ΓΕΦΥΡΑ

eviahistοry.gr

Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2017

Λέλα Καραγιάννη, η Μπουμουλίνα της Αντίστασης.

 
Λέλα Καραγιάννη, η Μπουμουλίνα της Αντίστασης.
Η Λέλα Καραγιάννη – μια λυγερόκορμη επιβλητική γυναικεία μορφή, με μάτια μελιά, μεγάλα και αστραποβόλα, φωνή ζεστή, βελούδινη και καρδιά λέαινας – γεννήθηκε στα 1899 στη Λίμνη της Βόρειας Εύβοιας. Ήταν γόνος της ιστορικής Σπετσιώτικης οικογένειας των Μπούμπουλη, κόρη της Σοφίας Ιωάννου Μπούμπουλη.
Όταν ήλθε σε ηλικία γάμου, παντρεύτηκε Σμυρνιό έμπορο αρωματικών – φαρμακευτικών υλών και σκευασμάτων Νικόλαο Καραγιάννη, ο οποίος δραστηριοποιούνταν επιχειρηματικά - μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή – στο κέντρο της Αθήνας. Η Λέλα Καραγιάννη δημιούργησε τότε μια πολυπληθή οικογένεια αποτελούμενη από επτά παιδιά: το Γιώργο, το Βύρωνα, το Νέλσονα, την Ιωάννα, την Ηλέκτρα, τη Νεφέλη και την Ελένη. Δυναμική και ακούραστη γυναίκα η Λέλα Καραγιάννη διαμοιράζει το χρόνο της καθημερινώς μεταξύ σπιτιού – με τις ιδιαιτέρως απαιτητικές οικογενειακές υποχρεώσεις της φροντίδας των επτά παιδιών της – και του καταστήματος της οικογενειακής επιχείρησης στην οδό Λήμνου 1, μα και της άοκνης προσφοράς στην κοινωνία και τον άνθρωπο που πάσχει , υποφέρει. Αυτόν τον άνθρωπο θα δεί αιμόφυρτο και ψυχορραγούντα στο μέσο του δρόμου χτυπημένο ανελέητα από τη βάρβαρη μανία του Γερμανού δήμιου (που λίγες μέρες πριν – τον Απρίλη του ’44- έχει υποδουλώσει την Αθήνα, την Ελλάδα και συνάμα έχει αναρτήσει στο Ιερότερο Σύμβολο του Ανθρωπίνου Πνεύματος - την Ακρόπολη – το μιαρό σύμβολο του χιτλερισμού, τον αγκυλωτό σταυρό) και θα σπεύσει αυθόρμητα να του απλώσει το χέρι, να τον πάρει κοντά της, να τον περιθάλψει, να τον φροντίσει. Η ευαίσθητη ψυχή της συγκλονίζεται . Ο Άνθρωπος, ο Αγκυλωτός Σταυρός, το ανατριχιαστικό ηχοβολητό της ερπύστριας του τάνκς και της βαριάς γερμανικής αρβύλας, τη σπρώχνουν, την ωθούν, τη βγάζουν στους δρόμους του Αγώνα, του Χρέους, της Θυσίας. «Παιδιά μου, τους λέγει, όλοι στον Αγώνα, στη θυσία, στο χρέος για τον Άνθρωπο και την Πατρίδα». Παιδιά της είναι: τα παιδιά της τα έξι μεγαλύτερα – νιόβγαλτα βλαστάρια στη ζωή των δέκα, δώδεκα, δεκαεπτά χρόνων, πλήν της μικρότερης (της Ελένης) που είναι νήπιο ακόμη – ο άνδρας της ο Νίκος και η στενή της φίλη Μάρτζωρη Δημοπούλου. «Γρήγορα, τους λέγει, να οργανωθούμε, να βοηθήσουμε, όπως μπορούμε. Η Πατρίδα, ο Άνθρωπος, ο Αγώνας ….». Την ακούν με προσοχή, κάνουν ό,τι τους προστάζει. Τρέχουν στους δρόμους, μαζεύουν τους χαμένους Εγγλέζους και Νεοζηλανδούς συμμάχους που βρίσκονται αποπροσανατόλιστοι – μετά την κατάρρευση του Μετώπου – κάπου στην Ελλάδα, τους κρύβουν, τους αλλάζουν χρώμα μαλλιών και προσώπου, αμφίεση και ταυτότητα, τους περιθάλπτουν, όσο χρειάζεται, και στη συνέχεια τους φυγαδεύουν με ψαροκάικα στα παράλια της Μικρασίας, για να βρεθούν στη συνέχεια στα συμμαχικά στρατόπεδα της Μέσης Ανατολής. Η ομάδας της Λέλας – που αρχικά είναι μια καθαρά οικογενειακή υπόθεση – σιγά σιγά επεκτείνεται και οργανώνεται αποκτώντας όλο και νέα μέλη, μα και όνομα, που δεν είναι άλλο από αυτό της προγονής της ηρωίδας του ’21 Λασκαρίνας Μπούμπουλη. «Μπουμπουλίνα», λοιπόν το όνομα αυτής και η δράση της πολυσχιδής παράτολμη, μεθοδική και ουσιαστική. Έτσι, πλέκει ένα οργανωμένο δίκτυο κατασκοπείας, διάχυσης πομπών σ’ όλο τον ελλαδικό χώρο, μετάδοσης πληροφοριών στις αντάρτικες ομάδες των αδούλωτων ελληνικών βουνών και στο συμμαχικό στρατηγείο της Μέσης Ανατολής, οργανώνει και εκτελεί σαμποτάζ και αφαίρεση πολεμικού και άλλου χρήσιμου υλικού μέσα από τις εχθρικές αγκάλες, τροφοδοτεί αντάρτικες ομάδες με έμψυχο και άψυχο υλικό, σιτίζει και περιθάλπτει αναξιοπαθούντες Έλληνες, συμμάχους, μα και Ιταλούς καταδιωκόμενους από τη γερμανική θηριωδία μετά τη συνθηκολόγηση της χώρας τους, το Σεπτέμβρη του ’43. Αρωγούς σ’ όλη της την προσπάθεια έχει σημαντικές προσωπικότητες των Αθηνών (ανάμεσά τους: τον Αρχηγό της Αστυνομίας Άγγελο Έβερτ – ο οποίος έπαιξε και θετικό ρόλο – τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Δαμασκηνό, και άλλους) μα και πολίτες απλούς, άσημους. Η αντιστασιακή της δράση γρήγορα γίνεται αντιληπτή από τις κατοχικές δυνάμεις, συλλαμβάνεται το Σεπτέμβρη του ’41, βασανίζεται σκληρά, μα απελευθερώνεται επτά μήνες αργότερα λόγω αμφιβολιών. Έκτοτε, παρακολουθείται στενά, μα με προσεκτικούς και επιδέξιους χειρισμούς καταφέρνει πάντα να δρα, κάτω από τη μύτη του κατακτητή, έχοντας στενούς συνεργάτες - πληροφοριοδότες μέσα στα ιταλικά και γερμανικά κατοχικά επιτελεία των Αθηνών και της επαρχίας. Ανάμεσά τους και οι Ιταλοί υπολοχαγοί Τζίμης Καλάρας και Πάολο Καστανίνο, μα και Γερμανοί αντιφασίστες στρατιωτικοί. Οι σύμμαχοι την ευγνωμονούν για τη δράση και τον Αγώνα της. Το συνθηματικό ήχημα «Τζάκσον εντ Τζάκσον. Άρωμα, ελήφθι» που στέλεται από τους Εγγλέζικους πομπούς προς τη Λέλα και την οργάνωση «Μπουμπουλίνα», η οποία συνεργάζεται και με πολλές άλλες αντιστασιακές οργανώσεις της Κατοχής, είναι η καλύτερη είδηση, πως: το μήνυμα της αποστολής έφθασε στον προορισμό του ή η συμφωνημένη αντιναζιστική επιχείρηση πραγματοποιήθηκε επιτυχώς. Κι ενώ όλα βαίνουν κατ’ ευχήν, στις 11 Ιουλίου του ’44 – αυτή η Αθάνατη Ελληνίδα των Αιώνων – συλλαμβάνεται μαζί με πέντε από τα παιδιά της ως αρχηγός της αντιστασιακής οργανώσεως «Μπουμπουλίνα» , κατηγορουμένη για κατασκοπεία και μετάδοση σημαντικών πληροφοριών στον εχθρό, δηλ. τους Εγγλέζους και τους Συμμάχους τους. Μαζί τους συλλαμβάνονται, βασανίζοντα και φυλακίζονται στα κολαστήρια της οδού Μέρλιν και άλλοι Πατριώτες. Δυστυχώς ένας εξ’ αυτών, ο στενός συνεργάτης της Ρήγγος Ριζόπουλος – που ανήκει στην ομάδα φωτογράφισης και δημιουργίας πλαστικών ταυτοτήτων των φυγαδευόμενων προς τη Μ. Ανατολή – σπάει και ομολογεί τα της δράσεως της ομάδας «Μπουμπουλίνα» Η Λέλα υποβάλλεται σε φοβερά βασανιστήρια : ξυλοδαρμοί, αλλεπάλληλες γρονθοκοπήσεις στο πρόσωπο και σε άλλα μέλη του σώματός της, πύρωση των άκρων της με ηλεκτρική μηχανή, σπάσιμο των πλευρών της με μια χειρολαβή θύρας, πολυήμερη στέρηση νερού και τροφής, εξάρθρωση των άκρων της, και όλων των αρμών του σώματος με ανάρτησή της στο ικρίωμα, έχοντας δεμένα πόδια και χέρια όπισθεν της μέσης, απειλές εκτέλεσης των τέκνων της μπροστά στα μάτια της, κ.α, κ.α…. Ακλόνητη και ατάραχη αυτή η άτρομη Ελληνίδα με αυταπάρνηση και περιφρόνηση προς τους δημίους της αποκρίνεται: «Ζητάτε από μια Ελληνίδα μάνα να προδώσει τους συνεργάτες της για την Πατρίδα της με την απειλή του τουφεκισμού των παιδιών της. Έ, λοιπόν, όχι. Μάθετε ότι τα παιδιά μου ανήκουν στην Ελλάδα και το αίμα τους θα πνίξει τους Ούνους και όλη τη Γερμανία σας !....» Αυτοί μπλοφάρουν πως θα την απελευθερώσουν. Αυτό της ανακοινώνει ο Γερμανός διοικητής των φυλακών Αβέρωφ δέκα, δώδεκα ώρες πριν. Της ενεχειρίζει – όπως και σε κάποιους συντρόφους της – το αποφυλακιστήριο…. Τέσσερις πρωινή της 8ης Σεπτεμβρίου 1944. Ημέρα Παρασκευή. Η πόρτα του κελιού ανοίγει. Ένας Ιερέας εισέρχεται. Για τη Θεία Κοινωνία…. Των Μελλοθανάτων… Που πήραν αποφυλακιστήριο ψες αργά…. Που λίγο πριν, εκείνη, είχε πει στο συγκρατούμενό της Νίκο Μπάρδη, ο οποίος έτυχε τελικά χάριτος: «Πρέπει να είμαστε υπερήφανοι που πεθαίνουμε για την πατρίδα μας και πρέπει να πεθάνουμε σαν Έλληνες. (…) Να δείξουμε στους Γερμανούς πως ο Έλλην δεν φοβάται το θάνατο, όταν πρόκειται για την πατρίδα». 5.30 π.μ. Επιβίβαση στα καμόνια του θανάτου. Φρούρηση ισχυρή, πολυπληθής. Τόπος προορισμού: Χαϊδάρι, αλσύλλιο Δαφνιού. Σκοπός: «αναγκαστική» αφαίρεση ζωής, εκτέλεση, θάνατος….. Στον τοίχο 70 ορθά Ελλήνων κορμιά και σιμά τους ένα γυρτό, αυτό του συναγωνιστή Ρήγγου που λύγισε και μίλησε, πρόδωσε…. Οι ριπές κροταλλίζουν ρυθμικές , επαναληπτικές, ζεστές, ψυχρές, άσπλαχνες…. «Ψηλά το κεφάλι, παιδιά. Ζήτω η Ελλάδα…» Η φωνή της Λέλας σκεπάζει το θάνατο, τις ριπές, τα φαράγγια! «Τον Εθνικό Ύμνο, παιδιά. Και το χορό, του Ζαλόγγου». «Σε γνωρίζω απ’ την κόψη ….» Εκεί, πάνω στην κόψη του σπαθιού την τρομερή πέφτει η Λέλα και οι άλλοι εβδομήντα. Ανάμεσά τους και η αγαπημένη της Μάρτζωρη Δημοπούλου και άλλες πέντε Ελληνίδες του Αγώνα, του Χρέους, της Θυσίας! Λίγο μετά στους δρόμους της Αθήνας με θλίψη τους οι ανυπόταχτοι σκλάβοι θα συλλέξουν δυο χαρτάκια που πήρε ο άνεμος από τα χέρια των μελλοθανάτων Μανόλη Λίτινα και Γιάννη Χούπη σαν οδηγούνταν προς τα Μαρμαρένια Αλώνια, καρφιτσώνοντάς τα στο πέτο της Αιωνιότητας: «Σήμερα το πρωί τουφεκιζόμεθα. Πέφτουμε για την Πατρίδα με γέλιο στα χείλη για τη Λευτεριά. – Μανόλης Λίτινας» «Θέλω να ζήσετε για να εκδικηθείτε και να προσεύχεστε για την ανάπαυση της ψυχής μας. Θάρρος. Συγγνώμη. Σας φιλώ. Γιάννης Χούπης». Και άλλοι εκδικήθηκαν. Και συγχώρεσαν. Έπραξαν το καθήκον τους. Συνέχισαν να χτυπούν ανελέητα τον κατακτητή, να τραγουδούν τη μια νίκη σιμά στην άλλη και μέρες μετά (30) να φέρνουν ξανά στην Ελλάδα τον Ήλιο της Λευτεριάς και της Δικαιοσύνης(;) και να υψώνουν στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης τη Γαλανόλευκη της Ειρήνης, της Χαράς, της Ευτυχίας, δώρο αιώνιο και ακριβό της θυσίας της Λέλας Καραγιάννη- Μπούμπουλη και όλων των συνελλήνων Πατριωτών».


 Κ. Μπαϊρακτάρης
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: