Στο δρόμο των θυσιών και της δόξας
Στο δείλι του 1820 και το απαύγασμα του ’21 αναβρασμός μέγας επικρατεί στους ελληνικούς επαναστατικούς κύκλους. Από τη μια υπάρχουν οι κύκλοι της αναβλητικότητας κι από την άλλη αυτοί της άμεσης δράσης, η οποία καθορίζεται για την 25η Μαρτίου. Τα γεγονότα όμως τρέχουν κι ο Υψηλάντης ξεκινά τελικά τον Αγώνα από τα Πριγκιπάτα στις 22 Φεβρουαρίου του 1821, στοχεύοντας στο άπλωμά του σ’ όλη τη Βαλκανική και στη δημιουργία ενός φιλελεύθερου, δημοκρατικού, υπερεθνικού κρατικού μορφώματος – όπως το οραματίστηκε πρώτος ο εθνομάρτυρας Ρήγας Φεραίος
Βελεστινλής – και το οποίο, έχοντας ως πρότυπο και οδηγό του τον ακτινοβόλο ελληνικό πολιτισμό, θα αναπτυσσόταν στα απελευθερωμένα εδάφη «από την Μπόσνα ως πέρα στην Αραπιά».
Ήδη προτού η επαναστατική φλόγα φτάσει στο Γριπονήσι, ο Νικόλαος Σολιώτης έχει προβεί στις 16 Μαρτίου στην πρώτη επαναστατική ενέργεια στην Πελοπόννησο χτυπώντας μια τούρκικη αποστολή φοροεισπρακτική 18 Καλάβρυτα και στις 23 Μαρτίου έχει πλέον απελευθερωθεί η Καλαμάτα, με πρωτεργάτη των γεγονότων το φλογερό και ατίθασο αρχιμανδρίτη Γρηγόριο Δικαίο Παπαφλέσα. Έκτοτε, το ντόμινο των επαναστατικών γεγονότων απλώνεται ασυγκράτητο – μα με διαφορετική ένταση – σ’ όλες τις γειτονιές των υποδούλων ραγιάδων. Στην Εύβοια (ισχυρό κέντρο διοίκησης και στρατιωτικών δυνάμεων των Τούρκων, με δυο κάστρα – αυτό της Χαλκίδας και το άλλο της Καρύστου – δυσπόρθητα λόγω οχύρωσης και εξοπλισμού, και με έναν πληθυσμός εξαθλιωμένο από τους απηνείς διωγμούς των σκληρών και βάρβαρων κατακτητών, με έλλειμμα πολεμικής εμπειρίας και προπαρασκευής, καθώς και ικανής ηγεσίας), τα γεγονότα άργησαν κάπως να εκδηλωθούν. Σε τούτο συνετέλεσαν και οι πρώτοι φόνοι από τη μεριά των Τούρκων για εκφοβισμό (αποκεφαλισμός επτά βοσκών στην Αυλίδα και δολοφονία 9 Χαλκιδέων), φυλάκιση προκρίτων και αφοπλισμός όσων ραγιάδων κατείχαν κάποιο είδος όπλου. (Απρίλης του 1821. 1ο δεκαήμερο). Σκέψη για «προληπτικό» αποκεφαλισμό όλων των ραγιάδων. Τα πρώτα επαναστατικά γεγονότα στο Γρηπονήσι θα συμβούν «Υπερμεσούντος του Μαϊου - όπως μας πληροφορεί ο επαναστάτης αρχιμανδρίτης Ναθαναήλ Ιωάννου – καθώς πρώτοι των Ευβοέων οι Λίμνιοι ησπάστηκαν τον υπέρ της Πατρίδος Ιερόν Αγώνα, συνεννοηθέντες μετά των Τρικεριωτών». Οι Λιμνιοί, λοιπόν, με την πλούσια ναυτική παράδοση, την ακμάζουσα οικονομία και την ανεπτυγμένη εθνική συνείδηση – στοιχεία που συναντάμε και στην άλλη ναυτοκόρη της Εύβοιας την Κύμη, που και αυτή θα πρωτοστατήσει στη συνέχεια στον Ιερό Αγώνα – υψώνουν πρώτοι την επαναστατική σημαία και στη συνέχεια με τρικεριώτικα, μα και δικά τους πλοιάρια παραλαμβάνουν από την απέναντι ακτή της Ρούμελης τον εξάδελφο του Οδυσσέα Ανδρούτσου Βερούση Μουτσανά με τα παλικάρια του και τραβούν προς τη Βόρεια Εύβοια. Εκεί, στην Ιστιαία εφορμούν κατά των Τούρκων και τους κατατροπώνουν. Γοργά, το γλυκαγέρι της Λευτεριάς θα συμπαρασύρει υπό τον Μουτσανά 2.000 περίπου χωρικούς, οι οποίοι εξοπλισμένοι «με ρόπαλα και γκλίτσες, δρέπανα και δικέλλες, σφεντόνες και σουγλιά, λίγα ντουφέκια και μαχαίρια» μα και με πολλή θέρμη κι ενθουσιασμό ασυγκράτητο θα κινηθούν αστραπιαία για να βρεθούν σε λίγες ημέρες στις παρυφές της περιπόθητης νύμφης του Ευβοϊκού με τα περιλάληλα πλούτια της, μα και τους σκληρούς, πολύπειρους περί τα πολεμικά και εξόχως εξοπλισμένους Τούρκους κατακτητές…. 22 Μαϊου 1821. Πρώτη επαναστατική ευβοϊκή προκήρυξη. Πρωτοσύγκελος Βαρλαάμ προς Τούρκους: «Αγάδες, ο από Θεού ορισμένος χρόνος της εξουσίας σας επέρασε. Δε θέλει να μας έχετε πλέον ραγιάδες (…) . Εμείς τη γή που μας πήρατε, ζητούμε να την πάρουμε πίσω και τίποτε άλλο». 28 Μαϊου. Ο στολίσκος του Λιμνιώτη Κουτμάνη ναυλοχεί στη Λιανή Άμμο, περισφίγγοντας τον κλοιό της πόλης και από θάλασσα, αφού ήδη οι επαναστάτες υπο τους Βαρλαάμ, Τομαρά και Βαλτινό έχουν καταλάβει τον Κοπανά (Αγία Ελεούσα) και τη Βρωμούσα (Λιαννή Άμμος) , ενώ ο Χαλκιάς το Βαθροβούνι. Οι πρώτες αψιμαχίες νικηφόρες για τους Έλληνες. Οι Τούρκοι υποχωρούν και αναμένουν…. Διαθέτουν και δυο κάστρα κατάφορτα πολεμοφοδίων και κανονίων. 150 το κατεδαφισθέν, 50 ο Καράμπαμπας. Και μία τάφρον «δυναμένην να κατακλυσθή υπο θαλασσίου ύδατος και να καταστήσέι νηδίσαν την πόλιν». Την έδρα του πασαλικού του Ευρίπου στο οποίο στρατιωτικώς υπαγόταν ως το 1833 η Αθήνα και η Ακρόπολη, αλλα και σημαντικό μέρος της Ανατ. Στερεάς Ελλάδας (Το Κάστρο της Χαλκίδας ήταν Α’ τάξεως φρούριο ενώ της Ακρόπολης Β’ τάξεως). Οι Έλληνες θεωρούν πως ο Αγώνας τελείωσε!... Το ρίχνουν στο μεθοκόπι και τη λαφυραγωγία της γύρω περιοχής. Πρωτεργάτης σε τούτα ο «Αρχηγός» , ο μέθυσος Βερούσης Μουτσανάς….. Οι Τούρκοι παρακολουθούν και καιροφυλακτούν. Το δικό τους γλεντοκόπι θα έρθει τάχιστα, με τις χαντζάρες τους να θερίζουν αλύπητα τις θολές κεφαλές των μπαρμπάτσιδων. Λίγες μέρες μετά. Βατώντας. Νέα πανωλεθρία των Ελλήνων του άφιλου και ανίκανου ηγέτη Βερούση Μουτσανά. Γεγονός που αφυπνίζει τους Λιμνιούς και που ζητούν πλέον από τον πρωτοκαπετάνιο της Ρούμελης Οδυσσέα Ανδρούτσο, (ο οποίος προ ημερών έχει μεγαλουργήσει στο Χάνι της Γραβιάς έχοντας δίπλα του ένα ατρόμητο Λιμνιό, λεβέντη, τον Αγγελή Νικολάου Τζουτζά ή Γωβιό), να τους στείλει αυτό το λαμπρό παλικάρι, ώστε να ηγηθεί του ευβοϊκού Αγώνα. Ο ερχομός του στα πάτρια, συνδυαζόμενος με την άφιξη του εξ Ευβοίας καταγόμενου Υδραίου ναυάρχου Αλεξάνδρου Κριεζή θα δώσει άλλα φτερά στον Αγώνα και νίκες περιφανείς με κορυφαία αυτή των Βρυσακίων κατά του πολύ Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος κατατροπωμένος και κατανικημένος αναγκάστηκε να ομολογήσει: «Εγώ επέρασα όλην την Ρούμελη με πόλεμον, μα τέτοιο τουφεκίδι δεν είδον πουθενά!» Εκεί, σ’ αυτή τη μάχη της 16ης Ιουλίου του 1821 θα αναδειχθεί και η στρατηγική φυσιογνωμία του μέχρι ψες σκληροτράχηλου βοσκού μα σήμερα μεθοδικού και ατρόμητου πολεμιστή Νικόλα Χαραχλιάνη ή Κριεζώτη. Εκτιμώντας, λοιπόν, ο Γοβιός την ανδρειοσύνη του Κριεζώτη και διαπλέποντας στο πρόσωπό του έναν άξιο ηγέτη, τον στέλνει τρείς μήνες μετά στην Νότια Εύβοια , απ’ όπου κατάγεται, για να ηγηθεί του Αγώνα στην περιοχή. Ενός Αγώνα που ξεκίνησε με την ύψωση της επαναστατικής σημαίας στο λόφο Ίντζου της Κύμης στα τέλη Μαϊου του ’21, γεγονός που έκαμε τότε τον τρομερό Ομέρ πασά της Καρύστου να κινηθεί εναντίον της και να την καταστρέψει: πυρπολώντας, σφαγιάζοντας και αιχμαλωτίζοντας όσους δεν πρόλαβαν να καταφύγουν στα γύρω βουνά, πράγμα που συνέβη και αναρίθμητες άλλες φορές ως τη μέρα της Λευτεριάς. Η άμεση αντίδραση του Γωβιού στις ενέργειες του Ομέρ ήταν να κινηθεί ταχέως εναντίον του μα στη συμπλοκή που έγινε στο χωριό Λώκα της Κύμης ήταν ατυχής η έκβαση για τους Έλληνες, οι οποίοι ένα μήνα μετά – οκτακόσιοι τον αριθμό και υπο την ηγεσία Κυμαίων οπλαρχηγών – συγκρούονται με ολιγάριθμους Τούρκους στην ανοικτή πεδιάδα των Λεπούρων, μα εκ νέου κατανικώνται, χάνοντας στο πεδίο της πάχης τον ικανότερο εκ των αρχηγών τους, το Γεώργιο Ιωάννου Παπά. Τον επόμενο μήνα (Αύγουστος το ’21) με ηγέτη το Δεσπότη Καρυστίας Νεόφυτο απελευθερώνουν το Αλιβέρι και κυριαρχούν στο οχυρό Ριζόκαστρο. Εκεί, λίγο μετά συνομολογείται μεταξύ Νεοφύτου, Μαυροβουνιώτη και Κριεζώτη η απόφαση για εκστρατεία και απελευθέρωση της Καρύστου, όπου έδρευε ισχυρότατη τούρκικη δύναμη υπο τον Ομέρ πασά. Η άφιξη του «Θεόμορφου» Ηλία Μαυρομιχάλη με τους Μανιάτες του – που έφτασαν στην περιοχή με το λυκαυγές του ’22 – αναπτέρωσε τις ελπίδες των επαναστατών. Δυστυχώς όμως η απερισκεψία των Μανιατών που δε γνώριζαν τις ιδιαιτερότητες του χώρου, συνεπικουρούμενη και από την προδοτική στάση ενός Στουραϊτη, οδήγησαν τα πράγματα στα αποτελέσματα της 12ης Ιανουαρίου, όπου ο 25χρονος πολέμαρχος Ηλίας Μαυρομιχάλης πέφτει νεκρός στο μύλο των Στύρων και το στράτευμά του διαλύεται. Από εκεί και πέρα ο κυρίαρχος ρόλος του Αγώνα στην περιοχή είναι πρωτίστως έργο του Νικόλα Κριεζώτη, ο οποίος όμως κατά περιόδους θα ενισχυθεί από τις πρωτοβουλίες ή τα στρατεύματα των Ανδρούτσου και Φαβιέρου. Εν τω μεταξύ ο Γωβιός ανασυντάσσει τις δυνάμεις του, ευελπιστώντας ότι σύντομα θα ευωδοθούν οι πόθοι της απελευθέρωσης της Χαλκίδας με την εξέχουσα στρατηγική θέση που κατέχει, ελέγχοντας έτσι σε σημαντικό βαθμό την εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων στην Εύβοια και την Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Δυστυχώς όμως για τον εθνικό και ευβοϊκό αγώνα ο Αγγελής Γωβιός πέφτει νεκρός το Μάρτη του ’22 σε μια πολυσηζητημένη για τα αίτια συμπλοκή, που έφερε όμως το γνωστό τραγικό αποτέλεσμα σ’ αυτή την τόσο κρίσιμη περίοδο του ευβοϊκού αγώνα. Ο χαμός του Αγγελή αποδυναμώνει το μέτωπο των επαναστατών, δημιουργεί σύγχυση και απογοήτευση, αναζωπυρώνονται οι προσωπικές διενέξεις των καπεταναίων της περιοχής, βασιλεύουν οι ίντριγκες και το πάθος της φιλαρχίας που υποδαυλίζεται τεχνηέντως από την άστοχη διοίκηση του Αρείου Πάγου, η οποία - ηγούμενη του Ιωάννη Κωλέττη – εδρεύει στην Ιστιαία και διαρκώς υπονομεύει τις πολεμικές ενέργειές του Οδυσσέα Ανδρούτσου για την απελευθέρωση της Χαλκίδας και της Καρύστου και δημιουργεί τους αιματηρούς αδελφοκτόνους εμφύλιους πολέμους. Και όλα αυτά σε μια περίοδο κατά την οποία, όπως μας λέγει ο Ναθαναήλ Ιωάννου: « Ο τόπος ήτο έρημος ανθρώπων και ζώων. Εδώ έβλεπέ τις σώμα νεκρόν καταβίβρωσκόμενον υπο θηρίων και ορνέων και εκεί οστά πλέον γυμνά». Σ’ αυτό αναμφίβολα είχε συμβάλλει τα μέγιστα κι ο ερχομός των βάρβαρων ορδών του Μπερκόφτσαλη στα 1823, που σάρωσε τα πάντα στο πέρασμά του από τον Εύριπο ως το Ξηροχώρι , ενώ μια άλλη κολώνα (μεγάλη τουρκική στρατιωτική μονάδα) χτένισε βαρβαρικά την Καρυστία. Κι έγιναν πολλές ΄μάχες και χύθηκε πολύ αίμα και δάκρυ στον τόπο σ’ όλην την οικουμένην. Έτσι είχε η κατάσταση στο ευβοϊκό μέτωπο ως το τέλος του αγώνα με μόνο ουσιαστικό ηγέτη πλέον το Νικόλα Κριεζώτη, ο οποίος αντιπάλευε τον κατακτητή με πενιχρά μέσα μα με έξυπνα στρατηγήματα και απαράμιλλη γενναιότητα, έχοντας όμως κατά περιόδους σημαντική βοήθεια από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο – πριν τον δολοφονήσει μετά σκληρόν βασάνων ελληνικό χέρι στα 1825 – αλλά και τον Κάρολο Φαβιέ με το τακτικό σου στράτευμα. Αυτός λοιπόν ο Κριεζώτης – αφού πολέμησε και σε πολλά άλλα μέτωπα εκτός Ευβοίας – θα βάλει την υπογραφή του στα 1829 και στις τελευταίες δυο μάχες που έγιναν στην περιοχή μας κατά την πολυτάραχη περίοδο του 1821: στον Ανηφορίτη (Ριτσώνα) και στη Πέτρα της Βοιωτίας, που έκριναν εν πολλοίς την οριοθέτηση του Νεοελληνικού κρατιδίου. Δυστυχώς όμως τα Πρωτόκολλα του Λονδίνου και οι συνθήκες των Μεγάλων Δυνάμεων με τα πολλά και αντικρουόμενα συμφέροντα στον ελλαδικό χώρο, δεν κατάφεραν να εντάξουν στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος το Γριπονήσι (παρ’ ότι προβλεπόταν κάτι τέτοιο), γιατί αρνούνταν να παραδώσουν τα κάστρα του οι κυρίαρχοί τους, χωρίς προηγουμένως να αποζημιωθούν αδρά για τα κτήματα που κατείχαν, πράγμα που συνέβη μετά τις παραινέσεις του Καποδίστρια προς φιλογενείς και ξένους κεφαλαιούχους, οι οποίοι εξαγόρασαν σημαντικό μέρος τούτων. Τελικά, μετά από πολλές διαπραγματεύσεις και ασφυκτικές προς τον Ομέρ πασά της Καρύστου πιέσεις αυτός ο αδιάλλακτος δυνάστης του Ευβοϊκού λαού εξαναγκάστηκε να παραδώσει το κάστρο του Ευρίπου δι’ αντιπροσώπου στον εντολοδόχο κυβερνητικό παράγοντα Ιάκωβο Ρίζο Νερουλό για να μπεί πλέον ο τόπος μας στο ελπιδοφόρο δρόμο της ανασύνταξης και της δημιουργίας. Κλείνοντας εδώ τη γενική και σύντομη αναφορά μας στον ευβοϊκό αγώνα με τις δεκάδες μεγάλες και μικρές μάχες απ’ άκρο σε άκρο στο Γρηπονήσι, με τις αναρίθμητες θυσίες, τις διώξεις, τους κατατρεγμούς, την αδάμαντη πείνα, τις πανδημικές αρρώστιες και τα βάσανα που υπέστη ο λαός μας, μα και με το γλυκανάσασμα του εαρινού δροσαγεριού της Λευτεριά που πραϋντικό και ελπιδοφόρο ξεδιπλώθηκε στον ευβοϊκό ουρανό εκείνο τον αναστάσιμο Μάρτη του ’33, θα παρουσιάσουμε τώρα διεξοδικότερα, την προσφορά στον ευβοϊκό Αγώνα τριών παλικαριών που πρωτοστάτησαν στα γεγονότα του Γρηπονησιού: του Οδυσσέα Ανδρούτσου, του Αγγελή Γοβιού και του Νικόλα Κριεζώτη. Αρχή κάνουμε με τον αϊτό της Ρούμελης, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον «καλύτερο απ’ όλους τους άλλους στρατιωτικούς», κατά τον Πατριδοφύλακα Μακρυγιάννη, τον Οδυσσέα με τα εξαιρετικά στρατηγικά προτερήματα μα και τα μεγάλα ελαττώματα του χαρακτήρα του. Το ειδικό βάρος της ανάδειξης της προσφοράς του Δυσσέα στον ευβοϊκό Αγώνα θα κάμει - γραμματέας του Διαλεκτικού Ομίλου Χαλκίδας, πρώην αντιδήμαρχος Πολιτισμού της πόλεώς μας και με τριαντάχρονη ενεργή παρουσία στα αυτοδιοικητικά πράγματα της Χαλκίδας – κα Γεωργία Χαϊνά. Κα Χαϊνά, ο Δυσσέας, που «Σαν βράχος ήταν οι πλάτες του / σαν κάστρι η κεφαλή του / και τα πλατιά τα στήθη του / τοίχος χορταριασμένος» σας καρτερεί στο αποψινό συναπάντημά σας με τη δίκοπη κάμα της ματιάς του, τη βγαλμένη μεσ’ απ’ το θηκάρι της άγνοιας και της αγνωμοσύνης. Η παραγωγή και η προβολή των διαφανειών είναι έργο του καθηγητή Ανδρέα Κοντού. « Ο (κουμπάρος) μου, ο Κωλέτης, γιόμωσε τον Γκούρα λίρες. Του γιόμωσε το δισάκι του απ’ αυτές κι από τα λάφυρα του Νοταρά και του Σισίνη, κι αλλουνών. Το ίδιο και τον Κατζικοστάθη. Αφού τους έκαμε αυτήν την καλοσύνη ο Κωλέτης, (μας λέγει ο Στρατηγός Μακρυγιάννης) τον πουλημένον άνθρωπον κι άρπαγον τον έκαμε αρχηγόν να πάγει αναντίον του Δυσσέως. Το μαθαίνει ο Δυσσέας, άλλο δεν είχε καταφύγιον να σταθεί εις την Ελλάδα, σηκώνεται και πάγει εις τους Τούρκους και γίνεται με το στανιόν Τούρκος, να γλιτώσει. Καθώς έκαμε ο Μαυροκορδάτος τον Βαρνακιώτη κι άλλους και πήγαν εις τους Τούρκους και γλίτωσαν. Ετζι πάγει κι ο δυστυχής Δυσσέος. (…) Πήγε, λοιπόν, ο Γκούρας με το φουσάτο του αναντίον του Δυσσέα. Ακούγοντας ότι έρχεται αναντίον του ο δικός του ο Γκούρας, το παιδί του, οπού αυτός τον δόξασε, μπιστεύτηκε και βγήκε και παραδόθη εις το παιδί του. Τον πήγε εις την Αθήνα και τον σκότωσε. Τελείωσε πλέον ο κύριος Κωλέτης ( ο νεκροθάφτης των αγωνιστών) κι από τον τρίτον αντίζηλόν του». Αλλού, στ’ Απομνημονεύματά του ο Μακρυγιάννης σημειώνει: «Οι μεγάλοι άνθρωποι κάνουν μεγάλα λάθη. Οι μικροί κάνουν μικρά.» Το αν έκαμε μεγάλα σφάλματα ο Ανδρούτσος, το αν παρεξηγήθηκε σκοπίμως ή από άγνοια ή από σύγχυση λόγω της έντασης των γεγονότων της εποχής, το αν υπονομεύθηκε το έργο του από τους άκαπνους πολιτικάντηδες της εποχής – που τόσο κατέκρινε τα μιμόζικα φερσίματά τους – επαφίεται στην κρίση του καθένα μας, έχοντας ως παραστάτη του και τα όσα σημαντικά μας κατέθεσε προηγουμένως η κα Χανιά. Και τώρα τραγούδι: «Μακρυγιάννης». Στο πιάνο η Όλγα Κετσεμενίδου. Στο μικρόφωνο η Ρένα Σπυριδάκη. «Του ανδρειωμένου τ’ άρματα δεν πρέπει να πουλιώνται / μόν’ πρέπει τους στην εκκλησιά κι εκεί να λειτουργιώνται/ Πρέπει να κρέμονται ψηλά σ’ αραχνιασμένο πύργο/ να τρώει η σκουριά το σίδερο κι η γή τον αντρειωμένο», μας λέει το δημοτικό τραγούδι. Κι ήτανε πράγματι μεγάλο, ανδρειωμένο παλικάρι ο Ανδρίτσος, όπως και ο Λιμνιός Αγγελής Γοβιός , τον οποίο απέστειλε στην Εύβοια τον Ιούλη του ’21 για να αντικαταστήσει το μέθυσο και ανίκανο οπλαρχηγό Βερούση Μουτσανά, που τόσα δεινά επέφερε με τις ανεκδιήγητες ενέργειές του στα επαναστατικά στρατεύματα της Βορειοκεντρικής Εύβοιας. Για τον Αγγελή Γοβιό θα μας μιλήσει η κα Κυριακή Τσιλιβαράκη, εργαζόμενη στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Την απαγγελία του ευβοϊκού δημοτικού τραγουδιού που αναφέρεται στο θάνατο του Αγγελή Γοβιού – κατά «Την ώρα που παίρναν ν’ ανθίσουν τα κλαδιά, μα η πάχνη δεν τ’ αφήκε» - την έκαμε η κα Μαρίκα Σακελλάρη. Ο πρόωρος χαμός του Αγγελή κλώνισε τους επαναστάτες, τους έφερε θλίψη, κατήφεια και απόγνωση, ενώ στους Τούρκους μεγάλη ανακούφιση και χαρά. Η κεφαλή του μαζί με αυτήν των δυο νεκρών συναγωνιστών του έγινε δημόσιο έκθεμα στο κάστρο του Ευρίπου και τα κανόνια ηχοβολούσαν χαρωπά επι οκταημέρου. Σήμερα, δεκαετίες μετά, στο λόφο των Βρυσακίων όπου μεγαλούργησε, παλεύοντας να αποκόψει την από ξηράς επικοινωνία των Τούρκων μεταξύ βορείου και κεντρικού τμήματος του νησιού, υπάρχει ετούτη η επιγραφή: «Σ’ αυτά τα χώματα πολέμησε ηρωικά, ενίκησε και θυσιάστηκε ο γενναίος σταυραετός της Εύβοιας καπετάν Αγγελής Γοβιός». «Μια χούφτα απόγονοι εκείνων των παλαιών Ελλήνων χωρίς ντουφέκια και πολεμοφόδια και τ’ άλλα αναγκαία του πολέμου ξεσκεπάσαμεν τη μάσκαρα του Γκραν Σινιόρε, του Σουλτάνου, που εσκίαζεν τον Ευρωπαίον (…). Και αν δεν τον ’φοδίαζεν ο Ευρωπαίος , ήξερες που θα πηγαίναμεν μ’ εκείνη την ορμή (όπου ’χαμεν πάρει). Ύστερα μας γιομώσανε και φατρίες …» (Στρατηγός Μακρυγιάννης). Ετσι, με πενιχρά μέσα, πεινασμένος, γυμνός και κατατρεγμένος πολέμησε τότε ο λαός μας, μα με μέγα πάθος για τη Λευτεριά του. Κι αν τον άφηναν …. Αν τον άφηναν!... Στα Βρυσάκια, λοιπόν όπου έγινε και η ομώνυμη μάχη κατά του Ομέρ Βρυώνη, παρουσιάζεται στο Γοβιό ένας νεαρός βοσκός με την γκλίτσα του, του συστήνεται ως Νικόλας από τα Κριεζά και του ζητάει όπλο. Και ο σταυραετός του Γριπονησιού του αποκρίνεται: «Ορέ, Νικόλα Κριτζώτη, σαν θες όπλο, σκοτώνεις Τούρκο και παίρνεις». Έτσι κι έγινε. Και λίγο μετά ανδραγαθεί στην ιστορική σύγκρουση κατά των Τούρκων του Ομέρ Βρυώνυ. Και τούτο πολύ εκτίμησε ο αρχικαπετάνιος του Αγώνα και τον έστειλε στην Καρυστία ηγηθεί του κινήματος της περιοχής. Για τη συνολική δράση του Νικόλα Κριεζώτη θα μας μιλήσει μια ευγενική φυσιογνωμία της Νέας Αρτάκης, η κυρία Έφη Ιωσήφ. Την απαγγελία του ποιήματος του Σ. Συνοδινού έκαμε η κα Ευαγγελία Περγάμαλη. 1843 Σεπτεμβρίου 3. Στρατηγός Μακρυγιάννης: «Στέργω στανικώς με μίαν παρατήρησιν. Να βαστάξετε, να στείλωμεν του Κριτζώτη, οπού τον έχω ορκισμένον, να μπορέσει ναρθεί με καμιά τριακοσαριά ανθρώπους, ν’ ανθέξωμεν. Έ, στέργω επίτηδες άνθρωπον δια νυκτός εις την Χαλκίδα και του μίλησε κι είναι έτοιμος ναρθεί». 1847. « Σηκώνεται ο Κριεζώτης εις την Χαλκίδα. Πάγει ο Γαρδικιώτης με όλη τη δύναμη, πολεμούν. Κόβει το κανόνι το χέρι του Κριτζώτη. (…) Ε, ο Κωλέτης κιντύνεψε τον Κριτζώτη και αλλουνούς και τους έδιωξε από την πατρίδα τους, οπού ’χυσαν το αίμα τους εις τους κιντύνους της, και πάνε εις την Τουρκία, να βρούνε άσυλο». «Αυτός ήταν ο Κριεζώτης: στρατηγένης του Αγώνα, ήρωας του Ανηφορίου και φρουρός του Παρθενώνα. Μεταξύ του Οδυσσέα και του Γκούρα έχει έδρα και το όνομά του θέλει τους αιώνες διατρέχει. Στην Εύβοια, αφού επάταξε την τυραννία του Όθωνα, με γενναιότητα επροτίμησε τη σκληρή αειφυγία»! Αθανάσιος Χρυσολόγης (1861) «Το ’21, μας λέγει ο Γιάννης Σκαρίμπας, μίλησε με τοων καρυοφιλιών τιςντουφεκιές και των γιαταγανιών της αδράξες». Κι ο Νικόλας Κριεζώτης το ετήρησε απαρέκλητα. Από τους πρώτους μπήκε, τελευταίος αποχώρησε. Και στον αντιδυναστικό αγώνα πάλι πρώτος. Προτού κλείσουμε το αφιέρωμά μας στο ευβοϊκό Εικοσιένα με το μουσικό επίλογο που θ’ ακολουθήσει σε λίγο, θα ήθελα να ολοκληρώσω την παρουσία μου με ένα απόσπασμα από τα Απομνημονεύματα του υπασπιστή του Κολοκοτρώνη Φωτάκου: «Εκείνους εκ των Ελλήνων πρέπει να επαινώμεν και να μακαρίζομεν, που άφησαν τα ίδια έργα και συμφέροντα και έτρεξαν, εκοπιάσασαν και εθυσιάστηκαν δια την κοινήν ελευθερίαν και δια την εθνικήν δόξαν, και δεν εμισθώθησαν δι’ απόλαυσιν υλικήν. Τούτων τα ονόματα και τας πράξεις πρέπει να αναγράψωμεν με χρυσά γράμματα δια να σώζεται η εθνική φιλοτιμία». Κι εμείς απόψε συνοδοιπορώντας μ’ αυτούς τους άξιους Έλληνες του ’21 στο δικό τους τραχύ κι αμάραντο «Δρόμο των θυσιών και της δόξας», θεωρούμε πως επάξια εκάμαμε το καθήκον της απόδοσης τιμής τους με ετούτο το αφιέρωμα που πραγματοποιήσαμε.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου