ΓΕΦΥΡΑ

eviahistοry.gr

Σάββατο 18 Ιουλίου 2020

Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΝΙΚΟΛΑΣ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΟΥΜΕΝΟΣ


Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΝΙΚΟΛΑΣ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ
ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΟΥΜΕΝΟΣ


            ΑΥΤΗ η ΠΟΙΗΤΡΙΑ  η Ιστορία μας ξυπνάει  πότε – πότε απ’ το λήθαργο· Μας θυμίζει πολλά συνταραχτικά γεγονότα. Μας διαλύει τις ψευδαισθήσεις μας, προσφέροντάς μας ένα μελλοντικό, αλλαγμένο από οποιοδήποτε ταμπού, παράδεισο.
            Ποιόν παράδεισο θα μου πείτε….. Αυτός ο παράδεισος θα παραμείνει, μια απλή ουτοπία· μ’ όλο, που άμα είσαι σκλάβος. Είσαι στην Κόλαση. Έρχεται  η λευτεριά δηλαδή….. ο Παράδεισος και λυτρώνεται. Δεν ξέρω …. Ίσως.
            Η Ιστορία· και η Ποίηση που θεμελιώνει την Ιστορία παρέχοντας οίκηση στον άνθρωπο ….. αφυπνίζουν. Δεν ήταν ανάγκη να μάθω πολλές Ιστορίες για τα …. Ηρωϊκά Ψαρά. Και σά δάσκαλος για να διδάξω  τους Αγώνες των Ψαρών για την ανεξαρτησία και ελευτερία του Έθνους και του λαού μας δίδασκα το περίφημο Σολωμικό Επίγραμμα· το επιγραμματικό σονέτο για τον Κανάρη του Καρυωτάκη. Το ποίημα για το ίδιο θέμα του Αλεξ. Πάλλη ή του Α. Κάλβου.

            Τα Ψαρά έχουν μια πολύμορφη και πολυσήμαντη θέση στην Ιστορία του Ευβοϊκού Εικοσιένα. Γενναίοι Ψαριανοί Καπεταναίοι πήραν μέρος, με ισχυρή ναυτική μοίρα στην Πολιορκία του Κάστρου  της Χαλκίδας και κυρίως του Κοκκινόκαστρου – Κιζίλ Χισσάρ, ή Καστελ Ρόσσο της Καρύστου.
            Επίσης  και στην επιχείρηση Λυκόρεμα Καρύστου* προς διάσωση  του τακτικού εκστρατευτικού σώματος  του Φαβιέρου πήραν μέρος Ψαριανά Καράβια.
            Οι γενναίοι αυτοί της Θάλασσας πρωτοστάτησαν σ’ όλη τη διάρκεια  της Επανάστασης και με τις Γαλιότες τους έστηναν μπλόκο στ’ ακρογιάλια του Ευβοϊκού ιδίως του Βόρειου και δεν άφηναν τα Τούρκικα Πλεούμενα να μεταφέρουν εφόδια (Πρεβεζόνες και Ζαερέδες) στα Φρούρια της Ευρίπου και στο Κάστρο της Καρυστίας, από Βόλο και Σαλονίκη.

            Στα πρώτα τρία χρόνια** της Ευβοϊκής  Επανάστασης ή δραστηριότητα της Ψαριανής μοίρας υπήρξε εντυπωσιακή. Πήρε μέρος με όλα τα είδη των πλοίων της, όπως: κορβέτες, φρεγάτες, μπρατσιέρες, σακολέβες, γαλιότες. Τα ψαριανά πληρώματα είχαν δείξει ιδιαίτερη συμπάθεια και αγάπη για το νησί μας, την Εύβοια  και τους κατοίκους της πρό αλλά και μετά την Καταστροφή του δικού τους νησιού, τον Ιούνιο του 1824.
            Μετά την καταστροφή, με την «πατρίδα τους δεμένη  στα πανιά» όπως θα έλεγε ο ποιητής, δια-σπαρήκανε  στα νησιά των Κυκλάδων στη Μονεμβασία και στο Ναύπλιο, και στις ακτές της νοτιοδυτικής Εύβοιας. Απ’ όπου και συνέχισαν να συμμετάσχουν σε ναυτικές επιχειρήσεις με σημαντικά αποτελέσματα , μέχρι το τέλος του αγώνα.
            Τέσσερες, μετά το ολοκαύτωμα, μήνες «Η εν τη νήσω Σπετσών συσταθείσα επιτροπή των διασωθέντων Ψαριανών» ζητούσε από την Κυβέρνηση ενισχύσεις για να συνεχίσει τον Αγώνα.
«Αι ανάγκαι μας μεγάλαι – έγραφε, η Ε π ι τ ρ ο π ή -  όσον μεγάλη αιφνιδιος ημών καταστροφή. Εάν συντελέσαμε εις το έθνος και εάν είναι ελπίς πάλιν να συντελέσωμεν προς αυτό και προς την Υπερτάτη Διοίκησιν συντρέχομεν  ζητούντες Πατρίδα, ο ι κ ή μ α τ α  και άλλα χρειώδη, διότι εάν απωλέσαμεν την περί ημάς διασώσαμεν όμως καρδίαν ανδρικήν, εκδίκησιν πνέουσαν  και φλόγα Φιλοξενίας ακατάσβεστον»*.
            Όλα τα είχαν χάσει οι γενναίοι Ψαριανοί. Αλλά δεν είχαν απελπιστεί και γύρευαν ν έ α πατρίδα να εγκατασταθούν. Ζητούσαν, άστεγοι όντες, οικήματα και άλλα χρειώδη…. Η υπέρτατη Διοίκηση κώφευε. Τη ωστόσο νέα Πατρίδα η Επιτροπή την είχε βρεί. Ήταν η Ευβοϊκή Ερέτρια.
            Παρακαλούσαν,  ικέτευαν την Διοίκηση να τους επιτρέψει  εγκατάσταση. Το χαρτί από την αλληλογραφία στάθηκε,  στην Αίγινα, βουνό. Οι Ψαριανοί  αμετακίνητοι στο αίτημά τους. Οι γραφειοκρατικές διαδικασίες  όλο και δυσκόλευαν την υπόθεση.
            Τελικά,  έστερξεν η Σεβαστή Κυβέρνηση και έδωσε την έγκριση για να κτιστεί η Καινούργια Πατρίδα, των ξεσπιτωμένων. Οι πολλοί απ’ τους Ψαριανούς Πρόσφυγες εγκασταθήκανε πράγματι στην περιοχή της αρχαίας Ερέτριας και την ονόμασαν: Νέα Ψαρά.
            Πολλά  παληκάρια  από τα Ψαρά ενίσχυσαν το ναυτικό μας αγώνα. Και η Μοίρα τους μέχρι την απελευθέρωση του νησιού μας από τον Τουρκικό ζυγό, δεν απομακρύνθηκε απ’ τα Ευβοϊκά Ακρογιάλια.
            Οι πιο γνωστοί καπεταναίοι καραβοκύρηδες και πλοίαρχοι και ναύαρχοι Ψαριανοί, που πήραν μέρος με τα πλοία τους στον αγώνα για την απελευθέρωσή της Εύβοιας είναι: Καπετάν Ν. Αργύρης με τον «Ηρακλή -14 κανόνια», Καπετάν Ηρ Γινούτζης, με την «Αμερικάνα – 12 κανόνια», Χ. Αγγελής με τον «Ξενοφώντα – 12 κανόνια, Καπετάν Ν. Καρακωνσταντής με τον «Ισοκράτη – 12 Κανόνια»,  Α Ι. Δομεστίνης με τον «Αλέξανδρο – 12 Κανόνια, Καπετάν Ν. Χ. Αλεξάνδρου « το Βρίκιον – 12 Κανόνια», Καπετάν Γιαννίτσης με «το Επαμεινώνδα – 14 Κανόνια» και Νικ.  Αποστόλης με την «Λεωνίδα – 16 Κανόνια».*
            Σ’ αυτούς του δυό τελευταίους, η Χαλκίδα, ευγνωμονούσα τους έχει αφιερώσει και δρόμους με τα ονόματά τους  στο κέντρο σχεδόν της Πόλεως.
            Για τον Καπετάν Γιαννίτση, έχουμε ήδη γράψει το σύντομο, χρονικό της ζωής του. Τώρα μένει ο Καπετάν  Νικόλας Αποστόλης – στο δρόμο του οποίου, λίγο έλειψε να πεθάνουμε, από ασιτία (βλ. το διήγημά μας  Μενεδήμου 40, της Συλλογής «Στάχτη και Αίμα») στα χρόνια του εμφύλιου. Την ίδια τύχη είχε και ο ίδιος,  σ’ ένα δρόμο της Αίγινας…..
            Ο δε γενναιότατος  Κ.  Νικόδημος άντρας  αποδεδειγμένης ανδρείας  και πολεμικής εμπειρίας που κάτω απ’ τις διαταγές του ναυάρχου του: Ν. Αποστόλη  είχαν αγωνιστεί στην κορβέτα «Λεωνίδας», μας άφηκε πολλές συνοπτικές …… ιστορίες. Ιστορίες των υπέρ της ελευτεριάς της αναγεννηθείσης  Ελλάδος, γενομένων λέει,  ναυμαχιών. 
            Μέσα στην  πληθώρα  των αδημοσίευτων χειρογράφων του βρέθηκε κι ένα αυτοβιογραφικό- σημείωμα – του Κεπετάνιου του Νικόλα Αποστόλη. Είναι ένα σύντομο κείμενο, γραμμένο στη ναυτική γλώσσα της εποχής απλό, αυθεντικό και ειλικρινέστατο, ιδού:

Ψαριανός  είμαι. Γέννημα θρέμμα. Παιδί της θάλασσας – θαλασσοθρεμένο. Η πατρίς της γεννήσεώς μου, λοιπόν, είναι: από τα ένδοξα και  ηρωϊκά Ψαρά. 
Το σώγι μου η παλαιά γενιά μου, ελέγανε οι γοναίγοι μου, κρατάει από την Κάρυστο της Έγριπος. Ο παραπροπάππους μου λέγονταν και κείνος Νικόλας αλλ’ όχι Αποστόλης – Κορωναίος λεγότανε εκείνος.
Ο  παπούς μου  ο Κορωναίος ….. τ’ άλλαξε το ‘πίθετο … σε, ….. σε : Αποστόλη· ότι, όπως έμαθα, ζαμπίτες Τούρκοι της τάξης τον απογυρεύανε. Τι τους είχε κάνει; δεν γνωρίζω.  Για να μη τον πιάσουνε άλλαξε όνομα… Και έφυγε απ’ το νησί. Πήγε στην Ορθόδοξη Ρουσία. Οντέσσα και αλλού.
Ήταν ανακατεμένος με την Πανάσταση στα Ορλωφικά. Που να ξέρω. Εγώ τότες γεννήθηκα 1770. Που να ξέρω. Κανένας δεν μου είπε τίποτα.
Ο πατέρας μου είχε φιλίες με το Γιάννη το Βαρβάκη, με τους Μαρκήδες και τους Μηλαϊτες. Αυτοί τον παρακίνησαν να στήσουν, Ταρσανάδες στο «Κατσούνι».
Στήσανε και ναυπηγήσανε καράβια: κορβέτες, φρεγάτες, σακολέβες και μπρατσιέρες. Τάχα εμπορικά. Ότι κουβαλάγανε στάρι από Ρουσιά και Γαλάζι Ρουμανίας  και Πλοεγτι.  Και γιατί λέω «τάχα»; Να , τα φτιάχνανε έτσι, που άμα  αναμετριόμασταν με λεύγες και με μπαλαμιστράλια  με τους μεμέτηδες να είχαμε, την μπορέση εύκολα  να τα κάνουμε τα εμπορικά – πολεμικά.
Εγώ, λοιπόν, από παιδί  στα βριγαντίνια, να σπάσουμε ούλοι μαζί το εμπάρκο του Ιγγλέζην  καπτάν Νέλσωνα. Τον καιρό που πολέμαγε το Μποναπάρτη. Κάναμε τότε καζάντι μεγάλο. Γλιγλιζαν στις στέρνες τα ντούπια, τα ναπολεόνεια, τα φλουριά και τα Κωνσταντινάτα, οι μαχμουτιέδες τα λογής ρεάλια.
Και ξεπλανεμένος απ’ το Πλούτο κι απ’ το κακότροπο  και άτιμο στοιχειό  της Θάλασσας· Έφυγα  απ’ το νησί μου- τα Ψαρά.  Η Κίρκη η ξενιτιά με πήρε στην αγκαλιά της και κατάντησα τζαναμπέτης άνθρωπος δύσκολος και σουρτούκης.
Ήμαν  και άγουρος ακόμα, θα πείς τα μυαλά μου δεν είχαν πήξει. Πάνω στη Ρουσία πάνω στα σλέπια μέρες και μέρες  με τις μορόζες, έβρισκες  άκρη. Σουρουκλεμές  άνθρωπος, ρέμπελος και κατά βάθος απελπισμένος.
Και μια μέρα , σαν είχα περάσει τα σαράντα μου κι ήμουνα ώριμος άνδρας βρέθηκα στην Οδησσό. Είχα ανοίξει Γραφείο δικό μου εκεί κάτω στο λιμάνι. Όλα υπακούγανε σε μένα τότες και καράβια και εμπόρια ….. όλα. Κι άλλους έβαζα στα πέλαα να παλεύουν με το θυμωμένο Ποσειδώνα τους Λαιστρυγόνες  και τους Κύκλωπες.
Μα κι εγώ είχα τα δικά μου Βάσανα και πάλευα μ’ άλλους φίλους και μ’ άλλους οχτρούς: με τ’ όνειρά μου, τις ελπίδες μου και τη Μοίρα….
Κι ένα βράδυ βροχερό ομιχλιασμένο  και κρύο μπαίνει μέσα στο Γραφείο μου ένας αλλοιώτικος· Εντελώς παράξενος άνθρωπος… Πρώτη μου φορά τον έγλεπα. Με χαιρέτησε  σότο Βότσε. Μόλις που τον άκουσα.
- Είμαι ο Ηλίας Χρυσοσπάθης, μου λέγει,  δεν είμαι έμπορας, μήτε πλοίαρχος… Για άλλη δουλειά ήρθα εδώ…. Και μου κατέβασε το φώς της λάμπας. Και με έσυρε κατά το μισόφωτο πίσω από το μπεζαχτά μου. Τι διάολο θέλει βρέ…. ο …….
- Σου είπα , μου κάνει Χρυσοσπάθης έ, κατάλαβες; Όχι του λέω. Κάτι μόνο υποψιάστηκα. Θρησκευόμενο τον πέρασα στην αρχή. Σε καμιά αίρεση, θα θέλει να με βάλει, είπα μέσα μου.  Μου έλεγε πολλά  για σκλαβιά, για πατρίδα, για τιμιότη, τέτοια. Μου έλεγε μου έλεγε Ιστορίες της σκλαβωμένης πατρίδας. Μου έκανε με του σπαθιού του τη γυαλάδα, να γιομίσουν τα μάτια μου σπίθες και φωτιές και δάκρυα πολλά. Χρυσοσπάθης, ντέ αυτός. Έβαλε και μια μικρή εικόνα από τον Κόρφο του, κι ένα τετραβάγγελο. Τα βάζει και τα τρία μαζί: σπαθί, ευαγγέλιο και εικόνα. Άγγιξα πάνω τους την απαλάμη μου πάνω στο τζάμι της εικόνας του Ευαγγελισμού έβλεπα την Αθάνατη Ελλάδα μου, με χρυσές λαβωματιές.
Μου έλεγε τον Όρκο. Εγώ τα ξαναέλεγα τα ίδια λόγια. Με όρκισε στο μυστήριο. Με έκανε έμπιστο και άξιο της πατρίδας. Τραγουδήσαμε και το θούριο του….. Ρήγα. Μου λέγει δακρυσμένος κι εκείνος ο Ηλίας ο Χυροσπάθης:
- Καπετάν Νικόλα – Αποστόλη, τώρα που ξέρεις το μέγα μυστικό της πατρίδας κοίτα να, φανείς άξιος· Ότι μεγάλοι αγώνες σε περιμένουνε. Βάλτα  όλα ομπρός. Και βιός  και σκοτωμό και κιντύνους μύριους…… αυτά και άλλα πολλά  θα τα πάθεις δια την λευτερίαν της πατρίδος και της θρησκείας…..
            - Τα έβαλα όλα μέσα μου αυτά κυρ Ηλία –Χρυσοσπάθη μου, του λέγε. Και να μου έχεις εμπιστοσύνη σε παρακαλώ· να μου έχεις· ότι δεν θα μαρτυρήσω τα σημεία της κατήχησης και όποτε με χρειαστεί η Πατρίς, στη μεγάλη ώρα της, εδώ θα είμαι.
            Συμφωνήσαμε σε όλα. Και να κομμανταριστούμε από νωρίς  δια την Επανάσταση. Αυτά όλα γίνανε στα 1818…. Κι ο σιόρ Κυρ Ηλίας περνούσε ταχτικά από το μαγαζί μου και τα κουβεντιάζαμε. Και ύστερα από δυο χρόνια έφτασεν, ανήσυχος ο Κυρ Ηλίας στο μαγαζί μου στην Οντέσσα. Μου λέγει:
- Καπετάνιε είμαστε σιμά στη μεγάλη στιγμή του ξεσηκωμού.  Το λοιπόν, τράβα στο νησί σου στα Ψαρά και περίμενε σ ι ν ι ά λ ο μας.
Πήγα όλος χαρά…. Και γροίκησα με μιας πως η Λευτεριά αρχίζει εκεί που σταματάει  η απελπισία.  Και φτάνοντας στο νησί μας στα Ψαρά βρήκα τον Καρντάση μου τον Δημήτρη τον Μαμούνη. Μου δείχνει το σήμα της Εταιρείας κάτω απ’ το πέτο του. Κατάλαβα.  Συνεννοηθήκαμε με μιας. Μου λέγει: Καπετάν Νικόλα,  μ’ έβαλε στο μέγα μυστικόν ο Παναγιώτης ο Δημητρακόπουλος στη Κωνσταντινούπολη. Ορκίστηκα ότι δεν θα το μαρτυρήσω κανενού. Εσένα σου το μαρτυρώ, ότι το ξέρεις. Μου λέγει ακόμα, πως κατά τη μύησή του  υποσχέθηκε να δουλέψει με το καράβι του όπου και όταν χρειαστεί.
Και δώκει όλο  του τον Πάλτο – αποθήκη – μπαρούτη, μολύβι, στουρντιρόπετρα, φυτίλι και ν’ αδειάσει όλους τους μπεζαχτάδες του από ασήμι, μάλαμα και κάθε τζοβαϊρικό…. Κι ό,τι είχε και δεν είχε  στο χαξυέ του.
Τα όμοια και γώ υποσχέθηκα του λέω και δώσαμε τόκα τα χέρια μας, πολύ συγκινημένοι.  Και κατά το γενάρη στα ’21 νάτος και καταφτάνει στο νησί μου τα Ψαρά – Φερτικός  απ’ αλλού – ο Πάτμιος Δημήτρης ο Θεμελής. Ιρτσιμένος  τίμιος και πολύ σεβαστικός άνθρωπος. Απόστολος της Εταιρείας και της Πίστεως. Του έδωκα κονάκι ένα κρυφόν οντά μου. Εκεί έκανε νέες κατηχήσεις και μύησε στο μεγάλο μυστικό άλλους τέσσερες τρανούς ψαριανούς καραβοκύρηδες. Για να διευρύνει , λέει, την ντόπια Εφορευτική Επιτροπή της Φιλικής Εταιρείας.
Και ήρτεν η ώρα! 10 τ’ Απρίλη και βαρέσανε χαρμόσυνα οι καμπάνες τ’  Αη Νικόλα και εσίμωσαν εις την ντάναν λαός και αγήματα ναυτών δια την δοξολογία. Και αρχίσανε να κανονοβολούν τα είκοσι πολεμικά καράβια μας. Και η Βουλή των Προεστώνκαι λαός και πρόκριτοι με εκλέξανε Αρχιναύαρχο της νήσου των Ψαρών. Και την ίδια αυτή μέρα  ύψωσα το λάβαρο της λευτεριάς και τη σημαία της Πανάστασης.  Έγραψα και των Εφόρων  στις Σπέτσες για το τρανό τούτο γεγονός της Πατρίδος και της Ελευτεριάς ή του Θανάτου: Π α ν α γ ι ώ τ η Μ π ό τ α σ η και Γ ε ώ ρ γ ι ο Π ά ν ο υ. τους ανάγγειλα ακόμα,  ότι είκοσι «εκ των καλύτερων πλοίων» του νησιού είναι έτοιμα «εις Καταδίωξιν της Οθωμανικής μοίρας του καπετάν – Μπέη».
Απ’ εδώ και πέρα ο τόπος μου, καράβια και λαός είχε τεθεί σε θέση μάχης. Η μεγάλη ναυτική εποποιϊα  των Ψαρών άρχιζε.
Και τι να σας αραδιάσω τώρα τα μεγάλα ναυτικά μας κατορθώματα τις ναυμαχίες μας τις τρανές,  τις φοβερές πυρπολήσεις του σουλτανικού στόλου απ’ τους γενναίους μας ναυμάχους: Παπανικολή, Κανάρη και Πιπίνο. Τα έχει γράψει με χρυσά γράμματα η Ιστορία!
Όπως και τα δικά μου, που έκανα κατακαίοντας τις ναυαρχίδες  του Χοσρέφη και Καναντάς να φρενιάσει απ’ το κακό του ο Μαχμούτης. Και άμα βάλω κάτου το Ημερολόγιο του πλοίου μου «Λεωνίδα» και σας αντι-γράψω τα κατορθώματα των ναυτών μου και εμού, θα τα θεωρήσετε απίστευτα. Όπως τις ναυμαχίες με το Κορβέτο μου τον «Λεωνίδα» και τα μπουρλότα μου που έκανα  στον Καφηρέα, στην Πάτρα με τον Γιαννίτζη, Τομπάζη και Σαχτούρη, στη Χίο, στη Τένεδο, Τσεσμέ, Γέροντα, Λέρο…. πού και πού στα ’22 αυτά.
Στη Έγριπο ένα χρόνο ολάκερο απ’ το χινόπωρο του ’23 , πάλευα το στόλο του Καπουδάν Πασά. Βοήθαγα το Δυσσέα στη Πολιορκία των Κάστρων Καρά Μπαμπα και Κιζίλ Χισσάρο. Την ίδια χρονιά, αψηφώντας τα Καράβια του Χοσρέφη, γλύτωσα χιλιάδες γυναικόπαιδα απ’ το μαχαίρι των άγρων ορδών του Μπερκόφτσαλη και τα πέρασα απέναντι στα Δαιμονονήσια.
Την άλλη χρονιά το Καλοκαίρι οι Μεμέτηδες μ’ εκδικηθήκανε… Βγήκανε στο νησί μου στα Ψαρά και τα κάνανε όλα Γής Μαδιάμ. Μου κάψανε το σπίτι μου κούρσεψαν το βιός μου· λεηλάτησαν όλο το έχει μου. Ό,τι είχα και δεν είχα. Καταστροφή. Όλεθρος.  Μια μαύρη ράχη απόμεινε.
Την άλλη χρονιά το ’25 πρόσφυγας στην Αίγινα. Μου είχεν απομείνει ο αήττητος «Λεωνίδας» μου ο γιός μου και η γυναίκα μου.  Μας πλάκωσε φτώχεια με το καντάρι. Και δεν έλεγε να μαϊνάρει το Κακό. Αμ’ εγώ δεν το έβαζα κάτω. Άροδο στις ανοιχτές θάλασσες πάλευα τον Τύραννο, την Φτώχιεα μου και την Καταφρόνια μου.
Περικάλαγα και τ’ αντρείκελα, τα νευρόσπαστα, τις γραφειοκρατικές  που τις λέγανε μαριονέττες, της Σεβαστής  Διοίκησης να βοηθήσουν να μας δοθεί Πατρίδα στη Αρχαία Αρέτρια της Έγριπος…. Τίποτα οι μαζέττες, ως τώρα. Δε λένε να μας δικαιώσουν. Μας έφαγαν η προσφυγιά, η μαλάρια, η ψείρα και η μαλαφράντζα. Θα πεθάνουμε μαργωμένοι κι απολησμονημένοι.
Μαόταν οι περιστάσεις το καλούνε κι είναι δύσκολες η πανάθλια διοίκηση μας θυμάται. Όπως συνέβηκε με το Φαβιέ στο Καρυστινό Λυκόρεμμα. Εγώ με τον Αλέξη τον Κριεζή τον γλυτώσαμε τον ταχτικό του. Θα τον έχανε  το σκυλί ο Όμερης ο Καρυστινλής. Κάναμε ντισμπάρκο. Τους βγάλαμε στα Κυκλαδονήσια. Ούτε φχαριστώ ο Φραντσέζο, ούτε λουφεν ο Λάζαρος ο Νυδραίος. Κι εμείς τα κωθώνια λαμνοκοπάμε στη λάσπη.
Και φέτος 1827 είμαι άρρωστος βαριά. Δεν στις αναφίσκω, δεν σας εμπαίζω ώ Ρωγαίοι Χριστιανοί μου! Είμαι άρρωστος σας λέγω και έχω πέσει στην εσχάτη απαθλίωση. Και βγήκεν η γυναίκα μου στη ζητιανιά. Και γυρεύει ψωμί κι αλάτι για μένα τον τρανό τιμονιέρη που ήμαν τότες στο Μεγάλο Ψαριανό Νησί – Καράβι της Επανάστασης.
Και τώρα. Μην τα ρωτάς. Με στήσανε για σκότωμα.  Μήτε για όψη και προσφάγι. Μήτε νερό. Το μόνο που μου έχει απομείνει είναι το παιδί μου. αυτό το θυμήθηκεν η Τοπική Διοίκηση, που το έχει ανάγκη. Εμένα τι με θέλει. Με αποξέχασε και μ’ άφησε να ψοφήσω σα σκυλί – ινα τρώγω απ’ τα κόλλυβα του αγώνα μου. Να βάζω  τα γυαλιά μου και να δια-βάζω τα άχρηστα τα λόγια τα μεγάλα της πικρής και ανάλγητης και άπληστης Διοικήσεως, που τώρα ενθυμείται τον υιόν μου…..
Γενναιότατε Καπετάν Αποστόλη Νικολάου στου γράφει! Ναι του  γράφει και δεν ντρέπεται και διαβάστε το…. Καμαρώνοντας την απληστία τους, την απολυταρχία τους, την κακία τους, την απερωπία τους, την αναλγησία τους, την …….
……. Επειδή ο Πατήρ στου τέσσαρα ήδη έτη ναυαρχήσας Αξιώς τους Ψαριανούς ελθών ήδη ενταύθα ησθένησε, και δεν δύναται να εξακολουθήσει εφέτος, παρακαλούμε την γενναιότητά σου να αναλάβης προς καιρόν το χρέος της ναυαρχίας έως ότου αναλαβών τας δυνάμεις του ο πατήρ σου να επαναλάβη το χρέος του. Δεν αμφιβάλλομεν δε ότι θέλεις προσπαθήσει να φανής άξιος υιός του τέσσαρα ήδη έτη ναυαρχήσαντος πατρός σου.
                           Εν Αιγίνη τη 2 Απριλίου 1827
                           Η Επιτροπή των Ψαρών
                           Χ Α Δομεστίνης
                           Χ Ι  Αργύρης*
Είδες, το λοιπόν, βάλανε το Δεμεστίνη, βάλανε και τον Αργύρη να το υπογράψουνε ετούτο το κοροϊδευτικό έγγραφο. Αφού ξέραν ότι ο γιός μου  δεν είναι δώ, πολεμάει  στο Αιγαίο το στόλο της άπιστης Μεμεταριάς….. Κι εγώ εδώ στην αγρια αζουδιά μου αργοπεθαίνω. Δίχως φαί, δίχως γιατρικά, δίχως ντοτόρα, δίχως σπίτι, πατρίδα. Όλα καμένα και λησμονημένα. Όλα. Η Αργυρή μου μόνο, μου απόμεινε, για να μοιριολογήσει και να με θάψει…. Εμένα τον ένδοξο ναύαρχο, ναυμάχο Ψαριανό Νικόλη Αποστόλη……

Εικοσιτρείς μέρες μετά από τη γραφή, αυτού του Αυτοβιογραφικού κειμένου ο αθάνατος Καπετάν Ν. Αποστόλης απεθνησκε …. πεντάφτωχος και λησμονημένος!
Η δύστυχη γυναίκα του πήρε τους ρούγες της Αίγινας, κλαίγοντας και μοιριολογώντας, και γυρεύοντας……
Τι γύρευε; Τι ζητούσε απ’ τους, επίσης φτωχούς θαλασσινούς της Αίγινας….. Μερικές τρυπιές πενταροδεκάρες για τα έξοδα της ταφής……
Πούνα τον, πώ τον πόνο μου που να τον απορίξω
αν τον ειπώ στα λιόδεντρα τον παίρνουν τα’ αγριοπούλια
αν τον ειπώ στις θάλασσες πνίγονται τα καράβια
αν τον ειπώ στα τρίστρατα τον παίρνουν οι διαβάτες
Κι αν τον κρατήσω στην καρδιά με καίει με φαρμακώνει….
Ανάθεμα.














* Βλεπ. Δημ. ΔΕΜΕΡΤΖΗ Σπυρ. ΚΟΚΚΙΝΗ: Το εικοσιένα στην Εύβοια – Χαλκίδα 1962
** Στο ίδιο ανωτέρω βιβλίο γράφονται και τα εξής: Το φθινόπωρο του 1823 ο Οδυσσέας Ανδρούτσος με μια τυχοδιωκτική προσπάθεια θέλησε  να πάρει τη Χαλκίδα με τη βοήθεια Ψαριανών Καραβιών, που την είχανε αποκλείσει από τη Θάλασσα….. οι Ψαριανοί εξακολούθησαν  τον αποκλεισμό ως τον Απρίλη του 1824.
* Βασ. Βλ. Σφυρόερα: Επανάσταση και Ολοκαύτωμα. Σ. Καθ 7/ημες 17/8/95 απ’ τα Ηρωϊκά Ψαρά.
* Βλ.  Αντων. Α. ΜΙΑΟΥΛΗ: Συνοπτική  Ιστορία, ναυμαχιών του Ελλην. Αγώνος εκδ. Απομνημονεύματα Αγωνιστών του 21 εκ Τσουκλ 1956 σελ. 198.
* Το έγγραφο αυτό βρίσκεται δημοσιευμένο  στο «συμπλήρωμα δια σημειώσεων  - της Συνοπτικής Ιστορίας…. Ναυμαχιών.

Δεν υπάρχουν σχόλια: