ΤΑΣΟΥ ΖΑΠΠΑ
ΕΥΒΟΙΚΑ
ΤΑ
ΛΙΜΝΙΩΤΙΚΑ
Πολυσήμαντη
υπήρξε και της Λίμνης προσφορά στη
θάλασσα. Μέσα στη μακραίωνη και πολυτάραχη
ζωή του, το αρχαίο Ελύμνιο – η σημερινή Λίμνη – ανάπτυξε εκτεταμένη ναυτική
δύναμη, μέσα στις οδυνηρές διακυμάνσεις της ιστορικής πορείας του και τους
απηνείς κατατρεγμούς του. δεν είναι μόνο ο ομηρικός ύμνος προς τον Απόλλωνα,
που μιλάει για το κοντινό –περ’ απ’ τα Γιάλτρα – Κήναιο της ξακουστής για τα
καράβια της Εύβοιας, που αναφέραμε ήδη. Πλήθος άλλες
μαρτυρίες βεβαιώνουν για την ύπαρξη, από τους παλαιότερους χρόνους, ναυτικής δύναμης στο Ελύμνιο. Το ότι στην «κινδυνώδη παραλία του Κανδηλίου»[1], στο χώρο δηλαδή της σημερινής Μονής Γαλατάκη, είχε αναγερθεί, κατά τους πανάρχαιους χρόνους, ιερό του θαλασσινού θεού Ποσειδώνα – που τον διαδέχτηκε ο νεότερος προστάτης των ναυτιλλομένων Άγιος Νικόλαος - δεν είναι τάχα και αυτός μια μαρτυρία για την ναυτικότητά του τόπου; Τα γύρω εξάλλου δάση με την άφθονη ναυπηγήσιμη ξυλεία, η ανάγκη εξαγωγής των προϊόντων της περιφέρειας και το θαλασσινό ένστικτο των Λιμνίων, επέτρεπαν την ανάπτυξη ικανής ναυτικής ζωής.
μαρτυρίες βεβαιώνουν για την ύπαρξη, από τους παλαιότερους χρόνους, ναυτικής δύναμης στο Ελύμνιο. Το ότι στην «κινδυνώδη παραλία του Κανδηλίου»[1], στο χώρο δηλαδή της σημερινής Μονής Γαλατάκη, είχε αναγερθεί, κατά τους πανάρχαιους χρόνους, ιερό του θαλασσινού θεού Ποσειδώνα – που τον διαδέχτηκε ο νεότερος προστάτης των ναυτιλλομένων Άγιος Νικόλαος - δεν είναι τάχα και αυτός μια μαρτυρία για την ναυτικότητά του τόπου; Τα γύρω εξάλλου δάση με την άφθονη ναυπηγήσιμη ξυλεία, η ανάγκη εξαγωγής των προϊόντων της περιφέρειας και το θαλασσινό ένστικτο των Λιμνίων, επέτρεπαν την ανάπτυξη ικανής ναυτικής ζωής.
Κατά
την Βυζαντινή περίοδο μαθαίνουμε ότι το Ελύμνιο γνωρίζει ευημερία ίσως όσο ποτέ
άλλοτε, ως το Θ’ αιώνα μ.Χ. Περνάει περίοδο ακμής, ευτυχίας, ησυχίας και
προόδου[2],
όχι μόνο γιατί είναι το επίνειο και κέντρο εμπορικής εκμετάλλευσης και κίνησης
πολλών από τα χωριά, τα οποία οι Ελύμνιοι τροφοδοτούν με τα αγαθά, που τους
δίνει ο μόχθος τους, αλλά και από το λάδι και την «θ α λ α σ σ ί α ν εμπορίαν»
(υπογράμμιση δική μου). Ναυπηγεί σκάφη,
τα τελειοποιεί και τα κάνει ικανά ν’ αντέχουν στους κλυδωνισμούς της ανοιχτής
θάλασσας, ώστε να διασχίζουν χωρίς κίντυνα το Αιγαίο, και με την ναυτιλία και
το εμπόριο ν’ ανεβάζουν το επίπεδο της κοινωνικής του ζωής και του πολιτισμού
του[3].
Κατά την εποχή της βενετοκρατίας - μας
πληροφορεί η ίδια ιστορική πηγή – οι Ελύμνιοι διατηρούσαν αξιόλογο ναυτικό.
Και
στο Ελύμνιο της Εύβοιας, αλλά και στη Σκιάθο, στα Λυμνιά, όπως ονομάστηκε η
τοποθεσία όπου μετοικήσανε το 1790 πενήντα οικογένειες, οι οποίες εγκαταλείψανε
τη γενέτειρά τους Λίμνη – ίσως για να αποφύγουν δεινά από πολεμικές αιτίες[4]
- και εκεί οι Λιμνιώτες συνέχισαν την επίδοσή τους στη θάλασσα. Φαίνεται όμως ότι
«το κυριώτερον όπερ ώθησε τους Ελυμνίους, προς την αναπεπταμένην
θάλασσαν της Σκιάθου, ήτο διότι εν τη κεκλεισμένη θαλάσση του Ελυμνίου δεν
ηδύναντο ελευθέρως να σταδιοδρομήσωσι οι θαρραλεώτεροι εξ αυτών ναυτικοί,
οίτινες είχον υ π ε ρ α υ ξ η θ ή -
υπογράμμιση δική μου – εν τω στενώ χώρω του Ελυμνίου»[5].
Εκεί, στο ασφαλές λιμάνι της Σκιάθου, οι εγκαταστημένοι Ελύμνιοι βρήκαν όλες
τις πρόσφορες συνθήκες «των πατρογονικών παρορμήσεών των δια την ναυτικήν
σταδιοδρομίαν των[6]»
(ασφάλεια ναυσιπλοΐας ,
ναυπηγείο κ.λ.π.). Στην εποχή της τουρκοκρατίας, όπως οι Κουμιώτες, έτσι και οι
Λιμνιώτες, στις περιπτώσεις επιδρομής των τυράννων εναντίον τους, στα πλοία
τους καταφεύγουν να γλιτώσουν, παίρνοντας μαζί τους ό,τι προλάβαιναν.
Αλλά
και κατά το Εικοσιένα βλέπουμε τους Λιμνιώτες να εξοπλίζουν τέσσερις σκούνες
τους – που αφιερώθηκαν στον αγώνα με κοινή συνεισφορά των κατοίκων – και μαζί
με δυό τρικκεριώτικα βρίκια να
συγκροτούν μικρό στόλο, ο οποίος πήρε μέρος στη γνωστή επαναστατική δράση της
Λίμνης. Και ο ίδιος εκείνος ο αετός της Εύβοιας, ο Λιμνιώτης ήρωας Αγγελής
Γωβιός, δωδεκάχρονος, είχε τσουρμάρει στο καΐκι του πατέρα του, φορώντας
βράκα όπως εκείνος[7].
Απ’
όσα εκτέθηκαν ως εδώ, παίρνουμε μια, ελάχιστη έστω, ιδέα από τη μακρά ναυτική
παράδοση της Λίμνης. Ποια ήταν όμως η δύναμη της ναυτιλίας της κατά τον
περασμένο αιώνα; Στα τέλη του 1968, ερευνώντας το θέμα, είχα γράψει στον
αξέχαστο γραμματέα του Δήμου Γεώργιο Επισκόπου ζητώντας του στοιχεία. Με γράμμα
του από 12.4.69, μου στέλνει τις πιο κάτου πολύτιμες πληροφορίες για 56 σκάφη. Τα 30 πρώτα
ανάγονται στον περασμένο αιώνα και έως το 1905 του αιώνα μας, τα δε υπόλοιπα 26
μένουν αχρονολόγητα. Αφού μου δικαιολογούνταν για την άργητα, μου πρόσθετε ότι
«με τα στοιχεία αυτά δεν κλείνω τον κύκλο των πληροφοριών μου. Προσπαθώ να βρώ
παλιούς ναυτικούς για να συλλέξω το υλικό που ζητάτε». Δεν πρόλαβε όμως να
συμπληρώσει τον κύκλο των αναζητήσεών του, γιατί έκλεισε στο μεταξύ ο κύκλος
της ζωής του. Παραθέτω τα λιμνιώτικα καΐκια , σύμφωνα με τον κατάλογο που μου έστειλε.
Στην
πρώτη στήλη αναγράφεται τ’ ονοματεπώνυμο του πλοιάρχου. Στη δεύτερη ο τύπος και
τ’ όνομα του καϊκιού. Στην Τρίτη η
χρονολογία και στην τέταρτη η χωρητικότητα.
Τα
στοιχεία για τα τρία τελευταία σκάφη τα οφείλουμε στο Δήμο Λίμνης.
Η
χωρητικότητα δίνεται σε κοιλά. Το κοιλό
(κυλινδρικός μεταλλικός κάδος) ισοδυναμεί με 24 οκάδες, ήταν δε σε ευρεία χρήση,
κυρίως για τη μέτρηση του σταριού και δημητριακών. Χρονολογία και τύπος σκάφους δίνονται μόνο σε όσες περιπτώσεις βρέθηκαν στοιχεία. Οι χρονολογίες, που μας δόθηκαν,
δεν μπορέσαμε να εξακριβώσουμε αν αφορούν χρόνο κατασκευής , κτήσης ή εγγραφής
του πλοίου στο νηολόγιο.
1. Γεώργ. Μαργαζιώτης Σκούνα 1870 8.000
2. Σωτήρ. Ξυράφης »
«Αγιος Παύλος» 1870 4.000
3. Ιωάν. Αντων.Χρυσάνθης Βρίκι «Εύβοια» 1870 9.000
4. Λεμ. Βαρελάς » «Αγία Κυριακή» 1875 8.000
5. Αγγελής Γιαγιάννης » 1875 13.000
6. Νικ.Τσουρής Σκούνα 1880 8.000
7. Γεώργ. Φώκιας Βρίκι 1880 12.000
8. Γεώργ. Τσιρογιάννης
» 1885 15.000
9. Δημ. Ι. Ρούσσος
Σκούνα «Μιρτιδιώτισσα» 1885 8.000
10. Γεώργ. Ρούσσος » 1885 7.000
11. Γεώργ. Παπαλιόλιος Βρίκι 1890 6.000
12. Δημ. Φλώκος Σκούνα 1890 7.000
13. Νικ. Φλώκος » 1890 6.000
14. Ιωαν. Παπαγεωργίου » 1890 12.000
15. Ιωαν. Κ. Χρυσάνθης » 1890 8.000
16. Ιωάν. Καρακατσάνης Σκούνα 1890 7.000
17. Παναγ. Τσεσμελής Λόβερ 1890 5.000
18. Παναγ. Γολέτα
«Ευαγγελίστρια» 1890 4.000
19. Πανταζής Τσιφόρος Βρίκι «Ταξιάρχης» 1895 7.000
20. Κων. Τζουτζάς
Τρεχαντήρι 1895 4.000
21. Απόστ. Χρυσάνθης Σκούνα 1895 8.000
22. Χρ. Βοκορόκος Τρεχαντήρι 1895 4.000
23. Σωτηρ.Ταγαράς Βρίκι 1895 7.000
24. Μάνθος Μάρκου
Τρεχαντήρι 1895 4.000
25. Νικ. Ζώπουλος
Γολέτα «Μαριγούλα» 1895 5.000
26. Κων. Μπενετής » «Ταχυδρόμος» 5.000
27. Δημ. Βαρελάς Σκούνα 1900 11.000
28. Θεόδ. Ξυράφης Γολέτα
«Αγ. Ελευθέριος» 1900 6.000
29. Λεμονής Στάμου » «Άμιλτον» 1900 7.000
30. Ιωάν.Χριστολήνης Σκούνα «Αγ. Διονύσιος» 1905 8.000
31. Σταμ. Γαμβέτας
Βρίκι 9.000
32. Δημ. Γαλάνης » 7.000
33. Σταμ. Γαλάνης
» 7.000
34. Γεωργ. Ζώπουλος Γολέτα 5.000
35. Ιωάν. Ζώπουλος
» 4.000
36. Κωνστ. Θεοδώρου Βρίκι 9.000
37. Νικ. Μπενετής
Μπομπάρδα 5.000
38. Ιωάν. Μπελλάρας Βρίκι 8.000
39. Νικ. Γ. Μπενετής Γολέτα 5.000
40. Αντ. Μπενετής Βρίκι 8.000
41. Αγγελ. Μπλέτσος Γολέτα (Μαλτέζα) 5.000
42. Δημ. Μπλέτσος » 5.000
43. Αγγελ. Ξυράφης Βρίκι 7.000
44. Σταμ. Παπαδήμος Γολέτα 4.000
45. Αργ. Παπαργύρης » 4.000
46. Γιαννάκης Ρούσσος Νούρκα 6.000
47. Αντ. Ρούσσος Βρίκι 5.000
48. Γεωργ. Σαλονικιός » 6.000
49. Παντελής Σκούνας Γολέτα 5.000
50. Νικ. Σπάρας
Σκούνα 8.000
51. Δημ. Σπάρος
» 7.000
52. Δημ. Αθ. Χρυσάνθης » 7.000
53. Νικ. Χειμώνας Βρίκι 12.000
54. Χρ. Αθ. Χειμώνας Σκούνα 8.000
55. Αντ. Χρυσάνθης Σκούνα 6.000
56. Ανδρ. Παπαλιόλιος Βρίκι 7.000
Εκτός
από τα ιστιοφόρα αυτά, κατά την κατοχική περίοδο (1941-1944) ναυπηγήθηκαν στη Λίμνη, με πευκοξυλεία της
περιοχής και τα πιο κάτου τρία σκάφη:
α.
«Ευαγγελίστρια» των Ε. Ευαγγελινού και Πέτρου Τσάκωνα.
β.
«Αγιος Νικόλαος» των αδελφών Γιάννη, Μιχάλη και Παναγιώτη Ριτσώνη, που ανακατασκευάστηκε
και επιμηκύνθηκε και από 15 έγινε 20
τ.
γ. «Κωνσταντίνος»
του Πάνου Πρωτοπαπά.
Δεν
υπήρχε ναυπηγείο στη Λίμνη. Το πρώτο σκάφος ναυπηγήθηκε στη θέση της αποθήκης
Τσάκωνα. Τ’ άλλα δύο στην τοποθεσία
«Κουκουναριές».
Τώρα
που κλείνω τούτες τις σελίδες, που έγραψα, ιχνηλατώντας τα θαλασσινά περασμένα της πατρίδας μου, και
τις αφιέρωσα σαν ελάχιστο χρέος στη δόξα των καραβιών μας και στους παλιούς
καραβοκυραίους και ναύτες, που γράψανε, με την αξεπέραστη ναυτοσύνη τους, το
λευκό έπος των ευβοιώτικων πανιών πάνου στα νερά της Μεσόγειας και της Μαύρης θάλασσας, η
σκέψη μου γυρνάει σ’ εκείνα τα παλιά τα χρόνια, όπου οι άνθρωποι παίρναν
γιγάντιο ανάστημα και υψώνονταν αβοήθητοι, μονάχοι, δίχως τα σημερινά μέσα της
τεχνικής, για ν’ αναμετρηθούν με τα ινάτια της θάλασσας και συχνά με τα
επίβουλα ξεσπάσματά της.
Έτσι,
ως γυρίζω πίσω, στοχάζομαι για μια στιγμή, σα να βλέπω μπρός μου τα κουμιώτικα
σκαριά, τις σκούνες, τις μπρατσέρες, τα βρίκια, δίφλοκα και τρίφλοκα, μ’
αμπασομούδα τα πανιάτους – τη μαΐστρα,
το τουρκέτο, τις γάπιες – να δέχονται ως βγαίνουν απ’ το πόρτο τους, κατάστηθα
εκείνες τις άγριες χιονερές
μπουράσκες, που κατεβαίνουν απ’ τον Εύξεινο, απ’ την Προποντίδα, την
Κασσάντρα και το Αγιονόρος, να σαρώνουνε το Αιγαίο. Σα να θωρώ τους ναύτες – σαΐνια στα πανιά- σκαρφαλωμένους στ’
άλμπουρα, να ταρακουνιόνται
ξεπαγιασμένοι πέρα-δώθε στα πινά, πάνου απ’ τ’ αφρισμένο πέλαγο και κείνους
τους ντεσπεράτους καπεταναίους, ψημένους στ’ αλάτι, ν’ αψηφάνε την αλαζονεία
των κυμάτων, ωσάν τίποτα να τους
ένοιαζε. Και δεν είναι μονάχα η ανοιχτή θάλασσα· είναι κάποτε επίφοβα και τα στενά.
Κι οι Λιμνιώτες, μαγγιώροι καπεταναίοι και συντρόφοι, που σίγουρα ξέρουν και δε
συνερίζονται τον Ευβοϊκό, όμως χρωστάνε ωστόσο με ξάστερη ματιά να ‘ναι απίκο,
έτοιμοι με τα κάργα μπάσα , ίσα – μάινα
τα πανιά, για να διαβούν το σιφουνιασμένο Καντήλι, με κείνες τις σκληρές
κατεβασιές του – όλο ραγάνι – που σου ‘ρχονται επίφοβες, σβουριστές, από κεί
που δεν τις περιμένεις και κάνουν να σφαδάζουν τα πανιά, να τρίζουν τ’ άρμενα,
σα να πρόκειται να σου ‘ρθουνε κάτου όλα.
Τέτοια
τα κουμιώτικα και τα λιμνιώτικα καράβια κι η θάλασσα, με την ομορφιά, τα
πλούτη, τις χάρες και τα φαρμάκια της, που ζεί πάντα μέσα στο ελληνικό, στο
νησιώτικο κύτταρο.
ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΟΙ ΘΕΟΙ
Η
Ελλάδα δικαιολογημένα έχει χαρακτηριστεί μητέρα των τεχνών και των
καλλιτεχνικών αριστουργημάτων. Δεν θ’ αποτελούσε υπερβολή αν υποστηριζόταν ότι καμιά άλλη χώρα
δεν ανάδειξε τον πλούτο των θαυμαστών γλυπτών και αρχιτεκτονημάτων που οι
Έλληνες καλλιτέχνες, τιμώντας τους θεούς τους, έπλασαν και έστησαν σε κάθε
γωνιά τους, τ’ αγάλματα και τους ναούς τους μέσα στη ροή των αιώνων. Καθημερινά
συνεχίζονται να έρχονται στο φώς, από τις κάθε φορά διενεργούμενες ανασκαφές,
αρχαιολογικοί θησαυροί ανεκτίμητης
αξίας. Οι σχετικά πρόσφατοι θησαυροί της Βεργίνας, του Δίου κ.α. αποτελούν μια
πρόσθετη εύγλωττη μαρτυρία. Ο ανεξάντλητος αυτός καλλιτεχνικός πλούτος της ελληνικής γής,
σκορπίστηκε, με τη διαπαγή κατά τους ρωμαϊκούς
προ πάντων χρόνους, και κατέκλυσε, σε πλήθος χώρες, τ’ αρχαιολογικά τους
μουσεία.
Συμβαίνει να με γοητεύει και να με συγκινεί βαθιά το
παρελθόν· ό,τι αποτελεί
ιστορία, όταν μάλιστα αυτή είναι συνυφασμένη με την τέχνη, το πνεύμα και τα
υπόλοιπα της αρχαίας ή νεότερης ζωής των ανθρώπων που διάβηκαν. Έμεινα ώρες ολάκερες να σεργιανάω μέσα σε,
ξένα προ πάντων, αρχαιολογικά μουσεία και πινακοθήκες και ν’
απολησμονιέμαι θαυμάζοντας κατορθώματα
του νου και της καρδιάς, έργα τέχνης, αγάλματα, πίνακες ζωγραφικής ή τεκμήρια
του ανθρώπινου βίου, μέσα σε λαογραφικές συλλογές, στοχαζόμενος τα περασμένα.
Από
την ηπειρωτική Ελλάδα, κι από τα νησιά, από κάθε περιοχή του αρχαίου ελληνικού
κόσμου μας είναι γνωστή η λεηλασία των πόλεων, των ναών, των θεάτρων και άλλων
καλλιτεχνικών μνημείων από τους Ρωμαίους, μα και κατοπινά, ως την Τουρκοκρατία.
Τα γλυπτά του Παρθενώνα , τα Ελγίνεια όπως τα είπανε, και άλλα, δεν είναι
μοναδική περίπτωση. Κατά την Ρωμαϊκή περίοδο η αδίσταχτη λαφυραγώγηση των
ελληνικών πόλεων και ο αφανισμός των αρχαίων καλλιτεχνημάτων γνώρισε την πιο
επαίσχυντη ακμή. Ο Πλούταρχος (ΧΧ-xxv-xxxii-xxxiv) που ο Εμίλ Λούντβιχ1 τον θεωρεί έναν από τους μεγαλύτερους
παιδαγωγούς της ανθρωπότητας, περιγράφοντας τον πόλεμο των Ρωμαίων κατά των
Μακεδόνων και την ήττα του βασιλιά Περσέα το 168 π.Χ στην Πύδνα από τον Ρωμαίο
στρατηγό Αιμίλιο Παύλο, μας δίνει μια παραστατική και θα ‘λεγα συναρπαστική
εικόνα του αρχαιολογικού πλούτου και του χρυσαφιού του Μακεδονικού Βασίλειου
που κούρσεψε και τον κουβάλησε στη Ρώμη. «Η πρώτη μέρα (της θριαμβευτικής
πομπής) μόλις έφτασε για θεαματική επίδειξη των λαφυραγωγημένων αγαλμάτων, εικόνων
και κολοσσών που τα περιφέρανε πάνω σε διακόσια πενήντα αμάξια. Την επομένη
πέρασαν σε πομπή μέσα σε πολλά αμάξια τα ωραιότερα και πολυτελέστερα μακεδονικά
όπλα που αστραφτοκοπούσαν όλα…. Ξοπίσω
από τις άμαξες με τα όπλα, ακολουθούσαν τρείς χιλιάδες άντρες κουβαλώντας
ασημένιο νόμισμα μέσα σε εφτακόσια πενήντα δοχεία τριτάλαντα». Και ακολουθεί
από τον αρχαίο συγγραφέα η περιγραφή του ασύλληπτου αριθμού χρυσών και αργυρών
νομισμάτων, που κουβάλησε ο Ρωμαίος στρατηγός.
Όμως
θα χρειαζόνταν ν’ ασχοληθεί κανείς πολύ για ν’ απαριθμήσει τις δηώσεις και ν’
αναφέρει την καταλήστεψη των αρχαιολογικών
θησαυρών που φυγαδεύτηκαν στη Ρώμη από το Σύλλα, το Μόμμιο, τον Αιμίλιο
Παύλο και άλλους, για να μνημονέψουμε τους πιο σημαντικούς. Από κάθε ηπειρωτική
γωνιά και από τα νησιά μας, βαριά στάθηκε η λεηλασία των έργων τέχνης. Κι άλλοι
από τους θησαυρούς αυτούς φτάσανε στη Ρώμη, ενώ άλλοι χάθηκαν σε ναυάγια
«στην πιο όμορφη απ’ όλες τις θάλασσες»
κατά την μεταφορά τους. Από τα πιο ονομαστά απ’ αυτά μένει το ναυάγιο και η
ανέλκυση των αρχαιολογικών θησαυρών των Αντικυθήρων. Δεν πρόκειται ν’ ασχοληθώ
μ’ αυτά. Πρόθεσή μου είναι ν’ αναφερθώ
στους αρχαιολογικούς θησαυρούς ειδικά του Ε υ β ο ϊ κ ο ύ κόλπου και
συγκεκριμένα του Αρτεμίσιου, του Μαραθώνα και των Ωρεών. Στοργική η ευβοϊκή
θάλασσα φύλαξε στα σπλάχνα της απείραχτα κι αναλλοίωτα τα χ ά λ κ ι ν α γλυπτά ευρήματα, παρα τους αιώνες που
διάβηκαν. Οι ειδικοί επιστήμονες, δικοί μας και ξένοι, ερεύνησαν πλατιά τη
μορφή, την τέχνη, την εποχή και έκαναν την αποτίμηση της σπουδαιότητας των
ευρημάτων. Οι εξειδικευμένες αυτές μελέτες δημοσιεύτηκαν κυρίως σε αρχαιολογικά
δελτία και ειδικά περιοδικά. Έτσι όμως, το πλατύτερο κοινό, ιδιαίτερα της
Εύβοιας που ενδιαφέρει εδώ, είναι πολύ πιθανό να μην έχει αρκετά ενημερωθεί για
τους θησαυρούς αυτούς. Γι’ αυτό θα προσπαθήσουμε να δώσουμε κάποια χρήσιμα
στοιχεία – και εικόνες – που να πληροφορούν σε ποιες μεριές, πότε και από
ποιους ανακαλύφθηκαν και ανελκύστηκαν τα γλυπτά αυτά, κάτου από ποιες συνθήκες,
σε ποια εποχή πλάστηκαν, από πού προέρχονταν, ποια η καλλιτεχνική τους
σπουδαιότητα. Νομίζουμε ότι, για την ιστορία, αξίζει το θέμα ν’ απασχολήσει
τούτες τις σελίδες.
Α’
ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΡΤΕΜΙΣΙΟΥ
α. Άγαλμα Ποσειδώνα ή Δία
Στις
12 Νοεμβρίου 1945 που έτυχε να βρεθώ στο μαγαζί του Κοσμά Λαζόπουλου, στην
πλατεία της Ιστιαίας, ο ξηροχωρίτης
δασοκτήμονας Κώστας Κοτζάμπασης, μου είχε διηγηθεί που, πως και κάτου από ποιες
συνθήκες βρέθηκε και ανελκύστηκε στην περιοχή του Αρτεμισίου το περίφημο χαλκό
άγαλμα του Ποσειδώνα.
«Ανάμεσα
στο Π ε υ κ ί και το Ο χ υ ρ ό – διηγείται ο Κοτζάμπασης – υπάρχει μια
αμμουδερή έκταση, μια γλώσσα, που εκτείνεται μες στη θάλασσα. Η τοποθεσία αυτή
ονομάζεται από τους ξηροχωρίτες και τους γύρω κατοίκους «Βουλίκι»2.
Κάποια
μέρα σ’αυτή τη μεριά, πρίν από αρκετά
χρόνια, δούλευε μια ανεμότρατα,
δεν μου είπε όνομα, σέρνοντας την τράτα της. Ο καπετάνιος της, ένας
ανεμοτρατάρης από τη Σκιάθο, ήξερε πως στο μέρος εκείνο ο βυθός ήταν στρωτός
και δεν είχε κ ο λ λ η σ ι έ ς, επομένως μπορούσε εκεί ξένοιαστα να καλάρει την
τράτα του. Γι’ αυτό παραξενεύτηκε που κόλλησαν μια – δυό φορές τα δίχτυα του
και μάλιστα πάθανε ζημιά. Μιαν άλλη μέρα
ψαρεύοντας στην ίδια μεριά ξανακόλλησαν τα δίχτυα. Τα τράβηξε με το ζόρι και τ’
ανέσυρε. Ερχόνταν όμως κάπως βαριά απάνου. Αυτή τη φορά μές στο σάκκο της
τράτας βρέθηκε ένα χέρι από μπρούτζινο
άγαλμα. Ο ανεμοτρατάρης φαίνεται να σκέφτηκε πως το πράμα είχε ψωμί. Κοίταξε
αμέσως να βάνει τα νοητά σημάδια του στις τριγύρω στεριές, δίχως να πεί τίποτα
να πονηρευτούνε οι συντρόφοι του.
Ύστερα
από 2-3 μέρες πήγε στο Τρίκερι και βρήκε τον Καπετάν Νικόλα – δε συγκρατώ το
επώνυμο –που είχε καΐκι βουτηχτάδικο, του μίλησε για το χέρι που
έπιασε η τράτα του και τον κάλεσε να συνεργαστούν και με βουτηχτάδες της
εμπιστοσύνης του, να πάνε μαζί και τα δυό καΐκια (σφουγγαράδικο και
ανεμότρατα) να ψάξουνε να βρούνε το άγαλμα, απ’ όπου είχε κοπεί το χέρι. Τα
φκιάξανε κι ένα πρωί πλεύσανε στο μέρος,
όπου σύμφωνα με τα σημάδια που είχε βάλει στις στεριές, είχανε πιάσει στο δίχτυ
το χέρι. Ρίξανε τους βουτηχτάδες να
ψάξουνε το βυθό, καμιά εικοσιπενταριά οργιές βάθος. Ψάχνοντας κανά δυό μέρες πέρα – δώθε, πέσανε στερνά πάνω στον τόπο. Εκεί, καθώς
μολόγησε ο βουτηχτής, βρισκόταν το κουφάρι ενός αρχαίου πλοίου, τόσο σαπισμένο,
που μόλις το άγγιζε, διαλυόταν. Στο
κουφάρι αυτό βρέθηκαν, όχι μόνο το μεγάλο, αλλά και άλλα αγάλματα. Απ’ αυτά, τα
δυό τα δέσανε καλά και μπορέσανε σιγά – σιγά να τα ανεβάσουνε στο καΐκι. Το μεγάλο όμως άγαλμα απ’ όπου
είχε κοπεί το χέρι, δε μπορούσανε να το ανεβάσουνε γιατί ήταν πολύ βαρύ και
τους κοβόνταν τα σχοινιά. Τα καΐκια τους ήταν μικρά και δεν δύνονταν
να το ανεβάσουν, γι’ αυτό συνεννοήθηκαν κι ήρθε μεγαλύτερο καΐκι, ένα ιταλικό και το σήκωσε.
Ένας
με τ’ όνομα Γουνελάκης, φαίνεται πως έκανε συνεννοήσεις με την Αθήνα και ήρθε
το ιταλικό πλοίο να το σηκώσει και να το πάρει για την Ιταλία, με τη συμφωνία να μοιραστούνε το διάφορο. Δεν
πρόκανε όμως να γίνει αυτό, γιατί στο μεταξύ,
κάποιοι κάτοικοι από το Κ ο ρ μ π ά τ σ ι (Αρτεμίσιο) βρήκανε λίγο
παράξενες και κάπως ύποπτες αυτές τις
καθημερινές δουλειές πέρα -δώθε του
ιταλικού και του ελληνικού καϊκιού . Αναφέρανε τις υποψίες τους στον πρόεδρο της Κοινότητας Μ π ρ α
ϊ μ ά κ η, ο οποίος ειδοποίησε αμέσως
την αστυνομική αρχή. Ο αστυνόμος με τα όργανά του μπήκανε σε βάρκα, κρυφτήκανε
κάτου να μη φαίνονται, παρά μόνον ο βαρκάρης. Σαν φτάσανε στα καΐκια , σηκωθήκανε απάνου και
προτείνανε τα όπλα τους από φόβο μη
βρούνε αντίσταση. Τα ευρήματα ήταν στο κατάστρωμα του ενός καϊκιού έτοιμα για φευγάτισμα στο εξωτερικό. Τα πήρε
η αστυνομία και τα ακούμπησε στην πλατεία της Ιστιαίας ώσπου ήρθαν ειδοποιημένοι αρχαιολόγοι και τα
φόρτωσαν για την Αθήνα.
Αυτές
στάθηκαν οι πληροφορίες που μου δόθηκαν
από τον ιδιώτη Κοτζάμπαση στην Ιστιαία
και που ίσως να μην απέχουν από την πραγματικότητα.
Καταπληκτική
στάθηκε η εντύπωση και η συγκίνηση που προκάλεσε στους αρχαιολόγους το χάλκινο
αριστούργημα του Αρτεμίσιου. Ο Έφορος
Αρχαιοτήτων τότε Χρ. Ι. Καρούζος – μετέπειτα ακαδημαϊκός – θα γράψει
σχετικά:
«Κάποια
εξαιρετικώς ευτυχής συγκυρία έφερε τον Απρίλιο του 1926 τα δίκτυα Σκιαθιτών
αλιέων, ενώ εσάρωναν τον βυθόν της παρά
το Αρτεμίσιον της Ευβοίας θαλάσσης, να εμπλακούν εις ένα χάλκινον άγαλμα
από αιώνων κατακρημνισθέν εκεί τόσον
στέρεα, ώστε δεν ημπόρεσαν να επανέλθουν εις την επιφάνειαν, παρά
συναποφέρονται εν τουλάχιστον τεκμήριον του θησαυρού που ευρίσκετο εκεί κάτω: απέσπασαν βιαίως τον αριστερόν βραχίονα του
αγάλματος αυτού, ο οποίος μετεφέρθη από τους ανθρώπους εις την Σκιάθον. Η
Αρχαιολογική υπηρεσία επενέβη δια να
σώση το ευρεθέν και να ερευνήσει προς ανεύρεσιν
και του υπολοίπου αγάλματος, υπεχώρησεν όμως πρό της πληροφορίας των αρμοδίων ναυτικών αρχών ότι έρευνα μακρά
τις τόσον μέγα βάθος (πλέον των 25 οργιών) απεκλείετο απολύτως. Τους ιδιώτας εν
τούτοις εθέρμανεν η ελπίς του κέρδους περισσότερον παρά τας υπερβολικά
νηφαλίους δημοσίας αρχάς και τους έκαμε περισσότερον αποφασιστικούς:
εσχημάτισαν επιχειρηματικήν εταιρείαν, εξηρεύνησαν αυτοί τον βυθόν με δύτας
ριψοκινδύνους…. Και δεν εβράδυναν να
επιτύχουν κατά τα τέλη του Σεπτεμβρίου του 1928 την ανακάλυψιν και του
υπολοίπου αγάλματος (το οποίον) υπήρξε ακόμη αφορμή να εξέλθουν ολίγον αργότερον
εις το φώς και άλλα έργα τέχνης, κοντινοί ή μακρινοί συγγενείς του πρώτου,
κατακρημνισθέντα μαζί του εκεί κάτω: ένας νέος και ένας ίππος, χάλκινοι και
αυτοί. Είναι ευνόητον ότι η χαρά μας δια το γεγονός δεν έχει όρια»3.
Τα
ευρήματα μεταφερθήκανε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας όπου άρχισε η
εργασία του καθαρισμού και της συμπλήρωσης.
Σε
έκθεση του επίσης Εφόρου αρχαιοτήτων Ν. Μπέρτου4
- που μαζί με τον Χρ. Καρούζο, είχαν
ειδικά επιφορτιστεί με τον χειρισμό των ευρημάτων Αρτεμίσιου – αναφέρεται ότι
«πρόκειται περί μεγάλου υπερφυσικού μεγέθους (2.02 μ. ) αγάλματος εκ
μπρούτζου το οποίον παριστάνει όρθιο «γενειώντα άνδρα», περιγράφει τη στάση του
σώματος, το οποίον «ήτο κεκαλυμμένον με
θαλάσσια κοχύλια κατά την ανέλκυσιν και εχρειάσθη σύντομος εργασία δια να απαλλαγή αυτών. Τότε
εφάνη η υπέροχος τέχνη αυτού και μάλιστα της κεφαλής». Σημειώνει ακόμα ότι σχεδόν καμιά πραγματική βλάβη δεν έχει υποστεί «το καλλιτέχνημα κατά την επί τόσους αιώνας εντός της θαλάσσης
αφανή ζωήν του….. Εξαιρετικής διατηρήσεως και εργασίας είναι η προς τα αριστερά
στρεφομένη κεφαλή με την πλουσίαν γενειάδα και την επιμελώς διατεθειμένην
κόμην. Η αυτή τελειότης εργασίας και μεγαλειώδης απόδοσις των μορφών παρατηρείται εις
ολόκληρον το σώμα του θαυμασίου αγάλματος το οποίον, δια τούτο, δύναται να θεωρηθεί
το ω ρ α ι ό τ ε ρ ο ν – εγώ υπογραμμίζω -
μπρούτζινον έργον, το διασωθέν
ημίν εκ της αρχαιότητος των περί το 460 χρόνων της κλασικής τέχνης, αποτελεί δε
μ ο ν α δ ι κ ό ν – υπογράμμιση δική μου – απόκτημα του Εθνικού Μουσείου».
Έτσι
σώθηκε μες από τη μοναξιά του βυθού αυτό το πραγματικά μεγαλειώδες χάλκινο
άγαλμα του Ποσειδώνα, που στοργικά
φύλαγε στον κόρφο της η βαθύστερνη θάλασσα του Αρτεμισίου5 χωρίς καμιά καταλυτική επίδραση απάνου
του. Σίγουρα θα είχανε ριζώσει στο κορμί
του θαλασσινού θεού στρείδια, μύδια, τσουλούφες και άλλα, μα δεν του κάνανε
ζημιά.
Το
αριστουργηματικό αυτό έργο της αρχαίας χαλκοπλαστικής τέχνης – που μαζί με τον Ηνίοχο των Δελφών,
αποτελούν τα ωραιότερα χαλκά γλυπτά τα οποία κατέχει η Ελλάδα – κυριαρχεί μέσα
στο χώρο του Εθνικού Αρχαιολογικού μας Μουσείου. Πώς να μην την χαρακτηρίσω
θεοκατοίκητη την ευβοϊκή θάλασσα, απ’ όπου αναδόθηκε στην εγκόσμια φωτόχαρη ζωή
ο χάλκινος θεός;
Ο
Καρούζος, εκείνος ο διαπρεπής
αρχαιολόγος, στη μελέτη του για το άγαλμα του Αρτεμίσιου, δίνει λεπτομερειακά
τις διαστάσεις και τα χαρακτηριστικά των μελών του, μελετάει τη μορφική του
έκφραση, τις αναλογίες του σώματος, προσπαθεί
να αποκαλύψει τι κρατούσε στα χέρια του ο Θεός, αναζητάει την εποχή, το
καλλιτεχνικό εργαστήριο που έπλασε το άγαλμα · διερευνάει από κάθε πλευρά το αντικείμενο και καταλήγει στη
γνώμη ότι ο αναδυθείς θεός κρατούσε στο χέρι του τρίαινα και είναι
επομένως Ποσειδώνας και όχι Δίας, όπως
υποστήριξαν άλλοι.
Έκτοτε
το αριστούργημα αυτό της θεογεννήτρας ευβοϊκής θάλασσας, έτσι ως Ποσειδώνας
είναι γνωστό.
Τάχα
από την έμπνευση και τα χέρια ποιανού αρχαίου Έλληνα γλύπτη πλάστηκε αυτός ο
ενάλιος θεός, με τα καλοχτενισμένα μαλλιά της κεφαλής και της γενειάδας του;
Ποιος έβαλε την τέχνη του για να στήσει μπρός μας καλλίγραμμο αυτό το γιομάτο ρώμη σώμα; Άγνωστος μένει ο
πλάστης του. Ίσως να ταιριάζει εδώ αυτό
που απαιτεί από τον καλλιτέχνη ο Σίλλερ: «Το έργο του να το ρίξει
σιωπηλά μέσα στον απέραντο χρόνο»6.
β. Το άλογο και το παιδί
Η
αρμόδια αρχαιολογική υπηρεσία, σκεφτόμενη ότι στο χώρο του ναυάγιου μπορεί να
υπήρχαν και άλλα γλυπτά, έκλεισε συμφωνία με τον ίδιο πλοίαρχο του
σπογγαλιευτικού Δημ. Δεληκωσταντή, που ανέλκυσε το άγαλμα του Ποσειδώνα, για να
εξερευνήσει το βυθό. Επί ημέρες ανεβοκατέβαιναν
με σκάφανδρο 4 δύτες σε βάθος
πάνου από 40 μέτρα
και σε βυθό λασπώδη – συχνά με θολούρα – που δυσκόλευε την εργασία, ψάχνοντας για τυχόν άλλα αρχαιολογικά
έργα. Σε κάποια από τις καταδύσεις βρέθηκε πέτρινο σώμα που
πιστεύτηκε ότι μπορεί να ήταν το άγαλμα
της Προσηώας Αρτέμιδας, που είχε διαρπαγεί από το ναό της, βρισκόμενο στην τοποθεσία Άγιος Γεώργιος,
κοντά στο χωριό Κορμπάτσι (Αρτεμίσιο). Ύστερα από την ανέλκυση διαπιστώθηκε
ότι ήταν ο κάτω πέτρινος τροχός χερόμυλου! «Πέτρα μεγάλη ήτονε και πολλά
επικραθήκασι όλοι (οι ψαράδες) για την πέτρα» για να θυμηθούμε μεταφρασμένο
ψαράδικο μύθο του Αίσωπου.
Βρέθηκε
κατόπι και η δεύτερη μυλόπετρα. Επίσης βρέθηκε μια οξυπύθμενη υδρία του νερού,
πολλά άλλα πήλινα θραύσματα και ένας μολύβδινος σωλήνας. Με το χερόμυλο – τη
μόκρα όπως λένε στην περιοχή των Στύρων – φαίνεται αλέθανε και εξασφαλίζανε την
τροφή τους στο ταξίδι.
Η
έρευνα τελικά στέφθηκε με επιτυχία όταν οι δύτες ανακαλύψανε, δέσανε και
ανεβάσανε στο σκάφος το πρόσθιο μέρος χάλκινου αλόγου με το κεφάλι του και το
αριστερό πισινό του πόδι. «Κρίμα στους κόπους μας, είπε ο καπετάνιος. Γι’ αυτό
λοιπόν το ψοφάλογο δουλέψαμε τόσες μέρες»!
Στο
πευκί που αναγκάστηκαν να διακόψουν από τη φουρτούνα και ν’ αράξουν, ο
αρχαιολόγος Μπέρτος που επόπτευε την εργασία, καθάρισε το άλογο από τη λάσπη,
που είχε μέσα στο κοίλωμά του, καθώς και από τα όστρακα, που ήταν κολλημένα
απάνω. Κατά το καθάρισμα βρήκε και ελάχιστα ίχνη ολότελα σάπιου ξύλου. Όταν
έφκιαξε ο καιρός και ξαναπιάσανε δουλειά,
οι βουτηχτές ψάχνοντας για το υπόλοιπο τμήμα του αλόγου, ανακάλυψαν χάλκινο
άγαλμα μικρού παιδιού – αναβάτη – γεμάτο όστρακα κι αυτό, που του λείπανε όμως
το δεξί πόδι και ο δεξιός βραχίονας. Κάτου από το άγαλμα υπήρχανε βότσαλα. Ο
βυθός στο μέρος αυτό είναι λασπερός και δε δικαιολογούνται βότσαλα. Η γνώμη
του αρχαιολόγου είναι ότι το πλοίο που
βυθίστηκε εκεί, είχε τ’ αγάλματα πάνου στο έρμα (σαβούρα που αποτελούνταν από
βότσαλα) στο κοίλωμα του σκάφους. Ότι επρόκειτο για ναυάγιο, προκύπτει και από
το γεγονός ότι βρέθηκαν πολλά μολυβένια
πλακίδια, με τα οποία ήταν επενδυμένα
τα ύφαλα του πλοίου.
Άραγε
από ποια περιοχή είχανε διαρπαγεί οι αρχαιολογικοί αυτοί θησαυροί και που κατευθύνονταν; Κατά τους αρχαιολόγους
πρέπει να προέρχονταν από κάποιο ιερό
της Βόρειας Εύβοιας – που αγνοούμε – ή από ιερό που θα βρισκόταν σε
κάποια απ’ τις αντικρινές ακροθαλασσιές της Θεσσαλίας. Δεν αποκλείεται όμως να
προέρχονταν από σύληση που έγινε σε βορειότερα μέρη, στη Μακεδονία, το Δίο ή
αλλού, και για να περνούσε το σκάφος από
τον Ευβοϊκό, ασφαλώς θα κατευθυνόταν στην Ιταλία. Για την Κωνσταντινούπολη
αποκλείεται να πήγαινε, γιατί θ’ ακολουθούσε
άλλη πορεία, κατά το βοριά. Για όλα αυτά τα γλυπτά, χρειάστηκε
να γίνει στο Αρχαιολογικό Μουσείο μακρά και επίπονη εργασία από τους
ειδικούς για το καθάρισμα και τη συμπλήρωσή της. Η σοβαρότερη όμως εργασία –
καθαρή καλλιτεχνική δημιουργία – ήταν εκείνη που απαιτήθηκε να
πραγματοποιηθεί για να
κατασκευαστούν τα μέρη που έλειπαν, ώστε ν’ αναπλαστεί και ολοκληρωθεί το έργο.
Δε θ’ ασχοληθώ εδώ – αναρμόδιος άλλωστε – με τα ζητήματα και τις απορίες που
προκύπτουν ως προς τη σχέση αλόγου με το παιδί, και τις φανερές δυσαναλογίες
ίππου και αναβάτη, ούτε σε ποια εποχή ανήκουν, και αν το παιδί αυτό αποτελούσε
τον τζόκεϋ του αλόγου ή ήταν άσχετο με εκείνο. Τούτα είναι της αρμοδιότητας των
ειδικών. Για το λόγο αυτό προσέφυγα στο
μουσειακό καλλιτέχνη γλύπτη Νίκο Περαντινό, προϊστάμενο τότε των Τεχνικών
Υπηρεσιών του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, ο οποίος είχε αναλάβει την ανασυγκρότηση από
αισθητικής και πλαστικής μορφής του έργου. Είναι φανερό ότι ο καλλιτέχνης
αντιμετώπισε πολλά προβλήματα ως προς το
μήκος του αλόγου, γιατί έλλειπαν μεγάλα
τεμάχια από την κοιλιά και τη ράχη του που θα ένωναν το μπρός και το πίσω
μέρος. Επίσης υπήρχε το πρόβλημα της κινήσεως του ίππου. Ο διακεκριμένος
γλύπτης, που τον επισκέφθηκα στο ατελιέ του, για να έχω μιαν υπεύθυνη γνώμη
πάνω στο λεπτό αυτό καλλιτεχνικό θέμα, που περιέγραψε από κάθε άποψη και
ανάλυσε έτσι το όλο αντικείμενο:
«Αρχικά,
από το διάσημο γερμανό αρχαιολόγο E. Buschor,
χρονολογήθηκε ο ίππος ότι ανήκει στην εποχή του 5ου αιώνα π.Χ.,
γιατί η πλαστική μορφή του κεφαλιού
θεωρήθηκε ότι είναι ίσως ένα δείγμα γλυπτικής σαν προάγγελος της ζωφόρου του
Παρθενώνα. Ο αναβάτης όμως, το μικρό άγαλμα του παιδιού, που πιθανόν να ανήκε στον
ίππο, θύμιζε χαρακτηριστικά πλαστικής μπαρόκ της ελληνιστικής εποχής. Ο
αναβάτης είναι πολύ μικρός, οι διαστάσεις του σε σχέση με τον ίππο, και έτσι
δημιουργήθηκε ζήτημα για την αρχική
σχέση ίππου και αναβάτη. Ειπώθηκε ακόμα ότι μπορεί να προστέθηκε μεταγενέστερα,
κατά την ελληνιστική εποχή, πάνω στον προϋπάρχοντα ίππο.
Πρίν
από σαράντα περίπου χρόνια, ο τότε γλύπτης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου
Ανδρέας Παναγιωτάκης, είχε επιχειρήσει την αναστύλωση του ίππου, αλλά η μελέτη
εκείνη παρουσίαζε σφάλματα, γι’ αυτό και αποκλείσθηκε από του να παρθεί σαν
βάση για μια μελλοντική ανασυγκρότηση του έργου.
Τα
κύρια μειονεκτήματα ήσαν αφ’ ενός η υπερβολική επιμήκυνση του σώματος του ίππου
και αφ’ ετέρου η υπέρ το δέον ανύψωση του τραχήλου του, σε τρόπο ώστε το
στήσιμο έδινε την εντύπωση άλματος μάλλον παρά καλπασμό όπως τελικά
αποδείχθηκε, όταν έγινε νέα ανασυγκρότηση και δόθηκε η σωστή κίνηση του ίππου.
Η
ακριβής λοιπόν κίνηση, το μήκος του σώματος, η συμπλήρωση του μεσαίου τμήματος
που έλειπε και που ένωνε το εμπρός με το πίσω μέρος του σώματος, το στήριγμα
που υπήρχε στη μέση, στο σημείο ακριβώς που αντίστοιχα πάνω στη ράχη του ίππου
καθόταν ο αναβάτης, καθώς και οι σχέσεις αναλογίας ίππου και αναβάτη,
αποτελέσανε τα βασικά προβλήματα της
νέας ανασυγκροτήσεως του ίππου που έγινε το 1970 – 1972.
Με
τη συνεργασία μου με τον αρχαιολόγο Βασ. Γ. Καλλιπολίτη, τότε διευθυντή του
Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και ύστερα από επισταμένη μελέτη με σχέδια σε κλίμακα και στις φυσικές διαστάσεις του
ίππου, και με σπουδή της ανατομίας συγχρόνων ίππων, γιατί το άλογο του
Αρτεμισίου ως προς τη ράτσα του, συγγενεύει με σημερινό αραβικό ίππο, είναι
κέλης με ραδινό και μυώδες σώμα, τελικά βρέθηκε η σωστή κίνηση και η αναλογία
του σώματος. Τα μέρη του έλλειπαν στο σημείο της κοιλίας και μέρους του δεξιού
γοφού, το αριστερό πόδι από το πέλμα μέχρι τη μέση της κνήμης, καθώς και
ολόκληρη η ουρά συμπληρώθηκαν στην ανατομική τους μορφή με υλικό εποξυνικής
ρητίνης τύπου «αραλδίτε σιδά», αναμιγμένης με σκόνη από στόκο και με επάλειψη
στην επιφάνεια σε χρώμα χαλκού, όπως και του αγάλματος. Η τεχνική εργασία
στηρίξεως με σιδερένιο οπλισμό εσωτερικώς και η συγκόλληση των κομματιών έγιναν
από τον αρχιτεχνίτη του Μουσείου Χρήστο
Χατζηλιού.
Ως
προς τη σχέση ίππου και αναβάτη, δεν υπάρχει τώρα καμιά αμφιβολία έπειτα από τη
σχετική μελέτη για το πλαστικό ύφος του δημιουργού γλύπτη της όλης συνθέσεως.
Επίσης
συνηγορεί και η ύπαρξη στη ράχη του ίππου μέρους του ρούχου, όμοιο σε απόδοση
με τις πτυχές του χιτώνα του αναβάτη.
Το
κύριο λοιπόν μνημείο είναι ο ίππος, ο δέ μικρός αναβάτης αποτελεί
συμπληρωματικό τρόπο μορφής που πληροί
το επάνω από την ράχη κενό του ίππου. Άλλωστε είναι φυσικό να υποτεθεί
ότι κατά τις ιπποδρομίες ιππεύουν τ’ άλογα μικρόσωμοι καβαλάρηδες για το
απαιτούμενο ελαφρό βάρος. Ο δημιουργός γλύπτης, είχε το λόγο του, υφής καλλιτεχνικής για τη δυσαναλογία αυτή, δηλαδή
την προσαρμογή της μορφής στη σύνθεση του μνημείου, παρά το γεγονός ότι παρ’
όλο που οι διαστάσεις του αναβάτη είναι παιδιού 5 ετών, η μυϊκή ανάπτυξή του είναι 14-15 ετών.
Μια
λεπτομέρεια ακόμη ίσως καταλήγει στο ίδιο χρονολογικό συμπέρασμα: Η εξέταση
μιας μορφής Νίκης που υψώνει στα δύο
χέρια της στέφανο και αναπαριστά σφράγισμα συνηθισμένο πάνω σε ευγενείς
ίππους, κατά την αρχαιότητα,
(παραδείγματα έχουμε πάνω σε αγγειογραφίες). Η μορφή της Νίκης είναι στο δεξί
μηρό του ίππου χαραγμένη και δηλώνεται με περίγραμμα αποτελούμενο από ίχνος
ένθετης από ασήμι στενής ταινίας, που τώρα εχάθηκε.
Προσφέρεται
λοιπόν τώρα το έργο στην άνετη μελέτη, ως προς τη σύνθεση και τις πλαστικές
λεπτομέρειες, ώστε είναι σκόπιμο να σημειωθούν μερικές παρατηρήσεις σχετικές με
την τεχνοτροπία και την σύνθεσή του.
Η
κεφαλή του ίππου μπορεί πραγματικά να παραβληθεί προς ανάγλυφες κυρίως παραστάσεις της
κλασικής τέχνης. Η ομοιότητα αυτή υπέβαλε την αρχική χρονολογία του έργου στα
μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. Είναι γνωστό ότι μεγάλοι γλύπτες του
αυστηρού ρυθμού είχαν επιδοθεί στην ακριβή παράσταση των ανατομικών
λεπτομερειών του ίππου και άλλων ζώων.
Οι
λεπτομέρειες λοιπόν της διάπλασης των μυών του ίππου, η μορφή των πτυχών του
δέρματος και οι αρθρώσεις των σκελών, ιδίως η έντονη δήλωση των φλεβών, μας
υποβάλλει να αναγνωρίσουμε στο γλυπτό τεχνοτροπία μεταγενέστερη ελληνιστικών
χρόνων, δηλαδή περί τα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ.
Το
μνημείο ήταν ανατεθειμένο σε κάποιο σημαντικό ιερό, απ’ όπου αφαιρέθηκε και
κατά τη θαλάσσια μεταφορά του
καταποντίστηκε το πλοίο που το μετέφερε,
μαζί με το άγαλμα του Ποσειδώνα.
Επομένως
για την ερμηνεία του έργου, πρώτιστη σημασία έχει το ζήτημα της αρχικής θέσεώς
του και η αναζήτηση, κατά το βόρειο άκρο της Εύβοιας ή επί της θεσσαλικής ακτής του ιερού στο
οποίο είχε αφιερωθεί αυτό και απ’ όπου πιθανώς αφαιρέθηκε και το περίφημο
χάλκινο άγαλμα του Ποσειδώνα».
Ύστερα
από την πιο πάνω ανάλυση του γλύπτη Περαντινού, δε μένει αμφιβολία ότι τα δύο
γλυπτά είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους και ότι το παιδί είναι ο αναβάτης
του αλόγου.
[1] Νικ. Κ. Μπελλάρα «Ιστορία
της Λίμνης», εκδ. του Δήμου Λίμνης, Μάιος 1958, σ. 3
[2] Νικ. Κ. Μπελλάρα, όπου π.
σ. 9
[3] Νικ. Κ. Μπελάρα, όπου ο.
σ. 17, 18, 25
[4] Νικ. Κ. Μπελάρα, όπου ο.
σ. 17, 18, 25
[5] Νικ. Κ. Μπελάρα, όπου ο.
σ. 17, 18, 25
[6] Νικ. Κ. Μπελάρα, όπου ο.
σ. 17, 18, 25
[7] Νικ. Κ. Μπελάρα, όπου ο.
σ. 17, 18, 25
1 Εμίλ
Λούντβιχ: «Μεσόγειος, τα πεπρωμένα μιας θάλασσας», εκδ. «Προμηθέας», Αθήνα,
1954, σ. 12
2
Ισως το ακτωνύμιο Βουλίκι να χρωστιέται στην περίφημη ναυμαχία του Αρτεμισίου
το 480 π.Χ. όπου βούλιαξαν τα περσικά σκάφη από τις 271 ελληνικές τριήρεις (και
9 πεντηκόντορα), που παρατάχτηκαν υπο
την αρχηγία του Ευρυβιάδη. Στην ναυμαχία αυτή – καθώς και στην κατοπινή της Σαλαμίνας – μετείχανε – όπως είναι γνωστό
– και 20 Χαλκιδικές τριήρεις, 7 της Ερέτριας και 2 των Στύρων (Ηρόδοτος VIII).
3
Αρχαιολογικόν Δελτίον του 1930-31, τ. 13, σ. 41 και έπ.
4
Αρχαιολογικόν Δελτίον του 1926, παράρτημα, σσ. 86-95
5 Η αρχαιολόγος Σέμνη Καρούζου γράφει:
«Με μια θεϊκότητα μεγαλύτερης σύλληψης,
φανταστικά οραματική, υψώνεται ένα άλλο, το σημαντικότερο έργο της θάλασσας, ο
Ποσειδών του Αρτεμισίου, έργο και αυτό κάποιου Πελοποννήσιου Χαλκοπλάστη (Εφημ.
«Ελευθερία» 14-12-1957)
6 W. KRANZ: « Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής
Λογοτεχνίας», μετάφραση Θρασύμβουλου Σταύρου, έκδ. Ι. Χιωτέλης, Αθήναι 1953, σ.
19
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου