ΓΕΦΥΡΑ

eviahistοry.gr

Τετάρτη 8 Νοεμβρίου 2017

   ΓΟΒΓΙΝΑΣ ΚΑΙ ΑΛΗ ΠΑΣΣΑΣ 





   ΓΟΒΓΙΝΑΣ ΚΑΙ ΑΛΗ ΠΑΣΣΑΣ 

 
ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΑ
Απόσπασμα από το ανέκδοτο «ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ μιας Μικρής Πολιτείας κι ενός Μεγάλου Ήρωα»
Γ.ΠΑΠΑΣΤΑΜΟΥ
 



             ΠΟΛΕΜΙΑ! Πολέμια ασταμάτητα. Και κάθε μέρα οι Κλεφταρματολοί στο Ορδί του Αλή, με το σπαθί και το ντουφέκι, στην παίδευση.
 
Περπατάνε τ' ασκέρια του πασά, τ' ασκέρια των Χριστιανών Αρματολών, μέχρι την Σαμοβίνα, την Κιάφα και το Κούγκι. Βλέπουν την δόξα, να περπατεί μονάχη στα ραχοβούνια του Σουλιού. Όπου σταθούν ερήμωση και θλίψη και γή γυμνή, κατάξερη, ποτισμένη με αίμα.
            Σκούζουν στην άγρια ερημιά νυχτοπούλια και μπαϊκούσες πλήθος. Σταυραετοί ουρανόφερτοι αυλακώνουν τα ύψη. Μαυρολογούν τα ζάλογγα, απ' τα κοράκια. Και οι νιζάμηδες, που μένουν απόλεμοι, το ρίχνουν για μάθηση στο σημάδι. Φυτεύουν βόλια στα δένδρα και αντιλαλούν βαριά τις ντουφεκιές οι ερημιές, τα βουβά φαράγγια, τ' ακατοίκητα χωριά.

            Και μονάχα οι Κλεφταρματολοί κοιτάνε, με παράπονο τους περήφανους αϊτούς, που πετάνε πάνω απ' τα θεόψηλα κράκουρα, πελώριοι κι αστραφτεροί, Αφεντάδες των Ουρανών και της γής.
            Οι μόνοι, π' απόμειναν λεύτεροι, να βιγλίζουν, από ψηλά, τούτο τον άγιο αιματόβρεχτο τόπο, τον σπαρμένο στάχτη κι αλάτι, όπως το Γαρδίκι, ένα καιρό.  Τάχει υποταγμένα τα Σουλιοτοχώρια ο Αντίχριστος. Κι όσοι Σουλιώτες απόμειναν βιγλίζουν τα κονιαρεμένα περήφανα βουνά τους, απ' τα Εφτάνησα, μα δακρυσμένα μάτια.
            Ωστόσο, ο Αλής στέλνει σ' εκείνες τις ερημιές, τις δοξασμένες, τα φουσάτα του,  να βλέπουν και να μαθαίνουν τι θα πεί ερήμωση, άγριο χάκκι κι απάνθρωπος γδικιωμός.
 Κι έτσι, μπορεί, να συνετίζονται κι οι Γραικοί Καπεταναίοι. Μα την μόνη κρυφή χαρά, πόχουν όλοι ετούτοι οι Γραικοί, είναι που δεν έχουν Σουλιώτες μπροστά τους, να σηκώνουν ντουφέκι και να ματώνουν, με τα βόλια τους, αδελφούς.                                               
            Όσοι, τώρα, Γραικοί και Τουρκαβανίτες βρίσκονται στο Ορδί του Αλή, γυμνάζονται νύχτα και μέρα,  και καρτερούν πολέμους.
Στις μακρυνές οδοιπορίες, στ' αβάσταχτα βάσανα, στις οδυνηρές κακουχίες, στα βοερά και συγνεφιασμένα σεκλέτια, στους λυπημένους καϋμούς και στους άγριους της ψυχής δαρμούς... σ' όλες τις φοβερές μπόρες, ο Γοβγίνας, πρώτος τις περνάει, χωρίς μια τόση δά, ανημποριά.
Ολο αυτό τον καιρό, οι Ρουμελιώτες Κλεφταρματολοί, έχουν κάνει δικό τους σινάφι. Κι ο Γοβγίνας, σε κείνη την πρωτόγενη, μα αδερφική συντροφιά, είναι ο πιο αγαπητός.
Ο Καραϊσκάκης, τον λέει περιπαιχτικά βρακοκαπετάνιο, μια που πέταξε το αντερί και το νησιώτικο βρακί κι έγινε από θαλασσινός κουρσάρος, στεριανός Κλεφταρματολός. Ωστόσο, το παλιό καραβοκυρίστικο καπετανλίκι δεν ήταν ν' αποξεχαστεί και του πάγαινε βρακοκαπετάνιος.
Ο Πανουριάς τον φώναζε κοντοπατριώτη, παιδιά της Ανατολικής Ρούμελης, ως ήταν. Κι ο Ίσκιος, με τον Κονταξή, τον νοιώθανε ανάμεσά τους, σαν Ρωμιό Χασαντάραγα, μεγαλόπρεπος, ως φάνταζε, καμάρι και ίσκιος λεβεντιάς των Κλεφτών.
Με τον Διάκο, είχανε ίδια φερσίματα και ίδια χούϊα και τον συμπαθούσε κι όλο ένα και πιο πολύ τον αγαπούσε, ετούτο τον ψηλό ξερακιανό Λιμνιώτη, ο Θανάσης.
Μ' από όλους τους Χουσμετλήδες του Αλή, εκείνος που δεον αποχωρίζονταν σχεδόν ποτές, ήταν ο Ανδρούτσος. Βλάμη και Βλάμη τον πήγαινε. Μια και οϊντίζανε, όπου κι αν ανταίναν μέρα και νύχτα την πέρναγαν μαζί: στην Καζάρμα, στο ραχατλίκι, στο καπηλειό, στη φέστα, στην παίδευση των όπλων, στα βουνά τα κακοτράχαλα, τα ματωμένα, του Σουλιού.
Κι έλεγε παινετικά και με καμάρι, στις συντροφιές του, ο Δυσσέας, για τον Αγγελή, ότι είναι απ' τα λίγα σαϊνια, που γνώρισε στη ζωή του, σαν Αρματολός. Ενας λεβεντονιός, πούχε χαρά το βόλι.
  Αλή Πασσάς.Βόλτα στην λίμνη του Βουτρωτού.
 
Ξεχώρισε, ανάμεσα στους Χουσμετλήδες του Βεζύρη, ο Γοβγίνας. Έγινε, κοσμολόητος και ξακουστός πολέμαρχος μεσ' στο Ορδί.
Μια μέρα, που ο Δυσσέας βρέθηκε  στον Οντά του Αλή Πασά, κουβέντιασαν, για κείνον, τον Λιμνιώτη...
-Να τον διορίσεις, με φιρμάνι, αρματολό της Εύριπος, αφέντη.... Γιατ' όποιος βεζυρίζει τον Εύριπο, βεζυρίζει την Ελλάδα ούλη, την έχει στα χέρια του, πως το λένε!
Είναι το διάρμα της Χαλκίδας, Βεζύρη μου, Γιβραλτάρ και Βαρδιάτορες, οι ζυγωμένοι σου.
-Γιβραλτάρ, ορέ μπίρουμ, και διαγνωμιά δεν έχω. Αγκαλά μιστεμό δεν κρατών, και δίζω, για τον άλλο Μιχαήλο...  Θέλω να πώ, για το διακόνι μου, τον Νταλίπη, που δεν δρασκελάει κι αυτός πιθαμή την Σιδερόπορτα του Ντερβενιού, Δράσκελο, δεν κάνει μπροστά, ο κιστής και τζαναμπέτης.
            Σκιάζεται και φοβάται τον Ρεσίτ Μπέη της Χαλκίδας, σαν ο διάολος το λιβάνι.
 

            Για ταϊνι, ζεύκι κι αλιμούργιασμα είναι τούτοι ορέες.....
Βάϊ, βάϊ, κασαβέτι, απ' τον αρναούτη, δεν χαλεύω....
Αμ τώρα, τι ανάγκη τον έχω. Στέκει στο Νεγρεπόντε, ο σκιπιτάρης, ο ογλούμ Γοβγίνας,  αποκούμπι και απαντοχή!
- Ακουμπέτι, να μην τα πολυλογούμε και για να μη βαρυγκομάς, για όλα τούτα, Βεζύρη μου, έχεις, στ' αλήθεια, άξιο πιά, για το Γριπονήσι αρματολό, ζαπώνει τον λόγο ο Δυσσέας, δριμωμένος απ' το αψί σερμπέτι.
            Έχεις, μαθές, ζεϊμπέκη και ζαπτιέ, να τον λογιάζει για την δύναμη και την παλληκαριά του, ο ουρανός κι ο κόσμος.
- Διβάν, ούρλιαξε με μιας ο Αλής, χτυπώντας άγρια τα χέρια του... Φώναξέ τονε, ορές, τον δερβίση τον Γοβγίνα, νάρθει στον οντά μου, που τον θέλω.....
Μπαίνει σε λίγο στο σαράϊ. Στέκει στην πόρτα, ντελίνι πανύψηλο. Ανασαίνει ο οντάς του Βεζύρ Αλή, περιφάνεια, κάτω απ' τον θεόσταλτο, του παλληκαριού ίσκιο.
Κι' ο μοβόρος Τύραννος, ο γερασμένος Λιόντας του Γιαννίνου ετούτη τη στιγμή, γέλασε θριαμβευτικά, καμαρώνοντας τους δυό τζοχανταραίους του, καπεταναίους πιά, στ' αρματολίκια της Λιβαδιάς και Εγρίπου, Ανδρούτσο και Γοβγίνα.
Θαύμαζε την παλληκαριά, όποια και νάταν. Την διάβαζε στα μάτια, την αλκή  της ψυχής, την γενναιότητα. Στα γερά σιδερένια κορμιά στάμπερνε την ρωμαλαιότητα. Την ορμή ξεχώριζε στ' άδολα νειάτα των Ρωμιών Καπεταναίων του, η ερευνητική και φλογερή, μα ξεδιάντροπη κι απόνετη, κι αμαρτωλή ψυχή του.
- Εσείς, ορές, βροντοφώναξε χαρούμενα, και γέλασε το πλατύ του γλέφαρο το συγνεφιασμένο, εσείς είστε η ελπίδα  και η απαντοχή μου .... Εσείς, που κουρελιάσατε τα φουσάτα των οχτρών μου, όπου τα συντύχατε!!!
Αντε ογλού Ντελικανή Γοβγίνα, και θα διαφεντέψεις τ' αρματολίκι της Έγριπος. Άϊντε, τσοτζουκλάρ τζάνουμ, και ‘θασαι πρώτος στο νησί σου. Γιατί τους είδα τόσα χρόνια, τους παλαιούς τζαχανταραίους μου, Μιχαήλο και Νταλίπη, τι αχαϊρευτα ζουλάπια είναι τοι.
Σταυροδρομίτες  ανεππρόκοποι, ορέ Γοβγίνα.
 Τράβα, μπρέ στα Ξηροχώρια και πές τους .. Βράζει το καζάνι τους και με ζεματιστό νερό θα ξεπλύνω τα κακούδια τους.
- Ε, μια και τόφερε κουβέντα, εφέντη, έχω κι εγώ ένα γύρεμα.
- Τι είναι μπρέ, για καλό.
- Για καλό Βεζύρη μου... να, δυο χρόνια μ' έχεις στη δούλεψή σου και στο χουσμέτι σου και χωρίς βαργωμό και βαρυγγώμηση έκανα ό,τι μπόρεσα για σένα .... Και πάντα στους ορισμούς σου είμαι.
Μα άσε με, να πάω για λίγο στον τόπο μου... Να, την δόλια  λεχώνα, νεογέννητη γυναίκα μου, να ιδώ. Μού κανε παιδί και δεν το λεχούδι, να το κανακέψω το μαλέτσικο, ο δόλιος !
- Μάσαλα καρτασίμ, μάσαλα! Να σου ζήσει ορές.... Να πάς, να πάς με το καλό και μου λές στο γυρισμό τα καθέκαστα, απ' το Γρηπονήσι , σκούζει μακρόθυμα ο Αλής.  Πάρε κι ένα αράπικο καλκάνι, και τράβα.
- Σεϊζη, τοίμασε το φαρί, ορέ, βάλτου και το τακίμι.
Να σε πάνε, Γοβγίνα, να σε πάνε αντίπερα, τα τρικκεριώτικα σκαριά και σλέπια. Εσένα... και της καλόδεχτης συνοδειάς σου το φαρί.....
Καβαλλικεύει τ' άλογο ένα  μαβύ, μουχλιασμένο και παχνιασμένο πρωϊ, στα έβγα του 1819.
Καλπάζει μέσα στη χιονούρα. Καταλυτής του κακού, άγιος καβαλλάρης,  της φτωχολογιάς. Ελευθερωτής! Γίνεται σύγνεφο, φωτιά κι αστροπελέκι, σαν τροχάζει  το φαρί λαχανιασμένο στην χιονισμένη στράτα. Δεν ποσταίνει εκείνο το γερό φαρί. Τραβάει ακούραστα. Πετάει, σαν νάχει φτερά. Αχνίζει το κορμί του στο καούνι και στην παγωνιά. Και τα φαλαρά του κουδουνίζουν και γιγλίζουν τα μπιχλιμπίδια του, σαν καρδερίνες φυλακωμένες.
- Άϊντε, διασαχτζή μου, ντούρε, του λέει, και του χαϊδεύει την χαίτη του. Άντε, λιάπη μου, μαλαματένιε, και σφουγγίζει τον ιδρό του αλόγου, με το μανικοκάπι του. 
            - Άϊντε, λεβέντη μου, κι ασίκη μου, χαϊδάρη κανακάρη μου. Και το παρίππι τρέχει, σαν άνεμος. Άγγελος σωστός, με ζαλικωμένο πάνω του τον Άγγελο.  Περνάει κάμπους, βουνά, ανηφοριές κατηγοριές, διάσελα λαγκαδιές, ρουμάνια και δρόμους, ξέχιονες πλαγιές, χιονοσκέπαστα κορφοβούνια, νεροσυρμές και βαλτοτόπια, άδεντες μαδέρες και χωράφια, μπάϊρια και σπαρτά.  Πατάει σ' αμπέλια, πετάει σε ξάγναντα. Ρίχνεται σ' απάτητα παχνιασμένα φαράγγια. Περνάει ποτάμια φουσκωμένα.
            Βλέπει  αγνάτια πάλι την αγάπη του την παλιά, την Θάλασσα, να στραφταλιάζει, λουλακί μαγνάδι.  Και ρουφά, με ανάσα βαθιά, τους ανέμους και το φώς της γαλάζιας μεγάλης Ψυχής της.
            Την ώρα εκείνη, που η καρδιά του σκίρτισε για την θάλασσα χλιμίντρισε  τ'  άλογο πονεμένα και λάκτισε τρανόχαρα.
- Αχ, διασαχτζή μου, τζόγια μου, διαβάζεις τους λογισμούς μου... μονολόγησε ο Γοβγίνας και δάκρυσε.
Καλπάζει, τώρα, τ' άτι, άκρη άκρη, στο μακρυνάρι της άμμος. Απαντέχει ένα ζάβωλη βαρκάρη, ο καβαλλάρης.
-  Να με πάς στου Κουτμάνη το κάτεργο, τζόγια μου - καλό παιδί ..... Κάπου εδώ, σε κάποιο κόρφο είναι αραγμένο.
            - Πως, μετά χαράς, καπετάνιο.
            Βρήκαν, το κάτεργο, σ' ένα κρυφό όρμο και το τσούρμο να κοιμάται ξαπλωταριά, στην άμμο.
- Έϊ Θανάση, κράζει ο Γοβγίνας, άντε Θανάση, κάνε μια παλληκαριά και σύρε  με αντίπερα, με το φαρί μου.
- Να σε πάω καπετάνιε, κρένει λιγόψυχα και ταραγμένα ο Κουτμάνης.... Μα τι μαντάτα μας φέρνεις;
            - Πάμε και θα στα πώ στο καράβι, ταξιδεύοντας. Με καρτερούν αντίπερα, εκεί στο Γρηπονήσι, Σκουρτανιώτης, Τσιλιμίγκος, Μαυρούτσικος, Ντερνετσιώτης και Κατσικογιάννης.
            Θάρθουν, κοντά μου στο Λύμι, για να πάμε.
            - Την έχτρητα την παλιά ξεσκάλισες ορέ Γοβγίνα. Θα βαρέσεις, μπρέ, τους Κοτσαμπάσηδες;
            - Δεν ξέρω .... Όπως με φωτίσει ο Γεραμπής, ή με σκοτίσει ο Δαίμονας, θα γίνει.
            Έχω και γλέπεις του Καραϊσκάκη το ζακόνι σώψυχα. Άμα θέλω γίνονται άγγελος και βολές διάολος κερατωμένος. Έτσι είμαι εγώ.  Ξόρμισαν, σε λίγο, απ' τον κόρφο, στο κάτεργο του Κουτμάνη μπαρκαρισμένοι, ο Γοβγίνας και το φαρί του.
- Τι θές, ρε Θανάση, δευτέρωσε το λόγο ο Γοβιός, τι θές και τους θυμάσαι τους Κοτσαμπάσηδες.
Να, όπου νάναι φτάνει η μεγάλη ώρα. Να ... κοίταξε, όσο πάει ευδιάζει ο ουρανός. Κοντοζυγώνει η μέρα του ξεσηκωμού. Η μέρα που προσμέναμε χρόνια, έρχεται. Τότες, που θα γίνει ο ξεσηκωμός και μαζί κι ο χαλασμός και το μακέλεμα. Κι απ' τα αίματα και τα ρέπια τα σπίτια τα καμένα, τα θρύψαλα και τα συντρίμμια τα ματωβαμμένα, θ' αναστηθεί η Λευτεριά.
  • - Είναι τούτα, που κρυφολέγονται, σωστά, ρε Αγγελή.
- Δεν λέω.... άλλο τίποτα... Τώρα ακούς, ύστερα θα δείς, και στερνά θα πείς ... Μονε μιλιά... Μη μάθουν τίποτα, οι Τρισκατάρατοι.... Κατάλαβες;
Μπρος τώρα, πλώρισε για την Σπιάδα, που με προσμένουν τα παλληκάρια. Να με βγάλεις στη Σπιάδα.
- Στη Σπιάδα, Καπετάνιε, όπου θέλεις, είπε ο Κουτμάνης, και μέσα του λαλάδιζε η καρδιά του φοβισμένη, για τούτα που άκουσε, λαλάδιζε ασταμάτητα, σαν τα πανιά μπρατσέρας, στην απονεμιά.
Ξεμπάρκαραν στης Σπιάδας την αμμούδα. Και πήγα, όλοι μαζί, και κόνεψαν σ' ένα σπίτι  συγγενών του καπετάνιου, στις Οροβιές.
Ξέφρενο ραβαϊσι χαράς φτιάχτηκε αναπάντεχα εκεί. Ζεύκι φραντικό παραδεισένιο. Ήπιανε, χορέψανε, είπανε τραγούδια της Κλεφτουργιάς. Και το τσιρακλίκι όλο μερακλώθηκε.
Ηταν κι ένας από την Σκεπαστή, πούχε φωνή αηδόνι, και πάνω στο σερμπέτι του, τόλεγε τόσο όμορφα, που μαζεύτηκε κόσμος όξω απ' το κονάκι, για ν' αφουγκραστεί τούτον τον πρωτάκουστο τραγουδιστή.
Ύστερα...... πέρασεν η ώρα. Μπαϊλτισαν, από φαγί πιοτί και γλέντι.
Μεσάνυχτα περασμένα κι ο Γοβγίνας έστειλε, παλιό του βλάμη  αδελφοποιτό, να πάει μαντατοφόρος στο Λύμι. Να πάει να βρεί τον ραμολή γέρο Αλεξάξη και νύγμα να του κάνει. Όχι πολλά αβέρτα λόγια, στο αβίζο. Λίγες κουβέντες σταράτες και τσακανιστές, σαν στάλες χοντρές που πέφτουν ασταμάτητα στο καύκαλο τυραγνισμένου, που τον βασανίζει άπονος τζελάτης:
- Πες, ορέ στο νουνό μου, πως ήρθε το βαπτιστίκι του. Τούτα. Και θα καταλάβει.
Τα ξημερώματα έφτασε ο μαντατοφόρος στο Λύμι. Πήγε στου Δημητρού του Αλεξάκη  το κονάκι. Χτυπά την πόρτα. Βγαίνει ο γέρος:
- Μπάρμπα, καλώς τα δέχτηκες.... Ήρθε αψύ το βαπτιστίκι σου.
- Τις λες μπρέ τζάνουμε, ποιο βαπτιστίκι, γελάς με, πρωί -πρωί;
            - Ο Γοβγίνας ... δεν σ' έχει νουνό; Αυτός, ήρθε.
            - Σωστά κρένεις;
            - Σωστά μπάρμπα....
            Τούρθε με μιας λιγοθυμιά.  Πέφτει στο πλατύσκαλο. Γκέζος ο γέρος. Φόβος τον κυρίεψε πολύς και  του ήρθε να πεθάνει.
            Τρέξαν οι δικοί του... ξύδι και κρύο νερό του ρίξανε στο γλέφαρο και τρόμαξαν να τον συνεφέρουν.
            Μαζεύτηκαν  ολοσούσουμα τα συγγενολόϊα των προεστών, στου πρωτόγερου Αλεξάκη το κονάκι. Τσουράπηδες, Καραβόληδες.... Οι λογής - λογής τέτοιοι.
            Αψώνει ο αζάς, ο γέρος, τον λόγο του. Αγκαλά, είναι μισοπεθαμένας, από τον φόβο του και το πικρό σεκλέτι.
- Ήρτε ο ερημοσπίτης και χαλασοχώρης και μας περιμένει φοβέρα και αίμα, φωτιά και χάκκι μας καρτερεί, σύντεκνοι....
Θα μας  κρεμάσει, ο λεχρίτης, ζωντανούς στον πλάτανο και θα ξεκληρίσει τις φαμίλιες μας!! Τι θ' αποκάνουμε;
Γώ λέω, πετιέται θαρρετά, κοντραπαντιέρης κι ερίφης, ως ήταν ο Τσουράπης, ν' αρματωθούμε. Να κάνουμε μισγάλια τα παραθύρια μας. Να πάρουμε όσα παιδιά δικά μας είναι καλά ντουφέκια. Να πιάσει το καθένα κι ένα μισγάλι. Ν' αμπαρώσουμε, μ' απεράτες γερούς, τις πόρτες των σπιτιώνε μας. Να γίνουν κούλιες σωστές. Κι άμα θέλει ας έρθει.
- Μπόσκος ντίπ, είσε ρε Τσουράπη.  Έκρινε ο Καραβόλης. Δεν τον ξέρεις, μαθές, καλά τον Γοβγίνα, για τούτο τα λές, ετούτα. Ρώτα μένα! Τούτον, βρέ, δεν τον κολλάει, μηδέ βόλι, μηδέ σπαθί, μηδέ αλεπουδιά..... Κι άμα τον πάρουμε με το κακό, τότες είναι, που θα μας κάψει. Τα χρόνια κείνα κι ήξερε να πολεμάει. Πάγαινε, τώρα, σαν σου βαστά, πούρχεται απ' το Ορδί τ' Αλήπασα, ετούτο το λυκοτσάκαλονα το κάνεις ζάπι. Θα μας κάνει κόσκινο τα κορμιά μας, με τα βόλια  του και θα μας κάψει ζωντανούς, μέσα στα κονάκια μας. Μην τον αγριέψουμε, κατακαϋμένε, γιατί καήκαμε. Καήκαμε ζωντανί.....
- Τι να κάνουμε, τότε ζαβώληδες;
            Να, τι να κάνουμε, είπεν ο Πρωτόγερος. Θα του στείλουμε μπαχτσίσι, με τον βλάμη του, που μας έφερε τα χαμπάρια του. Και εμείς  να πάμε να λουφάξουμε στο λαγούμι.
            Τόπος κρυφός και άβρετος εκείνος.... Άμα προδοθούμε, ας μας σκοτώσει.
  • - Και τι νάναι το μπαχτσίσι;
- Να, τι νάναι: Μέσα σε πεσκίρι να τυλίξουμε τζοβαϊρικό, μαργαριτάρι κι ασήμι.
Αντεστε, φέρτε, ό,τι έχετε, να του τα στείλουμε. Να τζερεμετιστούμε, να χαρατσωθούμε, για να γλυτώσουμε ζωή και βιός, για δ' αλλιώς πάμε χαϊμένοι, απ' το λυσσιακό, που ήρθε,να γυρέψει γδικιωμό.
Μάζεψαν στη στιγμή, τζοβαϊρικά ακριβά, ασημικά πολύτιμα, φλουριά αρμαθιές, πόρπες μαργαριταρένιες.
- Σύρτα του, λένε, στο παιδί, και θα σωθούμε έτσι ....οι παρπατζήδες, που μας βρήκε μπελάς, απ' τον χαϊνη.
Πήρε το πισκίρι το παραφουσκωμένο ο Βλάμης. Το βάζει στον κόρφο του. Πάει στην στράτα, στράτα τ' ακροθαλάσσι. Γιόμα συντυχαίνει  μεσοστρατίς τους καβαλλάρηδες.
  • - Τι ρε, Βλάμη;
- Να ... έδειξε το σφιχτοδεμένη πεσκίρι. Πουγκί.... να χορταίνει το μάτι σου.  Να μπαχτσίσι για να σταθούν ορθά τα κεφάλια τους.
            Βάφτηκε φαρμακερό το χαμόγελο στα χείλη του Γοβγίνα, κι είπε:
- Ορές, καραγκιοζλίκια.... ξαγοράζουν την ζήση τους, με τζοβαϊρια κι ασημικά τα ρεζίλια... Μα τούτα, είναι για άλλονε σκοπό, πεσκέσι. Πάρτα, ορέ Βλάμη και σύρτα στον Αη Γέροντα. Να τα δώκεις στα χέρια του Γούμενου Γιωσίφη, να τα φυλάξει. Κι όταν έρθει η ώρα πιάνουν τον τόπο, που τους πρέπει.....Κι εμείς οι άλλοι πάμε...
Καλπάζουν  βροντερά τ'  άλογα, με ζάλο ζαρκαδιού. Και πρώτο  το φαρί του Αγγελή πηλαλάει, σαϊτα στο δρομί, το μονοπάτι, σαν το βερβερίζει το ζέγγι. Πηδάει τα σκοίνια, με σάλτα μεγάλα. Αφροκοπάει. Τεντώνεται δοξαρωτά, ως τα μεσούρανα. Χλιμιτρίζει βαλαντωμένο.
Κι ύστερα σίφουνας ακράτητος ξεχύνεται, κατά τα σπίτια πέρα....
Απόβραδο! Και μπήκαν οι καβαλλάρηδες, μεγαλόπρεπα, στο Λύμι.
Κροτάλιζαν, με τρόκ τα πέταλα στα λαντερίμια: γκάπα - γκάπ- γκρούπ!...
Άνοιγαν κρυφά τα παραθυρόφυλλα. Και πάγαιναν κι έρχονται οι λαλιές, με το μαντάτο το καλό. Ήρθε της Γοβγίνας ο γιός. Γαζής  και πρωτοκλέφτης - Καπετάνιος.
- Πούναι τη η δόλια, ψέλλισε ένα λαδικό, ως στέκονταν στο παράστομα, την στιγμή που πέρναγαν οι καβαλλάρηδες.
- Πούναι τη, η δόλια η Μαριώ, η Καπετάνισσα, να καμαρώσει τον γιόκα της, γαζή, Καπετάνιο, τροπαιούχο .... που κοιμάται τον αξύπνητο, η έρμη, και την τρώει ο σκούληκας, στο μαύρο χώμα.
            Άκουσε το μούρμουρο του θανάτου, ο Αγγελής.
- Θειάκο, τι λές; Παραμιλάς; Τι λές για τον πεθαμό της Γοβγίνας.....
- Τι άρα, γιόκα μ' δεν το ξέρεις, πως πέθανε η μάνα σου;
- Π έ θ α ν ε !!!
            - Πέθανε, μαθές, κι άφησε στερνή της επιθυμιά και παρακάλεση, κακό μην κάνεις στους αζάδες, σαν θα ματαρθείς, ό,τι κι αν σούκαναν εκείνοι.
            - Θειακούλα  μου!!! Τέτοια παράγγειλε η μάνα, με το χαμό της.... Τέτοιο ξόρκισμα, η δόλια, η καλή μου, μάνα:
            Τους δίνω ,μωρές, τους δίνω συχωροχάρτι, για την παραγγελία της Καπετάνισσας, από τον Κάτω Κ ό σ μ ο.
            Κατέβηκε, με μιας, απ' τα' άλογο. Τα μάτια του μεγάλωσαν. Γίναν πελώρια, σαν δυό ουρανοί σταχτεροί έτοιμοι να βρέξουν.
            Πήγε κεί, στο ξάγναντο, που την είχαν θάψει. Τάφος νιοσκαμμένος, νωπός. Παράμερα χορταριασμένο το κιβούρι του πατέρα.   
            Έβρεχε μια ψιλή, σιγανή βροχούλα. Τα δάκρια του Γοβγίνα ήταν πιο πολλά, απ' τις βροχής τις στάλες. Καφτά πέφταν στη  γής, πιο αστραφτερά, πιο πολύτιμα, απ' τα μαργαριτάρια των κοτσαμπάσηδων.
            Στον τάφο απάνω, σκυμμένο, τον συντυχαίνει κι ο Αναγνώστης.
  • - Αδερφέ μου !!!
Σταυροφιλιούνται κι ύστερα ξεσπούν σε κλάμα ασταμάτητο. Κλαίνε, κλαίνε κι οι δυό μ' αστείρευτα πικρά δάκρια πάνω απ' των γονιών τους τα δακρύβρεχτα, ταπεινά κιβούρια.
Κι ήταν γονέγοι τίμιοι, φτωχοί, μα για προκοπή πλασμένοι. Ενάρετοι και γνωστικοί, με ίρτσι και με φρόνηση.
Ύστερα, σηκώνεται ολόρθος ο Αναγνώστης:
-Αδέρφι, Αγγελή, απροσκύνητος στάθηκες στην γυφτουργιά την κοτσαμπάσικη. Κ ε φ α λ ή, για ρουκιά, δεν έσκυψες. Κοληγιές,με τους δαιμόνους και τους βαβαράδες, δεν έκανες. Λεβέντρα και περήφανη την αρχόντισσα ψυχή σου, ως τώρα, κράτησες. Μπράβο σου !!!
Οι ορμήνειες των συχωρεμένων των γονιών μας δεν πήγαν στα χαϊμένα. Μπήκαν στο αίμα μας, και στάλαξαν στην ψυχή μας. Πητιά γερή, για το σβολοτύρι της άγιας καλωσύνης.
Αϊντε, να πάμε στο χωριό, τώρα. Νυχτώνει και .... Κοίτα, μην κάνεις το κακό .... σε κανέναν.
Το συχνοέλεγε, η μακαρίτισσα και τ' άφησε στερνή παραγγελιά της. Σε προσμένει στο σπίτι η συντρόφισσά σου και η θυγατέρα σου. Το μάθανε, που ήρθες. Ποιος ξέρει.
Άϊντε πάμε. Τι συλλογιέσαι; Θάφτα όλα, όσα σε βασανίζουν, στη στάχτη του χρόνου, που πέρασε.
- Την γυναίκα ... την θυγατέρα.... Ναι, τους πόνεσα... Θα κλάψω πάλε, εκεί. Έγινα  κλαψιάρης, βρε αδέρφι, εδώ στον τόπο μου, με τούτο τον γυρισμό.
Μα, αν είναι.... Με κείνους, όμως, τους κοτσαμπάδης, πως θα γίνει; Να ξέρεις, δεν ξεχνιέται, ό,τι έγινε τότες.  Βλέπεις, φαρμάκι είναι τη, αδέρφι, η προσβολή. Πώς να το καταπιείς;
  • - Να το καταπιείς.
- Ένας λόγος είναι. Ντροπής σημάδι, μαθές, ν' αφήνεις αβάρετους, τους που σε καταφρόνεσαν βαριά, κάποιο καιρό.... Μια κι είναι, όμως, της μάνας προσταγή και θέληση, θα γίνει, όπως το έταξε.
Ορφανέψαμε. Ας κάνουμε το τάμα της πεθαμένης μάνας. Άγιος ο λόγος της.  Ας γίνει , όπως το θέλησε.
Και κείνα τα ολοζώντανα ονείρατά της, αδέρφι μου, θυμάμαι, όπως μας τα ‘λεγε η μακαρίτισσα. Ονείρατα του μακελεμού και του χαμού μας. Λές, ορέ, να μας βγούνε αληθινά;
- Άσε τα ονείρατα, καϋμένε, στα ονείρατα πιστεύεις; Να για δές, τρεμοφέγγει το λυχνάρι μας. Φτάσαμε στο σπίτι. Κι' η κατακαϋμένη η Γιάννω, δεν τόμαθε πως ήρθες.
- Δεν τόμαθε και κοιμάται κι είναι να την ξυπνήσω, με το λυπηρό τραγούδι του καπετάνιου, που περαστικός διαβαίνει από το σπίτι του, την γυναίκα του την καπετάνισσα να δεί, για λίγο.
            Στέκει απόκοντα στο παραθιύρι και της λιανοτραγουδεί:
                        «Κοιμάται η καπετάνισσσα, κοιμάται η καϋμένη
                        στα κόκκινα τριαντάφυλλα, στα άγρια λουλούδια.
                        Θαμαίνουμαι, λογιάζομαι το πώς να την ξυπνήσω.
                        Να την δροσίσω με νερό, φοβάμαι μην κρυώσει,
                        να την ραντίσω με κρασί, φοβάμαι μη μεθύσει.
                        Κόβω από γαρουφαλλιά  λουλούδια μυρωδάτα
                        ρίχνω, ξυπνάω την Γιάννω μου, την καλομαυρομάτα...»
            Πετιέται η Γιάννω στην πόρτα. Ρίχνεται, μ' αναφιλητό, στην αγκαλιά του. Σκιάζεται και το λεχούδι στον ύπνο του και πληγμμυράνε δάκρυα τα μελισσιά, ζωηρά ματάκια του. Ξάφνου, σταματά το κλάμα και κοιτάζει τον πατέρα του παράξενα. Τα μάτια παίζουν υγρά και πανέξυπνα. Μεγαλώνουν, όλο και πιο πολύ, γίνονται ήλιοι αστραφτεροί και μεγάλοι.
            Τι να πρωτοπούν, τι να πρωτοθυμηθούνε!!!
            Σαν πέρασε το μπουρίνι της συγκίνησης και ξαστέρωσε ο ουρανός της ψυχής, βόλεψε τ' άλογό του ο καπετάνιος στο χάνι κι έστειλε πρωτομήνυμα, με τον αδερφό του, να μαθευτεί απ' όλους, εχτρούς και φίλους, πως ήρθε.
            Φτάνουν οι βλάμηδες στο σπίτι του, για τα καλωσορίσματα, κι είπαν να μαζευτούν όλοι στου Μαστρο - Κολλιαρούδα το κονάκι.
            Να ξαναθυμηθούνε τα παλιά ν' ακούσουν και τα καλά χαμπέρια, πούφερνε απ' τα ξένα τα μακρινά , ο Καπετάνιος.   
            Αστροφέγγει του Κολλιαρούδα το κονάκι. Και συνάζονται όλοι εκεί, το συνάφι του Γοβγίνα.
- Κοπιάστε γιολδάσηδες, κοπιάστε αδερφοί! Τους καλοδέχονται νοικοκύρης και καπετάν - Γοβγίνας.
Είναι ο Κούτπας, ο Γαβέτης, ο παλιός παιδικός Βλάμης, ο Σπάρος, ο Μπλέτσος, ο Λιολιός, του Σπαρή ο Παντελιός.
            Όλο το παλιό τσούρμο στην «Ευαγγελίστρια» του Καραβόλη, ένα καιρό. Κι' αναθυμούνται, με συγκίνηση, την παλιά κουρσάρικη ζωή τους.
            Εκείνο το φοβερό ταξίδι στο Τσάγεζι. Το μακέλεμα των νιζάμηδων στη Σκιάθο. Το πούντιασμα του γέρο - Γοβγίνα, ο χαμός του.
            Κι εκείνο το στυγγάρισμα του Καραβόλη, στην μπούμα .... για γέλια και για κλάματα.
            Κάθησαν ούλοι ανακούρκουδα πάνω στα πολύχρωμα στεγάδια, στα φαντά κυλίμια και στα κεντητά χράμια.
            Φέραν οι γυναίκες ν' αποδειπνήσουν κιεσκέκι  αχνιστό και τσορβά ριζάλευρο. Κρασόπιναν και τα λέγανε.
            Αναλογίστηκαν τους Κοτσαμπάσηδες... πόσο κάτω πέσανε, να κρύνονται στο λαγούμι. Και για να φυλάξουν το βιό τους, φέρανε μαντουδιανούς αραμπάδες, βοϊδαμάξια γερά, νύχτα, κι άδειασαν τα σπίτια τους. Και κουβάλησαν τα σέα τους και τα καλά τους σε  κρυφούς τόπους ν' αποφύγουν τη φωτιά. Γιατί κατά πως λέγονταν, θα τα ‘καιγε τα κονάκια τους ο Καπετάν Γοβγίνας.
            Και κείνο, πάλε, ούταν για λυπημό, μα και για γέλιο, ήταν ο χαμός του Πατερού, του μισερού του σπιούνου και χερόμυαλου.
            Σαν πως μαθεύτηκε, μαθές, ο ερχομός του Γοβγίνα, στο Λύμι, τον έπιασε  βαριά η καρδιά του κι απόσωσε ο φτωχός, μαγαρισμένος....
            Μεσάνυχτα περασμένα. Είπανε πολλά.... Στερνά ο Γοβγίνας σηκώθηκε απ' το μιντέρι και στάθηκε ορθός, καταμερσής στην κάμαρη.
            Κάτι σπουδαίο και πολύ σοβαρό φαινόταν πως ήθελε να πεί στην συντροφιά. Απλώθηκε σιωπή βαθειά. Κι όλοι στήλωσαν τα μάτια τους απάνω του.
            Τα χείλη του τρέμαν, σαν από συγκίνηση και τα ματοκλάδια συγνέφιασαν, γκρίζωσαν βαθιά τα μάτια άστραφταν πότε πότε, μ' ένα δάκρυ μάργαρο, πετρωμένο στην άκρη τους.
  • - Α δ έ ρ φ ι α μου, Αφεντόπουλα, Λιμνιώτες.
Δεν ροβόλησα στον τόπο μας, από την Ή π ε ι ρ ο ς, για να πάρω καποιανού πρωτάτα. Μηδέ για να καταλύσω  την αρχή, την ληστρική των κοτσαμπάσηδων.
Ετοίτου οι κιαφήρηδες  και σπιούνοι, που συνεργάζονται με τους οχτρούς μας και δουλεύουν για τον Τούρκο τον αφέντη τους, στραγγίζοντας το αίμα τους δικό μας.... ας το β ρ ο ύ ν ε  απ' άλλους, ως έρθει η ώρα τους, κι' απ' το Θ ε ό  της Λευτεριάς.
Έχω  βγάλει εγώ την απόφασή μου. Τσάταλο δεν ρίχνω σε κανέναν, μηδέ κακό ήρτα κανενού να κάνω, ετούτη την καλή ώρα του γυρισμού, στην πατρίδα.
Άλλο λογιάζω να σας ομολογήσω, πιο τρανό, πιο όμορφο. Κι' ό,τι θ' ακούσετε, να το βολέψετε σωστό κι' αγκρίμιστο μέσα στην καρδιά σας. Κι ‘όξω  από τούτη να μη βγεί, μηδέ για χωρατό. Τ έ λ ε ψ ε!
Το παραμύθι δεν είναι, σαν κείνα, που ακούγαμε από παιδιά, για το ξαμαρμάρωμα του βασιλιά μας. Παραμύθι δεν είναι, για να δώσει κουράγιο κι ελπίδα στους βασανισμένους, στους προδομένους, στους που λαχταρίζουν λύτρωση και λευτεριά.
Παραμύθι δεν είναι... Τι είναι το λοιπόν;
Είναι το ξ ε σ ή κ ω μ α,  ορέ, που ελπίζαμε και καρτερούσαμε αιώνες, το ξεσήκωμα για Λευτεριά.
Όντας σημάνει η μεγάλη Ώρα, πορευτής ας ακολουθήσει ο πασαένας, από τους καινούριους δρόμους, που σας ανοίξαμε πια εμείς οι Κλέφτες κι Αρματολοί.
Και ως τρανόχαρο θα φτάσει εδώ το μήνυμα της Έγερσης,ν' αρπάξετε, όλοι ντουφέκι και σπαθί κι όλοι παρόντες στο ιερό κάλεσμα της Πατρίδας. Και με καράβια ή και με τα στεριανά φουσάτα, να ξεσηκωθείτε μα μιάς, πρώτοι εσείς, στο Γριπονήσι.
Και μη βρεθεί ψυχή να μολέψει Όνομα και τιμή αυτού του τόπου. Και  καθώς αρματωθείτε καλά, να πιάσετε πόλεμο σκληρό, με την Τουρκιά. Κι από την Ρούμελη φτάνουμε και εμείς. Και μονάχους στον αγώνα σας δεν σας αφήνουμε.
Λόγια τίμια είν' όλα αυτά, που σας λέω, και σωστά και δουλειές παστρικές μπελαλίδιες ψευτοκουβέντες.
Μόνο, κρατείστε την ανάσα σας, για λίγο. Μονοιάστε, αγαπηθείτε, μ' αγάπη περίσσεια και καλοπροαίρετο. Και το χ ε λ ι δ ό ν ι θα σας φέρει το καλό χαμπέρι. Δεν θ' αργήσει.
Άντε, τώρα, στην υγειά της Λ ε υ τ ε ρ ι ά ς!!!
Και βάλτε τα βαθιά στο νού σας όλα τούτα.
- Στην υ γ ε ι ά της Λ ε υ τ ε ρ ι ά ς!!!
            Βροντοφώναξε να όλοι μαζί και τσούγκρισαν τα ποτήρια τους, πίνοντας το γλυκό κρασί τους, στο μυστικό εκείνο ραβαϊσι, για χάρη της Κυράς, που την λένε λευτεριά και την προσμένανε νάρθει, μες στο σκοτάδι, σαν μυροφόρα, σαν Μελωδία κρυφής χαράς λαμπροφόρετη, με το σπαθί στο χέρι.
            Μελωδία κρυφής χαράς φτεράκιαζε μες στις ψυχές.
            Γλεντοκόπαγε μέσα τους η αξιοσύνη, με την ριγηλή ραψωδία του κλέφτικου τραγουδιού:
            «Πότε νάρθει η άνοιξη , νάρθει το καλοκαίρι,
            Που να φουντώσουν τα κλαδιά, να κλειούν τα μονοπάτια
            Να πάρω το ντουφέκι μου, να ζώσω το σπαθί μου,
            Να πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
            Να ψένω στείρα πρόβατα κι' όλο παχιά κριάρια,
            Να κάμω μάνες δίχως γιούς, νυφάδες δίχως άντρες....»
            Ήρθα, αδερφοί, στερνομιλάει ο Γοβγίνας, να σας φέρω μπαρούτι και φωτιά το καλό μ α ν τ ά τ ο.
            Τ ί π ο τ' άλλο... Ώ ρ α σας Καλή.
 
 
            ΧΑΡΑΜΑΤΑ. Αστάρι σιντιφένιο αστροβολεί ο Ουρανός, απόκοψε η βροχή. Απόβροχο κουρνέλιασαν νερά κρουσταλλιασμένα και λάμπιζαν, απάνω στους δρόμους.
            Κι' ωστόσο, στην γαλαχτένια φεγγοβολή, το ξάστερο δεν απόσβυσε. Αχνάρι στράφτει στην Ανατολή, κι ατσάλι αυλακιάζει τον ουράνιο αχάτη.
            Κλαρί δεν σειέται μήτε  μούρμουρο χαράς, μηδέ λύπης. Κ ό σ μ ο ς   α π ο β ρ ο χ ι ά ρ η ς μουδιασμένος, κουρασμένος απ' την ανέχεια και την απαντοχή, βαρυεστημένος απ' τον αποδιωγμό και τον απελπισμό.
Σκλάβος στον αφγορισμένο, που δεν είναι ολοτρίγυρα εκέι μήτε το πνεύμα, μηδέ η ψυχή του, μα με τον αγέρα και την αγνάρια αχλύ, φτάνει του η μπόχα της τυράννιας και του σκληρού δοκιμασμού.
            Ολάνοιχτα τα μάτια του Γοβγίνα, ασρίτες το ξάστερο. Ξαγρυπνισμένα στην αστροφεγγιά, απ' την αποθυμιά και τον πόνο. Απ' το μεσονύχτι κι ύστερα κουβέντιασε με τον δ α ί μ ο ν α - α ν τ ί μ α χ ο. κουβέντιασε , ο Α μ ύ ρ ω τ ο ς και τούκανε και τούπε πολλά ανομολόγητα  κι ανέγνωμα.
            Τον αλάλιασε με ρωτήματα, απ' αλάργα κι ακαταλόγιστα τον πιλάτευε, με λόγια σαν και τούτα:
- Ε, ορέ Αγγελή παληκάρι, ε σ ύ ‘σαι; Γιατί ήρθες εδώ; Να κάνεις  τι; Δεν σε διώξαν εκείνοι απάνετα, απ' το ντόπό σου; Δεν σε βάρεσαν, με δακανίκι, στο κεφάλι; Δεν πέθαναν βάρβαρα τους γονείς σου, να βγάλουν με γινάτι, το άχτι τους;
Είσαι ο κ α τ α τ ρ ε γ μ έ ν ο ς! Εγώ στο λέω, ο Σατανάς, και δεν κάνεις καλό στο λαό σου, άμδε δεν αμπώσει τον νούσου η αμάχη και δεν πάρεις χάκκι. Αν δεν ματώσεις το μαχαίρι σου και δεν κουρσέψεις, για γδικιωμό, τα πλούτη των οχτρών σου.
Τι με κοιτάς έτσι, τρομαγμένος; Κ ι ο τ ή ς είσαι μωρές; Εσύ δεν βοήθησες τον χαμόδρακα, μια σταλιά παιδί, μηδέ κιότεψες στα πολάμια του Αλή και φάνηκες βαρβάκι αιματοστάλαχτο και φοβάσαι τους Κοσταμπάσηδες τώρα;
- Δεν τους φοβάμαι, ό χ ι, κιοτής δεν είμαι Σ α ϊ τ ά ν, Εβλιά, Χαμάμη, πώς να σε πώ, δεν τους φοβάμαι, μα ... τα ζύγιασα καλά. Κάης δεν γίνομαι, να μακελευτούμε αναμεταξύ μας, Ρωμιός με τον Ρωμιό, και σύ ναγελάς. Γιαζίκ, είναι μπρέ, Τρισκατάρατε..... Κι αγκαλά, σαν κάψω το έχει τους, δεν θα κλάψουν και αυτοί το εδικό μου;
Άμα ματώσω το χαρμίμου, στο αίμα τους, δεν θα ματώσουν, με βεντέττα  και τα δικά τους παιδιά τα μαχαίρια τους, με την ιδικών μου συγγενών το αίμα;
Όχι.... Δεν βγαίνει πέρα αυτό. Και δεν γίνεται τέτοιο πράμα από μέρους μου, μαύρο αφεντικό, Χριστιανομάχε, βλάστημε και ζουράρη. Κακό στον τόπο μου δεν κάνε. Τ έ λ ε ψ ε!!!
Έφυγε  σε μαύρο πάνω σύγνεμο τα' αερικό, μα σε λίγο ματαήρθε, πιο ζαβό και πιο δριμωμένο.
- Τι με πιλατεύεις, ρέ δαίμοντα, του λέγει ο Γοβγίνας βαλαντωμένος, τι σου έκαμα καταχανά. Και τι θέλεις, από μένα;
            - άκουσε.... Ακουσέ με να ... έρχομαι απ' την δόλια μάνα σου,  Χρυσαετέ κι' απ' τον ιρτσιμένο καψοτάτα σου.
            Τους βρήκα, κάπου εκεί, σ' ένα σιντιφέριο αλαργινό, γαλάζιο φαράγγι, στρωμένο ασφόδελο και κρίνα. Τρώγαν τον άρτιο των Αγγέλων.
            - Ώρα καλή, καλοί μου άνθρωποι....
            - Καλώς τον Αφέντη , μου λένε.
            - Έρχομαι απ' τον Απάνω Κόσμο και σας φέρνω μήνυμα καλό, απ' τον γιόκα σας τον Αγγελή.
            Τα γερόντια βάλανε τα κλάματα. Σκούζαν οι Ψυχούλες τους, σαν τα πληγωμένα νυχτοπούλια.
            - Τι κάνει ο γιός μας, εφέντη;
            - Τι να κάνει, τους λέω, να ήρτε στο Λύμι και θα βάλει φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους και θα χαλάσει την σφηγκοφωλιά του  κάθε λαογδάρτη κοτσαμπάση.
            - Ε καλά θα κάνει, είπεν ο Καπετάν Νικόλας, θαρρετά. Καλά θα κάμει ... Ό,τι κάμανε, να λάβουν, οι παρλιακοί τζαναμπέτες και τζελάτες.
            Τ' ακούει η γριά Γοβγίνα και βαλαντώνει απ' τον καϋμό της.
- Α πού - πού.... Τι λές αρά Νικόλα, παραλόϊσες. Να κάψει τον κόσμο! Το λέει, άρα τούτο ο Χριστός; Δεν νομάζεις Θεό και σ' έχει  και στον Παράδεισό του;
- Τράβα, κελέ μαυροφουστανελλάμου, και πές του το. Θα τον καταφρονέψω και θα τον καταραστώ. Κι η κατάρα της μάνας, όπως ξέρεις, πιάνει. Θα τον καταραστώ τον Αγλύκαντο, άμα κάνει κακό στον κοσμάκη.
  • - Ποιόν κοσμάκη, αρή Γοβγίνα, ποιόν;
.... Ξαναλέει πιο πεισμωμένος ο γέρος της, εδώ μας έστειλαν άνωρα στα σκιαρά φαράγγια του Θανάτου όλους... Και σύ λες Κοσμάκη, τούτη τη φάρα;
  • - Και γερός, Νικόλα ,και μυαλό δεν βάζεις
Εγώ στο λέω να το ξέρεις, θα στείλω μ' αγγέλους την κατάρα μου, άμα τυχόν απλώσει κακούργο στον κόσμο ο γιός μας, άλλο δεν λέω πλειό. Τέλεψε.
Ψυχοσάββατο κι οι Ψυχές εφραίνονταν στον ουρανό κι αγάλλονταν μ' ανοιγμένα λευκά φτερά στο άπειρο, όλες χαρά, μια και οι άνθρωποι τις θυμήθηκαν και τις μνημόνεψαν στη γή.
- Τότες - λέει ο αναποδιασμένος - άνοιξα κι εγώ το στόμα μου να κρίνω να ψελλίσω κι εγώ μια γνώμη, στον τσακωμό πάνω των γερόντων σου. Μα, ξάφνου, μ' αντέκοψε Φωνή Αρχαγγέλου, με σύγνεφο κι αστραπολέκια και με ξενόμισε απ' τους Ουρανούς, μ' έρειξε στα Τάρταρα.
Ωστόσο, εγώ δεν κάθησα στα σκότη. Πήρα ξανά τα τρίστατα της γής. Έπιασα τα σταυροδρόμια ξανά,να σε βρώ,να σε ρωτήσω.
- Εσύ,εσύ μπρέ.....άγγελο, Αγγελή, με ποιανού λόγια τραβάς της μάνας ή του πατέρα σου, τα μιλήματα, στέργεις;
- Με κανενού, Σατανά... με τα δικά μου, με της δικής μου καρδιάς....
Έφυγε ο Τρισκατάρατος Ψυχοβγάλτης.... Μα με το θαμποχάραμα ξανάρθε, στερνή φορά, να ξεστομίσει ο νταραβερτζής  και ξαγοράρης, τα παραμαντέματά του τα ξιππασμένα.
  • - Άλλα τόσα τζοβαϊρια έχεις, ψωριάρη και ψωρίτη, απ' όσα πήρες, άμα ξεκληρίσεις την φάρα την κοτσαμπάσικη.
            - Ποια τζοβαϊρια, ορέ. Έξω αποδώ; Τούτα μωρά τά ‘στειλα στου Αη - Γέροντα τον Γούμενο, να τάχουμε για ιμνάτι, σαν θα ξεκινήσει η Ε π α ν ά σ τ α σ η. Και σύ με ψέγις, πως τα κράτησα για δικό μου έχει....
            Τέτοια λεπτά ανόμαχτα και καταραμένα, είναι τα για δικά σου, κί όποιος άλλος τα κρατήσει, Γιούδας λογίζεται. Γιούδας σωστός.
- Ε, τότες, σαν μηδέ τα φλουριά στέργιες, μηδέ το χάκκι σου στους Κοτσαμπάσηδες κάνις, σάμπως, μωρές, θα πάρει το γριπονησιώτικο αρματολίκι; Χωρίς αίμα, φωτιά και Θάνατο; Ετσι είναι οι αρματολοί; Αναίμαχτοι σερσέμηδες και κιότηδες;
Δεν έβαψες, κακομοίρη μου, τα χέρια σου με αίμα, αρματολίδι δεν έχει!!!
- Τ' αρματολίκι θα το πάρω στα σέρτικα πολέμια και τις αψές τις μάχες.
Άντε, παράταμε, δαίμνα, ψεύτη και καυγατζή. Κατά πίσω μου σ' έχω...και μη με πιλατεύεις άλλο...
Σαν απόσωσε το πικρό παραμιλητό κι απόκοψε το αλόγιστο αλαλητό της υπνολαλιάς, τότες, σηκώθηκε η Γιαννούλα λιβάνισε τα εικονίσματα κι έκανε μετάνοιες στο Χριστό μπροστά.
Και να, έσκασε άναυλα, ο αναθεματισμένος Βελζεβούλης.
Μέρψε με μιας, η αγριεμένη καρδιά του Γοβγίνα. Καταλάγιασε το πάθος της ψυχής. Έπαψε να κοχλάσει το αίμα.
            Κι ήρθε, μετά, γελαστό, το φώς της μέρας, μεσ' στην κάμαρη.
            - Άχ, αγκούσα, μ' έπνιγε, ως το χάραμα, μαρή Γιάννηω... Βρυκόλακας ήρθε ναμε χαλάσει.... Ας είσαι καλά, ορή γυναίκα. Χάθηκαν κι έσκασαν τα πνεύματα της προδοσίας και του χαμού. Χαρέπι δεν κάνω πια στον άλλο, μόνο Τούρκος άπιστος, μην είναι....Ας είσαι καλά, που το άγιο μοσχολίβανο σου έσκασε τον Σατανά.
            Κι είμαι καλά τώρα, που κέρδισε ο Θεός της  Α γ ά π η ς  και μετανοιωμό δεν θάχω ποτές, για τούτο το πράμα.
            Και μέσα στο λαβάτισμα, νανουρίστηκε ξανά, η Γιάννωκι' έγειρε κουρασμένα πάλι στο προσκεφάλι της.
            Ο Γοβγίνας έρριξε πανώπλατα την κάπα του και σύρθηκε αθόρυβα, ως τ' αχούρι.
            Σωλένει το φαρι. Ζέβει το, σε μια σούστα. Βολεύει απάνω ειδίσματα και σέ χρειαζούμενα.
            Γλυκά ξυπνά την Γιαννούλα. Κι ως να την ανεβάσει στη σούστα μονολογεί. Της λέει πανέματα ... και το ποτάμι, να βουϊζει στο νού του. Δεν κόπασε  ο αχός ακόμα....
            -Α, να σε πάρω, Παναγιά μου, καλή αγγελοπρόσωπη και θεοσκέπαστη με το παιδί σου, την κορασιά μου την αγγελικάτη μεγαλομάτα, να σε πάω. Παναγιά μου, εσένανε και το παιδί σου, σε τόπο σίγουρο να γλυτώσεις απ' την θύελλα του κατατρεγμού, που έρχεται.
            Άντε, ‘τοιμάσου , να πάμε.....
 
            Θα βρεθεί, τάχα, άνθρωπος ψυχωμένος, να το κόψει να τα κάψει τα γαϊδουράγκαθα; Θα βρεθεί;
            Γιατί, ζέγνει ο τόπος, ποιος τ' αρνείται ποιος λέει όχι, απ' την μπόχα, που βγάζουν οι δούλοι, οι πουλημένοι σερσέμηδες τουρκοκοτσαμπάσηδες.... Ζέχνει....
            Μα να, που  θα ξεβρωμίσει τον τόπο, τούτο το ποτάμι, που έρχεται γάργαρο και γουργουρίζει ψιθυριστά, από ψηλά, απ' τους γκρεμούς και τα φαράγγια.  Τι λέω, γουργουρίζει. Μπρέ, αυτό έρχεται, με κατεβασιά ακράτητη. Και θα πάρει, αμάν, θα πάρει όποιο λέσει και ψοφήμι βρεί μπροστά του. Θα ξεκαθαρίσει τον τόπο. Λαμπίκα θα τον κάμει.
            Φτερώνει ο λογισμός μου, ν' ακούω την νεροβροντή του, το άγριο  βουητό του και σύκοντα, σε ουρανούς αλαργινούς, τα μπομπουνητά, μ' αστραπές γαλανές, κι αστροπελέκια.
            Άντε, ανυπόμονη καρδιά και μη νοιάζεσαι. Έφτασε το κάλεσμα. Στην κατεβασιά και σύ. Ροβόλα. Να ξεπλυθεί ο τόπος απ' τον βρώμικο τον Τύραννο.
            Και, τότες, Παναγιά μου, καλή μου Αρχόντισσσα, θα με δικαιώσεις, που δεν έκανα κακό στους συντοπίτες μου και δεν λέρωσα, με αίμα, τα χέρια μου, τα τιμημένα!!
            - Τ' έχεις μωρέ, Αγγελή, κρένει στο πρωτοξύπνημά της η Γιαννούλα, τ' έχεις και μονολογείς φτεροπετάμενος όλη την νύχτα; Και τώρα, που χάραξε, κοιμιστός και ξυπνητός, λές για Πατρίδες και ξεσηκωμούς, για ποτάμια φουσκωμένα, για σατανάδες, για Παναγιές Ουρανόπλαστες.
            Τι είναι όλα τούτα; Παραλόϊσες;
            - Αχ, μωρέ Γιαννούλα, δεν το ξέρεις, πως φαίνονται, σα θεοπάλαβοι και ζουρλοί, όσοι ακούνε μέσα τους το μεγάλο κάλεσμα της Πατρίδας!!!
            Άντε, ξεκινάμε κι είναι μετρημένες οι μέρες, που μας χωρίζουν απ' το κάλεσμα τούτο. Τι θ' απογίνει ,θα μάθεις.....
            Κι η Γιαννούλα τίποτα δεν νογούσε απ' όλα τούτα, που της μολογούσε ο άντρας της.
 
            Κίνησε η σούστα, με την φαμίλια του Καπετάνιου πάνω. Τ' άλογο τροχαλούσε φτερωμένο. Οι ρόδες της άμαξας τρίζαν στις κακοτοπιές, στις στράτες τις λασπερές και κακοτράχαλες.
            Η κορασιά κοιμώταν γλυκά στην αγκαλιά της μάνας. Ο Αγγελής συλλογισμένος, μακροχαίτης ηνίοχος, χαλιναγωγούσε τ' άτι, άφωνος κι ορθός.
            Πάχνη ασήμωνε τα μακρυνά λιβάδια. Και τα κρουσταλωμένα νερά ,στραφτάληζαν στην κονταυγή. Τα δάση  πέρα, τα στεφάνωνε γαλανή καταχνιά. Και λάγαγαν τα κοτσύφια λεύτερα στις ρεμματιές. Κι η ψυχή  έκλαιγε μέσα σε κλουβί, θαρρείς, φυλακωμένη, κλειδομαντρωμένη, με σίδερα πικρών κρυφών  καϊμών και πόνων.
            Κι ο δίφρος του Γοβγίνα φτέρωνε γλοριόζος, στο γαλάζιο φώς. Κάλπαζε τ' άτι  στο κακόστρατο μονοπάτι, ακράτητο κι αφηνιασμένο. Χύνονταν, με ορμή, στα μακρυνά βουνόπλαγα και διάβαινε τα διάσελα, σαν ανήμερο αγρίμι.
            Μεσημέρι  και κόντευαν  να φτάσουν στο Ξηροχώρι. Λεύκες με φυλλώματα μεταξωτά, πνιγμένα στο σιντέφι λαμποκοπούσαν, σανσειρές  από πανύψηλους στρατιώτες, αραδαριές ατέλειωτες, στους ορίζοντες πέρα.
            Ένα τζαμί ύψωνε κακόκεφα τους μιναρέδες του, στο μουντό υγρό ουρανό. Χιλιάδες  βαρβάκια, κυρκηνέζια και καλιακούδια ρέκαζαν στα πλατάνια και θρηνούσαν, λες, με γαύρα λύπη, την άραχλη σκλαβιά.
            Ο Κάμπος του Ξηροχωριού πανγιασμένος, μαραζιάρης, ζαγκανάς, κοιμώταν ανένοιαστος κάτω απ' το παχύ πέπλο της ομίχλης του.
            Σπίτια ψηλά, ολόγυρα στην αγορά, και στα χαγιάτια μαντζουράνες και κυλίμια. Κι άνθρωποι  παρδαλοί, να τοιμάζουν την πραμάτια τους κάτω απ' τις τέντες, για το δευτεριάτικο παζάρι.
Να μυρμηγκίζει πολύβοα τ‘   ανθρωπομάνι. Κατέβηκαν   οι Βουνίσιοι, βλέπεις απ' τα χωριά τους ολόγυρα, να ψωνίσουν φτηνά στο παζάρι.
            Κόσμος πολύς, στην αγορά. Τούρκοι και Ρωμιοί ανάκατοι. Πραματευτήδες κάθε λογής: Σιμιτζήδες, παπλωματάδες, τσαμπάσηδες, καλαϊτζήδες, σαράφηδες, σελεπιτζήδες, καβάφηδες, λαχανάδες, κοντραπατζήδες, από κάθε καρυδιάς καρύδι μουστερήδες.
            Και να, μπαίνει η σούστα του Γοβγίνα, στο μεϊντάνι του παζαριού.
            Τότες, σταμάτησαν, με μιας, πουλητές κι αγοραστάδες, την αναδουλειά τους. Στάθηκε  βουβός ο κόσμος  και κοίταζε θαυμαστά και περίεργα τον ξένο, πούμπαινε στην Πολιτεία αναπάντεχτα, όλος περηφάνεια και λεβεντιά.
            - Μπρέ, ποιος είναι τούτος, ο Κλεφταρματολός, σερδάρης, με τ'  άρματα και την αντρίκεια γεροδεσιά, σιγομουρμούριζαν, μουστερήδες εμπόροι κουτοπόνηροι.
            Κι άλλοι στέκαν χάσκατο στόμα, που καίει απ' την χαύνηση, σαν φουρνάκι πανισμένο.
            Κάποιον απ' ετούτους,  τον ρωτάει απότομα, ο Γοβγίνας:
            - Σαν πούναι, ορέ,  γιολδάση, το σαράϊ του σερίφ Νταλίπη, που κάνει εδώ, τον Βαλή.
            - Να, εκεί άκρη στο τζαμί, σερδάρη μου,  είναι το κονάκι, εκεί και το καρακόλι του.
            Στέκει λίγο στο μαργέλι, ο Γοβγίνας, αφουγκράζεται. Σπρώχνει κατόπιν ο κεμπέγκι της πόρτας, με βιά και μπαίνει.
            Σαν αστραποκαμένος τον αντίκρυσε, ο Νταλίπης.
            - Τα μάτια μου βλάφτηκαν!!! Ψέμματα είναι, αναρωτήθηκε.
            Όχι ψέμματα δεν είναι.
            - Ο Γοβγίνας είμαι κι έρχομαι να διαφεντέψω τ' αρματολίκι του Ξηροχωριού. Φιρμάνι έχω απ' τον Βεζύρη.
            Ξεράθηκε  πια ο βαλή -Νταλίπης. Κέρωσε απ΄ την λύπη του και φαρμακώθηκε.
            Οι Τουρκαλβανοί  του στέκονταν τ' απίσω  αραδάκια, παραλυμένοι και εκείνοι, απ' το βαρύ κεντέρι και κατσούφηδες.
- Βρήκες τον καιρό να ρθείς, είπε χολιασμένος και φουρκισμένος ο Νταλίπης.
            Εδώ σφίγγει τον Αφέντη μας ο Ισμαήλ - Πασόμπεης και σύ τον άφηκες;.....
            Ο καλός γιολδάσης, σε  τέτοιες ανάγκες  φαίνεται.
            Ο πόλεμος, μαθές, δεν άρχισεν ακόμα, μα όπου νάναι θα βροντήξει το ντουφέκι. Θα βρεθούν οι Πασάδες, με τον Αλή.
            - Σύχασε, ορέ, Νταλίπη, και δεν σου παίρνω τα πρωτάτα, τώρα δά.
            Ν' αποχειμωνιάσει, μπρέ. Να φουλουριάσουν τα κλαδιά. Νάρθει καλά Άνοιξη και σ' αφήνω γειά. Το βροντάω, για τα Γιάννενα, ξανά. Στον αφέντη Αλή να κάνω μιντάτι, που θα κιντυνεύει. Κι ύστερα, σαν τελειώσουν τούτα τα πολέμια, οι δυό μας, θα δούμε τι θ' αποκάνουμε.
            Μόνε, κοίτα τη φαμίλια μου, μη και πάθει τίποτας.
            - Την φαμίλια σου !!! Ποιος κοτάει, να την αγγίξει, ξεθάρρεψε, ο κατσαδιασμένος Νταλίπης, π ο ι ό ς; Και μείς εδώ πέρα, Καπιτάνιο,  τι κάνουμε; Τα μπόσκα φυλάμε;
            - Την φαμελιά!! Την μόνη χαρά κι απαντοχή του. Όχι, πως θα την χάλαγαν, οι Κοτυσαμπάσηδες.....
            Μα θ' άναβε ογλήγορα, τόξερε αυτός ο Γοβγίνας, η πυρκαϊα της Επανάστασης κι η Αγρια φωτιά της θα σκόρπαγε ολούθε το χαρέπι της. Θάκαιγε ό,τι συντύχαινε στη φλογάτη στράτα της. Θα κούρσευε χωριά και βιός κι ανθρώπους, δάση, κλαριά και πράμματα.
            Κι η φαμελιά, ήσυχο και άβλαβο πράμμα, όμως αδύναμο, ποιος  ήξερε την τύχη της;
            Ωστόσο, εδώ στο Ξηροχώρι, είναι αλλοιώς βολεμένη. Εδώ ‘ναι τόπος σίγουρος. Ποιος ξέρει την φαμελιά την δική του; Ποιος νάρθει επίτηδες, να την χαλάσει. Ποιος αβανιάρης ακόμα, θα το τολμήσει, να την προδώσει, στην Τ ο υ ρ κ ί α;
            Να, η Άνοιξη, έφτασε. Κι αυτή την Άνοιξη, τούτο το Καλοκαίρι, μαρασκινό λιοπερίχυτο σερμπέτι  μεθάει τις ψυχές, τις σκλαβωμένες.
            Μια ελπίδα καλή, σαν πουλί, πουρπουλίζει μέσα τους.
            Τα χελιδόνια στις  παλιές φωλιές τους, κόνεψαν χαρούμενα και τραγούδησαν πρωί, για τις βαρυεστημένες καρδιές, να τις καλοκαρδίσουν. Και τα λελέκια, βιγλάτορες καλαμοκανάδες, πάνω στο καμπαναριό της εκκλησιάς, δεν σάλευαν απ' την θέση τους, δεν πέταγαν στα λιβάδια. Μόνε κοίταζαν μακρυά, τους ουρανούς.
 Προφήτες λευκοφορεμένοι και βαθιά συλλογισμένοι, διάβαζαν  τα εαρινά σύγνεφα, που έρχονταν απ' αλάργα.
            Μη και είδανε, ή μάθανε, πως πόλεμος τρανός άναψε, ή θ' ανάψει, ετούτο τον καιρό;
            Μα ο Νταλίπης, χολιασμένος κι αψύχωτος πρόσμενε, τούτη την ώρα, τόσους μήνες, να ρθεί την ώρα του Πολέμου του Αλή. Και νάτη ήρθε.
- Ας ξεκουμπιστεί, συλλογίστηκε, ο λαβαμπίδης  του Αφέντη του, χωρίς να γίνει σκοτωμός, και να ιδώ τι θ' αποκάμω πάρα πέρα.
Μια μέρα, πρωί, λέγει του Γοβγίνα, καπανταήδικα:
- Το Ασί Βιλαέτ, το δικό μας, ατόφιο και απείραγο θα μείνει, Αγγελή, ζαμπίτη. Ετούτος ο τόπός, που τάχτηκα, να φυλάγω εγώ, θα πατηθεί απ' τους οχτρούς μας. Τούρκοι του Ρεσί της Χαλκίδας, απ' το Ντερβένι και δώθε, δεν περνάνε, για να σεριανίσουν αβέρτα ταχωριά, πλιατσικολογώντας. Φύλακας και οργοτόμος στ' ασκέρια τους του λόγου μου.
            Βαλλαϊ, δεν περνάνε δρασκελιά το Ντερβένι..... Έτσι να πείς στο Βεζύρη και του στέλνω, με σένα, τα σαλιάμια μου και τα προσκυνήματά μου.
            - Καλά, ορέέ, σερίφ Νταλίπη, καλά. Θα του τα πώ όλα, στο Βεζύρη, όπως το θέλεις. Μόνε κοίτα, νάσαι και σύ γιασακτσής καλός στην πόρτα σου. Κι άστα τα ντερβένια, γι' άλλους. Και πάψε, ορέ, να τυραγνάς τους Ρωμιούς, το καλό που σου θέλω, σ' όλο εδώ το βιλαέτι σου, γιατ' είναι μεγάλο γιαζίκι.  
            Και που ξέρεις; Μπορεί να πληρώσεις τα λύτρα, για την όχτρητα πόχις στο ραγιά , καμιά βολά. Μπορείς να πάθεις, καϊμακάμη μου, συμφορές γι' αυτά σου τα κακότροπα φερσίματα.
            Κι απ' τους υποταχτικούς σου, εκείνος ο κουτσός ο Μπέης, κατασκότωσε  τον κόσμο, για το τίποτα. Κι ο Μπουλούμπασης απ΄ εδώ, μαθαίνω, κάνει ζεύκια και καλοπέρνάει στα Βλαχοχώρια, και ξεκληρίζει φαμελιές, για ένα κατσίκι, σαν του τ' αρνηθούνε.....
            - Μεεεζελά!!! Ποιος τα λέει ετούτα καπιτάνιο. Εγώ να πειράξω άνθρωπο; Μη με κολάζεις, ορέ, και μ' οϊντίζεις με τον αλή τον Αησαννιώτη.
            Δεν χαλεύω εγώ πλούτια και ζαϊρέδες, απ' τους γκιαούρηδες. Ναμουσλούδης, είμαι εγώ. Όποιος, όμως, δεν παίρνει απ' του νταβά μου το δασκάλεμα, τον δένω χεροπόδαρα και ντέτεστε για τον δαρμό και το τσουμπρούκι.
- Άσε τους μαραμπάδες σου, ορέ, Νταλίπη, για δεν παίρνει ο χρόνος. Λούφαξε, για το καλό που σου θέλω, στο ξαναλέω. Και νάσαι πάντα στο χαζήρι, για να στέκει όρθιο  το κεφάλι σου... νέτα σκέτα... Γκέκε;
- Γκέγκε, Καπιτάνιο.
            - Άντε τώρα, τζοχαντάρη μου Νταλίπη.... σ' αφήνω γειά.... Σελιάμ αλεϊκήμ.
            - Σελιάμ αλεϊκήμ, καπιτάν Γοβγίνα και τα σαλιάμια μου τα πολλά, να πάς, στον Άρχοντα Βεζύρη.
            Είπε και ξαλάφρωσε, ο Νταλίπης, απ' τον χαβαλέ του Λυμνιώτη, που τον βάραινε αβάσταχτα, τόσους μήνες.
 
 
 
            Μάης, 1820. Κι έπρεπε ο Καπετάν Γοβγίνας νάταν από καιρό στα Γιάννενα.
            Ο Σουλτάν Μαχμούτ ο Β' έστιλε, το Χ ά τ ι σ ε ρ ί φ  κι έβγαλε με τούτο, τελευταίο χαίνη κι επίορκο τον Αλή Πασά, τον Τεπελενλή. Γύρεψε, ακόμα, να του πάνε πάνω σε κανίσκι το κεφάλι του, στην Πόλη.   
            Το φιρμάνι δόθηκε στα χέρια του Ισμαήλ Πασόμπεη.
            Εφτά Πασάδες τώρα, είπαν, οι μποτσίληδες πάνε να βαρένουν τον Αλή να πολιορκήσουν Κάστρα και μπρούτζια, να θρυμματίσουν ντάπιες, να πατήσουν ταμπούρια και μετερίζια.
            Νίλα θα γενεί μεγάλη. Μπήκαν στο χορό του Πολέμου κι οι Σουλιώτες. Ξαναγύρισαν στους ιερούς βράχους τους, από Κέρκυρα και Πάργα και καμώνονται Βλάμηδες, τους άσπονδου οχτρού τους.
            Καβαλλικεύει τ' άτι του  ο Γοβγίνας. Διποδίζει γοργοφτέρουγος και του δίνει δρόμο. Φτάνει στη Λιχάδα τα ξημερώματα. Απαγορεύει τον παλιό Περάτη τον Χαρομπίτη. Δεν τον βρίσκει πουθενά. Στερνά μαθαίνει, πως τον κατάπιε η θάλασσα, ότι τόλεγε και τόχε προμαντέψει, ο  άμοιρος.
Βρίσκει δυο παιδιά, κακτζίδες, απ' τα Γιάλτρα. Τον περνάνε αντίπερα στη Ρούμελη, με το καϊκι τους.
Από Στυλίδα το βροντάει ο Καβαλλάρης. Κουρνιαχτός στο ταχύ πέρασμά του. Μια και δυό στα Γιάννενα. Ολύγυρα τα σύρραχα πιασμένα. Μπουλούκια, μπουλούκια μαζεύεται η Τουρκιά, για να σκοτώσει τον γερολιόντα του Γιαννίνου, στην μονιά του.
Φτάσαν και οι εφτά Πασάδες, και τ' ασκέρια τους μιλιούνια ζέχνουν τελματωμένα, στην προσμονή. Δίνεται κάποτες η προσταγή κι ο πόλεμος αρχίζει άγριος, σκληρός, αδυσώπητος.
Μέρα νύχτα, καίγεται ο τόπος, απ' το χαλάζι, που ρίχνουν τα λιανοτούφεκα κι απ' τη βροχή μπομπάρδες, που ρίχνουν τα κανόνια.
Κι ο Γοβγίνας ξεχώρισε, σαν από τους πιο άξιους  μπεχλιβάνηδες πολεμιστές, σ' εκείνονε τον πόλεμο. Σ' όποιο μετερίζι στάθηκε έχουν να το λένε, όσοι τον είδανε, πως αντρίκεια και μ' αποκοτιά πολέμαγε.
Τέτοιον στον σημάδι δεν ματαείχαν δεί. Κι οι Αρματολοί κι οι Αρβανιτάδες, βετεράνοι τρανοί του πολέμου, μέναν με το στόμα ανοιχτό, ως ντουφέκαγε ο Γοβγίνας. Μουσκετιά  δεν του πήγαινε χαμένη. Κάθε  του βόλι εύρισκε στο ψαχνό.
Είχε πέντε αρβανίτες στο ταμπούρι του, που του γέμιζαν σισανέδες, για το γλήγορο και σβέλτο ντουφέκισμα. Πέντε έρριχνε και οι πέντε βρίσκανε στο στόχο.
Τρέμαν, όσοι στέκαν αντικρυστά του και τον πολέμαγαν. Τρέμαν.
Στο τέλος, ο μουφλούζης ο Πασόμπεης δεν μπόρεσε όχι τις ντάπιες του Κάστρου να πατήσει, μα μήτε να τις ζυγώσει. Ντάπιες, ταμπούρια, μετερίζια, καραούλια, ούλα κράτησαν γερά.
Λύσσαξε ο Πασόμπεης και η λύσσα  και το χάκκι του δεν έπιαναν. Κι όχι μονάχα τούτο, μια εχτός, που την εκδίκηση δεν πήρε, το γέρο - Αλή να ξεκάνει, σκορπώντας στ' ασκέρια του τρόμο και χαρέπι, και το τιξαράτι του κατάντησε μπαίγνιο και γελοίο πράμμα.
Και τον κορόϊδευαν  οι άλλοι πασάδες σύντεκνοί του, πως: να τα βγάλει πέρα, με το γερασμένο σατράπικο ασλάνι του Γιαννίνου, δεν το μπορεί.
Κι ακούγοντας τα τέτοια, ο Πασόμπεης τράβαγε τα γένεια του και ξέσκιζε τα σαρίκια του, απ το κακό του.
Τον φοβέρισε κι ο Πατισάχ, απ' την Πόλη. Τούστειλε  τρανά φιρμάνια, για να κάνει γιουρούσια άλλα, μη και μπορέσει να πατήσει τα Γιάννενα. Μα δεν του πέρασε....
- Δεν μπορώ, ανάφερε, κάνω ριτζά να μου δώκεις κι άλλονε γυμνασμένονε στρατό κι ασκέρι  ατράνταχτο κι αχαμπάριστο. Γιατί αλλοιώς, ο λιόντας ετούτος, δεν δαμάζεται.
Τι άλλο να πώ; Μια και δεν μπορώ ζάπι να τον κάνω πάρε μου το κεφάλι.
Έβγαινε το 1820  κι ο πόλεμος εκείνος όλο και βούρκωνε. Στην απελπισιά του πάνω , ο Σουλτάνος στέλνει τον Χουρσίτ.
- Άντε, μεγάλε και γενναίε Σερασκέρη μου !!! Άδειασε απ' ασκέρια τον Μωριά και κάνει φέτι τον Αλήπασα.
Ο μέγας Ιραδές, μ' αυστηρό τόνο και κείνος, ζερβογραμμένος σε περγαμινή  και κάτω σέπια  ζωγραφισμένο το κομμένο κεφάλι τ' ασλανιου, με μάτια μισόκλειστα.
Πούργα!! Το κεφάλι του Αλή, σε ντορβά στην Πόλη.
Μπίτισε το πράγμα. Άλλος λόγος δεν χωράει. Ανακατεύτηκαν φανερά πια στο σεφέρι  κι οι αθάνατοι Σουλιώτες, με το μέρος τάχα του Αλή, να περνάει με την τούρκικη φαγωμάρα ο καιρός, για το καλό της Ρωμιοσύνης. Έτσι τους ορμήνεψε να κάνουν μυστικά κι απόκρυφα εκειός ο Χριστόφορος ο Περραιβός. Ήρθε, σ' εποχή π' αποχειμώνιαζε, στα Εφτάνησα και με γραφή του Πρίτζηπα  του Υψηλάντη.
Κασαβέτι κάνετε Γραικοί και θ' αλλάξουν τα πράγματα.....
Μα, τώρα, στην αναμπαμπούλια, πρέπει, κάτι να γενεί.
Βλέπει απόγυρα  ο Γοβγίνας, ν' αδειάζει, μέρα με την μέρα, το αληπασιάδικο ορδί. Αραιώνουν οι Ρωμιοί, καπεταναίοι. Φεύγουν κρυφά απ' την τζατάρμα. Που είναι; οι Γριβαίοι, ο Καραϊσκάκης, ο Πανουργιάς, ο Διάκος, ο Ίσκιος, ο Δυβουνιώτης, ο Γκούρας.
Όλοι τόσκασαν κι αφήκαν το Λιόντα στην τύχη του, να βρυχάται στο στερνό παραδαρμό του.
Κι ο Ανδρούτσος, εμαθεύτηκε, πως βρίσκεται στο Θιάκι.
- Μπρέ.... και γώ τι κάθομαι εδώ, λέει κακαρδισμένα, με το βού του, ο Γοβγίνας. Δεν μπιτίζει ετούτος ο Πόλεμος, Αρβανιτιάς και Τουρκιάς. Βούρκωσε, βάλτωσε, λάσπωσε βαριά.
Και γώ...... στα μετερίζια πίσω, για ποιιόν τρώγω το μπαρούτι, με την φούχτα; Για ποιόν; Για τον μουρτά Αλή;
Ξέρεις, άμα δεν τον ματαϊδώ, ψωμί δεν τρώω!! Το λοιπόν;
Και θα χάσω το ίρτσι μου, άμα θα φύγω και λιποταχτήσω, απ' το κολοβωμένο ασκέρι του!!
 
Ο μ π ρ ό ς, βρόντά το Αγγελή, γιέ του Ήλιου και της  Βροχής για τον Νοτιά. Κι άφησε τους μουρτάτες και κιαφίρηδες, να φαγωθούνε, αναμεταξύ τους.
Νισάφι. Ως και στις Καζάρμες  τους σας νάμασταν γενιτσαριά, τους υπηρετήσαμε, τους κάναμε, με ίστρι, το χουσμέτι. Τι χαλεύουν πλειό από μας; Τώρα ας μακελευτούνε. Κι όποιος ζαπώσει τον άλλον.
Μόνο να κρατήσει καιρό, ο φαγωμός, και το άγριο ματοκύλισμα τους. Ανάγκη είναι τούτο.
Γιατ' είναι το πιο τρανό αραλίκι ετούτο, για τον δικό μας τον ξεσηκωμό.
Το διάφορο είναι να φύγω, όσο πιο γλήγορα μπορώ, απ' εδώ. Και να πάνω να βρώ το αδερφοποιτό μου, τον Δυσσέα. Τι καρτερώ; 
Άντε Αγγελή, σαν έρθει το νύχτωμα, τράβα. Γίνε αϊτός στα ποδάρια και λιόντας στην καρδιά.
Ο παιδεμός σου, για ξελευτέρωμα, από σκλαβιά, άρχισε. Παιδεμός άγριος, ηρωϊκός κι ατέλειωτος.
Και  το μπαϊράκι με το σταυρό, για κοίταξε, στις κορφές κ υ μ ά τ ι σ ε.
Ανοίχτηκαν τα κιτάπια της Λευτεριάς. Βγαίνει όπου νάναι, εκείνη νεκραναστημένη απ' τη γής την ματωμένη και γράφει για τον Αγώνα, που αρχίζει.
Να πεθάνει ο ψευτοπερχαμπέρης τους και ν' αναστηθεί ο Χριστός!
Το σάρτι σου τόκανες Αγγελή. Τράβα για τ'  Άγραφα τώρα να βρείς τα ασκέρια των Κλεφτών και των Καπεταναίων.
 
                                    (Απόσπασμα από το ανέκδοτο μυθιστόρημα:
                                     «Το Χρονικό μιας μικρής πολιτείας κι
                                               ενός μεγάλου Ήρωα»)
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: