ΓΕΦΥΡΑ

eviahistοry.gr

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2025

ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ… ΕΡΩΤΙΚΑ

ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ… ΕΡΩΤΙΚΑ
Ακρογιάλια… ερωτικά ανθογιάλια

Ιστορία ανθρώπινη και εκ των πραγμάτων δύσκαμπτη, που το ένα άκρο των γεγονότων της βρίσκεται στον Ελλήσποντο και την Πόλη, ενώ το άλλο στον Εύριπο της μητροπολιτικής Ελλάδας.
Κεντρικό πρόσωπο του δρώμενου είναι η Μαριγώ ή Μαρίκα Πεσκετζή-Σπασέλα, με την πληγωμένη της ερωτική ζωή και ύπαρξη κατά τη στιγμή που πήρε ν’ ανθίζει ο βίος της εκεί στα – όντως ανθογιάλια της Λαψινής της Πατρίδας – του Ελλησπόντου εύμορφα ακρογιάλια.


Γεγονός ετούτο, που συνέβη λίγο πριν την κατάρρευση του ελληνικού μετώπου και τη διάλυση του εκστρατευτικού σώματος στην Ιώνια Γη της καθ’ ημάς Ανατολής, οπότε και χάριν της μητρικής ασπλαχνιάς η ηρωίδα οδηγήθηκε τάχιστα σε πλήρη απόγνωση και παραφροσύνη.
Σε μια τέτοια κατάσταση τη βρήκε ο βάρβαρος ξεριζωμός του Εικοσιδυό, που την έσπρωξε μακριά από τη γενέθλια κοίτη.
Παραλοϊσμένη, πλέον, και πλανεμένη μες στους δικούς της πονεμένους δρόμους, ‘‘ζει’’ ως τα ακροτελεύτια του επίγειου βίου της στην αυλή και τον οίκο της μεγάλης της μοναξιάς, με άφατη μεν ακακία ψυχής, αλλά και με πόνους πολλούς, ακάνθινους και ασίγαστους...
Λίγο καιρό, πριν αποχαιρετήσει το θαμπό του ηλίου της φως, η πρωτοηρωίδα του έργου Ακρογιάλια… ερωτικά ανθογιάλια Μαριγώ Πεσκετζή – μετά από παραινέσεις ανθρώπων της εμπιστοσύνης της – λαμβάνει τη μεγάλη απόφαση να καταλείψει όλα της τα υπάρχοντα στην Κοινότητα του τόπου της, αναδεικνυόμενη σε Μεγάλη του Ευεργέτιδα.
Τα θεατρικά Ακρογιάλια… ερωτικά ανθογιάλια αποτελούν ιστορία βασισμένη σε πραγματική υπόθεση, διανθισμένη όμως με πολλά πρόσθετα μυθοπλαστικά στοιχεία και η οποία για πρακτικούς λόγους έχει χωριστεί σε μικρές σκηνές-ενότητες.
Η εξέλιξη των γεγονότων συνεπικουρείται από προτεινόμενα μουσικά μοτίβα, με την προοπτική το όλον δημιούργημα να λειτουργεί ως κατάλληλο χρηστικό εργαλείο για την παρουσίαση μιας σύνθετης εκδήλωσης Προσφυγικής Μνήμης, κατά την οποία με την έναν ή τον άλλον τρόπο αναδεικνύονται πτυχές από την ιστορία και τον βίο του ιώνιου Ελληνισμού.
Σε αυτές τις αναφορές περιλαμβάνονται και στοιχεία για το τι συνετέλεσε στο να κατακρεουργηθεί ανελέητα και να ξεθεμελιωθεί βίαια και δια παντός από την πατρώα του γη ο ακμάζων Ελληνισμός της Μικρασίας και της Πόλης, σβήνοντας στη συνέχεια από τους κατακτητές του τόπου ό,τι πιστοποιούσε την απ’ αιώνων ύπαρξη και μεγαλοσύνη αυτού του προηγμένου και λαμπρού Πολιτισμού με το ανοιχτό ανθρωπιστικό πνεύμα, τον ζηλευτό κοσμοπολιτισμό, την οικουμενική του διάσταση και τις μεγάλες προοπτικές της εξελίξεώς του.
ΠΡΟΣΩΠΑ: Φάνης Πεσκετζής, Σπυριδούλα Πεσκετζή, Μαριγώ ή Μαρίκα Πεσκετζή-Σπασέλα, Πάνος Σπασέλας ή Πετίνης, Ανθή Ευγενικού, Αντιγόνη Ελληνικού, Θάνος Μπαρτζής, Νίκη Βοσπόρου, Ιωάννα Γλυκού, Σεβαστιανός Ψαρράς, Σμάρι ξεριζωμένων, Δήμαρχος, Ευμορφία, Χορευτές, Πανηγυριστές, Λεγάτωρ (Αφηγητής), Διαβάτης, Ίαμβος
Φάνης Πεσκετζής: Είναι μυλωνάς στο επάγγελμα, μεσόκοπος, πράος και μειλίχιος άνθρωπος, ένας άψογος οικογενειάρχης, ο οποίος μετά τον ξεριζωμό του ’22 μαζί με την κόρη του Μαριγώ και τον γιο του εγκαταστάθηκε σε μια παράλια του Ευρίπου κώμη.
Σπυριδούλα Πεσκετζή: Η σχεδόν συνομήλικη σύζυγος του Φάνη Πεσκετζή, που όμως πολύ διαφορετική από εκείνον στη συμπεριφορά είναι. Δείχνει ιδιαιτέρως νευρική, σκληρή και άκομψη, ενώ στην πιο δύσκολη στιγμή του οικογενειακού βίου επιλέγει να χαθεί από το προσκήνιο.
Μαριγώ ή Μαρίκα Πεσκετζή-Σπασέλα: Η κόρη της οικογένειας Πεσκετζή, η οποία ερωτεύτηκε και κρυφά αρραβωνιάστηκε τον – κατά το παρωνύμι Πετίνη – Πάνο Σπασέλα, που η μάνα της έβαλε φραγμό στη σχέση αυτή, οδηγώντας την στην παραφροσύνη. Στο τέλος του βίου της σημαντικές δωρεές στην κοινότητα της νέας της πατρίδας προσέφερε.
Πάνος Σπασέλας ή Πετίνης: Εργάτης στον μύλο του Φάνη Πεσκετζή και εν κρυπτώ αρραβωνιασμένος με την κόρη του Μαριγώ Πεσκετζή. Έχει το παρωνύμι Πετίνης.
Ανθή Ευγενικού: Καλοσυνάτη και πάντα ευγενική γειτόνισσα με άνθινη καρδιά. Παιδική φίλη και συνομήλικη της Μαριγώς-Μαρίκας Πεσκετζή-Σπασέλα.
Αντιγόνη Ελληνικού: Δασκάλα στο πολυθέσιο σχολείο της Λαψινής Πατρίδας.
Θάνος Μπαρτζής: Ένα από τα παιδιά της γειτονιάς.
Νίκη Βοσπόρου: Ένα από τα παιδιά της γειτονιάς.
Ιωάννα Γλυκού: Ένα από τα παιδιά της γειτονιάς.
Σεβαστιανός Ψαρράς: Ένα από τα παιδιά της γειτονιάς.
Ανέστης Τζαλσής: Ο υπερήλικας Δήμαρχος της Λαψινής Πατρίδας.
Ευμορφία: Όμορφη, νεαρή γραμματέας του Δημάρχου της Λαψινής Πατρίδας.
Λεγάτωρ (Αφηγητής): Συνδέει μέρη, εξηγεί ή και με τον τρόπο του σχολιάζει κάποια γεγονότα.
Σμάρι ξεριζωμένων: Ομάδα ξεριζωμένων προσφύγων από την Ιώνια Γη της Μικρασίας.
Διαβάτης: Περαστικός από τη γειτονιά της Μαριγώς-Μαρίκας Πεσκετζή-Σπασέλα.
Χορευτές: Μία ομάδα χορευτών, που εμφανίζεται όποτε απαιτηθεί.
Πανηγυριστές: Όλοι οι συμμετέχοντες εξ αρχής στο θεατρικό δρώμενο, καθώς και άλλα πρόσωπα που θα θελήσουν να ενταχθούν στο καταληκτικό του μέρος, ώστε να δοθεί ένας τόνος πανηγυρικός κατά το κλείσιμο της παράστασης.
Ίαμβος: Μουσικό σχήμα, που προσφέρει τις νότες, τους σκοπούς και το τραγούδι του σε καίρια σημεία της παράστασης.

ΣΚΗΝΙΚΟ:
Ι. Πρόσοψη σπιτιού και υδρόμυλου με το περιαύλιό του και έμπροσθεν αυτού ως πεζούλα ένας μακρύς πάγκος, ο οποίος διατηρείται σε όλες τις πράξεις του δρώμενου.
ΙΙ. Πρόσοψη μικρού, φτωχικού σπιτιού με έναν μακρύ πάγκο ως πεζούλα εμπρός του.
ΙΙΙ. Εξωτερικό μέρος παραδοσιακού σπιτιού, εικόνες οικόσιτων ζώων (κότες, κατσίκα), δένδρα (μουριά, πλάτανος, ευκάλυπτος ή εσπεριδοειδή), πεζούλι, φούρνος.

ΕΠΙΠΛΑ – ΧΡΗΣΤΙΚΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ: μακρύς πάγκος ως πεζούλι, πινακωτή, σκαμνιά, γλάστρες, δίσκος με φαγώσιμα, σκούπα, μπλάστρι

ΜΟΥΣΙΚΗ: Τα προτεινόμενα ή άλλα ταιριαστά άσματα.





















ΠΡΑΞΗ 1η: Στου Ελλησπόντου τ’ ανθογιάλια

ΣΚΗΝΗ 1η: Αρραβωνιάσματα και ανεμοσούρια

ΣΚΗΝΙΚΟ: Πρόσοψη σπιτιού και υδρόμυλου με το περιαύλιό του και έμπροσθεν αυτού ένας μακρύς πάγκος ως πεζούλα.

ΠΡΟΣΩΠΑ: Φάνης, Σπυριδούλα, Μαριγώ, Πάνος, Ανθή, Ίαμβος
AΝΘΗ: (Κάνει την εμφάνισή της στο περιαύλιο των Πεσκετζήδων και καλεί την παιδική της φίλη να έβγει στην πεζούλα για να πουν τα δικά τους. Σε λίγο, όμως, ξεπετάγεται μέσα από τον μύλο η – πάντα νευρική και άκομψη σε όλα της – μάνα της Μαριγώς, η κυρα-Σπυριδούλα. Είναι έξαλλη και αλλόφρων. Τις αγριοφωνάρες της θ’ ακούσει ο άντρας της, ο Φάνης, ένας μεσόκοπος και μειλίχιος άνθρωπος, που πάντα προσπαθεί να συγκεράσει και κατευνάσει τα πράγματα. Μα σε δυο λεπτά θα περάσει απ’ τον μύλο κι ο Πάνος, οπότε ξανάρχονται τα πάνω κάτω.) Μαριγώ… Ε, Μαριγώ… Πού ’σαι, καλή μου φίλη; (Μετά από μικρή παύση.) Μαριγώ… Ε, καλέ Μαριγώ…
ΜΑΡΙΓΩ: (Εμφανίζεται κουνιστή και λυγιστή, φινετσάτη, λυγερή και καλοντυμένη. Το πρόσωπό της περιχυμένο γλύκα και ημεράδα.) Καλώς την Ανθούλα μου, την Ευγενικού. Όνομα και πράμα!
AΝΘΗ: Έλα, καλέ Μαριγώ μου… Υπερβάλεις...
ΜΑΡΙΓΩ: Καθόλου, φιλενάδα. Έτσι είναι! Όλοι το λέγουν! ΟΛΟΙ!!!
AΝΘΗ: Καλά… Καλά… Ας λέγουν… (Μιλά χαμηλόφωνα και κάπως συνωμοτικά.) Την έννοια σου έχω, ρε Μαριγώ. Την έννοια σου…
ΜΑΡΙΓΩ: Να ’σαι καλά, Ανθή μου…(Αγκαλιάζονται κοντά στο πεζούλι. Κάθονται η μια σιμά στην άλλη.)
AΝΘΗ: (Συνωμοτικά.) Η μάνα σου πώς το πήρε, Μαριγώ μου;
ΜΑΡΙΓΩ: Άστα… (Τινάζεται επάνω.) Τι να σου πω… Δηλητήριο έσταξε…
AΝΘΗ: Δηλητήριο;
ΜΑΡΙΓΩ: Μα εγώ της το ξέκοψα…
AΝΘΗ: Και;
ΜΑΡΙΓΩ: Τον αρραβωνιάστηκα ψες το βράδυ κρυφά κι απόκρυφα…
AΝΘΗ: Απόκρυφα;
ΜΑΡΙΓΩ: Πάνω στο ξωκλήσι τ’ Αϊ-Λια.
AΝΘΗ: Μόνοι;
ΜΑΡΙΓΩ: Μόνοι. Κατάμονοι. Με τ’ άστρα παραστάτες, τις στράτες των αγριμιών του ιωνικού του λόγγου για μαρτύρους και γειτόνους…
AΝΘΗ: (Την αγκαλιάζει. Τη φιλά με πολλή χαρά.) Να ζήσετε, Μαριγώ μου. Να…
ΜΑΡΙΓΩ: Ευχαριστώ, Ανθή μου.
AΝΘΗ: Άιντε, και καλά στέφανα…
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: (Μπαίνει φουριόζα και έξαλλη, σπέρνοντας τον τρόμο. Περνά από μπροστά της, μα από την ταραχή της δεν τη βλέπει…) Μαριγώ… Ε, Μαριγώ… (Οι δυο κοπέλες κολλούν η μια πάνω στην άλλη.) Πού πήγες, βρε αχαΐρευτη;
ΜΑΡΙΓΩ: (Τρέμοντας.) Εδώ είμαι, καλέ μαμά. (Με φωνή μετεωριζόμενη.) Ε – δώ…
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: (Χιμά να την ξεμαλλιάσει. Την προστατεύει η Ανθή.) Ακούς εκεί να μου αρραβωνιαστείς κατάκρυφα με έναν χαμάλη…
ΜΑΡΙΓΩ: (Τολμά να εκστομίσει.) Με έναν ομορφονιό…
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: Τον κακό σου τον καιρό…
ΜΑΡΙΓΩ: (Παίρνοντας θάρρος από την παρουσία και τη στοργή της Ανθής.) Λεβέντης και δουλευταράς, καλή μου μαμά!
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: (Στάζοντας δηλητήριο. Ωρυόμενη.) Ένας αχαΐρευτος… Ένας παρακατιανός… Ένας σκέτος μασκαράς…
ΜΑΡΙΓΩ & AΝΘΗ: (Κολλούν η μια επάνω στην άλλη. Λοξοκοιτούν προς τη μεριά της αφρίζουζας Κας Σπυριδούλας και τρέμουν.)
ΦΑΝΗΣ: (Ακούγοντας τις αγριοφωνάρες της γυναίκας του, βγαίνει από τον μύλο.) Τι κάνεις σαν τρελή, βρε Σπυριδούλα; Τι φωνές είναι πάλι αυτές;
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: (Λαχανιάζοντας.) Έχω δίκιο, Φάνη μου. Έχω…
ΦΑΝΗΣ: Κα – λά…
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: (Χιμά και πάλι να την ξεμαλλιάσει. Την σκέπει η Ανθή.) Ακούς το βρομοθήλυκο να μου αρραβωνιαστεί κρυφά!... Ακούς…
ΦΑΝΗΣ: Α – ρα…
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: (Με τα χέρια στα πλάγια της μέσης.) Βεβαίως. Κρυφά κι απόκρυφα. Μου τα ’πε κείνη η καρακαηδόνα, η Μαρία του Τενεκεντζή…
ΦΑΝΗΣ: Η Τε – νε…
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: Αυτή. Η τενεκετζού… Η ανεπρόκοπη…
ΦΑΝΗΣ: Καλά, γυναίκα. Σύνελθε. Τι τρόπος, Σπυριδούλα μου; Τιιι…
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: Θα την φουντάρω στο Αιγαίο σαν την Έλλη που ’πεσε τότες απ’ το κριάρι και χάθηκε στα βάθη του Ελλησπόντου…
ΦΑΝΗΣ: Κόρη σου είναι, Σπυριδούλα μου!… Κόρης μας…
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: Σπόρος κακός, σημαδεμένος…
ΦΑΝΗΣ: Σπόρος μας, γυναίκα. Σπόρος… Παιδί μας, καλέ Σπυριδούλα μου… Η Μαρίκα… Η Μαριγώ μας, αγάπη μου!...
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: Ήρα και θεριάγκαθο, ρε Φάνη… Ήρα, που ’πνιγε τα στάρια και συ στο νερόμυλό σου πέρα στη Φιλιππούπολη άλεθες καπνούς κι αερικά, ρε Φάνη…
ΦΑΝΗΣ: Εμ, γιατί ήρθαμε εδώ στη Λάμψακο του Ελλησπόντου, Σπυριδούλα μου; Γιατί…
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: Για να κάνεις της κοράκλας σου πλούτια και βιος απέθαντο, Φάνη μου, κι αυτή τίποτα να μην εκτιμάει… (Ξάφνου, ξανακορώνει και χιμάει να της βγάλει τα μάτια.) Θα τη ζεματίσω με λάδι όπως οι Τούρκοι τους Έλληνες που πολιορκούσαν τα κάστρα το ’21… Θα τη μαδήσω, την παλιοπουλάδα, που μου ’θελε δαχτυλίδια και έρωτες με έναν αχθοφόρο, έναν…
ΦΑΝΗΣ: (Μπαίνει μπροστά και την κόφτει.) Θα πάθεις τίποτα, γυναίκα…
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: (Αποφασιστική και ακάθεκτη. Μαινάδα ίδια.) Θα την μαδήσω… Θα την…
ΦΑΝΗΣ: Γυναίκα, ήρεμα. Θα σου ’ρθει κόλπος…
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: Άσ’ τα κόλπα σου, Φάνη μου… Αυτά καλά είναι για τα αλεσματικά σου, όχι για ν’ αλέσεις, όμως, και την ψυχή της γυναίκας σου… Όχι, Φάνη μου… Όχι… (Καθώς τώρα κάπως έχει καταλαγιάσει, οι δυο κοπέλες βρίσκουν την ευκαιρία και εξαφανίζονται. Σαν το παίρνει είδηση, επανέρχεται στη γνωστή της συμπεριφορά. Τις ψάχνει γύρω γύρω. Είναι φουντωμένη, αναψοκοκκινισμένη και με τους οφθαλμούς της έτοιμους για σάλτο μακρινό...) Πού πήγατε, ρε ανεπρόκοπες;
ΦΑΝΗΣ: (Παρεμβαίνοντας κατευναστικά.) Ήρεμα, γυναίκα…
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: (Συνεχίζοντας ακάθεκτη και προσπερνώντας τις παραινέσεις του ανδρός της.) Ρε άχρηστες!...
ΦΑΝΗΣ: Σύνελθε, γυναίκα…
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: Ρε τρελές!...
ΦΑΝΗΣ: Κάνε κράτει, γυναίκα…
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: Ρε ανισόρροπες!...
ΦΑΝΗΣ: Ας πάνε στο καλό, γυναίκα…
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: Ρε ερωτοκλουούουδες;…
ΦΑΝΗΣ: Σύνελθε, γυναίκα…
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: Θα τις λιώσω. Θα τις…
ΦΑΝΗΣ: Ξέρω… (Κάπως ειρωνικά και κάνοντας την κίνηση του αποκεφαλισμού.) Θα τις αποκεφ…
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: (Τώρα έρχεται στον μύλο ο Πάνος για να εργαστεί. Σαν τον βλέπει, χιμά να βγάλει – και αυτουνού – τα μάτια. Αυτός απομακρύνεται έντρομος, τρέχοντας να χωθεί μες στον μύλο. Εξαγριωμένη έτι περαιτέρω, παίρνει μια πέτρα και τη στρέφει εναντίον του.) Κουρελή… Παρακατιανέ… Ανεπρόκοπε…
ΠΑΝΟΣ: (Πριν κρυφτεί στο εσωτερικό του μύλου, λίγες προφταίνει να αντιτείνει λέξεις.) Σας παρακαλώ, Κα Σπυριδούλα… Σας…
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: Χάσου, Πάνο Πετίνη-Σπασέλα κουρελή, που θέλησες της Μαριγώς μου τον ανθό, ν’ αρπάξεις τα κεμέρια μας και τη μετάξινη στρωμνή!...
ΦΑΝΗΣ: (Προσπαθώντας να καταλαγιάσει την οργή της της γυναικός του.) Γυναίκα, έχεις άδικο. Πιο προκομμένο παλικάρι δεν ξαναπέρασε από το νερομύλι μας… Πιο…
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: (Αφρίζει σαν της τραμουντάνας την οργή σ’ ενός πελάου ράχη...) Τον κακό σου τον καιρό, Φάνη Πεσκετζή της μεγάλης στέγνης νερομυλωνάααα…
ΦΑΝΗΣ: (Την κόφτει, πριν ολόκληρο το φαρμάκι της κατά πάνω του εκστομίσει.) Γυναίκα…
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: Ίδιος με δαύτην είσαι… Ί – διος…
ΦΑΝΗΣ: Κόρη μας είναι, γυναίκα…
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: Να φύγει. Να χαθεί. Να μην την ξαναδώ…
ΦΑΝΗΣ: (Πραϋντικά. Κατευναστικά.) Μη λες τέτοια λόγια, γυναίκα, μην πάθουμε κι άλλη λαχτάρα τώρα που ο στρατός μας δίνει μεγάλο αγώνα στην Κιουτάχεια, στην Άγκυρα…
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: Ποσώς με ενδιαφέρει…
ΦΑΝΗΣ: (Αυστηρά.) Γυναίκα…
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: (Ο λόγος της ριπές αυτομάτου όπλου.) Εγώ τα πλούτια μου θέλω, την καλοπέρασή μου ζητώ! Αυτό και τίποτε άλλο… Κατάλαβες, άντρα και μυλωνά μου; (Με τα χέρια στα πλάγια της μέσης της και τους οφθαλμούς στην πύλη της εξόδου…) Κατάλαβες; Κατάλαβες;
ΦΑΝΗΣ: Πρόσεχε να μην τα χάσουμε όλα, γυναίκα…
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: (Σε τόνους έντονου εαυτουλισμού.) Διόλου δε με μέλλει!... Εμείς δεν είμαστε Αγγέλοι!... Τη Σπυριδούλα μόνο να σώσουμε από τον χαμάλη κι ας καίγεται το σύμπαν όλο!...
ΦΑΝΗΣ: (Υψώνοντας το κορμί του για να δείξει μεγαλοσύνη και επιβολή.) Γυναίκα, πάρε τον λόγο σου πίσω…
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: Τη Σπυριδούλα μόνο, κι ας καίγεται το σύμπαν όλο!
ΦΑΝΗΣ: Γυναίκα, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά!... Πάρε τον…
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: Να τον πάρεις με τις πέτρες τον κουρελή, τον…
ΦΑΝΗΣ: Ήρεμα, γυναίκα…
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: Ο πλούτος με τον πλούτο και η αργατιά με την αργατιά…
ΦΑΝΗΣ: Σύνελθε, γυναίκα…
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: Να τη χωρίσω κι ας λωλαθεί!... Ας την κλείσω στο τρελάδικο…
ΦΑΝΗΣ: (Πολύ αυστηρά.) Πάρε το λόγο σου πίσω, γυναίκα …
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: Την κόρη σου πάρε πίσω από τον κουρελή, τον ζήτουλα…
ΦΑΝΗΣ: (Πατώντας στα δάχτυλα των ποδιών του και φέρνοντας το κεφάλι του πάνω από το δικό της για να δείξει επιβολή.) Γυναίκα…
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: (Τραβιέται πίσω, βγάζει την ποδιά της, του την πετά κατάμουτρα και – ρίχνοντάς του μια ματιά όχενδρας – χάνεται στις ρούγες, αφού εν τω μεταξύ του εκστομίζει και μια κατάρα καταστροφής.) Φάνη… Που ο φανός να σε μπουρλοτιάσει… Να καείς και να χαθείς…
ΦΑΝΗΣ: Γυναίκα, σε καλό να μας βγει… (Περπατά για λίγο πάνω κάτω σκεφτικός και άκρως προβληματισμένος. Κάθε τόσο μονολογεί και έπειτα αποσύρεται στον μύλο του.) Γυναίκα, σε καλό να μας βγει… Γυναίκα, σε καλό να μας βγει… Κάνε το καλό και ρίξ’ το στο γιαλό… Κάνε…
Πού το κακό… Ένα παλικάρι της έπρεπε και… Ναι, δε λέω… Τη συγκατάθεσή μας την έπρεπε, μα… Ας είναι… Ο Πάνος καλό και άξιο παλικάρι… Τι κι αν στον ήλιο μοίρα δεν έχει… Πλούτια ανθούνε στα κήπια της ψυχής του!… (Δείχνοντας τη δύναμη των χεριών.) Και τα μπράτσα του σίδερο!… (Πιάνοντας την καρδιά του.) Μα και το φιλότιμό του!… Μάλαμα και ήλιος ιωνικός!… Μά – λα….
ΙΑΜΒΟΣ: (Παίρνει να τραγουδά από ένα παρά την σκηνή σημείο, αποδίδοντας το άσμα του Μάνου Χατζιδάκι Φέρτε μου ένα μαντολίνο. Το μουσικό σχήμα Ίαμβος είτε βρίσκεται εξ αρχής σε αυτό το σημείο και παραμένει έως το τέλος του όλου θεατρικού δρώμενου είτε εμφανίζεται όποτε είναι αναγκαίο και αφού εκπληρώσει τον σκοπό του, αποχωρεί.)
«Φέρτε μ’ ένα μαντολίνο
για να δείτε πως πονώ
κι ύστερα θα γίνω κρίνο
κι ύστερα πια θα χαθώ
Τι με νοιάζει κι αν χαθώ
αφού θα `χω γίνει κρίνο
φέρτε μ’ ένα μαντολίνο
Το παιδί που μ’ αγαπάει
όλο θέλει να ρωτά
τι σημαίνει Κυριακή
Σκέφτομαι γιατί ρωτάει
και φοβάμαι ότι ξεχνά
πως τον είδα Κυριακή
Φέρτε μ’ ένα μαντολίνο
για να δείτε πως πονώ
κι ύστερα θα γίνω κρίνο
κι ύστερα πια θα χαθώ
Τι με νοιάζει κι αν χαθώ
αφού θα `χω γίνει κρίνο
φέρτε μ’ ένα μαντολίνο
Το παιδί που μ’ αγαπάει
όλο θέλει να ρωτά
πού πηγαίνουν τα πουλιά
Μα το δάκρυ μου κυλάει
και καθώς αυτός κοιτά
τον σκεπάζω με φιλιά»

(Κλείσιμο αυλαίας.)






ΣΚΗΝΗ 2η: Εκδίωξη

ΠΡΟΣΩΠΑ: Λεγάτωρ (Αφηγητής), Μαριγώ
ΛΕΓΑΤΩΡ: Έδωσε έδωσε η κυρα-Σπυριδούλα, η ‘‘καλή’’ μανούλα τής Μαριγώς μας, και τα κατάφερε… (Βηματίζει.) Της τα μάρανε τα λεπτά της φυλλοκάρδια πάνω στου Μαγιού των την αυγή, στην πιο καλή τους ώρα…
(Βηματίζει. Πιάνει το πηγούνι του, κοιτά ψηλά στον ουρανό, κάνοντας παράλληλα μια παύση μικρή στην αφήγησή του.) Που λέτε, πατριώτες μου καλοί, φίλοι ηγαπημένοι, σαν η μυλωνού η κυρα-Σπυριδούλα τον πρόγκηξε τον Πάνο τον Σπασέλα τον Πετίνη, τον έρωτα τον ασίγαστο της εύμορφης Μαρίκας-Μαριγώς, εκείνος καταπληγιασμένος και πολύ απογοητευμένος, πήρε τα μαύρα τα ρουσάλια και χάθηκε!... Ναι, χάθηκε!…(Κόβει τον λόγο του. Βάζει τον αντίχειρα του δεξιού χεριού στο μάγουλό του. Δείχνει πολύ συλλογισμένος. Βηματίζει.) Έκτοτε, φίλοι μου ηγαπημένοι, δεν τον ματάδε μάτι συγγενή ή συμπατριώτη βλέμμα!...
(Κάνει για λίγα δευτερόλεπτα ό,τι και προηγουμένως.) Άλλοι είπανε πως θα ’πεσε στη θάλασσα και τώρα θα πλέει αντάμα στη Γοργόνα του Μεγαλέξανδρου, άλλοι πως θα τράβηξε προς την Πόλη και θα κρύβεται μες στη γλυκιά της παραζάλη, στη μαγική της τη θωριά σιμά στην Αγια-Σοφιά και στα παλάτια των Μεγάλων Αυτοκρατόρων της Ρωμιοσύνης μας!…
(Κίνηση όμοια με την προηγούμενη.) Αλλά και το κορίτσι… Πάει… Παραφρόνησε… Λωλάθηκε… Πλήρως…
ΜΑΡΙΓΩ: (Εμφανίζεται εντελώς αλλαγμένη και πλήρως παραλογισμένη. Πράττει ό,τι ο Λεγάτωρ προς το κοινό λέγει.)
ΛΕΓΑΤΩΡ: Κι από τότε, χρόνος και βάλε που παρήλθε, το έρμο είτε τραβά κάτω στ’ ανθογιάλια του Ελλησπόντου και με πέτρες βιος δέρνει την απεραντοσύνη της θάλασσας είτε… (Παύση ολιγοδευτερόλεπτη.) Είτε χιμά κατά τα κακολάγκαδα και πιάνει κουβεντολόι ατέλειωτο με τα θεριά του δάσους ή τα πετούμενα τα ανυπόταχτα του ωραίου ιωνικού ουρανού είτε… (Νέα ολιγοδευτερόλεπτη παύση.) Είτε… – σαν την Τρελή των γραφών του Διονυσίου Σολομού τη Μάνα – τρέχει λυσίκομη και οδυρόμενη μες στα λιοστάσια της Λαμψάκης μας ή στα λιανοσόκακα της αγλαϊνής μας πατρίδας, σπέρνοντας λόγια παράταιρα και παντελώς αλόγιαστα …
(Αποχώρηση του Λεγάτορα προς τη δεξιά πλευρά του παρασκηνίου και της Μαριγώς προς την αντίθετη κατεύθυνση.)

(Κλείσιμο αυλαίας.)




ΠΡΑΞΗ 2η Στης Πόλης την αγκάλη

ΣΚΗΝΗ 1η: Σε μια της Πόλης καμαρούλα φτωχική
ΣΚΗΝΙΚΟ: Πρόσοψη μικρού και φτωχικού σπιτιού με μία πεζούλα εμπρός του.
ΠΡΟΣΩΠΑ: Μαριγώ, Πάνος
ΜΑΡΙΓΩ: (Εμφανίζεται εξαγριωμένη και έξαλλη. Με το αριστερό της χέρι χτυπά επίμονα την πόρτα, ενώ με το δεξί της κάτι δείχνει να προστατεύει καλά φυλαγμένο κάτω από το σαραβαλιασμένο και λερό της πανωφόρι. Ο τόνος της φωνής της διαρκώς απειλητικότερος.) Πάνοοοοοο… Ε, Πάνοοο… Εδώ, μπρε καψερέ, μου τρούπωσες…
Να μη σε βρω μπρος μου, ρε δειλέεεεεε… Ε, δειλέεεεε….
Κιοτήηηηη…. Ω, κιοτήηηηηη… Άμα σου κοτάει, βγες στο ξέφωτο, να δεις ποια είναι η Μαριγώ η προδομένη!…
Πάνοοοοοο… Ε, Πάνοοο… Πετίνηηηη… Ε, Πετίνηηηηη…
Πού ’ν’ η αγάπη σου, ρεεεε;… Πού ’ναι, ρεεεεεεε;…
Σπασέεεεε… λαααα…
Άμα σου κοτάει, βγες στο ξέφωτο, ρε τρυποκάρυδο… Βγες, ρε τρυποκάρυδο… Κάρυδοοοοο… Θα σε καρυδώωωωσωωω, ρεεεεε…
ΠΑΝΟΣ: (Ανοίγει επιφυλακτικά την πόρτα και προσπαθεί να την καταλαγιάσει.) Μαριγώ… Ήρεμα, κορίτσι μου… Ήρεμα… Μας άκουσε όλη η Κωνσταντινούπολη, Μαριγώ μου… Μας….
ΜΑΡΙΓΩ: Άτι…
ΠΑΝΟΣ: Ήρεμα… Σε παρακαλώ, κορ…
ΜΑΡΙΓΩ: (Με μια αστραπιαία κίνηση τραβά το κρυμμένο στον κόρφο της μαχαίρι και χιμά απειλητικότατα κατά του Πάνου.) Σε ’φαγα, προδότ’…
Στάσου, ρεεεεε… Άααα – καααρ – δεεεεεε….
ΠΑΝΟΣ: (Ο Πάνος προλαβαίνει να πεταχτεί από το παράθυρο και έκτοτε άφαντος για τη Μαριγώ θα γίνει. Το μόνο που προφταίνει να αφήσει πίσω του, είναι μια κραυγή απόγνωσης και ολίγα αγάπης θρύμματα.) Μαριγώωωωω… Για τω Θεώ… Σύνελθε, Μαριγώωωωω… Σ’ αγα – πώωωωω, Μαριγώωωωω…
ΜΑΡΙΓΩ: (Η εξαλλοσύνη της μεταφέρεται στο εσωτερικό του σπιτιού. Ακούγονται σπασίματα, άναρθρες κραυγές, ύβρεις ασυνάρτητες, σκισίματα χασέδων και ό,τι άλλο ένας νους ανθρώπου θα μπορούσε να φανταστεί. Από τα πολλά, κι ενώ αφροί οργής ρέουν από το λοξό της στόμα, εξέρχεται με τα επινίκια της καταστροφής, σέρνοντας με τα τρεμάμενα χέρια της αρκετά από τα διαλυμένα υπάρχοντα του πάντα αγαπημένου της Πάνου.) Τώρα… Ωραία… Να… Πάνο… Σε… Δι – ά – λυ – σα…. Δι – ά – λυ – σα…. Δι – ά – λ…
(Εκεί, και ενώ βρίσκεται στο δεξί άκρο της σκηνής, καταρρέει και σωριάζεται καταγής. Την ίδια στιγμή ψάλλεται η μελωδία Αγάπη, που ’γινες δίκοπο μαχαίρι, σε στίχους Μιχάλη Κακογιάννη και μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Λίγο, πριν τελειώσει ο σκοπός, η Μαριγώ μαζεύει τα συντρίμμια της ψυχής της και εξέρχεται της σκηνής σερνάμενη, μουρμουρίζοντας και – με κινήσεις υστερίας – δείχνει να απειλεί ασθμαίνως τόσο τ’ άστρα τα φωτεινά όσο και τους μπλάβους τους ουρανούς.)
ΙΑΜΒΟΣ: (Ψάλλει τα άσματα που ακολουθούν.)
Ι. Αγάπη, που ’γινες δίκοπο μαχαίρι
«Αγάπη που ’γινες δίκοπο μαχαίρι
κάποτε μου ’δινες μόνο τη χαρά
μα τώρα πνίγεις τη χαρά στο δάκρυ
δε βρίσκω άκρη δε βρίσκω γιατρειά
μα τώρα πνίγεις τη χαρά στο δάκρυ
δε βρίσκω άκρη δε βρίσκω γιατρειά
Φωτιές ανάβουνε μες στα δυό του μάτια
τ’ αστέρια πέφτουνε όταν με θωρεί
σβήστε τα φώτα σβήστε το φεγγάρι
σαν θα με πάρει τον πόνο μου μη δει
σβήστε τα φώτα σβήστε το φεγγάρι
σαν θα με πάρει τον πόνο μου μη δει.»
ΙΙ. Τσακιτζής
(Πρόκειται για παραδοσιακό άσμα της Μικράς Ασίας. Ήρωάς του ο Τσακιτζής, ο οποίος σύμφωνα με την τραγουδίστρια Παρασκευή Βουτσελά, ήταν υπαρκτό πρόσωπο των ορέων της Ιωνίας Γης και έζησε αιώνες πριν. Ήταν Μυτιληνιός, τον οποίοι οι γονείς της αγαπημένης του δεν τον ήθελαν για γαμπρό τους, οπότε αυτός – ο υπερήφανος νέος – πέρασε στην περιοχή της Σμύρνης και των Βουρλών, έμενε στα ιώνια όρη κι έγινε επαναστάτης, κοντραμπατζής, όπως εκεί λεγόταν. Από τότε, έβαλε νόημα της ζωής του να υπερασπίζεται τους νέους της Ιωνίας, που αντιμετώπιζαν ανάλογες δυσκολίες.)
«Μέσ’ της Σμύρνης τα βουνά
και τα άγρια τα νερά
με λεν εμένα Τσακιτζή
αχ παλικάρι στην καρδιά
αχ λεοντάρι στην καρδιά
Κάθε μια μου τουφεκιά
είναι και παλικαριά
με λεν εμένα Τσακιτζή
αχ παλικάρι στη καρδιά
αχ λεοντάρι στην καρδιά»
Χορευτές: (Ενώ άδεται ο Τσακιτζής, εμφανίζεται μια ομάδα χορευτών, η οποία χορεύει συγκαθιστά ετούτον τον σκοπό, χωριζόμενη σε υποομάδες των δυο ατόμων.)
(Κλείσιμο αυλαίας.)


ΠΡΑΞΗ 3η Στου μύλου την ανέμη…

ΣΚΗΝΗ 1η: Φουρτουνιασμένα δειλινά

ΣΚΗΝΙΚΟ: Αποκαλύπτεται εκ νέου η εικόνα του αρχικού σκηνικού, με την πρόσοψη και το περιαύλιο του υδρόμυλου και την πεζούλα εμπρός του.

ΠΡΟΣΩΠΑ: Φάνης, Σπυριδούλα, Μαριγώ, Ανθή, Ξεριζωμένοι, Ίαμβος
(Η Μαριγώ επιστρέφει σε άθλια κατάσταση και εν μέσω λόγων άναρθρων, τραβά και σωριάζεται στην πεζούλα. Εκεί, θα την βρει ο πατέρας της, ο οποίος τρομάζει με ό,τι αντικρίζει και ό,τι απ’ τα χείλη της ακούει.)
ΜΑΡΙΓΩ: Εεεε… Πά – ει…
ΦΑΝΗΣ: (Βγαίνει στην αυλή ανήσυχος. Πέφτει επάνω της, την ψηλαφίζει, την κοιτά με έκδηλη απορία, ψελλίζει.) Κορίτσι μου… Πώς έγινες έτσι, Μαριγώ μου; Πώωωως;…
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: (Βγαίνει κι αυτή στην αυλή, μα με παγερή αδιαφορία και ύφος υπεροπτικό, πράγμα που προξενεί εκνευρισμό στον καλόψυχο σύζυγό της.) Τι έπαθε το κουζουλό σου, κύριε Φάνη μας;
ΦΑΝΗΣ: (Αυστηρά.) Γυναίκα… Το κορίτσι μας…
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: (Υποτιμητικά.) Σι – γά…
ΦΑΝΗΣ: (Προς τη γυναίκα του.) Γυναίκα… (Προς την κόρη του.) Τι μου ’παθες, χρυσό μου; (Προς τη γυναίκα του.) Δε βλέπεις, γυναίκα; Δε…
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: Ποσώς με ενδιαφέρει… (Στρέφει αλλού τη ματιά της. Αποχωρεί όλο τουπέ, μα ακόμη βρίσκεται σε μια άκρη του προσκηνίου.)
ΦΑΝΗΣ: Σπυριδούλα… Το κο – ρί… Και – γό – μα – στε…
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: (Η υπεροψία της εξελισσόμενη…) Ποσώς με ενδιαφέρει.
ΦΑΝΗΣ: Σπυριδούλα…
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: Κόψτε το λαιμό σας. Εγώ τη δουλειά μου την ξέρω…
ΦΑΝΗΣ: Σπυριδούλα…
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: Εγώ εδώ θα μείνω, ενώ ε – σείς… (Κουνώντας με νόημα το δεξί της χέρι για να υποδηλώσει το μέγεθος του επερχόμενου κακού.)
ΦΑΝΗΣ: Σπυριδούλα…
ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ: Ο εαυτός μου θησαυρός, κύριε Φάνη μας! (Καθώς εκείνη μιλά με ύφος πολλών Καρδιναλίων και συνάμα προβάλλει τα θηλυκά της προσόντα, αυτός την κοιτά αποσβολωμένος και έκδηλα απορημένος.) ΘΗ – ΣΑΥ – ΡΟΣ! ΘΗ – ΣΑΥ…
ΦΑΝΗΣ: Σπυριδούλα…
ΜΑΡΙΓΩ:(Μόλις που καταφέρνει να ψελλίσει δυο συλλαβές.) Μα – μά… Μαααα… AΝΘΗ:(Είναι πανικόβλητη, καθώς φέρνει το μαντάτο του ξεριζωμού των Ελλήνων από τη Μικρασία. Η φωνή της, συγκλονιστική, έρχεται είτε από το παρασκήνιο είτε διασχίζοντας τη θεατρική πλατεία με το ευάριθμο κοινό της.) Γειτόνοι… Γειτόνοι… Ήρθε η κόλαση… Γειτόνοι, καιγόοοομαστε… Γειτόοοο…
ΦΑΝΗΣ: (Αφήνει την κόρη του και τρέχει κατά την σπαράσσουσα φωνή της γειτονοπούλας.) Τι έπαθες, Ανθούλα μου; Καίγεται το σπιτικό σου;
AΝΘΗ: Όχι, γειτόνοι… Πάει… Κάηκε το σπίτι ολουνών μας…
ΦΑΝΗΣ: Ολουνών μας;
AΝΘΗ: Ναι, κυρ Φάνη μας. Μπουρλότιασαν τη Μικρασία μας, το Αρχοντικό του Κόσμου, το σπίτι το δικό μας, γειτόνοι… (Καθώς έχει βρεθεί στο κέντρο της σκηνής κι ο Φάνης τη σκέπει με τη στοργή και την απύθμενη απορία του, αυτή καταρρέει.)
ΦΑΝΗΣ: Κορίτσι μου, για ποια φωτιά μας λέγεις;
AΝΘΗ: Η Μικρασία πέθανε, η Μικρασία πάγει…
ΦΑΝΗΣ: Τι λες, κόρη μου;
AΝΘΗ: Πάει, κυρ Φάνη μας… Πά…
ΦΑΝΗΣ: Πα…;
AΝΘΗ: Τούτο το γλυκό το δειλινό στο κορμί της το βλαρό η Τουρκιά της χύνει λάβα και λάδι ολόκαυτο, κυρ Φάνη μας… Ολό…
ΦΑΝΗΣ: (Καταριέται τη γυναίκα του, φτύνοντας στο πάτωμα να ξορκίσει το κακό.) Την άτιμη, που να ’τρωγε τη βρομόγλωσσά της… Το ’πε κι έγινε…
AΝΘΗ: Πάμετε, γειτόνοι. Η Πατρίδα μας καψάλα, κουρνιαχτός… Στάχτη και μπούρμπερη!... Και τα όνειρά μας βούρκος, πίσσα και κόλαση, καπνός από δάση καιόμενα!…
ΦΑΝΗΣ: Βούρ – κος… (Κυρτωμένος πορεύεται προς την κόρη του, μουρμουρώντας.) Πίσ – σα … Κό – λα – ση… Κα – πνός… (Πλέον, έχει φτάσει στην κόρη του, την μισοανασηκώνει και την μισοσέρνει προς την μετώπη της σκηνής. Ξάφνου, την αφήνει καταγής, γυρίζει πίσω στον μύλο, αρπάζει μια εικόνα και μια μεγάλη κορνίζα με τη φωτογραφία των γονιών του, τις οποίες ερχόμενος στο προσκήνιο τις ασπάζεται και τραβά προς τη δύσμοιρη κόρη, που πλέρια μοιάζει με την καμένη πλάση της ώριας ιώνιας πολιτείας, που έγινε συνώνυμο της Καταστροφής και της Βαρβαρότητας των Νεοβανδάλων της Ανατολής. Συγχρόνως, ακούγεται ο τραγουδιστικός θρηνητικός λυγμός «Η Σμύρνη, μάνα καίγεται…», ενώ πλήθος πανικόβλητου κόσμου συρρέει προς τους δρόμους του άτακτου και ανερμάτιστου φευγιού για το άγνωστο, με τις ουρανόσυρτες οιμωγές, τα φουρτουνιασμένα: ‘‘Αχ!..., Βαχ!...’’ και τα ωκεάνεια: ‘‘Γιατί;’’ ‘‘ Γιατί;’’ Γιατί;’’ )
ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΟΙ: ‘‘Αχ!...’’, ‘‘Βαχ!...’’ ‘‘Γιατί;’’ ‘‘ Γιατί;’’ Γιατί;’’
ΙΑΜΒΟΣ: (Ψάλλει τα άσματα που ακολουθούν: Η Σμύρνη & Οι καμπάνες της Αγια-Σοφιάς, σε στίχους Πυθαγόρα & μουσική Απόστολου Καλδάρα, το Ζεϊμπέκικο – Μ’ αεροπλάνα και βαπόρι, σε στίχους και μουσική Διονύση Σαββόπουλου, καθώς και το Σαν τα μάρμαρα της Πόλης, παραδοσιακό πολίτικο τραγούδι με τις ποικίλες παραλλαγές στο Αιγαίο και τη Μικρασία.)
Ι. «Η Σμύρνη
Η Σμύρνη μάνα καίγεται καίγεται και το βιος μας
ο πόνος μας δε λέγεται δε γράφεται ο καημός μας


Ρωμιοσύνη Ρωμιοσύνη δε θα ησυχάσεις πια
ένα χρόνο ζεις ειρήνη και τριάντα στη φωτιά


Η Σμύρνη μάνα χάνεται τα όνειρά μας πάνε
στα πλοία όποιος πιάνεται κι οι φίλοι τον χτυπάνε


Ρωμιοσύνη Ρωμιοσύνη δε θα ησυχάσεις πια
ένα χρόνο ζεις ειρήνη και τριάντα στη φωτιά
ΙΙ. Οι καμπάνες της Αγια-Σοφιάς
Χτύπησαν το παλικάρι μεσημέρι στο παζάρι
σαν πουλί σαν περιστέρι ένα ασκέρι φονικό


Κλαίνε κόρες κλαίνε μάνες κλαίει ο ραγιάς
κλαίνε κλαίνε κι οι καμπάνες της Αγιάς Σοφιάς


Κόβουνε απ’ τους μπαξέδες γιασεμιά και κατιφέδες
το χτενίζουν και τ’ αλλάζουν και στενάζουν τα στενά


Κλαίνε κόρες κλαίνε μάνες κλαίει ο ραγιάς
κλαίνε κλαίνε κι οι καμπάνες της Αγιάς Σοφιάς
ΙΙΙ. Ζεϊμπέκικο (Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια)
Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια
και με τους φίλους τους παλιούς
τριγυρνάμε στα σκοτάδια
κι όμως εσύ δε μας ακούς
Δε μας ακούς που τραγουδάμε
με φωνές ηλεκτρικές
μες στις υπόγειες στοές
ώσπου οι τροχιές μας συναντάνε
τις βασικές σου τις αρχές
Ο πατέρας μου ο Μπάτης (Απρόσιτη μητέρα μορφή από χώμα και ουρανό
ήρθε απ’ τη Σμύρνη το ’22 (θα χαθώ απ’ τα μάτια σου τα δυο)
κι έζησε πενήντα χρόνια (μες στον κόσμο)
σ’ ένα κατώι μυστικό (σαν πρόσφυγας σ’ ένα κατώι μυστικό)
Σ’ αυτόν τον τόπο όσοι αγαπούνε (αν αγαπούνε)
τρώνε βρώμικο ψωμί (τρώνε βρώμικο ψωμί)
(του λόγου σου οι πιστοί)
κι οι πόθοι τούς ακολουθούνε (κι οι
πόθοι τούς ακολουθούνε υπόγεια διαδρομή)
υπόγεια διαδρομή…
IV. Σαν τα μάρμαρα της Πόλης
Σαν τα μάρμαρα της Πόλης
αμάν, αμάν, ωχ αμάν,
που είναι στην Αγιά-
που είναι στην Αγια-Σοφιά.
Έτσι τα ’χεις ταιριασμένα
αμάν, αμάν, ωχ αμάν,
μάτια, φρύδια
μάτια, φρύδια και μαλλιά!
Αποφάσισα να γίνω, βρε αμάν,
στην Αγια-Σοφιά κουπές
Αμάν, γιαρ αμάν, στην Αγια-Σοφιά κουπές
να ’ρχονται να προσκυνούνε,
βρε αμάν, Τουρκοπούλες και Ρωμιές
αμάν, γιαρ αμάν, Τουρκοπούλες και Ρωμιές.»
ΧΟΡΕΥΤΕΣ: (Εμφανίζεται μια ομάδα ανδρών χορευτών, η οποία σύρει από τη ζώνη της τα κομπολόγια της και παίρνει να χορεύει τον για την Πόλη των Ελλήνων αργόσυρτο σκοπό.)

(Κλείσιμο αυλαίας.)


























ΠΡΑΞΗ 4η Στην Παλιά Ελλάδα

ΣΚΗΝΗ 1η: Σ’ ένα σερπετό του Ευρίπου ακρογιάλι

ΠΡΟΣΩΠΑ: Λεγάτωρ, Ίαμβος
ΛΕΓΑΤΩΡ: Σε μια του δειλινού ώρα καλή και τρυφερή τα βάσανα ήρθανε σμάρι για τ’ ανεμόδαρτο ανθρωπομάνι, που προς τον βόρβορο λερά τώρα το σπρώξανε χέρια ‘‘Συμμάχων’’, χέρια ανίερα, αιμοβόρα, βδελυρά…
(Κοντανασαίνει. Βηματίζει. Στέκει και αρχινά.) Τα χέρια τα λερά και άκαρδα, με τις κάνες των συμφερόντων τους ανηλεώς να βάλουνε κατά των ελληνικών και αρμένικων στηθών, μεμιάς τους σπάσανε τα χέρια τα παστρικά και με χατζάρι τους τα ’κοψαν από τη γη τους τη λαμπρή, τη χώρα των Ιώνων… Τη χώρα τη λαμπρή με τα σμαράγδια άτια και της Γνώσης το αργαστήρι με του ηλιού το Φως.
(Βαριανασαίνει. Βηματίζει για λίγο κι έπειτα παίρνει να μηνά.) Να πορευτεί τώρα σερνάμενο – ένα μυριάριθμο ανθρώπων σμάρι βαριόθυμο, με την ψυχή κουρέλι, στεγνό, με τα φτερά του πίσσα και με το σάλιο πέτρα – τραβώντας για μια γη χέρσα, σκληρή και άξενη, γη με βούρλα φορτωμένη…
(Κοντανασαίνει. Βηματίζει. Στέκει στο κέντρο της σκηνής και αρχινά.) Μήνες περνούνε, χρόνια και καιροί, ώσπου μια μέρα αυγινή σ’ ένα του Εύριπου ακρογιάλι σερπετό τ’ ανθρωπομάνι τούτο το χωλό – σαν του χινόπωρου το σαρισμένο κιτρινόφυλλο λιβάδι, που της νοτισμένης γης εγίνηκε σεντόνι και μαγνάδι – την ανασεμιά του βρίσκει κι ακουμπά, μια νέα να λάβει τώρα ώρα…
(Κοντανασαίνει. Βηματίζει για λίγο κι έπειτα παίρνει να μηνά, δείχνοντας τον πέρα χώρο...) Εδώ, σ’ αυτό του Εύριπου το σερπετό ακρογιάλι μ’ αξίνα παλεύει και λοστάρι να στήσει σπιτικό ωραίο και κήπια και γιορτάσια, να κάνει της άνοιξης μια νέα αρχή, κόρες να σπείρει και υγιούς, αγρούς και λόφους αγριωπούς να κάμει περιβόλια… (Αποχωρεί, ενώ η ατμόσφαιρα παίρνει να μερώνει χάρη στους σκοπούς δυο όμορφων και ελπιδοφόρων μικρασιάτικων ασμάτων.)
ΙΑΜΒΟΣ: (Ψάλλει τα παραδοσιακά σμυρναίικα άσματα που ακολουθούν.)
«Τι σε μέλλει εσένανε
Τι σε μέλλει εσένανε
από πού είμαι εγώ
απ’ το Καραντάσι, φως μου,
ή απ’ το Κορδελιό
Τι σε μέλλει εσένανε
κι όλο με ρωτάς
από ποιο χωριό είμαι εγώ
αφού δε μ’ αγαπάς
Απ’ τον τόπο πού είμαι εγώ
ξεύρουν ν’ αγαπούν
ξεύρουν τον καημό να κρύβουν
ξεύρουν να γλεντούν
Τι σε μέλλει εσένανε
κι όλο με ρωτάς
από ποιο χωριό είμαι εγώ
αφού δε μ’ αγαπάς
Τι σε μέλλει εσένανε
κι όλο με ρωτάς
αφού δε με λυπάσαι, φως μου,
και με τυραννάς
Τι σε μέλλει εσένανε
κι όλο με ρωτάς
από ποιο χωριό είμαι εγώ
αφού δε μ’ αγαπάς
Απ’ τη Σμύρνη έρχομαι
να βρω παρηγοριά
να βρω μες στην Αθήνα μας
αγάπη κι αγκαλιά
Τι σε μέλλει εσένανε
κι όλο με ρωτάς
από ποιο χωριό είμαι εγώ
αφού δε μ’ αγαπάς
Αθήνα και Πειραία μου
Αθήνα και Πειραία μου
και γαλανή σημαία μου.
Έλα, βαρκούλα, πάρε με
και στον Περαία βγάλε με.
Έλα, βαρκούλα, πάρε με
και μες στη Σμύρνη βγάλε με.
Έλα, βαρκούλα Συριανή,
πάρε και με την ορφανή.
Έλα να πάμε κει που λες
που κάνουν τα πουλιά φωλιές.
Έλα να πάμε μάτια μου
κι ας φέρουν τα κομμάτια μου.
Έλα να πάμε στο νησί
η μάνα σου εγώ κι εσύ.
Τα μάτια σου τ’ αράπικα
μ’ έκαναν και τρελάθηκα.
Έχεις δυο μάτια σαν ελιές
που ’ναι γεμάτα μαριολιές.
Τα μάτια σου τ’ αλλιώτικα
τα Πασαλιμανιώτικα.»
(Κλείσιμο αυλαίας.)
ΣΚΗΝΗ 2η: Έρως ανίερος…

ΠΡΟΣΩΠΑ: Μαριγώ, Λεγάτωρ, Ίαμβος
ΣΚΗΝΙΚΟ: Εξωτερικό μέρος παραδοσιακού σπιτιού, εικόνες οικόσιτων ζώων (κότες, κατσίκα, πρόβατο), δένδρα (μουριά, πλάτανος, ευκάλυπτος ή εσπεριδοειδή), πεζούλι.
ΛΕΓΑΤΩΡ: (Επανέρχεται στη σκηνή με νέα αμφίεση.) Οι χρόνοι, οι μανιασμένοι του χινοπώρου οι καιροί, έτρεχαν, έτρεχαν!... Κι ο ιδρώς στο σώμα του πρόσφυγα τ’ ακάματου – πατέρα, μάνας, κόρης, γιού – ποτάμι καθημερινώς κύλαε, κι όλο…
(Κάνει παύση. Βηματίζει. Επανέρχεται.) Κι όλο… Κι όλο το βιος του πλάταινε, τα σπίτια του γιόμωζε χαρά, τον τόπο του με τ’ άνθη τον κεντούσε!…
(Κάνει παύση. Βηματίζει. Επανέρχεται.) Τους γιους στα γράμματα έστελνε, τις κόρες στα θρανία… Τον ήλιο στα μάτια θώραε, τη θάλασσα στη ράχη της σαν σε ξηρά επάτει, τα όρη καλλιέργαγε μ’ αξίνα, σκαλιστήρι, τα βράχια με τον λοστό ανέσπαε, πεζούλες για να πλάσει…
(Κάνει παύση. Βηματίζει. Επανέρχεται.) Σχολειά ηλιόφωτα ύψωνε, ξωκλήσια όλο αγάπη… Τον χρόνο τρύγαγε με ορμή, το μέλλον για να πλάσει με μια μπουκιά για χόρταση, με μέτρο, αντιπάλεμα, όραμα, ελπίδα, πίστη και σχόλες όπου δει με Πασχαλιάς γιορτάσια!…
(Κάνει παύση. Βηματίζει. Επανέρχεται.) Μα ήρθανε πάλι χρόνοι σκοτεινοί και χρόνια μες στη λάσπη… Μαύροι περπάτησαν καιροί, μια Κατοχή ολονυχτιά με ώρες αξημέρωτες, με δάκρυο σαν Αίτνας καυτερό και βόγγους δίχως άκρη!…
(Τραβά σε μια άκρη, κάθεται σταυροπόδι και κάτι σημειώνει.)
ΜΑΡΙΓΩ: (Εμφανίζεται σερνάμενη, βαριόθυμη και με συμπεριφορά αλλόκοτη. Φορά ρούχα ασυνταίριαστα και κακοφτιαγμένα. Πιάνει την πεζούλα, απ’ όπου συνομιλεί άλλοτε με τις κότες της και άλλοτε με την αίγα της. Πότε πότε σηκώνεται, τραβά στις γλάστρες της και φροντίζει τα ωραία της άνθη, που τόσο λατρεύει.) Κότ’ κότ’… Κότ’ κότ’… (Μικρή παύση.) Γιατί, ρε καψερές, δεν τρώτε το κριθάρι; (Μικρή παύση.) Κότ’ κότ’… Κότ’ κότ’…(Μικρή παύση.) Μου θέλετε στάρι, ανεπρόκοπες… Πού ’ναι τ’ αυγά, που μου ’πατε; Πού… (Μικρή παύση.) Κότ’ κότ’…(Μικρή παύση.) Τι θα δώσου στη γειτονιά, ρε χτικιάρες; Τιιιι; (Μικρή παύση.) Τι, ρε φιλενάδες; Τιιι;
(Μικρή παύση. Στροφή προς την κατσίκα.) Κι εσύ, μωρή μπιρμπίλω μ’, ούτε γάλα ούτε κατσικούλια ούτε… (Μικρή παύση.) Έννοια σου, και… Το χασαπιό σε καρτερεί, στεφάνι σου φορεί… (Μικρή παύση.) Μωρή, γάλα δε δίνεις στη Μαριγώ σου να πιει, να…(Μικρή παύση.) Κυρα-Μπιρμπίλω μ’, το ξέρεις, σ’ αγαπάω, είσ’ ο Πάνος μου, που…(Μικρή παύση. Ξάφνου, βγάζει μια διαπεραστική τσιρίδα.) Πάααα – νοοο… Χάαα – νοοο…
(Συνομιλία με τ’ άνθια του κήπου της.) Λουλουδάκια μου… Καμάρια μου… Ομορφιές μου… Ανθίστε, καλούλια μου… Τον ήλιο ρουφήξτε τ’ ουρανού…
(Στροφή προς τις όρνιθες και κυρίως προς τον πετεινό.) Κοκόνες μου… Ομορφονιές μου… Αλέκτωρ μου, έρωτά μου καρπερέ… Κόκορά μου… (Ξάφνου, τον αγριεύει.) Τι με κοιτάς, ρε αχαΐρευτε; Ρε μάπα, θα σε…(Σύντομα, καταλαγιάζει. Μιλά και αυτάρεσκα.) Πετεινάκο μου, κοίτα κορμί!... Κοίτα ομορφιές, αλεκτοράκο… (Δείχνοντας τη γάμπα και μέρος του μηρού της.) Κοίτα πόδι, αλεκτράκο μου, κοίτα…
ΛΕΓΑΤΩΡ: Η Μαριγώ μετά την περιπέτεια του άδοξου αρραβώνα της, τον ξεριζωμό του ’22, την απομάκρυνση της μάνας και του αδερφού της από την οικογενειακή θαλπωρή, σε συνάρτηση με την περιπέτεια της μαύρης γερμανικής κατοχής, οπότε και απώλεσε ό,τι της είχε απομείνει από το πλούσιο προικιό της και τα καλά της υπάρχοντα, βρέθηκε σε κατάσταση μέγιστης ένδειας, έχοντας μες στο κατεστραμμένο σπιτικό τον λατρεμένο της πατέρα, τον κυρ Φάνη, κατάκοιτο και ανήμπορο για το ελάχιστο να πράξει...
ΜΑΡΙΓΩ: (Αναπολεί τα χαμένα υπάρχοντά της και βρίζει.) Ασημικά… (Περιστρέφοντας με νόημα το χέρι.) Είχε η Μαριγώ… Ου ου… Χαλιά… Περσίας!... Η Μαρίκα… Η Μαριγώ… Ξάπλωνε στη μπουχαριά… Αγγέλων ήταν μαλλί!...
(Αγριεύει.) Κακό χρόνο να ’χ’ η Κατοχή κι η μπότα η γερμανική… Η αναθεματισμένη!... (Ξύνει το κορμί της με νευρικότητα, σαρίζει τα μαλλιά της.) Ο Γιακουμής… Ο χτικιασμένος… Μου τα ’φαγε για μια μπουκιά ψωμί και δυο κιλά τυρόγαλο… Ο Μαυραγορίτης… Ο χτικιασμένος… Ο ελεεινός…
(Σηκώνεται, τραβά προς το εσωτερικό του σπιτιού βρίζοντας και φτύνοντας στο δάπεδο.) Που κακό χρόνο να ’χει το βρομόσκυλο… (Φτύνει με βδελυγμία το δάπεδο.) Στην κόλαση… Στην κόλαση… Στον Εξαποδό… (Μπαίνει στο σπίτι, παίρνει μια πήλινη σκάφη, λίγο αλεύρι και πιάνει να ζυμώσει. Κάθε τόσο σταματά, βαριανασαίνει, σφουγγίζει τον ιδρώτα του μετώπου της, βρίζει την κακή της τη μοίρα, αναπολεί τις ημέρες τις καλές της ευτυχισμένης νεανικής της ηλικίας.)
ΛΕΓΑΤΩΡ: Καιρός πάει πολύς, που η καλή μας Μαριγώ θολό ’χει το ωραίο της νιονιό, τρώει κριθάρι για ψωμί, δυο αυγουλάκια στην καλή… Την μπομπότα για τραπέζι Πασχαλιάς, τις ελιές χαβιάρι, το κρόμμυον της αυλής για σούβλα της Λαμπρής!...
Δυο κλάρες κάθε δυο και τρεις από του Λήλαντα την άπλα κουβαλεί για ν’ ανάψει το – σαν χελώνας καύκαλο – μικρό της φουρναριό, που ’χει στην άκρια της ολάνθιστης αυλής του φτωχού της σπιτικού.
(Κάνει μικρή παύση, σημειώνει. Ανασηκώνει το κεφάλι, συνεχίζει.) Σέρνει βάσανα και θλίψη, στέκει με παντούφλα τρύπια και το δάχτυλο σαν την κεφαλή χελώνης. Παίρνει δρόμους μες στην μπόρα, βουτηγμένη καταφρόνια… Μια κατσίκα οδηγεί για της χλόης των χαντακιών τα ολόδροσα ραδίκια ή τις κότες της καλεί να χαρούν τρία τροφαντά σκουλήκια της ανασκαμμένης γης!… Κι ύστερα στέκει, τα βλέπει, τα θωρεί με την καρδιά της ηλιόχαρη, ηλιοποτισμένη, λαμπρινή!…
Ίδια είν’ ετούτη, η Μαριγώ, με την Πατρίδα την αλέκιαστη, τη Γη την Ιωνία τη Λαψινή!… Λαμπρή ’τανε για τον Έλληνα ως τα ψες, καθάρια, φωτεινή!… Μα τώρα… (Μια κοιτάζει το χώμα, μια το υπερπέραν.) Μα τώρα… Στο μαράζι βουτηγμένη… Τα παιδιά της άλλα μες στη γη τη μαύρη κι άραχλη είναι μαραμένα κι άλλα σκόρπια στα πέντε της οικουμένης κακοτράχαλα ανέμια… Κυνηγημένα… Έρημα… Πληγιασμένα… Δίχως ψωμί… Δίχως Ήλιους… Δίχως στέγη και καθάριο Ουρανό!…
Αχ, πώς αλλάζει τ’ όνειρο σε μια στιγμή που η σκέψη σου μόνο περβόλια και ανοιξιάτικα ονειρευόταν πρωιά!... Ααααχ, πώς!... Πώς!...
ΙΑΜΒΟΣ: (Αποδίδει μία από τις ποικίλες εκδοχές του με τον τίτλο Σμυρναίικο μινόρε παραδοσιακού τραγουδιού της καλλίστης της Ιωνίας Γης πόλεως Σμύρνης.)
«Σμυρναίικο μινόρε
Αν μ αγαπάς κι είν’ όνειρο,
ποτέ να μην ξυπνήσω,
μες τη γλυκιά τη χαραυγή
θέε μου ας ξεψυχήσω.»


(Κλείσιμο αυλαίας.)




















ΣΚΗΝΗ 3η: ‘‘Παιδίων μπαίγνιο…’’

ΠΡΟΣΩΠΑ: Μαριγώ, Ανθή, Ίαμβος, Διαβάτης και μια ομάδα παιδιών της γειτονιάς: Θάνος Μπαρτζής, Νίκη Βοσπόρου, Ιωάννα Γλυκού, Σεβαστιανός Ψαρράς
ΜΑΡΙΓΩ: (Εμφανίζεται με μια πινακωτή και τα φρεσκοζυμωμένα ψωμιά για να τα ψήσει. Αποθέτει την πινακωτή κοντά στο φούρνο, καλοσκεπάζει τα ψωμιά και τα περιποιείται με στοργή.) Άιντε, να μου φουσκώσετε, ζυμαράκια μου!… Μπρος, ν’ αφρατέψετε, καλά μου καρβελάκια… Να φάγει ο πατερούλης… Να ’ρθεί κι ο Θάνος μου, ο καλός μου…(Έμπροσθεν της σκηνής περνά ένας καλοβαλμένος νέος. Αυτός της πετά δυο κουβέντες ξενικές κι εκείνη τινάζεται προς το μέρος του και προσπαθεί ν’ αρπάξει την οπτασία του αλησμόνητου Θάνου της…) Ο Θάνος μου… (Φτερακίζουν τα χέρια της να συλλάβουν την έωλη οπτασία του.) Ο Θάνος μου…
ΔΙΑΒΑΤΗΣ: (Της μιλά στη βουλγαρική γλώσσα.) Σο μπράβες, Μαριγώ; (Στέκει αποσβολωμένη, μετέωρη και άφωνη. Της φωνάζει πιο δυνατά.) Σόμπραβες, ω Μαριγώ; (Κι ακόμη δυνατότερα.) Τι κάνεις, μωρέ Μαρίκα-Μαριγώ;
ΜΑΡΙΓΩ: (Από τα πολλά ξυπνά, λάμπει το πρόσωπό της.) Άρνο… Άρνο... Καλά... Καλά…
ΔΙΑΒΑΤΗΣ: Σόμπραβες, Μαριγώ;
ΜΑΡΙΓΩ: Άρνο… Άρνο… Καλά… Καλά… (Χιμά στον αέρα να πιάσει την οπτασία του νέου, που σύντομα απέρχεται στο προσκήνιο.) Να, ο Θάνος μου… Ο Θάνος μου… (Τον φωνάζει, τον καλεί…) Θάνο… Ε, Θάνο… (Μετά από μικρή παύση.) Θάνο… Ε, Θάνο… (Καθώς απόκριση δεν παίρνει, σωριάζεται περίλυπη στο απέναντι των μουσικών άκρο της σκηνής. Σύντομα, όμως, αναθαρρεί, καθώς τώρα ακούγεται το επόμενο τραγούδι, το οποίο η Μαριγώ παίρνει να παριστά σύμφωνα με τα λεγόμενά του.)
ΙΑΜΒΟΣ: (Ψάλλει τον απλωμένο σε όλη τη Βαλκανική σμυρναίικο σκοπό Από ξένο τόπο κι απ’ αλαργινό.)
Από ξένο τόπο κι απ’ αλαργινό
Από ξένο τόπο κι απ’ αλαργινό
ήρθ’ ένα κορίτσι, φως μου, δώδεκα χρονώ
Ούτε στην πόρτα βγαίνει ούτε στο στενό
ούτε στο παραθύρι φως μου, δυο λόγια να της πω
Έχει μαύρα μάτια και σγουρά μαλλιά
και στο μάγουλό του, φως μου, έχει μιαν ελιά
Δε μου τη δανείζεις δεν μου την πουλάς
την ελίτσα που ’χεις, φως μου, και με τυραννάς
– Δε σου τη δανείζω, δεν σου την πουλώ
μόν’ να τη χαρίσω θέλω σε κείνον π’ αγαπώ»
ΠΑΙΔΙΑ: (Μια ομάδα παιδιών περνά μπροστά από τη σκηνή, κοροϊδεύοντας τη Μαριγώ, φωνάζοντας εν χορώ.)
Μαριγώ, Μαριγώ
το κορίτσι το λωλό…
Μαρίκα, Ρίκα, Μαριγώ,
θέλεις γιούχα και κοκό…
(Το επαναλαμβάνουν, πιασμένα από τους αγκώνες τους, το τραγουδούν και το χορεύουν κυκλικά.)
ΜΑΡΙΓΩ: (Κινείται απειλητικά εναντίον τους, τα βρίζει, αλλά σύντομα λυγίζει από το σκληρό βάρος της καταφρόνιας.) Χτικιασμένα… Μουλάδες…
ΠΑΙΔΙΑ: (Αυτά ακάθεκτα και με μεγαλύτερη έξαψη, συνερίζουν να ασχημονούν προς την άμοιρη γειτόνισσά τους.)
Μαρίκα, Ρίκα, Μαριγώ,
θέλεις μπάτσες στον ποπό
Μαρίκα, Ρίκα, Μαριγώ,
θέλεις γιούχα και κοκό…
ΜΑΡΙΓΩ: (Κάνει να πιάσει μία πέτρα και να την στρέψει εναντίον των ενοχλητικών παιδόπουλων.) Χτικιασμένα… Μουλάδες…
ΙΑΜΒΟΣ: (Παίζει τον σκοπό του μικρασιάτικου άσματος Τα παιδιά της γειτονιάς σου, που έχει εν μέρει τροποποιηθεί, ώστε να ταιριάζει στην περίπτωση της Μαρίας Πεσκετζή, η οποία κάθεται οκλαδόν και το άδει με πολύ πονεμένη φωνή. Παράλληλα, κάνει ορισμένες από τις κινήσεις, που απορρέουν από το περιεχόμενο των στίχων του άσματος, δεχόμενη τις εξ αποστάσεως οχλήσεις των γειτονόπουλων, με τη φωνή τους να έρχεται ως μακρινός απόηχος.)
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ ΣΟΥ
Σαν θυμώνω πέφτω κάτω και λασπώνομαι
σαν θυμώνω πέφτω κάτω και λασπώνομαι
βάζω μπρoς τα δυο μου χέρια και ματώνομαι
βάζω μπρoς τα δυο μου χέρια και ματώνομαι
Τα παιδιά της γειτονιάς σου με πειράζουνε
τα παιδιά της γειτονιάς σου με πειράζουνε
‘‘Πάλι τρελαμένη είσαι’’, μου φωνάζουνε
‘‘πάλι τρελαμένη είσαι’’, μου φωνάζουνε
Τα παιδιά της γειτονιάς σου τα μπαγάσικα
τα παιδιά της γειτονιάς σου τα μπαγάσικα
θα τα πιάσω να τα δείρω να ’ναι χάσικα
θα τα πιάσω να τα δείρω να ’ναι χάσικα
ΠΑΙΔΙΑ: (Αυτά από κάποια απόσταση πλέον, συνεχίζουν να απρεπούν προς την άμοιρη γειτόνισσά τους.)
Μαρίκα, Ρίκα, Μαριγώ,
θέλεις μπάτσες στον ποπό
Μαρίκα, Ρίκα, Μαριγώ,
θέλεις γιούχα και κοκό…
AΝΘΗ: (Έρχεται ως σωτήρας της Μαριγώς. Με έντονη φωνή παίρνει να κυνηγά τα παιδιά, που ασεβούν προς την πονεμένη φίλη και γειτόνισσά της.) Μπρε, αϊ χαθείτε από ’δώ… Χαθείτε… Δεν ντρέπεστε να κοροϊδεύετε μια αδύναμη και άκακη γυναίκα… Ρε, ου να μου χαθείτε… Ου, ρε καλόπαιδα… Ου…
ΜΑΡΙΓΩ: (Η Μαριγώ αναθαρρεί, καθώς η ομάδα των παιδιών απέρχεται προσωρινά. Βγάζει βαρύ αναστεναγμό.) Ουφ!... (Κινείται προς την Ανθή με απλωμένα χέρια. Νομίζεις πως αιωρείται.) Φχαριστώ, Ανθή μου. Φχαριστώ…
AΝΘΗ: (Την αγκαλιάζει και σαν μωρό κουρνιάζει μες στην αγκάλη της. Της μιλά γλυκά και τρυφερά.) Καλή μου, Μαρίκα-Μαριγώ…
ΜΑΡΙΓΩ: (Με φωνή τρέμουσα. Κυριολεκτικά κρεμιέται επάνω της.) Φιλενάδα… Εσένα μόνο… Ο πατέρ… (Δείχνει με τα χέρια της πως πάει, τελείωσε.)
AΝΘΗ: Τι λες, Μαριγώ μου; Τιιιι; (Δείχνει με τα χέρια της την απορία της, αν όντως ο από χρόνια κατάκοιτος κυρ Φάνης Πεσκετζής πάει, τελείωσε.)
ΜΑΡΙΓΩ: (Με αφέλεια μικρού παιδιού.) Καλά ’τρωγε, καλά ’πινε, τι είχε κι απόθανε, Ανθή μου; Τι;…
AΝΘΗ: Τι λες, Μαριγώ μου; Τιιι;
ΜΑΡΙΓΩ: Καλά ’τρωγε, καλά πι…
AΝΘΗ: Πι…
ΜΑΡΙΓΩ: Του τον έκλεισα το χαλέ…
AΝΘΗ: Χαλέ;
ΜΑΡΙΓΩ: (Συνεχίζει ακάθεκτη λες και συνομιλεί με τον εαυτό της.) Μ’ ένα παπούτσι…
AΝΘΗ: Πα – πού…
ΜΑΡΙΓΩ: Τον στόμωσα…
AΝΘΗ: Καιαιαι;
ΜΑΡΙΓΩ: Στο μνημούρι…
AΝΘΗ: Στο μνημούρι;
ΜΑΡΙΓΩ: Στο μνημούρι… Κοιμάται μες στη μαύρη γη…
AΝΘΗ: Κοιμ…
ΜΑΡΙΓΩ: Ξαπόστασ’…
AΝΘΗ: (Πιάνει το κεφάλι της από απόγνωση και τραβά τρεκλίζοντας προς την έξοδο.) Ξα…
ΜΑΡΙΓΩ: Μωρέ, γαμπρό στον κάναμε. Γαμπρό…
AΝΘΗ: (Της ρίχνει μια τελευταία ματιά, ίδια πληγωμένου και αδύναμου ζώου) Γα…
ΙΑΜΒΟΣ: (Παίζει τμήμα από το δημοτικό άσμα, που αναφέρεται στο γήινο τέλος του μέγιστου Έλληνα ήρωα της βυζαντινής εποχής, του Βασίλειου Διγενή Ακρίτα.)
«Διγενής Ακρίτας
Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γη τόνε τρομάσσει.
Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σειέτ’ ο απάνω κόσμος
κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια,
κι η πλάκα τον ανατριχιά πώς θα τόνε σκεπάσει,
πώς θα σκεπάσει τον αητό τση γης τον αντρειωμένο.
Σπίτι δεν τόνε σκέπαζε, σπήλιο δεν τόνε εχώρει,
τα όρη εδιασκέλιζε, κορφές βουνού επήδα,
χαράκι αμαδολόγαγε και ριζιμιά ξεκύνειε.
στο βίτσιμα ’πιανε πουλιά, στο πέταμα γεράκια,
στο γλάκιο και στο πήδημα τα λάφια και τ’ αγρίμια.
Ζηλεύει ο χάρος με χωσιά, μακρά τονε βιγλίζει,
κι ελάβωσέ του την καρδιά και την ψυχή του πήρε.»

(Κλείσιμο αυλαίας.)































ΣΚΗΝΗ 4η: Δεσμοί πριονισμένοι…

ΠΡΟΣΩΠΑ: Μαριγώ, Ανθή, Λεγάτωρ
ΛΕΓΑΤΩΡ: Ο πατέρας της, όσο ήτανε γερός, σαν τον Ακρίτα έστεκε σιμά της και σκέπη άτρωτη φάνταζε, μα κι αστέρας ολοφώτεινος της ήτανε, των ουρανών της μια κάπως γλαυκή ημέρα!…
(Βηματίζει λίγο. Επανέρχεται για να επίταση στα όσα έλεγε, ν’ απλώσει και να δώσει.) Ήτανε βράχος ακριβός, φάρος της και οδηγός!… Της Πατρίδας της έστεκε ολόφωτος δεσμός και της καρδιάς της στύλος και μεταλλικός αρμός…
Μα σαν ασθένησε πριν χρόνους δέκα, είκοσι και βάλε, τα σκότη της ψυχής της γίνανε μπλάβος ουρανός και Τάρταρα μεγάλα…
Αλλά και έτσι σαν πα στην κλίνη έμενε και νύχτα και ημέρα, δεν έπαυε μία ψυχή στο έρμο σπιτικό να ήταν και συντροφιά να ήταν…
Μα τώρα, που ο κυρ Φάνης τέλεψε, η δόλια Μαριγώ μέρα με τη μέρα –στην ολιγοσυλλογισιά της μέσα – τη νιώθει όλο και πιότερο την άπονη την πριονιά, που πλήρωσε με κάπνα και σαρίδια την τρέμουσα σαν το κερί ικμάδα-ψίχουλο της δόλιας της καρδιάς!…
Μόνη της πια κι ανέσπερη δεικνύεται κι ετούτη τη στιγμή η θαλπωρή της πάντα ευγενικής και φίλης της Ανθής, που ’χει την πάστρα στην καρδιά και είναι αλήθεια μία ουράνι-α αγκαλιά…
(Καθώς η Μαριγώ εξέρχεται του σπιτικού της και η Ανθή έχει ξαπλώσει σε μια πολυθρόνα σκηνοθέτη βλέποντας τηλεόραση, την οποία έχει τοποθετήσει κάτω από ένα δέντρο στην άκρη της αυλής, ο αφηγητής συνεχίζει τα λεγόμενά του.) Να, και τώρα η Μαριγώ ξανά πήρε κάτω από τ’ άστρα να πατεί… Για της Ανθής τραβεί τη θεία τη στοργή, λίγο να δει θέλει ΤΙ ΒΙ, το βράδυ για να λησμονεί…
ΜΑΡΙΓΩ: Γεια σου, Ανθή.
AΝΘΗ: Καλώς, τη Μαριγώ μου.
ΜΑΡΙΓΩ: (Βλέποντας κάτι στην οθόνη.) Μωρέ Ανθή, πώς τούνοι τρύπωσαν μες στο γυαλί;
AΝΘΗ: (Ανόρεχτα.) Άστα, Μαριγώ μου, άστα…
ΜΑΡΙΓΩ: Και ’κεί μέσα θα την βγάλουνε απόψε, Ανθή μου;
AΝΘΗ: Μπορεί… Ίσως…
ΜΑΡΙΓΩ: Γιατί, ρε Ανθή;
AΝΘΗ: Γιατί πληρωθήκανε να παίζουν στην ΤΙ ΒΙ.
ΜΑΡΙΓΩ: Τι Βι;
AΝΘΗ: Άστα, Μαριγώ μου. Άστα…
ΜΑΡΙΓΩ: Πώπω! Πώς φιλιούνται!...
AΝΘΗ: Άσ’ τους, Μαριγώ μου, να βγάλουνε τα μάτια τους…
ΜΑΡΙΓΩ: Και μετά δε θα βλέπουνε οι έρμοι;
AΝΘΗ: Ξέρω… Ίσως…
ΜΑΡΙΓΩ: (Με στόμα χάνου.) Μωρέ, αδερφή, ετούνοι απαυτώνονται!... (Πλησιάζει στην TV, κολλάει τα μάτια επάνω της. Άλλοτε χάσκουσα και άλλοτε μαλώνουσά τους.) Μπρε καψεροί, δεν ντρέπεστε ντιπ τσίτσιδοι… Μπρε, μπροστά μου ντιπ τσίτσιδοι!... Τσίτσιδοι…
AΝΘΗ: (Κουνά το κεφάλι της με λύπηση για το κατάντιο της παιδικής της φίλης.) Άσ’ τους, Μαριγώ μου. Άσ’ τους… Να βγάλουνε τα μάτια τους, φιλενάδα… (Τραβά στο εσωτερικό του σπιτιού, της φέρνει φαγώσιμα.)
ΜΑΡΙΓΩ: (Προς τους πρωταγωνιστές της τηλεοπτικής σειράς.) Ρε, ου να μου χαθείτε… Μπρος… Μπρος… Μέσα είπα… Μπρος… Μην πάρω το μπλάστρι και σας κάνω… Μπρος, είπα… Μπρος… Ξετσίπωτοι… Ε, ξετσίπωτοι…
AΝΘΗ: (Επιστρέφει με έναν βαρυφορτωμένο δίσκο. Της τον προσφέρει.) Δικά σου, φιλενάδα. Δι – κά…
ΜΑΡΙΓΩ: (Τρώει με βουλιμία. Έχει ματιά λιμασμένου ζώου. Από τα πολλά, καταφέρνει δυο λέξεις να προφέρει. Παραλίγο να πνιγεί.) Φχαριστώ, φιλενάδα. Φχαρι… (Έπειτα, παίρνει τα υπολείμματα του δίσκου και απέρχεται της σκηνής.)

(Κλείσιμο αυλαίας.)
























ΣΚΗΝΗ 4η: Της ψυχής τα δώρα τ’ ακριβά

ΠΡΟΣΩΠΑ: Μαριγώ, Ανθή, Αντιγόνη, Ίαμβος
(Η Ανθή έχει βγει στην αυλή του σπιτιού της σκουπίζει, συγυρίζει. Εκεί, τη συναντά η νεαρή δασκάλα Κα Αντιγόνη Ευγενικού. Κουβεντιάζουν για το ζήτημα της τύχης της κληρονομιάς της άκληρης Μαριγώς, η οποία σε λίγο θα βγει να περιποιηθεί τον ανθόκηπό της.)
ΑΝΤΙΓΟΝΗ:(Πλησιάζοντας στον χώρο, της φωνάζει.) Κυρία Ανθή. Κυρία…
ΑΝΘΗ: (Βγαίνει μπροστά στη σκηνή. Την καλωσορίζει.) Καλώς την κυρία Αντιγόνη, την λατρεμένη δασκάλα του προσφυγοχωριού μας. Καλώς την… Ελάτε. Καθίστε, κυρία Αντιγόνη μας.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Ευχαριστώ, κυρία Ανθή. Ευχ…
ΑΝΘΗ: (Τρέχει μέσα. Της φέρνει γλυκό του κουταλιού. Την Κερνά.) Φρεσκότατο. Δεν πάει ώρα που το τέλειωσα…
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: (Τρώει. Αποφαίνεται.) Νοστιμότατο. Γεια στα χέρια σου, κυρία Ανθή μας. Γεια…
ΑΝΘΗ: Ευχαριστώ, κυρία Αντιγόνη. Ευ…(Προτού συνεχίσει, τη διακόπτει ο λόγος της δασκάλας.)
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Έλεγα, κυρία Ανθή, πως πρέπει να δούμε το ζήτημα του μέλλοντος της κυρίας Μαριγώς Πεσκετζή και των περιουσιακών της στοιχείων. Μεγάλη γυναίκα είναι…
ΑΝΘΗ: Την ίδια την παιδική μου φίλη μου, όσο δύναμαι, θα της παραστέκομαι, θα την φροντίζω. Τα περιουσιακά της όμως…
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Ο Κοινοτάρχης μας, ο κύριος Ανέστης Τζαλσής, τις άλλες που το συζητούσαμε, είχε την ιδέα πως – μόνη γυναίκα, που πλέον είναι – θα έπρεπε να την αναλάβει η Κοινότητα…
ΑΝΘΗ: Πολύ ορθή η σκέψη του Κοινοτάρχη μας…
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Και γιατί όχι, εάν η ίδια το επιθυμεί, η περιουσία της να περάσει στην Κοινότητα της προσφυγοκώμης μας, και…
ΑΝΘΗ: Ναι, κυρία Αντιγόνη.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Και στο ένα της οικόπεδο να φτιαχτεί ένα κοινοτικό κατάστημα, με αγροτικό ιατρείο και άλλους χρήσιμους χώρους, που όταν με το καλό τελειώσει και εγκαινιαστεί, να φέρει το όνομά της.
ΑΝΘΗ: Θαυμάσια!
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Μεγάλη επιγραφή στην είσοδο του κτιρίου να δηλώνει το όνομα της ευεργέτιδος: «Δωρεά Μαριγώς Πεσκετζή».
ΑΝΘΗ: Θαυμάσια. Τη φωνάζω. (Στρέφεται προς το μέρος που μένει η Μαριγώ.) Μαριγώ. Ε, Μαριγώ. (Γυρίζει προς τη δασκάλα.) Να της το πούμε με τρόπο.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Με τρόπο.
ΜΑΡΙΓΩ: Έρχομαι, φιλενάδα, έ…
ΑΝΘΗ: (Της κάνει νόημα με τα χέρια της.) Έλα…
ΜΑΡΙΓΩ: (Πηγαίνει κοντά τους, τρυπώνει ανάμεσά τους. Η συμφωνία γίνεται με παντομιμικό τρόπο. Δείχνει να χαίρεται για ό,τι συνομολογούν. Στο τέλος σφιχταγκαλιάζονται. Δείχνουν πολύ συγκινημένες.) Με συγκινήσατε, φιλενάδες. Με…
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Είσαι Μεγάλη Ευεργέτης του προσφυγικού μας τόπου. Η προσφορά σου, κυρία Πασκετζή, είναι του διαμετρήματος ενός Ζάππα, ενός Μαρασλή, ενός!…
ΑΝΘΗ: Μεγάλη Ευεργέτης η Μαριγώ μας, κυρία δασκάλα! Με – γά…
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Και αιώνια η ευγνωμοσύνη που ο τόπος μας θα της οφείλει!
ΜΑΡΙΓΩ: (Λες και κάποιο θαύμα έγινε, ο νους ξάφνου ξελαμπίκαρε.) Τι να τα κάνω, καλές μου. Ένα κούτσουρο είμαι. Ένα ντουβάρι…
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Μία λαμπρή πατριώτισσα! Μία Μεγάλη Ευεργέτης! Μία…
ΜΑΡΙΓΩ: Και το χαρτί;
ΑΝΘΗ: Όποτε θες, Μαριγώ μου. Όπο…
ΜΑΡΙΓΩ: Τώρα. Τώρα. Δασκάλα, γράφε κι εγώ υπογράφω.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Όπως ορίζετε, κυρία Πεσκετζή. Όπως…
ΜΑΡΙΓΩ: Γράφεις;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Γράφω, κυρία Πεσκετζή. Γράφω… (Αφού σημειώνει κάποια πράγματα, ψιθυρίζοντας παράλληλα τα γραφόμενά της, για τα οποία συγκατανεύει η δωρήτρια, έπειτα παίρνει το κείμενο και το υπογράφει.) Έτοιμοι.
ΜΑΡΙΓΩ: Να το δώσετε στον Κοινοτάρχη μας, κυρία Αντιγόνη Ευγενικού, στον…
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Μάλιστα, κυρία Μαριγώ μας, μά…
ΜΑΡΙΓΩ: Στον κύριο Ανέστη Τζαλσή, κυρα-Δασκάλα μας, στον…
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Στους ορισμούς σας, κυρία Πεσκετζή. Στους… (Το χώνει στον κόρφο της στοργικά και αποχωρεί. Την ίδια στιγμή οι άλλες δυο γυναίκες μένουν σφιχταγκαλιασμένες και πολύ χαρούμενες.)
ΙΑΜΒΟΣ: (Παίζει το ρυθμικότατο παραδοσιακό άσμα Ένα τρεχαντηράκι στην πολίτική του εκδοχή.)
Ένα τρεχαντηράκι
Ένα τρεχαντηράκι ένα τρεχαντηράκι
ένα τρεχαντηράκι βοριάς το ’μπόδισε
και μια μελαχρινούλα τζόγια μου αμάν
το κληρονόμησε
Θάλασσα μη θυμώνεις θάλασσα μη θυμώνεις
θάλασσα μη θυμώνεις μην κάνεις κύματα
στην π’ αγαπώ τα στέλνω τζόγια μου
τα χαιρετίσματα
Έλα να σε φιλήσω έλα να σε φιλήσω
έλα να σε φιλήσω και φίλα με κι εσύ
κι άμα το μαρτυρήσω τζόγια μου
μαρτύρα το και συ
Έλα να φιληθούμε έλα να φιληθούμε
έλα να φιληθούμε σαν τ’ άγρια πουλιά
που σμίγουν στα κλαράκια τζόγια μου
κι αλλάζουνε φιλιά
ΧΟΡΕΥΤΕΣ: (Μια ομάδα χορευτών εισέρχεται στον περισκηνικό χώρο εκδηλώνοντας τη χορευτική της δεινότητα.)

(Κλείσιμο αυλαίας.)

































ΣΚΗΝΗ 5η: Τιμών αντίδωρα…

ΠΡΟΣΩΠΑ: Δήμαρχος (Ανέστης Τζαλσής), Λεγάτωρ, Ευμορφία, Πανηγυριστές, Ίαμβος
ΛΕΓΑΤΩΡ: (Έρχεται, πιάνει το ένα άκρο της σκηνής, κάθεται, γράφει, αναγιγνώσκει.) Χρόνους μετά τη δωρεά και τη φυγή της Μαριγώς από τον όμορφο κόσμο της ζωής, μιας ζωής καθ’ όλα σκληρής και μοχθηρής για τα εξήντα τόσα χρόνια ενός ακάνθινου και θολού της βίου, ο Δήμαρχος και το Δημοτικό Συμβούλιο του ευρίπειου τόπου της έλαβε την πρωτοβουλία να τιμήσει την αείμνηστη ευεργέτιδα Μαρίκα Μπεσκετζή-Σπασέλα.
Έτσι, λοιπόν, οι αρχές του παράλιου τόπου μας αξιώθηκαν να διοργανώσουν μία λαμπρή γιορτή προς τιμήν της δωρήτριας Μαρίκας Πεσκετζή-Σπασέλα, φροντίζοντας σε μία ειδική τελετή να ονομάσουν το δημόσιο κτίριο που κατασκευάστηκε σε ένα από τα οικόπεδα της δωρεάς της, αποκαλύπτοντας μία καλαίσθητη επιγραφή, η οποία με γράμματα χρυσά όπως έπρεπε, έγραφε: «Πολυχώρος Μαρίκας Πεσκετζή-Σπασέλα, Μεγάλης Ευεργέτιδος της Λαψινής Πατρίδας».
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: (Εμφανίζεται κορδωτός κορδωτός και παίρνει να βγάζει λόγο προς το πλήθος. Δίπλα του στέκει μία ολάνθιστη νεαρά κυρία Ευμορφία.) Καλοί μου, συντοπίτες, ως οφείλαμε, τιμούμε σήμερα την κορυφαία δωρήτρια του τόπου μας, την αείμνηστη Μαρίκα Πες…(Ξεχνώντας το όνομα της δωρήτριας, ξύνει την κεφαλή του, μήπως και ελεήσει να ’ρθει.) Κεεεε… Τζήιιιιι -Σπασέλα, κόρη του εκλεκτού και αοιδίμου συμπολίτου μας Φάνου… Φάνου, λέγω… Φάνου Πες…(Ξύνοντας από αμηχανία την κεφαλή του.) Κεεεε… Τζήιιιι…
ΕΥΜΟΡΦΙΑ: (Η νεαρά γραμματεύ του σκύβει στο αυτί του Δημάρχου και του το ψιθυρίζει.)
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: (Από τα πολλά, αφού προσφέρει και ένα αμφίσημο χαμόγελο, ερωτικό και ευχαριστιακό μαζί, όλος περηφάνια πλέον το εκστομίσει κατ’ όλον και χειροκροτήματα πολλά ακούονται...) Πεσκετζή. Πεσκετζή… Τουουου… Φάνου!!!
ΛΕΓΑΤΩΡ: (Γυρίζοντας προς την άλλη μεριά και μουρμουρίζοντας.) Σιγά, να μην είναι και κόρη του χάνου!… Τα δε χειροκροτήματα, λέγω, δια ποίον ήτο; Για τον γέροντα Δήμαρχο Κο Ανέστη Τζαλσή, που με τα δεκανίκια της νεαράς γραμματέως του Κας Ευμορφίας, κατάφερε να πει εις το όλον το όνομα της αοιδίμου δωρήτριας Μαρίκας Πεσκετζή-Σπασέλα, όπως αυτός το χειροκρότημα εννόησε, ή δια την Μεγάλη της Λαψινής Πατρίδας Ευεργέτιδας, που ο τόπος της ευγνωμοσύνες πολλές της οφείλει; Εδώ σας θέλω…
Πάντως, ο κυρ Δήμαρχος, αφού ερούφηξε κανά δυο ποτήρια ύδωρ και δια των οφθαλμών του τ’ άνθη της Κας Ευμορφίας, πήρε άνευ κόμπων να κόφτει το πανί του λόγου…
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Καλοί μου συμπατριώτες, η κυρία Μαρίκα ή άλλως Μαριγώ Μπεσκετζή-Σπασέλα υπήρξε λαμπροτάτη συμπατριώτισσά μας, την οποία η ηγεσία του τόπου μας ανέκαθεν περιέβαλλε με στοργήν και απεριόριστον αγάπην, τόσην που…
ΛΕΓΑΤΩΡ: (Γυρίζοντας προς την άλλη μεριά και σιγοψελλίζοντας σε τόνους καλάκουστους για το κοινό.) …Έρρεε από τα μπατζάκια της, κυρ Δήμαρχε… Κι εσύ…
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Εγώ, βεβαίως, ούτε που την ήξερα τότε, μα τώρα…
ΛΕΓΑΤΩΡ: (Μουρμουρίζοντας.) …Αϊ, βρες την στο μνημούρι, κυρ Δήμαρχέ μας… Κυρ…
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Τώρα, λέγω, την τιμούμε δι’ επαίνων και γραμμάτων χρυσωπών…
ΛΕΓΑΤΩΡ: (Σχολιάζοντας, μόλις ο Δήμαρχος κάνει παύση για ν’ ανασάνει ή για να πιει νερό.) Πάρε τον στο γάμο σου, να σου πει και του χρόνου…
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Λοιπόν, καλοί μου συμπολίται, τώρα που κόλλησα στον τοίχο τ’ όνομά της…
ΛΕΓΑΤΩΡ: (Σχολιάζοντας περιπαιχτικά.) …Ναι… Την κόλλησες στον τοίχο…
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Λοιπόν, καλοί μου συμπολίται, τώρα που κόλλησα στον τοίχο τ’ όνομά της, πιάστε τον χορό και μην σταματάτε. Άιντε, μπαίνω πρώτος εγώ… Για την τιμή, βεβαίως, της ευεργέτου μας, της αειμνήστου Μαρίκας-Μαριγώς Πεσκετζή-Σπασέλα… (Προσπαθώντας να επαναλάβει το δεύτερο επίθετό της, πάλι κολλάει και…) Σπάσε… Σπάσε… Σέλα… (Από τα πολλά, το είπε όλον…) Σπασέλα, έλεον…
ΛΕΓΑΤΩΡ: (Σχολιάζοντας.) …Ναι… Σπάσε τη σέλα και ας φύγει και καμιά μασέλα…
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: (Κορώνει.) Και να μην ξεχνάμε και τον αλησμόνητο πατέρα της, τον ευγενέστατο κυρ Φάνη Πσκετζή-Σπασέλα…
ΛΕΓΑΤΩΡ: …Ρε, ποιος θα σου τη σπάσει την κασέλα, ω λαοπλάνε. Αγύρτη κυρ Δήμαρχέ μας… Ε, αγύρτη…
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Ο κύβος ερρίφτη… Ερρι… Ο ρους του ποταμού δεν οπισθοβατεί… Κι υμείς, λέγω υμίν, οφείλουμε και ξέρουμε να τιμούμε τους ευεργέτας μας, τους…
ΛΕΓΑΤΩΡ: (Σχολιάζοντας εκ νέου.) …Ου… (Περιστρέφοντας το δεξί του χέρι.) Ου… (Σοβαρά.) Τους ανθρώπους ζωντανούς αξίζει να τους τιμάς, όταν νιώθουν την ευγνωμοσύνη και την ειλικρίνεια, κυρ Δήμαρχε…
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Χορέψετε, λοιπόν, χορέψετε…
ΛΕΓΑΤΩΡ: (Σχολιάζοντας και πάλι.) Εμ, μόνο για τα πανηγύρια μού είσαι, κυρ Δήμαρχέ μας! Μόνο…
ΙΑΜΒΟΣ: (Παίζει εύθυμους, παραδοσιακούς σκοπούς.)
ΠΑΝΗΓΥΡΙΣΤΕΣ: (Χορεύουν τα εκ των αλησμόνητων πατρίδων προερχόμενα παραδοσιακά άσματα Έχε γεια Παναγιά και Μήλο μου και μανταρίνι, καθώς και τον σημαντικότερο ευβοιώτικο χορευτικό σκοπό, τον Καβοντορίτικο.)
Ι. Έχε γεια Παναγιά
Στο Γαλατά ψιλή βροχή και στα Tαταύλα μπόρα
βασίλισσα των κοριτσιών είναι η Mαυροφόρα.
Έχε γεια Παναγιά τα μιλήσαμε,
όνειρο ήτανε, τα λησμονήσαμε.
Στο Γαλατά θα πιω κρασί, στο Πέρα θα μεθύσω,
και μες απ’ το Γεντί Kουλέ κοπέλα θ’ αγαπήσω.
Έχε γεια Παναγιά τα μιλήσαμε,
όνειρο ήτανε, τα λησμονήσαμε
Γεντί Kουλέ και Θαραπειά, Ταταύλα και Nιχώρι,
αυτά τα τέσσερα χωριά `μορφαίνουνε την Πόλη.
Έχε γεια Παναγιά τα μιλήσαμε,
όνειρο ήτανε, τα λησμονήσαμε
ΙΙ. ΜΗΛΟ ΜΟΥ ΚΑΙ ΜΑΝΤΑΡΙΝΙ
Μες στα γλυκά ματάκια σου
μες στα γλυκά σου κάλλη
εξέχασα σιγά σιγά
κάθε αγάπη άλλη
Μήλο μου και μανταρίνι
ό, τι πεις εσύ θα γίνει
Και τώρα που σ’ αγάπησα
τρελαίνομαι ολοένα
και χάνομαι και σβήνομαι
αγάπη μου στα ξένα
Έλα με τον ταχυδρόμο
που `ναι γρήγορος στο δρόμο
Πόσα θυμάμαι να σου πω
κι όταν σε δω τα χάνω
κι απ’ την αγάπη την πολλή
κοντεύω να πεθάνω
Έλα, έλα που σου λέγω
μην με τυραννείς και κλαίγω
Εγώ για `σένα τραγουδώ
και λες δε σ’ αγαπάω
και λες με τ’ άστρα του ουρανού
τις ώρες μου περνάω
Έλα, έλα με τα μένα
και θα ζεις χαριτωμένα
Στίχοι για το τραγούδι


ΙΙΙ. Καβοντορίτικος
(Ευβοιώτικος χορευτικός σκοπός, προερχόμενος από την Καρυστία. Τα τελευταία χρόνια κυκλοφορεί και με στίχους. Η μία εκδοχή προέρχεται από τον υπό τον τίτλο Σκοποί στο Γριπονήσι σύμπυκνο δίσκο του Συλλόγου Ελληνικής Πολιτιστικής Παράδοσης Χαλκίδας Τ’ Αλωνάκι και η άλλη από το ως Η Κάρυστος μια αγκαλιά CD του Βαγγέλη Γκιβίση, που έχει γράψει και τους στίχους.)

(Κλείσιμο αυλαίας.)

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Οι πληροφορίες για τη ζωή της κεντρικής ηρωίδας του δρώμενου προέρχονται από την αγαπημένη της γειτόνισσα Μαρίκα Προκόπη και τον εμποροράφτη και ζωγράφο Ιωάννη Μπουσμπούρη. Η καταγραφή πραγματοποιήθηκε στη Νέα Λάμψακο τον Οκτώβριο του 2010.



Κωνσταντίνος Κλ. Μπαϊρακτάρης
Χαλκίδα, 2 έως 16 Ιανουαρίου 2011
[Επεξεργασία: Μάρτιος 2021]























Περιεχόμενα

Πρόλογος σελ. 1-2
Πώς αλλάζει τ’ όνειρο σελ. 3-47
Στην αγκαλιά του Ευρίπου σελ. 48-100
Λαμψινή μου πατρίδα Ι σελ. 101-148
Λαμψινή μου πατρίδα ΙΙ σελ. 149-169
Ακρογιάλια… ερωτικά σελ. 170-202
















Δεν υπάρχουν σχόλια: