ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η ιστορία της ελληνικής μετανάστευσης είναι τόσο παλιά, όσο και η ιστορία μας. Για λόγους που κατά καιρούς διαφοροποιούνται οι Έλληνες «μοιάζει» να αποζητούν πάντα καινούργιες πατρίδες. Περιοχές της ανατολικής μεσογείου, της νότιας Ρωσίας, του Εύξεινου Πόντου, της δυτικής Ευρώπης έγιναν οι πυρήνες μιας ισχυρής διασποράς. Ωστόσο από τα τέλη του 19ου αιώνα οι αναζητήσεις κατευθύνονται ακόμα πιο μακριά, καταργώντας τα νοητά σύνορα των ωκεανών, με κύριους αποδέκτες την Αμερική και την Αυστραλία. Ο μεταναστευτικός πυρετός θα κορυφωθεί την εικοσαετία 1900-1920 και η Ελλάδα θα χάσει το 8% του συνολικού πληθυσμού. Περίπου 25.000 άνθρωποι εγκαταλείπουν κάθε χρόνο μια χώρα οικονομικά εξουθενωμένη και πολιτικά αβέβαιη και ξεκινούν για τη «Γη της Επαγγελίας» που υπόσχεται πλούτο και ευημερία για όλους.
Το Αυλωνάρι όπως όλα τα χωριά της Ελλάδας δεν έμεινε πίσω σ’ αυτόν τον «μεταναστευτικό παραλογισμό» που κυρίευσε τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα την πατρίδα μας. Άνθρωποι στερημένοι, αγράμματοι, «άβγαλτοι» και αθώοι που δεν είχαν συνείδηση των δυνάμεών τους ούτε φυσικά και των δικαιωμάτων τους, αποτέλεσαν το κατάλληλο υλικό για εκμετάλλευση.
Δεν υπήρχε οικογένεια στο Αυλωνάρι που να μην έστειλε ένα μέλος της, μετανάστη στην Αμερική. Όταν για πρώτη φορά το 1982 άρχισα να μαζεύω υλικό για τους μετανάστες, διαπίστωσα ότι κάθε σπίτι είχε ένα παππού, ένα πατέρα ή ένα θείο που είχε κάνει το υπερατλαντικό ταξίδι στην Αμερική αναζητώντας καλύτερη τύχη. Τότε οι περισσότεροι από τους μετανάστες πρώτης γενιάς είχαν πεθάνει ή δεν είχαν γυρίσει ποτέ στη πατρίδα. Λίγοι ζούσαν, αλλά για πολλούς λόγους δεν είχα κατορθώσει να μιλήσω μαζί τους. Όμως σε πολλά σπίτια στο Αυλωνάρι υπήρχε πλούσιο υλικό, κυρίως φωτογραφίες από τα χρόνια της μετανάστευσης, αλλά και προσωπικά αντικείμενα των μεταναστών, έγγραφα, διαβατήρια, βιβλιάρια καταθέσεων, αποκόμματα εφημερίδων, κλεισμένα θυμάμαι σε κάτι μεγάλα μπαούλα, «αμερικάνικα» τα έλεγαν και καταχωνιασμένα κυρίως σε κάποιο υπόγειο. Τις φωτογραφίες μου τις έδιναν με ευκολία, αφού τις αντέγραφα και τις επέστρεφα. Όμως όλο το υπόλοιπο υλικό βρισκόμουνα σε δύσκολη θέση να το ζητήσω. Όταν πριν λίγα χρόνια άρχισα πάλι να ενδιαφέρομαι για τους μετανάστες και αναζήτησα αυτό το υλικό που είχα δει παλιότερα, βρέθηκα προ εκπλήξεως. Οι περισσότερες οικογένειες σε κάποια ανακαίνιση του σπιτιού, είχαν πετάξει τα μπαούλα και έτσι είχε χαθεί όλος αυτός ο πλούτος. Ένα ή δύο μπαούλα είχαν διασωθεί μόνον. Σε αυτή τη δεύτερη επαφή μου με το αντικείμενο της μετανάστευσης, μαγνητοφώνησα όσους Αυλωναρίτες συγγενείς μεταναστών, είχαν να μου πουν κάτι για τον πατέρα τους, τον θείο τους, ή τον παππού τους. Μου αφηγήθηκαν κυρίως ότι είχαν ακούσει από τους ίδιους. Πολλές αφηγήσεις εκτός από τα καθαρά ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία που μας δίνουν, μας μεταφέρουν σε μια Ελλάδα που έχει προ πολλού χαθεί με όλα τα χαρακτηριστικά της φυλής μας, απέναντι σε αυτό το μεγάλο, το εξωκοσμικό όπως φάνταζε τότε η Αμερική. Ο κύριος όγκος του λευκώματος αποτελείται από φωτογραφίες και καρτ-ποστάλ. Ήταν το υλικό που «φυλάχτηκε» όπως προείπα στα συρτάρια ή τα ντουλάπια των σπιτιών και δεν πετάχτηκε από τους απογόνους των μεταναστών. Όμως υπάρχουν και άλλα ντοκουμέντα δημοσιευμένα σε αυτό το λεύκωμα, που συνθέτουν όλα μαζί το παζλ της μετανάστευσης των Αυλωναριτών στην Αμερική. Τούτο το λεύκωμα είναι αφιέρωμα μνήμης και σεβασμού σ’ όλους αυτούς τους Αυλωναρίτες που αψηφώντας φόβους και προκαταλήψεις κίνησαν για το μεγάλο ταξίδι της μετανάστευσης στις αρχές του 20ου αιώνα, για να μπορούμε να ζούμε σήμερα εμείς καλύτερα. Σ’ αυτούς τους ανθρώπους της Αυλωναρίτικης γης, που την αγάπησαν και την πόνεσαν μα δεν μπόρεσαν να τη ζήσουν. Αλλά και δεν πρόφτασαν να χαρούν τα μονοπάτια και τις ανηφοριές της, τα ποτάμια και τα γεφύρια της, τα αλώνια και τους μύλους της, τις θάλασσες και τις ακρογιαλιές της, τα ξωκλήσια και τις εξοχές της. Το φως, το νερό, τον ουρανό, τον αέρα της. Ο Κολιακόγιαννης, ο Νικόκλης, ο Τασοφτιμής, ο Μπιτσοκολιός, ο Νικοϊτσας, ο Μπελιάς, ο Δεκανέας, ο Στρέης, ο Ναούμης, ο Βαρελάς. Αλλά και οι άλλοι, που έμειναν άγνωστοι, ξεχασμένοι και κανένα χέρι δεν θα βρεθεί να γράψει κάτι γι’ αυτούς, κανένα στόμα να τους μνημονεύσει, γιατί χάθηκαν για πάντα τα ίχνη τους στη ξένη γη. Ευχαριστώ όσους μου εμπιστεύτηκαν αυτό το υλικό. Επίσης όσους με τις αφηγήσεις ή τις υποδείξεις τους συνέβαλαν στην έκδοση του λευκώματος.
Δημήτριος Σγούρος
Αυλωνάρι ΠΑΣΧΑ του 2006
Δημοσιεύκε στο Ρόπτρο
Από το Αυλωνάρι στην Αμερική
Ήταν αρχές του 1900. Η Ελλάδα έχει βγει χαμένη από τον ατυχή πόλεμο με τους Τούρκους το 1897. Έχει προηγηθεί το 1883 η πτώχευση του Χαρίλαου Τρικούπη. Η χώρα παραμένει μικρή, αφού η Μακεδονία, η Θράκη και το μεγαλύτερο μέρος της Ηπείρου βρίσκεται σε Τουρκική κατοχή, η ζωή του κόσμου είναι δύσκολη, η απόδοση της γης περιορισμένη. Η κοινωνική πρόνοια ελλείπει παντελώς, η κακοδιοίκηση είναι στην ημερήσια διάταξη, οι αγρότες που αποτελούν και το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού, βρίσκονται παραδομένοι στο έλεος της τοκογλυφίας. Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση κάποιοι θαρραλέοι νέοι, ξεκινούσαν για την Αμερική, τον Νέο κόσμο, όπως έλεγαν. Και μαζί με αυτούς ξεκινούσαν κι άλλοι, όλο περισσότεροι. Και όχι μόνο νέοι, αλλά και μεσήλικες, παιδιά, γυναίκες, με στόχο την αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης. «Μοναδικό τους εφόδιο ήταν συνήθως τότε μαζί με το ιδίωμα του χωριού, του σπιτιού και του χεριού, τα χρέη και ο καημός της πατρίδας και μιας πίστης, πως στο Νέο κόσμο, στην καινούργια Γη της Επαγγελίας, τα πράγματα θα αλλάξουν γρήγορα και έτσι θα ξεχρεώσουν το σπίτι, θα παντρέψουν τις αδελφές και σε δέκα ή σε πέντε χρόνια – ποιος ξέρει να το πει ακριβώς, ίσως και γρηγορότερα – θα γυρίσουν πίσω τιμημένοι, εφοδιασμένοι με όσα χρειάζονται για μια καινούργια καλύτερη ζωή», έγραφε ο Μαν. Α. Τριανταφυλλίδης. Μέσα σε αυτό το κλίμα 60 με 70 Αυλωναρίτες από το 1900 μέχρι το 1910 πήραν το δρόμο της μετανάστευσης προς την Αμερική. Από τους πρώτους ο Σταύρος Γ. Ποθητάκης και ο αδερφός του Σπύρος, ( τον πατέρα τους στο Αυλωνάρι τον λέγανε Κοέν), φτάνουν στη Νέα Υόρκη. Παραμένουν λίγο καιρό εδώ αλλά δεν στεριώνουν. Πηγαίνουν βορειότερα και εγκαθίστανται στη Βοστώνη. Μέχρι το 1912 έχουν δουλέψει σκληρά κυρίως σε εστιατόρια και έχουν κάνει ένα καλό κομπόδεμα με το οποίο ενοικιάζουν ένα μικρό κτίριο που το διαμορφώνουν σε πανσιόν. Εδώ έρχονται τα επόμενα χρόνια πολλοί Αυλωναρίτες αλλά και άλλοι πατριώτες από τα γύρω χωριά, Ωρολογιάτες, Οκτωνιάτες, Μονοδριάτες, Αλιβεριώτες και με λίγα λεφτά ενοικιάζουν ένα δωμάτιο για να μείνουν. Ο Σταύρος Ποθητάκης με τις γνωριμίες του που ήδη έχει κάνει τους βοηθάει να βρουν τον πρώτο καιρό κάποιες δουλειές για να βγάλουν τα πρώτα έξοδα. Δύο και τρεις μαζί στο ίδιο δωμάτιο πολλές φορές και στο ίδιο κρεβάτι δουλεύουν δώδεκα και δεκατέσσερις ώρες την ημέρα. Άλλοι χαμάληδες σε αποθήκες, άλλοι εργάτες σε βιομηχανίες, οι ποιο τυχεροί λαντζιέρηδες σε εστιατόρια. Η Βοστώνη γίνεται δεύτερη πατρίδα τους. Επικοινωνούν με γράμματα και καρτ ποστάλ με τους συγγενείς τους στο Αυλωνάρι, στέλνουν τα πρώτα τσεκ με δολάρια, παρασέρνουν και κάποιους άλλους να έρθουν στην Αμερική. Με τα χρόνια δημιουργούν στη Βοστώνη ολόκληρη κοινότητα, το 1917 μάλιστα ιδρύουν και το «Σύλλογο των εν Αμερική Αυλωναριτών, ο Άγιος Νικόλαος» με σκοπό να συγκεντρώσουν χρήματα για να κτίσουν από την αρχή τη μεγάλη εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο Αυλωνάρι. Βέβαια οι Αυλωναρίτες δεν βρίσκονται μόνο στη Βοστώνη. Υπάρχουν στο Μπούφαλο, στο Πτόκτον, στη Νέα Υόρκη αλλά και σε άλλες πόλεις. Είναι όμως λιγότεροι, οι πολλοί βρίσκονται στη Βοστώνη και τα προάστια της και εδώ συνεχίζουν να έρχονται τα επόμενα χρόνια μόνοι ή με τις οικογένειες τους.
ΜΕΣΙΤΕΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Σίγουρα τα γενικότερα κίνητρα της μετανάστευσης που αναφέραμε πιο πάνω συνετέλεσαν αποφασιστικά στο μεγάλο κύμα στις αρχές του 20ου αιώνα. Όμως δεν πρέπει να αγνοούμε ότι και οι διάφοροι πράκτορες των ατμοπλοϊκών εταιριών, κάτι σαν μεσίτες της μετανάστευσης συνέργησαν ώστε να διογκωθεί η μετανάστευση κυρίως από τις επαρχίες. Πολλά ήταν τα μεσιτικά γραφεία που αναλάμβαναν να προωθήσουν τους μετανάστες κάθε ηλικίας, φύλλου ή επαγγελματικής ικανότητας στη γη της επαγγελίας κι ακόμα περισσότερα ήταν τα άτομα που ήταν απασχολημένοι με το κυνήγι των αφελών που πιστεύοντας τα λόγια τα μεγάλα πείθονταν να ξεκινήσουν το ταξίδι για τη νέα πατρίδα. Αυτοί οι «μεσίτες της μετανάστευσης» ήταν πρόσωπα πανούργα και τυχοδιωκτικά, που γυρνούσαν μέρα και νύχτα την επαρχία και προπαγάνδιζαν τη φυγή προς το νέο «παράδεισο». Να τι έγραφε ο Σ. Κανούτης στο «Ελληνοαμερικάνικο Οδηγό» του το 1908. «Οι πάντες δε και απανταχού της Ελλάδος και των Ελληνικών χωρών, νέοι, γέροντες, άγαμοι ή έγγαμοι, ή αγράμματοι, ορεινοί ή πεδινοί, χωρικοί ή αστοί, ρωμαλέοι ή καχεκτικοί, έχουσι καταληφθεί υπό Αμερικανίτιδος, αι επιτυχίαι των εκ των αρχαιοτέρων μεταναστών εν τω Νέω κόσμω, εξογκούμεναι και μεγαλοποιούμεναι δια της φαντασίας και της φήμης, ενίοτε δε και δι΄ εφημερίδων τινών, δεν αφήνουσι αυτούς να ησυχάσωσιν εν τη πατρώα γη....». Φαίνεται πάντως ότι και η δραστηριότητα των πρακτόρων ξέφευγε συχνά από τα όρια της νομιμότητας. Έφταναν πολλές φορές στο σημείο του κοινού απατεώνα και καταχραστή, εισπράττοντας υπέρογκα ποσά από τους υποψηφίους μετανάστες για να μεσολαβήσουν στις αρχές όταν υπήρχαν τυπικά κωλύματα. Πολλές φορές μάλιστα εξαπατούσαν και εξαγόραζαν τους ίδιους τους αρμόδιους υπαλλήλους.
ΟΛΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ
Άλλο ένα μεγάλο πρόβλημα των υποψηφίων μεταναστών ήταν η εξοικονόμηση του αρκετά σοβαρού για την εποχή εκείνη ποσού των 300-400 δρχ που χρειάζονταν για το εισιτήριο και τα έξοδα του ταξιδιού. Πολλοί ήταν αυτοί που δανείζονταν το ποσό αυτό υποθηκεύοντας τη μικρή κτηματική περιούσια στο χωριό, ελπίζοντας ότι γρήγορα θα εξοφλήσουν το χρέος με τη νέα δουλειά τους. Όμως το μέλλον τους επιφύλασσε δυσάρεστες εκπλήξεις και συνήθως τα χρέη έμεναν ανεξόφλητα, έτσι ώστε οι αδίστακτοι τοκογλύφοι να αποκτούν εύκολα αμύθητες περιουσίες. Έτσι γινόταν ακόμη πιο δύσκολος ο δρόμος της επιστροφής, μια και η παλιννόστηση σήμαινε όχι μόνο ατίμωση αλλά και έλλειψη κάθε δυνατότητας επιβίωσης. Παράλληλα ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις Υπερωκεάνιες Ατμοπλοϊκές Εταιρείες είχε αρχίσει να γίνεται όλο και πιο σκληρός. Σε κάποια περίοδο μάλιστα, το εισιτήριο από Πειραιά στη Νέα Υόρκη έφτασε μόλις τις 60 δραχμές. Βέβαια αυτό είχε να κάνει και με τις συνθήκες μεταφοράς των μεταναστών που από περιγραφές μαθαίνομε ότι η μεταφορά τους ήταν λίγο καλύτερη από εκείνη των ζώων. Η κατάσταση βελτιώθηκε αργότερα μετά το 1928 όταν οι αμερικανικές αρχές πήραν αυστηρά μέτρα ασφαλείας για τα πλοία που προσέγγιζαν στην Αμερική, καθώς και για τις συνθήκες καθαριότητας και διαβίωσης των μεταναστών στη διάρκεια του ταξιδιού.
Η ΖΩΗ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΥΠΕΡΩΚΕΑΝΙΟ
Πολλά έχουν γραφτεί για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες μεταφέρθηκαν στην Αμερική οι χιλιάδες Έλληνες μετανάστες. Μετά τις απαραίτητες διατυπώσεις για την έκδοση της άδειας μετανάστευσης, το ξεψείριασμα, τον εμβολιασμό και την επιβίβαση τους στο πλοίο οι μετανάστες αντιμετώπιζαν μια κυριολεκτικά «άγρια» κατάσταση που εξαρτιόταν βεβαίως από την κατάσταση του πλοίου. Οι φτωχοί λοιπόν μετανάστες «πακετάρονταν» στα διαμερίσματα της τρίτης θέσης τα οποία είχαν καθαριστεί μονάχα την τελευταία μέρα πριν από την αναχώρηση, επειδή υπήρχε η επιθεώρηση της δημόσιας υγείας του λιμανιού. Στοιβαγμένοι λοιπόν σε αμπάρια, χωρίς επαρκή τροφή, φάρμακα, ρουχισμό και στοιχειώδεις ανέσεις ξεκινούσε το ταξίδι για τον παράδεισο που διαρκούσε 25 και περισσότερες ημέρες. Να τι γράφει η Μ. Σαραντοπούλου-Οικονομίδου που γνώρισε ως δημοσιογράφος από κοντά τους μετανάστες, στο βιβλίο της οι «Έλληνες της Αμερικής όπως τους είδα» (Νέα Υόρκη 1916). Χαρακτηρίζει το ταξίδι αυτό ως «τον πρώτον σταθμόν του εξευτελισμού και της ταπεινώσεως του μετανάστου, το αρχικόν σημείον καταρρακώσεως του ατομικού εγωισμού…Οι χώροι της τρίτης θέσεις ήταν κυριολεκτικά «πακεταρισμένοι» με σειρές από σιδερένια ή ξύλινα διώροφα κρεβάτια. Κάθε κρεβάτι είχε μάκρος 1.88 μέτρα και πλάτος 0.61 μέτρα με ύψος ανάμεσα στα δύο κρεβάτια 0.76 μέτρα. Δηλαδή αντιστοιχούσαν συνολικά 0,84 κυβικά μέτρα σε κάθε επιβάτη, έχοντας τις διαστάσεις περίπου όσο δύο φέρετρα …» Και τα κρεβάτια δεν ήταν στην πραγματικότητα τίποτε παρά πάνω από κάτι που θα μπορούσε χαρακτηρίσει σαν φτωχά στρωμένα ράφια. Τα στρώματα ήταν γεμισμένα με άχυρα ή φύκια και για μαξιλάρι αν δεν είχε προνοήσει να φέρει μόνος του ο μετανάστης χρησιμοποιούσε το σωσίβιο του. Προσφέρονταν μόνο μια κουβέρτα για κάθε επιβάτη και στα χειμωνιάτικα ταξίδια όλοι κοιμόνταν με τα ρούχα που φορούσαν για να ζεσταίνονται. Δεν υπήρχαν καρέκλες ή σκαμνιά, ούτε τραπέζι ή ντουλάπι, ούτε καν κρεμάστρες. Οι αποσκευές, τα ρούχα, τα σκεύη του φαγητού και όλα τα υπάρχοντα τους έπρεπε να βολευτούν ανάμεσα στα στενά αυτά κρεβάτια. Δεν υπήρχαν καλάθια αχρήστων ή δοχεία σκουπιδιών κι ακόμη οι εταιρείες δεν διέθεταν σακούλες για τους επιβάτες που θα ζαλίζονταν από την θαλασσοταραχή και θα έκαναν εμετό.
ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ ΣΤΟ ΠΛΟΙΟ
«Ο επιβάτης ευρίσκει άνεσιν, περιποίησιν και καθαριότητα απαράμιλλον, τροφήν Ελληνικήν καθαράν και άφθονον, πλήρωμα ελληνικόν». Αυτά εκτός των άλλων έγραφε η διαφημιστική αφισέτα του ατμόπλοιου «Ο Θεμιστοκλής» 12.000 τόνων, που ναυπηγήθηκε το 1907. Όμως σε κάθε επιβάτη δινόταν με την επιβίβαση του στο πλοίο ένα κουτάλι, ένα πιρούνι, και μια τενεκεδένια καραβάνα. Όταν αναγγελλόταν το πρωινό συνήθως στις επτά παρά τέταρτο, όλοι στριμώχνονταν στο χώρο της διανομής καθώς δεν υπήρχε τραπεζαρία παρά μονάχα ένας χώρος σε κάποια άκρη με λίγα τραπέζια και μερικούς πάγκους, όπου συνήθως κάθονταν οι γυναίκες και τα παιδιά. Οι άντρες έπρεπε από τους χώρους σερβιρίσματος κρατώντας τις καραβάνες να βρουν κάποιο χώρο για να φάνε ή να βγουν στο ανοιχτό κατάστρωμα. Το φαγητό όμως ήταν τόσο κακομαγειρεμένο που σχεδόν δεν τρωγόταν. Συνήθως το μισό φαγητό που ετοιμάζονταν για τους μετανάστες κατέληγε τροφή για τα ψάρια του ωκεανού. Οι επιβάτες μπορούσαν να αγοράσουν από την καντίνα του πλοίου κάτι για να συμπληρώσουν το φαγητό τους, πράγμα που έκανε την ποιότητα του φαγητού χειρότερη, προκειμένου να αυξηθεί ο τζίρος της καντίνας. Διαβάζουμε στο «Συναξάρι» του Ανδρέα Κορδοπάτη για το φαγητό πάνω στο υπερωκεάνιο. «… Για φαγητό έσφαζαν και μας έδιναν κάτι παλιάλογα. Τα βλέπαμε τα είχαν στα αμπάρια και τα σιχαινόμασταν. Τρεις τέσσερις από εμάς τα έτρωγαν, έκλειναν τα μάτια, η καρδιά τους το δεχότανε. Οι άλλοι κινδυνεύαμε από ασιτία. Καμιά βδομάδα τη βγάλαμε μ΄ αυτά που είχαμε ψωνίσει στη Πάτρα. Άλλα σωθήκανε. Μαζευτήκαμε τότε και πήγαμε στον καπετάνιο και τον παρακαλέσαμε να μαγειρεύουμε φασόλια, μπακαλιάρο, φακές. Καταφέραμε να βάλουμε μάγειρα δικό μας, ταξιδιώτη. Μας έδιναν κάτι ρέγκες με σκουλήκια, χαλασμένες, τις πετάγαμε. Μόλις τις πετάγαμε εμείς, βούταγαν Αλβανοί και άλλες φυλές, τις άρπαζαν»…
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΔΕΙΠΝΟ
Το τελευταίο δείπνο πριν την άφιξη στη Νέα Υόρκη έπρεπε να ήταν κάπως διαφορετικό. Μπορούσε να περιλαμβάνει πολλές λιχουδιές όπως πατάτες τηγανητές. Είχε σκοπό φαίνεται να δώσει ένα τόνο ευχαρίστησης στην άφιξη και στην επιθεώρηση από τις Αμερικανικές υγειονομικές αρχές. Έπρεπε να δείχνουν ευχαριστημένοι, έτσι τους έλεγαν οι καμαρώτοι γιατί αλλιώτικα δεν θα σας αφήσουν να βγουν.
ΣΤΗ ΚΑΡΑΝΤΙΝΑ ΤΟΥ ELLIS ISLAND
Μετά από ένα τόσο «ευχάριστο ταξίδι» ο μετανάστης αντίκριζε επιτέλους το επιβλητικό άγαλμα της Ελευθερίας στο λιμάνι της Νέας Υόρκης, ενώ στο βάθος ξεχώριζαν μακρινές και απίστευτες οι κορυφογραμμές των κτιρίων του Μανχάταν καθώς κατευθύνονταν στο Ellis Island. Εδώ σ΄ αυτό το μικρό νησάκι ήταν η καραντίνα, γινόταν ο δημόσιος υγειονομικός έλεγχος. Καθώς το πλοίο αγκυροβολούσε, ένας στολίσκος από μικρά πλοία περικύκλωνε το υπερωκεάνιο «Οι άνδρες της υπηρεσίας αλλοδαπών και της δημόσιας υγείας ανέβαιναν στο πλοίο και περνούσαν γρήγορα από τους χώρους της πρώτης και δεύτερης θέσης σε μία βιαστική επιθεώρηση των επιβατών των θέσεων αυτών. Ύστερα κατέβαιναν στα διαμερίσματα όπου βρίσκονταν οι επιβάτες της τρίτης θέσης για το πιο χρονοβόρο μέρος της δουλειάς τους, προκειμένου να εξετάσουν κάθε επιβάτη». (Α.Ι. Τζαμτζής σελ 28) Αφού τελείωνε η διαδικασία τελωνιακού ελέγχου, τότε μόνον άρχιζαν οι μετανάστες να κατεβαίνουν τις σκάλες του πλοίου φορτωμένοι με τις αποσκευές τους. Έτσι κουβαλώντας τα ογκώδη μπαούλα τους πήγαιναν στις βάρκες της Υπηρεσίας Αλλοδαπών που τους περίμεναν για να τους πάνε στο Ellis Island γνωστό στους Έλληνες μετανάστες ως «Καστιγκάρι». Εκεί οι μετανάστες υποβάλλονταν στην τελική δοκιμασία. Να τι γράφουν ο Ι. Γεωργακόπουλος και Ε. Παπαχελής στη μελέτη τους «Ο Έλλην εν Αμερική» 1917. Στο νησί Ellis, όπου εξετάζονταν από γιατρούς και άλλους αρμοδίους, επιφορτισμένους να διαπιστώσουν αν συντρέχουν οι όροι του νόμου για την είσοδο στη χώρα (πρόκειται για τον περίφημο νομό «περί μετανάστευσης του 1906, που απαγόρευσε την είσοδο ορισμένων κατηγοριών μεταναστών, όπως ηλίθιων, φρενοβλαβών, τελείως απόρων, εκείνων που είναι βάρος για την κοινωνία - γερόντων, εγκληματιών, πολυγαμιστών, αναρχικών, πόρνων, ασυνόδευτων ανήλικων κλπ.). Όσοι εξετάζονταν και αποδεικνύονταν υγιείς, περνούσαν τη σχετική ανάκριση (συνήθως ήταν προετοιμασμένοι για το τι απαντήσεις θα δώσουν) και αν όλα πήγαιναν καλά έπαιρναν το «ελεύθερο». Οι υπόλοιποι στοιβάζονταν και πάλι στο πλοίο, για να υποστούν την τραγική δοκιμασία της επιστροφής Αξίζει τον κόπο να δώσουμε και πάλι το λόγο στη Σαραντοπούλου, που περιέγραψε ως εξής την πρώτη "γεύση" Αμερικής από το μετανάστη: «… Αισθάνεται την ψυχήν του συσφιγγομένην υπό την πίεσιν της αορίστου εκείνης αγωνίας, ήτις προηγείται πάντοτε της στιγμής η οποία πρόκειται να μας θέση εις επικοινωνίαν προς το άγνωστον. Έφθασεν πλέον εις την θρυλικήν γην της επαγγελίας. Η ψυχή του την οποία κατατρώγει η δίψα του χρυσού, λούεται από μαγικήν δολλαρίων βροχήν. Η φαντασία του στρεφόμενη προς τα οπίσω βλέπει oρθουμένην εις καλλιμάρμαρον την χωρικήν καλύβην…». Και συνεχίζει, δίνοντας το περίγραμμα των διαδικασιών που ακολουθούν: «Έμπατε στη γραμμή, διερμηνεύει ο αρμόδιος αξιωματικός του πλοίου στεκόμενος επί της εισόδου της αγούσης προς τα διαμερίσματα της Γ' θέσεως. Αλλοίμονον. Από της στιγμής αυτής άρχεται η ταπείνωσις, η πικρά δοκιμασία την οποίαν υφίσταται ο δυστυχής μετανάστης, καθ' όλον τον χρόνον της πικράς βιοπάλης, ήτις τον αναμένει». «Τεμάχια ερυθρού χάρτου φέροντα αναγεγραμμένον τον αριθμόν του δηλωτικού του ατμόπλοιου, υπό τον οποίον εμφαίνεται έκαστος των μεταναστών, εξαρτώνται από το στήθος ενός εκάστου, αδιακρίτως φύλου και μετά την αρίθμησιν, δίκην αγέλης κτηνών, οι μετανάσται αποβιβάζονται από του ατμοπλοίου επί του υπηρεσιακού ρυμουλκού, το οποίον θα τους φέρη εις το Υγειονομείον. Από της στιγμής αυτής μέχρι της μεταφοράς του εις Νέαν Υόρκην, ή της επιβιβάσεως του επί του σιδηροδρόμου δια το εσωτερικόν, ο μετανάστης χάνει την ατομικότητα του. Δεν είναι πλέον άνθρωπος με όνομα. Ως οι κατάδικοι του κάτεργου είναι και αυτός αριθμός. Το ELLIS ISLAND είναι ο πρώτος σταθμός δια του οποίου διερχόμενος ο μετανάστης, αισθάνεται περιφρονουμένην την ατομικήν του υπόστασιν, ταπεινουμένην την εθνικήν του συνείδησιν».
ΣΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΔΟΥΛΕΙΑΣ
Αφού περνούσαν τις εξετάσεις του Ellis Island οι μετανάστες μεταφέρονταν στη Νέα Υόρκη για να στριμωχθούν αρχικά στα καμαράκια της πολύβουης μεγαλούπολης, σε υγρές τρώγλες και ανήλια υπόγεια. Είπαμε και στην αρχή ότι πολλοί από το Αυλωνάρι που έφθαναν στη Νέα Υόρκη πήγαιναν κατ’ ευθείαν στη «πανσιόν» του Σταύρου Ποθητάκη για μια περίοδο προσαρμογής. Σε κάθε περίπτωση το πρόβλημα ήταν η εξεύρεση μιας προσωρινής δουλειάς μέχρι να παρουσιαστεί η «καλή ευκαιρία». Πολλοί επίσης προσπαθούσαν να βρουν καταφύγιο σε γνωστούς συγγενείς και φίλους, που βρίσκονταν εκεί από καιρό και λίγο ή πολύ τους είχαν παρακινήσει σ΄ αυτή την περιπέτεια. Οι εκπλήξεις ήταν όμως πολλές και δυσάρεστες. Άλλες φορές οι γνωστοί αδιαφορούσαν γιατί δεν περίμεναν να πάρει «τοις μετρητοίς» ο άλλος τα όσα είχαν γράψει και να κουβαληθεί, άλλοτε αδυνατούσαν και αυτοί οι ίδιοι να επιβιώσουν και το πολύ πολύ «να τρύπωναν» τον νεοφερμένο σε κάποια δουλειά «του ποδαριού» και άλλοτε φρόντιζαν όσοι είχαν κατορθώσει να στήσουν κάποιο μαγαζί ή μικροεπιχείρηση (εστιατόριο, στιλβωτήριο, ανθοπωλείο κλπ.) να τον εκμεταλλευτούν αλύπητα, γνωρίζοντας την αδυναμία του να αμυνθεί. Διαβάζομε από τις «Σελίδες ημερολογίου» του Ν. Γκόρτζη στο περιοδικό «Μελέτη» το Δεκέμβριο του 1910. «…Θα τον ίδετε παντού τον Έλληνα μετανάστην. Θα τον συναντήσετε εις πάσαν λεωφόρον, εις πάσαν οδόν, εις πάσαν σχεδόν γωνίαν στιλβώνοντα υποδήματα, πωλούντα άνθη, ψήνοντα κάστανα ή οδηγούμενον υπό του αστυφύλακος εις την αστυνομίαν τη συνοδεία αλαλαζόντων χαμινίων. Ο Έλλην μετανάστης και μικρέμπορος ο διημερεύων και διανυκτερεύων εν υπαίθρω, αποτελεί εντελώς ξεχωριστήν φυσιογνωμίαν εις την απέραντον κοσμόπολιν. Εάν δεν επρόφθασε να εξαμερικανισθή ακόμη εξωτερικώς, να περιβληθή δηλαδή τα ευρύχωρα και ακαλαίσθητα ενδύματα, τα οποία κατασκευάζουν και πωλούν έτοιμα οι Εβραίοι αντί πέντε δολαρίων και τα οποία αποδίδουν την προσωνυμίαν του «Αμερικανού» εις τους παλινοστούντας, εάν τα οικονομικά του επέτρεψαν, φορεί ακόμη τα χονδροκαμωμένα ρούχα της πατρίδος του, τα οποία ηγόρασε κατά την παραμονή της αναχωρήσεώς του, εις τον Πειραιά ή εις τας Πάτρας και τον πατροπαράδοτον κούκον της ελληνικής βιομηχανίας, τον καλύπτοντα τας βλεφαρίδας και εισερχόμενον μέχρι των ώτων». Και συνεχίζει πάρα κάτω. «...Οι πλείστοι των Ελλήνων μικρεμπόρων διημερεύουν και διανυκτερεύουν εις το κάτω τμήμα της πόλεως, το κοινώς αποκαλούμενον ντάουν τάουν όπου και η μεγαλύτερα εμπορική κίνησις. Πέριξ των πεζοδρομίων του παρά την αποβάθραν του Μπάττερυ Πλέις πάρκου σταθμεύουν δωδεκάδες καροτσάκια Ελλήνων επιχειρηματιών, πωλούντων μπανάνας, πορτοκάλια, δαμάσκηνα, φθηνά γλυκίσματα και παγωτά και πρόστυχα ταχυδρομικά δελτάρια. Πολλάκις, οσάκις συμβαίνει να πυκνωθούν αι τάξεις των, νομίζετε ότι ευρίσκεσθε εις ελληνικήν επαρχιακήν εμποροπανήγυριν. Οι πωληταί χωρικοί εκ διαφόρων μερών της Πελοποννήσου, άλλος γέρων και άλλος νέος, νεοαφιχθέντα παιδία και ασπρομάλληδες αποτυχόντες τυχοδιώκται συζητούν περί των ενδιαφερόντων ζητημάτων της πατρίδος των, περί των δημάρχων των, των παρέδρων των, των δημοτικών συμβούλων των ή εντρυφούν εις την συνήθη κακογλωσσίαν, δια της οποίας σχολιάζουν όλα τα ζητήματα του τόπου των. Εάν έλειπαν τα υψηλά οικοδομήματα, η παραπλεύρως διερχόμενη γραμμή του εναερίου σιδηροδρόμου και τα αγάλματα του πάρκου θα ενομίζατε ότι ευρίσκεσθε πράγματι εις ελληνικόν χωρίον εν ημέρα πανηγύρεως. Στις συνθήκες αυτές η αγωνία να επιβιώσει, μετατρεπόταν εύκολα σε πανικό και ο μετανάστης εγκατέλειπε τα όνειρα του για να αποκτήσει μια άλλη οποιαδήποτε δουλειά σε οποιοδήποτε σημείο της Αμερικής. Και συνεχίζει ο Ν. Γκόρτζης . «Ενίοτε, οσάκις μελαγχολικός θελήσετε να σταματήσετε και περιεργασθήτε τα ατυχή αυτά θύματα του εκπατρισμού ατυχεστέρας πατρίδος, ήτις δεν ηδυνήθη να τα συγκρατήση εις τους κόλπους της, αντιλαμβάνεσθε, πανικόν ενσκήπτοντα αιφνιδίως εις τας τάξεις των και βλέπετε καροτσάκια και εμπορεύματα εξαφανιζόμενα εν ριπή οφθαλμού, ανατρεπόμενα, θραυόμενα ως υπό την επηρείαν ενσκήψαντος τυφώνος. Είναι ο έφιππος αστυνόμος με την ροδοκόκκινον και επιβλητικήν μορφήν, τα κίτρινα γαλόνια, τα τόσον ωραία αρμοζόμενα εις την κυανήν στολήν του, τα άσπρα γάντια και τον υπερήφανον καστανόχρουν ίππον, όστις αντιληφθείς αυτούς εκ της γωνίας σπεύδει προς καταδίωξιν των. Οι Έλληνες μικρέμποροι, ως τα καταδιωκόμενα πτηνά υπό αρπακτικού ορνέου, διασκορπίζονται περιδεείς προς όλα τα σημεία του ορίζοντος, παρασύροντες εν τη ορμή των τους διαβάτας, προσκρούοντες επί των γωνιών, κτυπώντες επί των σιδηρών κιγκλιδωμάτων και προκαλούντες την αγανάκτησιν του πλήθους». Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι Αυλωναρίτες μετανάστες αναζήτησαν το πικρό μεροκάματο που θα τους εξασφάλιζαν στοιχειώδης συνθήκες ζωής. Αρκετοί ήταν αυτοί που «βολεύτηκαν» κυρίως σε εστιατόρια σαν λαντζέρηδες και από μαρτυρίες μεταγενέστερων έγιναν και αφεντικά. Οι περισσότεροι όμως δούλεψαν στη βαριά βιομηχανία, στο σιδηρόδρομο, στα λατομεία, τα ανθρακορυχεία και τα μεταλλεία και ήταν αναμφισβήτητα οι πιο άτυχοι. Η ζωή τους στα κολαστήρια αυτά ήταν ανυπόφορη. Ζούσαν στοιβαγμένοι στα άθλια παραπήγματα ο ένας πάνω στον άλλο, υποσιτίζονταν και δεν είχαν ούτε στοιχειώδη περίθαλψη και ασφάλεια. Στις συνθήκες αυτές διαβίωσης ο άνθρωπος εξαντλείται σωματικά, νεκρώνεται διανοητικά και γίνεται ηθικά υπάνθρωπος, γράφει η Σαραντοπούλου που επισκέφθηκε τέτοιους χώρους. Και συνεχίζει αναφερόμενη στην ασφάλεια και την περίθαλψη των μεταναστών: «Εάν ο εργάτης υποστεί βλάβην εν τη υπηρεσία και καταστεί ανίκανος δια το μέλλον προς εργασίαν, τότε πρέπει να κινήση ούτος αγωγήν κατά της εταιρείας προς αποζημίωσιν. Είναι όμως εύκολον τούτον; Η εταιρεία είναι πλούσια και ισχυρά, ο εργάτης πτωχός και ασθενής. Εκείνη έχει προς υπεράσπισιν της στρατειάν ολόκληρων δικηγόρων και ο εργάτης είναι άνευ του απαιτουμένου χρήματος, αδαής της γλώσσης, εν τέλει εγκαταλελειμμένος. … Οι ιατροί των εταιρειών αυτών είναι εγκληματίαι του χειρίστου είδους, οι οποίοι όμως διεκφεύγουν της δικαιοδοσίας του νόμου… εν επιγνώσει της ανικανότητας των να θεραπεύουσιν τους εργάτας, τους απεστέλλωσι εις τα βασίλεια του Πλούτωνος ή τους ακρωτηριάζουν αποκόπτοντες χέρι ή πόδι, το οποίον δεν είχεν κατ΄ αρχάς ή αμυχήν ελαφράν μόνον…»
ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΤΟ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΟ
Χιλιάδες Έλληνες μετανάστες ταλαιπωρήθηκαν χρόνια ολόκληρα στην κοπιαστική και κακοπληρωμένη δουλειά του εργάτη σιδηροδρόμων. Ήταν κάτι σαν πρόσφυγες, χωρίς μόνιμη κατοικία (κοιμόντουσαν στα βαγόνια του διαρκώς μετακινούμενου συνεργείου) και η επαφή τους με την «κοινωνική ζωή» ήταν καθαρά συμπτωματική (όταν η γραμμή περνούσε κοντά σε κατοικημένη περιοχή, πήγαιναν ομαδικά να «καταθέσουν» τις πενιχρές οικονομίες τους σε εφήμερες διασκεδάσεις). Ο Σ. Κανούτας αναφέρει ότι τα δυστυχήματα στη δουλειά ήταν συχνότατα. Σημειώνει: «Αλλά μη νομίση τις ότι αι εργασίαι αυταί είναι σταθεραί και μόνιμοι. Ένεκα πλείστων όσων λόγων και ποικίλων αιτιών και αφορμών, αι εταιρείαι αποβάλλουν λίαν συχνά τους εργάτας, οι οποίοι μέχρις ου ευρώσιν νέαν εργασίαν, εξοδεύουσι τας μικράς των οικονομίας …».
ΔΕΚΑΤΕΣΣΕΡΙΣ ΩΡΕΣ ΣΤΗ ΦΑΜΠΡΙΚΑ
Το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων μεταναστών που παγιδεύτηκαν στις πόλεις, μετά από αγωνιώδεις και συνήθως αποτυχημένες προσπάθειες να «στηθεί» κάποια δουλίτσα, κατέφευγε στη βαριά βιομηχανία, τη μεγάλη χοάνη που κατάπινε όνειρα και φιλοδοξίες, τη μέγγενη που συνέτριβε αργά αλλά σταθερά κάθε σωματική και ψυχική αντοχή. Ήταν τότε η φάση της πιο ώριμης και ανεξέλεγκτης ανάπτυξης του αμερικάνικου καπιταλισμού, που – έχοντας ανάγκη από όλο και περισσότερα εργατικά χέρια – προλεταροποιούσε μεγάλες μάζες λαού, προερχόμενες από τα αγροτικά κυρίως στρώματα, τους κατεστραμμένους μικροϊδιοκτήτες και μικροεπιχειρηματίες και φυσικά τους μετανάστες. Οι συνθήκες δουλειάς στις φάμπρικες των αμερικάνικων μεγαλουπόλεων ήταν απάνθρωπες, η εργατική νομοθεσία απλός τύπος και η κοινωνική ασφάλιση κοροϊδία. Οι εργάτες δούλευαν 10-14 ώρες την ημέρα χωρίς διακοπή, σε αποπνικτική και εφιαλτικά θορυβώδη ατμόσφαιρα, κάτω από το άγρυπνο μάτι του επιστάτη, για λίγα δολάρια. Υπάρχουν μαρτυρίες Αυλωναριτών που ενώ ζούσαν στο ίδιο δωμάτιο και χρησιμοποιούσαν το ίδιο κρεβάτι να κοιμηθούν, δεν βλεπόντουσαν για μήνες, αφού είχαν διαφορετικές βάρδιες. Ειδικά για τις γυναίκες και τα παιδιά επικρατούσε καθεστώς φοβερής αισχροκέρδειας.
Τα πλοία
Τα πρώτα χρόνια της μετανάστευσης δεν υπήρχαν ελληνικές ατμοπλοϊκές εταιρίες. Έτσι τους μετανάστες τους διακινούσαν ξένες εταιρίες όπως η γαλλική Messageries Maritimes με κυριότερα πλοία το Crimaia και το Brezil. Ο Πειραιάς και η Πάτρα ήταν τα δυο λιμάνια τα οποία προσέγγιζαν τα πλοία της γραμμής της Μασσαλίας. Εδώ παρελάμβαναν τους Έλληνες μετανάστες οι οποίοι προορίζονταν για την Αμερική και τους μεταφέρανε στη Μασσαλία. Από κει με το σιδηρόδρομο έφταναν στη Χάβρη ή το Χερβούργο απ’ όπου με τα υπερωκεάνια που εκτελούσαν την τακτική γραμμή με την Αμερική αποβιβάζονταν στη Νέα Υόρκη. Την ίδια περίπου εποχή προσεγγίζανε σποραδικά τον Πειραιά τα υπερωκεάνια της γαλλικής Fabre-Line και της γερμανικής Hamburg American Line. Τα γερμανικά καράβια έφθαναν μάλιστα μέχρι το Μαντούδι και φόρτωναν λευκόλιθο, στη Νάξο σμυρίγδι αλλά και στο Ναύπλιο, τη Σύρο και τον Πειραιά να φορτώσουν μάρμαρα και επιβάτες Τρίτης θέσης. Επειδή το μεταναστευτικό ρεύμα την εποχή αυτή παρουσίαζε αιχμές κυρίως την άνοιξη και το φθινόπωρο κι άλλη εταιρία η Austo Americana άρχιζε να προσεγγίζει την Πάτρα με τα πλοία της, το Alice, το Martha Washington, το Giula, και το President Wilson και μετέφεραν χιλιάδες Έλληνες μετανάστες στην Αμερική. Το μεταναστευτικό ρεύμα μεταξύ1905-1910 είχε φουντώσει και δημιουργήθηκε έτσι πάγια κίνηση ανάμεσα σε Ελλάδα και Βόρειο Αμερική. Άρχισε λοιπόν να γίνεται ορατό πως η καθιέρωση μια τακτικής ελληνικής υπερωκεανίου γραμμής ήταν αναγκαία και θα μπορούσε να είναι επικερδής. Οι έλληνες μετανάστες θα προτιμούσαν τα ελληνικά υπερωκεάνια που θα είχαν έλληνες ναύτες για προσωπικό και θα μιλούσαν τη δική τους γλώσσα. Πρώτος ο Μωραϊτης με άλλους κεφαλαιούχους της εποχής ίδρυσε την «Ελληνική Υπερωκεάνιο Ατμοπλοΐα» με δύο πλοία, το «Μωραϊτης» και το «Αθήνα». Γράφει η «εικονογραφημένη» του Απριλίου του 1908. «Τον πρώτον του πλουν εξετέλεσεν ο «Μωραϊτης» την 19η Ιουνίου 1907. Σημειωτέον δε ότι κάθε ταξίδι του πλοίου μετ’ επιστροφής κοστίζει 5.000 λίρας, αφού μόνο κάρβουνο δαπανά ημερησίως 57 τόνους, έτσι δια 14 ημέρας 830 τόνους. Και έχουν χωρητικότητα αι γαιανθρακαποθήκες των 1600 τόνων». Όμως η προσπάθεια αυτή δεν ευδοκίμησε γιατί έλειπε η οργάνωση και ο προγραμματισμός. Παρουσιάστηκε μάλιστα και οικονομική κρίση, που περιόρισε τον αριθμό των μεταναστών με αποτέλεσμα η εταιρία να κηρυχθεί σε πτώχευση στο τέλος του 1908. Την εταιρία Μωραϊτη διαδέχθηκε η Υπερωκεάνιος Ελληνική Ατμοπλοΐα» με δύο πλοία, το «Θεμιστοκλής», όπως μετονομάστηκε το «Μωραϊτης» και το «Αθηνά» που ‘χε παραγγείλει ο Μωραϊτης και παραλήφθηκε από τη νέα εταιρεία το 1910. Όμως και η νέα αυτή εταιρεία, οδηγήθηκε για πολλούς λόγους σε χρεοκοπία το 1912 με αποτέλεσμα να απορροφηθεί από την «Εθνική Ατμοπλοΐα της Ελλάδος» του Λεωνίδα Α. Εμπειρίκου που είχε ιδρυθεί το 1908. Το πλοίον της νέας εταιρείας ήταν το «Πατρίς» και στην συνέχεια το πολυτελές για την εποχή νεοναυπήγητο «Μακεδονία», που έκανε το ταξίδι Πειραιά-Νέα Υόρκη σε 12 μέρες. Εν τω μεταξύ παραγγέλθησαν δυο σύγχρονου τύπου επιβατικά υπερωκεάνια το «Βασιλεύς Κωνσταντίνος» (μετέπειτα «Μεγάλη Ελλάς» και «Βύρων») και το «Βασίλισσα Σοφία». Αλλά και η «Εθνική Ατμοπλοΐα δεν έτυχεν της πλήρους υποστηρίξεως από μέρους των Ελλήνων της Αμερικής κι αυτό «οφείλεται εις την έλλειψιν της ευμάρειας και της ταχύτητος, ήτις έλλειψις χαρακτηρίζει τα παλαιά πλέον πλοία αυτής» παρατηρούσε ο πρέσβής της Ελλάδος στην Ουάσινγκτον το 1930. Και ο γενικός πρόξενος στη Ν. Υόρκη σε έκθεσή του την ίδια εποχή προσθέτει : «Η υπηρεσία των μεγάλων υπερωκεανίων είναι πολύπλοκος και απαιτεί ειδικούς και ιδίως όχι πληρώματα καταρτιζόμενα την τελευταία στιγμή και αποτελούμενα κατά αρκετόν μέρος από λαθραίους, εις Αμερικήν μετανάστας, ή από δραπέτας εξ Αμερικής ναύτας, ή απείρους τοιούτους μη μισθοδωτούμενους, αλλά απλώς δεχόμενους να εργασθώσι δια να επιστρέψωσι δωρεάν εις Ελλάδα» Έτσι οι μέτοχοι της «Εθνικής Ατμοπλοΐας» το 1935 αποφάσισαν τη διάλυσή της σε μια προσπάθεια να περισώσουν ότι είχε απομείνει στο ενεργητικό της.
Οι Αυλωναρίτες μετανάστες στέλνουν χρήματα για το χτίσιμο του Αι Νικόλα
Διαβάζουμε το πρώτο άρθρο του «Κανονισμού του εν Αμερική Ευεργετικού και Αλληλοβοηθητικού Συλλόγου Αυλωναριτών». «Συνιστάται Ευεργετικός και Αλληλοβοηθητικός Σύλλογος των απανταχού Αυλωναριτών της Αμερικής υπό την επωνυμίαν ο Άγιος Νικόλαος, έχων ως έδραν την Βοστώνην». Βρισκόμαστε στα 1917 το μεταναστευτικό ρεύμα έχει φουντώσει τα προηγούμενα χρόνια, καραβιές Ελλήνων αλλά και άλλων εθνοτήτων μεταναστών έρχονται να δουλέψουν στην Αμερική, επιζητώντας το μεγάλο όνειρο. Οι Αυλωναρίτες μετανάστες προσπαθώντας να ζήσουν και να διασώσουν τις αναμνήσεις από το χωριό τους, τον τόπο που γεννήθηκαν και τώρα ζουν οι συγγενείς τους σκέφτονται συλλογικά και ιδρύουν το Σύλλογο. Στη Βοστώνη, τη Νέα Υόρκη και τις γειτονικές πόλεις βρίσκονται οι περισσότεροι. Εάν συνυπολογίσομε και τους μετανάστες από τα γειτονικά χωριά, το Ωρολόγι, το Μονόδρυ, το Οριό, την Οκτωνιά αλλά και το Αλιβέρι και τα χωριά της Κύμης που οι περισσότεροι γνωρίζονται μεταξύ τους, ο αριθμός τους είναι μεγάλος. Από τα στοιχεία που έχω συλλέξει τα τελευταία χρόνια που ασχολούμαι με το αντικείμενο της μετανάστευσης δεν μπορώ να υπολογίσω με ακρίβεια τον αριθμό των μεταναστών της ευρύτερης περιοχής του Αυλωναρίου. Όμως ανατρέχοντας στις εθνικές στατιστικές για το θέμα που ανεβάζουν το ποσοστό των Ελλήνων μεταναστών σε 10-12% του ενεργού πληθυσμού της τότε Ελλάδας, πιστεύω ότι ανάλογο θα ήταν και το ποσοστό από την περιοχή του Αυλωναρίου. Που σημαίνει ότι περίπου 400 ή και λίγο περισσότερα άτομα άφησαν το Αυλωνάρι και τα χωριά του τότε δήμου για να μεταναστεύσουν στην Αμερική. Η συναναστροφή τους τον ελεύθερο χρόνο τους που είναι ελάχιστος αφού εργάζονται 10 ή και 12 ώρες γίνεται συνήθως σε ελληνικά καφενεία. Διαβάζομε από τις «Σελίδες Ημερολογίου του περιοδικού «Η Μελέτη» Δεκέμβριος 1910». «Ένεκα της ελλείψεως κοινοτικών σχολείων και άλλων φιλανθρωπικών και ψυχαγωγικών κέντρων, προέκυψαν τα πολυπληθή καφενεία, εις τα οποία συχνάζει ούτος πολλάκις της ημέρας, οσάκις δεν περιδιαβάζει άεργος εις τα πάρκα και επιδίδεται εις την μονότονον και ανεξάντλητον συζήτησιν περί των κοινοτικών ή μάλλον των προσωπικών ζητημάτων – διότι κοινοτικά ζητήματα ως τα των Αγγλία και Αιγύπτω Ελληνικών παροικιών δεν υπάρχουσιν ενταύθα ελλείψει καταλλήλων αρχηγών, ανδρών μορφώσεως, κύρους επιβολής πλούτου και σχέσεων μετά των διευθυνουσών αμερικανικών τάξεων. Τα ενταύθα ελληνικά καφενεία ομοιάζουν με τα τετάρτης και πέμπτης τάξεως αθηναϊκά τοιαύτα. Είναι χωμένα εις υπόγεια ή ανώγεια πεπαλαιωμένων οικιών, αι οποίαι αναμένουν την κατεδάφισιν των δια να δώσουν τόπον εις τα νέα πανύψηλα παλάτια. Πεντ΄ έξ΄ τραπέζια κατά σειράν, εν πανάρχαιον μπιλιάρδον εις το βάθος, μερικαί ακαλαίσθητοι λιθογραφίαι εις τους τοίχους, τας οποίας επινοούν οι πρωτότυποι Έλληνες καλλιτέχναι της Αμερικής, εις τας οποίας φαίνονται αδερφωμένοι ο Μέγας Αλέξανδρος με τον Πατριάρχην και ο Όμηρος με τον Οδυσσέα Ανδρούτσον και αι οποίαι ωχριούν αναμφιβόλως προ των ευθυνών λιθογραφιών των αθηναϊκών μικροκαταστημάτων, δάπεδον επιστρωμένον με παρκέτον από των χρόνων της ανεγέρσεως της οικίας καταφαγωμένων εκ των απορριμμάτων των σιγάρων και κατεσπιλωμένων εκ των πτυέλων των θαμώνων, ατμόσφαιρα πνιγηρά αναδίδουσαν την εμετικήν εκείνην δυσοσμίαν την προερχομένην εκ της αναμίξεως τον αποπνοιών του ναργιλέ και του ιδρώτος – ιδού η εσωτερική διακόσμησις του συνήθους ελληνικού καφενείου». Εδώ σε αυτούς τους χώρους η νοσταλγία της πατρίδας είναι μεγάλη. Έτσι γεννιέται η επιθυμία της ίδρυσης του Συλλόγου. Σκοπός του όπως διαβάζομε από το δεύτερο άρθρο του καταστατικού «… είναι η ανέγερσις εκκλησίας εν τη ιδιαιτέρα ημών πατρίδα Αυλωναρίω της Ευβοίας. Επίσης ο σύλλογος θα έρχεται αρωγός εις πάν μέλος ο ήθελε καταστεί ανίκανον προς εργασίαν, ή η υγεία του θα το ανάγκαζε να επανέλθει εις την ιδίαν αυτού πατρίδα. Εις αυτό ο σύλλογος θα παρέχει εισιτήριον δευτέρας θέσεως δωρεάν και δέκα πέντε δολάρια τα δια έξοδά του, η ανικανότης του δε θα πιστοποιείται υπό ιατρού εγγράφως. Η βοήθεια αυτή θα παρέχεται μόνον μετά εξ μήνας από της εγγραφής αυτού ως μέλους του συλλόγου προσφέρων τακτικώς τας συνδρομάς του». Το Αυλωνάρι είχε εκκλησία. Όμως η επιθυμία των κατοίκων να αποκτήσει μεγαλοπρεπή ναό στη θέση της μικρής δίρηκτης εκκλησίας του Αϊ Νικόλα που έχομε δει μόνο από τις φωτογραφίες της εποχής μεταφέρεται με γράμματα και καρτ ποστάλ στους μετανάστες της Αμερικής, αφού πιστεύεται ότι τα χρήματα που αποκτούν από τη δουλειά τους είναι πολλά. Έτσι οι Αυλωναρίτες μετανάστες της Αμερικής θέλοντας να υλοποιήσουν την επιθυμία των συγχωριανών τους ιδρύουν τον Ευεργετικό και αλληλοβοηθητικό Σύλλογο «ο Άγιος Νικόλαος» με σκοπό να μαζέψουν χρήματα από εράνους και εισφορές κυρίως μελών για να ξεκινήσει το κτίσιμο της νέας εκκλησίας. Στο Σύλλογο της Βοστώνης γράφονται μέλη όλοι οι Αυλωναρίτες ανεξαρτήτως που διαμένουν. Έτσι υπάρχουν μέλη από τη Νέα Υόρκη, το Πρόκτον αλλά και άλλες μικρότερες πόλεις. Επίσης έχουν γραφτεί μέλη και άτομα εκτός Αυλωναρίου, από το Ωρολόγι, το Οριό, την Οκτωνιά αλλά και άλλα μέρη της Ελλάδας προφανώς φίλοι ή συγκάτοικοι των Αυλωναριτών. Η πρώτη καταγραφή που υπάρχει στο βιβλιάριο καταθέσεων που ανοίχθηκε στη Home Savings Bank της Βοστώνης είναι στις 5 Φεβρουαρίου του 1924 και ανέρχεται στα 252 δολλάρια. Στις 12 Απριλίου του ίδιου έτους καταθέτουν 30 δολλάρια και στις 6 Αυγούστου 61,96 δολλάρια. Στη συνέχεια το 1925 καταθέτουν 335 δολ., το 1926 126,26 δολ. για να φθάσουν στον Απρίλιο του 1934 τα 1860,10 δολλάρια ποσό με το οποίο κλείνει ο λογαριασμός στη Τράπεζα. Είναι η εποχή που τα χρήματα των μεταναστών στέλνονται με επιταγή στην Ελλάδα και μάλιστα στη Μητρόπολη της Κύμης, της οποίας δεσπότης είναι ο μητροπολίτης Φωστίνης ώστε να τα παραδώσει στην εκκλησιαστική επιτροπή του Αυλωναρίου για την ανέγερση του Αγίου Νικολάου. Όμως ο Φωστίνης θεωρεί ότι τα χρήματα είναι πολλά και θέλει να κρατήσει τα μισά. Κάποιοι λένε ότι ήθελε να τα δώσει και σε άλλες ενορίες της Καρυστίας για το κτίσιμο ναών. Όμως οι Αυλωναρίτες αντιδρούν, δεν το δέχονται, αρνούνται να πάρουν τα μισά χρήματα, τα θέλουν όλα και έχουν δίκιο, ο Φωστίνης επιμένει, στο τέλος γράφουν στους Αυλωναρίτες μετανάστες της Βοστώνης να ανακαλέσουν τα χρήματα και να βρεθεί άλλος τρόπος να σταλλούν. Πράγματι έτσι γίνεται. Το βιβλιάριο καταθέσεων στέλνεται στο Αυλωνάρι και εξουσιοδοτείται ο θεολόγος καθηγητής Αριστείδης Παπασταματίου μαζί με μια επιτροπή να πάρουν το βιβλιάριο και να σηκώσουν για λογαριασμό τους τα χρήματα από τη συνεργαζόμενη με της Savings Bank, Εθνική Τράπεζα. Έτσι παρακάμπτεται ο μητροπολίτης Φωστίνης με αποτέλεσμα να θυμώσει με τους Αυλωναρίτες και να μην έρχεται στη δοξολογία του Αγίου Νικολάου όπως μέχρι τότε συνήθιζε. Λένε κάποιοι ότι όταν περνούσε για την Οκτωνιά δεν γύριζε να κοιτάξει το Αυλωνάρι. Όλο το Αυλωνάρι δούλεψε τότε κάνοντας μεροκάματα για το κτίσιμο της εκκλησίας. Ακόμη και μικρά παιδιά κουβαλούσαν πέτρες, λάσπη, νερό, ασβέστη. Αρχιμάστορες ήταν δύο τεχνίτες της πέτρας από τα χωριά της Κύμης, ίσως από τον Πύργο, ενώ καμίνια για την παρασκευή ασβέστη φτιάχτηκαν κάτω από τον ανεμόμυλο, στη περιοχή του Αι Γιάννη, καθώς και προς το Μήταρου, τα οποία δούλευαν μέρα - νύχτα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ένας Αυλωναρίτης κτίστης ο Αργυρίου ή Κανάρης, έπεσε από την σκαλωσιά, έσπασε το πόδι του και η κατάσταση ήταν τόσο σοβαρή που στο τέλος του το έκοψαν. Η ολοκλήρωση του κτισίματος της εκκλησίας έγινε το 1935. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου