ΓΕΦΥΡΑ

eviahistοry.gr

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2025

Στην αγκαλιά του Ευρίπου


Στην αγκαλιά του Ευρίπου

Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ: Η αρχική εγκατάσταση των Λαμψακινών προσφύγων στη νέα πατρίδα και οι προσπάθειές τους να ανταπεξέλθουν στα νέα δεδομένα. Συχνές οι αναφορές – ιστορικές, μυθολογικές και φανταστικές – στην Ιωνική των Ελλήνων πατρίδα. Αυτό το πέρασμα από τον κόσμο του ονείρου σ’ αυτόν της πραγματικότητας γίνεται σε ένα κατά το δυνατό αχρπλαίσιο, έτσι όπως αυτό υπέφωσκε στις ψυχές

των Μικρασιατών προσφύγων των πρώτων τουλάχιστο δεκαετών της εγκατάστασής τους στον ελλαδικό χώρο.
ΠΡΟΣΩΠΑ: Οικογένεια Γιαλού (Ερμιόνη, Θάμπος, Δόμνα, Ροδάνθη, Ελένη, Ντίνος), Χαρίλαος, Χρυσάνθη, Δανάη, Πασίνα, Τρυφωνία, Ενδυμίωνας, Έλλη, Δάντης Ακταίος, Ηλίας Λεβάντας, Φιλόλαος Ευρίπου, Γειτονόπουλα (Αντρίκος, Λευτεράκης, Μυρσίνη, Σμαρώ), Ιορδάνης, Κουκουλοφόροι, Ρωμιοσύνη, Ελληνοπούλες, Γλαύκος
Θάμπος Γιαλός: Ο πατέρας της οικογένειας Γιαλού
Ερμιόνη Γιαλού: Η μητέρα του Θάμπου, η γιαγιά της οικογένειας
Δόμνα Γιαλού: Η σύζυγος του Θάμπου
Ροδάνθη Γιαλού: Η μεγαλύτερη από τις δύο κόρες του Θάμπου και της Δόμνας, ηλικίας είκοσι περίπου ετών. Όμορφη, ευγενής, καλοσυνάτη, τρυφερή.
Ελένη Γιαλού: Η ηλικιακή δεύτερη κόρη του Θάμπου και της Δόμνας Γιαλού. Αρκετά ώριμη για την προεφηβική της ηλικία.
Ντίνος Γιαλός: Ο γιος του Θάμπου και της Δόμνας.
Δανάη: Νεαρή φίλη της Ροδάνθης.
Πασίνα: Δύστροπη νεαρή γειτονοπούλα.
Τρυφωνία: Νεαρή Μικρασιάτισσα, που πριν τον ξεριζωμό του ’22 ετοίμαζε τα του γάμου της με τον Λευτεράκη, ο οποίος τους τελευταίους μήνες βρισκόταν στην πρώτη γραμμή του πολέμου και έκτοτε χάθηκαν τα ίχνη του.
Ενδυμίωνας: Μυθολογικό πρόσωπο, αλλά και ένας σύγχρονος νεαρός εκ Μικρασίας βοσκός.
Έλλη: Νεαρή και γαλανή κοπέλα, γέννημα του Ελλησπόντου και της εαρινής Ελλάδας.
Δάντης Ακταίος: Ο τροβαδούρος της γειτονιάς.
Ηλίας Λεβάντας: Μεσόκοπος, καλαθοποιός, αυτοδίδακτος ζωγράφος και ψάλτης στην εκκλησία του χωριού.
Φιλόλαος Ευρίπου: Βετεράνος Έλληνας στρατιώτης.
Χαρίλαος: Γείτονας της οικογένειας Γιαλού.
Χρυσάνθη: Γειτόνισσα της οικογένειας Γιαλού. Σύζυγος του Χαρίλαου.
Αντρίκος: Ένα από τα γειτονόπουλα της οικογένειας Γιαλού.
Λευτεράκης: Ένα από τα γειτονόπουλα της οικογένειας Γιαλού.
Μυρσίνη: Βρίσκεται στην πρώτη της εφηβική ηλικία, αλλά παραμένει αγνό παιδί.
Σμαρώ: Καλοσυνάτη, τρυφερή παιδική ψυχή. Βρίσκεται στην προεφηβική πορεία της ζωής της.
Ιορδάνης: Νεαρός κάτοικος του χωριού και σχετικά πιο εύπορος σε σχέση με τους υπόλοιπους συγχωριανούς του.
Κουκουλοφόροι: Μία ομάδα 2-3 ατόμων.
Ρωμιοσύνη: Νεαρή και στιβαρή κυρία, σύμβολο της Ελλάδας που από τα πάθια της πονεί, μα πάλι ορθώνεται, παλεύει, πατάει δυνατά και πάντα ζει.
Ελληνοπούλες: Νεαρές έφηβες, σε ρόλο χορού.
Γλαύκος: Ο 4χρονος δισέγγονος της – σημαντικά μεγαλωμένης πλέον – γιαγιάς Ερμιόνης.


ΣΚΗΝΙΚΟ: Ι. Πρόσοψη παράγκας
ΙΙ. Πλαγιά καταπράσινου λόφου με κοπάδι προβάτων στη βοσκή
ΙΙΙ. Πρόσοψη σπιτιού – ουζερί Η Νέα Λάμψακος

ΕΠΙΠΛΑ-ΧΡΗΣΤΙΚΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ: Απλές κατασκευές (κορμοί ξύλου για καθίσματα, σκαμνιά ή παγκάκι κ.τ.λ.), πρόχειρο τραπεζάκι, χράμια, δυο τρία στρογγυλά μεταλλικά τραπέζια και καθίσματα καφενείου, δίσκος καφενείου σερβιρίσματος ρακής ή ούζου και λιτών θαλασσινών εδεσμάτων, φλογέρα βοσκού


















ΣΚΗΝΗ 1η Μεταξύ δύο πατρίδων

ΠΡΟΣΩΠΑ: Ροδάνθη, Πασίνα, Δανάη, Χρυσάνθη, Χαρίλαος, Τρυφωνία
ΣΚΗΝΙΚΟ: Ι. Πρόσοψη παράγκας
(Τα γεγονότα εκτυλίσσονται έμπροσθεν της παράγκας. Η Τρυφωνία κάθεται αμίλητη στο ένα άκρο της σκηνής, οδύρεται βουβά, μυξοκλαίει, βγάζει κραυγές άναρθρες. Στο άλλο άκρο το ίδιο βουβοί και αμίλητοι στέκουν ο Χαρίλαος με τη Χρυσάνθη. Σε λίγο, εισέρχεται φουριόζα η Ροδάνθη, που μονολογεί και περπατά νευρικά και ασταμάτητα πάνω κάτω. Μετά από λίγο καταφθάνουν και οι άλλες δύο δεσποινίδες.)
Ροδάνθη: Αχ, τι μπλέξιμο πάλι ετούτο!... ‘‘Μπουμ, μπουμ’’ η καρδιά μου!... Λωλαίνεται ο έρμος ο λογισμός μου!... Αχ, μανούλα μου, δεν ξέρω τι να κάνω!... Θολώνει ο νους μου, στραγγίζεται η δόλια η σκέψη!... Δονιέται η ψυχούλα μου, σειέται το φυλλοκάρδι!... Κεεε… Μπέρδεμα… Μπέρδεμα… Τον Ενδυμίωνα, δε λέω, τον αγαπώ, τον λατρεύω!... Παθιάζομαι για την απολλώνια ομορφιά του, με σαγηνεύουν οι τρόποι του, η καλοσύνη, η αρχοντιά του!... Μα… Μα… ο άλλος… Ο… άλλος στενός κορσές μου ’χει γίνει… ‘‘Ροδάνθη, σ’ αγαπώ. Ροδάνθη, σε λατρεύω!... Είναι μπουκέτο άνθη είσαι μες στην καρδιά μου, Ροδούλα μου. Είμαι λωλός για σένα, Ροδάνθη μου! Είμαι λωλός!… Αν πάρεις τον Ενδυμίωνα, Ροδάνθη μου, θα κάνω μεγάλη τρέλα!... Σκέψου το καλά, Ροδούλα μου. Σκέψου το, Ροδούλα μου, γιατί…»
Πασίνα: Είδες, που σου το ’λεγα , καλέ Ροδάνθη; Σ’ αγαπάει, σου λέω, ρε φιλενάδα, ο Ιορδάνης. Σε λα – τρεύ – ει! Είναι και πρώτο παλικάρι!...
Ροδάνθη: Δε λέω… Μα…
Πασίνα: Τι μα, ρε Ροδάνθη; Τι μα; Το σκέφτηκες καλά, ρε κορίτσι μου; Τσοπάνα θέλεις να γίνεις;
Ροδάνθη: Ναι… Μα… Τον αγαπώ.
Πασίνα: Κα – λά… Την… κοπριά του… (Αφήνοντας τον ειρωνικό τρόπο.) Μα, ο άλλος, ο Ιορδάνης, είναι λεβεντονιός και ‘‘πιασμένος’’!
Ροδάνθη: Μα… Μα…
Πασίνα: Με χρυσές λίρες ήρθε από την πατρίδα! Και έστησε μπακάλικο, δίπατο σπιτικό, στάβλους!...
Ροδάνθη: Κα – λά…
Πασίνα: Ρε Ροδάνθη, όλοι στα πόδια του πέφτουμε για μια χούφτα αλεύρι, λίγο αλάτι, δυο σπίρτα!...
Ροδάνθη: Δε λέω…
Πασίνα: Αρχόντισσα του σπιτιού του θα γίνεις, ρε κουτό!...
Ροδάνθη: Βαλτή είσαι, καλέ Πασίνα;
Πασίνα: Σε αγαπώ. Σε νοιάζομαι, ρε φιλενάδα!
Ροδάνθη: Δε λέω…
Πασίνα: Ποιος κλωτσάει τέτοια τύχη, ρε κουτό; Ποιος; Ένας είναι ο Ιορδάνης, ρε Ροδάνθη! ΕΝΑΣ!
Ροδάνθη: Δε… λέω… Μα… (Αλλάζοντας τον έρποντα του λόγου της τόνο και υψώνοντας τη φωνή της.) Βαλτή είσαι, καλέ Πασίνα;
Δανάη: (Εμφανίζεται η Δανάη, στενή φίλη και συνομήλικη των δύο νεαρών γυναικών, που πλησιάζοντας στη σκηνή, έχει ακούσει τα λεγόμενά τους και παρεμβαίνει αυτοστιγμί.) Βαλτή. Βαλτή είναι, Ροδούλα μου! Δεν την ξέρεις; Πλάτη του Ιορδάνη!... Πλά…
Ροδάνθη: (Διακόπτοντάς την. Αποφασιστικά.) Το πήρα απόφαση…
Δανάη: Μπράβο, κορίτσι μου! Μπράβο! Και πότε με το καλό;
Ροδάνθη: Σύντομα.
Πασίνα: (Δαγκώνει νευρικά τα δάχτυλα του δεξιού της χεριού.)
Δανάη: Δώσατε λόγο, Ροδάνθη μου;
Ροδάνθη: Ναι… Μεταξύ μας…
Δανάη: (Μασώντας τα λόγια της.) Ναι… Με… ταξύ μας…
Πασίνα: (Με κακία.) Και οι δικοί σου;
Ροδάνθη: Σύμφωνοι…
Πασίνα: Κα – λά…
Δανάη: Τι ‘‘Κα – λά…’’, ρε φυτίλω;
Πασίνα: (Χιμά επάνω της με άγριες διαθέσεις.) Δανάη, θα σου βγάλω τα μάτια…
Δανάη: (Σκεφτική.) Σάμπως, κάνεις και τίποτε άλλο, κορίτσι μου!...
Ροδάνθη: Το τι θα κάνω εγώ, είναι δικό μου ζήτημα.
Δανάη: Δικό σου, ρε Ροδούλα, δικό σου. Και… οδηγός μας!...
Πασίνα: Τι οδηγός μας, ρε Δανάη; Τιιι;
Δανάη: (Δείχνοντας τα τρία βουβά πρόσωπα, την Τρυφωνία, τον Χαρίλαο και τη Χρυσάνθη, αλλά και το σκηνικό.) Να, δεν βλέπεις ετούτους; Δε σου λένε τίποτα όλα ετούτα;
Πασίνα: Εεεε…
Δανάη: Ε, να… Μέσ’ απ’ τα συντρίμμια του Ολέθρου, τις στάχτες της καταστροφής, γρήγορε άνθισε ένα ρόδο, μία ελπίδα, η αυγή μιας κάποιας νέας ζωής!
Τρυφωνία: (Μουρμουρίζοντας, κλαίγοντας και ανεβάζοντας πλέον τον τόνο των κραυγών της ψυχής της σε ακουστικά ύψη.) Λευτεράκη μου!... Αααγόρι μου!...
Δανάη: (Προς την Πασίνα.) Το βλέπεις, αυτό το άμοιρο το κορίτσι, που έχασε τον Λευτεράκη της πέεεερα (Δείχνοντας το εύρος και το μάκρος του τόπου.) στην κοιλάδα του θανάτου!... Στο Κάλε Γκρόττο, στα βάθη της Τουρκιάς!.... Στο Κάλεεε…
Πασίνα: Εεεεε…
Χαρίλαος: (Παρεμβαίνοντας και σταδιακά ανορθωνόμενος.) Η Τρυφωνία τον Λευτεράκη της και ούλοι μας τ’ Όνειρο, τη Λευτεριά, την Ελπίδα!...
Χρυσάνθη: (Προσθέτοντας.) Τους ανθρώπους μας!... Τα έχητά μας!... Τη σειρά μας!... Την Ευτυχία μας!...
Χαρίλαος: Μα ποτές την αξιοπρέπειά μας! Πο – τέ! Πο – τές!...
Τρυφωνία: Λευτεράκη μου!... Ήλιε και Ουρανέ μου!...
Χρυσάνθη: (Πλησιάζει κοντά της. Την αγκαλιάζει στοργικά.) Το άμοιρο!... (Παίρνει βαθιά ανάσα.) Αχ, Τρυφωνίτσα μου!... Μόνη κι έρημη έμεινες, περιστέρα μου!... Μα έγνοια σου…
Χαρίλαος: Ναι, γυναίκα. Μόνη κι έρημη…
Χρυσάνθη: Μόνη κι έρημη! Σαν την καλαμιά στον κάμπο σαν βραχονησάκι μες στη μέση του πελάγου!…
Χαρίλαος: (Αγκαλιάζοντας τις δυο γυναίκες.) Εμείς έχουμε τα παιδιά μας, την πίστη και την καρδιά μας, μα τούτο το δόλιο!...
Δανάη: Ένα μπουμπούκι είν’ η ζωή! Ξυπνάει, ανοίγει, ανοίγει… Τινάζει ομορφιά, μύρα και ευωδιά!... Μα ύστερα νυστάζει, μαραίνεται, δίνει καρπούς και πνοή για νέα ζωή κι ελπίδα!...
Χαρίλαος: Κι εμάς, τι κι αν μας τσουρούφλισε η μαύρη φωτιά του Εικοσιδυό, τώρα ξαναπατάμε στη γης, στήνουμε παράγκες, φυτεύουμε τις τα καλούδια μας, τις προσμονές μας, τα όνειρά μας!
Δανάη: Ναι, κυρ Χαρίλαε, νέοι ήλιοι ζεσταίνουν τις καρδιές μας, τα όνειρά μας, το διάβα μας!...
Πασίνα: (Σε ειρωνικό τόνο για τα άγονα μέρη που τους προσέφεραν να μείνουν και να προκόψουν.) Ναι, μες στους βούρκους και τους αγκαθώνες του Τροχού και των Μακρυχώραφων!
Δανάη: Ναι, Πασίνα μου, εδώ μας έριξε η μοίρα, εδώ κεντάμε τώρα τη ζήση μας και τον νέο μας ουρανό με άστρια ελπιδοφόρα!... Κι όσο περνάει ο καιρός και τα κύματα στο βραχονήσι των ψυχών μας καταλαγιάζει, τόσο πιο φανερό γίνεται το φως, που μας στέλνουν τα σμαράγδια τ’ ουρανού!...
Πασίνα: Ναι, βρε Πασίνα, εδώ στους βούρκους με τ’ αρμυρίκια και την ελονοσία, που μέρα με τη μέρα μας στραγγίζει το αίμα της ζήσης και της όποιας ζωντάνιας μας είχε απομείνει!...
Ροδάνθη: Θα το δεις, καλέ Πασίνα. Την παλεύουμε τη ζωή και θ’ ανθοβολήσει το τόπος και το μέλλον μας
Πασίνα: (Ψυχρά, Πικάροντάς την.) Ναι, βρε βοσκοπούλα μου. Ο βουρλότοπός μας θα βγάλει του λιβαδιού χορτάρι και θα τροφαντέψουν τα ψοφοπρόβατα του… Ενδυμίωνά σου!... (Με τα χέρια στη μέση και κινούμενη ως αιώρα.) Κούνια, που σε κούναγε, κυρά μου!...
Ροδάνθη: Ο Ενδυμίων μου είναι πανάξιος και θα τη βοσκήσει τη ζωή, όπως της πρέπει, κορίτσι μου!...
Τρυφωνία: (Με τον γνώριμό της βασανισμένο λυγμό.) Λευτεράκη μου… Άγγελέ μου…
Ροδάνθη: (Την πλησιάζει, σκύβει επάνω της, της χαϊδεύει το κεφάλι, προσπαθεί να την ηρεμήσει.) Σώπασε, Τρυφωνίτσα μου. Σώπασε, κορίτσι μου… Ο λυγμός σου, μου κομματιάζει το φυλλοκάρδι, καλή μου!... Σώπασε και θα δεις… Ο Λευτεράκης σου μπορεί…
Τρυφωνία: Α, Ροδάνθη μου… (Ξεροκαταπίνει. Βγάζει εντονότερο αναστεναγμό.) Αχ, Λευτεράκη μου… Ξέ – ρω…
Ροδάνθη: Θα έμεινε αιχμάλωτος στη γλυκιά μας Πατρίδα, κορίτσι μου… Θα έβαλε το χεράκι του ο Άγιος Τρύφωνάς μας, Τρυφωνίτσα μου… Δεν μπορεί….
Τρυφωνία: Ξέρω… Το ’δα τ’ όνειρο… Γίνηκε εεεεεεφιάλτης…
Ροδάνθη: Σαν τι είδες, χρυσή κοπέλα; Σαν τιιιι;
Τρυφωνία: Όρνια με νύχια γαμψά… Τραβούσαν τα σωθικά του πάνω ψηλά στον ουρανό κατά της Ίδης μας… Στην Τρωάδα μας… Στο Καζ Νταγ των…
Ροδάνθη: Όνειρο… Να, καλή μου, επειδή τον λατρεύεις, επειδή τον έχεις στην καρδιά σου!... Και πώς να μην τον έχεις τον άνθρωπό σου… Όνειρο, σου λέω κορίτσι μου… Όνειρο!…
Τρυφωνία: Εφιάλτης… Εφιάλτης, Ροδάνθη μου… Εφ…
Ροδάνθη: Κάνε υπομονή, Τρυφωνίτσα μου, και…
Τρυφωνία: Κάνω… Μα…
Ροδάνθη: Θα μάθεις νέα του, κοπέλα μου. Θα γυρίσει… Πενήντα τόσες χιλιάδες στρατιώτες μας κρατούν αιχμαλώτους οι βάρβαροι σκλαβωτήδες της γης μας…
Τρυφωνία: Κρατούν, Ροδάνθη μου. Κρατούν…
Ροδάνθη: Μπορεί ο Λευτεράκης…
Τρυφωνία: Μπο – ρεί… Κι αν….
Ροδάνθη: Τι κι αν, κοπέλα μου; Τιιιι;
Τρυφωνία: Αν μάθουν πως είναι Μικρασιάτης;
Χαρίλαος: Ε, και;
Τρυφωνία: Τους θεωρούν προδότες οι Μογγόλοι… Τους κατασφάζουν…
Χαρίλαος: Μην ακούς…
Τρυφωνία: (Σπαραξικάρικα.) Λευτεράκη μου… (Λιποθυμά.)
Χαρίλαος: (Την παίρνει αγκαλιά. Απευθύνεται στην ομήγυρη.) Γυναίκες, λίγο νερό. Λίγο νερό… (Σπεύδει η Ροδάνθη, φέρνει νερό, η Χρυσάνθη γονατίζει κοντά της, της κάνει αέρα, τη φροντίζει ως στοργική μητέρα.)
Πασίνα: Τι της λέτε ψέματα, μωρέ! Αφήστε την να το πάρει απόφαση.
Χαρίλαος: (Με το δάχτυλο στα χείλη του.) Σουουου…
Πασίνα: Ο Λευτεράκης τέλος. Τέ – λος.
Δανάη: Τι λόγια είναι αυτά, Πασίνα; Τιιιι;
Πασίνα: Α – λη – θι – νά! Α – λη…
Δανάη: (Αυστηρά.) Πασίνα.
Πασίνα: Ο Λευτεράκης τέλος.
Δανάη: Πασίνα. Πααα…
Πασίνα: Τέλος. Όλα τέλος. Πνιγμένα στ’ ακροθαλάσσι της Σμύρνης. Τέ – λος.
Δανάη: Πασίνα.
Πασίνα: Όλα μαύρα κι άραχλα. Παντού πίσσα, θανατικό, δάκρυ και ερείπια. Απελπισιά και θάνατος! Τέ – λος.
Δανάη: Μα έτσι, με αίμα και με πάλεμα ο Ελληνισμός ζυμώνεται και κει που πάει να γονατίσει, ανασταίνεται και πάλι υψώνεται!
Πασίνα: (Ειρωνικά.) Λόγια… Λόγια… Λο…
Δανάη: Πασίνα.
Πασίνα: Εγώ την Πατρίδα μου τη Λαμψινή θέλω, την ανεμελιά μου εκεί στο περιγιάλι του Ελλησπόντου και όχι το τέλμα της απελπισιάς, που οι Παλιοελλαδίτες με τους ‘‘καλοσυμμάχους’’ τους μας δώκανε για να ζήσουμε…
Χαρίλαος: (Εν τω μεταξύ η Τρυφωνία έχει συνέλθει κάπως, οπότε την αφήνει στην έγνοια των καλοσυνάτων γυναικών.) Α, να δεις, Πασίνα. Δε λέω, πασάδες ήμαστε στα σπιτικά μας, μα μας έλειπε πάντα αυτή η μορφονιά με τα γαλάζια μάτια…
Πασίνα: Εν – νοείς…
Χαρίλαος: Τη Λευτεριά μας, κόρη μου. Τη Λευτεριά μας!... Την Ελλάδα μας! Τι άλλο, κοπέλα μου! Τιιιι!...
Πασίνα: Και τώρα την έχουμε;
Χαρίλαος: (Δαγκώνοντας όλο πείσμα τον παράμεσο του δεξιού του χεριού.) Ας όψονται οι βασιλείς και οι παρατρεχάμενοί τους, που σπείρανε τον διχασμό και φέρανε σε δύσκολη θέση τη στρατιά μας στη Μικρασία!... Δε λέω, βάλανε το χεράκι τους και οι ‘‘σύμμαχοί’’ μας, που μας τράβηξαν το χαλί κάτω από τα πόδια μας, και οι Ρώσοι, που τα κάνανε πλακάκια με τους Κεμάληδες, ήρθε και η κόπωση των δικών μας, φθάσαμε στον όλεθρο και την Καταστροφή!...
Αν μας άφηναν, θα ’βλεπες πού θα ’τανε σήμερις η Τουρκιά!...
Πασίνα: (Θέλοντας να τον πικάρει, τραγουδά και χορεύει.)
«Με τέτοιο Κωνσταντίνο με τέτοιο βασιλιά
θα πάρουμε την Πόλη και την Αγια-Σοφιά
θα διώξουμε τους Τούρκους στην Κόκκινη Μηλιά!...»
Χαρίλαος: (Σκεφτικός τώρα.) Εμ, αυτό μας έφαγε… Αυτό μας κατάστρεψε! Τι θέλαμε μέσα εκεί, αφού είχαμε όλα τα παράλια δικά μας!... Τιιιι…
Χρυσάνθη: (Ενώ κρατά διαρκώς στην αγκαλιά τη βυθισμένη στον λήθαργο Τρυφωνία, παρεμβαίνει στη συζήτηση.) Ας όψονται οι ‘‘συμμάχοι’’ μας, που μας πούλησαν κρέας φθηνιάρικο των σκυλιώνε στις αγαρινές χαντζάρες για να σπρώξουνε τα συμφέροντά τους στην Ανατολή!...
Χαρίλαος: (Φέρνει τον νου του στα 1919, που ο συμμαχικός στόλος και με το θωρηκτό Αβέρωφ στις τάξεις του, έφθανε στην Πόλη και οι Έλληνές της πετούσαν στα ουράνια.) Α, ρε μέρες γιορτινές εκείνες του Δεκαεννιά! Α, ρε μέρες γιορτινές! (Μερακλώνεται. Τραγουδά και χορεύει.)
«Του Αβέρωφ τα βαπόρια στέκονται σειρά σειρά
περιμένουν τον Αβέρωφ για να σπάσουν τα Στενά!
Πασίνα: Και σπάσανε τα μούτρα μας…
Χαρίλαος: Αν μας άφηναν…
Πασίνα: (Αφήνοντας τον Χαρίλαο στις αναπολήσεις και τις ουρανοδρομίες του, παίρνει να τραγουδά και να χορεύει περιπαικτικά. Προσπαθεί να σύρει και τους άλλους στους δικούς της ειρωνικούς και σκωπτικούς ρυθμούς, αλλά εις μάτην. Αντιπαρέρχονται με αποστροφή και απέχθεια τα καμώματά της.)
«Βενιζέλε, Βενιζέλε, τώρα το ’κανες καλά
που ’διωξες από την Πόλη τον Εμβέρ, Αλλάχ, πασιά!...
Παιδιά, τώρα φωνάξετε όλοι με χαρά
για του Βενιζέλου μας την Ελευθεριά:
‘‘Του Αβέρωφ τα βαπόρια στέκονται σειρά σειρά
περιμένουν τον Αβέρωφ για να σπάσουν τα Στενά!’’»

Κλείσιμο αυλαίας



























Σ Κ Η Ν Η 2η Ερωτικές ανταύγειες

ΠΡΟΣΩΠΑ: Ενδυμίωνας, Ροδάνθη, Έλλη
(Μπαίνει στη σκηνή ο Ενδυμίωνας παίζοντας την ποιμενική του φλογέρα, αντάμα με του ήχους των βελασμάτων και των κουδουνιών του ποιμνίου του. Σε λίγο πηγαίνει και ξαπλώνει σε μια άκρη, έχοντας ως προσκέφαλό του έναν βράχο. Μονολογεί. Εκεί, τον συναντά η Ροδάνθη. Συνομιλούν, ερωτοτροπούν, τραγουδούν, βυθίζονται στο όνειρο της κοινής τους ζωής. Εκεί, τους βρίσκει η Έλλη, η οποία αφηγείται τον αρχαίο μύθο με τον ωραίο βοσκό της Ιωνίας Ενδυμίωνα.)
Ενδυμίωνας: Τι όμορφες οι ακτές του Ομήρου! Λάμπουν! Λάμπουν! Κι όλα τ’ άστρια εδώ βουτούν για να λούσουνε τα χρυσά τους τα μαλλιά!... Βου – τούν!... Κι όλες οι κορασιές με τα σμαραγδιά τους μάτια εδώ δροσίζουν το λυγερό τους το κορμί!... Δρο – σί – ζουν!... Κι είναι η θάλασσα πλούσια, αστείρευτη από ιδέες και ψάρια μύρια!... Μύ – ρι-α!...
Κι είναι μία γέφυρα, ένα πέρασμα, μια στράτα πλατιά για τα ειρηνοφόρα των Ελλήνων πλοία!... Πλοί – α… Χιλιάδες, χιλιάδες χρόνια τώρα!... Χιλιάδες χρόνια τροφαντή, φιλόξενη και μυστήρια!... Κι όλο σέρνει στις σμαραγδένιες της πλάτες τούτα τα πλοία των ιδεών, τους ταξιδευτές των ιδεών, που εδώ πρωτοβλάστησε λαμπρά και μεγαλειώδικα!... Εδώ, σ’ αυτές τις όμορφες, γλυκιές ακτές του Αιγαίου και ταξίδεψε, ταξίδεψε!... Και ταξιδεύει!... Ταξιδεύει!... (Για λίγο σβήνει η φωνή του, βυθίζεται η ματιά στους συλλογισμούς και στα υπερβατικά του ονείρατα. Σ’ αυτό το σημείο, αρχίζει εκ νέου να παίζει φλογέρα και παράλληλα να συνομιλεί με το ποίμνιό του.) Βόσκετε, προβατάκια μου!... Βόσκετε τον ανθό της πλούσιας Ιωνικής Γης. Βόσκετε και θ’ ανθοβολήσουν όμορφες, γαλήνιες, ειρηνικές ημέρες, με φως μελίστακτο και ερωτικό! (Εισέρχεται η Ροδάνθη ακροπατώντας. Τον πλησιάζει από πίσω. Το κλείνει τρυφερά τα μάτια με τα δυο της χέρα.) Τι τρυφερά χεράκια!... Δεν μπορεί!... Η Ρόδη μου είσαι!...
Ροδάνθη: (Του μουρμουρίζει μελωδικά.) Έχω ρόδα κι έχω άνθη, το φεγγάρι δεν εχάθη!...
Ενδυμίωνας: (Την αρπάζει, τη σφίγγει στην αγκαλιά το. Τη φιλά περιπαθώς.) Είσ’ η αγάπη, Ροδάνθη μου, μύρο, μόσχος, μελισσάνθη!
Ροδάνθη: Παίζε μου γλυκείς σκοπούς και ‘‘χαλνώ’’ τους ουρανούς!
Ενδυμίωνας: Των Αγγέλων τους σκοπούς που μαγεύουνε τους Ουρανούς! (Παίζει κάποιον τρυφερό ερωτικό σκοπό.)
Ροδάνθη: Αχ, τι μάγια σπέρνεις τώρα μες στου δειλινού την μπόρα!
Ενδυμίωνας: Είσαι ρόδο μου φλογάτο, κρίνο πάλλευκο, χνουδάτο!
Ροδάνθη: Αχ, πώς βράζει η ψυχή, που πετάει από τη Γη!
Ενδυμίωνας: Ναι, πετάει στα ουράνια μες στου έρω τα γεράνια!
Ροδάνθη: Ω, τα λόγια σου είναι μέλι και η φτώχεια σε με μέλλει!
Ενδυμίωνας: Θα σου πω έναν σκοπό, που πολύ τον αγαπώ:
«Μια βοσκοπούλα αγάπησα μια ζηλεμένη κόρη
μα την αγάπησα πολύ κι ήμουν αλάλητο πουλί
ήμουν αλάλητο πουλί δέκα χρονών αγόρι!
Μια μέρα που καθόμουνα στα δέντρα τ’ ανθισμένα
‘‘Ρόδη μου, λέω, σ’ αγαπώ, τρελαίνομαι για σένα!’’
Από τη μέση μ’ άρπαξες, με φίλησες στο στόμα
και είπες με αναστεναγμό: ‘‘Για της αγάπης τον καημό
για της αγάπης τον καημό είσαι μικρός ακόμη!’’
(Τους τελευταίους στίχους τους συνάδει με τη Ροδάνθη.)
Ροδάνθη: Αχ, τι όμορφος σκοπός γίνηκε η καρδιά μου ουρανός!
Ενδυμίωνας: Ουρανός και περιβόλι!... Παίζουν άσματα οι Αγγέλοι!...
Ροδάνθη: Κι έχει ο έρωτας βαλθεί να ανθίσει όλη γης!
Ενδυμίωνας: Ναι, να ανθίσει ο τόπος πάλι κι η Σελήνη παραζάλη!...
Ροδάνθη: Α, τα στήθη σου τα αδρά δίνουν άλλη σιγουριά!
Ενδυμίωνας: Θα παλέψουμε μαζί να καρπίσουμε τη γη!
Ροδάνθη: Βιος παιδιά θα σου χαρίσω, την καρδιά σου να ροδίσω!
Ενδυμίωνας: Αχ, τι έρωτας βαθύς, βασιλιάς, ταξιδευτής!
Ροδάνθη: Όλο άστρα και παλάτια, γιούλια, κρίνα, άσπρα άτια!
Ενδυμίωνας: Άχου, σμαραγδένια μάτια, κρουσταλλένια μου παλάτια!
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, με τραγούδια θα στο πω:
«Σ’ αγαπώ γιατί είσ’ ωραία, σ’ αγαπώ, γιατί είσαι συ
κι αγαπώ, κι αγαπώ όλον τον κόσμο, γιατί ζεις και συ μαζί!
Το παράθυρο κλεισμένο, το παράθυρο κλειστό
άνοιξε το ένα φύλλο, την εικόνα σου να ιδώ
Σ’ αγαπώ γιατί είσ’ ωραία, σ’ αγαπώ, γιατί είσαι συ!...»
(Σιγοτραγουδά και η Ροδάνθη. Σταδιακά, πέφτει η ένταση της φωνής, σφιχταγκαλιάζονται κα ακολουθεί η επόμενη στιχομυθία. Δείχνουν να είναι πλήρως βυθισμένοι στο όνειρο, που τους ταξιδεύει στα σύμπαντα τα ερωτικά, συνδαυλιζόμενοι και από τον υποβλητικό λόγο της – ως οπτασία στον χώρο – Έλλης, που θ’ ακουστεί σε λίγο, ερχόμενη από το υπερπέραν.)
Ροδάνθη: Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σε λατρεύω, σε ποθώ!
Ενδυμίωνας: Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, άστρο μου παντοτινό!
Ροδάνθη: Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, θέλω να σε παντρευτώ!
Ενδυμίωνας: Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σβήνω, σ’ όνειρο τραβώ!
Ροδάνθη: Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, ταξιδεύω και σιωπώ,
στην αγκάλη σου λυγώ!
Έλλη: (Ως παραμυθοαφήγηση.) Κάποτε, στα χρόνια του μύθου τα παλιά, πέρα στις χαρωπές πλαγιές της Ήλιδας, από τον Αέθλιο, τον γιο του Δία του κοσμοσείστη, γεννήθηκε ένας πεντάμορφος νέος, ο Ενδυμίωνας!
Ε, λοιπόν, ο παππούς Δίας λιμπίστηκε την ώρια ομορφιά του και τον ανέβασε στα ουράνια παλάτια του, κάμνοντάς τον αθάνατο! Όμως… Όμως ο Ενδυμίωνας ερωτεύτηκε παράφορα την επίσημη συμβία του Δία, την Ήρα, και ο άντρας της σαν το πήρε είδηση, ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε!... Χραπ! Αρπάζει τον ομορφονιό από τον σβέρκο και μια και δυο ετοιμάζεται να τον φουντάρει στα Τάρταρα!...
Ε, τι άλλο να κάμει ο άμοιρος, πέφτει στα γόνατά του, τον παρακαλεί να τον λυπηθεί, να τον συγχωρέσει. Κι ως στοργικός πατέρας εκείνος τον συντρέχει και του χαρίζει τον αιώνιο ύπνο και την αιώνια νεότητα, τυλιγμένον σε ανάλαφρες αγκαλιές πολύχρωμων λουλουδιών και στο κελαηδητό καλλικέλαδων πουλιών και δροσερών πηγών, καθάριων!...
Ο Ενδυμίων!... Ο Ενδυμίων!... αχ, αυτός ο Ενδυμίωνας!... Τι μύθοι τον συντρέχουν!...
Ο Ενδυμίωνας!... Ο Ενδυμίωνας!... Πέρα στις χρυσόντυτες ακτές της Ιωνίας Γης βόσκει τα κατάλευκα προβατάκια του, που όλο βελάζουν, όλο βελάζουν, καλωσορίζοντας τον ερχομό της ασημομαλλούσας, της φεγγαροπρόσωπης Σελήνης με τα μεγάλα ολόφωτα μάτια και την παντοτινά ανοιξιάτικη ομορφιά της νεότητάς της!...
Κι ο χρυσομάλλης Ενδυμίων τρελός από αγάπη κι έρωτα γι’ αυτήν την θεία κόρη τ’ Ουρανού και της Γης, βυθισμένος στ’ όνειρο παίζει τη φλογέρα του τόσο γλυκά, που μαγεύονται τ’ αγρίμια του Λάτμου, του πρασινόκλωνου ιωνικού βουνού των Ελλήνων!...
Κι αυτή η γλυκιά θεά της Νύχτας κόρη, μαγεμένη από την θεσπέσια ομορφιά του νέου, τον χαϊδεύει με το ανάλαφρο με θωπευτικό σεληνόφως της, γλυκά ψελλίζοντάς του το: «Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σε τραβώ στον ουρανό!...»
Ετούτο το γλαρό παιχνίδι της Αγάπης και του Έρωτα συντροφεύει τον ερχομό της κάθε Νύχτας για χρόνια και για αιώνες, ρουφώντας κάθε νυχτιά αχόρταγα την ερωτική του αλκή και ζωντάνια!... Κλονισμένη σύγκορμα από το πάθος της και ποθώντας αιώνια δική της την νεανική του στιλπνάδα και ρώμη, ένα από τα βράδια των καιρών, σκύβει και τον σκέπει με το θεϊκό της κορμί, ψιθυρίζοντάς του τη σαγήνη της ψυχής της, μαγεύοντάς του το είναι: «Κοιμήσου, λατρεμένε μου βοσκέ!... Κοιμήσου κι εγώ ολονυχτίς θα σου χαϊδεύω τα ξανθά σου τα μαλλιά και την καρδούλα σου με τραγούδια της αγάπης ως την αυγή θα γέμω! Κοιμήσου, Ενδυμίωνά μου!... Κοιμήσου!...»
Έτσι ήρεμα ο Ενδυμίων μας τυλιγμένος σε ασημόφως μελωδικό με πέπλα αγάπης χρυσοστόλιστης, βασίλεψε στον κόρφο της Αγαπημένης τον ύπνο την αξύπνητο μ’ ένα μειδίαμα τρυφερό στα χείλη της αιώνιας Ομορφιάς, παντοτινά Ωραίος, Θαλερός, Ερωτικός και… Όμορφος!... Όμορφος!... Όμορφος!... Του Έρωτα ένα αστέρι, Άστρο!...
(Στη στιγμή αποσύρεται η οπτασία Έλλη, ξυπνούν οι ερωτευμένοι, ανακλαδίζονται και ψαύουν την πραγματικότητα.)
Ενδυμίωνας: Ταξίδι έκαμα ερωτικό στου Λάτμου τα ανθότοπα και δροσερά του πλάγια!...
Ροδάνθη: Ταξίδι ήταν μαγικό στα ιωνικά τα χλοερά πελάγια!...
Ενδυμίωνας: Έλα, Ροδάνθη, σπιτικό να στήσουμε στη θάλασσα, στου ουρανού τα πλάτια!...
Ροδάνθη: Πάμε, και η αγάπη μας φλοίσβος θε να ’ναι θάλασσας κι η ζήση μας πυρά και λούλουδο του κάμπου!
Ενδυμίωνας &Ροδάνθη: (Αποχωρούν αγκαλιασμένοι, σιγοτραγουδώντας.) Πάμε, τώρα, καλέ μου, πάμε και η αγάπη μας φλοίσβος θε να ’ναι θάλασσας κι η ζήση μας πυρά και λούλουδο του κάμπου!

Κλείσιμο αυλαίας



































Σ Κ Η Ν Η 3η Όνειρα!... Όνειρα!...

ΠΡΟΣΩΠΑ: Οικογένεια Γιαλού (Ερμιόνη, Θάμπος, Δόμνα, Ροδάνθη, Ελένη), Δανάη, Πασίνα, Χρυσάνθη, Χαρίλαος, Τρυφωνία, Ενδυμίωνας, Έλλη, Δάντης Ακταίος, Ηλίας Λεβάντας, Φιλόλαος Ευρίπου, Γειτονόπουλα (Αντρίκος, Λευτεράκης, Μυρσίνη, Σμαρώ)
(Στη σκηνή εμφανίζεται ο τροβαδούρος της γειτονιάς Δάντης Ακταίος, ο οποίος άδει το τραγούδι Ο Βόσπορος προτού έρθει στο προσκήνιο. Το άκουσμα συνεπαίρνει τη γιαγιά Ερμιόνη και βγαίνει έξω από το φτωχικό της. Τα υπόλοιπα πρόσωπα θα εμφανιστούν αργότερα.)
Δάντης: (Εισέρχεται άδοντας το – σε στίχους και μουσική του Νίκου Ζούδιαρη – άσμα Ο Βόσπορος.)
«Τα πνεύματα επιστρέφουνε τις νύχτες
φωτάκια από αλύτρωτες ψυχές
κι αν δεις εκεί ψηλά στις πολεμίστρες
θα δεις να σε κοιτάζουνε μορφές
Και τότε ένα παράπονο σε παίρνει
και στα καντούνια μέσα σε γυρνά
η Πόλη μια παλιά αγαπημένη
που συναντάς σε ξένη αγκαλιά
Θέλω να πιω όλο το Βόσπορο
αλλάζουνε εντός μου τα σύνορα του κόσμου
Την βρήκα στις στροφές των ποιημάτων
με τις βαριές χανούμισσες να ζει
και ρίχνω μες στο στόμα των αρμάτων
την κούφια μου αλήθεια τη μισή
Θέλω να πιω όλο το Βόσπορο
αλλάζουνε εντός μου τα σύνορα του κόσμου.»
Ερμιόνη: (Με το άκουσμα των πρώτων στίχων, πιάνει και αυτή το τραγούδι από το παρασκήνιο. Σύντομα εξέρχεται στο φως των δρώμενων, βάζει τον Δάντη να καθίσει σε μια πέτρα ή σ’ ένα σκαμνί και συντραγουδούν. Αφού ειπωθεί ένα μέρος ή και όλο το άσμα, του λέει:) Να τον πιούμε θέλαμε, γιε μου, μα μας τράβηξε στον πάτο ο ομορφομάτης, παλικάρι μου!...
Δάντης: Ας όψονται οι ‘‘συμμάχοι’’ μας, κυρα-Ερμιόνη μας!... Ας όψο..
Ερμιόνη: Μας ρίξανε μεσοπέλαγα, να περάσουμε απέναντι μοναχοί μας, καλέ Δάντη Ακταίε!...
Δάντης: Μας φουντάρισαν στο ανταριασμένο μεσοθαλάσσι μ’ ένα κοτρόνι στον λαιμό, αβοήθητους και έρμους!... (Δαγκάνοντας με άχτι το μεσοδάχτυλό του.) Οι άτιμοι!...
Ερμιόνη: Την τρέμανε τη Ρωμιοσύνη, Δάντη μου!... Την τρέμανε!... Δεν την ήθελαν με τίποτες!...
Δάντης: Την Ελλάδα των δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών!...
Ερμιόνη: Τη Μεγάλη Ελλάδα του Λευτεράκη μας του Βενιζέλου!... Την Ελλάδα της καρδιάς μας, γιε μ’!…
Δάντης: Ένα όνειρο ήτανε ψες, κυρα-Ερμιόνη μας!... Ένα όνειρο!...
Ερμιόνη: Και σήμερις κουρνιαχτός, στάχτη κι αποκαΐδια, Δάντη μου!...
Δάντης: Όλα προδομένα…
Ερμιόνη: Οι ‘‘συμμάχοι’’…
Δάντης: Οι άκαπνοι του βασιλιά…
Ερμιόνη: Ο ελεεινός κόκκινο παλάτι πρόσταξε στο Κορδελιό της Σμύρνης μας για να ’χει να ξεκουραστεί και… να επιτελεί!...
Δάντης: Εμ, πού θα ’μενε ο χέσ…
Ερμιόνη: Στη σκηνή όπως ο φαντάρος…
Δάντης: Μα αυτός πάλευε τον Τούρκο και σφαζόταν στο μέτωπο…
Ερμιόνη: Ενώ ο ‘‘Μεγαλειότατος’’ με τους ομοίους του είχαν στη Σμύρνη τον Αγώνα ‘‘έκπτωτο’’!...
Δάντης: Πήραν τον κοσμάκη στο λαιμό τους οι ανάξιοι…
Ερμιόνη: Τους πέφταμε μολύβι ασήκωτο στον στόμαχό τους…
Δάντης: Οι Μικρασιάτες ήτανε πρώτοι φανοστάτες, γιε μ’!
Ερμιόνη: Ενώ ετούνοι του χαμού μας οι σατράπες…
Δάντης: Και σαν πήραμε τις ρίμες και τις στράτες…
Ερμιόνη: Μας γυρίσανε τις πλάτες!...
Δάντης: Μας ξοκείλανε στα βράχια και σε βάλτους…
Ερμιόνη: Και να ’χεις και ντόπιους εδώ με λοξό το μάτι να σε κοιτούν και με γυρισμένη πλάτη να σου λένε όλο: «Βρε βράστους… Βρε βράστους…»
Δάντης: Δεν είναι όλοι σαν και δαύτους…
Ερμιόνη: Δε λέω, βρήκαμε και πολλούς πονετικούς, Παλιοελλαδίτες, καλοσυνάτους… Μας πρόσφεραν λίγο νερό, μια χούφτα αλεύρι, δυο δράμια λάδι…
Θάμπος: (Η εμφάνιση του Θάμπου Γιαλού κόβει τη συνομιλία των προηγουμένων.) Μαύρα και ξεχώρια, Δάντη μου! Μαύρα…
Δάντης: Κράτα γερά, Θάμπο Γιαλέ. Πάλεμα θέλ’ η ζωή, πατριώτη! Πάλεμα!...
Θάμπος: Την παλεύω, τροβαδούρε μας. Την παλεύω, μα…
Δάντης: Μ’ αφού ξεφύγαμε από το λεπίδι του Τούρκου, Θάμπο μου, όλα θα μερέψουν!...
Θάμπος: Ναι, μα ως τότε όλο και πιότερο θα θαμπώνει η ματιά μας!...
Ερμιόνη: Γιε μου, έχε πίστη και όλα θα σιάξουνε! Όλα!
Θάμπος: Δεν αντιλέγω, μάνα, μα…
Ερμιόνη: Θυμάσαι, γιε μ’, που ως ψες για πανωσέντονό μας είχαμε τ’ άστρα τ’ ουρανού;
Θάμπος: (Περιστρέφοντας το χέρι του.) Αν θυμάμαι, μάνα!...
Ερμιόνη: Τώρα φωλιάζουμε σε παράγκα. Αύριο…
Θάμπος: Δε λέω…
Ερμιόνη: Ο τσίγκος κρατά μακριά το νερό της βροχής…
Θάμπος: Δε λέω… Μα…
Ερμιόνη: Κι ο τσίγκος αύριο, Θάμπο μου, θα γίνει πέτρα και στέγη κεραμιδένια!...
Θάμπος: Δε λέω… Μα…
Δάντης: Έννοια σου, πατριώτη, θα μας συντρέξει και το κράτος…
Θάμπος: Άμα δε βάλουμε το χεράκι μας…
Δάντης: ‘‘Συν Αθηνά και χείρα κίνει…’’, που λέγαν και οι αρχαίοι προγονοί μας.
Ερμιόνη: Έχ’ ο Θεός, Δάντη μου. (Σιάζει τη φούστα της και κάθεται. Την ίδια στιγμή μπαίνει στη σκηνή και η Δόμνα, η σύζυγος του Θάμπου Γιαλού, που βρισκόταν μέσα στην παράγκα.) Έχει…
Δόμνα: Γεια σου, Δάντη. Καλώς μας ήρθες…
Δάντης: Γεια σου, κυρα-Δόμνα.
Δόμνα: Πώς τη βγάζεις στην Αγκαλιά του Ευρίπου, κυρ Δάντη μας; Πώωως;
Δάντης: Άστα… Άστα… Αυτά λέγαμε πριν με τον Θάμπο σου και την πεθερά σου. Αυτά…
Θάμπος: Ό,τι και να πούμε, τα φαρμάκια δεν πάνε κάτω, καλέ μας αοιδέ! Δεεεν…
Δάντης: Μην απελπίζεσαι, πατριώτη… Μηηη…
Θάμπος: Αχ, τι αφήκαμε στη Μορφονιά μας του Ελλησπόντου μας! Τιιι…
Δάντης: Δε λέω, μααα…
Θάμπος: Πού ’ναι τ’ ασπρουδερά λαμψακινά ακρογιάλια μας, η θάλασσά μας η τροφαντή με βιος ψάρια φορτωμένη, η κρήνη η κατάλευκη, τα δροσερά νερά της, οι κάμποι της και τα βουνά, περβόλια και λιοστάσια, τ’ αμπέλια χρυσοστάφυλλα, σιτάρια κεχριμπάρια, οι στράτες της οι ελληνοβάδιστες εδώ και τρεις τόσες χιλιάδες χρόνια!... Πού ’ναι η πλατανόσκεπη λαμψινή μας πλατεία η ανθρωποστόλιστη, με τους καφενέδες της, τις περατζάδες, τις πανηγύρεις μας, τις αξέχαστες γιορτάδες μας; Πού ’ναι ο Αϊ-Τρύφωνας κι ο Αϊ-Παρθένης μας, η ουρανία μας η σκέπη!... (Χτυπώντας το χέρι του στο πλάι του δεξιού του μηρού με νεύρο και αγανάχτηση.) Πούουου!... Πούουου!...
Ερμιόνη: Ναι, γιε μ’. (Κουνώντας το κεφάλι της και σφίγγοντας τα χείλη της συγχρόνως.) Πού ’ναι ο Αϊ-Τρύφωνάς μας με τ’ αψηλό του το καμπαναριό, που το ’τρεμε ο μιναράκος του τζαμιού και μάτια δεν είχε να τον αντικρύσει!...
Θάμπος: Ο μονοπιθαμίτης… Κι όλο τεμενάδες έκαμε μπρος στις εκκλησιές μας! Όλο!…
Ερμιόνη: Σαν χάνος έχασκε μπρος στον Αϊ-Τρύφο μας!... Σαν χάνος ο Χαγάνος!...
Θάμπος: Τι ομορφιά! Τι λάμψη και τι θάμπος όλ’ αυτά, βρε μάνα! Τιιιι…
Ερμιόνη: Μεγαλοπρέπεια! Αρχοντιά! Καλοσύνη!
Δόμνα: Κι η θάλασσά μας, Θάμπο μου!...
Θάμπος: Ο ΕΛΛΗΣΠΟΝΤΟΣ μας! Ο ΕΛΛΗΣΠΟΝΤΟΣ μας!!!
Δάντης: Και ο Αβέρωφ, το θωρηκτό μας, να κόβει στα δυο τα γαλανά του στήθια!...
Ερμιόνη: Αχ, τι θωριά! Τι μεγαλοσύνη! Τι ΟΝΕΙΡΟ!
Θάμπος: Και καρφί για την Πόλη! Για την Πόλη!
Ερμιόνη: Για την Πόλη, γιε μ’! Για την Πόλη! Όνειρο!!! Γενεών και του Γένους μας των Ονείρων τ’ ΟΝΕΙΡΟ!!!
Θάμπος: Θάμπος, πατριώτες! Θααά – μπος!!!...
Ερμιόνη: Λάμψη και Ουρανός!
Όλοι μαζί: (Εν χορώ.) Λάμψη, λάμψη, Ουρανός αθάνατος Ελληνισμός! (Πιάνονται χέρι χέρι, το προφέρουν ρυθμικά κινούνται χορευτικά. Το ίδιο πράττουν και με το άσμα των Πυθαγόρα-Καλδάρα Μες στου Βοσπόρου τα στενά, που και ο Δάντης απλώνει στη σκηνή. Την ώρα αυτή καταφθάνει και ο Ηλίας Λεβάντας με ένα ημιτελές καλαμένιο καλάθι, που το αφήνει καταγής, γίνεται ένα με τους υπόλοιπους και αυτό θα το συνεχίσει αμέσως μετά.)
Μες στου Βοσπόρου τα στενά
Μες του Βοσπόρου τα στενά
ο Γιάννης κλαίει τα δειλινά
και ο Μεμέτης πλάι του
πίνει και τραγουδάει του
Τούρκος εγώ κι εσύ Ρωμιός
κι εγώ λαός κι εσύ λαός
εσύ Χριστό κι εγώ Αλλάχ
όμως κι οι δυο μας αχ και βαχ
Με λίγη αγάπη και κρασί
μεθάω κι εγώ μεθάς κι εσύ
πιες λίγο από το τάσι μου
αδέρφι και καρντάση μου
Τούρκος εγώ κι εσύ Ρωμιός
κι εγώ λαός κι εσύ λαός
εσύ Χριστό κι εγώ Αλλάχ
όμως κι οι δυο μας αχ και βαχ
Θάμπος: Πάνω στα ‘‘αχ’’ και στα ‘‘βαχ’’ μας ήρθες, Ηλία Λεβάντε μας.
Ηλίας Λεβάντας: Τραβούσα κατά το περιγιάλι, να ρίχνω καμιά πετονιά και να τελέψω και την καλάθα, μα….
Θάμπος: Θαμπώθηκες από την όψη του ‘‘αρχοντικού’’ μας, Ηλία, και ήρθες να μερεμετίσεις τις καλλιτεχνίες….
Ηλίας Λεβάντας: Έλα, βρε Θάμπο…
Θάμπος: Σε πειράζω, ρε πατρίδα…. Δείχνοντάς του ένα σημείο.) Έλα, κάθισε στο ‘‘θρονί’’. Όλο δικό σου…
Ηλίας Λεβάντας: Ευχαριστώ, πατριωτάκι. Ευχαριστώ.
Θάμπος: (Προς τη Δόμνα.) Ε, γυναίκα. Δε φέρνεις καμιά ρακή για την παρέα;
Δόμνα: Ό,τι πεις, καλέ μου. Ό,τι πεις…
Θάμπος: (Προς τη σύζυγό του, που ήδη έχει φτάσει στο πορτέλι της παράγκας.) Πιάσε και τις γυαλιστερές, που ’βγαλα το πρωί απ’ τον γιαλό μας.
Δόμνα: Ναι, χρυσέ μου.
Θάμπος: (Διευκρινίζοντας...) Του Ευρίπου…
Δόμνα: (Συμπληρώνοντας.) Του Ευρίπου…
Ερμιόνη: Και πόσο του μοιάζει!
Ηλίας Λεβάντας: Του Ελλησπόντου μας!... Του γαλανομάτη μας!...
Θάμπος: Του πλουτοφόρου μας!....
Ηλίας Λεβάντας: Του χιλιοτραγουδισμένου! Αιώνες τώρα και πάντα!...
Θάμπος: Μα, τώρα… Μια χαρακιά…
Δάντης: Που έκοψε στα δυο τη γης…
Θάμπος: Και τη θαμποσύνη του είναι μας!...
Ερμιόνη: Πάλι με χρόνους με καιρούς…
Θάμπος: Όνειρα!... Όνειρα, μάνα!... Όνειρα!...
Δόμνα: (Έχει επιστρέψει στη σκηνή, τους σερβίρει, κερνά την ομήγυρη.)
Ηλίας Λεβάντας: (Υψώνει πρώτος το ποτήρι. Κάνει την ευχή, που πάντα οι Μικρασιάτες πρόσφυγες στα τραπέζια τους έλεγαν.) «Άιντε, και καλή πατρίδα!»
Όλοι μαζί: (Επαναλαμβάνουν όλοι μαζί, κρούοντας τα ποτήρια τους.) «Άιντε, και καλή πατρίδα!»
Ερμιόνη: Αμήν! Αμήν!
Δόμνα: (Σταυροκοπιέται.) Άμποτες, Παναγία μου!... Άμποτες!...
Ηλίας Λεβάντας: (Στο άκουσμα του ονόματος της Παναγίας ο – και Ψάλτης του Ι.Ν. Αγίου Τρύφωνα – Ηλίας Λεβάντες, παίρνει και ψαλμωδεί απόσπασμα από τον ύμνο Αγνή Παρθένα Δέσποινα Άχραντε Θεοτόκε, που συνέθεσε κατά τον 19ο αι. ο – και Ιεροκήρυκας Ευρίπου – Άγιος Νεκτάριος. Μέρος του ψαλμού ή το κατακλείδιο – πρόσθετο – τμήμα του μπορεί να αποδοθεί χορικά.)
Αγνή Παρθένε Δέσποινα
Άχραντε Θεοτόκε
Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε
Παρθένε Μήτηρ Άνασσα
Πανένδροσε τε πόκε
Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε
Υψηλοτέρα ουρανών
ακτίνων λαμπροτέρα
Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε
Χαρά Παρθενικών Χορών
Αγγέλων υπερτέρα
Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε
Εκλαμπροτέρα ουρανών
φωτός καθαρωτέρα
Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε.
Μαρία Νύμφη Άνασσα
χαράς ημών αιτία
Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε
Χαίρε ειρήνη και χαρά
λιμήν της σωτηρίας
Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε»
Σε νυν επικαλούμαι
Σε ικετεύω, Δέσποινα,
Φέρε μας πίσω εις την γην,
στην εύμορφην Πατρίδα
Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε
Ερμιόνη: (Εν μέσω σταυροκοπημάτων.) Βόηθα, Παναγία μου. Βόηθα.
Δάντης: Πρώτες οι γυαλιστερές σου, Θάμπο, πρώτες!
Ηλίας Λεβάντας: Άφθαστος ψάχτης και βουτηχτής από τα μικράτα του ο Θάμπος μας! Άφθαστος!
Δάντης: Από τα χρόνια στην Πατρίδα!
Θάμπος: (Ανόρεκτα. Βαρύθυμα. Με το κεφάλι σκυμμένο.) Ναι, μα τώρα…
Ηλίας Λεβάντας: Και πρώτος καϊκτσής στη Λάμψακό μας! Πρώτος!
Δάντης: Ούλοι μας μαθητούδια είμαστε!
Θάμπος: Άστα, Δάντη μου. «Περασμένα μεγαλεία διηγώντας τα να κλαις!...»
Ηλίας Λεβάντας: Ψηλά το κεφάλι, πατριώτη. Ψηλά το κεφάλι!
Θάμπος: Ψη – λά…
Ηλίας Λεβάντας: Άιντε. Να πηγαίνω τώρα…
Θάμπος: Στο καλό! Και καλή ψαριά!
Ηλίας Λεβάντας: Ευχαριστώ, πατριώτη. Και όπως είπαμε: ‘‘Ψηλά το κεφάλι!’’
Θάμπος: Να ’σαι καλά, Ηλία Λεβάντα μου! Να πας στο καλό…
Δάντης: Να με συγχωρείτε… Πηγαίνω κι εγώ. Ωραία η παρέα σας, μα…
Θάμπος: Και να μην χανόμαστε. Να περνάτε, να τα λέμε…
Δάντης: Έννοια σου, Θάμπε Γιαλέ. Και αύριο μέρα είναι…
Θάμπος: Αύριο… Κο – ντά…
(Με την αποχώρησή τους, εμφανίζεται η Ροδάνθη, που μόλις άφησε πίσω της τον χωματόδρομο της οδού Πιτυούσης.)
Ροδάνθη: Να ’μαι κι εγώ…
Ερμιόνη: Καλώς τη Ροδάνθη μου, καλώς της περιστέρα μου!
Ροδάνθη: (Δίνει φιλιά στον αέρα. Προς όλους.) Φιλάκια! Φιλάκια!
Ερμιόνη: Έλα, κοπελούδα μου. Έλα στην ποδιά μου. Να σε νταντέψω λιγάκι…
Ροδάνθη: (Κάθεται στην ποδιά της γιαγιάς της, την αγκαλιάζει, τη φιλά, της μιλάει ναζιάρικα.) Γιαγιάκα μου! Πόσο σ’ αγαπώ!
Ερμιόνη: Κι εγώ, μωρό μου! Σε λατρεύω!
Θάμπος: Πού ήσουν τόση ώρα κόρη μου;
Ροδάνθη: Βόλτα, καλέ πατέρα.
Θάμπος: Βόλτα;
Ροδάνθη: Βόλτα. Στις… εξοχές.
Θάμπος: Στους βαλτότοπους, Ρόδη μου;
Ροδάνθη: Όχι, καλέ πατέρα. Πάνω… στον λόφο του Προφήτ’ Ηλία μας, καλέ μπαμπά…
Θάμπος: (Αυστηρά.) Ψηλότερα δεν ήξερες ν’ ανέβεις κορίτσι πράμα!
Ροδάνθη: (Με πείσμα.) Κορίτσι ναι, πράμα όχι!
Δόμνα: (Κουνώντας απειλητικά το χέρι της προς την κόρη της.) Βρε νιάνιαρο, βγάζεις και γλώσσα, ε!...
Ροδάνθη: Όχι, και γλώσσα, μαμά! (Ξάφνου, τινάζεται πάνω και αρχίζει να τραγουδά το Είμ’ ερωτευμένος με τα μάτια σου, των Γιάννη Βέλλα και Κώστα Κοφινιώτη, που στιχουργικά το φέρνει στα δικά της μέτρα και ενώ το άδει, σείεται στους ρυθμούς της μουσικής του.)
«Για τα δυο σου μάτια τα γαλάζια
που 'ναι όλο χάδι κι όλο νάζια
κάθε μου αγάπη έδιωξα παλιά
και γυρνώ απάνω στα βουνά.
Τι κι αν με ψευτιές με ξεγελούνε
τι κι αν άλλες μ' έρωτα κοιτούνε
δεν μπορώ στιγμή εγώ να τ' αρνηθώ
κι άλλα μάτια να ερωτευτώ.
Είμ’ ερωτευμένη με τα μάτια σου
στο 'χα πει και πάντα θα στο λέω
κι αν τα χάσω, μπρος στα σκαλοπάτια σου
νύχτες αξημέρωτες θα κλαίω.
Είμ’ ερωτευμένη με τα μάτια σου
στο 'χα πει και πάντα θα στο λέω.»
Θάμπος: (Εμβρόντητος και χαύνος.) Δη – λα – δή;
Ροδάνθη: (Ορθά κοφτά.) Είμ’ ερωτευμένη με τα μάτια του, μάτια του…
Θάμπος: (Χάσκων.) Τίνος;
Ροδάνθη: (Με απόλυτη φυσικότητα.) Με του Ενδυμίωνα, καλέ μπαμπά.
Θάμπος, Ερμιόνη, Δόμνα: (Με μια φωνή.) Του Ενδυμίωνα;
Ροδάνθη: Ναι, του Ενδυμίωνα. Του ομορφονιού.
Δόμνα: Τού ομορφονιού;
Ροδάνθη: Ναι, καλέ, τον αγαπώ.
Δόμνα: Θα τον φέρουμε γαμπρό μες σ’ αυτό το παραγκιό;
Ροδάνθη: Δεν μας νοιάζει το τσιγκιό, έχει η αγάπη σκέπη της τον Ουρανό!
Δόμνα: (Περιπαιχτικά.) Και θα ρίχνει ‘‘μάννα’’ να χορταίνει το… νιονιό…
Ροδάνθη: (Πετάει στα ουράνια.) Μα έχει πρόβατα πενήντα έξι και όπου να ’ναι θα τα αυγατέψει!
Θάμπος: Το σκέφτηκες καλά, κόρη μου;
Ροδάνθη: (Με αυτοπεποίθηση.) Ναι, πατέρα. Εικοσάρισα, πλέον. Δεν είμαι νιάνιαρο. Ξέρω τι μου γίνεται.
Θάμπος: (Έχει μαλακώσει.) Δε λέω… Σε ηλικία γάμου είσαι, μα…
Ερμιόνη: (Πλέκοντας τα δυο της χέρια για να εκφράσει την απορία της.) Κι εγώ, κοπελούδα μου, που σε νταγιάντιζα σα μωρό;
Ροδάνθη: Και τώρα θα με νταγιαντίζεις, γιαγιάκα αγαπημένη. Και τώρα…
Ερμιόνη: Αχ, Ροδούλα μου, που θα γενείς κυρία…
Ροδάνθη: Μα τις ιστορίες σου, γιαγιάκα μου, πάντα θα ποθώ να μου τις λέγεις καθισμένη στην ποδιά σου, όπως τότε…
Ερμιόνη: (Τη σφίγγει στοργικά στην αγκαλιά της.) Αχ, κόρη μου! (Στρέφεται προς τους γονείς της, που κινούνται πολύ νευρικά στον χώρο της αυλής.) Τι κάμνετε έτσι, καλέ; Αφού ήρθε η ώρα!
Δόμνα: (Σκεφτική.) Ποια ώρα, καλέ μητέρα;
Ερμιόνη: Μα η ώρα η καλή, γιε μ’! Η ώρα η καλή!
Ροδάνθη: (Φιλάει τη γιαγιά της και τινάζεται επάνω όλο σκέρτσο κι όλο χάρη.) Γιαγιάκα μου!... Γιαγιάκα μου!... (Μετά από λίγο. Με γαλιφιές και νόημα.) Θααα…
Ερμιόνη: Τι, Άγγελέ μου; Τι;
Ροδάνθη: Θα μου τραγουδήσεις εκείνο το όμορφο γαμήλιο τραγούδι, που μόνο εσύ ξέρεις τόσο γλυκά να λες;
Ερμιόνη: Ποιο, καλέ κόρη μου;
Ροδάνθη: Γιαγιάκα, το… το…(Με νόημα.)
Ερμιόνη: (Τραγουδά το παραδοσιακό άσμα Σήμερα γάμος γίνεται.)
«Απόψε γάμος γίνεται
σ᾿ ωραίο περιβόλι
απόψε αποχωρίζεται
η μάνα από την κόρη.
Κι απόψε ξεχωρίζονται
σαν κείνα τα πουλάκια
π᾿ αφήνουν τις φωλίτσες τους
και πάνε στα κλαδάκια.
Νύφη καμπάνα φράγκικια
βενέτικο ρολόγι
όπου χτυπάς στη Βενετιά
κι ακούγεσαι στην Πόλη.
Ωσάν της νύφης το κορμί
είδα μηλιά στην Πόλη
όπου την είχε ὁ Βασιλεύς
μέσα στο περιβόλι.
Ποιος κρίνος λευκοφόρετος
σου ’δωσε την ασπράδα
και ποια μηλιά ροδομηλιὰ
τη ροδοκοκκινάδα.
Σ᾿ όλο τον κόσμο γύρισα
σ᾿ Ανατολή και Δύση
τα μάτια μου δεν είδανε
τέτοια ωραία νύφη.»
Ροδάνθη: Να σε φιλήσω, γιαγιάκα μου.
Δόμνα: (Προβληματισμένη.) Ποιος το ’λεγε να φέρουμε γαμπρό στην παράγκα, στο τσιγκιό!...
Θάμπος: Και το ανθόσπιτό μας να το γλεντάει η Τουρκιά… (Χτυπάει με νεύρο και απόγνωση το χέρι του επάνω στον μηρό του.)
Δόμνα: Και τρυγάνε και τη σοδειά μας…
Θάμπος: Κι εμείς λιμοκτονούμε…
Δόμνα: Πλούτια που ’χε η λαμψινή μας η Πατρίδα!!!
Θάμπος: Α, ρε ‘‘σύμμαχοι’’ τι μας κάνατε και σεις Ρωσαίοι Ορθοδόξοι!...
Δόμνα: Μας τη φέρανε μπαμπέσικα, ύπουλα, πισώπλατα!...
Θάμπος: (Σαρκαστικά και ειρωνικά.) Και τώρα γάμος γίνεται στην παράγκα του Καραγκιόζη…
Ερμιόνη: Μη μου χολοσκάτε, γιε μ’. Έχει ο Θεός!...
Θάμπος: (Ανόρεχτα.) Έχ’…
Ερμιόνη: Ούλα με τον χρόνο θα γειάνουν!
Θάμπος: Ού – λα…
Ερμιόνη: Και σπίτια θα γεννούνε και αμπέλια και πλεούμενα και δρόμοι και σχολειά και εκκλησιές!... Ούλα!
Θάμπος: Ούλα… Μα η Πατρίδα μακριά μας… Στον Ελλήσποντο…
Δόμνα: Πού ξέρεις, Θάμπο μου!... Άμα ημερέψουν τα πράματα, θα ματαπάμε…
Θάμπος: Μ’ αυτό πλευρό να κοιμάσαι, γυναίκα. Αγώνα κάνανε ύπουλο, απάνθρωπο, να μας ξετοπίσουν, να μας κλέψουνε την Πατρίδα και τώρα… Κούνια που σε κούναγε!...
Ερμιόνη: Έλα, Θάμπο μου, δώσε την ευκή στην κορούλα σου κι ο Θεός βοηθός!...
Θάμπος: (Αγκαλιάζοντας τη Ροδάνθη.) Με την ευχή μου, κόρη μου. Να ευτυχήσετε, Ροδούλα μου!
Ροδάνθη: (Του ασπάζεται το χέρι.) Ευχαριστώ, πατέρα. Ευχαριστώ.
Ερμιόνη: Η ευκή του πατέρα είναι το πιο μεγάλο προικιό στη ζωή των νεονύμφων, Ροδάνθη μου! Να το θυμάσαι πάντοτε αυτό, κόρη μου.
Ροδάνθη: Ναι, γιαγιά, ναι…
Ερμιόνη: Δώσε κι εσύ την ευκή σου, Δόμνα μου.
Δόμνα: Ναι, μητέρα. (Πλησιάζει τη Ροδάνθη. Με την ευκή μου, κόρη μου. Με την ευκή μου!
Ροδάνθη: Ευχαριστώ, μαμά.
Δόμνα: Πάντα ευτυχισμένη! (Και πιάνοντάς την από το χέρι, την τραβά προς το πορτέλι. Φτάνοντας εκεί, καλεί και τους υπόλοιπους να περάσουν μέσα.) Άιντε. Καιρός να μαζευτούμε να ξαποστάσουμε…
(Κλείσιμο αυλαίας)
Σ Κ Η Ν Η 4η Της γιαγιάς τα παραμύθια

ΠΡΟΣΩΠΑ: Ερμιόνη, Ντίνος, Ελένη, Αντρίκος, Λευτεράκης, Μυρσίνη, Σμαρώ
(Στη σκηνή εμφανίζεται τρεχάτος ο Ντίνος. Τον ακολουθούν και τα υπόλοιπα φτωχοντυμένα και ξυπόλητα παιδιά. Ανάμεσά τους και η πιο μεγάλη από αυτόν αδερφή του, η Ελένη. Καθώς ο Ντίνος φωνάζει τη γιαγιά του, την Ερμιόνη, εκείνη εξέρχεται της παράγκας αναστατωμένη.)
Ντίνος: Γιαγιά Ερμιόνη… Γιαγιά…
Ερμιόνη: Τι έπαθες, ογλούμ; Τι τρέχει, παιδάκι μου, τιιιι;
Ντίνος: Πεινώ, γιαγιά, πεινώ…
Ερμιόνη: Όχου, και με κοψοχόλιασες, ογλούμ!...
Ντίνος: Και τα παιδιά πεινούν, γιαγιά…
Ερμιόνη: Και τα παιδιά, γιε μ’… Και τα παιδιά… (Δείχνοντας με κινήσεις των χεριών της τη στεναχώρια της για την ανέχεια που τους ταλανίζει.) Μια μπουκωσιά ψωμί την έχουμε… Να τη μοιραστείτε, Ντίνο μου!...
Ντίνος: Και την ανάσα μας μοιραζόμαστε, γιαγιά μου. Τι φίλοι είμαστε! (Τους φέρνει το λιγοστό ψωμί. Το μοιράζονται. Τρώνε σαν λιμασμένα. Η γιαγιά Ερμιόνη τα κοιτάζει με βλέμμα στοργικό και χαμογελά για την ύπαρξή τους και τα καμώματά τους.)
Ελένη: (Πάντα με προβληματισμούς και πιο ώριμη από τα άλλα παιδιά η Ελένη, με την μπουκίτσα ήδη στο στόμα της και με έκδηλη αγωνία ρωτάει τη γιαγιά Ερμιόνη.) Θα ξαναπάμε στην πατρίδα, γιαγιάκα;
Ερμιόνη: Έχει ο Θεός, κόρη μου!...
Ελένη: Δηλαδή… Θα πάμε σύντομα;
Ερμιόνη: Ό,τι πει ο Μεγαλοδύναμος, Ελενίτσα μου. Ό,τι πει…
Ελένη: Κατάλαβα, γιαγιά Ερμιόνη. Ζήσε Μάη μου, να φας τριφύλλι…
Ερμιόνη: Πάρε τον λόγο σου πίσω, καλό μου…
Ελένη: Γιατί; Ψέματα είναι, γιαγιούλα μου;
Ερμιόνη: (Μασώντας τα λόγια της.) Ψέματα… Αλήθεια… Ό,τι πει ο Θεός… (Κουνώντας με προβληματισμό και απόγνωση την κεφαλή της, αποτραβιέται στα ενδότερα.)
Σμαρώ: (Με ολοφάνερο προβληματισμό και περίσκεψη.) Τι θα τρώει ο καημενούλης μου ο Νίνο, το γατουλάκι μου, μόνος κι έρημος στο αραχνιασμένο μας σπιτικό στην Πατρίδα;
Αντρίκος: Τι θα τρώει, Σμάρω; Μα τα πόδια του, ανόητη! Τα…
Σμαρώ: Κουκί ήτανε το άμοιρο, μα τώρα…
Αντρίκος: Σαν εμείς… Φτώχεια, αναφαγιά και… πρόγκα! Πρό – γκα!…
Σμαρώ: Άχου, το χρυσούλι μου. Δεν το αντέχω, Θε μου. Δεν…
Αντρίκος: Σμαρώ, τα γιατιά είναι εφτάψυχα!
Σμαρώ: (Το χαϊδεύει νοερά.) Άχου, το πουπουλένιο του δερματάκι!...
Αντρίκος: Αλίμονο σε μας, Σμαρώ μου, που μέρα με τη μέρα σβήνουμε από την πείνα και την ελονοσία, ανόητη!...
Σμαρώ: Άπονε!
Μυρσίνη: Πείνα, Αντρίκο μου! Πείνα! (Δείχνει τι τραβά η κοιλιά της.) Και τα γατιά…
Αντρίκος: Πετσί και κόκαλο έγινες, Μυρσινάκι μου! Έρεψες, ρε φιλενάδα! Ερε…
Λευτεράκης: (Περιστρέφοντας το χέρι του για να δείξει το μέγεθος της ομορφιάς της και την κανονικότητα του βάρους της.) Και ήσουν στην Πατρίδα!...
Αντρίκος: Μπουκιά και συχώριο! Ε. Λευτεράκη;
Μυρσίνη: (Χιμά επάνω τους σαν άγριο γατί, να τους βγάλει τα μάτια.) Άιντε, να μου χαθείτε, παλιόπαιδα!...
Λευτεράκης: Ε, εεε…
Ερμιόνη: Ε, παιδιά, ήρεμα. Σας έφερα να φάτε μία πλακόπιτα, που σας έφτιαξα με τη φούχτα αλεύρι…(Αυτά κάνουν ένα γύρο με τα χέρια τους προς τα επάνω και το στοματάκι τους ανοιχτό σαν τους νεοσσούς, που αντικρίζουν τον ερχομό της μητέρας τους στη φωλιά. Η Γιαγιά Ερμιόνη κόβει κομμάτια το ζυμωτό και τους το μοιράζει.)
Ντίνος: Κι εμένα, γιαγιά.
Ερμιόνη: Πρώτα τα ξενάκια, ογλούμ.
Αντρίκος: (Χοροπηδώντας ρυθμικά.) Ογλούμ, ογλούμ, γιε μ’, μπλουμ μπλουμ!
Όλα τα παιδιά μαζί: (Χοροπηδώντας ομοίως και πιασμένα χέρι χέρι.) Ογλούμ, ογλούμ, γιε μ’, μπλουμ μπλουμ!
Ντίνος: (Ξάφνου, απομακρύνεται από τα άλλα παιδιά, ψάχνει τις τσέπες του και απευθύνεται στη γιαγιά του.) Γιαγιά, έχεις γράμμα.
Ερμιόνη: Γράμμα;
Ντίνος: Ναι, γιαγιά, γράμμα. Από την Τουρκιά.
Ερμιόνη: Να δω, γιε μ’. (Της το δίνει. Το ερευνά.) Ω, Θε μου! (Το αγκαλιάζει και το φιλά στοργικά.) Από την Πελαγία μας!
Ντίνος: Ποια, γιαγιά; Την αδερφή σου;
Ερμιόνη: Ναι, γιε μ’.
Ντίνος: Αααα…
Ελένη: Πώς θα τα περνάει, γιαγιάκα, μόνη της μ’ άντρα της έναν μουστακαλή Τούρκο Αξιωματικό!...
Ερμιόνη: Σουτ. Όχι Τούρκος. Άντρας της. Άνθρωπός της, γιε μ’!
Ελένη: Μα, γιαγιάκα…
Ερμιόνη: Όλοι οι άνθρωποι ίδιοι! Ίδιοι καημοί, ίδια βάσανα, κόρη μου! Η μοίρα το ήφερε… (Το γράμμα το κρατά ως εικόνισμα. Το ανοίγει αργά, φοβούμενη πως θα πονέσει. Το διαβάζει λαίμαργα και το ποτίζει με τα δάκρυά της. Την ίδια ώρα η εγγονή την παρακολουθεί άναυδη, ενώ τα υπόλοιπα παιδιά κάθονται οκλαδόν γύρω της και χάσκουν αμίλητα.)
Ελένη: (Με άφατη περιέργεια.) Τι λέει, γιαγιούλα μου; Τι γράφ…
Ερμιόνη: Είναι μια χαρά! Μας φιλά όλους και μας περιμένει στην Πατρίδα!
Ελένη: Αχ, γιαγιάκα μου, πότε θα γυρίσουμε στην Πατρίδα;
Ερμιόνη: Όταν δώσει ο Άγιος Τρύφωνάς μας, Ελενίτσα μου.
Ελένη: (Απογοητευμένη.) Κατάλαβα. Πο – τέ…
Ερμιόνη: Άπιστε Θωμά…
Ντίνος: (Είναι όρθιος τώρα. Τα άλλα παιδιά τραβιούνται στο ένα άκρο της σκηνής και παίζουν με τους βόλους ή τις Καμάρες ή κάποιο άλλο παραδοσιακό παιχνίδι. Ο Ντίνος πειρακτικά προς τη γιαγιά του:) Καλά, γιαγιά. Ρίξε τώρα τον παρά για τα ταχυδρομικά και άσε τον… Θωμά!
Ερμιόνη: Αν είχα!... Την καρδιά μου, γιόκα μου! (Παρασταίνοντας πως του τη δίνει ευχαρίστως. Άλλωστε, αυτή είναι τα υπάρχοντά της όλα.) Την καρδιά μου!...
Ντίνος: Καλά, γιαγιά. Παίρνω τα παιδιά και χαλνώ τη γειτονιά!
Ερμιόνη: (Καθώς απομακρύνονται τα παιδιά, πλην της Ελένης, που παραμένει κοντά της, τα κοιτάζει και μονολογεί:) Αχ, ρε Ντίνο! Αχ, ρε Ντίνο!...
Ελένη: (Παίρνει τη γιαγιά της από το χέρι. Βολεύονται σε δυο από τα επί σκηνής καθίσματα.) Γιαγιάκα μου χρυσή, θα μου πεις την ιστορία σου;
Ερμιόνη: (Σκεφτική. Ονειροπόλα.) Ποια ιστορία, χρυσό μου;
Ελένη: Από κείνες τις παλιές, γιαγιάκα μου: Για τους Μεγαλέξαντρούς μας, για τους Μαρμαρωμένους Βασιλείς, τις Γοργόνες και την κυρα-Δέσποινά μας!...
Ερμιόνη: Ελενίτσα μου! (Και της σφίγγει το προσωπάκι της με τα δυο της τα ροζιασμένα χέρια.)
Ελένη: Που για απέραντους χρόνους δίνανε τροφή και ανάσες ζωής στο Γένος!
Ερμιόνη: Αχ, κόρη μου! (Τη χαϊδολογάει.) Ο τόπος μας ήτανε όμορφος! Πολύ όμορφος και πολλοί τον λιμπιστήκανε να τόνε κάνουνε δικό τους! Μα έβγαζε γενναία παλικάρια, που πάλευαν τους κουρσάρους και δεν τους επέτρεπαν να γυμνώσουν την τιμή του, τους ανθρώπους του, την ομορφιά και τα έχητά του! Και πάλεψαν με ούλα τα στοιχειά του ντουνιά τα γενναία μας παλικάρια! Και έβγαιναν νικητές, γιατί τα πότιζαν με αθάνατο νερό οι Γοργόνες του Αιγαίου και του Ελλησπόντου μας! Και γίνονταν νέοι Μεγαλέξαντροι και νέοι Ηρακλειδείς! Δε δείλιαζαν ποτές και στέκονταν στα Μαρμαρένια Αλώνια να πολεμήσουν το κακό σαν τους Ακρίτες μας στα χρόνια τα βυζαντινά! Ήτανε οι ακοίμητοι φρουροί και φύλακες Αγγέλοι μας με δίστομες ρομφαίες στις χέρες τους να κόψουν πέρα το κακό!...
Κι όταν σε χρόνους δύσκολους, σκοτεινούς, ήρθανε τα στίφη των Αγαρηνών και των Χατζάρων, που πνίξανε στο αίμα και την ατίμωση τη Ρωμιοσύνη, ο βασιλιάς μας ο κυρ Κωνσταντής Παλαιολόγος μαρμάρωσε στης Πόλης μας τα σπλάχνα και αιώνες τώρα περιμένει ακίνητος κι ακοίμητος σε σμαραγδένιο σπήλαιο την ώρα του Σηκωμού!
Και σαν έλθει η ευλογημένη ετούτη ώρα, θα τινάξει φτέρουγα χρυσά και πα σε άτι ολόλευκο θα πολεμά τα Αγαρηνά με δίπλα του μυριάδες Ελληνόπουλα, παλεύοντας να φύγει πέρα η Τουρκιά στις στέπες των Μογγόλων, να πάρουμε την Πόλη μας, τα κάστρα μας και την Αγια-Σοφιά!...
Ελένη: Και πότε θα ’ρθει εκείνη η Μεγάλη Μέρα, γιαγιά Ερμιόνη;
Ερμιόνη: Χμ… Ε, έτσι λέγουν οι ιστορίες, κόρη μου… Έτσι…
Ελένη: Έτσι… (Σκεφτική για λίγο. Αμέσως μετά, αγκαλιάζει και φιλά της γιαγιά της, λέγοντας συνάμα:) Θα μου τραγουδήσεις και τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά, γιαγιούλα μου;
Ερμιόνη: Βεβαίως, κόρη μου. Βεβαίως…
Μαρμαρωμένος Βασιλιάς [Των Πυθαγόρα-Καλδάρα]
Έστειλα δυο πουλιά στην Κόκκινη Μηλιά
που λένε τα γραμμένα,
το ’να σκοτώθηκε, τ’ άλλο λαβώθηκε
δε γύρισε κανένα.
Για τον μαρμαρωμένο βασιλιά
ούτε φωνή ούτε λαλιά.
τον τραγουδάει όμως στα παιδιά,
σαν παραμύθι η γιαγιά.
Έστειλα δυο πουλιά στην Κόκκινη Μηλιά
που λένε τα γραμμένα,
το ’να σκοτώθηκε, τ’ άλλο λαβώθηκε
δε γύρισε κανένα.
Ελένη: Να σε φιλήσω, γιαγιάκα μου!
Ερμιόνη: Κόρη μου!
Ελένη: Γιαγιάκα μου, εσύ που είσαι τόσο καλή, θα μπορούσες να μου πεις και τη δική σου ιστορία;
Ερμιόνη: Τι τα σκαλίζεις, μωρό μου!... Δύσκολα χρόνια…
Ελένη: (Παρακαλεστά.) Έλα, γιαγιάκα μου! Σε παρακαλώ…
Ερμιόνη: Πώς να σου αρνηθώ, γαλίφα μου…
Ελένη: (Τη ρουφά με φιλιά.)
Ερμιόνη: Άκου, κόρη μου. Στον πρώτο διωγμό, το ’14, μας τράβηξαν στην Προύσα, στο Μιχαλίτσι, χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο μας… Τέσσερα χρόνια ξεριζωμός! Πείνα, ψείρα, κακουχίες, τύφος, στέγη μας ο ουρανός, επιθέσεις από συμμορίες ατάκτων, φόνοι, εξευτελισμοί… Άστα, κόρη μου, άστα…
Με το τέλος του Μεγάλου Πολέμου, όσοι αντέξαμε, γυρίσαμε πίσω, στη Πατρίδα, στη Λάμψακό μας! Οι άλλοι… Κι ο πατέρας μου… Χαμένος για πάντα...
Ε, τον άλλο χρόνο, Μάη του ’19, να σου και ο ελληνικός στρατός στην Ιωνία, στην Πατρίδα! Είπαμε, πάνε τα ψέματα. Ήρθε ο Ήλιος και η Λευτεριά! Πέσαμε με τα μούτρα. Αναστήσαμε τα νοικοκυριά μας!...
Από την άλλη, οι συμπατριώτες Τούρκοι άλλαξαν. Αγρίεψε το μάτι τους. Σκύλιασαν. Πάνε οι καρντασιές! Γενάρη του ’20, του Αγίου Αντωνίου ανήμερα. Άνεμος δυνατός. Περιμένουν τη στιγμή, που φυσάει προς τον Ρωμιομαχαλά. Βάζουν φωτιά. Όλα μας τα κάναν ρημαδιό… Και νέο πάλεμα!... Φτου κι απ’ την αρχή… Πέσαμε με τα μούτρα στη δουλειά. Ο τόπος άνθισε και πάλι!...
Φτάνει και το Εικοσιδυό. Πέντε γυναίκες μοναχές στο σπιτικό: η νενέ Ασήμω, η άμια Μελισσάνθη, το Μαργάκι μας, η Πελαγία μας στα δεκαεννιά της, κι εγώ…
Ελένη: Γιαγιάκα μου!
Ερμιόνη: Ξάφνου, πεθαίνει η άμια Μελισσάνθη κι από κοντά το Μαργάκι μας… Έρχεται κι ένας Τούρκος Αξιωματικός, μαγεύει την Πελαγία μας, την κάνει γυναίκα του… Κι από κοντά, ο ξεριζωμός. Πρώτη στάση η Θεσσαλονίκη. Νέο θανατικό… (Διαρκώς κομπιάζει, της έρχονται λυγμοί και δάκρυα. Συγκρατιέται όσο μπορεί για να μην πληγώσει την εγγονή της.) Πάει και η νενέ Ασήμω, η γιαγιά μου… Κι εγώ μόνη πια… Μια παιδοπούλα παντέρημη… Σ’ έναν τόπο ξένο και αλαργικό…
Ελένη: Αχ, Γιαγιάκα μου, πόσο σε πονώ!
Ερμιόνη: Κόρη μου! (Παίρνει το προσωπάκι της και το σφίγγει ανάμεσα στις παλάμες της.) Από εκεί, μας τραβούν στην Αθήνα και έπειτα από καιρό καταλήγω σε κάτι συγγενείς δίπλα στο κανάλι του Ευρίπου… Πέρασε κι άλλος καιρός, ώσπου το ’25 μας δώσανε κλήρο και δυο κάμαρες σπίτι εδώ στα Μακρυχώραφα της Νέας μας Λαμψάκου… Κι ο χρόνος έρρεε… Φτιάχνω σπιτικό… Παντρεύομαι… Μα, πάνω στον πρώτο μας χρόνο πάει και ο στύλος του σπιτιού μου, ο σύζυγός μου ο Θάνος…
Ελένη: Πώπω, γιαγιάκα μου!
Ερμιόνη: Κόρη μου! (Παίρνει και πάλι το προσωπάκι της και το σφίγγει ανάμεσα στις παλάμες της.) Μετά από δυο τρία χρόνια νέο προξενιό… Μ’ έναν πολυφαμελίτη, φτωχό θαλασσινό, τον Νότη. Δέχτηκα αμέσως, να στηριχτώ… Μου αραδιάζει το’ να παιδί μετά το άλλο κι ενώ πηγαίνουμε για το τρίτο, έρχονται τα δίδυμα: ο πατέρας σου ο Θάμπος και…
Ελένη: Το άλλο;
Ερμιόνη: Ως τότε, φτωχά ζούσαμε, θεόφτωχα, μα ήμαστε καλά!... Μα γρήγορα, άλλη συφορά! Πάει και ο Νότης μου, τον πήρε η θάλασσα… Τώρα, πώς να μεγαλώσω τα τέσσερα ορφανά; Πώς;…
Ελένη: Πώς να τα μεγαλώσεις, γιαγιά μου!… Πώς!…
Ερμιόνη: Ε, γιε μ’, πάνω στην απόγνωση με πείθουν και δίνω το ένα από τα δίδυμα στην Αθήνα για υιοθεσία. Από τότε πάει, χαθήκανε τα ίχνη του… Κι ο Θάμπος, ο πατέρας σου, όλο και να τον ψάχνει σαν τρελός!… Μα πού να τον έβρει ο δόλιος!…
Ελένη: Άχου, το καημενούλι σε ποια χεράκια να έπεσε, γιαγιάκα μου;
Ερμιόνη: Με τον καημό του θα φύγω, κόρη μου!… Εχ,…
Ελένη: Πολύ σε αγαπώ, γιαγιάκα μου. Πολύ!
Ερμιόνη: Κι εγώ, Λενίτσα μου. Κι εγώ.
Ελένη: Τι τράβηξες, γιαγιάκα!
Ερμιόνη: Πώς τα ’βγαλα πέρα!…
Ελένη: Πώς, γιαγιάκα;
Ερμιόνη: Ξενοδούλευα, ξενοδούλευα… Άφηνα πέντε δεκάρες στην πεθερά μου, να ταγίσει τα μωρά και κείνη τα ’κανε κρασί, μπεκρούλιαζε…
Ελένη: Και τα παιδιά;
Ερμιόνη: Νηστικά, κόρη μου, νηστικά!… Με τζίτζιφα και μούρα την ψευτοβγάζανε και κανά ξεροκόμματο, που τους πρόσφεραν οι γειτόνοι…
Ελένη: Κι ο πόνος σου, γιαγιά;
Ερμιόνη: Εχ, ο πόνος μου!… Εχ,… (Βαριαναστενάζει. Παίρνει βήμα αργό και με σκυφτό το κεφάλι, τραβά στο παρασκήνιο. Πίσω της ακολουθεί η Ελένη.) Εχ, κόρη μου…
Κλείσιμο αυλαίας



























Σ Κ Η Ν Η 5η Ερωτικά μπερδέματα

ΠΡΟΣΩΠΑ: Ροδάνθη, Πασίνα, Δανάη, Ιορδάνης
(Η σκηνή άδεια. Έρχεται φουριόζα και τρεχάτη η Πασίνα.)
Πασίνα: Ροδάνθη. Ε, Ροδάνθη!… Πού ’σαι, καλέ μορφονιά;
Ροδάνθη: (Βγαίνει αναστατωμένη.) Τι έπαθες και φωνάζεις, κορίτσι μου;
Πασίνα: Νέα, Ροδάνθη μου. Νέα…
Ροδάνθη: Σαν τι νέα, ρε Πασίνα;
Πασίνα: Από πού θες να ξεκινήσω, Ρόδη μου;
Ροδάνθη: (Αδιάφορα.) Ξέρ’ ’γώ… (Μετά από λίγο.) Απ’ όπου νομίζεις…
Πασίνα: Ε, άκου, Ροδάνθη. Η… Τρυφωνία πάει!...
Ροδάνθη: Πάει;
Πασίνα: Ναι, πάει.
Ροδάνθη: Πού;
Πασίνα: Στο τρελάδικο.
Ροδάνθη: Στο τρελάδικο;
Πασίνα: Ναι, Ρόδη. Χάζεψε.
Ροδάνθη: Πώς;
Πασίνα: Μα για το Λευτεράκη της, κοπέλα μου.
Ροδάνθη: Αχ, η έρημη!…
Πασίνα: Δεν άντεξε το χαμό του, και…
Ροδάνθη: Τι τρυφερή και αγνή ψυχούλα!…
Πασίνα: Σκιαζόταν όλο το χαμό του, και…
Ροδάνθη: Άχου, το φτωχό!…
Πασίνα: Και το χαμό της Λευτεριάς, και…
Ροδάνθη: Η Ελληνοπούλα!…
Πασίνα: Και το μακέλεμα της Σμύρνης, και…
Ροδάνθη: Δεν το χωράει νους ανθρώπου!…
Πασίνα: Μακέλεψαν τον κοσμάκη, και…
Ροδάνθη: Φύλλο ζωντανό δεν άφηκαν!…
Πασίνα: Τι φωτιά ήτανε αυτή, ρε Ροδάνθη!…
Ροδάνθη: Πυρπόλησαν την ομορφιά και τη ζωή!…
Πασίνα: Στάχτη και μπούρμπερη ούλα!…
Ροδάνθη: Φωτιά στη μνήμη, στον πολιτισμό, στην ανθρωπιά!…
Πασίνα: Ναι… Ναι… Τό – τε… Μα, τώρα…
Ροδάνθη: Τώ – ρα;
Πασίνα: Τώρα, καίγεσαι εσύ, Ρόδη μου!…
Ροδάνθη: Καίγομαι;
Πασίνα: Ναι, από δυο μεριές.
Ροδάνθη: Από δυο μεριές;
Πασίνα: Ενδυμίων και… Ιορδάνης.
Ροδάνθη: Ε, τι τα σκαλίζεις. Το πήρα απόφαση. Η καρδιά μου με οδηγεί…
Πασίνα: Στον Ιορδάνη!
Ροδάνθη: Νομίζεις…
Πασίνα: Νομίζω.
Ροδάνθη: Λαθεύεις. Ουρανός μου ο Ενδυμίων μου!
Πασίνα: Σι – γά.
Ροδάνθη: Σί – γου – ρα.
Πασίνα: Το σκέφτηκες καλά;
Ροδάνθη: Βεβαίως. Τ’ ομολόγησα και των δικώνε μου.
Πασίνα: Τ’ ομολόγησες;
Ροδάνθη: Φυ – σι – κά.
Πασίνα: Και πώς το πήραν;
Ροδάνθη: Εεεεε,… Κα – λά.
Πασίνα: Δηλαδή, ο Ιορδάνης…
Ροδάνθη: Ξέχασέ το.
Πασίνα: Νομίζεις…
Ροδάνθη: Σύντομα θα έρθει η ώρα η καλή!
Πασίνα: (Δείχνοντας τον Ιορδάνη, που έρχεται από το βάθος του δρόμου.) Ναι… Έφτασε… (Και στρεφόμενη προς τον Ιορδάνη.) Καλώς τον Ιορδάνη μας. Καλώς τον. Πάνω στην ώρα έφτασες, αγόρι μου.
Ιορδάνης: Γεια σας, κορίτσια.
Πασίνα: (Όλο γλύκες.) Γεια σου, Ιορδάνη μου. (Και πλησιάζοντας τη Ροδάνθη που έχει αποτραβηχτεί σε μια γωνιά και στέκεται με κατεβασμένο το κεφάλι.) Μίλα, ρε Ροδάνθη, στο παλικάρι. Τι μουγκάθηκες, κοπέλα μου;
Ροδάνθη: Ανόρεκτα. Γεια σου, Ιορδάνη.
Ιορδάνης: (Την πλησιάζει. Της δίνει το χέρι του.) Γεια σου, Ροδούλα μου. Γεια σου.
Ροδάνθη: Όχι, και Ροδούλα σου, Ιορδάνη. Όχι και Ροδούλα σου…
Ιορδάνης: Γιατί με πληγώνεις, κορίτσι μου;
Ροδάνθη: Έχω αλλού δώσει την καρδιά μου.
Ιορδάνης: Γιατί, πριγκίπισσά μου;
Ροδάνθη: Γιατί εκεί χτύπησε δυνατά.
Ιορδάνης: Δεν έχω ελπίδα;
Ροδάνθη: Φυσικά.
Πασίνα: Τι ‘‘φυσικά’’, ρε Ρόδη μου;
Ροδάνθη: Φυσικά… Να, φυσικά…
Ιορδάνης: Σε αγαπώ, Ροδάνθη μου!
Ροδάνθη: Ναι, αλλά…
Ιορδάνης: Βασίλισσα θα σ’ έχω!
Ροδάνθη: Δόθηκα αλλού, Ιορδάνη. Εννόησέ το.
Ιορδάνης: (Πέφτει στα πόδια της.) Σκλάβος σου θα γίνω, μάτια μου!
Δανάη: (Εισερχόμενη.) Γεια σας, παιδιά.
Ροδάνθη: Καλώς μας ήρθες, Δανάη μου.
Δανάη: Καλώς σας βρήκα, παιδιά!
Πασίνα: Καλώς να βοηθήσεις, Δανάη μας.
Δανάη: Σε τι;
Πασίνα: Μα, στο προξενιό.
Δανάη: Τίνος;
Πασίνα: (Δείχνοντας τη Ροδάνθη και τον Ιορδαάνη.) Των παιδιών, ρε κουτό.
Δανάη: Των παιδιών;
Πασίνα: Και γιατί απορείς;
Δανάη: Γιατί είναι κλεισμένο το κορίτσι.
Πασίνα: Σε μπουντρούμι;
Δανάη: Άσε μας, καλέ. Αφού ξέρεις…
Πασίνα: Ε, και…
Δανάη: Τι ‘‘Ε, και’’, ρε φιλενάδα;
Πασίνα: (Δείχνοντας τον Ιορδάνη.) Το παιδί την αγαπά.
Δανάη: Ο Ενδυμίωνας τη λατρεύει.
Πασίνα: Ο Ιορδάνης αρχόντισσα θα την έχει.
Δανάη: Με ψείρες;
Πασίνα: Με τα έχη του! Με τα μπράτσα του!
Δανάη: Κα – λά. Προς τη Ροδάνθη. Κι εσύ τι λες, Ρόδη μου;
Ροδάνθη: Έκλεισα.
Δανάη: Τελειωμένο;
Ροδάνθη: Τα κουβεντιάσαμε…
Δανάη: Ωραία.
Ροδάνθη: Το ’πα και των δικώνε μου…
Δανάη: Εντάξει;
Ροδάνθη: Σύμφωνοι.
Δανάη: (Προς τους άλλους δυο.) Λοιπόν, παιδιά, δε γίνεται τίποτε.
Πασίνα: (Νευρικά και με νόημα.) Γίνεται.
Δανάη: Πώς;
Πασίνα: Θα… δεις… (Και τραβώντας τον Ιορδάνη από το χέρι.) Έλα, πάμε, και…
Ιορδάνης: (Φεύγοντας, στρέφει τη ματιά του προς τα πίσω. Την κοιτάζει λάγνα, περιπαθώς.) Ροδούλα, θα το μετανιώσεις πικρά. Έννοια σου…
(Οι δυο κοπέλες περπατούν αμίλητες νευρικά και αμήχανα επί σκηνής. Φοβούνται μην έχει κατά νου κάποιο κακό.)

Κλείσιμο αυλαίας



Σ Κ Η Ν Η 6η Ουζερί Η Νέα Λάμψακος

ΠΡΟΣΩΠΑ: Ερμιόνη, Θάμπος, Δόμνα, Φιλόλαος Ευρίπου, Ηλίας Λεβάντας, Δάντης Ακταίος
( Η Δόμνα με τον Θάμπο βγάζουν δυο τρία τραπεζάκια έξω. Τακτοποιούν τον χώρο. Σενιάρουν την πρόσοψη, αποκαλύπτοντας το σκηνικό που παριστάνει το εξωτερικό μέρος ενός σπιτιού της παλιάς εποχής. Τοποθετούν και την ταμπέλα «Ουζερί Η Νέα Λάμψακος».)
Θάμπος: Γυναίκα, κούκλα το έκανες!
Δόμνα: Το σενιάρισα όπως μπορούσα, Θάμπο μου…
Θάμπος: Χρυσοχέρα μου!…
Δόμνα: Το κατά δύναμιν…
Θάμπος: Βρε, πρώτο το έκανες! Πρώτο!
Δόμνα: Μα είναι και το πρώτο που ανοίγει στη Νέα Πατρίδα, Θάμπο μου!
Θάμπος: Το πρώτο και το καλύτερο! (Και διαλαλώντας:) Ε, πατριώτες! Ε, πατριώτες, τρέξτε στου Θάμπου τη γωνιά, στην ουζερί ‘‘Η Νέα Λάμψακος’’! (Στη στιγμή εμφανίζεται ο Ηλίας Λεβάντας.)
Ηλίας: Βρε Θάμπο, τι βλέπω!… Μας θάμπωσες πάλι, ρε πατριώτη!
Θάμπος: Άμα πιεις, Ηλία Λεβάντα, ουζάκι από του Θάμπου το σταμνί,
ο νους σου θα πλέκει κόσμους ‘‘αλλοτινούς’’!
Ηλίας: (Δείχνοντας και τον πίνακά του που κρατά παραμάσχαλα.) Βοηθάει και την τέχνη, Θάμπο μου;
Θάμπος: Ούλα τα βοηθάει, ρε Λεβάντα! Ούλα!
Ηλίας: Ε, τότε, ρε Θάμπο Γιαλέ, βάλε ένα.
Θάμπος: Εεεεεφταααασεεεε. (Του το σερβίρει και απευθύνεται προς τη γυναίκα του.) Ε, Δόμνα. Βάλε και δυο χτένια.
Δόμνα: Τρέχω, Θάμπο μου. (Τα φέρνει στη στιγμή.)
Ηλίας: Άιντε, στην υγειά σας και καλές δουλειές, πατριώτες!
Θάμπος και Δόμνα: Ευχαριστούμε, πατριώτη! Ευχαριστούμε!
Ηλίας: Άιντε, και καλή Πατρίδα!
Δόμνα: Δώσε, Παναγία μου! Δώ – σε!…
Θάμπος: Βρε Ηλία Λεβάντα, να σε ρωτήξω κάτι;
Ηλίας: Και δεν το ρωτάς, Θάμπο μου…
Θάμπος: Τα ’ργαλεία που κρατάς στο ζερβί, τι τα κάνεις;
Ηλίας: Βαφτικά, βρε Γιαλέ. Βαφτικά…
Θάμπος: Δηλαδής;
Ηλίας: Βάφω το πανί…
Θάμπος: Το πανί;
Ηλίας: Ναι, το πανί. Φτιάχνω πίνακες…
Θάμπος: Πίνακες;
Ηλίας: Πίνακες. Ζωγραφικής…
Θάμπος: Τι μου λες, βρε πατριώτη!
Ηλίας: Θαμπώθηκες, πάλι Θάμπο μου!
Θάμπος: Εεεε… Να δω λίγο, βρε Ηλία;
Ηλίας: Ορίστε. Δικός σου.
Θάμπος: (Τον περιεργάζεται με θαυμασμό.) Μπράβο, Ηλία, μεγαλεία!
Ηλίας: Σ’ αρέσει;
Θάμπος: Εδώ που τα λέμε… Πρώτο! Πρώτο!
Ηλίας: Το κατά δύναμιν…
Θάμπος: Από ’δώ και πέρα η γωνιά αυτή του μαγαζιού δική σου.
Ηλίας: Δική μου;
Θάμπος: Δική σου. Να ζωγραφίζεις. Να ομορφαίνεις τον τόπο!
Ηλίας: Να ομορφαίνω…
Θάμπος: Με ύμνους τραγουδιστούς και καλλιτεχνήματα ‘‘Ηλιακά’’!
Ηλίας: Ηλιακά;
Θάμπος: Ναι… Δηλαδής… Ξέρεις εσύ…
Ηλίας: Κα – λά.
Θάμπος: Θα ’σαι η σημαία του μαγαζιού!
Δάντης: (Εμφανίζεται τραγουδώντας το άσμα Τα σμυρνέικα τραγούδια των Ηλία Κατσούλη και Παντελή Θαλασσινού:)
«Μουτζουρωμένο το γυαλί
μα πίσω απ’ τους καπνούς του
βλέπει ο Θεός το Αϊβαλί
και σταματάει ο νους του
Τα σμυρνέικα τραγούδια
ποιος σου τα `μαθε
να τα λες και να δακρύζεις,
της καρδιάς μου ανθέ
Το καθρεφτάκι σου παλιό
και το μυαλό χαμένο
σε ποιο τα ήπιες καπηλειό
και βγήκες μεθυσμένο
Μουτζουρωμένο το γυαλί
μα πίσω απ’ τους καπνούς του
βλέπει ο Θεός το Αϊβαλί
και σταματάει ο νους του
Τα σμυρνέικα τραγούδια
ποιος σου τα `μαθε
να τα λες και να δακρύζεις
της καρδιάς μου ανθέ»
(Τραγουδούν όλοι μαζί, ως μια παρέα, ακολουθώντας τα λεγόμενα του Δάντη, που ήδη έχει πιάσει κάθισμα. Μάλιστα, παίρνουν στον ίδιο ρυθμό του δημοφιλούς τραγουδιού, να λένε και στίχους τροποποιημένους από τον τροβαδούρο της γειτονιάς τους.)
Όλοι μαζί : Το καθρεφτάκι σου παλιό και το μυαλό χαμένο
με ποιον τα είχες, Κατηνιώ, και βγήκες μεθυσμένο
και βγήκες μεθυσμένο;
Δάντης: Τι βλέπω, πατριώτες; Ουζερί! Ουζερί!
Θάμπος: Ουζερί, βρε Δάντη, όπως στην Πατρίδα, που άλλοι τη βοσκάνε τώρα…
Δάντης: Καλές δουλειές, πατριώτες! Καλές δουλειές!
Θάμπος: Να ’σαι καλά, Πατριώτη. (Και απευθυνόμενος προς τη γυναίκα του.) Ε, Δόμνα, κέρασε και τον Δάντη μας.
Δόμνα: Δράμω, Θάμπο μου.
Θάμπος: Πες και στη νενέ Ερμιόνη να φτιάξει σαγανάκι.
Δόμνα: Ξέρω. Απ’ το καλό! Απ’ το καλό!…
Δάντης: Πολύ καλά το σκέφτηκες, πατριώτη!…
Θάμπος: Αγώνας για την επιβίωση, Δάντη μου.
Δόμνα: (Σερβίρει.) Ορίστε, Δάντη μας.
Δάντης: (Δοκιμάζει στα γρήγορα.) Νοστιμότατα! Γεια στα χέρια σας!
Φιλόλαος: (Στηριζόμενος στο μπαστούνι του, εξαιτίας προβλημάτων στα πόδια του από τις κακουχίες του πολέμου, τον οποίο – αν και μεγάλος – τον υπηρέτησε εθελοντικά για δέκα τόσα χρόνια.) Γεια σας, πατριώτες. Και καλές δουλειές!
Θάμπος: Ευχαριστούμε, μπαρμπα-Φιλόλαε. (Του προσφέρει κάθισμα. Τον βοηθά να καθίσει.) Έλα, κάτσε.
Φιλόλαος: Ναι ’σαι καλά, πατριώτ’.
Θάμπος: Γυναίκα, ποτηράκι στον μπαρμπα-Φιλόλαο.
Δόμνα: Ναι, Θάμπο μου.
Θάμπος: Πώς παν τα κέφια, μπαρμπα-Φιλόλαε;
Φιλόλαος: Πώς να πάνε… Όλο στα παλιά γυρνάνε…
Ηλίας: Σάμπως εμένα… Κι όλο ψάχνω, ψάχνω, ψάχνω…
Φιλόλαος: Εσένα στην αιχμαλωσία, γιε μ’, τρέχουν και μένα στην ’πιστοχώρηση… Τα ’χα και τα χρονάκια μου, αλλά άντεξα…
Ηλίας: (Κουνώντας το κεφάλι του.) Δεκατέσσερις μήνες στη δάγκα του θανάτου!…
Φιλόλαος: Δίχως να ξεύρεις σαν είσαι με τους ζωντανούς ή τους αποθαμένους!…
Ηλίας: Πάνω στον ανθό της νιότης αιχμάλωτος στα χέρια του Τούρκου!…
Φιλόλαος: Φταίμε. Φταίμε κι εμείς…
Ηλίας: Φταίτε…
Φιλόλαος: Στην οπιστοχώρηση σας αφήκαμε γυμνούς στη διάθεση του Τούρκου…
Ηλίας: Εσείς οι πολεμιστάδες!…
Φιλόλαος: Και όπου φύγει φύγει για την Παλιά Ελλάδα…
Ηλίας: Ενώ εμείς…
Φιλόλαος: Όλα προδομένα, παλικάρι μου…
Ηλίας: Ενώ εμείς…
Φιλόλαος: Μόνο οι Εύζωνοι του Πλαστήρα στην ’πιστοχώρηση κράτησαν την τιμή των όπλων και τις ζωές των χριστιανών της Ανατολής!
Ηλίας: Μόνο…
Φιλόλαος: Ενώ οι άλλοι…
Ηλίας: Οι άλλοι…
Φιλόλαος: Όπου φύγει, φύγει…
(Ο Θάμπος στέκει αποσβολωμένος τηρώντας τα χάη. Η Δόμνα συγυρίζει. Ο Δάντης ακούει προσεκτικά, κάνοντας μορφασμούς.)
Ηλίας; Όλα στημένα…
Φιλόλαος: Όλα στημένα…
Ηλίας: Αναζητώ τα αίτια…
Φιλόλαος: Βρίσκεις; Βρίσκεις;
Ηλίας: (Τραβώντας κάτι χαρτιά από τον κόρφο του.) Να…
Φιλόλαος: Τι ’ναι, μπρε Ηλία;
Ηλίας: Έγγραφα. Ντοκουμέντα…
Φιλόλαος: Δηλαδής;
Ηλίας: Τα αποδεικτικά του εγκλήματος!…
Φιλόλαος: Του εγκλήματος…
Ηλίας: Διαβάζεις και φρίττεις!…
Φιλόλαος: Φρίττεις…
Ηλίας: Ναι. Άκου, μπαρμπα-Φιλόλαε Ευρίπου, Παλιοελλαδίτη εθελοντή φαντάρε στο Μικρασιατικό Μέτωπο!…
Φιλόλαος: Ακούω, λεβέντη μου. Ακούω, που να μην άκουα…
Θάμπος: (Τρέχει και στέκεται πάνωθέ τους.) Δυνατά, μωρέ, ν’ ακούμε κι εμείς… Να ξεστραβωθούμε, μωρέ…
Ηλίας: Ακούστε, πατριώτες, και φρίξτε.
Δάντης: (Σιάχνει την καρέκλα του. Τινάζει τα μάτια του.) Ακούμε, Λεβάντα μου. Ακούμε.
Ηλίας: Λίγες μέρες πριν την Καταστροφή. Γεώργιος Παπανδρέου. Έπαρχος Λέσβου. Προς τον ύπατο αρμοστή Σμύρνης Αριστείδη Στεργιάδη: «Γιατί, κύριε Στεργιάδη, δεν ειδοποιείτε τον κόσμο να φύγει, να σωθεί;» Και ο Στεργιάδης: «Να φύγει; Ποτέ! Καλύτερα να μείνουν εδώ, να τους σφάξει ο Κεμάλ, παρά να πάνε στην Αθήνα ν’ ανατρέψουν τα πάντα!»
Φιλόλαος: Τι λες, ρε παιδάκι μου;
Ηλίας: Όχι, εγώ. Τα κιτάπια, μπαρμπα-Φιλόθεε. Τα κιτάπια…
Φιλόλαος: Τα κιτά…
Ηλίας: «Σάββατο 27 Αυγούστου του ’22. Εκείνο το θαμπό και περίλυπο πρωινό, ενώ οι Τσέτες κατακρεουργούσαν την Ελληνική Σμύρνη και οι αρχές της πόλης είχανε πάρει των ομματιών τους, ο υπουργός Στράτος τηλεγραφούσε εξ Αθηνών: ‘‘Ο σμυρναϊκός λαός να μην ανησυχεί. Ο ελληνικός στρατός ουδέποτε θα εγκαταλείψει τη Μικρά Ασία.’’»
Θάμπος: Χάσκων. Ου – δέ – πο – τε…
Φιλόλαος: «Κι εμείς μια φούχτα φαντάρων, ‘‘Ένα δείγμα Ελλήνων φαντάρων’’ με ρούχα κουρελιασμένα και λεροί το προηγούμενο βράδυ πνίγαμε την τελευταία μας μικρασιάτικη ανάσα μας στο φεγγαροντυμένο Κιαί της Σμύρνης!…»
Θάμπος: Στο Κιαί…
Φιλόλαος: «Το τελευταίο πικρό βράδυ της ελληνικής Ανατολής!»
Θάμπος: Πικρό βράδυ…
Ηλίας: «Αχ!… Αχ, σαν άρχισε να βραδιάζει, ένα ρόδινο φως – αχ, αυτό το χρυσορόδινο ιωνικό φως –στεφάνωσε ως πέρα τον ορίζοντα και τότες βουνά και θάλασσες έφεγγαν όλα!»
Θάμπος: Έφεγγαν όλα!…
Φιλόλαος: Κι εμείς οι Έλληνες φαντάροι φεύγαμε, φεύγαμε…
Θάμπος: Φευ… Φευ…
Ηλίας: «Όταν την ίδια ώρα χιλιάδες χείλια τρεμούλιαζαν από το παραμιλητό στ’ ακροθαλάσσι της Ιωνίας.»
Θάμπος: Της Ιωνίας…
Ηλίας: «Και μάτια γουρλωμένα, γλαρά, δίχως ζωή, έβλεπαν την ώρα της Δευτέρας Παρουσίας που κατάφτανε!…»
Θάμπος: Κατά…
Ηλίας: Κι ο βασιλιάς Κωνσταντίνος απ’ το πορφυρό παλάτι, που του ’φτιαξαν στο Κορδελιό εν μέσω πολέμου, δήλωνε προς το Ασόσιεντ Πρες, σαν τον ερώτησαν πώς βλέπει τις πολεμικές επιχειρήσεις στο Μέτωπο: «Το μόνο που με ενδιαφέρει, όταν γυρίσω στην Αθήνα, είναι να μου έχει εγκρίνει η Βουλή τα 8.000.000 δρχ., που ζήτησα, γιατί η ζωή έχει ακριβύνει.»
Θάμπος: …Βύνει…
Φιλόλαος: Κι εμείς την ίδια ώρα νηστικοί, κατάκοποι και με μια χούφτα πολεμοφόδια πολεμούσαμε σα σκυλιά να πάρουμε την Άγκυρα!…
Θάμπος: Άγκυρα…
Ηλίας: Κι ο υπουργός στρατιωτικών Θεοτόκης προς τον Άγγλο στρατιωτικό ακόλουθο: «Σε προσκαλώ στις 5 Σεπτεμβρίου στην Άγκυρα, να πιούμε καφέ.»
Θάμπος: Κα – φέ…
Ηλίας: Κι ο πρίγκιπας Ανδρέας, διοικητής του Β΄ Σώματος Στρατού στη Μικρασία, τηλεγραφούσε προς τον Ιωάννη Μεταξά από το Μέτωπο: «Αγαπητέ Γιαννάκη, ο κόσμος εδώ είναι απαίσιος.»
Θάμπος: Απαί…
Ηλίας: «Επικρατεί βενζελισμός ογκώδης.»
Θάμπος: (Ξεροκαταπίνοντας.) Ογκώ…
Ηλίας: «Θα άξιζε πράγματι, ΝΑ ΤΟΥΣ ΠΑΡΑΔΩΣΟΜΕΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΚΕΜΑΛ ΔΙΑ ΝΑ ΤΟΥΣ ΠΕΤΣΟΚΟΨΕΙ όλους αυτούς τους αχρείους, οι οποίοι φέρονται ούτω.»
Θάμπος: Ουουου…. Τοοοο…
Ηλίας: Και ο Δεσπότης Σμύρνης, ο Εθνομάρτυρας Χρυσόστομος, λίγες ώρες προτού η τούρκικη λαίλαπα πλημμυρίσει και κατασπαράξει το χρυσάνθεμο της ελληνικής Ανατολής, τη Σμύρνη, ομολογούσε: «Κλαίω, όχι για την τύχη μου, που την έχω προεξοφλήσει, αδερφέ, μα για τα σβησμένα όνειρα, για τα συντρίμμια της Πατρίδας!… Ο διχασμός έκαμε τη δουλειά του σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια…»
Θάμπος: Με – γα – λο…
Ηλίας: Στιγμές μετά. Τ’ ολόγιομο αυγουστιάτικο φεγγάρι – Αχ, αυτό το φεγγάρι της ελληνικής Ανατολής! – φώτιζε στον λόφο του Γκορτέπε «τις σιλουέτες του Κεμάλ και της ηρωδιάδας του Λατιφέ, ενώ οι φλόγες της πυρκαγιάς κατασπάραζαν τη λαμπρή πολιτεία.»
Θάμπος: Πο – λι…
Ηλίας: «Την ίδια ώρα σ’ ένα ωραίο σπίτι ο νικητής αρχηγός μισός άνθρωπος, μισός Θεός, μια οικοδέσποινα και κάτω στα πόδια τους η ζωή μετέωρη σε μια πόλη υπό εξαφάνιση.»
Θάμπος: Άνιση…
Ηλίας: «Οι πρώτοι ιππείς και οι Τσέτες εισέρχονται στη Σμύρνη. Περικυκλώνουν, μπαίνουν στα σπίτια, βιάζουν, λεηλατούν, σκοτώνουν.»
Θάμπος: Σκοτώ…
Ηλίας: «Με την άφιξη των κανονικών στρατευμάτων αρχίζει το μεγάλο σφαγείο, παρά την υποτακτική συμπεριφορά των καταθλιμμένων Χριστιανών μετά την άτακτη αποχώρηση του ελληνικού στρατού.»
Θάμπος: Στρα…
Φιλόλαος: Διαταγή του νέου αφεντικού της Σμύρνης Νουρεντίν πασά: «Κάθε στρατιώτης να σκοτώσει από τέσσερις ως πέντε Έλληνες για τη δόξα της χώρας μας.»
Θάμπος: Μας… Μας…
Ηλίας: «Ηδύνατο τις βαδίζων επί πτωμάτων (εις την θάλασσαν της Σμύρνης), ως επί ξηράν βαδίζων.» (Π. Καρολίδης)
Θάμπος: Βα… Βα…
Δόμνα: (Θρηνητικά.) Βααβα… Βάι… Βάι… Βάι…
Ηλίας: Κι εμείς στην αιχμαλωσία. Πορείες… Πορείες… Πορείες…
Θάμπος: Πο… Πο… Ποοοο…
Ηλίας: Γυμνοί, ξυπόλητοι, νηστικοί, τυραγνισμένοι…
Θάμπος: Τυρα…
Ηλίας: Κι ο θάνατος τροφαντός! Απλωμένος παντού!…
Θάμπος: Ντου… Ου, ου, ου…
Ηλίας: Ο ‘‘Λευκός θάνατος’’…
Θάμπος: Λευ…
Ηλίας: Πορεία αντίστροφη.
Θάμπος: Αντι…
Ηλίας: «Οι άντρες από 18 ως 60 χρονών θα μεταφέρονται στο εσωτερικό. Δουλειά στα Τάγματα Εργασίας έως θανάτου.»
Θάμπος: Θα –να… (Λυγίζει. Πέφτει κάτω. Τον φροντίζει η Δόμνα.)
Ηλίας: «Το σάπιο εμπόρευμα (τα γυναικόπαιδα), αφού προσκυνά στους τάφους των προγόνων του, κάνει και την τελευταία λειτουργία στην εκκλησία του τόπου του, παίρνει ό,τι πολυτιμότερο διαθέτει, και είτε πεζή είτε με γκαμήλες είτε με αραμπάδες είτε με τρένο γεμάτο ζώα κι ανθρώπους, οι πιο τυχεροί, τραβούν προς τις ακτές της διεκπεραίωσής τους προς την Παλιά Ελλάδα, ταξιδεύοντας για μέρες, εβδομάδες, μήνες…»
Δόμνα: (Θρηνητικά.) Βααβα… Βάι… Βάι… Βάι…
Δάντης: Τι τραβήξαμε!…
Ηλίας: Κι εμείς οι χιλιάδες του αντρικού ελληνικού πληθυσμού της Μικρασίας εκτοπισμένοι μαζικά, τραβούσαμε πορείες ατέλειωτες μπρος πίσω, δίχως προορισμό κι ελπίδα, ρακένδυτοι, ξυπόλητοι, νηστικοί, διψασμένοι στο κατακαλόκαιρο, άρρωστοι, άυπνοι, λεροί και συνάμα βορρά των ατάκτων και των αγριμιών της λαγκάδας…
Δάντης: Τι τραβήξαμε…
Ηλίας: Ο ‘‘Λευκός θάνατος…’’
Δάντης: Κι έφαγε αμέτρητα ελληνικά κορμιά, απολλώνια…
Ηλίας: Στο τελευταίο ταξίδι στα πάτρια της Ελληνικής Ανατολής!…
Δάντης: Το δίχως επιστροφή…
Ηλίας: Μα με προσευχές και ύμνους προς τον Ύψιστο!...
Δάντης: Προσευχές ελπίδας και παρηγόριας…
Ηλίας: «Πλούσιοι εφτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον, ουκ ελατωθήσσονται παντός αγαθού…»
Φιλόλαος: (Που ξάφνου αφυπνίζεται.) «Κάθε δέντρο μας, κάθε βουνό, κάθε πέτρα μας στη Μικρασία έχει να μας πει κάτι από μεγαλείο και δάκρυα!» Τα είδαμε από κοντά… Τα ζήσαμε τρία ολόκληρα χρόνια!....
Δάντης: Μεγαλείο και δάκρυο!
Θάμπος: (Συνέρχεται και τραγουδά το Άμαν, Κατερίνα μου, των Πάνου Τούντα και Στελλάκη Περπινιάδη.)
«Όταν περνώ για να σε ιδώ
αχ πώς με βασανίζεις
έχεις κεφτέδες στη φωτιά
αχ, Κατερίνα μου γλυκιά
και γλυκοτηγανίζεις
Αμάν Κατερίνα μου
κούζουμ Κατερίνα μου
τα παραπονάκια μου θέλω να στα πω
μάτια σαν τα κάστανα
μ’ έβαλαν στα βάσανα
κι όλο από την πόρτα σου θέλω να περνώ
Έχεις τσουκάλι πήλινο
και ψήνεις φασουλάδα
κι εγώ απ’ την λαχτάρα μου
παίζοντας την κιθάρα μου
σου κάνω πατινάδα»
Φτιάχνεις ωραία σκορδαλιά
βάζεις περίσσιο λάδι
η νοστιμιά σου με μεθά
ποθώ εσένα μορφονιά
και του χεριού το χάδι
«Αμάν Κατερίνα μου
κούζουμ Κατερίνα μου
τα παραπονάκια μου θέλω να στα πω
κι όλο από την πόρτα σου θέλω να περνώ»
Φιλόλαος: Έτσι είναι, πατριώτες, η Ρωμιοσύνη: Όλο κατατρεγμοί και βάσανα!…
Ηλίας: Τη Ρωμιοσύνη μην κλαις. Εκεί που πάει να σκύψει…
(Τραγούδι Ρωμιοσύνη, των Γιάννη Ρίτσου και Μίκη Θεοδωράκη. Το τραγουδούν όλοι μαζί, κινούμενοι παράλληλα ρυθμικά, σύμφωνα με τους βηματισμούς του σκοπού.)
«Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις, –εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκαλο, με το λουρί στο σβέρκο
Νάτη πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου.»

Κλείσιμο αυλαίας


















Σ Κ Η Ν Η 7η Η απαγωγή

ΠΡΟΣΩΠΑ: Ενδυμίωνας, Κουκουλοφόροι
(Ο Ενδυμίωνας ανεβαίνει στη σκηνή και τραγουδά το Σ’ ακολουθώ, του Μάνου Λοΐζου. Κατόπιν ξαπλώνει, έχοντας ως προσκέφαλό του έναν βράχο και παίζοντας με τη φλογέρα του μελωδικούς σκοπούς. Ξαφνικά, χιμούν επάνω του οι Κουκουλοφόροι και τον απαγάγουν.)
«Σ’ ακολουθώ στην τσέπη σου γλιστράω
σαν διφραγκάκι τόσο δα μικρό
Σ’ ακολουθώ και ξέρω πως χωράω
μες στο λακκάκι που ‘χεις στο λαιμό
Έλα κράτησέ με και περπάτησέ με
μες στο μαγικό σου το βυθό
πάρε με μαζί σου στο βαθύ φιλί σου
μη μ’ αφήνεις μόνο θα χαθώ
Σ’ ακολουθώ και ξέρω πως χωράω
μες στο λακκάκι που ‘χεις στο λαιμό
Σ’ ακολουθώ και πάνω σου κολλάω
σαν φανελάκι καλοκαιρινό
Σ’ ακολουθώ σ’ αγγίζω και πονάω
κλείνω τα μάτια και σ’ ακολουθώ
Έλα κράτησέ με και περπάτησέ με
μες στο μαγικό σου το βυθό
πάρε με μαζί σου στο βαθύ φιλί σου
μη μ’ αφήνεις μόνο θα χαθώ
Σ’ ακολουθώ σ’ αγγίζω και πονάω
κλείνω τα μάτια και σ’ ακολουθώ»
















Σ Κ Η Ν Η 8η Αναστατώσεις…

ΠΡΟΣΩΠΑ: Θάμπος, Δόμνα, Ηλίας, Δάντης, Πασίνα
(Ο Θάμπος καθισμένος σ’ ένα τραπέζι, ραχατεύει. Η Δόμνα συγυρίζει. Η Πασίνα μπαίνει φουριόζα.)
Πασίνα: Κύριε Θάμπο, Κυρα-Δόμνα…
Θάμπος: (Την κοιτάζει αδιάφορα.) Τιιι τρέχει;
Πασίνα: Ο Ενδυμίωνας…
Θάμπος: Ο Ενδυ…
Δόμνα: (Αναστατωμένη.) Τι έπαθε, γιε μ’;
Πασίνα: Χάθηκε…
Θάμπος: (Πετάγεται επάνω. Απειλητικά.) Τι λες, μωρέ;
Πασίνα: Να… Χάθηκε, κυρ Θάμπο. Χάθη…
Θάμπος: Πώς, μωρέ;
Πασίνα: Έβοσκε το κοπάδι του, και…
Θάμπος: (Χιμά να την πνίξει.) Τι ‘‘Και’’, μωρέ;
Πασίνα: Καιεεε…
Θάμπος: Καιεε;…
Πασίνα: …έγινε άφαντος…
Δόμνα: Δεν άφηκε κανένα σημάδι;
Πασίνα: Τίποτες…
Θάμπος: Τίποτες;
Πασίνα: Τίποτες… Μαααα, πείτε το με τρόπο στη…
Δόμνα: Έννοια σου…
Πασίνα: Φεύγω τώρα και να με συγχωρείτε… Τρέχω για νέα…
Δόμνα: Άμα μάθεις…
Πασίνα: Ξέρω… (Και φεύγει τρέχοντας.)
(Οι Γιαλοί περπατούν νευρικά πάνω κάτω. Ο Ηλίας έρχεται από το βάθος, κρατώντας παραμάσχαλα κάτι κιτρινισμένες φυλλάδες και στο άλλο του χέρι ένα καλάθι μισοτελειωμένο. Τον συντροφεύει ο Δάντης. Πλησιάζοντας το ουζερί, έχοντάς τον και ο Δάντης φθάσει σιμά του, που πίσω τους με βήμα ταχύ ερχόταν, σιγοτραγουδούν τον παραδοσιακό δωδεκανησιώτικο σκοπό Τζιβαέρι. Είναι σκοπός, που ξέρει πως πολύ την οικογένεια Γιαλού συγκινεί.)
Ηλίας και Δάντης: (Τραγουδώντας το Τζιβαέρι.)
«Αχ, η ξενιτιά το χαίρεται, Τζιβαέρι μου,
το μοσχολούλουδό μου
Σιγανά, σιγανά, σιγανά και ταπεινά
Αχ, πανάθεμά σε, ξενιτιά, Τζιβαέρι μου,
και συ και το καλό σου
Σιγανά, σιγανά, σιγανά και ταπεινά
Αχ, εσύ ’σουν που το έκλεψες, Τζιβαέρι μου
με θέλημα δικό σου
Σιγανά, σιγανά, σιγανά και ταπεινά»
(Βλέποντάς τους έτσι νευρικούς και σε απόγνωση, σταματούν απότομα τη μελωδία και ο Δάντης ρωτά το ζεύγος Γιαλού:)
Δάντης: Τι πάθατε, ρε πατρίδα;
Θάμπος: Να…
Δάντης: Τι να, ρε Θάμπο;
Θάμππος: Ο Ενδυ…
Δάντης: Ο Ενδυυυ…;
Θάμπος: Χάθη…
Δάντης: Χάθη…;
Θάμπος: Η Πασίνα…
Δάντης: Α!…
Ηλίας: Κάποιο λάκκο έχ’ η φάβα!…
Θάμπος: Λες;
Ηλίας: Λέω…
Δάντης: Του κάνει πλάτες…
Ηλίας: Του Ιορδάνη…
Δάντης: Δηλαδής;
Ηλίας: Ο Ιορδάνης λιγουρεύεται τη Ροδάνθη σου, και…
Θάμπος: Σοβαρώς;
(Η Δόμνα βαδίζει διαρκώς νευρικά πάνω κάτω, ‘‘τρώγοντας’’ τα ρούχα της. Εν τω μεταξύ, οι δυο θαμώνες του μαγαζιού έχουν πιάσει θέσεις και κάθονται.)
Ηλίας: Και αυτός…
Θάμπος: Κι αυτός;
Ηλίας: Βάζει την Πασίνα να γκρεμίσει το σπιτικό…
Θάμπος: (Χαύνος.) Σπιτι…
Ηλίας: Να πείσει τη Ροδάνθη πως ο Ιορδάνης της πάει…
Θάμπος: Πάει…
Δάντης: Και ότι τρελά την αγαπάει…
Θάμπος: Πάει…
Ηλίας: Ε, κυρα-Δόμνα, βάλε κάτι να πιούμε, να…
Δόμνα: Τι να βάλω, Ηλία;
Ηλίας: Ό,τι έχει το μαγαζί…
Δόμνα: (Σκεφτική. Ερχόμενη από άλλο κόσμο.) Ό,τι έχει το μαγαζί…
(Πηγαίνει μέσα και σε λίγο επιστρέφει με τον δίσκο στα χέρια.)
Θάμπος: Ζει…
Ηλίας: Ζει… (Και στριφογυρίζοντας.) Ε, Θάμπο μου, κάτι πράξανε…
Θάμπος: Δηλαδής, κυρ συγγραφέα μας;
Δάντης: Φονικό;
Θάμπος: Κο… Κοοοο…
Ηλίας: Απαγωγή;
Θάμπος: Γηιιιι, γηιιιι…
Δόμνα: (Ξάφνου ξεσπά.) Κι ετοίμαζα το προικιό της, πατριώωωωτες!...
Ηλίας: Υπομονή.
Δόμνα: (Σε τόνο σχεδόν θρηνητικό.) Και τι θα πω στο κορίτσι μουουουου!…
Ηλίας: Έχει ο καιρός γυρίσματα…
Δόμνα: (Σε τόνο σχεδόν θρηνητικό.) Θα μου λωλαθεί το έρμο, Παναγίαααα μουουουου!…
Δάντης: Είναι Ελληνοπούλα!
Δόμνα: Πούλααααα!…
Δάντης: Θα το αντέξει.
Δόμνα: Δεν έχω να είπω λέεεεξηηηηη!…
Θάμπος: Νέα φωτιά θα βρεεεέξειιιιι!…
Ηλίας: Σάματις, πατριώτες, μέσα από τις στάχτες του ’22 δε βγήκαμε και στήσαμε χωριό!..
Θάμπος: Ωωωω…ριόοοο…
Δάντης: (Πίνοντας και τσουγκρίζοντας τα ποτήρια.) Ε, πατριώτες, στην υγειά σας και όλα θα πάνε καλά!
Δόμνα: Αμήν, Παναγία μου! Βάλε το χεράκι σου, Παναγία μου!
Ηλίας: (Σιγομουρμουρίζει κάποιον σκοπό από ύμνο προς την Παναγία.)
Δάντης: Πατριώτες, μη χάνουμε καιρό.
Θάμπος: Ροοοροοο…
Δάντης: Εμπρός!…
Θάμπος: Γα – μπρός…
Ηλίας: (Αφήνοντας κάποια κέρματα στο τραπέζι.) Έχει ο Θεός!…
Θάμπος: Ωωωωως…
Δάντης: (Τραβώντας τους όλους δίπλα του, αποβαίνοντας μια αγκαλιά.) Άιντε, λοιπόν, να κάνουμε ανάστα το χωριό.
Θάμπος: (Σερνόμενος.) Ο – ριό.
Δάντης: (Με περισσή βεβαιότητα.) Θα τον βρούμε.
Θάμπος: Ού – με…
Δάντης: Ψηλά την κεφαλή, πατριώτη!
Θάμπος: Ψηλά…
Δάντης: Τόσα τραβήξαμε. Θα δώσουμε λύση.
Θάμπος: (Φοβούμενος και για την τύχη της κόρης του. Σκιάζεται, μην κάνει καμία πράξη αυτοκαταστροφική, μόλις μάθει την εξαφάνιση του ωραίου και αγαπημένου της Ενδυμίωνα.) Τοοοο… κορίτσι…
(Αποχωρούν από τη σκηνή αγκαλιασμένοι όλοι μαζί.)

Κλείσιμο αυλαίας





Σ Κ Η Ν Η 9η Το μαντάτο το θλιβό

ΠΡΟΣΩΠΑ: Ροδάνθη, Δανάη
(Η Ροδάνθη ανεβαίνει στη σκηνή τραγουδώντας το παραδοσιακό πολίτικο άσμα Έχε γεια, Παναγιά. Πηγαίνει σε μια γωνιά συνεχίζοντας το άσμα. Σε λίγο, φτάνει και η στενή της φίλη, η οποία της αποκαλύπτει το κακό με την εξαφάνιση του Ενδυμίωνα.)
Ροδάνθη: Στο Γαλατά ψιλή βροχή και στα Ταταύλα μπόρα
βασίλισσα των κοριτσιών είναι η Μαυροφόρα.
Έχε γεια, Παναγιά, τα μιλήσαμε
όνειρο ήτανε, τα λησμονήσαμε.
Στο Γαλατά θα πιω κρασί, στο Πέρα θα μεθύσω
και μέσ’ απ’ το Γεντί Κουλέ κοπέλα θ’ αγαπήσω.
Έχε γεια, Παναγιά, τα μιλήσαμε
όνειρο ήτανε, τα λησμονήσαμε.
Γεντί Κουλέ και Θαραπιά, Ταταύλα και Νιχώρι
αυτά τα τέσσερα χωριά ’μορφαίνουνε την Πόλη.
Έχε γεια, Παναγιά, τα μιλήσαμε
όνειρο ήτανε, τα λησμονήσαμε.
Δανάη: Γεια σου, Ροδούλα μου.
Ροδάνθη: (Ανασηκώνεται. Την καλοδέχεται.) Καλώς τη Δανάη μου.
Δανάη: Μέρες έχουμε να τα πούμε…
Ροδάνθη: Μέρες… Μέρες…
Δανάη: Και ήρθα, να…
Ροδάνθη: Τι ‘‘να’’, Δανάη μου;
Δανάη: Ναααα, μάθω νέα…
Ροδάνθη: Τι νέα, καλή μου;
Δανάη: Να σου παρασταθώ…
Ροδάνθη: Να μου παρασταθείς;
Δανάη: Ε, τι φίλες είμαστε, Ρόδη μου!…
Ροδάνθη: Δε σ’ εννοώ, κορίτσι μου!
Δανάη: Δηλαδής, δεν ξέρεις τίποτες;
Ροδάνθη: Να ξέρω ‘‘τι’’;
Δανάη: Μααααα, για τον…
Ροδάνθη: Ποιον, χρυσή μου;
Δανάη: Μαααα, τον δικό σου…
Ροδάνθη: Τον δικό μου;
Δανάη: Ναι, καρδούλα μου, τον Ενδυ…
Ροδάνθη: Τον Ενδυμίωνα; (Χιμά απάνω της να την πνίξει.)
Δανάη: Ναι, Ροδάνθη. Τον Ενδυ…
Ροδάνθη: Μωρέ, έπαθε κάτι ο Ενδυμίων μου;
Δανάη: Ίσως…
Ροδάνθη: Ίσως;
Δανάη: Δεν ξέ –ρω…
Ροδάνθη: Δεν…
Δανάη: Νααααα… Χάθηκε…
Ροδάνθη: Χάθηκε;
Δανάη: Από ώρες άφαντος…
Ροδάνθη: Άφα…
Δανάη: Άνοιξ’ η γης και τον κατάπιε…
Ροδάνθη: Κατά…
Δανάη: Έβοσκε τα ζωντανά του, και…
Ροδάνθη: Και;
Δανάη: Τ’ άφησε μόνα. Απροστάτευτα…
Ροδάνθη: Απρο…
Δανάη: Πάνω στον Προφήτ’ Ηλία μας…
Ροδάνθη: Στο γιατάκι των ονείρων μας;
Δανάη: Δεν τον είδ’ ανθρώπου μάτι…
Ροδάνθη: Μάτια μου!…
Δανάη: Η Πασίνα, λένε. Ο Ιορδάνης…
Ροδάνθη: Τους άτιμους!…
Δανάη: Κάτι σκάρωσαν…
Ροδάνθη: Λες;
Δανάη: Απαγωγή… Φονικό…
Ροδάνθη: Ωχ, θα τρελαθώ…
Δανάη: (Την αγκαλιάζει στοργικά.) Κάνε υπομονή, καρδούλα μου…
Ροδάνθη: Να κάνω, Δανάη μου. (Με πολύ νευρικότητα. Της ξεφεύγει κινείται αλλόφρων πάνω κάτω.) Να κάνω…
Δανάη: Κι ο γάμος σας…
Ροδάνθη: Ματωμένος, Δανάη μου. Ματωμένος…
Δανάη: Ε, μη βγάζεις συμπεράσματα…
Ροδάνθη: Τους φοβάμαι, Δανάη μου…
Δανάη: Υπομονή…
Ροδάνθη: Το ’βλεπα το κακό…
Δανάη: Μην απελπίζεσαι, Ρόδη μου. Μηιιι…
Ροδάνθη: Και το κακό με την Τουρκιά από καιρό φαινότανε…
Δανάη: Ναι, μα…
Ροδάνθη: Έσκασε καλοκαιριάτικα μεσοκαμπίς…
Δανάη: Ε, μην απελπίζεσαι…
Ροδάνθη: (Κάθεται για λίγο κάτω.) Αχ, Δανάη μου… Είναι κι αυτός ο μύθος του Ενδυμίωνα…
Δανάη: Ε, αυτό μύθος είναι…
Ροδάνθη: Έλα, ντε, που γίνεται πραγματικότητα…
Δανάη: Υπομονή…
Ροδάνθη: (Τινάζεται ξανά απάνω νευριασμένη. Περπατά πάνω κάτω σαν παλαβή. Την πλησιάζει η Δανάη. Προσπαθεί να την αγκαλιάσει. Της τινάζει τα χέρια πέρα.) Άσε με, ρε Δανάη. Υπομονή και υπομονή… Με έπρηξες, μωρέ!…
Δανάη: Η Ελληνίδα μια ζωή βουτηγμένη στο δάκρυ και στους αναστεναγμούς, είναι Ρόδη μου, μα κάνει υπομονή και κουράγιο!…
Ροδάνθη: Κου – ρά – γιο;
Δανάη: Κουράγιο και προσευχή…
Ροδάνθη: Αχ και χίλια βαχ, Δανάη μου!…
Δανάη: Έτσι είν’ η ζωή, Ροδάνθη μου!…
Ροδάνθη: Έ – τσι…
Δανάη: Και την παλεύουμε!…
Ροδάνθη: Την Πα – λεύ – ου – με… (Για λίγο σβήνει η φωνή της, μα στη συνέχεια αρχίζει να τραγουδά το άσμα των Μιχάλη Κακογιάννη και Μάνου Χατζιδάκι Αγάπη που ’γινες δίκοπο μαχαίρι, το οποίο μετά τη δεύτερη στροφή συνοδεύει και η Δανάη.)
«Αγάπη, που ’γινες δίκοπο μαχαίρι
άλλοτε μου ’δινες μόνο τη χαρά
μα τώρα πνίγεις τη χαρά στο δάκρυ
Δε βρίσκω άκρη, δε βρίσκω γιατρειά (2)
Φωτιές ανάβουνε μες στα δυο του μάτια
αστέρια πέφτουνε όταν με θωρεί
Σβήστε τα φώτα, σβήστε το φεγγάρι
σαν θα με πάρει, τον πόνο μου μη δει»

Κλείσιμο αυλαίας





















Σ Κ Η Ν Η 10η Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις

ΠΡΟΣΩΠΑ: Έλλη, Ρωμιοσύνη, Ελληνοπούλες, Ηλίας
(Μπαίνει φουριόζα στη σκηνή η Έλλη. Την ακολουθεί η Ρωμιοσύνη. Σε επόμενο χρόνο εμφανίζονται και οι υπόλοιποι.)
Έλλη: Τη Ρωμιοσύνη μην κλαις!
Ρωμιοσύνη: Είναι σέρτικη ράτσα!
Έλλη: Εκεί που πάει να σκύψει…
Ρωμιοσύνη: Με άλυσσους στα χέρια, στα ποδάρια…
Έλλη: Και το ζυγό στο σβέρκο…
Ρωμιοσύνη: Τινάζει πέρα τα δεσμά…
Έλλη: Σπάζει τις αλυσίδες…
(Ο Ηλίας από το παρασκήνιο σιγομουρμουρίζει ύμνους.)
Ρωμιοσύνη: Σωριάζει χάμω το ζυγό…
Έλλη: Στο γαίμα βουτάει με καημό…
Ρωμιοσύνη: Τ’ άρματα πιάνει με στανιό…
Έλλη: Τη Λευτεριά να φέρει…
Ρωμιοσύνη: Παίρνει τους κάμπους, τα βουνά…
Έλλη: Ρουφά καθάριο αγέρι…
Ρωμιοσύνη: Γαλάζιο απλών’ σεντόνι…
Έλλη: Κι αρπάει Ανάστασης καμπάνα…
Ρωμιοσύνη: Δονεί τα πέλαγα, σκίζει και τα ουράνια…
Έλλη: Ανάσταση! Ανάσταση! Λούλουδα, πλάγια, ανθρώποι, άνθια…
Ρωμιοσύνη: Άντρες, γυναίκες, γέροι, νιοι, μεθύστε στου έαρος τη μουσική…
Ηλίας: (Εισέρχεται στη σκηνή την ώρα του ‘‘έαρος’’, οπότε σιγοψέλνει το) «Ω, γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον…» (και ακολούθως πιάνει ένα της σκηνής άκρο, ενώ την ίδια ώρα η Έλλη με τη Ρωμιοσύνη τραβούν στους δικούς τους τους σκοπούς..)
Έλλη: Πουλιά γλυκόλαλα λαλούν, τα δέντρα λουλουδιάζουν…
Ρωμιοσύνη: Πλημμύρισε ο έρωτας τη γης, φωτίστηκε η πλάση…
Έλλη: Παιδάκια παίζουν χαρωπά σε κήπους ανθισμένους…
Ρωμιοσύνη: Μέσ’ απ’ τις στάχτες άσπρισαν κρινάκια και ροδάκια…
Έλλη: Ένα χαμόγελο η γης, ήλιους πολλούς τα άστρα…
Ρωμιοσύνη: Και Παρθενώνες στήνονται με ιωνικές κολόνες…
Έλλη: Κι η Ρωμιοσύνη ανθοβολεί πα σε πνευματικούς πυλώνες…
Ρωμιοσύνη: Ελύτη, Ρίτσο, Σολωμό…
Έλλη: Και Παλαμά, Σικελιανό…
Ρωμιοσύνη: Βενέζη, Σεφέρη, Βάρναλη, Σκαρίμπα…
Έλλη: Ωνάση, Κάλλας, Μίκη, Παπαθανασίου…
Ρωμιοσύνη: Μελίνα, Λοΐζο Μάνο, Χατζηδάκη…
Έλλη: Κι απλώνει τα φτερά στη Γης…
Ρωμιοσύνη: Στα οικουμενικά περβόλια…
Έλλη: Τινάζουνε τα τσίγκινα κλουβιά φτερά και ανεμώνες…
Ρωμιοσύνη: Στήνουν τα νια νοικοκυριά…
Έλλη: Στις πόλεις, τους κάμπους, τα χωριά…
Ρωμιοσύνη: Τη Λάμψακο τη Νέα, τη Νέα Μηχανιώνα…
Έλλη: Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις…
Ρωμιοσύνη: Εκεί που πάει να σκύψει, βγάνει φτερά…
Έλλη: Και ντύνει τα ουράνια…
Ρωμιοσύνη: Με φως πνευματικό…
Έλλη: Με άστρα και γεράνια…
Ρωμιοσύνη: Με άστρα και γεράνια…
Έλλη: Τη Ρωμιοσύνη μην κλαις…
Ρωμιοσύνη: Εκεί που πάει να σβήσει, βγάνει φτερά…
Ελληνοπούλες: (Εισερχόμενες στη σκηνή, κάνουν τη δική τους νεανική παρέμβαση.) …και ντύνει τα ουράνια
με φως πνευματικό
με άστρα και γεράνια…
Έλλη: Αμάραντη μένει στου χρόνου τα σκουτιά…
Ρωμιοσύνη: Αμάραντη μένει και τιμημένη…
Ελληνοπούλες: Αμάραντη μένει στου χρόνου τα σκουτιά
αμάραντη στέκει ορθή, γαλάζια, τιμημένη
Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις
εκεί που πάει να σβήσει
βγάνει φτερά
και ντύνει τα ουράνια
υψώνει φως πνευματικό
με άστρα και γεράνια.
(Ενθουσιάζονται. Το τραγουδούν και το χορεύουν στο ρυθμό του Ντιρλαντά.) Αμάραντη μένει φωτιά
Ντανταντιρλανταντά
Η Ρωμιοσύνη πυρκαγιά
Ντανταντιρλανταντά
Με άστρα και γεράνια
Ντανταντιρλανταντά
Είν’ ένα φως πνευματικό
Ντανταντιρλανταντά
Φωτίζει τα ουράνια
Ντανταντιρλανταντά
Ω, ντιρλανταντιρλανταντά
Φωτίζει τα ουράνια

Κλείσιμο αυλαίας

Σ Κ Η Ν Η 11η Με αιθρίες και χαρές

ΠΡΟΣΩΠΑ: Θάμπος, Δόμνα, Ερμιόνη, Ντίνος, Αντρίκος, Λευτεράκης, Μυρσίνη, Σμαρώ, Φιλόλαος, Ηλίας, Δάντης, Γλαύκος
(Η γιαγιά Ερμιόνη – πολύ γριά πλέον – κάθεται στην πολυθρόνα της και πλέκει ή κεντά. Δίπλα της έχει το μπαστουνάκι της. Μοιρολογά και κλαίει. Σε λίγο εμφανίζεται ο 4χρονος δισέγγονός της, ο Γλαύκος. Στη στιγμή πνίγει τον καημό της, αφήνει κάτω το πλεκτό της, σκουπίζει τα δάκρυά της και παίρνει τον μικρό στην αγκαλιά της. Σε λίγο έρχονται και τ’ άλλα τα παιδιά, τα οποία της ζητούν να τους πει ιστορίες για τη Μικρασία. Αρωγός της ο γερο-Φιλόλαος που καταφτάνει σε λίγο.)
Ερμιόνη: Αχ, γιε μ’, τι συμφορά καινούρια!… Ποια γης κατάμαυρη άνοιξε και σε ήπιε, όμορφο παλικάρι!… Ποια μοίρα μας κατέχει!… Μόλις φωτίζ’ ο ουρανός, τι καταχνιά πλακώνει!… Βόηθα, Χριστέ και Παναγιά, το βράχο να σηκώσουμε που πλάκωσέ μας την καρδιά, στράγγιξε την ανασεμιά!… Αχ, Ροδουλίτσα μου γλυκιά, τι σκοτεινιά σε ντύνει πάνω στης νιότης τον ανθό και της αυγής τα ρόδα, τα μύρα της γαριφαλιάς, του γιασεμιού το μόσχο!…
Γλαύκος: Γιαγιάκα μου!…(Τρέχει και θρονιάζεται στην ποδιά της. Την αγκαλιάζει. Τη φιλά.)
Ερμιόνη: Γλαύκο μου! (Τον φιλά, του ‘‘στύβει’’ τα μάγουλα. Μένουν για λίγο σφιχταγκαλιασμένοι και αμίλητοι. Σε λίγο, αρχίζει το παραδοσιακό κανάκεμα.)
«Μωρέ γιε μ’, μωρέ γιε μ’,
μωρέ γιε μου κανακάρη,
ποια γυναίκα θα σε πάρει
ποια κυρά, ποια κυρά,
ποια κυρά και ποια Μαντόνα
θα σου πλέξει τη σεντόνα…»
Γλαύκος: Τι γλυκά που τραγουδάς, γιαγιάκα μου!
Ερμιόνη: Αχ, ανθάκι μου!
Γλαύκος: Γιαγιάκα μου!
Ερμιόνη: Ουρανέ μου!
Γλαύκος: Γιαγιάκα, να σε ρωτήσω κάτι;
Ερμιόνη: Τι το ρωτάς, Γλαύκο μου;
Γλαύκος: Η πατρίδα σου πού βρισκόταν, γιαγιούλα μου;
Ερμιόνη: Πέρα στον Ελλήσποντο, γιε μ’…
Γλαύκος: Στον Ελλήσποντο;
Ερμιόνη: Στον Ελλήσποντο, γιε μ’.
Γλαύκος: Και πώς είναι ο Ελλήσποντας, γιαγιάκα μου;
Ερμιόνη: Ένα νερένιο κανάλι, γιε μ’, ίδιο με τούτη την αγκαλιά του Ευρίπου, που φιλάει τα πόδια της Λαμψάκου μας, μωρό μου…
Γλαύκος: Ίδιο, γιαγιάκα μου; Ίδιο;
Ερμιόνη: Ίδιο. Ολόιδιο, Γλαύκο μου!
Γλαύκος: Και γιατί, γιαγιάκα, φύγατε από ’κεί;
Ερμιόνη: Η μοίρα μας ξερίζωσε, γιε μ’!…
Γλαύκος: Η μοίρα, γιαγιάκα;
Ερμιόνη: Η μοίρα, Άγγελέ μου. Και μας έριξε εδώ, στην αγκάλη του Ευρίπου με τα φτωχά του καλούδια, γιε μ’!…
Γλαύκος: Φτωχά, γιαγιάκα μου; Φτωχά;
Ερμιόνη: Φτωχά, Γλαύκο μου. Φτωχά…
Γλαύκος: Η πατρίδα σου, γιαγιά, δεν ήτανε φτωχιά;
Ερμιόνη: Εχ, ο τόπος μας, Γλαύκο μου, είχε πλούτια και ομορφιά, που δεν ήτανε στη γης!… Αλί…
Γλαύκος: Ναι, γιαγιά;
Ερμιόνη: Ναι, ουρανέ μου με τα γλαυκά τα μάτια και τα χρυσά σου τα μαλλιά! Ναι…
Γλαύκος: Γιαγιάκα μου!
Ερμιόνη: (Του σιγομουρμουρίζει το πιο κάτω παραδοσιακό νανούρισμα και ο μικρός αποκοιμιέται.)
«Κοιμήσου αστρί, κοιμήσου αυγή, κοιμήσου νιο φεγγάρι
κοιμήσου που να σε χαρεί η νια που θα σε πάρει
Κοιμήσου και παράγγειλα στην Πόλη τα προικιά σου
στη Βενετιά τα ρούχα σου και τα διαμαντικά σου
Κοιμήσου μες στην κούνια σου και στα παχιά πανιά σου
Κι η Παναγιά η Δέσποινα να είναι συντροφιά σου.»
Φιλόλαος: (Με βάδισμα βαρύ, γεροντικό και αποκούμπι του την παλιά του βακτηρία.) Γεια σου, κυρα-Ερμιόνη.
Ερμιόνη: (Χαμηλόφωνα.) Γεια σου, Φιλόλαε.
Φιλόλαος: Φύλλο, ε;
Ερμιόνη: Κουφάθεις, καλέ;
Φιλόλαος: Λελελέ… (Υψώνοντας κι άλλο την ένταση της φωνής του.) Μα φώναξε λιγάκι, καλέ!
Ερμιόνη: Σουτ. Κοιμάται το μικρό.
Φιλόλαος: Έχασες τον ντορό;
Ερμιόνη: Ε, τι να πεις σ’ έναν κουφό!…
Φιλόλαος: Α, θα πιάσεις τον χορό;…
Ερμιόνη: (Περιπαιχτικά.) Ναι, θα βάλω και φουρό…
Σμαρώ: (Τους διακόπτει, φωνάζοντας από μακριά.) Ντίνοοοο... Ε, Ντίνοοοο…
Ντίνος: Έφτασα…
Ερμιόνη: Σουτ. Κοιμάται το μωρό.
Φιλόλαος: Τον έχασε και τούνος τον ντορό;
Σμαρώ: Χα, χα, χαχα!… Παππού, πού ψώνισες αυτιά;
Φιλόλαος: Αγόρασες νια σκουτιά;
Σμαρώ: Ναι, και μπόλικα γατιά… (Κουνώντας το χέρι κοροϊδευτικά, τραβά στη γωνιά, όπου παίζουν τα άλλα παιδιά.)
Φιλόλαος: (Μερακλώνεται.) «Ιτιά, ιτιά λουλουδιασμένη\ που ’σαι στον κόσμο παινεμένη…»
Ερμιόνη: Σουτ. Λωλάθηκες, μπρε Φιλόλαε;
Μυρσίνη: (Τον πλησιάζει κουνιστή και λυγιστή.) Άσε τον, γιαγιά. Δικός μου. (Προς τον παππού Φιλόλαο, τον οποίο τραβά από το χέρι και τον πηγαίνει σε μια γωνιά.) Κάτσε εδώ, παππού. Κοντά μας.
Φιλόλαος: Να ’σαι καλά, κόρη μ’.
Μυρσίνη: (Όλο γλύκες.) Παππούκα, σαν ήσουν νέος, πού πολέμησες;
Φιλόλαος: Αααα… Πέρα στη Μικρασία.
Μυρσίνη: Τόσο πέρα, παππού; (Η γιαγιά Ερμιόνη βρίσκει την ευκαιρία και πηγαίνει το μωρό μέσα.)
Φιλόλαος: Πέρα… Πέρα… Εσκί Σεχίρ… Αφιόν Καραχισάρ…
Μυρσίνη: Καραχισάρ, παππού;
Φιλόλαος: Μια δρασκελιά από την Άγκυρα…
Μυρσίνη: Θα ρίχνατε άγκυρα, παππού;
Φιλόλαος: Ου… Όχι, κόρη μ’. Τον Κεμάλ…
Μυρσίνη: Και δεν τον ρίξατε, παππού;
Φιλόλαος: Ου… όχ’… (Λέγοντάς το, πιάνει και τη μέση του.)
Μυρσίνη: Γιατί, παππού Φιλόλαε;
Φιλόλαος: Γιατί προκάνανε και μας φουντάρανε στη θάλασσα…
Μυρσίνη: Μα γιατί, παππού;
Φιλόλαος: Μα γιατίς; Μα ούλα προδωμένα…
Μυρσίνη: Ούλα;
Φιλόλαος: Ούλα… Βασιλείς, στρατηγοί, αρμοστές, συμμάχοι, Ρώσοι… Πλακάκια με τον Κεμάλη, Μυρσινούλα μου…
Μυρσίνη: Μα γιατί, παππού Φιλόλαε;
Φιλόλαος: Τα συμφέροντα, γιε μ’… Και από κοντά, προδοσία… Κούραση… Έλλειψη εφοδίων… Ανημπόρια…
Μυρσίνη: Κι ο κοσμάκης; Οι άμμαχοι;
Φιλόλαος: Εχ, κόρη μου, ‘‘δώρο’’ στα γιαταγάνια…
Μυρσίνη: Κι εσείς οι φαντάροι τι κάνατε;
Φιλόλαος: Όπου φύγει, φύγει…
Μυρσίνη: Μα γιατί, παππού;
Φιλόλαος: Διαταγές ανωτέρων, κόρη μου…
Ηλίας και Δάντης: (Τη συζήτηση διακόπτει ο ερχομός του Ηλία και του Δάντη που τραγουδούν το Μες στου Βοσπόρου τα στενά, λέγοντας το Ρωμιός εγώ, Τούρκος εσύ…)
Ηλίας: (Πλησιάζοντας.) Γεια σου, μπαρμπα-Φιλόλαε.
Φιλόλαος: Καλώς τις λεβεντιές. Ελάτε. Καθίστε.
(Ο Δάντης κάθεται δίπλα του, ενώ ο Ηλίας πηγαίνει στην κυρα-Ερμιόνη και την αγκαλιάζει για λίγο ως αντιχαιρέτισμα στο νεύμα καλωσορίσματος, που τους έκανε προηγουμένως. Στη συνέχεια, κάθονται και οι τρεις άντρες σε ένα τραπέζι. Τα παιδιά αποχωρούν.)
Δάντης: Πώς πας, μπαρμπα-Φιλόλαε;
Φιλόλαος: Πώς να τα πάω… Τα λέγαμε με τη Μυρσινούλα. Ήθελε να μάθει για τη Μικρασία…
Δάντης: Πονεμένες ιστορίες… Αλόγιστες…
Δάντης και Ηλίας: (Σιγοτραγουδούν με πόνο πολύ Τα σμυρναίικα τραγούδια. Την ίδια στιγμή ο Ηλίας Λεβάντας εξασκεί και τις καλλιτεχνικές του δραστηριότητες.)
Ντίνος: (Ερχόμενος τρέχοντας και έχοντας πίσω του τα άλλα παιδιά.) Γιαγιά, γιαγιά…
Ερμιόνη: Τι, γιε μ’;
Ντίνος: Τον πιάσανε.
Ερμιόνη: Ποιον, Ντίνο μου;
Ντίνος: Τον δίδυμο αδερφό του…
Ερμιόνη: Του Ιορδάνη;
Ντίνος: Ναι, γιαγιά. Αυτός το ’κανε.
Ερμιόνη: Μόνος;
Ντίνος: Με τον Ιορδάνη.
Ερμιόνη: Και ο Ενδυμίωνας;
Ντίνος: Τον κρατά αιχμάλωτο ο Ιορδάνης.
Ερμιόνη: Πού, γιε μ’; Δεν είπανε;
(Ο Ντίνος κουνά αρνητικά τους ώμους. Εμφανίζονται ο Θάμπος, η Δόμνα και η Ροδάνθη, που τρέχει κατευθείαν στη γιαγιά της.)
Ροδάνθη: Γιαγιάκα μου!
Ερμιόνη: Κόρη μου!
Ροδάνθη: Καλή μου, γιαγιάκα!
Ερμιόνη: Είναι τος, κόρη μου;
Ροδάνθη: Είναι, γιαγιάκα. Είναι τος!
Ερμιόνη: Να σε φιλήσω, Ροδούλα μου!
Ροδάνθη: Σε λίγο ελεύθερος, γιαγιάκα μου! Κοντά μας!
Ερμιόνη: Κοντά μας, καρδούλα μου;
Ροδάνθη: Κοντά μας, γιαγιούλα. Κοντά μας.
Ερμιόνη: Και ο γάμος σας;
Ροδάνθη: Κι ο γάμος μας, γιαγιάκα. Πετάω, γιαγιάκα! Πετάω!
Ερμιόνη: Σαν την Ελλάδα μας, κόρη μου, όλο πάθια και αναστάσες, χρυσό μου!…
Θάμπος: (Ανακουφισμένος πλέον. Έχει επανέλθει στα συγκαλά του.) Μάνα, πατριώτες και φίλοι. (Κάνει ένα δυο βήματα περισυλλογής.) Η ευτυχία ξανάσμιξε με το σπιτικό μας!!!
Ηλίας: Χαρά μας, πατριώτη! Χαρά μας!
Δάντης: Η ώρα η καλή!
Θάμπος: Ευχαριστώ, πατριώτες. Ευχαριστώ. (Και απευθυνόμενος προς τη Δόμνα.) Γυναίκα, φέρε ό,τι έχει το κουζινιό. Απόψε η ‘‘Νέα Λάμψακος’’ κερνάει ούλο το χωριό.
Δόμνα: Όλο το χωριό, Θάμπο μου. Όλο.
Θάμπος: Ανάσταση έχουμε, Δόμνα! Ανάσταση, πατριώτες!
Ερμιόνη: Την περίμενα πώς και πώς ετούτη την ώρα, πατριώτες! Έχω ετοιμάσει κάτι σαγανάκια, παιδιά!… Τρέχω να τα φέρω…(Αυτό λέει ο λόγος, αλλά λόγω ηλικίας και άλλων βαρών κούτσα κούτσα κινείται.)
Θάμπος: Αχ, Μάνα! Αχ, Μάνα! Τι θησαυρός που είσαι!
Ροδάνθη: Έρχομαι κι εγώ, γιαγιάκα, να βοηθήσω.
Ερμιόνη: Έλα, κορούλα μου. Έλα. Στις χαρές σου όλα ετούτα, περιστέρα μου! Στις χαρές σου!
Ροδάνθη: Γιαγιάκα μου!
Θάμπος: Ανάσταση, πατριώτες! Ανάσταση!
Ηλίας: Ο πρώτος γάμος στη Νέα Πατρίδα! Ο πρώτος, ΠΡΩΤΟΣ γάμος!
Καλά στέφανα! Καλά στέφανα!
Όλοι μαζί: (Επαναλαμβάνουν όλοι μαζί.) Καλά στέφανα! Καλά στέφανα!
(Οι γυναίκες φέρνουν τους δίσκους γεμάτους. Κερνούν, κερνούν… Οι άντρες μερακλώνονται. Τραγουδούν και χορεύουν όλοι μαζί το Μες στης πόλης τα στενά ή άλλως το Καραμπιμπερίμ, των Σπύρου Περιστέρη και Γιάννη Παπαϊωάννου.)
«Μες στης πόλης τα στενά
μια χανούμισσα γλυκιά
μου `χει πάρει την καρδιά, αχ.
Καραμπιμπερίμ, αμάν έσμερ σεκερίμ
θα ‘ρθω απόψε να σε κλέψω, δεν αντέχω πια
κι ας με ντουφεκίσουνε μες στη γειτονιά.
Καραμπιμπερίμ, μπιμπερίμ, μπιμπερίμ
πώπω σεκερίμ, σεκερίμ, σεκερίμ
άσε πια τα πλούτη και τον Ιμπραήμ.
Για τα μάτια της τα δυο
υποφέρω και πονώ
σκλάβος της θε να γινώ, αχ.
Μια βαρκούλα για τους δυο
μας προσμένει στο γιαλό
χανουμάκι μου τρελό, αχ.»
Ηλίας: (Δείχνοντας έναν πίνακά του.) Αυτός για το σπιτικό σου, Ροδούλα μου.
Ροδάνθη: Ευχαριστώ, κυρ Ηλία μας. Ευχαριστώ.
Ηλίας: Άιντε και καλά στέφανα!
Όλοι μαζί: Καλά στέφανα! Καλά στέφανα!
(Τη στιγμή αυτή εμφανίζεται ο Ενδυμίωνας κουστουμαρισμένος συνοδευόμενος από τους γονείς του. Όλοι μαζί τραγουδούν το Απόψε γάμος γίνεται, το οποίο χορεύουν οι μελλόνυμφοι. Η αυλαία του δρώμενου θα κλείσει με το εύθυμο παραδοσιακό και χορευτικό τραγούδι Μες στου Αιγαίου τα νερά, το οποίο παρασύρει σε κοινό χορό όλους τους συντελεστές της παράστασης.)
Μες στου Αιγαίου πρόβαλε να δεις
Μες στου Αιγαίου, Αιγαίου τα νησιά
Μες στου Αιγαίου τα νησιά
άγγελοι φτερουγίζουν
Και μέσα στο φτε πρόβαλ’ άστρι μου
και μέσα στο φτε στο φτερούγισμα
Α και μέσα στο φτερούγισμα
τριαντάφυλλα σκορπίζουν
Αιγαίο μου για βοήθα, Παναγιά μου
Αιγαίο μου γαλήνεψε
Ε ε αιγαίο μου γαλήνεψε
τα γαλανά νερά σου
Να 'ρθούνε τα ξε πρόβαλε να δεις
να 'ρθούνε τα ξε τα ξενάκια σου
Α, να ρθούνε τα ξενάκια σου
στα ποθητά νησιά σου
Ροδόσταμο να πρόβαλ’ άστρι μου
ροδόσταμο να γίνουνε
Α ροδόσταμο να γίνουνε
Αιγαίο τα νερά σου
Κλείσιμο αυλαίας
Π η γ έ ς
Ευγενίας Περιορρή: Στο δρόμο της Δόξας
Ανδρέα Σ. Τσούρα: Ιφιγένεια Χρυσοχόου
Ηλία Βενέζη: Μικρασία, χαίρε
Ηλία Βενέζη: Το νούμερο 31328
Διδώς Σωτηρίου: Η Μικρασιατική Καταστροφή
Μιχάλη Βαλβαζάνη: Πώς έζησα την Καταστροφή της Σμύρνης
Χάρη Τσικρινίδη: Επιτέλους, τους ξεριζώσαμε
Μνήμες:
α. Κατερίνας Γιάνναλου-Λαγού
β. Του 104χρονου πολεμιστή στη Μικρασία Νικολάου Ηλία από τα Ζάρκα Καρυστίας
γ. Του 95χρονου Πριγκιπονησιώτη Θεοχάρη Μαστρογιάννη, κάτοικου Χαλκίδας
δ. Του συμπατριώτη του Κλεάνθη Δρακίδη, κάτοικου Χαλκίδας


Κώστας Μπαϊρακτάρης
Δεκέμβρης 2004 –Γενάρης 2005

Δεν υπάρχουν σχόλια: