ΓΕΦΥΡΑ

eviahistοry.gr

Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2017

«ΕΡΧΕΤ’ Η ΠΑΝΑΓΙΑ, ΜΠΑΡΜΠΑ!»


«ΕΡΧΕΤ’ Η ΠΑΝΑΓΙΑ, ΜΠΑΡΜΠΑ!»
(Μια περιγραφή καλογηρικής αγυρτείας στις Γούβες της Βόρ. Εύβοιας μέσ’ απ’ τις «Αγροτικές Επιστολές» του Γ. Δροσίνη) Ο συμβολικός αντιδυτικισμός που κυριαρχεί (τον 19ο αι) στον Ελλαδικό χώρο δεν αποκλείει τη διαμόρφωση ευσεβιστικής και νομικής ηθικής στο χώρο της Ανατολής, παράλληλης με τη δυτική. Ο ευσεβισμός είναι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της Θεολογίας της (χαρακτηριστικές οι εγκύκλιοι της Ι. Συνόδου για την αργία της Κυριακής, τη
βλαφημία, τα θεάματα, τα καφωδεία κ. α: Σ. Γιαννόπουλος, Συλλογή των Εγκυκλίων της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 901, 406, 412, 427, 429). Βέβαια ο απλός λαός δεν είναι δυνατό να .κατανοήσει τις ζυμώσεις αυτές.
Βιώνει τη σχέση του με την Εκκλησία συγκινησιακά, μέσω των λειτουργικών πράξεων και των λατρευτικών τελετών. Ευλαβείται τα λείψανα των αγίων, τιμά τις εικόνες. γιορτάζει τις πανηγύρεις και τηρεί τις νηστείες (Ι. Σ. Πέτρου, Εκκλησία και Πολιτική, Θεσσαλονίκη (Κυριακίδης) 1992, 164). Η λαική θρησκευτικότητα, σε μεγάλο βαθμό, είναι ενσωματωμένη στην επίσημη λατρεία και καλλιεργείται με κάθε τρόπο, εκτός από τις πολύ ακραίες μορφές της. Η ευλάβεια όμως του λαού στις εικόνες και τα λείψανα των αγίων είναι τόσο μεγάλη, ώστε μοναχοί περιφέρονται με εικόνες ή λείψανα συγκεντρώνοντας χρήματα από τις «ευσεβείς» αυτές περιοδείες τους. Η κατάσταση φαίνεται φθάνει σε υπερβολικό βαθμό, γι’ αυτό η Ι. Σύνοδος αναγκάζεται να απαγορεύσει τις περιοδείες αυτές των μοναχών, αντιδρώντας στην αργυρολογία και εκμετάλλευση του θρησκευόμενου λαού.(Σ. Γιαννόπουλος, ό. π., 281-282, 558-567). Ταυτόχρονα όμως η κατάσταση αυτή δείχνει πόσο ευάλωτος είναι ο λαός και πως μπορεί να χρησιμοποιηθεί η θρησκευτικότητά του. Μαζί όμως με την τιμή των αγίων και των λειψάνων ο λαός επιδίδεται σε μαντικές πράξεις, ενώ κυριαρχούν φοβερές δεισιδαιμονίες. Σαν παραδοσιακός τρόπος χρηματισμού, η καλογηρική αγυρτεία, απασχόλησε και τη σάτιρα όπως και την ευθυμογραφία (Κ. Θ. Δημαράς, Από τη σάτιρα στην ευθυμογραφία, στο Συλλογικό: Σάτιρα και Πολιτική στη Νεότερη Ελλάδα, Αθήνα (Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας) 1979, 313-316). Καλόγεροι τριγυρνούσαν από τόπο σε τόπο, κατεξοχήν στο ύπαιθρο, μεταφέροντας θαυματουργές εικόνες αγίων ή λείψανα και «σταυρούς εκ κεράτων ζώων» ή «πτερά εκ των πτερύγων των αγγέλων» και «τρίχας εκ των γενείων του Χριστού» (Γ. Μουγογιάννης, Ζωσιμάς Εσφιγμενίτης, Βόλος 1976, 20-21. Κ. Πολυμέρου, Ο Ζωσιμάς ο Εσφιγμενίτης και η λαογραφία της Θεσσαλίας, περιοδ. «Θεσσαλκά Χρονικά», τομ. 11(1976), 183-222). Χαρακτηριστική η περιγραφή ανάλογου γεγονότος στις «Αγροτικές Επιστολές» του Γ. Δροσίνη που έχουν σαν χώρο αναφοράς τη Βόρεια Εύβοια, πιο συγκεκριμένα το χωριό Γούβες, όπου το εξοχικό σπίτι του ποιητή και πεζογράφου που κινήθηκε στα πλαίσια ενός ευπρεπούς, περιγραφικού λόγου, εμπλουτισμένου με ηθογραφικά και λαογραφικά στοιχεία (Κ. Στεργιόπουλος. Το αφηγηματικό έργο του Δροσίνη, «Νέα Δομή» τχ. ό (Νοέμβριος 1976) 70-72. Χρειάζεται μάλιστα (Μ. μερακής, Ελληνική Λαογραφία, 2 (‘Ηθη και Έθιμα), Αθήνα (Οδυσσέας) 1986, 206) να αναθεωρηθεί η άποψη που επικρατούσε «ότι η ηθογραφία του τέλους του περασμένου αιώνα, ένας από τους εκπροσώπους της οποίας ήταν και ο Δροσίνης, έδωσε αποκλειστικά μια πλασματική, εξωπραγματική εικόνα του ελληνικού υπαίθρου της εποχής» (οι Αγροτικαί Επιστολαί» κυκλοφόρησαν το 1882. Το Κείμενο που ακολουθεί είναι από την γ’ έκδοση, σσ. 28-30): «Δεκάς πυροβολισμών περί την δείλην της παρελθούσης Τρίτης, αφυπνίσασα την ηχώ των βουνών της κοιλάδος,έκαμε κι εμέ να σπεύσω έκπληκτος προς τον εξώστην του πύργου. Ηύξησε δ’ έτι μάλλον η έκπληξίς μου, όταν είδα ολόκληρον το χωρίον σπεύδον προς ωρισμένον σημείον, ως αν ανέμενεν αυτούς εις συμφωνηθέν σημείον. Κράξας παιδίον σπεύδον μετά των άλλων και ερωτήσας έλαβον την εξής απόκρισιν: Έρχετ’ η Παναγία, μπάρμπα! Και πράγματι πριν ή προφθάσω να σκεφθώ τι είδους έλευσις Παναγίας ήτο η δια πυροβολισμών ούτω μηνυθείσα, είδον μεγάλην συνοδείαν προβαίνουσαν μέσω του δάσους, τη βοηθεία δε των διοπτρών μου διέκρινα ήδη ζεύγος καλογήρων, εφίππων, ερυθρόν σχήμα ορθογώνιον κρατούμενον υπό τίνος. πλήθος δε χωρικών του τε ωραίου και ασχήμου φύλου ακολουθούν την λιτανείαν. Η συνοδεία ολονέν επλησίαζεν, ηκούοντο δ’ ευκρινώς ήδη τα Κύριε ελέησον των πιστών. Αφ’ ετέρου οι σπεύσαντες προς απάντησιν χωρικοί εγονυπέτουν και εσταυροκοπούντο και έκλινον μέχρι της γης την κεφαλήν. Το θέαμα ήτο αληθές γραφικώτατον. Μέσω των πρασίνων δένδρων και θάμνων οι χρυσίζοντες στολισμοί των γυναικών στίλβοντες υπό τας ακτίνας του κατερχομένου ηλίου ωμοίαζον προώρως ανατείλαντα άστρα και - ίνα εμμείνω εις την παραβολήν μου - οι κόκκινοι αυτών εμπροσθέλαι κολπούμενοι υπό ελαφρού ανέμου, ωμοίαζον της δύσεως ροδοσύννεφα. ‘Οταν η λιτανεία αφίκετο εις την πλατείαν του χωρίου κατήλθον κι εγώ εκεί. Το αίνιγμα ελύθη• η έλευσις της Παναγίας δεν ήτο άλλο ή η άφιξις ζεύγους καλογήρων, οίτινες ενοικιάζοντες δια πλειοδοτικής δημοπρασίας (αντί 5.000 δρ. εφέτος, νομίζω) μεγάλην εικόνα της Θεοτόκου αργυρότευκτον και ογκώδες αργυρούν κιβώτιον πλήρες αγίων λειψάνων, αναχωρούσιν από Μοναστηρίου της Σούρπης και περιάγοντες ταύτα ανά την Ήπειρον και Θεσσαλίαν και Εύβοια και Φθιώτιδα, εκμεταλλεύονται την ευπιστίαν των χωρικών, αναγιγνώσκοντες αυτοσχεδίους ευχάς περί εξοντώσεως της ακρίδος, της μηνιγγίτιδος και των τυφοειδών πυρετών και της από πάσης ασθενείας και κακού απαλλαγής των τε ανθρώπων, ζώων, δένδρων, αμπέλων και λαχάνων. Πληρούσι δ’ ούτως αφθόνως τας μεν κοιλίας ορνίθων, τα δε θυλάκια αργυρίου τάσου, ώστε και το ενοίκιον των ιερών κτημάτων να πληρώσωσι και δια τους ευσεβείς αυτών κόπους να αποζημιωθώσιν (...) Και εστήθη η εικών εν τη πλατεία, και είπον οι καλόγηροι το ευαγγέλιον του Λαζάρου (αγνοώ διατί), και χρήμα ουκ ολίγον κατετέθη εν ταις παλάμαις αυτών (...) Μετά το τέλος της λειτουργίας ετελέσθη αγιασμός εν τη πλατεία του χωρίου, δια του οποίου ηγίασαν τους αγρούς και τας αμπέλους αυτών οι αγρόται. Μετά δε τον αγιασμόν περιάγοντες ανά τους οίκους πάντων την ιεράν εικόνα και τα λείψαναν, εφορολόγησαν τετάρτην ήδη φοράν τους ταλαιπώρους χωρικούς την μεγίστην φορολογίαν, την του σίτου. Εις κατάστιχον εγγράφουσι τι έκαστος θα δώσει... εις την Παναγίαν, όταν μετρήση το αλώνιόν του. Και ο μεν δίδει εν κιλόν, ο δε ήμισυ, και όλη η εγγραφή ανέρχεται εις κιλά 12, δραχμάς 100 περίπου... δια την Παναγίαν».
A.ΠΑΥΛΟΥ
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: