτων
είναι οι ναΐσκοι του Αγίου Δημητρίου (16ος αιώνας) και Αγίου Νικολάου (17ος αιώνας),
καθώς και οι δυο κεντρικές εκκλησίες του Αλιβερίου (Άγιος Γεώργιος και Αγία
Μαρίνα, στη μνήμη της οποίας
διοργανώνεται και η ετήσια τριήμερη εμποροπανήγυρη). Με την κατασκευή του Αγίου
Γεωργίου συνδέεται ο "χορός της Καμάρας", οι στίχοι του οποίου είναι
μια παραλλαγή του δημοτικού τραγουδιού ‘‘Της Άρτας το γιοφύρι’’. Το χορευτικό
αυτό δρώμενο πραγματοποιείται κατ’ έτος
τη δεύτερη μέρα του Πάσχα.
Εκτός των προαναφερθέντων
αξιομνημόνευτων κτισμάτων ή ευρημάτων
της περιοχής Αλιβερίου, που πλάστηκαν προ αιώνων, είναι και ετούτα:
Ι. Θέση Κουτουρλάρου. Ερείπια
παλαιοχριστιανικού ναού του 7ου ή 8ου μ.Χ. αιώνα.
Στην περιοχή αυτή, που γειτονεύει με
τον αρχαιολογικό χώρο του Πορθμού (θέση Ματσουκέλλα), υπάρχει ο ναός της
Ζωοδόχου Πηγής όπου ο εμπορικός σύλλογος
Αλιβερίου τελεί λατρευτικές και εορταστικές εκδηλώσεις. Εκεί, παλαιότερα υπήρχε
τρεχούμενο νερό και πιθανολογείται πως στον ίδιο χώρο υπήρχε αρχαιοελληνικό καθαρτήριο ιερό.
ΙΙ. Θέση Κακή Σκάλα. "Εκεί υπάρχει τείχος που σχηματίζει
γωνία και αποτελείται από μεγάλες
ορθογώνιες πέτρες". Έχει μήκος 7.50 μ. , πλάτος 5μ. και διατηρημένο ύψος 1,20 –
1,30 μ.
Ο Wallace λέει πως πρόκειται ίσως για "ίχνη φρουρίου ή
πύργου".
Στην ίδια περιοχή υπάρχει αρχαίος
πλακόστρωτος αμαξιτός δρόμος, υποστηριγμένος στα απόκρημνα σημεία του από
κυκλώπεια τείχη "λείψανα των οποίων σώζονταν ως το 1920, όταν
κατασκευάστηκε η νέα εθνική οδός, που τα
επιχωμάτισε."
ΙΙΙ. Θέση υψώματος Ρίφι. Λείψανα οικοδομήματος σχήματος
τετραγώνου με πλευρά 9,10 μ. Είναι, κατά τον Αδ.
Σάμψων, του 4ου π.Χ. αιώνα. Το Ρίφι βρίσκεται σε λοφίσκο ύψους 40 μέτρων , και το
ταυτίζει με πύργο. Πλησίον του βρέθηκαν
και ερείπια ναΐσκου.
IV. Θέση Τροχάλα. Λείψανα
οικοδομήματος όμοιας με το προηγούμενο μορφής και σε κοντινό προς αυτό
απόσταση.
V.Θέση Κάμπος. Σε γειτονική των προηγούμενων λοφώδη παρά τον
αμαξιτό δρόμο περιοχή οικοδόμημα της κλασικής εποχής διαστάσεων 7Χ3 μέτρων.
VI. Ενετικός πύργος εντός των εγκαταστάσεων της Δ.Ε.Η.
VII. Φυλάκη. « Ανατολικά του Ριζόκαστρου. Λείψανα αρχαίου
οικισμού. Εκεί, πιθανόν να ήταν το τέρμα των ‘‘Ερετριακών Αρτεμισίων’’ αγώνων.
Ο αγώνας γινόταν στην απόσταση: ‘‘Τει Μεταξύ και τει Φυλακεί’’. Η αφετηρία ήταν
κοντά στο ναό της Αρτέμιδας στην περιφέρεια ‘‘Τει Μεταξύ’’ του Μεσόχωρου της
Ερέτριας και το τέρμα στην περιοχή ‘‘Τει Φυλακεί’’, όπου πιθανόν βρισκόταν
άλλος ναός της Αρτέμιδας’’, ο οποίος όμως –ίσως – βρισκόταν στη Δάφνη. Στους
αγώνες συμμετείχαν όλοι οι κάτοικοι της ερετρικής χώρας.» (Γιάγκος Τσαούσης,
‘‘Ευβοϊκή Εγκυκλοπαίδεια’’)
Στην περιοχή έχουν εντοπιστεί:
οψιανός, λεπίδες, αιχμές βελών.
VIIΙ. Ενετικό φρούριο Ριζόκαστρο. Βρίσκονται κοντά στις
εγκαταστάσεις της Δ.Ε.Η. και τον
αρχαιολογικό χώρο του – πιθανολογούμενου – Πορθμού, ο οποίος "αφανίστηκε
στο τέλος της Φραγκοκρατίας (1470) κι έδωσε τη θέση του στο Αλιβέρι". Μάλιστα
το φρούριο ετούτο, το οποίο είναι "η παλαιότερη φράγκικη οχύρωση",
βρίσκεται σε λόφο ύψους 170
μέτρων . Την ονομασία του θεωρείται πως την έλαβε από τον
τελευταίο Ενετό διοικητή του νησιού
Πάολο Ερίζο .
Ετούτο το κάστρο στα χρόνια του ’21
θα γίνει πόλος έλξης και θέατρο αγώνα για τους αντιμαχομένους, καθώς εδώ, αλλά
και στη γύρω χώρα του Αλιβερίου συνέβησαν
καθοριστικά γεγονότα για τον
έλεγχο της περιοχής και κατ’ ακολουθία ολάκερης της Καρυστίας. Για αυτά, θα αναφερθούμε στην ενότητα που ακολουθεί.
Από εδώ σύμφωνα με τον Αρχιμανδρίτη
Ναθαναήλ Ιωάννου ξεκίνησε η πρώτη αντίδραση κατά των Τούρκων στην Καρυστία,
όταν έφθασαν στο Αλιβέρι δυο Τούρκοι απεσταλμένοι από τον φρούραρχο της Καρύστου και ζητούσαν ένα πλοιάριο για να περάσουν στην Αττική, όπου βρισκόταν ο
Τούρκος διοικητής Ομέρ Μπέης της Καρύστου, με την προοπτική να τον ειδοποιήσουν
για την εμφάνιση ελληνικών πλοίων στο Νότιο Ευβοϊκό. Κάτι τέτοιο δε συνέβη, γιατί «τα
πλοιάρια εγύμνωσε πρότερον ο του Ευρίπου Πρωτοσύγκελλος και
εσύναξε εν τινι αποθήκη τα τε πανία και
κωπία αυτών» κι έτσι αποφεύχθηκε –προσωρινά – η ειδοποίηση του Ομέρ.
Εν τω μεταξύ (μέσα Ιουλίου του 1821),
έχει συναφθεί η πρώτη μεγάλη πολεμική ενέργεια της Επαναστάσεως για την
Καρυστία στον κάμπο των Λεπούρων, όπου συγκρούστηκαν οι δυνάμεις των Κυμαίων
επαναστατών με τις τούρκικες του
Παλαιοχωρίου Λεπούρων. Εν συνεχεία, ο "Καρύστου επίσκοπος Νεόφυτος
στρατολογήσας εις τας νήσους Άνδρον,
Τύνου και άλλας, έφθασεν κατά τας Αρχάς Αυγούστου και απέβη εις Αλιβέριον, οι
δε από χωρίον εις χωρίον περιφερόμενοι
οπλαρχηγοί (Βάσος Μαυροβουνιώτης και Ράντος) έσπευσαν και ηνώθησαν μετ’ αυτού εις Αληβέριον". Εκεί, ο Νεόφυτος
που διέμενε στην υδραίικη γολέτα του Τομπάζη, παρέμεινε για 3 ή 4 ημέρες και
έπειτα ακτοπλοϊκώς απέπλευσε για τα
Στύρα, όπου οι δυνάμεις του στις 12
Αυγούστου 1821 έπαθαν πανωλεθρία.
Τον επόμενο μήνα ορίζεται ο αρχηγός
των νοτιοευβοϊκών στρατευμάτων ο Νικόλαος
Κριεζώτης, ενώ το Νοέμβρη του ’21 ο Οδυσσέας Ανδρούτσος εκδηλώνει την επιθυμία
να ηγηθεί του εγχειρήματος απελευθέρωσης της Καρύστου, κινήσεις που –δυστυχώς– ουσιαστικά
απορρίπτονται από το Νεόφυτο. Και μάλιστα, σε μια εποχή που ορδές του Ομέρ μπέη
έχουν σαρώσει την περιοχή και μέρος τους στρατοπεδεύει στο Αλιβέρι. Στη
συνέχεια, τέλος του έτους, οι ενωμένες δυνάμεις
των Κριεζώτη και Μαυροβουνιώτη γίνονται κύριοι του Ριζόκαστρου.
Ακολούθως, στις 5 Ιανουαρίου 1822,
διεκπεραιώνονται με πλοία από τον Κάλαμο
Αττικής στην Καρυστία οι δυνάμεις των Μανιατών υπό τον Ηλία Μαυρομιχάλη, τον
οποίο ο Νεόφυτος έχει καλέσει και εμπιστεύεται
ως ηγέτη των επαναστατών για το νοτιοευβοϊκό χώρο. Σύντομα οι δυνάμεις
αυτές (άλλες από ξηρά και άλλες από
θάλασσα), φθάνουν στα Στύρα, όπου συνέβη
ο τραγικός θάνατος του Ηλία Μαυρομιχάλη και κάποιων συντρόφων του .
Καθώς, το Αλιβέρι τείνει να μετατραπεί σε: στρατόπεδο προετοιμασίας,
ανεφοδιασμού, περιθάλψεως ("παρέλαβαν
δε και είκοσι πέντε πληγωμένους εντός μικρού ακατίου, όπως μετεφέρουσιν αυτούς
εις το Αλιβέριον και θεραπευθώσιν")
και εξορμήσεως για την εκδίωξη του Ομέρμπεη από το οχυρότατο κάστρο της Καρύστου, καταφθάνουν στις 14 Γενάρη 1822
οι δυνάμεις του Ανδρούτσου, τις οποίες προθύμως συντρέχουν με τρόφιμα, νομίσματα
κ.τ.λ. οι κάτοικοι της περιοχής που τόσο θαύμαζαν τη μεγαλοσύνη του Οδυσσέα και
τόσα προσδοκούσαν από την έλευσή του στο νησί. Εκεί, οι τριακόσιοι του γίνονται
χίλιοι πεντακόσιοι και σε λίγες μέρες καταφθάνει στην Κάρυστο την οποία στενά
πολιορκεί, αλλά οι μηχανορραφίες του Κωλέττη συνεπικουρούμενες από τη σφοδρή χιονοθύελλα, τον αποτρέπουν να
εκπληρώσει το όνειρό του. Συνάμα, οι επαναστάτες υποχρεώνονται εκ των πραγμάτων
να διαλύσουν το στρατόπεδο – ορμητήριο που εδρεύει στο Αλιβέρι.
Το τελευταίο δίμηνο του ιδίου έτους το Αλιβέρι θα ξαναβρεθεί στα χέρια του Κριεζώτη, εμπλεκόμενο όμως στη
δίνη του εμφυλίου, καθώς εκεί καταφεύγει
αυτός με τις δυνάμεις του, διωκόμενος
από τις κωλεττικές του Διαμαντή από τον
Όλυμπο.
"Αφού δε
απεσύρθησαν εκ Καρυστίας οι Ολυμπίται
του Διαμαντή (…), ο Ν. Κριεζώτης εγκατέλειπε τα χωρία Αλιβέριον, Άγιον Λουκάν
και Άγιον Ιωάννην (….) και κατέλαβεν το Παλαιοχώριον" Λεπούρων, όπου
σχημάτισε στρατόπεδο 2.500 ανδρών και το Μάρτη του ’23 εκστράτευσε κατά της
Καρύστου.
Το 1823 είναι μια μαύρη χρονιά για
την Εύβοια καθώς οι δυνάμεις του Μπερκόφτσαλη στη βορειοκεντρική Εύβοια και των 10.000 γενιστάρων στη νοτιοκεντρική σαρώνουν τα πάντα. Τότε, Ανδρούτσος και
Κριεζώτης αποφασίζουν εκ νέου να δράσουν συντονισμένα για να σώσουν την
επανάσταση. Αρχικά, συγκεντρώνουν τα στρατεύματά τους στην Κέα και από εκεί, ο
μεν Κριεζώτης με πλοία του Ψαριανού Καλάρη φθάνει κοντά στην Κάρυστο, ο δε
Οδυσσέας με άλλα 5 ψαριανά αποβιβάζεται στο Αλιβέρι (17-11-1823) και
καταλαμβάνει τον ενετικό πύργο του Καράβου, όπου τοποθετεί τηλεβόλο. Εκεί, θα
έλθει λίγο αργότερα και ο Κριεζώτης, ο οποίος με διακόσιους άνδρες του θα
καταλάβει το Ριζόκαστρο, όπου και οχυρώνεται. Την ίδια στιγμή " ο Ομέρ
πασάς κατείχε το Αλιβέριον, την προς βορράν πεδιάδα του Πύργου, λόφους και το Κουτουρλάρον".
Από εκεί, επιχειρεί κατάληψη των δυο
οχυρών, αλλ’ αποτυγχάνει . Εκείνες τις
ημέρες ο Κριεζώτης προσβάλλεται από πανώλη, καταφεύγει στο Καλέντζι για
θεραπεία και από εκεί στην Κέα. Οι Έλληνες για ν’ αντιμετωπίσουν τους σφοδρούς
κανονιοβολισμούς του Ομέρ, σύρουν δύο κανόνια που έχουν στα πλοία, τα
τοποθετούν στα δύο οχυρά που κατέχουν και έτσι καταφέρουν να αποκρούουν τις
επιθέσεις των Τούρκων, οι οποίοι φέρνουν νέες ενισχύσεις από τη Χαλκίδα με
ηγέτη το γαμπρό του Ομέρμπεη Ιουσούφ Σελικτάραγα. Αυτός βρίσκεται σε δύσκολη θέση, καθώς κυκλώνεται από
ελληνικές δυνάμεις που έχει εγκαταστήσει ο Δυσσέας στην περιοχή της Ερέτριας.
Το γεγονός το πληροφορείται ο Ομέρ, παίρνει το κύριο μέρος του στρατεύματός του
και διαμέσου της ορεινής ατραπού Αγίου Λουκά – Παρθενίου –Γυμνού, σπεύδει για
διάσωσή του, πράγμα που καταφέρνει. Μαζί του έχει και το γέρο πρόκριτο των
Κριεζών Καραγιάννη, τον οποίο λιθοβολεί και θανατώνει στην περιοχή της Κακιάς
Σκάλας. Ακολούθως, οι επαναστάτες
εφορμούν κατά των λιγοστών τούρκικων δυνάμεων που παραμένουν στο Αλιβέρι, τις
συντρίβουν και οικειοποιούνται τον
πλούσιο εξοπλισμό του στρατοπέδου τους που είχε εγκαταλείψει ο Ομέρ για να
κινηθεί τάχιστα προς διάσωση του Σελιχτάραγα.
Το επόμενο έτος (Μάης 1824) ο
οπλαρχηγός Κοντοκώστας στρατολογεί 50 παλικάρια από την περιοχή Αυλωναρίου "ίνα καταλάβει την προς την Χαλκίδα οδόν του
Αλιβερίου (Κακήν Σκάλαν) ως εμπροσθοφυλακή, το δε Αλιβέριον να το καταλάβει ο
Βάσσος, και ούτως να εμποδίσει την εκ της Χαλκίδος έξοδον των Τούρκων",
των κινουμένων προς την Κάρυστο, την οποία στενά πολιορκεί ο Νικόλαος Κριεζώτης. Σε λίγο, όμως,
ματαιώνονται αυτά τα σχέδια και πριν παρέλθουν πολλές ημέρες "το Αλιβέριον
κατελήφθη και εγέμισε από στρατού γενιτσαρικού", ο οποίος μόλις είχε
αφιχθεί στη Χαλκίδα, αριθμούσε περί τις
8.000, και έσπευδε σε ενίσχυση του Ομέρ, στην Κάρυστο. Έκτοτε, "εν
Αλιβερίω και μέχρι Ξηροχωρίου (Ιστιαίας) παντού στρατός" οθωμανικός κι όλη
η Εύβοια ευρίσκεται στο έλεος των άγριων διαθέσεων του Ομέρμπεη – που αναβαθμίζεται
σε πασά – και των συν αυτώ.
Κατά την επαναστατική περίοδο μια
προσωπικότητα από το Αλιβέρι, ο Δημ.
Παλαιολόγος, έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως, καθώς αρχικά ορίστηκε μέλος της
δωδεκαμελούς επιτροπής συγκέντρωσης και διαχείρισης των αναγκαίων προμηθειών για το
πολυπληθέστερο στρατόπεδο του ’21 στην περιοχή (Παλαιοχώρι Λεπούρων, Οκτ. 1822
– Μάρτης 1823) και στη συνέχεια εκπρόσωπος (πληρεξούσιος) του ευβοϊκού λαού στην 3η
Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (Απρίλης
1826).
Τρία χρόνια μετά (στις 2/6/29), κατά
την ιστορική μάχη του Ανηφορίτη (Ριτσώνα) σώζει το Νικόλα Κριεζώτη «ο εξ Αληβέρου ανδρείος στρατιώτης Νικόλαος
Κούκκος, ο οποίος πρώτον έκοψεν την χείραν (του Τούρκου), είτα τον λαιμόν και
(έτσι) απήλλαξεν τον αρχηγόν υπό βεβαίου θανάτου.» Το τέλος του Αγώνα βρίσκει
το Ν. Κούκκο να φέρει το βαθμό του Υπολοχαγού.
Τη λευτεριά του το Αλιβέρι την
αποκτά το Μάρτη / Απρίλη του 1833, εποχή που οι Τούρκοι παραδίδουν τα κλειδιά
της ευβοϊκής πρωτεύουσας στον εκπρόσωπο
της ελληνικής κυβερνήσεως Ιάκωβο Ρίζο Νερουλό.
Αμέσως μετά, αρχίζει μια νέα,
ελπιδοφόρα περίοδος, καθώς το Αλιβέρι, γίνεται πρωτεύουσα ενός εκ των 12
ευβοϊκών δήμων (Δήμος Ταμυνείων) με πρώτον – διορισμένο – δήμαρχό του το Δ.
Χρυσοστάλη (ΦΕΚ 28/12/1836) και από το 1848 (Β.Δ. 21/2/48) έδρα του Δήμου
Δυστίων. Είναι η εποχή που το Αυλωνάρι από πρωτεύουσα του Δήμου Δυστίων,
βαφτίζεται σε πρωτεύουσα του δήμου Ταμυναίων
και τούτο γιατί ήδη έχουν αρχίσει
οι φιλολογικές συζητήσεις για το εάν ο αρχαίος ερετριακός δήμος των
Ταμυνών βρισκόταν στη λεκάνη του Αλιβερίου ή στην πεδιάδα του Αυλωναρίου, καθώς
εκεί (Ιτέα Αυλωναρίου) ανευρέθησαν " αρχιτεκτονικά μέλη (…) τα οποία ,
κατά τους ανασκαφείς, ίσως ανήκουν στο ναό του Ταμυναίου Απόλλωνα" και "θραύσμα
αγωνιστικού καταλόγου σχετικού με τα Ταμύνεια, στο οποίο πιθανότατα να
προσδιορίζεται η θέση του Ιπποδρόμου"
και από την άλλη " στο Αλιβέρι και ιδιαίτερα στον Κάραβο (….) επιγραφές,
στις οποίες γίνεται μνεία του Απόλλωνος και των Ταμυνείων, που διεξάγονταν ίσως προς τιμήν του", "Απόσπασμα
ιερού νόμου του Απόλλωνος", "Όρο ιερού", " Κατάλογο των
Ταμυνείων αγώνων", (1ος π.Χ. αιώνας), "αναθηματικές
επιγραφές προς τιμήν της Αρτέμιδας, του Απόλλωνος και της Λητούς", "επιγραφές
πολιτών που ευρέθησαν στην ταμυναϊκή περιφέρεια
με τη σύντμηση ΤΑΜΙ, ΤΑΜΥ, ΤΑΜ
και ΤΑ", κ.ά.
Τη σύγχυση για την ακριβή θέση της
αρχαίας Τάμυνας τροφοδότησε και η ανακάλυψη 50 πήλινων αγαλματιδίων στο
βορειοανατολικό παράλιο τμήμα των Στύρων, που ονομάζεται Αμυνού ή Ταμυνού.
«Πιθανώς δε η λέξις Ταμυνού προήλθεν από του Ταμυναίου Διός ή Απόλλωνος και εκ
των ερειπίων ίσως ενταύθα να ην η πόλις
Τάμυνα.» (Κ. Γουναρόπουλος)
Την περίοδο αυτή ξεκινούν στο
Αλιβέρι και οι πρώτες συστηματικές έρευνες για τα λιγνιτοφόρα κοιτάσματα της
περιοχής, των οποίων η πρώτη εξόρυξη θα
πραγματοποιηθεί στα 1873. Στη συνέχεια, το 1917, ιδρύεται η "Ανώνυμος
Εταιρεία Ανθρακωρυχείων Αλιβερίου", η οποία εκμεταλλεύεται τον ορυκτό
άνθρακα, παράγοντας "μπρικέττες
υψηλής θερμαντικής απόδοσης και – με
απόσταξη – υγρόπισσα και άλλα χημικά προϊόντα και πρώτες ύλες για βιομηχανική
χρήση". Συνάμα, ξεκινά η βιομηχανική ανάπτυξη, η οποία μεγιστοποιείται με
την εγκατάσταση του εργοστασίου της Δ.Ε.Η. στον Κάραβο, που λειτουργεί αρχικά
(από το 1953) ως ατμοηλεκτρικό χρησιμοποιώντας ως καύσιμο υλικό το κάρβουνο του
Αγίου Λουκά και στη συνέχεια ως
θερμοηλεκτρικό με καύσιμο υλικό το πετρέλαιο ή το κοκ. Ακολουθεί η
εγκατάσταση της «ΒΙΔΟΜΕΤ» και της
τσιμεντοβιομηχανίας ΑΓΕΤ – ΗΡΑΚΛΗΣ στα χρόνια της Μεταπολιτεύσεως.
Κατά τις πρώτες δεκαετίες του ελευθέρου βίου οι δρόμοι στην περιοχή
ήταν ανύπαρκτοι. Μονοπάτια ουσιαστικά ή
χωματόδρομοι υπήρχαν που διέρχονταν από δύσκολα σημεία και οι διαδρομές ήταν πολύ κοπιαστικές και
πολύωρες ("Αλιβέρι – Κύμη ώρας 9,25") . Η πρώτη απόφαση "περί
κατασκευής επαρχιακής οδού από Κύμης εις
Κάρυστον" λαμβάνεται στις 25/1/1843, η οποία προβλέπει: " Να κατασκευαστεί αμαξωτή
από Κύμης εις Κάρυστον επαρχιακή οδός δαπάνης της Επαρχίας Καρυστίας"…
Δέκα
και πλέον έτη μετά (10-5-1856, ΦΕΚ 18), νέα οδοιπορία: "Εγκρίνομεν
να χαρακτηρισθώσιν επαρχιακοί οδοί: Η από Κύμης δια του δήμου Κοτυλαίων(…)
διευθυνομένην εις Λάλα, ένθα η οδός θα
λάβει μίαν διεύθυνσιν εις Αλιβέριον και
ετέραν εις Κάρυστον δια των χωρίων Κριεζήν, Κόσκινα, Αλμυροποτάμου και Στύρων".
Τρεις δεκαετίες μετά (Σεπ. 1881, εφημερίδα "Εύριπος"): «(….) Εβαδίσαμεν δια της νέας χαραχθείσας
άμαξιτής δημοσίας οδού, ήτις πρόκειται να συνδέσει τους λιμένας Αλιβερίου και
Κύμης. Το πρώτον τμήμα της (….) είναι προ πολλού τελειωμένον, αι δε εργασίαν
εξακολουθούσιν ήδη εις το δεύτερον όπερ άρχεται από της Λαμπούσης θέσεως
πλησίον του χωρίου Λέπουρα και λήγει κατά τον Άγιον Δημήτριον Αυλωναρίου».
«Τη δεκαετία του 1890 υπάρχει άμαξα (λεωφορείο) που κάνει
τη διαδρομή Κύμη – Αλιβέρι. Από το Αλιβέρι οι επιβάτες παίρνουν το πλοίο είτε
για Πειραιά είτε για Χαλκίδα, αφού η διαδρομή Αλιβέρι–Βάθεια είναι ακόμα
δύσβατο μονοπάτι. Ο δρόμος αυτός διανοίγεται το 1914-16 ύστερα από πιέσεις των
εμπόρων της Χαλκίδας, που θέλουν να
‘‘ανοίξει’’ για αυτούς η αγορά της Καρυστίας.»
Μα ο δρόμος καλά κρατεί: «Από Κύμης
εις Κάρυστον 20 ώρας. Από της οδού προ της Μαγούλας και μετά το χωρίον Λέπουρα
μέχρι του χωρίου Κριεζών λεπτά 30΄. Εκείθεν μέχρι τα Ζάρκα 3.20 ώρας. Εκείθεν μέχρι Στύρων 3.30. (…) Από
Χαλκίδος μέχρι Κύμης εθνική η οδός ωρών 18.15. Ήτοι εκ Χαλκίδος μέχρι Βασιλικόν
2 ώρας. Εκείθεν μέχρι Ερετρίας 2.24 ώρας και εκείθεν μέχρι Βαθείας 2 ώρας. Εκ
Βαθείας μέχρι Καράβου 3. Εκείθεν μέχρι Αληβέρου λεπτά 20. Εκ του επινείου μέχρι
Μπελουσίων 1.6. Εκείθεν μέχρις Μαγούλης (Λεπούρων) 1.15…» (Κ. Γουναρόπουλου ‘‘Ιστορία της νήσου
Ευβοίας’’, έκδοση του 1930)
«Το
1952 ιδρύεται το ΚΤΕΛ Εύβοιας (….) Το ταξίδι από την Κύμη έως την
πρωτεύουσα, που γινόταν από τον Κάραβο Αλιβερίου που απ’ εκεί με φέριμποτ περνούσε στους Αγίους Αποστόλους Αττικής,
διαρκούσε περίπου 5 με 6 ώρες.»
Λίγο πριν (στις 13 Γενάρη του 1944)
στην περιοχή της Κακιάς Σκάλας έχει
συναφθεί σκληρή μάχη των Ελλήνων Ανταρτών
με τις κατοχικές δυνάμεις που διέρχονται την περιοχή δι’
αυτοκινητοπομπής. Οι απώλειες των
Γερμανών είναι 11 νεκροί και 8 τραυματίες, ενώ των Ελλήνων ‘‘εις’’. Ο ΕΝΑΣ. Ο αρχηγός της διμοιρίας των Ελλήνων
Μαυροβουνιώτης, «που ήταν, κατά το συμπολεμιστή του Τάσο Παπαποστόλου, αγνός
αγωνιστής και άνθρωπος, ίδιος με το Χριστό». Χρόνους μετά, κατά τη δεκαετία του
2000 και επί δημαρχίας Κατερίνας Καράπα, κατασκευάστηκε – στον τόπο της θυσίας
του Μαυροβουνιώτη – ανδριάντας ευγνωμοσύνης και τιμής προς αυτό το λαμπρό
παλικάρι, που είχε πολεμήσει με αυτοθυσία και στα χιλιόδοξα βουνά της Πίνδου
κατά την επική εποχή του ’40.
Την ίδια περίοδο, οι κατοχικές
δυνάμεις δημιουργούν ισχυρές μονάδες Ταγματασφαλιτών από εντόπιους "οι οποίες
στην ύπαιθρο της Εύβοιας έκαναν εκτελέσεις, εμπρησμούς χωρίων, λεηλασίες και
βιασμούς" υπηρετώντας πιστά τους
εντολοδόχους τους. Έτσι, οι Αντάρτες τους χτυπούν και στο Αλιβέρι, όπου το
αποτέλεσμα είναι τραγικότατο. Δεκατέσσερις πολίτες του Αλιβερίου πέφτουν νεκροί.
Ανάμεσά τους και ο καταγόμενος από τα Λέπουρα Νικόλαος Αθ. Παπανικολάου.
Στη μετακατοχική περίοδο το Αλιβέρι
(το οποίο αγνοούν οι οθωμανικοί φορολογικοί κατάλογοι του 1474 και 1521, στα χρόνια του ’21 είναι
ένας μικρός και ασήμαντος οικισμός, μα ήδη
στα 1856 έχει ανοδική πορεία με 544 κατοίκους), πραγματοποιεί μια
ραγδαία πληθυσμιακή, οικιστική και οικονομική ανάπτυξη, η οποία κυρίως
οφείλεται στο εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και συνεπικουρικά στις άλλες βιομηχανικές και βιοτεχνικές
εγκαταστάσεις της περιοχής, καθώς και στις
δεκάδες εμπορικές επιχειρήσεις του τόπου. Αποτέλεσμα του
γεγονότος, το Αλιβέρι αναδεικνύεται σε κομβικό και πολύσημο κέντρο της επαρχίας
Καρυστίας.
Αρωγός σ’ ετούτη την προσπάθεια και
ο λιμένας του Καράβου, ο οποίος κατά την τελευταία δεκαπενταετία έχει
μετατραπεί σε θέρετρο και τόπος
ψυχαγωγίας για την ευρύτερη περιοχή του Αλιβερίου. Είναι ο τόπος του ιστορικού Πορθμού και των
περισσοτέρων αρχαιολογικών ευρημάτων της περιοχής Αλιβερίου, καθώς και ο τόπος
φιλοξενίας των μεγάλων βιομηχανικών
μονάδων του Αλιβερίου.
Μια κατάλληλη ανάδειξη των
αρχαιοτήτων, καθώς και των παλαιών βιομηχανικών μονάδων του τόπου, σε συνάρτηση
με το δραστικό περιορισμό του ρυπαντικού φορτίου των εν ενεργεία εργοστασιακών
μονάδων, θα συνέβαλε τα μέγιστα στην ποιότητα ζωής των κατοίκων της περιοχής
και στην ισόρροπη ανάπτυξή της.
Το Αλιβέρι, καθώς είναι διοικητικό
κέντρο της περιοχής, φιλοξενεί στο έδαφός του: το Δημαρχείο του δήμου
Ταμυναίων, το Κέντρο Υγείας της περιοχής, Δημοτικά Σχολεία (το πρώτο των οποίων
ιδρύθηκε στις 18/3/1845), Γυμνάσια και Λύκεια, Κεντρικές Υπηρεσίες της Δ.Ε.Η.,
παράρτημα του Τμήματος Συγκοινωνιών,
Λιμενικό και Αστυνομικό Τμήμα και άλλες υπηρεσίες.
Στον ίδιο τόπο υπάρχουν πολλοί
σύλλογοι και φορείς, παράρτημα της Εταιρείας Ευβοϊκών Σπουδών, χορωδιακά και
χορευτικά σχήματα, η ιστορική ποδοσφαιρική ομάδα ‘‘Ταμυναϊκός’’, ο Αθλητικός
Όμιλος ‘‘Α.Ο. Αστέρας’’, ο Ναυτικός Όμιλος Καράβου, κ.ά.
Το Αλιβέρι υπήρξε τόπος καταγωγής ή
δραστηριοποίησης σημαντικών προσωπικοτήτων. Ανάμεσά τους: οι ζωγράφοι Γιάννης
Πετρούτσος και Γιάννης Μητράκας, οι ποιητές Βούλης Γλάρος, Κων/νος Μπιμπίκας,
Βασίλης Πετράκης και Κ Χατζόπουλος, ο σκηνοθέτης Σταύρος Ιωάννου, ο επί τρεις
τετραετίες δήμαρχός του Λάζαρος Χρυσοστάλης, ο Σχολικός Σύμβουλος Παναγιώτης Κατέβας, κ.ά.
Αξιοθέατα του Αλιβερίου: Οι
Ενετικοί πύργοι Μυλακίου και Καράβου, οι βυζαντινές ή νεότερες εκκλησίες του,
τα αρχαιολογικά ευρήματα που μνημονεύσαμε, οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις του
Καράβου (Δ.Ε.Η., Σαπωνοποιείο Καπνίση, ΑΓΕΤ), το επίνειό του Κάραβος με τον
επιβλητικό λοφίσκο του στην περιοχή του Λιμεναρχείου, τα απομεινάρια του ενός
εκ των τεσσάρων ανεμόμυλών του στην περιοχή Κοκκινόγεια (όπου άλλοτε υπήρχε
μυλοσειρά τριών εξ αυτών), το περίτεχνο – μαρμάρινο – Ηρώον, τα παλιά
νεοκλασικά κτίρια της πόλεως, οι παλιές
εργατικές κατοικίες και οι αντίστοιχες του προσωπικού της Δ.Ε.Η., καθώς και ο
νεοσχηματισθείς – αξιόρατος – οικισμός της Ακτής Νηρέως.
KΑΡΑΒΟΣ
Είναι το επίνειο του Αλιβερίου,
γι’ αυτό και ο κύριος όγκος των στοιχείων που αφορά αυτόν τον τόπο, τα
παρουσιάζουμε στο λήμμα ‘‘Αλιβέρι’’. Εδώ, θα παραθέσουμε μόνο λίγα πρόσθετα
στοιχεία.
Το ένα εξ αυτών αφορά την ονομασία
του, η οποία κατά μία εκδοχή προέρχεται από την έλευση κάποτε στον τόπο ενός
μεγάλου καραβιού, για το οποίο οι κάτοικοί του έκπληκτοι και με μεγάλο
θαυμασμό, αναφώνησαν: «Όρε, ένας μεγάλος κάραβος!», κι έτσι ο τόπος ονομάστηκε
‘‘Κάραβος’’. Μια άλλη εκδοχή παραθέτει η αρχαιολόγος Αθηνά Χατζηδημητρίου στο
σύγγραμμά της ‘‘Αλιβέρι’’, όπου σημειώνει: «Το τοπωνύμιο ‘‘Κάραβος’’ απαντά σε
πολλές περιοχές της Ελλάδας, όπως στις Κυκλάδες (Νάξο, Άνδρο, Κίμωλο, Πάρο),
στα Επτάνησα (Κεφαλληνία, Κέρκυρα), στη Χίο, στη Χάλκη και στην επαρχία
Τριφυλλίας της Πελοποννήσου. (…) Από τις αρχαίες πηγές πληροφορούμεθα ότι ο
κάραβος ήταν είτε είδος κανθάρου είτε είδος αγκαθωτού οστρακοδέρμου (…), το
οποίο περιγράφεται ως: ‘‘Το θαλάσσιον ζώον παρά το την κάραν βαίνειν της
κεφαλής προεχούσης. Εξ αυτού και το επί του πλοίου λεγόμενον. Σημαίνει και την
ναυν, ωσαύτως κάρα γαρ η τρόπις.’’ Στην
‘‘Εξάβιβλο’’ του Αρμενοπούλου ‘‘Κάραβος’’ ονομάζεται ο υπόνομος, ενώ στη
Θεσσαλονίκη, Κρήτη και Θράκη ‘‘Κάραβος’’ λεγόταν η καταβόθρα.»
Ο Κάραβος στη θέση που ευρίσκεται
σήμερα, πήρε να πρωτοδημιουργείται μετά τον αφανισμό του Πορθμού, που θεωρείται
ότι κοσμούσε (ως την κατάκτηση του νησιού από τους Τούρκους) το νοτιοανατολικό
του τμήμα.
Στα 1821 υπήρχε μικρός οικισμός, σε
αποθήκες του οποίου φυλάσσονταν και
όπλα. Με την έναρξη του Αγώνα ο Πρωτοσύγγελος Βαρλαάμ έλαβε εντολή από τον πασά
της Χαλκίδας να αφοπλίσει τους υπόδουλους συμπατριώτες του. Μια από τις
ενέργειές του ήταν να κλειδώσει τα ιστία των πλοίων του Καράβου στις εκεί
αποθήκες και τα πλεούμενα να τα βουλιάξει. Ακολούθως, ο Κάραβος έγινε τόπος μεταφοράς στρατευμάτων και ανεφοδιασμού των
αντιμαχομένων από τη μεριά της θάλασσας.
Στα χρόνια της Κατοχής ανάλογη
τύχη με τα πλοιάρια του ’21 είχαν και τα πλοία των Ιταλών που αποχωρούσαν από
τον ευβοϊκό χώρο το Σεπτέμβρη του 1943, καθώς η χώρα τους καταλήφθηκε από τους
Εγγλέζους και τους συμμάχους τους κι έτσι υποχρεώθηκε σε υποταγή και
συνθηκολόγηση. Όμως, κατά την ώρα της αποχώρησής τους, γερμανικά Στούκας
βομβάρδιζαν ανιλεώς ανοιχτά του Καράβου
τα πλοία των πρώην συμμάχων τους, με αποτέλεσμα αυτά να καταβυθιστούν
αύτανδρα…
Στο έδαφος του Καράβου με τις
πλούσιες αρχαιότητες υπάρχουν ακόμη: οι βιομηχανικές μονάδες του Αλιβερίου,
εμπορευματικός λιμένας, αλιευτικό καταφύγιο, ναυταθλητικές και άλλες αθλητικές εγκαταστάσεις,
πλήθος κέντρων ψυχαγωγίας (καθώς την τελευταία εικοσαετία μετεξελίχθηκε στο
σημαντικότερο και πλέον ανεπτυγμένο ψυχαγωγικό καταφύγιο όλης –σχεδόν– της Νοτιοκεντρικής Εύβοιας),
Δημοτικό Σχολείο και σημαντικές υπηρεσίες (Τελωνείο, Λιμενικός Σταθμός, ναυτιλιακά
γραφεία).
Ο Κάραβος, που άλλοτε ήταν ένα από τα κυριότερα
ψαροχώρια της Νότιας Εύβοιας, σήμερα κατοικείται από περισσότερους των
εξακοσίων ατόμων με αυξητική πάντα τάση.
Καθολικό του Καράβου είναι ο Ι.Ν.
των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου