ΓΕΦΥΡΑ

eviahistοry.gr

Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2017

ΑΥΛΩΝΑΡΙ


ΑΥΛΩΝΑΡΙ
Περίγραμμα Ιστορίας και Τέχνης
 Του Αντώνη Παύλου




ΧΕΡΜΑΝ ΜΠΛΑΟΥΤ

 Ι. “Το Αυλωνάριο, πρωτεύουσα του δήμου Αυλώνος της Καρυστίας κείται επί της κλίσεως της μεσημβρινοδυτικής πλευράς ομαλού τίνος αλλ’ αρκετά κεκλιμένου λόφου, ενώπιον του ανοίγεται μικρά τις πεδιάς, της οποίας το μήκος από μεσημβρίας προς άρκτον διήκον, απολήγει εις την βορείαν της Ευβοίας
θάλασσαν ολόκληρον την πεδιάδα ταύτην οφειοδειδώς διασχίζει γοητευτικώτατος ποταμός, κατάφυτος όλος από γηραιάς και δασοφύλλους πλατάνους, ο δε εκτεταμένος ορίζων όστις ανοίγεται ενώπιον του Αυλωναρίου, τα πολλά χωρία του δήμου των Κονιστρίων και τα των Κοτυλαίων, τα οποία όλα κείνται προ των οφθαλμών του θεατού επί των απέναντι λόφων και επί της ανατολ. υπωρείας του Κοτυλαίου όροις, οι χλοίζουσαι προ των ποδών του χωρίου άμπελοι, και αι φυτείαι του βάμβακος καθιστώσι το χωρίον τερπνότοτον και την εν αυτώ διομονήν ευχάριστον. “Πρόκειται για μαρτυρία ανώνυμου, τμήμα άρθρου που περιγράφει το πανηγύρι της Αγίας Θέκλας Αυλωναρίου, και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Χαλκίδας “Εύριπος” τον Οκτώβριο του 1866 (Σπ. Κοκκίνης, Περί εμποροπανηγύρεων, Ευβοίκό Ημερολόγιο 1989, 46). ΙΙ. Το Αυλωνάρι
ήταν έδρα Δήμου από το 1833 ως το 1914 (αρχικά Δυστίων και από το 1848 Αυλώνας), Η λέξη “ο αυλών” σημαίνει - κατά τους Lidel-Scott (Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης, Αθήναι, 1946, τομ. Α΄, 438) - “παν καίλωμα μεταξύ βουνών ή υψωμάτων, ήτοι την κοιλάδα ή χαράδραν, σημαίνει δε και την αύλακα ή την διώρυγα και τον πορθμόν. Κατά πληθυντικόν δ’ αριθμόν “αυλώνες” σημαίνουσι φάραγγος ή πλατεία τόπους επί τα όρη “. Ο Ζιρράρδος εικάζει ότι το σημερινό Αυλωνάριο βρίσκεται στη θέση όπου βρισκόταν η αρχαία ευβοϊκή πόλη Οιχαλία. Ο Στράβων (βιβλ. 10) σημειώνει: “Εστι δε και η Οιχαλία κώμη της Ερετριακής, λείψανον της αναιρεθείσης πόλεως υπό Ηρακλέους”. Ότι αυτή βρισκόταν στην Ερετριακή χώρα, αποδεικνύει ίσως και το όνομα του Μελανέως, πατέρα του βασιλέα της Οιχαλίας Ευρύτου, από τον οποίον η Ερέτρια ονομάσθηκε και Μελαννίς. Αναφέρεται και από τον Σοφοκλή (Τραχίνιοι, στχ. 74, 236, 352, 361, 747, 855) ο οποίος την χαρακτηρίζει “υψίπυργον” και “αιπεινήν” δηλαδή ευρισκόμενη σε ψηλό και πετρώδες έδαφος. Βέβαια υπάρχει το ερώτημα: “Ποιά η Οιχαλία του Εύρύτου;”: η Ευβοϊκή ή η Πελοποννησιακή; Η αντιδικία για την τιμή σε ποιά περιοχή ανήκει (επειδή η εναντίον της εκστρατεία ανοίγει το πολεμικό στάδιο του Ηρακλή) στάθηκε μεγάλη. Αν κλέφτης των αγελάδων του Ευρύτου, όπως θέλει ο Απολλόδωρος ήταν ο Αυτόλυκος, η Μεσσηνιακή Οιχαλία δεν προσφέρεται για την κλοπή - αν κλέφτης των φαράδων του Ευρύτου ήταν ο Ηρακλής, όπως θέλει ο Όμηρος, η Ευβοίκή Οιχαλία προσφέρονταν για κλοπή. Τα βόδια, ως δυσκίνητα θα γίνονταν αντιληπτά σε μια μεταφορά τους από την Μεσσηνία στον Παρνασσό. Τα άλογα όχι, γιατί μπορούσαν να παραδοθούν σε ιππείς και να διασκορπιστούν. Επομένως η τοποθέτηση της από τον Σοφοκλή στην Εύβοια είναι πιο φυσική (΄Αγγελου Φουριώτη, Η Εύβοια ως τον Ζ’ π.χ. αιώνα (΄Ονομα-Ηγέτες-Λαός), ΑΕΜ, τομ. 15 (1969), 278-279). Η ονομασία Αυλών δεν ήταν γνωστή μόνο για τον Αυλώνα-Αυλωνάρι της Εύβοιας. Αυλών “χώρα και πόλις επί των συνόρων Μεσσηνίας και Ήλιδος’’ υπήρχε άλλοτε, καθώς επίσης και στην χερσόνησο της χαλκιδικής, αλλά και στην Μακεδονική Ιλλυρία, μεταγενέστερα καλούμενος “Αυλώνας” (στο “Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης επίτομον”, Α. Γαζή, εκδ. Αθηνών 1839, τομ. Α., 307). Σε εκκλησιαστικές πηγές το όνομα της επισκοπής Αυλώνος (Ευβοίας) εμφανίζεται κατά την Ε’ Οικομενική Σύνολο (553 μ.Χ.) στην Κων/πολη, στην οποία παρεκάθησε, σαν μέλος της, μαζί με τον επίσκοπο Πορθμού (σημερ. Βάθειας) Θεόδωρο, και ο επίσκοπος Αυλώνας Σωτήρ. Μέχρι το 733 μ.Χ. υπαγόταν όπως και όλες οι επισκοπές της Εύβοιας (Ευρίπου, Ωρεών, Καρύστου και Πορθμού), στην μητρόπολη Κορίνθου. Από το έτος αυτό (733 μ.Χ.) και μέχρι την εποχή της Βασιλείας του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου (1259- 1282) υπήχθη στον μητροπολίτη Αθηνών και μετά, αφότου η Εύριπος (:Χαλκίδα) έγινε έδρα μητροπόλεως υπαγόταν, όπως και όλες οι Ευβοϊκές επισκοπές, σ αυτήν. Κατά την διάρκεια της Φραγκοκρατίας η επισκοπή Αυλώνος αναμαζόταν Abelonesis ή Avalonesis (βλ. Χρυσ. Θέμελη, Αι επισκοπαί Πορθμού, Αυλώνας, Αιδηψού, Ζάρκων και Καναλίων, Αθήναι 1954, 12-14). Ως επισκοπή αναφέρεται και κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας (στον κώδικα του Μαρτίνου Κρουσίου, το έτος 1578), ενώ τα ίχνη της χάνονται στα τέλη του 16ου αιώνα. ΙΙΙ. Μνημεία της Ιστορίας του Αυλωναρίου αποτελούν το Κάστρο Potiri, στο λόφο Ν.Α. του χωριού (σώζεται το εξωτερικό τείχος σε αρκετό ύψος, ένας σχεδόν γκρεμισμένος πύργος καθώς και η καμαροσκέπαστη εκκλησία του προς τιμήν της Θεοτόκου) και ο Πύργος Valona που σημειώνεται απ όλους τους χαρτογράφους του Μεσαίωνα (βλ. Ι. Κωνσταντίνου - Ι. Τραυλός, Ανασκαφαί εν Αυλωναρίω, Π.Α.Ε., 1941, 28, Π. Λαζαρίδης, Α.Δ. τόμος 20 (1965) Χρονικά 296). Στο Αυλωνάρι σώζεται το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μνημείο εκκλησιαστικής Τέχνης κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, ο Άγιος Δημήτριος, κτίσμα του Ι3ου αιώνα (στο Χάνι ή Παζάρι Αυλωναρίου). Έχει τρεις οικοδομικές φάσεις (η πρώτη πιθανώς παλαιοχριστιανική, είναι τα ερείπια που φαίνονται στην κόγχη του ιερού, η δεύτερη είναι ο νάρθηκας που στεγάζεται με oκτάπλευρο τρούλο (Π. Λαζαρίδης, Α.Δ τομ. 23 (1968), Χρονικά (1), 244) και η τρίτη είναι ο κυρίως ναός). Ο ναός του Αγ. Δημητρίου ανήκει στην κατηγορία των σταυροεπιστέγων, τύπου Α1 κατά την ταξινόμηση του Αναστ. Ορλάνδου (Οι σταυρεπίστεγοι ναοί της Ελλάδος, ΑΒΜΕ, Τομ. 1(1936), 42). Στο ναό υπάρχουν δύο μαρμάρινα κηροπήγια. Ο Jules Girard διέσωσε γύρω από το ναό του Αγ. Δημητρίου μια παράδοση: “Κοντά στα περβόλια είναι η εκκλησία του Αη Δημήτρη ξεκουστή σ’ ολάκερη την περιοχή όπως και η άλλη του Αη Γιάννη (σήμερα ερειπωμένος ναός στην περιοχή Παλαιοκαστρίου) ένας λόφος τη χωρίζει απ την πρώτη (...) Τούτες αποτελούσανε το αποτέλεσμα ανταγωνισμού της ικανότητας δύο μεγάλων μαστόρων, που ο ένας τους είτανε μαθητής του άλλου, κι o νικημένος δάσκαλο ς πέθανε απ’ την πίκρα του” (Γ. Ι. Φουσάρας, Η “Ιστορία της Αρχαίας Ευβοίας του ,Jules Girard(, ΑΕΜ, τομ. 11(1964), 75-76). Ο νάρθηκας κι ο κυρίως ναός ήσαν κατάγραφοι με εξαίρετα δείγματα της μνημειώδους ζωγραφικής του Ι3ου-Ι4αυ αιώνα, απ τις οποίες τοιχογραφίες ελάχιστες σώζονται, στερεωμένες και καθαρισμένες (Χαρ. Φαράντος, Βυζαντινές και Μεταβυζαντινές Εκκλησίες στις περιοχές των χωριών: Αλιβέρι, Κατάκαλος..., ΑΕΜ, τομ. ΚΓ (1980), 368-370 και Μελίτα Εμμανουήλ, Η Μνημειακή Ζωγραφική στην Εύβοια κατά την περίοδο της Φραγκακρατίας, περ. Αρχαιολογία, τχ. 412 (1992), 78, 79).
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: