ΓΕΦΥΡΑ

eviahistοry.gr

Τετάρτη 8 Νοεμβρίου 2017

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΟΥ ΑΗ-ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΛΙΜΝΙΩΤΗ


ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΟΥ ΑΗ-ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΛΙΜΝΙΩΤΗ
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΜΟΥ
Αυτά τα ιερά συναξάρια των αγίων, τα θεικά κι ευλογημένα, τα
μισοσβησμένα απ’ τις τωρινές ανθρώπινες μνήμες, αυτές οι αγιασμένες παμπάλαιες ιστορίες, οι ξεχασμένοι αυτοί θρύλοι των μοναστών, μοιάζουν σαν τις λησμονημένες αγιογραφίες, που ολοένα χάνονται μέσα στην άχνα και το μυστικό αδύναμο φέγγος των περασμένων καιρών. Αυτά, λοιπόν, τα συναξάρια τα
κοσμημένα με το λογάδι του απλού απέθαντου λόγου και τώρα και πάντοτε πολύ τα συμπαθεί, τα στέργει και τ’ αγαπά πολύ και τα σέβεται η αθώα ακήρατη ψυχή. Τούτα τα βυζαντινά ιστορήματα, μιλάνε, μαθές, για κάποιους φτωχούς άγιους, αλειτούργητους και λησμονημένους και που φορές τ’ αναθυμάσαι, με το καζάντι της σοφίας και της αρετής, καθώς τα ογρά μάτια σου πέφτουν σε κάτι στίχους σαν κι αυτούς:
Στην εκκλησιά μου λειτουργός. Τα μάτια πριν τα κλείσω, τ’ ορκίζομαι, αλειτούργητοί μου Άγιοι, σ’ εσάς που ακόμα, με βλέπετε να στέκουμαι χέρια άδεια, βουνό στόμα θα ψάλω τα τροπάρια σας. Να μου κρατάτε το ίσο. (Παλαμάς) Όλοι οι άγιοι οι δικοί μας ήρθαν απ’ την Ανατολή. Αποδιωγμένοι απ’ το κακό, για η μοίρα, τους τράβαγε κατά τη Δύση - ποιός ξέρει; - να φωτίσουν τα κοπάδια των ανθρώπων που ζούσαν στα σκοτάδια, κουρασμένα καματάρικα ζωντανά, που σπάραζαν στο κακοψύχι τους κοντά στα ρημωμένα είδωλα των πεθαμένων τους Θεών. Πράμα αμάλαχτο ιερό και βλογημένο οι άγιοι, που έρχονταν απ’ την Ανατολή, με το βιβλικό τους βάθος και το πάθος, τον Κόσμο να δασκαλέψουν με διδαχή Χριστού, με συμπόνεση, αγάπη και καλοσύνη. Πονετικός διαβάτης ένας τέτοιος καλόγερος, από την Νίκαια της Βιθυνίας έφτασε απόκοντα στ’ ακρογιάλια της Ιωνίας. Ευπαίδευτος αλλοτινός, αλλοπαρμένος, αλλόκοτος μα θεοσεβής άνθρωπος! Με το στραβοράβδι του στο ένα χέρι, στ’ άλλο το τετραβάγγελο, με γενειάδα λευκή, μέτωπο οργωμένο από την σκέψη, ξυπόλητος, άνοιγε δρόμους Θεού και σάρωνε στο πέρασμά του της ψευτιάς τ’ αλλόπιστα είδωλα. Μπήκε σ’ ένα καράβι στοιχειωμένο, που στην άλμπα τα ξάρτια του έσταζαν φίλδισι και μάργαρο και πέρασε αντίπερα στα αιγιοπελαγίτικα νησιά, νησιά ευγενικά, γελαζούμενα κι ασπρογάλαζα, παιδιά κοσμοξάκουστα της αγέραστης ηλιόφωτης Ελλάδας. Βρήκε πρώτο αραξοβόλι στην Κω, στο κοσμολόητο μοναστήρι του Πηλίου. Δούλευε για τους στενόχωρους ανθρώπους και γινόταν όλο και πια γιαλούσης, πεντάφτωχος, όποτε έσμιγε μαζί τους. Και δεν ήθελε
πλειό να μένει άλλο, χωρίς γνοιάση, σαν είδωλο αρίγητο στη γωνιά του. Εκεί, το λοιπόν, στα έρημο μέρη και στις αραχνιασμένες σκήτες του μοναστηριού, όντας μια νύχτα αυχμού, αχρόνιστη και θεοσκότεινη, που φύσαγε ογρή νοτιά, είδε ψηλά απ’ το φωτοστέφανο του Ευσταυρωμένου να βαγίζει, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, ο γνωστός αδελφός του: Άη Γιάννης ο Θεολόγος. Έβγαινε, στην θεική φανειά του απ’ ένα κατασκόνιστο εικόνισμα σιντεφένιο, μα μισοσβησμένο κι ωστόσο ζεστό, ζωντανό, με αστροβολές ολόγυρα κι εξαίσιες φωτολαμπές. Τον καλούσε, με ψαλμουδιστή φωνή, να πάει στην Πάτμο, που ήθελε να πάει απόπασχα κι απόσιγα. Να πάει στο νησί, που έζησε αλυσσοδεμένος ο ίδιος ο Αη Γιάννης κι οραματίστηκε, με συμπάθεια κι έλεος, ένα κόσμο καταστροφής και ερήμωσης, που ξέκοψε απ’ την άσκιαχτη ασκητική στράτα του Θεού, και ψαχουλεύει για εφήμερες χαρές, στα πάντα βροχερά και βάρυπνα σκοτάδια του καταχανά και του θανάτου. Εκεί έγραψε την “Αποκάλυψη” τ’ άγιο και προφητικά βιβλίο του, και συνομίλησε, με τους Αγγέλους των ουρανών και ηνοίχθη ο ναός του Θεού εν τω Ουρανώ και εφάνη η κιβωτός της διαθήκης αυτού εν τω ναώ αυτού, και έγιναν αστραπαί και φωναί και βρονταί και σεισμός και χάλαζα μεγάλη... Πάνω απ’ το λαμπρό ασάλευτο στεφάνι του Εσταυρωμένου, έστεκε ο Αη Γιάννης, ορθολίθι αμίλητο της
αιωνιότητας, όλη νύχτα κι αναμέτραε με χερουβικό ψίθυρο τις θαυμαστές ώρες της Προσευχής του. Και οι αρχαίες ζωγραφιές των αγίων ολόγυρα, μεγάλωναν εκστατικά και βάζαν αυτί αλάθευτο ν’ ακούσουν, δακρυσμένοι, την Θέληση και Προσταγή του Πονεμένου Αη Γιάννη. Είναι, καθώς είπανε, και θέληση κι επιθυμία του αυτοκράτορα Αλέξη Κομνηνού, την Πάτμο να διαφεντέψει, με Θεού γνώρα, θέληση, γνοίαση και γεροσύνη, ο Αη Χριστόδουλος. Άκουσε την θεόσταλτη, γαλήνια και στοχαστική λαλιά του Ευαγγελιστή Αη Γιάννη, ο Αη Χριστόδουλος, ο θεόληπτος, σεπτός μοναστής... Και το χάραμα, με την άλμπα την μενεξεδένια, έφτασε αναπάντεχα πλοιάρι σημαιοστόλιστο, απ’ την Πόλη κι έφερε το χρυσόβουλο του Βασιλιά, ο μετσίλης. Κι έγραφε στην αρχαία γλώσσα των Πατέρων μας Βυζαντινών το κιτάπι, όσα στο όραμά του άκουσε σιωπηλά, ο Καλόγερος, απ’ το στόμα του Άη Γιάννη του μαθητή “ηγαπημένου” του Κυρίου: “Τω ευλαβεστάτω αρχιμανδρίτη Χριστοδούλω και ησυχαστή τω πριν εν όρει του Λάτρους τάς κατά θεόν ποιουμένω διατριβάς και τον ασκητικόν διανύοντι δίαυλον, ησυχίας τυγχάνοντι διαπύρω εραστή. Και έργω τιμεθεμένω διηνεκώς εν τοίς του Θεού δικαιώμασι κατά μόνα ς αδολεσχείν, αίτησιν προτειναμένω, μάλα θεάρεστόν τε, και εύλογον, υπέσχε τας ακοάς η γαληνότης ημών συμπαθώς, και την αίτησιν εξεπλήρωσεν ευχερώς επεί γάρ ο Θεοφιλής ούτος ανήρ δι έρωτα ησυχίας, και πόθον βίου ερημικού καταγώγιόν τι ευρείν τρόπω και βίω κατάλληλον, διέγνω δε την Πάτμον νή σον, άλλως μέν ούσαν τραχείαν τε και λυπράν, πια ράν δε, και προς καρπών πνευματικών επιτηδειοτάτην φοράν, ει τις εν αυτή κατα βαλείν εθέλοι τα θεοφιλή των αρετών σπέρματα, και αρετής ως ειπείν υπάρχουσαν εργαστήριον.. Καθέξει ουν την τοιαύτην νή σον ο πολλάκις μνημονευθείς ευλοβέστατος μετά των υπ’ αυτώ μοναχών, των τε νυν όντων, και των εσύστερον εσομένων, και σύν τούτοις η παρά τούτου ανεγερθησομένη εν τη νήσω Πάτμω ιερά μονή, εντελώς, αβαρώς, Κυρίως και αυθεντώς, αναφαιρέτως τε και αιωνίως... Διό παρεγγυόμεθα, και πάντας εξασφαλιζόμεθα, από τε των κατά καιρούς σεκρεταρίων γενικών και στρατιωτικών λογοθετών, των επί της ημετέρας σακέλης και του βεσταρίου, οικονόμου των ευαγών οίκων των επί των οικιακών και των εφόρων των βασιλικών κουρατόρων ειδικών γηροτρόφων ορφανοτρόφων των επί του θείου ταμείου ημών.. Τον παρόντα Χρυσόβουλλον λόγον της Βασιλείας μου, γεγενημένον κατά τον Απρίλιον μήνα της ενδεκάτης ινδικτίωνος εν έτει τω 1089 μ.Χ. Ενω και το ημέτερον ευσεβές και θεοπρόβλητον υπεσημήνατο Κράτος. Αλέξιος εν Χριστώ τω Θεώ πιστός Βασιλεύς και Αυτοκράτωρ Ρωμαίων Κομνηνός. Χτύπησε τρανόλαλα το σήμαντρο, την χαραή, ο Άη Χριστόδουλος και στη σύναξη την ξαφνική ήρταν όλοι οι καλόγεροι. Διάβασε από τον άμβωνα, συγκινημένα, το Χρυσόβουλο του Βασιλιά κι είπε τους, κατόπι: όποιος θέλει να τον ακολουθήσει. Και χωρίς βαρυγκώμιση πήγαν κάμποσοι μοναχοί μαζί του. Αρμένισαν με το ίδιο, του βασιλιά Αλέξιου, πλοιάρι, κατά την Πάτμο. Και το νησί τους καλοδέχτηκε, άρχοντες και λαός, με θεοπαρμένη όρθια βιβλική χαρά και χαμόγελα πονετικά και φλάμπουρα όλο φέλπα και βελούδο κι απάνω ο Δικέφαλο ς σχεδιασμένος μ’ αρζαντό και τοπάζι πλήθος. Οι καμπάνες διαλάλησαν στα τετραπέρατα τα θείκά δεξίμια κι η διαγνωμή ήταν διάχυτη ολούθε, πως θάναι για πάντα η νήσος άβατος εις βλαπτικά πρόσωπα. Φετφάς δύσοργος το νησί να κατοικούνε άγιοι καλόγεροι και γενναίοι πολεμιστές. Κι είδαν αρκετοί απ’ τους καλόγερους της Κω, πόσο βαριά ήταν εδώ η καλογερική και γύρισαν ανεμπόδιστα ξανά, στο νησί τους. Ο Αη Χριστόδουλος, τότες, με τους ανθρώπους, που τ’ απέμειναν άρχισε να φτιάχνει τρανό Καστέλλι πάνω απ’ το Μοναστήρι τ’ Αη Γιάννη. Έφτιαχνε αυτός του με χίλιους χτιστάδες το φρούριο - απόρθητο νάναι τους χαμοθεός, σε καιρούς δίσεχτους, μη τύχει κι έρθουνε ποτές Σαρακηνοί και κουρσέψουν και διαγουμίσουνε, νησί και μοναστήρι. Εκεί, που άνοιγε θέμελε για το Καστέλλι βρήκε, λέει, ο Άγιος το μαρμαρένιο κορμί της σουργούνας κυνηγιάρας Θεάς Αρτέμιδας και στην ντροπή του πάνω το κομμάτιασε. ΄Ηταν σατανικό κι ολόγυμνο, γλυκός καταχανάς σωστός του πονηρού σκαλέτα. Και λέγει, ένας που παραβρέθηκε εκεί πως “εσυνέτριψεν ένα είδωλον όπου είχασιν αυτόθι, με τέχνη πολλήν, εις το όνομα της Θεάς Αρτέμιδος... Μέρα νύχτα δούλευε, ο Άη χριστόδουλος, θέλοντας να γίνουν, η Πάτμος και τα Δωδεκάνησα, άγια και απόρθητα μετερίζια, στις όποιες καταδρομές των τυράννων. Ως τα 1096 μ.Χ. έμνεσκεν εκεί, να φυλάει τα πέλαγα του ‘Ελληνα Θεού και να βιγλίζει στεριές και θάλασσες, το λεύτερο γαλάζιο πλούτο των νησιών ολόγυρα. Κι ήταν ο Άγιος ετούτας, στα ιερά τούτα χώματα, στεριωμένος, διαφευντευτής, με του Θεού το θέλημα. Και με την χρυσή βούλα διορισμένος του Αλέξιου, του εν Χριστώ τω Θεώ πιστού Βασιλέως και Αυτοκράτορος Ρωμαίων, του Κομνηνού. Είχεν βάλει ο Αλέξιος δώρημα του σεπτού ιεράρχη την Πάτμο. Για όλα τούτα, έγραφε ο Αη Χριστόδουλος στην διαθήκη του: Εδωρήθη μοι διά χρυσοβούλου βασιλικού η τε Νήσος Πάτμος εξ ολοκλήρου ως και τα πλησιάζοντα νησίδια οι Ναρκίοι και η Ληψώ, έτι δε και αυτά τα εν Λέρω δύο προάστιο φημί το Παρθένιον και το Τεμένιον... Και ο δωρημένος τόπος της Πάτμου, από την Άννα Κομνημή διορισμένο, άρχοντα - ναύαρχο και στρατηγό προνοητή της Σάμου: Πατρίκιον Ευστάθιον και Ιωάννην Νοτάριον να φρουρούνε τον τόπο αυτόν τον αγιασμένο. Η σταυροπηγιακή μονή της Πάτμου γνώρισε ετότες δόξες και τιμές μεγάλες και όσες βολές οι Αγαρηνοί κουρσάροι έφταναν στα νησιά εκείνα, τσακίζονταν. Και παίρναν καταπληγωμένοι τ’ απίσω ότι βάστηξαν ούλοι την θρησκεία σαν Ορθόδοξοι της απιστίας και της παραλυσίας, όπως θα έλεγε ο Μακρυγιάννης. Επειδής στα γεράματά του, ο Αη Χριστόδουλος, δεν μπορούσε να πορέψει σωστά ότι λησμόναγε τον Θεό να τον υπηρετεί κατά το πρέπο μια κι είχε το νού του στην κάθε πιδρομή των Βερβερέζων είπε να βρεί τόπο ερημικό και άγιο, για ν’ αναπαυτεί και να πεθάνει. Και μιά νύχτα άγγγελος του εαυτού του μηνυτής έκαμε μέσα του σύντομη δοξολογία και του μήνυσε ‘να εύρη άσυλον εν τη ερημία . Και πήρε την απόφασή του, ο Αηχριστόδουλος, ν’ αναχωρήσει στην Εύριπο. Κι έφτασε εκεί στα βόρεια του νησιού. Βρήκε ένα σπήλαιο Θεοτικό κοντά στο Λύμι. Είναι παραθαλάσσιο, ερημικό σπήλαιο. Εκεί κάθισε ολομόναχος, αναχωρητής ο Αη Χριστόδουλος ν’ ασκητέψει και να μονάσει. Όλοι οι άνεμοι, που τον ρίπιζαν, ήταν οι καλοί και τα χρόνια της προσμονή ς του Θανάτου λιγόστευαν Κι απόσωναν... Στα σύθαμπα έρχονταν θαλασσαετός ολάσπρος και μεγάλος κι έφερνε στον άγιο ψωμί σταρένιο, βρεγμένο στην άλμη κι ένα σβόλο φύκια και αρμυρήθρες. Ετούτα ήταν το μοναδικό προσφάγι του αγίου. Τούτο κράτησε ως τα 1111 μ.Χ. και μιά νύχτα συγνεφιασμένη, εκείνης της χρονιάς, όταν το βουνό Καντήλι, από ψηλά μπουμπούνιζε και η θάλασσα ήταν ανταριασμένη και φυσομανούσε και θρηνούσε και ρέκαζε στους βράχους, μιά αστραπή έπεσε επάνω απ’ τη σπηλιά. Κι ένας άγγελος ως ο θαλασσαετός κατέβηκε, μ’ ένα σύγνεφο πορφυρό και πήρε την ψυχή του ερημίτη Γέροντα, στους Ουρανούς. Έτσι ετελεύτησε! Μονάχος του ήξερε την ώρα και την στιγμή του θανάτου. Αυτός του έφτιαξε το κιβούρι του. Μια ξύλινη λάρνακα έφτιαξε, σαν νεκροκοίτη. Σε κείνο το νεκροκρέβατο ξάπλωσε, εκείνη την νύχτα. Κι εκεί έμεινε καιρούς και χρόνους, νεκρός. Όλη η θάλασσα ολόγυρα στάθηκε από τότες γαλήνια ασάλευτη και έρημη. Και το σώμα δεν σάπιζε. Μοσχοβόλαγε λιβάνι και άγρια μέντα. Οι βοσκοί, που πέρναγαν απ’ εκεί μοσχομύριζαν τ’ αγέρι και δεν χόρταινε η ανάσα τους την Θεία εκείνη μοσχοβολιά. Και τα κοπάδια τους ολοτρίγυρα βοσκούσαν, ότι πάντα και στους βαρείς χειμώνες είχεν εκεί, παχύ χορτάρι κι αγριολούλουδα πλήθος. Μάθανε κάποτες, πως πέθανε ο Χριστόδουλος, σε μια σπηλιά της Εύριπος, οι καλόγεροι της Πάτμου, και ήρταν και πήραν Τ’ άγιο λείψανα του Ιεράρχη τους. Κι ο αετός της Θάλασσας τους ακολούθησε ως τα Δωδεκάνησσα, λέγει η παράδοση, κι έμεινε εκατό χρόνια πάνω απ’ το κοιμητήρι του Άη Χριστόδουλου του Λιμνιώτη. Και λένε, πως θα ζούσε ακόμα, εκείνος ο αητός, αν δεν τον σκότωναν, σ’ ένα τους σεφέρι, τ’ αγαρηνά. Άμα, πάτε σήμερο, στη σπηλιά σκήτη του ερημίτη Άη Χριστόδουλου κοντά στην Καστριά της Ευβοϊκής Λίμνης, θα δείτε ένα φτωχό αγιοκάντηλο ακοίμητο μπροστά στο πανάρχαιο και φθαρμένο κόνισμα εκείνου. Κι ολούθε θα στέκουν ήρεμες, σαν την ψυχή του Αγίου, χαμηλές ασκητικές ραχούλες, να προσεύχονται στο φως της γαλάζιας μοναξιάς. Αντίκρυα θα υψώνεται “υψηκάρηνη, χιονοσκέπαστη” κι αστραφτερή η Λιάκουρα και “ηχήεσσα” η θάλασσα κάτω θα σας ψάλει ασώπαστα, ύμνους Θεού, για χάρη του Αγίου Χριστοδούλου: Τα ύδατα με περιεκύκλωσαν έως της ψυχής. Η άβυσσος με περιέκλεισε. Τα φύκια περιετυλίχθησαν περί την κεφαλή μου. Κατέβην εις τα έσχατα των ορέων. Κι ένας θαλασσαετός, ψηφίδα χρήσιμη στον ουρανό να θυμίζει πότε πότε την ψυχή του, την αγία και τους στίχους του ποιητή. Άργησε νάρθει Όνομα κανένα δεν το χωρεί και στάθηκε Ακρωτήρι, που το γλύφει η θάλασσα και το παιδεύει ο ήλιος και το χτυπάνε οι αφροί και γεμίζει το χάρτη στίγμα αιώνιο για τα καράβια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: