«Φύλλα Αγώνος»
Κώστας Μπαιρακτάρης
Ξεφυλλίζοντας απόψε τις ευάριθμες και αιματοποτισμένες σελίδες του ευβοϊκού Αγώνα στα χρόνια της επικότερης περιόδου της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας – αυτής του ’21 – θα σταθούμε σε ορισμένα γεγονότα, τα οποία στιγμάτισαν αυτήν την εποχή, μα και σε ορισμένα άλλα τα οποία σχετίζονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με ετούτον τον τόπο, τα Φύλλα Εύβοιας, αλλά και την ευρύτερη – παραληλάντια – περιοχή.
|
Υδρογράφου ναυάρχου Αρθούρου Μένσελ |
Αναδρομάρηδες όντας, θα σαϊτέψουμε τη ματιά μας πάνω στων Φύλλων το περιώνυμο κάστρο, όπου πλέχτηκε σε άλλες εποχές ο αστροκέντητος ιστός της πολυθρύλητης ερωτικής ιστορίας του ιππότη Λικάριου με την όμορφη Φελίζα, καθώς και στον αγώνα αυτού του ιππότη για την απελευθέρωση του νησιού, με την προοπτική να προσδεθεί – εκ νέου – ετούτο στο αυτοκρατορικό άρμα του Βυζαντίου(13ος αιώνας). Αυτήν την αναλαμπή της Ελευθερίας θα διαδεχθεί μια περίοδος ημισκότεινη και εναγώνιος (ως στα 1470), οπότε οι ορδές και η αρμάδα του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή εκπορθούν το μέγα κάστρο του Νεγκρεπόντε, σπέρνουν τον όλεθρο και την καταστροφή και φορούν έκτοτε ένα μελανόκομμο και βαρύ πένθιμο πέπλο σ’ όλα τα μήκη και πλάτη του νησιού. Είναι η εποχή : των δηώσεων, των ανασκολοπισμών, της φούρκας, των πριονισμών ανθρώπινων κορμών, των βιασμών, του παιδομαζώματος , της εμπορίας των Γρεκών στα οθωμανικά σκλαβοπάζαρα, της άφατης εξαθλίωσης και καταρράκωσης της ανθρώπινης οντότητας, της άκρατης ανελευθερίας και βαρβαρότητας. Ετούτοι οι νέοι κατακτητές του νησιού αναδεικνύονται ως οι σκληρότεροι και οι πλέον βάρβαροι. Όλη η Ανατολή βοούσε τότε κι έλεγε: «Ο Θεός να μας φυλάει απ’ τους Τούρκους της Χαλκίδας». Τέτοια ‘‘υψηλή’’ φήμη είχανε αποκτήσει οι αιμοσταγείς και άρπαγες δυνάστες του Γριπονησιού σ’ όλη την οθωμανική επικράτεια, οι οποίοι διαβλέποντας τη στρατηγική σημασία της Εύβοιας για τον έλεγχο του ελλαδικού χώρου, είχανε ορίσει στη Χαλκίδα ως έδρα του πασά του «Σαντζακίου του Ευρίπου» , ο οποίος είχε υπό τον έλεγχό του: την Εύβοια, την Αττική, τη Βοιωτία, τη Λοκρίδα, τη Φωκίδα, τη Δωρίδα και – κατά περιόδους – ακόμη και τη μακρινή Αιτωλοακαρνανία!... Πιστοί, λοιπόν, οι Τούρκοι στο δόγμα του Φίλιππου του Μακεδόνα: «Ευβοίης άρχεις, Ελλάδος άρχεις», είχαν εγκαταστήσει στο νησί περί τους 20.000 στρατιώτες, εξοπλίζοντας συνάμα πολύτροπα τα 111 κάστρα, φρούρια και πύργους του Εγριπόζ και σπέρνοντας ανιλεώς και ακράτως απ’ άκρου εις άκρον: τον όλεθρο, την καταστροφή, την εξαθλίωση, την τρομοκρατία… Υπό τέτοιες συνθήκες, εντόπιο επαναστατικό κίνημα ήταν πολύ δύσκολο να εκδηλωθεί. Εν τούτοις, κάποιες επαναστατικές ενέργειες προ του ’21 συνέβησαν και στην Εύβοια. Κυριότερες: του Νικολάου Καρυστινού στην Καρυστία (η οποία συνέπεσε με τα ατυχή εγχειρήματα του Ενετού Μαροζίνι στον Ευβοϊκό), το καταπνιγέν εν τη γενέσει του κίνημα στη Χαλκίδα κατά την περίοδο των Ορλωφικών, οι επιθετικές ενέργειες Ρουμελιωτών Κλεφτών στη Βόρεια Εύβοια, καθώς και η επιχείρηση απελευθέρωσης της Καρύστου από το Λάμπρο Κατσώνη στα 1790. Οι επόμενες τρεις δεκαετίες υπήρξαν καθοριστικές για την ανάπτυξη της ναυτιλίας – μετά την ευνοϊκή για τα ελληνικά πληρώματα συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή. Στον ευβοϊκό χώρο η πρωτοκαθεδρία ανήκει στις πρώτες ναυτοκόρες του νησιού: την Κύμη (των από αιώνων αειναυτών κατοίκων της) και τη Λίμνη. Η πρώτη, στα 1821 διαθέτει ήδη 45 πλοία, 500 ναύτες και αρκετά χρήματα. Η δεύτερη το ίδιο. Αρκετά πλοία εμπορικά, μα και κανονιοφόρα, πληρώματα αξιόμαχα. Αυτές, λοιπόν, οι δύο λαμπρές κώμες της ναυτοσύνης, πρώτες θα αποτολμήσουν να υψώσουν τους επαναστατικούς φλόκους κατά το πολυύμνητο ’21. «Πρώτοι, λοιπόν, οι Λιμνιοί – μας λέει ο Ναθαναήλ Ιωάννου στα ‘‘Ευβοϊκά’’ του – ησπάσθησαν τον υπέρ Πατρίδος Ιερόν Αγώνα, συνεννοηθέντες μετά των Τρικεριωτών». Ακολούθως, παραλαμβάνουν από την απέναντι ακτή – τις Λιβανάτες - τον πρωτοξάδερφο του Οδυσσέα Ανδρούτσου Βερούση Μουτσανά με τα παλικάρια του και ταχέως εφορμούν κατά των Τούρκων της Ιστιαίας, τους οποίους κατατροπώνουν.
Αυτή είναι η πρώτη μάχη στο ευβοϊκό έδαφος (8 Μαΐου 1821). «Οι κοτσαμπάσηδες – μας λέει στο ‘‘’21 και η Αλήθεια’’ ο δικός μας Γιάννης Σκαρίμπας – οι άρχοντες, οι μεγάλοι οπλαρχηγοί και οι ίδιοι οι Τούρκοι έμνεσκαν ‘‘απίστευτοι’’, ανίδεοι και ‘‘μοιραίοι’’. Μόνον στον αέρα οσμίζονταν το δαίμονα. Η Επανάσταση έφτασε ‘‘στο μήνα’’ της χωρίς ‘‘κοιλιά’’, χωρίς λεχώνα. Γιατί ’ταν λαϊκή και ελάχιστα εθνική….. Μόνον εθνική την έκαμε η Ιστορία = το ταξικό συμφέρον της ιθύνουσας = το τσακωτότερο καβαλίκεμα στο σβέρκο». Η επανάσταση όντως είχε φτάσει και στην Εύβοια στο μήνα της μετά τις εθνεγερτικές δράσεις των Φιλικών: Σταύρου Αποστολίδη, Μητροπολίτη Χαλκίδας Γρηγόριου και Καρυστίας Νεόφυτου, Γεωργίου Γιαννάκη και Παππά στην Κύμη, και άλλων. Έτσι, οι Βορειοευβοιώτες - δισχίλιοι επαναστάτες - με ψαλμωδίες, χορούς και τύμπανα ‘‘ρόπαλα και γκλίτσες, δρέπανα και δικέλλες, σφεντόνες και σουγλιά, με λιγοστά ντουφέκια και μαχαίρια’’, καθώς και την επαναστατική διακήρυξη δίκην σημαίας προχωρούν ακάθεκτοι για το περιλάλητο κάστρο του Ευρίπου. «Γνωρίζοντες , αγάδες, από τα κιτάπια σας, ότι ο από του Θεού ορισμένος καιρός της εξουσίας σας επέρασε, δεν θέλει μας έχετε ραγιάδες πλέον. Να προσκυνήσετε και να πάτε, όπου θέλετε (…) Ημείς την γην, που μας πήρατε, ζητούμεν να πάρωμεν οπίσω». Και η πρώτη γη με τα πλούσια, τα περιπόθητα λάφυρα που διεκδικούν, δεν είν’ άλλη απ’ αυτήν της Χαλκίδας. Ετούτοι, οι επαναστάτες, είναι σχεδόν άοπλοι, απειροπόλεμοι, ασύνταχτοι. Οι άλλοι: πολυπληθείς, εμπειροπόλεμοι, αψόγως εξοπλισμένοι, καλυπτόμενοι εντός των δυο κάστρων του Ευρίπου με τα 210 κανόνια τους. Οι πρώτες αψιμαχίες, παρά τον Κοπανά (Αγία Ελεούσα) και τη «Λιανή Άμμο», νικηφόρες για τους επαναστάτες. Ενθουσιώδεις και απερίσκεπτοι κρίνουν τώρα πως όλα τελείωσαν… Το ρίχνουν στο μεθοκόπι και τη λαφυραγωγία, έχοντας ως πρότυπό τους τη στάση των αρχηγών τους: Βερούση Μουτσανά και ναυάρχου Κουτμάνη. Οι Τούρκοι ανασυντάσσονται, καραδοκούν και αναμένουν…… Την κατάλληλη στιγμή αντεπιτίθενται και με μανία θερίζουν τις θολές των Ελλήνων κεφαλές: στον Τροχό (Νέα Λάμψακος), στη Βρωμούσα (Λιανή Άμμος), στον Κοπανά (Αγία Ελεούσα). Λίγες μέρες μετά, επιχειρούν νέα – αναποτελεσματική – επιχείρηση κατά της Χαλκίδας. Αυτό προβληματίζει τους Λιμνιούς, με αποτέλεσμα να ζητήσουν από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο να τους στείλει στα πάτρια ένα δικό τους παιδί, το οποίο είχε ήδη διακριθεί κατά την περιώνυμη νίκη των Ελλήνων στο «Χάνι της Γραβιάς». Ετούτο δεν ήταν άλλο από τον «Αετό της Εύβοιας», τον Αγγελή Γοβιό ή Τζουτζά. Ο ερχομός του στην Εύβοια δίνει άλλα φτερά στον Αγώνα. Ανασυγκροτεί τάχιστα τις αποκαμωμένες επαναστατικές δυνάμεις και στήνει το στρατόπεδό του στα Βρυσάκια των Ψαχνών, έχοντάς το ως ορμητήριο για την απελευθέρωση της Χαλκίδας. Εδώ, στα Βρυσάκια, γρήγορα θα λάμψει ο ήλιος της Δικαιοσύνης. Είναι η 16η Ιουλίου 1821. Ο Ομέρ Βρυώνης με 2.000 επίλεκτους άνδρες επιτίθεται κατά του λοφίσκου των Βρυσακίων. Είναι βέβαιος για τη νίκη του. Το ίδιο, όμως, και τα λιγοστά παλικάρια του Αγγελή, που τον καρτερούν με άκρατο ενθουσιασμό, τ’ Αγιώργη πρωτοχορευτές, πανηγυριώτες!... Και το πανηγύρι δεν αργεί, πασίχαρο να σπεύσει, σαν τους παίρνουν στο φευγιό στον κάμπο της Καστέλας κι ακόμη πάρα πέρα, πιο βαθιά, στο βάλτο Κωλοβρέχτη... Απ’ τα πολλά, ο Ομέρ Βρυώνης επιστρέφει ασθμαίνων και βαρύς στο κάστρο της Χαλκίδας. Εκεί, βοά, οδύρεται: «Μπρε, σεις με λέγατε ότι είναι μερικοί χωριάτες και κλέφτες. Εγώ, μωρέ, επέρασα ούλην την Ρούμελην με πόλεμον, μα τέτοιο τουφέκι δεν είδον πουθενά! Εδώ, εις τα Βρυσάκια, έχασα το καλύτερό μου στράτευμα και δεν ημπόρεσα να τους χαλάσω.» Την ίδια εποχή, οι Κουμιώτες έχουν υψώσει την επαναστατική σημαία στο λόφο Ίντζου της Κύμης (αρχές Ιουνίου 1821) με ηγέτες τους: Γιαννάκη, Δήμου και Παππά. Πρώτη τους επιθετική ενέργεια αυτή κατά του Καστροβαλά (Πύργου) όπου και η στρατιωτική διοίκηση των Οθωμανών της περιοχής. Επόμενη, αυτή τους στην ανοιχτή πεδιάδα των Λεπούρων. Παρ’ ότι υπερτερούν αριθμητικά, παθαίνουν πανωλεθρία από τους λιγοστούς Τούρκους, οι οποίοι πλεονεκτούν των Ελλήνων σε τέτοιες κατά μέτωπο αντιπαραθέσεις. Λίγο μετά, ο γενικός αρχηγός των όπλων του Γριπονησιού Αγγελής Γοβιός, θ’ αποστείλει στην Καρυστία το Νικόλα Κριεζώτη, ορίζοντάς τον ως στρατηγέτην της περιοχής, της οποίας ακάματος πνευματικός ταγός της και καθηγέτης της στον ιερό της παλιγγενεσίας Αγώνα είναι ο εκ Φύλλων καταγόμενος επίσκοπος Καρυστίας και Σκύρου Νεόφυτος, ο οποίος έχει ήδη απελευθερώσει το Αλιβέρι. (Αύγουστος του ’21). Λίγες μέρες μετά, οι δυνάμεις του οι ενισχυμένες από νησιώτες που μεταφέρθηκαν στην Καρυστία με πλοία του Υδραίου ναύαρχου Τομπάζη, παθαίνουν πανωλεθρία παρά τα Στύρα. Ετούτη η συμπλοκή είναι μια από τις 25 σημαντικές που συνέβησαν κατά τον πρώτο επαναστατικό χρόνο στην Εύβοια. Ακολούθως, συναποφασίζεται σύσσωμες οι δυνάμεις της Νότιας Εύβοιας να πορευτούν κατά της Καρύστου. Εν τω μεταξύ, ο Νεόφυτος απευθύνεται στην κεντρική διοίκηση για ενίσχυση των ευβοϊκών όπλων, κάτι που γίνεται με την έλευση στο νησί των στρατευμάτων της Μάνης υπό τον Ηλία Μαυρομιχάλη. Η κίνηση ετούτη δεν είναι ιδιαιτέρως αρεστή στους ντόπιους επαναστάτες, οι οποίοι όμως προσπαθούν να προσφέρουν τις καλές τους υπηρεσίες αποτρέποντας τους Μανιάτες να πολεμήσουν στην περιοχή των Στύρων, την οποία δεν κρίνουν ως κατάλληλη. Ο Ηλίας τους αγνοεί, εγκλωβίζεται στις παρυφές των Στύρων και αυτοθυσιάζεται με λίγα παλικάρια του. Λίγες μέρες αργότερα καταφτάνει στην Καρυστία και η στρατιά του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Τα ενωμένα, πλέον, στρατεύματα των Ελλήνων πολιορκούν ασφυκτικά την Κάρυστο. Κι ενώ η επιτυχία διαφαίνεται αχνόφωτη, η διοίκηση του Αρείου Πάγου αποσύρει τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τα 1.500 παλικάρια του, αφήνοντας μόνους τους Ευβοείς του Κριεζώτη και τους Μανιάτες εν μέσω βαρυτάτου χειμώνα και αναρίθμητων άλλων δυσχερειών. Η φυγή των Μανιατών – στη συνέχεια - καθώς και του Νεόφυτου κάνουν την κατάσταση τραγική, η οποία θα γίνει τραγικότερη μετά το δόλιο χαμό του στρατηγέτη του Ευβοϊκού Αγώνα Αγγελή Γοβιού και των συντρόφων του στις 28 Μαρτίου 1822. Κατήφεια, θρήνοι, οδυρμοί, απόγνωση πλακώνει σ’ όλο το νησί. Κι η λαϊκή μούσα θα πλάσει τότε ετούτο το θρηνητικό μνημειώδες άσμα: « Για σένα, μωρ’ Αγγελή, κλαίει το Γριπονήσι / που χάθηκες κατακαμπής με όλο το γιουρούσι/. Εσύ δεν επολέμαγες μες στης Γραβιάς το χάνι/ μ’ οχτώ χιλιάδες Γκέκηδες και βγήκες παλικάρι; / Μα οι Μπαλαλαίοι τα σκυλιά σούφαγαν το κεφάλι. / Σε κλαίει ούλ’ η Ρούμελη τ’ ήσουνα παλικάρι.» Και όντως ήταν παλικάρι, με ματιά αετίσια και νου στρατηγικότατο ο Αγγελής. Ένας νους που τόσο έλλειπε από τη μετέπειτα πορεία του Αγώνα, κυρίως στη Βορειοκεντρική Εύβοια, στην οποία γρήγορα πλέον οι Τούρκοι επανακυριάρχησαν. Αντιθέτως, στην Καρυστία αντιπάλευε με τα θεριά ο Νικόλας Κριεζώτης μαζί με τους λεβέντες του, οι οποίοι καταφέρνουν περιτρανή κατά των Τούρκων νίκη στις Κανάλες Κουτρουλομετοχίου, έχοντας στο πλευρό τους των μελισσών τα σμήνη, τα οποία εκσφενδονίζουν με τις κυψέλες τους κατά των επιτιθέμενων Οθωμανών…. Λίγο μετά, (Οκτώβρης ’22 - Μάρτης ’23) συστήνεται από τον Κριεζώτη στο Παλαιοχώρι Λεπούρων το μεγαλύτερο ευβοϊκό στρατόπεδο της Επανάστασης με 2.500 παλικάρια, τα οποία από εκεί θα κατευθυνθούν προς την Κάρυστο. Στην πορεία τους, προς την Κάρυστο, εκεί στο Διακόφτι των Στύρων, συναντούν τον Ομέρμπεη με το στράτευμά του, τους οποίους κατανικούν και ο Ομέρ γίνεται λαγός… Έντρομος κρύβεται για καιρό στο λαγούμι του περίφοβος και για καιρό αναποφάσιστος. Ο κλοιός γύρω του ασφυκτικός. Γι’ αυτό είναι έτοιμος, πλέον, να παραδοθεί, μα την κρίσιμη στιγμή ο ναύαρχος Χοσρέφ τον ενισχύει με 10.000 γενίτσαρους, οι οποίοι σπέρνουν παντού τον τρόμο και την καταστροφή. Στο στρατόπεδο του Κριεζώτη ενσκύπτει η είδηση του τραυματισμού του Νικόλα του Κυμαίου. Επικρατεί σύγχυση, πιστεύοντας πως πρόκειται για τον ατρόμητο αρχηγό τους. Αποτέλεσμα : η διάλυση του στρατοπέδου κακήν κακώς... Την ίδια περίοδο (θέρος του ’23) η επανάσταση δέχεται καίριο πλήγμα με την έλευση στο νησί των γιαταγανοφόρων στιφών του Μπερκόφτσαλη, τα οποία δηώνουν κι ερημώνουν όλο το βορειοκεντρικό τμήμα της Εύβοιας. Μόνη αντίσταση αυτή η υπό τον Διαμαντή με τα 500 ψυχωμένα παλικάρια του στα Ανδριαλά του Αγίου και των Χονδροβασίλη – Κόκκαλη στη Βλαχιά. Εν τω μεταξύ, οι δυο λαοφιλέστατοι ηγέτες Νικόλας Κριεζώτης και Οδυσσέας Ανδρούτσος επιχειρούν να καταλάβουν την Κάρυστο ο πρώτος, και τη Χαλκίδα - που την πολιορκεί επί τετραμήνου - ο δεύτερος, ο οποίος πάντα υπονομεύεται από τον άσπονδο εχθρό του, τον Κωλέττη, η διοίκηση του οποίου εδρεύει από καιρού στη Βόρεια Εύβοια. Ξεφυλλίζοντας – τώρα – ταχύτερα τα φύλλα του ευβοϊκού Αγώνα, διαπιστώνουμε χρόνο με το χρόνο όλο και πιο φθίνουσα πορεία. Σε αυτό συνετέλεσαν: οι απανωτοί εμφύλιοι πόλεμοι, οι αστοχίες της κεντρικής Διοίκησης, η άνανδρη δολοφονία του – ‘‘πρώτου όλων’’ κατά το Γεώργιο Καραϊσκάκη – Οδυσσέα Ανδρούτσου, η ενίσχυση των τούρκικων δυνάμεων, η έλλειψη εφοδίων των ελληνικών στρατευμάτων, οι ανιλεείς δηώσεις της ευβοϊκής υπαίθρου , κ.ά. Κατοπινές άξιες λόγου επιχειρήσεις στο ευβοϊκό έδαφος ήταν οι εξής: Ι. Ναυμαχία Καφηρέα. Εκεί, ο ναύαρχος Μίλτος Σαχτούρης με το στόλο του κατανικά τον τούρκικο στόλο και αιχμαλωτίζει 80 ημισέληνα πλοιάρια. ΙΙ. Τα ανεπιτυχή εγχειρήματα των τακτικών του Φαβιέ για την απελευθέρωση της Καρύστου και της Χαλκίδας. ΙΙΙ. Η διάσωση από τον Κριεζώτη των εγκλωβισμένων στρατευμάτων του Φαβιέ στην περιοχή των Στύρων. Ήταν, τότε, η εποχή της επιστροφής του Κριεζώτη από την επιχείρηση αντιπερισπασμού των Ελλήνων στη Βηρυτό του Λιβάνου. Μια εποχή που ο Κριεζώτης πάλευε – και νικούσε – τον κατακτητή, τότε μα και αργότερα: στο Ρούσαλι Σαλώνων, στην Άμπλιανη, στο Τρίκερι Μαγνησίας, στο Χαϊδάρι, στον Ιερό Βράχο της Ακροπόλεως (της οποίας έγινε και φρούραρχός της), στον Ανηφορίτη (Ριτσώνα 2/6/1829) και την Πέτρα (12/9/1829) της Βοιωτίας. Ετούτες οι δυο τελευταίες – νικηφόρες - μάχες υπήρξαν καθοριστικές για το μέλλον της Εύβοιας και της ευρύτερης περιοχής, καθώς με το «Πρωτόκολλο του Λονδίνου» το επόμενο έτος (1830) κατοχυρώνονται στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Δυστυχώς, όμως, έπρεπε να περάσουν άλλα τρία χρόνια για την οριστική ενσωμάτωση του Γριπονησιού στο κράτος των Ελλήνων, μιας και ο σκληρός Τούρκος ηγεμόνας του νησιού, Ομέρ πασάς ο Καρυστινλής, αρνούνταν την παραχώρησή του, εάν προηγουμένως δεν αποζημιώνονταν οι ομοεθνείς του για τα χτήματα που κατείχαν. Τελικά, κάποια από αυτά αγοράστηκαν από πλούσιους ομογενείς ενώ άλλα από αλλοδαπούς. Εδώ, στην παραφύλλια περιοχή μια κάποια έκταση περιήλθε στην κατοχή του Νικόλα Κριεζώτη. Σ’ αυτή, όπως με πληροφόρησε ο Αθανάσιος Κατσικαβάλης, υπήρχε το σπίτι του Κριεζώτη, στο οποίο ως τη δεκαετία του ’50 σ’ ένα μπαούλο φυλάσσονταν στολές και όπλα του Στρατηγέτη, τα οποία παραχωρούνταν τότε στους μικρούς μαθητές - και στον ίδιο το Θανάση Κατσικαβάλη – για τον εορτασμό των Εθνικών επαιτείων. Στη συνέχεια, το κτήμα και το σπίτι του Κριεζώτη – περιοχή Ζευγολατέικα Ντερνεκίου Μύτικα – πουλήθηκαν σε κάποια κυρία. Έκτοτε, η τύχη του θησαυρού του Κριεζώτη παραμένει άγνωστη. Η περιοχή ετούτη, τα Φύλλα του Ληλάντιου πεδίου, των οποίων φυλλομετρούμε σήμερα τις ιστορικές σελίδες του ’21, σχετίζεται και άλλως με τον Αγώνα. Εδώ, σιμά, στο λόφο του Κοπανά – το στέμμα της Αγίας Ελεούσας – κατά την οχτάχρονη τραχιά και κλυδωνιζόμενη πορεία του Ευβοϊκού Αγώνα, συνέβησαν πολλές αψιμαχίες και 3-5 σκληρές πολεμικές αναμετρήσεις. Εδώ, στον ίδιο χώρο, χρόνους μετά θα παιχτεί κι άλλο ένα δράμα. Είναι Αύγουστος του 1847. Ο Νικόλας Κριεζώτης, ο νικητής των 45 κατά των Τούρκων μαχών, «Ο στρατηγέτης του Αγώνος, ο μεταξύ του Οδυσσέως και του Γέρου έδραν ήθελεν έχων (…) ο εις την Εύβοιαν πατάξας την τυραννίαν του Όθωνος (ο συμπρωταγωνιστής στο συνταγματικό κίνημα της 3η Σεπτέμβρη 1843), ο προτιμήσας γενναίως την σκληράν - κατά το βιογράφο του Αθανάσιο Χρυσολόγη – αειφυγίαν», βρίσκεται έγκλειστος στις φυλακές της Χαλκίδας, στο χώρα του ‘‘Κάστρου’’, όπου σήμερα φιλοξενείται το ‘‘Λαογραφικό Μουσείο Χαλκίδας’’ . Οι οπαδοί του τον απελευθερώνουν με τη μέθοδο του ριφιφί, αφού πρώτα μεθούν τους φύλακες. Από εκεί, τον περνούν έφιππο στο Βασιλικό. Τον περιποιούνται στην οικία του φίλου του Γεραμάνη. Έπειτα, τον οδεύουν προς Φύλλα, Αφράτι, Δοκό, Κοπανά, όπου συστήνει στρατόπεδο 800 ανδρών. Σ’ αυτόν τον τόπο των θυσιών και του Αγώνα μια οβίδα από τα πλοία των κυβερνητικών δυνάμεων του Γαρδικιώτη Γρίβα χτυπά σε βράχο, εξοστρακίζεται , θρυμματίζει το χέρι του Νικόλα και διαρηγνύει την κοιλιακή του χώρα. Ο Κριεζώτης αποκόπτει το σπασμένο του χέρι – το οποίο φυλάσσεται εδώ στη Χαλκίδα ως οικογενειακό κειμήλιο – και μπήγει το κομμένο του μπράτσο σε καυτό κατράμι για να σταματήσει η αιμορραγία…. Στη συνέχεια, μετά περιπετειών και βασάνων φτάνει στη Χίο, τον παραλαμβάνει τούρκικο αυτοκρατορικό πλοίο, τον μεταφέρει στην Πόλη, γίνεται δεκτός με μεγάλες τιμές από τη σουλτανική διοίκηση , θεραπεύεται, και συντηρείται πλέον αυτός και η φρουρά του – από το Οθωμανικό κράτος, το οποίο και τον κηδεύει στη Σμύρνη χρόνους μετά, το Φλεβάρη του 1853 , όπου διέμενε , με τιμές αρχηγού κράτους.... Εδώ, στην Ελλάδα, είναι εχθρός ακόμη, « καταδικασθείς εις θάνατος δι’ εσχάτην προδοσίαν»...! Η αιωνία Ελλάς που τρώγει τα παιδιά της... Και μετά, αλλαγές καταστάσεων… Μα δέκα έτη αργότερα… Τα οστά του Νικόλα μεταφέρονται στην Ελλάδα. Φυλάσσονται εδώ, στο Μύτικα, (εκκλησάκι Αγίας Παρασκευής ή κατ’ άλλη εκδοχή σ’ αυτό του Αγίου Ιωάννου) και, εν τέλει, ο ήρως αποκαθίσταται, μετά θάνατον... Από εδώ, την παραφύλλια χώρα, κατάγονταν και οι φημισμένοι συμπολεμιστές του Αγγελή Γοβιού Μπαλαλαίοι, οι οποίοι όμως ήρθαν σε σύγκρουση μαζί του, αυτός τους προξένησε μεγάλο κακό και εκείνοι – σύμφωνα με το δημοτικό τραγούδι που προαναγνώσαμε – δεν του το συγχώρεσαν... Οι ρίζες των Μπαλαλαίων ήταν εξ Αφρατίου, αλλά διέμεναν στους Γαλατσάδες Ιστιαίας. Όμως, όλων λαμπρότερος ήταν ο Ανδρέας Βώκος Μιαούλης, ο Φυλλαριώτης Υδραίος πλοιοκτήτης, τολμηρός θαλασσοπόρος, ναύαρχος του ’21 και πολιτικός. Με νίκες καθοριστικές για την έκβαση του Αγώνα: Πόρτο Χέλι (Σεπ. 1822), Αρτεμίσιο (Οκτ. 1829), Γέροντας (Αύγ. 1824), Μεθώνη (Απρ. 1825) – κατανίκηση τουρκοαιγυπτιακού στόλου (Σούδα, Ιούνης 1828) - Κάβο Πάπας (Ιαν. 1826), Μεσολόγγι (ανεφοδιασμός του 3 φορές – διάσπαση κλοιού Τοπάλ πασά), ναυμαχία Μυτιλήνης (Μάρτης 1829), κ.ά. Και αργότερα, συμμετοχή του στο αντικαποδιστριακό - συνταγματικό - κίνημα του 1831. Ήταν τότε που έφτασε στο σημείο ν’ ανατινάξει στον Πόρο τα ελληνικά πολεμικά πλοία «Ελλάς» και «Ύδρα», μια πράξη που του στοίχησε την καταδίκη του για εσχάτη προδοσία. Η πτώση, όμως, δια δολοφονίας, του Καποδίστρια του προσέφερε τη λύτρωση και ο Όθωνας, στη συνέχεια, την αντιναυαρχία... Άλλο ένα άξιο τέκνο των Φύλλων υπήρξε αναμφίβολα ο επίσκοπος Καρυστίας Νεόφυτος (κατά κόσμον Νικόλαος Αδάμ), ο οποίος ως μέλος της Φιλικής Εταιρείας, πληροφορείται τα της ενάρξεως του Αγώνα στη Σάμο, όπου βρισκόταν τότε κάμνοντας μια περιοδεία στη Μικρά Ασία και το Άγιο Όρος. Όμως, δίχως να χάσει καιρό, τραβά στην Άνδρο, στρατολογεί τριακόσιους πολεμιστές και προσπαθεί, ανεπιτυχώς, ν’ απελευθερώσει την Κάρυστο. Συνεχίζει και μετά ν’ αναμειγνύεται ενεργά στα πράγματα του Αγώνα ως την τρίτη – και αυτή ανεπιτυχή – απόπειρα απελευθέρωσης της Καρύστου, υπό τον Κριεζώτη αυτή τη φορά. Στη συνέχεια (1833 – 1841), αναλαμβάνει την επισκοπή Φωκίδας ως το 1851 που αποβίωσε. Ο ενταφιασμός του έγινε στον περίβολο του Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Χαλκίδας. Κλείνοντας , θα ήθελα να παραθέσω μερικές χαρακτηριστικές ‘‘Εικοσιανικές’’ ρήσεις για προβληματισμό και πνευματική έγερση: α. Στρατηγού Μακρυγιάννη, «Απομνημονεύματα»: Ι. « Κι αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραΐμη, πραγηροριόμαστε μ’ έναν τρόπον, ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούνε να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν, κι όταν κάνουν αυτήνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν.» ΙΙ. « Όταν ο φτωχός ο Έλληνας τον καταπολέμησε - το Σουλτάνο – ξυπόλητος και γυμνός και του σκότωσε περίπου τετρακόσιες χιλιάδες ανθρώπους, τότε πολέμαγε και εσένα, τον χριστιανό με τις αντενέργειές σου και το δόλο σου και την απάτη σου (...) Αν δεν τον εφοδίαζες εσύ, ο Ευρωπαίγιος, ήξερες πού θα πηγαίναμεν μ’ εκείνη την ορμή!» Β. Ιωάννου Μαυρομάτη, «Απομνημονεύματα»: « Οι πραγματικοί αγωνισταί οι κτίσαντες το ελληνικόν αυτό έθνος με λάσπην ζυμωμένην από τα αίματα και με λίθους του κτιρίου αυτού από τα κόκκαλά των, οι στρώσαντες το αιμοσταγές αυτό τραπέζι να το τρώγουν οι κηφήνες, και άπαντες ούτοι οι αληθινοί αγωνισταί οι διανθισθέντες εν τη ζωή με όχι ολίγας πληγάς εις τα σώματά των φέροντες έκαστος, αδικήθησαν εξωθέντες – και πολλοί απέθανον – εκτείνοντες τας χείρας των εις την ελεημοσύνην…» γ. Γιάννη Σκαρίμπα, «Το ’21 και η αλήθεια», τόμος Β΄ Ι. « Κανένα επίρρημα ή απαρέμφατο (του Κοραή) δεν άχησε στις μάχες των Δερβενακίων ή της ‘‘Τραγάνας’’ (της γύρωθεν της Τριπολιτσάς οχυρωθείσας από τους Έλληνες περιοχής κατά την πολιορκία της πόλης). Μόνο του Κολοκοτρώνη η ιαχή – αυτουνού του Δημητρίου πολιορκητή του ’21 - και του Φεραίου η στροφή ‘‘Ως πότε, παλικάρια ...’’, μόνον η γραμματική αυτουνών διδάσκονταν δω κάτω ...» ΙΙ. «Το ’21 μίλησε με των καριοφιλιών τις ντουφεκιές και των γιαταγανιών τις αδράξεις…» δ. Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, «Απομνημονεύματα» Ι. « Τόσον ετρομάξαμεν τους Τούρκους και έφευγαν χίλια μίλια μακριά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι, μιαν αρμάδα. Αλλά δεν εβάσταξεν. Ήλθον μερικοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι.» ΙΙ. «Αν η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμεν κυριεύσει και την Θεσσαλίαν και την Μακεδονίαν, και ίσως εφθάναμεν και έως την Κωνσταντινούπολιν», ακόμα. ε. Νίκου Καζαντζάκη, «Αποφθέγματα»: Ι. « Οι μεγάλες μορφές είναι πάντα επικίνδυνες.» ΙΙ. « Ήθελε, λέει, να ’ναι Λεύτερος. ΣΚΟΤΩΣΤΕ ΤΟΝ.» στ. Ανωνύμου του Έλληνος, « Ελληνική Νομαρχία» « Η ζωή του αληθούς πολίτου πρέπει να τελειώνει ή δια την Ελευθερίαν του ή με την Ελευθερίαν του!» ζ. Χρυσανθόπουλου Φώτιου (Φωτάκου), «Απομνημονεύματα» «Εκείνους εκ των Ελλήνων πρέπει να επαινώμεν και να μακαρίζομεν, όσους άφησαν τα ίδια έργα και συμφέροντα, και έτρεξαν, εκοπίασαν και εθυσιάσθησαν δια την κοινήν Ελευθερίαν και δια την Εθνικήν δόξαν, και δεν εμισθώθησαν δι’ απόλαυσιν υλικήν. Τούτων τα ονόματα και τας πράξεις πρέπει ν’ αναγράψομεν με χρυσά γράμματα, δια να σώζεται η εθνική φιλοτιμία.» (Η ομιλία ετούτη γράφτηκε για να ειπωθεί στα Φύλλα της Εύβοιας με την ευκαιρία του εορτασμού της ‘‘Ναυτικής Εβδομάδας’’ και των ‘‘Μιαουλείων’’, την 1η Ιουλίου 2006.) Κ. Μπαϊρακτάρης (Χαλκίδα, 26-29/5/2006) |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου