ΓΕΦΥΡΑ

eviahistοry.gr

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2020

Λύρα του Πόντου,

«Λύρα του Πόντου,
                                                            Ποιητές ποντιακής καταγωγής»

            Επιχειρώντας μια γρήγορη περιήγηση στο πεντακοσιοσέλιδο πόνημα δικάχρονης  επίπονης ανθολογικής ενασχόλησης των Νίκου Γρηγοριάδη και Χρήστου Τουμανίδη το οποίο οι δύο συνεργάτες του έργου χαρακτηρίζουν στον πρόλογό τους ως μια «ιδιότυπη Ανθολογία  (στην οποία)περιλαμβάνονται ποιητές που ανήκουν σε διαφορετικές γενιές και τάσεις» και είναι «ποιητές ποντιακής καταγωγής που γράφουν μόνο ή κυρίως  (…) στην κοινή νεοελληνική» - θα σταθούμε σε ορισμένα καίρια σημεία  του συγγράμματος, τα οποία ξεκινούν με το προλογικό και το εισαγωγικό μέρος και ολοκληρώνονται με το επιλεγμένο ποιητικό έργο  ορισμένων εκ των σαράντα δύο δημιουργών.

            Αναφορικά, λοιπόν, με την επιλογή των συγκεκριμένων ποιημάτων της «Λύρας του Πόντου» οι ανθολόγοι διευκρινίζουν πως ναι μεν στο κάλεσμά τους ανταποκρίθηκαν πολύ περισσότεροι ποιητές, οι οποίοι δυστυχώς όμως δεν κάλυπταν τα ποιοτικά και ποσοτικά κριτήρια που είχαν εξ αρχής θέσει και έτσι δεν έγινε αποδεκτό το έργο τους. Ως τέτοια κριτήρια κατά κανόνα – πλήν των εξαιρέσεων κατά των οποίων διαφαινόταν μια «προοιωνιζόμενη αξιόλογη (ποιητική) εξέλιξη» - ήταν: η «ποιητική όραση της ζωής και η αίσθηση της ποιοτικής γλώσσας» εκ μέρους των ανθολογουγημένων  ποιητών.
            Περνώντας τώρα στο εισαγωγικό σχόλιο της συλλογής,  το διατυπωμένο από τον Πανεπιστημιακό κο Κ. Μητσάκη, θα σταθούμε αφ’ ενός στην αναφορά του για το συγκεκριμένο έργο, το οποίο διατείνεται πως έχει γίνει «με πολλή προσοχή και πρόδηλο μεράκι από το Νίκο Γρηγοριάδη και το Χρήστο Τουμανίδη» και αφ’ ετέρου σε αναφορές σταθμούς για το έργο  ορισμένων εκ των ανθολογημένων ποιητών και την ποίησή τους.
Έτσι, λοιπόν, μας λέει πως: η «ποίηση του Άρη Αλεξάνδρου είναι εμπνευσμένη από τα πέτρινα χρόνια του εμφυλίου και την πικρή μεταπολεμική περίοδο», του Κωνσταντινοπολίτη Τάκη Δόξα  εμποτισμένα με «έναν αέρα κοσμοπολιτισμού», του Λευτέρη Παπαδόπουλου διαποτισμένα από «μια ευγένεια και μια απέραντη συμπόνια για τον ταπεινό άνθρωπο του μόχθου», ενώ του Χρήστου Σαμουηλίδη  «είναι πολύ ωραία  ποιήματα, εμπνευσμένα  είτε από την αρχαιότητα είτε από την πόλη των νεανικών του χρόνων, τη Σαλονίκη»,  ενώ συνάμα το «Northern Spiritual»  του Τέου Σαλαπασίδη, το θεωρεί ως «ένα από τα ωραιότερα ερωτικά ποιήματα που έχουν γραφτεί στην ελληνική γλώσσα». «Το πορτραίτο της μάνας μου» του Χρήστου Τουμανίδη  ως ένα «σκληρό  και γεμάτο καημό ποίημα».
Παίρνοντας  τώρα τη σκυτάλη  από τον κύριο Μητσάκη, θα αχνοβαδίσουμε  στον ποιητικό κορμό της «Λύρας του Πόντου», στεκόμενοι για λίγο σε καίρια – κατά τη γνώμη μας – σημεία της συλλογής, παρουσιάζοντας κάποια ποιητικά αποσπάσματα και ορισμένες διαπιστώσεις, επί των παρουσιαζομένων ποιητικών (της ανθολογίας) μερών, κάνοντας μια πρώτη στάση στις ποιητικές δημιουργίες του ψυχίατρου Ε.Γ. Ασλανίδη, ο οποίος  μέσα από τους στίχους του καταγράφει με αδρό, αισθησιακό τρόπο τον άφαντο και ασίγαστο πόνο της ξεριζωμένης προσφυγιάς της αείφωτης ελληνικής   - του πολιτισμού –Ανατολής, από την οποία «Φυσάει άνεμος τους σπόρους / (και) Η Ιστορία των Ελλήνων / Σπέρνει / Προσφυγικούς συνοικισμούς» και  « Η νίκη ίπταται ακέφαλη / βαριά από τη μάνα της – το μάρμαρο – / και άπτερος», κάπου εκεί στην «Άγνωστη πατρίδα» την οποία με πολλή τρυφερότητα και αγάπη αναζητά η ευαίσθητη ψυχή της Ελένης Ζαχαριάδου προσδοκώντας : «Στις μουσικές / στις μυρωδιές /εκείνης της πατρίδας, / που δεν την γνώρισα ποτέ μου , / εκεί που με καλεί / μέσα στον ύπνο μου / να πάω να συναντήσω, / νιώθοντας μόνο μηνύματα / μιας πεθαμένης μάνας / να της τιμήσω τ’ όνειρο/ κι εκείνα π’ άφησε/ ξέχωρα από τ’ άλλα / να της τα φέρω / γιατί τα περιμένει, / αφού δεν μπόρεσε / όσο ζούσε / ποτέ να τ’ αποκτήσει …..», ζώντας πλέον μακριά από τη θαλπωρή της γλυκιάς πατρίδας του Πόντου που μαζί με την Ιωνία και την Αιολία γή:
«Έρχονται (καταπώς μας λέγει ο Βενιζέλος Χριστοφορίδης ) λουσμένες σ’ ένα φώς σκληρό / στο αίμα εκείνων που απόμειναν / στα ικριώματα της Ιστορίας / με το δάχτυλο υψωμένο στην Προδοσία».
Έρχονται λοιπόν ματωμένες και σκληρά λαβωμένες αυτές οι πατρίδες « Και σύ, (μας λέγει στη συνέχεια) των ακριτών ο δισέγγονος / μέσα σε τούτα τα γυμνά τοπία / - του τραγουδιού καταφύγια - / που κρίνοι μόνο ομορφαίνουν κι ασφοδίλια / με το στίχο μετράς την αδικία /  με το σφυρί τις λέξεις καρφώνεις / στα πέτρινα στήθη του καλοκαιριού / (για)  να υπάρχεις,  να υπάρχεις / ανύπαρχτος» κατά την «Επιστροφή από το Μέτωπο» της απόγνωσης του Θεόκλητου Καριπίδη « Κρατώντας / στις ωμοπλάτες / το δεκανίκι (σου) (που μ’ αυτό) τριγύριζες  στη σιωπή / της παγερής νύχτας / (όπου σε) ξεγελούσε / το πράσινο τ’ ουρανού / με (τ’ ανυπόταχτο) κοπάδι των άστρων», κεντώντας μαζί με το Γιώργο Καραντώνη: «ζητιάνους στίχους / (που) συναντιούνται / ξανά  και ξανά / στις γωνιές της λεωφόρου / (κι) επατούν / φθαρμένες αναμνήσεις /(κι) απαιτούν / μπαλωμένα οράματα ».
Οράματα που γαλούχισαν, μάγεψαν και  και ηλιοπότισαν γενιές και γενιές Ελλήνων, μα δυστυχώς πολλάκις τα στραγγάλισαν δικοί και ξένοι για να φέρουν και πάλι πολύ δάκρυ, πολύ πόνο, πολύ θρήνο. Ετσι, κι «Απόψε το φεγγάρι / (μας λέγει ο Θεόκλητος Καριπίδης) δε λογάριασε τίποτα,/ (αλλά) κομμάτιασε τα αγκαθωτά σύρματα / κι ακούμπησε  με την πλάτη στο κελί μας / (εκεί) σταύρωσε τα πόδια όρθιο, / άναψε από το βαθύ σκοτάδι το τσιγάρο του / και ύψωσε τη γροθιά του / στον ουρανό / (κι) εμείς  /κάθε βράδυ μανταλώνουμε / τη  σιδερένια πόρτα μας / με τις ξεθωριασμένες  φωτογραφίες / των ματιών μας». Μα για να μη «γίνεται η μέρα ενοχή / (και) το φώς πολυτέλεια ασυγχώρητη (…) Όσοι είναι να δούν ξανά τον ήλιο / πρέπει να εξαντλήσουν την έρημο» αγωνιζόμενοι μέχρις εσχάτων, όπως ευαγγελίζεται η εξόχης αγωνιστική στο περιεχόμενό της και κοινωνική ποίηση  του Πρόδρομου Μάρκογλου, που στα εννιά του χρόνια μια γερμανική χειροβομβίδα του αφάνισε το αριστερό του χέρι κι έτσι έκτοτε « Του κάρφωσαν το γάντζο στην καρδιά / και τον τραβούσαν», για να βγάλει στίχους μεστούς, τρυφερούς , ανθρώπινους και αγωνιστικούς.
Την ίδια θεματολογία έχει εν  πολλοίς και η ποίηση  του Φόρη Παροτίδη, που με πολλή πικρία για τα χαμένα όνειρα  στο ποίημά του «Αφήσαμε ζωντανούς….» λέει χαρακτηριστικά: «Μας πήρε ο ύπνος όξω απ’ την πόρτα του παραδείσου/ κι έγιναν στάχτη οι πάνοπλες φιλοδοξίες / και μόνη ανταμοιβή απόμειναν  / οι περιπέτειες και τα τραγούδια μας.»
Ανάλογο θεματικό μοτίβο έχουν και τα περισσότερα από  τραγούδια του Λευτέρη Παπαδόπουλου που έχουν ανθολογηθεί στη «Λύρα του Πόντου». Χωρίς αυτό να σημαίνει πως άλλα του δεν τα χαρακτηρίζει η τρυφερότητα, ο ερωτισμός, η παιδικότητα. Ετσι, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος με την ποίησή του κατέγραψε την εποχή του, τη ζωή των λαϊκών ανθρώπων, τα πάθια και τους αγώνες τους, δίνοντας από τη μια το σκληρό πρόσωπο της χαμοζωής και από την άλλη την ομορφιά της ίδιας της ζωής που τρέχει, φεύγει και χάνεται κόρη λυγερή,  ανοιξιάτικη , ανυπόταχτη. Αυτή τη ζωή με πολλή νοσταλγία γνωρίζουμε μέσα από την ποίηση  του Λ. Παπαδόπουλου τη γεμάτη ελληνικότητα, δυναμισμό και αγωνιστικότητα, θλίψη και νοσταλγία.
Σε εντελώς διαφορετικές φόρμες, θεματολογία και ύφος η ποίηση της εικοσιδυάχρονης σήμερα Εύης Μπούκλη με τις πολύ δροσερές και τολμηρές ποιητικές   εικόνες που βλέπει «έναν ήλιο (να) ρουφάει χρυσόσκονη απ’ τη μύτη» και αναρωτιέται με αυθορμητισμό και ζωντάνια «Πόσα φεγγάρια (να ) κλωνοποιήσαμε απόψε / με τα πανσέληνα μας».
Στο γρήγορο αυτό πέρασμα μέσα από τον ποιητικό κορμό της «Λύρας του Πόντου» θα σταθούμε και λίγο «στο γελωτοποιό της Ρωμιοσύνης», το Χάρυ Κλιν, με τους μονόλεξους ή πολύλεξους στίχους του, που αιωρείται ανάλαφρα «με τον απόηχο των λόγων» του και κλυδωνίζεται πάνω από μνήμες ταξιδιών και «λαβύρινθους χρωμάτων» , αλλά και στη Λεία Χατζοπούλου – Καραβία με την πεζόμορφη ποίησή της, αλλά και εξόχης χτενισμένη και  - λεκτικά – απολεπισμένη πιστή στο δρόμο της αναζήτησης της μαγείας  του λόγου και των πραγμάτων,   ως «Μ’ απλωτά τα πανιά (της) / - καράβι - / (που) στ’ ανοιχτά (του πελάου προσδοκά) να χαθεί….». Ένα καράβι που για τον αείμνηστο Κωστή Μοσχώφ κουβαλά επί «Τρείς χιλιάδες χρόνια το ίδιο εμπόρευμα», τον πολιτισμό τον Ελληνικό μα πολλούς κατατρεγμένους υπέστη στο διάβα του και αίμα πολύ – ποτάμι – έρευσε, όπως όταν – μας λέει η Δέσποινα Πολυχρονίδου: « Η Ρωμανία πάρθεν ..!!!/ έτη οκτώ μετά την Πόλης άλωση / (κι) εστέναξε η Τραπεζούς / ανθισταμένη / για αθανασία των αγαλμάτων / και των Ναών και των θεάτρων / Σταδίων και Ακαδημιών / της Πνύκας και του Δήμου / της Ιερής Ακρόπολης - / Για δόξα Λόγου Μέτρου και Σοφίας».
Κλείνοντας,  θα σταθούμε για λίγο σε δυο Χαλκιδοποτισμένους ποιητές της Ανθολογίας: το Χρήστο  Τουμανίδη με την έντεχνη, βελούδινη σιωπή των στίχων του, των ζυμωμένων  με τη μαγιά της σοφίας των προβληματισμών και των αναζητήσεών του και την «οδυνηρή λευκότητα του μαύρου» της ζωής της λουσμένης από τη χρυσόφωτη « αντίστιξη  των άστρων» καθώς και στην πυκνή νοηματικά  και ερμητικά κλειστή ποίηση του Γιώργου Κακουλίδη, ο οποίος εναγωνίως αναζητά «Το άστρο των νερών των ταραγμένων» στα μυστήρια παλάτια του αφέντη της Χαλκίδας ατίθασου και ανυπόταχτου νεροθεού της νιότης Εύριπου, μεταγράφοντας εδώ ένα απόσπασμα από «Το άστρο των νερών των ταραγμένων» του Γιώργου Κακουλίδη  και τη «Χαλκίδα 1985» του Χρ. Τουμανίδη:
Ι. «Όλα περνούν κι η νύχτα καταπίνει / το φώς στην τρομερή της δίνη / αγγίζοντας των Χριστουγέννων/ το άστρο των νερών των ταραγμένων / που πλέει λάμποντας στο κύμα  / κι από τη φυλακή μου στέλνει σήμα / με ψίθυρο μικρό στην κάμαρά μου/ για να καώ πως ήρθε η σειρά μου».
ΙΙ. «Βραδιάζει αργά και η θάλασσα σκουραίνει /.Κάτι αρχαίες συλλαβές ο αγέρας μουρμουρίζει / «…Χαλκίδα πόλιν εμάν προλιπούσα…» / Βραδιάζει. / Μπαίνουν τα όρια τα φοβερά της Νύχτας. / Τα σπίτια σκύψαν στα νερά να δούνε την ψυχή τους./. (…) Βράδιασε άλλη μια φορά στη διχασμένη πόλη / . Τα  ψέματα τραβούν ξανά προς τους ανθρώπους».
                                                                        Κ. Μπαϊρακτάρης

                                                                       Χαλκίδα 5 και 6 /3/2004



Δεν υπάρχουν σχόλια: