ΓΕΦΥΡΑ

eviahistοry.gr

Σάββατο 18 Ιουλίου 2020

Μνήμες άσβηστες

Μνήμες άσβηστες


            Τι κι αν πέρασαν ήδη ογδονταδύο χρόνια από τότε που ο οικουμενικός ελληνισμός υπέστη τη μέγιστη των συμφορών του, τι κι αν οι πληγές  επουλώθηκαν, τι κι αν τ’ όνειρο της επιστροφής στην Πατρίδα έσβησε δια παντός μαζί με το χαμόγελο της ζωής των πλείστων  Μικρασιατών Προσφύγων,  τι κι αν ……
            Εντούτοις, άσβηστες, αξεθώριαστες μένουν οι μνήμες  σε κείνους τους λιγοστούς υπέργηρους εν ζωή ξεριζωμένους Έλληνες από την Ιωνία Γή, οι οποίοι βρίσκονται ακόμη – ή βρίσκονταν – ανάμεσά μας, τις οποίες  με αξιοθαύμαστο πάθος και εξαίσια μεταδοτικότητα μεταλαμποδεύουν  ή μεταλαμπάδευαν  στους γύρω τους.

            Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και το ζεύγος Αθανασίου και Χριστίνας Αθανασιάδη, το οποίο πρόθυμα  και γλαφυρότατα μας ξεδίπλωσε τις μνήμες του από τη ζωή στο Προαστειό του Μαρμαρά,  όπου γεννήθηκαν το 1905 και 1914 αντίστοιχα. 

            Η επικοινωνία μας με το ζεύγος Αθανασιάδη έγινε στο σπίτι τους στην οδό Χριστοδούλου 27 όπου διέμεναν ως το Μάη του 1996 που τους επισκεφτήκαμε τότε λίγο πρίν τον θάνατό τους.




Διώξεις

Ι. Κυρ. Θανάσης

            «Η πρώτη καταστροφή έγινε τον Ιούνη του ’16. Οι Τούρκοι  μας βάλανε στα βαπόρια. Μας τράβηξαν στην Πάνορμο.
            Άλλοι μας φέρνανε  μήλα και νερό, ενώ άλλοι μας έλεγαν: «θα σας σφάξουμε».
            Έπειτα, με τρένο μας οδήγησαν  στο Εξίγκιολ. Το πρωί ο ήλιος έκαιγε. Το βράδυ παγώνες . Δεκαπέντε ημέρες καθίσαμε εκεί .
            Μας έσωσε η επανάσταση του Βενιζέλου,  μα αν ήξερα τι θα τραβούσα μετά, θα φουντάριζα στον Ελλήσποντο.
            Περάσαμε πείνα, δυστυχία!.... Και ψείρα,  ψείρα, μυρμηγκιά!.....
            Θα μας περνούσαν όλους από μαχαίρι, μα μας έσωσε ο Βενιζέλος!.....
            Κι όταν γυρίσαμε αργότερα στην πατρίδα περάσαμε πολλά βάσανα. Οι Τούρκοι δε μας άφηναν να περάσουμε το ποτάμι για να πάμε στα χτηματά μας. Σκότωσαν και δυο δικούς μας για να τους πάρουν τα λεφτά και να μας τρομοκρατήσουν….
            Ήτανε όλο τρομοκρατία ο κόσμος, όλο φόβο!. Το βράδυ οι άντρες – επί Τουρκοκρατίας – κρύβονταν στο ταβάνι….

Άφιξη Ελληνικού Στρατού στη Μικρασία

Ι. Κυρα – Χριστίνα

            «Όλα τότε χάλασαν. Γίνανε σαλάτα. Πλάκωσε τρομοκρατία. Καλύτερα να μην ερχόταν.  Έτσι το σκεφτόμαστε τώρα, μα τότε πώς άνθισε αυτός ο τόπος από χαρά κι ευτυχία!!! Έδωσε  κι ο Θεός μεγάλη ευφορία. Οι ελιές ήταν άφθαστες!»

ΙΙ.Κυρ Θανάσης

            «Καλύτερα  να μην ερχόταν ο στρατός στη Μικρασία. Αν δεν ερχόταν, ίσως να μην είχε γίνει ετούτο το κακό. Μας φάγανε οι Ιταλοί…..
            Μέσα στο Αϊδίνι είχανε εισβάλει οι Τσέτες κι έσφαζαν αράδα! Ο Κοντύλης έσπασε τότε τη γραμμή και μπήκε στο  Αϊδίνη, μα οι Τούρκοι είχανε κρεμάσει σαράντα παιδιά – πρόσκοπους – και δυο χοτζάδες μαζί. Ήτανε το  μεγαλύτερο φονικό μέσα στο Αϊδίνι.  Τώρα, γιατί; Πώς; Ποιος ξέρει!.. Γίναν πολλά, μα τι να πρωτοθυμηθείς!...»


Μέρες Λευτεριάς

Ι. Κυρ Θανάσης

            «Δεν έπρεπε να πατήσει στη Μικρασία καθόλου ο Βενιζέλος. Κι αφού έκανε την ανακωχή, δεν έπρεπε να κάνει εκλογές και να χάσουμε και τη Θράκη και τη Μικρασία. Εγώ κακίζω και το Βενιζέλο. Δεν τον θεωρώ σοβαρό πολιτικό. Ήταν μεν με τους θριάμβους στην αρχή που πήγαν στη Σμύρνη και κάναν τι κάναν, αλλά ύστερα τα θαλασσώσανε».

ΙΙ.  Χριστίνα

            « Η χαρά που έλαβε τότε ο κόσμος, όταν οι Έλληνες ενωθήκανε με μας τους Τουρκοϋπήκοους δεν περιγράφεται! Οι χοροί και τα γλέντια ήταν σε άφθαστο βαθμό! Τέσσερα  χρόνια μείνανε στη Μικρασία. Μέσα σ’ αυτά τα τέσσερα χρόνια πως άνθισε αυτός ο τόπος όλος και έγινε άλλος κόσμος.  Από τη χαρά που έλαβε! Πήρε κι ο Θεός κι έδωσε ευφορία μεγάλη. Μεγάλη ευφορία!
            Τότε, το ’21είχανε έρθει στα χωριά μας πρόσφυγες από τη Λαγγάδα, την Αρτάκη και αλλού. Είχαμε σπίτια ακατοίκητα. μείνανε εκεί μα και στα σχολεία».


Μνήμες Προαστειού (Προαστείου)  Μαρμαρά

Ι. Κυρ. Θανάσης.

            «Το Πραστείο του Μαρμαρά είχε περίπου 500 σπίτια ελληνικά. Στο χωριό κατοικούσαν και δυο Τούρκοι κρατικοί υπάλληλοι, οι ταξιντάρηδες, που ήταν εφοριακοί και έλεγχαν  και τα παγκάρια των εκκλησιών.
            Τη διοίκηση του χωριού των 2.000 κατοίκων επιμελούνταν τρεις ελληνικές  διαχειριστικές επιτροπές: σχολική, εκκλησιαστική, δικαστική.
            Στο Πραστειό, που είχε 500 περίπου παιδιά, λειτουργούσε Παρθεναγωγείο και Αρρεναγωγείο,  στα οποία  διδάσκονταν: Γεωγραφία,  Αρχαία, Μαθηματικά, Ελληνικά και Γαλλικά από την Τρίτη Δημοτικού.
            Στην κώμη του Πραστειού υπήρχαν  οι Ι. Ναοί  του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Θεοδώρου, της Παναγίας, και το παρεκκλήσιο του Αγίου  Ιωάννη, οι ιερείς  των οποίων πληρώνονταν από το εκκλησιαστικό ταμείο.
            Οι κάτοικοι του ήταν: κτηματίες, κτηνοτρόφοι, ψαράδες, βιοτέχνες (παστουρτζήδες, που πάστωναν κολιούς και εξάγονταν στη Σμύρνη), έμποροι, μαγαζάτορες (υπήρχαν 15 κρασομάγαζα με γνωστότερα του Τσαλαμανιού και του Λαμπαδαρίδη).
            Το έδαφος του παράκτιου Πραστειού  ήταν πολύ εύφορο. Κύρια γεωργιακά προϊόντα: λάδι, κρασί ελιές.
            Από το Πραστειό καθημερινώς γίνονταν δυο δρομολόγια με βαπόρια προς την Πόλη, η οποία απείχε 60 μίλια  περίπου. Δρομολόγια γίνονταν και με ιστιοφόρα καϊκια».

ΙΙ.Κυρα  - Χριστίνα

            «Η  πατρίδα μας ήταν πλούτος! Όλα τα σπίτια διώροφα με αυλές και κατώγια, που αποθηκεύαμε όλον τον πλούτο του καλοκαιριού για τις ανάγκες του χειμώνα.
            Για καύσιμη ύλη είχαμε κουμαρόξυλα και λίγο κάρβουνο. Έκαιγε το τζάκι, το  μαγκάλι, η σόμπα  κι εμείς κοιμόμαστε δίπλα – δυο δυο – σε στρώματα γεμάτα μαλλί.
            Ξύλα χρησιμοποιούσαμε και για το μαγείρεμα.  Το κάρβουνε ήταν λιγοστό. Δεν έκανε ο τόπος μας πολύ κάρβουνο και το προμηθευόμαστε  από αλλού.
            Το χωριό μας ήταν εξευγενισμένο!
            Το χειμώνα κοιμόμαστε σε στρώματα. Τα βάζαμε δυο δυο στρωματσάδα. Κρεβάτια δεν είχαμε.
            Τα στρώματα  ήτανε γεμάτα μαλλί.  Έκαιγε το τζάκι, έκαιγε το μαγκάλι, που να κρυώσεις!
            Είχαμε πλούσια,  εύφορα μέρη,  αλλά –δυστυχώς – τα χαρήκανε – οι Τούρκοι, τα βρήκανε έτοιμα, ενώ οι γονείς μας που προσπαθούσαν πως και τι να τα επεκτείνου, τα έχασαν όλα και πέθαναν με τον καημό  που δε γύρισαν πίσω – στην Πατρίδα – να θαφτούν εκεί στην Παναγιά! Το ’θελαν τόσο πολύ. Και ο παππούς μου και η γιαγιά μου  και ο πατέρας μου και όλοι οι συγχωριανοί μας! Θέλαν  να βρεθούν πίσω στην Παναγιά, το ακρωτήρι με το νεκροταφείο….
            Ήτανε όμορφο μέρος η Παναγιά, με μεγάλη αμμουδιά, ωραία θάλασσα και πλούσια, όλο στρείδια,  στρείδια, στρείδια !!!...
            Από εδώ στην άλλη αυλή,  στο άλλο σπίτι να πας,  έβλεπες τους θαλασσόβραχους. Τι βράχοι ήταν αυτοί με τα χορταράκια τα πράσινα, τα καθαρά! Τά ’βλεπες και λάμπανε όλα! Για μισή ώρα πήγαινες εκεί κι έβγαζες τα στρείδια για το φαϊ σου !».
            Οι θαλασσόβραχοι ήταν γεμάτοι μύδια και στρείδια. Φύγαμε και τα χάρηκαν όλα οι Τούρκοι.
            Οι δρόμοι ήτανε μονοπάτια κι οι μεταφορές γίνονταν με τα ζώα. Τα σταφύλια τα μετέφεραν με εκατοόκαδα σανιδένια  βαρέλια, τις βούτες. Υπήρχαν παλικάρια που τις σήκωναν στον ώμο!
            Ήτανε όμορφος, φιλόξενος τόπος. Υπήρχε και ο Μουσαφίρ οντά των Κοττάκηδων για τους ξένους.
            Οι γονείς μας πάντα θέλαν να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα, να θαφτούν εκεί, στην Παναγιά».

Ι.Κυρ. Θανάσης

            «Το χωριό μας δεν έβγαζε καθόλου σιτάρι, γιατί δεν είχε καθόλου κάμπο, μα όλο υψώματα.
            Πολύ κάμπο είχε το Κλωζάκι και η Γαληνιά. Εκεί κάνανε στάρι, κριθάρι, κ.α.
            Εκείνα τα χρόνια πεινούσαν και οι ίδιοι οι Τούρκοι.
            Κάποτε στο Εμινονού της Πόλης, στη λαχαναγορά τους, περνούσε ένα γερμανικό  αυτοκίνητο. Οι ρόδες του είχαν σίδερα και αλυσίδες κι όχι λάστιχα. Πατάει, λοιπόν, ένα Τουρκόπουλο. Το σκοτώνει. Οι Γερμανοί σημασία!... Και οι Τούρκοι: «Εμάς μας πέρνουνε τα πράγματα , αυτοί τρώνε βούτυρο κι εμείς ούτε ψωμί! Αυτά τα είδα με τα μάτια μου,  τα έζησα».

Η μεγάλη έξοδος

Ι. Κυρ Θανάσης

            «Φύγαμε ξαφνικά. Κοίταζες τη ζωή σου να γλιτώσεις. Πήραμε λίγα πράγματα.  Τραβήξαμε στο Εμίν Νονού, στη λαχαναγορά, της Πόλης. Εκεί, κουβαλούσαν  πράγματα από την Αρετσού, το Παντείχι κι αλλού».

ΙΙ. Κυρά – Χριστίνα

            «Παρακολουθούσα που έφευγε το βαπόρι και μαζί με την αποφυγή του χωριού, και πλοία. Δάκρυα  πικρά! Οχτώ χρονώ παιδάκι!...
            Ε, ξεριζωμός ….. Και να μην έχεις ποτέ το δικαίωμα της επιστροφής….
            Αυτά δεν τα ξέραμε, αλλά η μακαρίτισσα η μητέρα μου όταν μάζευε τα πράγματα για να φύγουμε, όλη μέρα έκλαιγε. Όλη μέρα έκλαιγε!
            «Χριστίνα, μη θέλεις να φύγεις να πας στο βαπόρι, παιδί μου. Τα βαπόρι θα το δείς. Το χωριό μας και το σπιτάκι μας δε θα το ξαναδείς.  Πο – τέ»!!
            «Καλέ  μητέρα,  της έκανα,  γιατί λές έτσι; Ο θείος είπε ότι εκεί που θα πάμε, θα μας δώσουν σπίτια»!!
            «Ψέματα,  μας λένε. Ψέματα».
            Και πράγματι, όλα ψέματα ήταν…..».

Στη  Χαλκίδα του ’22

Ι. Χριστίνα

            «Οχτώ χρονώ  παιδάκι ήρθα εδώ. Στην αρχή,  χιλιάδες κόσμος, όλοι στοιβαγμένοι στην προκυμαία της Χαλκίδας.  Μετά, επι 8 μήνες,  στον Άγιο Δημήτριο.
            Εκεί, μας βρήκε και ο Γρηγόριος. Τον ενθρόνισαν τότε Δεσπότη. Η εκκλησία γεμάτη κόσμο και ρουχισμό. Πλήθος κόσμος και ρουχισμός! Ανάμεσά μας, ανάμεσα στα μπογαλάκια περνούσε ο άνθρωπος για να λειτουργήσει.  Μας έβλεπε κι όλο δάκρυζε!...
            Εκεί, μέναμε, λοιπόν μαζί με πρόσφυγες Αρτακινού, εκεί φυλάγαμε τις εικόνες και τα Ιερά Άμφια που μεταφέραμε από τη Μικρασία.
            Ητανε εικόνες πολύτιμες: του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου από τα χρόνια του Αποστόλου  Λουκά και άλλες.
            Για τον Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο ένας αρχαιολόγος μας είπε ότι αυτή η εικόνα δεν αγοράζεται κι αν πουληθεί όλη η εκκλησία μαζί. Αμύθητης αξίας εικόνα!
            Την εικόνα αυτή, όταν ήμαστε στην Πατρίδα, την αναζήτησε ένας συμπατριώτης μας που επέστρεψε από την Αμερική μετά από 8-10 χρόνια και την επισκεύασε. Το σπίτι του βρισκόταν κοντά στον Άγιο  Ιωάννη, γνώριζε την αξία της εικόνας και γι’ αυτό την αναζήτησε, την επιδιόρθωσε – σε μάστορα – και την κρέμασε μπροστά στην πόρτα του Ιερού προς το γυναικείο μέρος. Εδώ στη Χαλκίδα βγάλανε την Ευαγγελλίστρια – που ήτανε μες στον Αγιοδημήτρη για χρόνια – και στη θέση της βάλανε τη δική μας εικόνα, απέναντι από το παγκάρι.
            Η Χαλκίδα τότε ήτανε πόλη ξεχαρβάλωτη με φτώχεια τεράστια. Φτωχότατο μέρος. Σπιτάκια μεσογκρεμισμένα. Τα συμμαζέψαμε σιγά σιγά. Νερό κουβαλούσαμε από τ’  Αλάτσατα. Πουλούσαμε τσιγάρα, σκούπες, καρπούζια, ψάρια, ό,τι μπορούσαμε για να ζήσουμε.
            Δώσαμε ζωή στη Χαλκίδα. Ήτανε ένα χωριό χάλια!..... Φτωχότατο πράγμα. Σπίτια παλιά παραμελημένα. Μας έριξαν  στις παλιαποθήκες του Κιαπέκου. Κοιτάξαμε να τις καθαρίσουμε, να τις κάνουμε «άξιες» να στεγαστούμε, να βάλουμε το κεφαλάκι μας μέσα, να μπορέσουμε να κοιμηθούμε. Να έμενες στο δρόμο, στην ύπαιθρο χειμώνας καιρός που ήτανε…. Αδύνατον !
            Ερχόταν και η ώρα να γεννήσει μια γυναίκα. Σκέψου μια αποθήκη γεμάτη κόσμο…. Λένε, έπαθε μόλυνση, μα που νερό!... Πού  νερό!... Πού να πλυθείς!... Από πού το φέρνανε, μη το συζητάς…»




ΙΙ. Κυρ Θανάσης

            «Υπήρχε μια βρύση στ’ Αλάτσατα και πηγαίναμε και παίρναμε. Ήταν πολύ λίγο το νερό, δυσεύρετο!».

Ι. Κυρά – Χριστίνα

            « Η Χαλκίδα είχε φτώχεια μεγάλη. Σου ήρθαμε εδώ και είδαμε αυτά τα σπιτάκια, λέγαμε: « Αυτοί είναι οι Χαλκιδέοι; Αυτοί είναι οι Χαλκιδέοι:» Βλέπαμε  τα σπίτια τους και απορούσαμε: « τι σπίτια είν’ αυτά; Πώς κάθονται εκεί μέσα;» Η πατρίδα μας ήταν πλούτος! Σπίτια μονόρωφα ΔΕΝ υπήρχαν. Όλα ήταν διώροφα! Και τα κατώγια τους  με όλους τους θησαυρούς για να ξεχειμωνιάσει ο κόσμος. Ο κάθε οικογενειάρχης εφοδιαζόταν τα πάντα από το καλοκαίρι. Όχι με λόγια αλλα με έργα. Πλούτος! Πλούσια, πλούσια τα ελέη του Θεού!».

ΙΙ. Κυρ Θανάσης

«Σαν  ήρθαμε εδώ, άλλος πουλούσε τσιγάρα, άλλος κούτες, άλλος ….
Σιγά, σιγά,  άιντε άιντε, άρχιζε και διορθωνόταν ο κόσμος.  Δώσαμε ζωή στη Χαλκίδα!
Χωριό ήτανε τότε η Χαλκίδα. Παραμελημένο μέρος. Χάλια. Είχε όμως και αρχοντιά.
Εμείς με την αποζημέωση που  πήραμε , φτιάξαμε τούτο το σπιτάκι».


Η επιστροφή του Κυρ Θανάση στην Πατρίδα

«Ξαναγύρισα, για λίγο βέβαια, το 1973. Ο Άγιος Γιώργης τζαμί. Οι άλλες κατεδαφισμένες . Τα σπίτια πεσμένα…..
Συνάντησα, τότε, τους φίλους που πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο. Κάναμε παρέα. Μείναμε  4-5 ημέρες. Μας φιλοξένησαν. Μια Τουρκάλα με τον άντρα της δε μ’  άφηναν απ’ το χέρι. Ίσως ήτανε Έλληνες. Ο άντρας ήταν αξιωματικός του τούρκικου στρατού.
Τα έλη τα είχαν αποξηράνει. Εκεί, ήτανε οι βίλες των Τούρκων υπαλλήλων.
Οσο ήμουν στην πατρίδα, δε με πήγαινε ύπνος, δεν τη χόρταινα με τίποτα!
Φεύγοντας,  τράβηξα από το βαπόρι μια φωτογραφία. Θολή βγήκε. Όλα θολά είναι !...
Άχ, ήτανε ωραία τα μέρη μας, μα άλλοι τα χαίρονται

Δεν υπάρχουν σχόλια: