Λέπουρα
Το Δημοτικό Διαμέρισμα Λεπούρων βρίσκεται στο κομβικότερο σημείο της
περιοχής, καθώς με τη νέα οδική χάραξη – που ξεκίνησε το 1843 – οι δρόμοι που
ενώνουν τη Χαλκίδα με την Κύμη και την Κάρυστο, ορίστηκε να διασταυρώνονται στο
ακατοίκητο τότε πεδινό του τόπου, το
οποίο όμως σταδιακά έγινε πόλος έλξης για την κατασκευή πατητηριών (αρχικά ) και στη συνέχεια (μετά τον Α’
Παγκόσμιο Πόλεμο) οικιών, καφενείων και άλλων κτισμάτων.
Έως τότε, ο κύριος πυρήνας του χωριού βρισκόταν στο δυτικό τμήμα της περιοχής,
στις πλαγιές των λόφων που αντικρίζουν την ανοιχτή πεδιάδα των Λεπούρων, όπου
δεσπόζει ο – σε άριστη κατάσταση – διατηρημένος ως τις μέρες μας ενετικός
πύργος. Εκτός αυτού του οικισμού των
χρόνων της Ενετοκρατίας (του Πάνω Μαχαλά ή Πανωχώρι) άλλοι οικισμοί περιμετρικά
του κάμπου των Λεπούρων (της ίδιας περιόδου) βρίσκονταν: πλησίον του ναΐσκου του Αγίου Αθανασίου, στην
τοποθεσία Ντράζιζα (σε λοφώδη περιοχή προς την πλευρά του Ζαπαντίου) και αλλού.
Σημαντικό μέρος των κατοίκων του τόπου ήταν μέτοικοι από την Αρβώνα της
Ιλλυρίας, οι οποίοι προσκλήθηκαν να κατοικήσουν τον ευβοϊκό χώρο για να τον
προστατέψουν από την τούρκικη απειλή.
Απειλή η οποία δεν απετράπη τελικά, μα –δυστυχώς – σάρωσε τον τόπο μας στα 1470
μ.Χ., καθώς επέδραμαν στο δύσμοιρο νησί μας τα αφηνιασμένα στίφη του Μωάμεθ Β΄
του επιλεγόμενου και Πορθητή…
Λίγο μετά, στα 1474, οι νέοι και
πλέον όλων όσων προηγήθηκαν βάρβαροι κατακτητές του πολύπαθου ελλαδικού χώρου,
προχωρούν στην καταγραφή των λιγοστών διασωθέντων εντοπίων… ‘‘Σφάξε με, αγά
μου, ν’ αγιάσω…’’ Έτσι, στα κατάστιχά
τους (φορολογικούς καταλόγους) περιλαμβάνουν και τα Λέπουρα (με το όνομα που
ήδη έχει λάβει από τους λεπορίδες λαγούς). Τότε, φέρονται ( τα Lepura) να έχουν 17
οικογένειες , ενώ λίγα χρόνια μετά (στα 1521) μένουν μόλις 12 πλήρεις
οικογένειες... ‘‘Ο σώζων εαυτόν σωθήτω...’’
Και σαν φθάσαμε –αργότερα – στα 1830, η μείωση του πληθυσμού έχει ‘‘εξελιχτεί’’
ακόμη περισσότερο... Η καταγραφή δίνει
μόλις 5 οικογένειες...
Σταδιακά, όμως, στο μέρος ετούτο – με τη γονιμότατη πεδιάδα και τους
ελαιόφυτους λόφους – θα αφιχθούν για μόνιμη εγκατάσταση άνθρωποι από τα Φρύγανα της Καρύστου, την
Κωνσταντινούπολη και αλλού. Έτσι, ο πληθυσμός των Λεπούρων αυξάνεται σταδιακά
και προς το τέλος του 19ου αιώνα βρίσκεται να έχει 117 κατοίκους ενώ σήμερα περί τους 250.
Με την απελευθέρωση τα Λέπουρα
βρέθηκαν στη διοικητική σκέπη του Δήμου Δυστίων, που άλλοτε είχε ως έδρα του το
Αυλωνάρι και άλλοτε το Αλιβέρι. Από το 1912 έως το 1931 απετέλεσε ενιαίο
κοινοτικό σχηματισμό με τα Βελούσια και στη συνέχεια αυτόνομη - έως το καποδιστριακό
έτος 1998 – κοινότητα με δικό της
σχολείο, το οποίο από το 1959 στεγαζόταν (και ως την κατάργησή του) σε
νεόδμητο, δημόσιο κτίριο. Σ’ αυτό το
κτίριο, πλέον, φιλοξενούνται δραστηριότητες της Λαϊκής Επιμόρφωσης και συνάμα
σε ανακατασκευασμένο τμήμα του στεγάζονται τα γραφεία του Εκπολιτιστικού
Συλλόγου Λεπούρων (Ε.Π.Ε.ΣΥ.Λ).
Σε μικρή απόσταση από το σχολικό κτίριο και το κοινοτικό κατάστημα
(σήμερα αγροτικό ιατρείο) ευρίσκεται ο
Ι.Ν. Ευαγγελιστρίας Λεπούρων, ο οποίος κατασκευάστηκε (όπως και το σχολείο) σε
έκταση που χρησίμευε ως αλώνι για τα
δημητριακά. Είναι ένας επίπεδος χώρος στο μεσοράχη του λόφου, που
γειτνιάζει με τον Άνω Μαχαλά. Ο ναός
αυτός κατασκευάστηκε στα 1899 με
"αξιοποίηση" των κιόνων αρχαιοελληνικού ναού και νομισμάτων που
ανασύρθηκαν από τη θέση "Μάρμαρο", απέναντι από το ναΐσκο του Αγίου
Αθανασίου. Ο ναΐσκος αυτός είναι πολύ παλαιότερος της Ευαγγελιστρίας, πιθανόν
της προεπαναστατικής περιόδου. Σε μικρή απόσταση από το "Μάρμαρο" –
αλλά και σε πολλά άλλα σημεία της λεπουραϊκής κοιλάδας – έχουν αποκαλυφθεί
δεκάδες σαρκοφάγοι, "λεκάνες" για τους εντόπιους.
Άλλες αρχαιότητες έχουν εντοπιστεί στις δυο "Μαγούλες" του
κάμπου και στην κορυφογραμμή προς τα Βελούσια (όπου και το παρατηρητήριο της
Πυροσβεστικής Υπηρεσίας), σημείο στο οποίο υπάρχουν κατεργασμένοι κίονες εντός
των δυο αρχαίων λατομείων της περιοχής.
Στη Μαγούλα που βρίσκεται στην είσοδο του χωριού (εκεί όπου και το εργοστάσιο επίπλων
"Σκουλαρίκης"), έχουν εντοπιστεί ίχνη θεμελίων οικιών, όστρακα και
άλλα ευρήματα από την προϊστορική αλλά και μεταγενέστερες εποχές. Σημαντικότατο
εύρημα θεωρούνται τα ψήγματα χαλκού, στοιχείο που υποδηλώνει – τουλάχιστον –
την ύπαρξη εργαστηρίων κατεργασίας του εν λόγω μετάλλου κατά την εποχή του Χαλκού. Αυτός ο οικισμός
εκτιμάται πως ήταν ο ισχυρότερος της περιοχής και φαίνεται πως συνδέεται και με
το θολωτό τάφο που βρίσκεται σε απόσταση ενός περίπου χιλιομέτρου – νότια – προς την πλευρά των
Βελουσίων.
Στη Μάγουλα Λαμπούσας, η οποία βρίσκεται στο άλλο άκρο του κάμπου, στην
έξοδο (αριστερά) προς την Κύμη, η κατοίκησή της – ομοίως με την προηγούμενη
θέση – ανάγεται στα προϊστορικά χρόνια και συνεχίζεται στην Πρωτοελλαδική, μα
και σε μεταγενέστερες εποχές. Επάνω στον ομώνυμο – χαμηλό – λόφο, καθώς και
στον παρακείμενο πεδινό χώρο, έχουν βρεθεί: λαξευτές λάρνακες, προϊστορικά
όστρακα, κομμάτια οψιανού, όστρακα, κτερίσματα, ένας τριπτήρας, λείψανα θεμελίων της κλασικής εποχής, κ.ά.
Εδώ, στον ίδιο χώρο, τη Λαμπούσα, υπάρχει ένα ημιερειπωμένο κτίριο (με
έτος ανέγερσης το 1888), στο οποίο διέμεναν οι μηχανικοί και οι επιστάτες
κατασκευής του νέου οδικού άξονα Χαλκίδας – Κύμης.
Χρόνια μετά, στις 3 Σεπτεμβρίου 1944, στην ίδια περιοχή, οι Έλληνες
Αντάρτες του ΕΛΑΣ κατάφεραν περιφανή και συντριπτική νίκη κατά της πολυπρόσωπης
και πολυμήχανης γερμανικής φάλαγγας, που όδευε προς την πρωτεύουσα του νησιού.
Σε ένα άλλο σημείο του κάμπου, στις όχθες του χείμαρρου Ρεγιάς έγιναν –σε
προγενέστερη εποχή (τον Ιούλη του 1821) – δύο μάχες μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Μάλιστα,
ήταν οι πρώτες συγκρούσεις στο έδαφος της Καρυστίας γι’ αυτή την υπέρλαμπρη εποχή.
Δυστυχώς, στη μια εξ’ αυτών σκοτώθηκε ο ικανότερος από τους αρχηγούς των
Κυμαίων Επαναστατών (ο Γεώργιος Ιω. Παππάς), με αποτέλεσμα να διαλυθεί το
πολυπληθές – μα απειροπόλεμο – στράτευμα των εραστών της Ελευθερίας.
Πλησίον αυτού του χώρου υπάρχει το Παλαιοχώρι, το οποίο κατοικούσαν
λιγοστές ελληνικές οικογένειες. Εκεί, από τον Οκτώβρη του 1822 έως το Μάρτη του
1823, οργάνωσε το στρατόπεδό του ο
Νικόλας Κριεζώτης (Χαραχλιάνης ή Βυριώτης). Το στράτευμά του, τότε, απαρτιζόταν
από 2.500 παλικάρια, με τα οποία στη συνέχεια εκστράτευσε κατά της
Καρύστου. Ανάμεσα στους συμπολεμιστές
του Κριεζώτη μνημονεύονται: ο Μιχαήλ Τσαμπάζης – Λεπουραίος, ο στρατιώτης
Γεωργάκης Διαμαντής και ο Αθανάσιος
Ηλιού – Λεπουραίος.
Το σημερινό χωριό είναι ιδιαιτέρως ανεπτυγμένο, καθώς δεκάδες
μικροεπιχειρηματίες έχουν εγκατασταθεί σ’
αυτόν τον τόπο (με την ιδιαιτέρως κομβική του θέση), και αξιοποιούν με τον
καλύτερο δυνατό τρόπο τις προπτικές που
τους παρέχει.
Nαΐσκοι των
Λεπόυρων, πλην των προαναφερθέντων, είναι και ετούτοι: του Αγίου Γεωργίου και
της Αγίας Τριάδα –κατασκευής από την οικογένεια Τόγιας το 1899 – στη θέση
‘‘Πευκάκια’’, της Παναγίας (στο λόφο μεταξύ Λεπούρων και Κατακαλού), καθώς και
της Αγίας Αικατερίνης –Μαρκέλλας.
Σημαντικό αξιοθέατο του κάμπου των Λεπούρων είναι το πέτρινο, τοξωτό
γεφύρι, απ’ όπου περνούσε η οδική αρτηρία Χαλκίδας-Λεπούρων-Καρύστου πριν από
τη σύγχρονη χάραξη, που το παρέκαμψε, για να διέλθει ο δρόμος δια μέσου των
Λεπούρων και των Κριεζών. Παρ’ ότι όμως συνέβη αυτό, οι πεζοπόροι ή οι
κινούμενοι με τα ζώα τους διαβάτες – για την
οικονομία του χρόνου – συνέχισαν να πορεύονται δια της παλαιάς οδού και
του πέτρινου γεφυριού. Αψευδής μάρτυρας τα λόγια ενός ανθρώπου που έζησε
ακμαίος για 105 χρόνια, και ο οποίος αναθυμάται με αξιοθαύμαστη διαύγεια
πνεύματος:
ΕΡ.: Στον κάμπο των Λεπούρων βρίσκεται μία γέφυρα, μπαρμπα-Κολιό Ηλία. Γνωρίζετε, αν περνούσε
κάποτε από εκεί ο κεντρικός δρόμος για την Κάρυστο;
ΑΠ.: Ναι. Από ’κεί περνάγαμε.
ΕΡ.: Από την πέτρινη γέφυρα;
ΑΠ.: Ναι, από τη γέφυρα, που είναι κάτω από τον πύργο. Από ’κεί περνάγαμε
και πηγαίναμε στα Βελούσια και στο Αλιβέρι. Από ’κεί ήτανε ο δρόμος.
ΕΡ.: Μέχρι πότε περνούσατε από εκεί;
ΑΠ.: Μέχρι την Κατοχή περίπου.
ΕΡ.: Μήπως είχατε ακούσει πότε χτίστηκε αυτό το γεφύρι;
ΑΠ.: Πριν το 1900…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου