ΓΕΦΥΡΑ

eviahistοry.gr

Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2017

Από Αιγαίου εις Ευβοϊκόν»



 
 
 
 
 
 
 
 
ΒΟΡΕΙΟΣ ΕΥΒΟΙΑ
 
«Από Αιγαίου εις Ευβοϊκόν»
 
(Μια περιήγηση του Δημ. Χατζόπουλου στη φθινοπωρινή βόρεια Εύβοια των αρχών του αιώνα)
 
                                          του  ΑΝΤΩΝΗ ΠΑΥΛΟΥ
 
            1. Ο Δημήτριος Χατζόπουλος, νεότερος αδελφός του Κωνσταντίνου[1], γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1872 και σπούδασε στην Αθήνα και τη Γερμανία. Οι πρώτες αξιόλογες εργασίες του ανήκουν στη λογοτεχνία (Τ' αγριολούλουδα, 1894 - Ντόπιες ζωγραφιές, 1896). Έπειτα τον κέρδισε η δημοσιογραφία. Έγραψε διηγήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις και αργότερα έδωσε όλες τις ικανότητες κι  την εργατικότητά του στο χρονογράφημα, το οποίο «οδήγησε κι έξω από την πόλη και συχνότατα το έκανε περιήγηση στην Ελλάδα»[2].



[1] Mario Vitti, Ιστορία  της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα (Οδυσσέας) 1989, 316-317
[2] Βασική Βιβλιοθήκη, τομ. 32: Κ. Χατζόπουλος - Σπ. Πασαγιάννης κ.α. επιμέλεια: Π. Χάρης, Αθήνα 1955, 163- περιοδ. «Διαβάζω», τχ. 293 (2.9.92), αφιέρωμα στο χρονογράφημα, 23-44
Οι χρονογραφικές του σελίδες υπογράφονται κυρίως με τα ψευδώνυμα «Πεζοπόρος» και «Μποέμ». Ο Mario Vitti σημειώνει: « Μια έρευνα για τη λέξη «μποέμ» στην Ελλάδα της εποχής αυτής θα έδειχνε αρκετές άδηλες σχέσεις ανάμεσα σε διάφορα φαινόμενα του ήθους και των γραμμάτων. Μποέμ ονομάστηκαν και ο Άλεξ. Παπαδιαμάντης και ο Δημ. Χατζόπουλος». «Μποέμ», σημαίνει πρόσωπο αντικονφορμιστικό, περιπλανώμενο, παρατημένο στην τύχη, που αρνείται να υποταχθεί στις συμβατικότητες της αστικής ζωής. «Οι μποέμ» ποιητές και καλλιτέχνες ήταν κιόλας ένας μύθος που ο Henri Murger είχε καθιερώσει με το μυθιστόρημά του Scenes de la vie de Boheme, γνωστό και στο ελληνικό κοινό από τη μετάφραση του Ροϊδη, αλλά και από το μελόδραμα του Puccini, Boheme (1896), που «ανέβηκε» στην Αθήνα το 1899, από ένα θίασο για πρώτη φορά εξ ολοκλήρου ελληνικό, στο Δημοτικό Θέατρο» . Ο Δ. Χατζόπουλος ίδρυσε, στα 1900, με τη συνεργασία του Γιάννη Καμπύση, το περιοδικό «Διόνυσος», το οποίο θέλησε να φέρει στα ελληνικά γράμματα τα ξένα πνευματικά ρεύματα, με καθαρή προτίμηση για τις λογοτεχνίες του Βορρά. Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια περιήγηση του Χατζόπουλου σ' ένα τμήμα της Βόρειας Εύβοιας, απ' την Αγ. Άννα ως τη Λίμνη. Διακρίνεται για τις παρατηρήσεις του συγγραφέα στις διάφορες αστικής και αγροτικής ζωής (άλλωστε απευθυνόταν - κυρίως - σε αθηναίους αναγνώστες), προσπαθώντας να τους εμφυσήσει την αγάπη για τη φύση, την περιήγηση και την αγροτική ζωή. Δεν γνωρίζω την ακριβή χρονολογία πρώτης δημοσίευσης του ταξιδιωτικού «Από Αιγαίου εις Ευβοϊκόν». Απ' το κείμενο διακρίνεται ότι η επίσκεψη του Χατζόπουλου στη Βόρεια Εύβοια έγινε φθινόπωρο , μετά τις πρώτες βροχές . 2. «Εις τον σκιώδη όρθρον ελαλούσαν τα κοκόρια της Αγίας Άννας. Ήσαν τόσον πολλαί, αλλεπάλληλοι αι οξείαι λαλιαί, που ενόμιζε κανείς πως ηχούσαν σάλπιγγες της δευτέρας παρουσίας. Δι' απομωραμένον κάτοικον πόλεως θα ήτο ενόχλησις η ηχητική έντασις. Πιθανόν να έπληττε διότι δεν θα ήκουε βροντάς βαρβαροήθων , τας αυτοκινητικάς σάλπιγγας ή τας βαρβαρίζουσας επίσης καντσονέττας των. Άνοιξα το παράθυρον και ακούμπησα εις την βάσιν του, ήσαν σαν να με εχαιρέτησαν με την αγνοτέραν πνοήν των η γή, ο ουρανός, η θάλασσα εις το βάθος. Το φώς ήρχετο ατταντίσιμο. Εις την απόμακρην κυανήν γραμμήν του Αιγαίου αόρατες ρόδινες πινελιές. Από τα σπιτάκια του χωριού υπέρ την στρογγυλήν υψηλήν καπνοδόχων των λεπταί ταινίαι καπνού ανέβαινον εις τον ουρανό και έσμιγαν μαζί του. Πρωϊναί προσευχαί εξαερούμεναι. Δροσούλαν έσταζαν τα φυλλώματα των πλατανιών, των καρυδιών, των μουριών, των λευκών, των συκών, των κληματαριών, των αυλών. Ένα σπίτι δεν είναι, που να στερήται την κληματαριάν προ της θήρας του, του μπαλκονιού του, εις την αυλήν του. Μεγάλα εύσχημα, εύχυμα σταφύλια, σαν μαστοί αγελάδος κρεμάμενα. Μόνον από τας κληματαριάς των οι κάτοικοι έχουν το 3 ½ χιλιάδες οκάδες σταφύλια. Οι κηπάκοι των πράσινοι, πραϋθυμιαν παρέχοντες. Ενώ εις πολλά άλλα η ζωή με τας τωρινάς υπερτιμήσεις της έγινε και εκεί πολύ δύσκολη, τα λαχανικά έχουν την παλαιάν φθήνια των. Υπάρχουν ακόμη ευμενείς γωνίαι γής δια τους χορτοφάγους. Φθινοπωρινήν ανατολήν ηλίου είδα από το Αιγαίον. Εις την χρυσήν λάμψιν εφωτίσθη ο όρμος του Αγίου Βασιλείου, το επίνειον της Αγίας Άννας, απέχον από αυτήν μιάμισην ώραιν. Τρυγητός. Σκιεραί εφάνησαν αι διαγραφαί της Σκοπέλου , της Σκύρου απέναντι και η υψηλή ακτή της Κύμης δεξιότερα έφρασσε την έκτασιν της θαλάσσης. Ο ναός της Αγίας Άννης εις το νεκροταφείον, υπεράνω της πολίχνης, εδέσποτε του πανοράματος με τα υψηλά του κυπαρίσσα. Εις την αυλίτσαν αντικρυνού σπιτιού ξυπόλητη, ευϊσχιος χωριατοπούλα έκαμνε την πρωινήν τουαλέτταν της. Εδάγκανε την κτέναν και έδενε τα μαλλιά της, καστανόν κύμα εις το λευκόν πρόσωπον. Ανέξοδα διαμάντια εστόλιζαν τα μαλλιά με το ωραίον φυσικό χρώμα των. Σταγόνες δροσιάς από τα πράσινα τόξα μουριάς. Δεν ήταν κανένα ψέμμα εκεί. Φύσης, αλήθεια, ευφροσύνη. Παίρνω τον δρόμον δια την Λίμνην. Άλλη γραφικότης εικοσάδος περίπου χιλιομέτρων. Η αμαξιτή οδός με τους μεγάλους κύκλους της περνά από την Στροφυλιάν, που ανέφερα. Το μονοπάτι συντομεύει πολύ με άλλην κατεύθυνσιν προς δυσμάς. Μετά τέταρτον περνάτε από το χωριό Παληόβρυσες . Δεξιά εις το βάθος το βουνό Παληούρι. Από πευκώνας και χωράφια περνά ο δρομάκος. Χωρικοί οργώνουν την μαλακώσασαν γήν από τας βροχάς, ετοιμαζομένην δια της σποράν. Εις λοφίσκον σοβαρόν μειδίαμα έχει εις τον πρωϊνόν ήλιον το εξωκλησάκι της αγίας Αικατερίνης. Ό,τι ευρίσκει κανείς εις τον δρόμον του αναφέρει. Κελαδούν οι κεφαλάδες και αι μέλισσαι βόσκουν εις την πρώτην φθινοπωρινήν άνθησιν. Κίτρινα είναι τα λουλουδάκια των θαμνοφύτων των «κονιζών» , που λέγονται και «κονιζάρια». Αφθονούν αι σεμναί κυκλαμίδες, αι «κουτσομαμάδες» κατά την τοπικήν έκφρασιν. Και αυτάς «βαρούν τα μελίσσια», καθώς και τα ρείκια. Εις χαράν ευρίσκεται και ο φλόμος με τα μικρά λευκά σπιρωτά ανθάκια του. Ημίσειαν ώραν πέραν της Αγίας Άννας αρχίζει η περιφέρεια Κεραμιότικο του χωριού Κεράμια. Αριστερά έχετε την Στροφυλιάν, και δεξιά την Σκεπαστήν, άλλο καλοτυχισμένον δια την ευκαρπίαν του χωριό της περιοχής. Κατωτέρω θα φανή η Σκεπαστή με την θελκτικωτέραν άποψιν της, καθώς είναι ανηφορικά κτισμένη εις το βουνό της. Πλησίον της, υψηλότερα,, το μεγαλύτερον χωριό Κουρκλούς . Ο δρόμος περνά μέσα από την Κεράμια. Δυο σταυρούς θα κάμη ο Χριστιανός οδοιπόρος, ένα προ του προφήτου Ηλία και άλλον προ της Ευαγγελίστρια, του καθολικού του χωριού. Κατεβαίνετε προς το ρέμμα του Αράπη, όπου το μονοπάτι συναντά τον δημόσιον δρόμον της Λίμνης, εις το 4ον χιλιόμετρον. Και εδώ μια από τας ωραίας πλατανόφυτους ρεμματιάς της νήσου. Η θέσις λέγεται «στης Κεχριές το γεφύρι». Ο Νηλεύς ρέει θολός από τα πρωτοβρόχια. Απέναντι των Κεχριών εις τον λόφον με ωραιότατον άλσος, εκκλησάκι. Φυσικά προς τιμήν του ερημίτου Ηλία. Εις το 6ον χιλιόμετρον κτιστή βρύσι. Το νερό της «καταβολια -σμένο». Το πάνε στις Κεχριές. Είναι το τσιφλίκι του κ. Τομπάζη. Η εξαιρετική αγάπη του ιδιοκτήτου προς τα πεύκα καταφαίνεται από τας θελκτικάς δενδροστοιχίας, που εφύτευσε. Υψηλά ευθυτενή πεύκα στολίζουν εκατέρωθεν την αμαξιτήν και πευκόφυτος είναι και η μεγάλη δενδροστοιχία που φέρνει εις τις Κεχρικές. Πλούσιον τσιφλίκι με αρκετά οικήματα και την επαύλιν του αφεντικού. Ευρισκόμεθα στα μισά του δρόμου Αγ. Αννας - Λίμνης. Εις το 7ον χιλιόμετρον χείμαρρος χωρίζει το κτήμα Κεχριές με τα Μεϊντανικά , ανήκον επίσης εις οικογένειαν Τομπάζη. Ο συνοικισμός του τσιφλικιού με την επαύλιν, έχουσα κυπαρίσσια, πεύκα και εληές, κείται αριστερά του δρόμου. Δεξιά διακρίνονται ερείπια εγκαταλειφθέντος τοιούτου. Το παληό χωριό το οποίον «εχάλασαν», διότι δεν τους σήκωνε το νερό ήταν βαρύ το κλίμα». Υπεράνω από τα Μεϊντανικά υψούται το Κανδήλι . Αυτό το γυμνόν προς τον Ευβοϊκόν κόλπον, εις την ανατολικήν πλευράν του είναι πράσινο. Η περιοχή έχει εύφορον κοιλάδα καλλιεργουμένην. Τα ποίμνια γεμίζουν τον αέρα με τα κωδωνίσματά των. Κοπελούδια εγεύοντο με όρεξιν τους καρπούς των αγκοριτσών και οι αγριοτσαπουρνιές εκύτταζαν το θέαμα, την φωτεινήν πρωϊαν, με τα κόκκινα ματάκια των, τας μυριάδας των μικρών σφαιρικών καρπών των. Και θρίαμβος ανθήσεως ρεικιών εις το δέκατον χιλιόμετρων. Αλληλουχία λόφων εφαίνετο στρωμένη με ροδίνην μέταξαν. Ο τόπος ευωδίαζε σαν παμμέγιστος κήπος. Εξέφρασα τον θαυμασμόν μου προς διερχόμενον χωρικόν, με τον οποίον αντηλλάξαμεν ολίγας λέξεις. «Εμ' αυτά τα καλά έχομε και μεις και βαστιούμαστε στη ζωή» μου είπε. Αν δεν εθεωρούμην υπερβολικός θα συνιστούσα εις κάθε εξησθενισμένον ερεικοθεραπείαν εις το μέρος εκείνο. Από τον χωρικόν έμαθα, ότι την ερείκην εις την Εύβοιαν λέγουν, «κισούρι». Και ήτο εκεί επίσης πυκνόν δάσος από ήμερες κουμαριές και από «αντραχλιές», αγριοκουμαριές. Εις τα μεγάλα πράσινα φύλλα των πλήθος κοραλλιών. Εις τα ριζά του Καντηλιού ο Μουρτιάς ,το τελευταίον χωριουδάκι. Εκείθεν ανεβαίνει κανείς προς το διάσελον του βουνού, εις τον «Σταυρόν». Από το εικόνισμα της Αγίας Παρασκευής ενατενίζει την ευβοϊκήν θάλασσαν, εις το 13ον χιλιόμετρον. Πορεύεται ανάμεσα εις πευκόδασος και φθάνεις τις την μαγευτικήν Παναγίαν. Νεόδμητος ο ναός εις κοιλαδίτσαν, περιβαλλόμενος από μεγάλα πουρνάρια , κυπαρίσσια, εληές, πλατάνια, καρυδιές, συκιές, λεύκες. Ένα ελατάκι αποτελεί ευχάριστον μέλος της φυτικής οικογένειας. Και η δίκρουνος βρύσις εκχέει νερό άφθονον με βοήν. Επανειλημμένως οι κάτοικοι της Λίμνης επεχείρησαν να το χρησιμοποιήσουν προς ύδρευσιν της πόλεως των, αλλά εστείρευε. Η Παναγία το θέλει δια τον εαυτό της, δια τα περιβόλια επί του πρανούς της ιεράς κοιλάδος. Εις την ωραίαν τοποθεσίαν το καλοκαίρι είναι καφενεδάκι. Εκεί πλησίον, παρά το εκκλησάκι της Αγίας Κυριακής, το υδραγωγείον της Λίμνης. Η αμαξιτή με κύκλον έχει έκτασιν 4 χιλιόμετρα εώς την πόλιν, αλλά με το μονοπάτι κατηφορίζοντες φθάνετε σε είκοσι λεπτά, περνώντας από τον Άγιον Ανδρέαν, πουρναρο- και κυπαρισσοστόλιστον. Εις την παραλίαν η ετήσια πανήγυρις . Πενιχρά εφέτος. Δεν υπάρχουν εκεί παρά τσουκάλια και κρεμμύδια. Πάντως θησαυροί δια την εποχήν της απληστίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: