ΓΕΦΥΡΑ

eviahistοry.gr

Σάββατο 18 Ιουλίου 2020

ΠΑΡΘΕΝΙ


Παρθένι

            «"Παρθένιον πόλις Ευβοίας, το εθνικόν Παρθένιος και Παρθενεύς", ως λέγει ο Στέφανος Βυζάντιος. Νυν δ’ ούτω καλείται χωρίον μικρόν του δήμου Δυστίων, απέχον του Αλιβερίου ώρας δύο και ημίσειαν» και έχων κατοίκους 191 κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, σύμφωνα με τον Κων/νο Γουναρόπουλο στην "Ιστορία (του) της νήσου Ευβοίας" (σελ. 125, 64).
            Λίγο πριν (στα 1830) το συναντάμε στην απογραφή του Ν. Καλογερόπουλου  (που έγινε με εντολή του κυβερνήτη  Ι. Καποδίστρια), να περιλαμβάνεται στον κατάλογό του με δέκα οικογένειες, ενώ στους φορολογικούς καταλόγους του 1474  απουσιάζει παντελώς. Αυτό δε σημαίνει πως ο τόπος τούτος έπαψε να κατοικείται  από ανθρώπους, καθώς – τουλάχιστο – στο λόφο "Τούρλι" (που βρίσκεται σε υψόμετρο 655μ. και επί  ισοπεδωμένης κορυφής, όπου υπήρχε μεσαιωνικός πύργος, ο οποίος προ πολλού έχει αφανιστεί), η κατοίκηση ήταν αδιάλειπτη. Μάλιστα, κατά την τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας τα Θαρούνια ήταν (μαζί με το Κάδι, το Βαρυβόμβι, το Γαβαλά και άλλους τόπους) ένα εκ των είκοσι τεσσάρων Σουλτανικών χωριών της Εύβοιας.  

          Εκτός αυτού,  στην περιοχή του Παρθενίου (3χμ.  νότια του χωριού και  σε λόφο με υψόμετρο 570 μ.) υπάρχει περιφερειακό τείχος, που θεωρείται πως ήταν η ακρόπολη της αρχαίας πολίχνης της αφιερωμένης στην Παρθένο των Ελλήνων θεά Ήρα, την οποία (κώμη) μνημονεύει  – ως είδαμε –  ο Σ. Βυζάντιος, καθώς και ο μέγας Υμνωδός του Ωραίου Βοιωτός ποιητής Πίνδαρος, ο οποίος και σημειώνει: «Και εν Ευβοία Παρθένος εκαλείτο και ο ποταμός Παρθένιος, ος Ίμβρασσος εκλήθη».                                           
          Η  πολίχνη ετούτη (ταυτοποιημένη στις μέρες μας από ανευρεθείσα, σχετική, αρχαία επιγραφή) αποτελούσε εκείνη την εποχή έναν από τους 50 δήμους της ‘‘αρχαίας πόλης-κράτος Ερέτρια’’, η οποία έλεγχε, τότε, όλη τη νοτιοκεντρική Εύβοια και σημαντικό μέρος  των Βορείων Κυκλάδων. 
           Στην περιοχή  του οχυρού υπάρχουν τα ερείπια  τριών κτισμάτων και μέσα σ’ αυτό λιθοσωροί προερχόμενοι από το ίδιο το φρουριακό συγκρότημα ή τα υπάρχοντα, σε άλλες εποχές,  κτίρια.
          Από τα τρία ερειπωμένα κτίρια με τις ευδιάκριτες βάσεις τους, το ένα είναι διαστάσεων 8Χ8 μέτρων, το δεύτερο σημαντικά μικρότερο και το τρίτο ελλειψοειδούς μορφής με μέγιστη διάμετρο 3μ. Το τελευταίο, καθώς εσωτερικά έχει επάλειψη σκληρού κονιάματος, πιθανολογείται πως χρησίμευε ως δεξαμενή για τις ανάγκες του οχυρού.                                                                                                   
          Στο εσωτερικό του Καστριού, εκτός των προαναφερθέντων, υπάρχει κι ένας ερειπωμένος ναΐσκος, που είναι αφιερωμένος στον Άγιο Δημήτριο, γεγονός που  αποδεικνύει περίτρανα τη χρήση του κάστρου από τους κατόχους του ευβοϊκού χώρου και κατά τη Μεσαιωνική – τουλάχιστο – εποχή.
           Ο Αδαμάντιος Σάμψων την ύπαρξη του οχυρού (που έχει οπτική επαφή με τα αντίστοιχα Potiri  της Οχτωνιάς, Τραχηλίου και Ριζόκαστρο Αλιβερίου) την αναγάγει σε πολύ μεγάλο χρονικό βάθος, στην προϊστορική εποχή, καθώς εκεί εντόπισε νεολιθικά δείγματα. Ομοίως, ο Αλέξανδρος Καλέμης, αναφέρεται και αυτός στην ίδια οχυρή θέση χαρακτηρίζοντάς την ως  «ερειπωμένη οχύρωση της Νεολιθικής   περιόδου».
           Ο ίδιος συγγραφέας σημειώνει επίσης στην "Αποκάλυψη της Εύβοιας" πως στο Παρθένι «κατά την Τελική Νεολιθική περίοδο (4.000-3.000 π.Χ) αναπτύσσεται σημαντικός οικισμός στη θέση Ερημόκαστρο».
             Για το Καστρί ή Ερημόκαστρο ο αρχαιολόγος Αδαμάντιος Σάμψων στο σύγγραμμά του «Η Νεολιθική και Πρωτοελλαδική Ι στην  Εύβοια» σημειώνει:
             «Ερημόκαστρο (Παρθένι). Βραχώδες, απόκρημνο ύψωμα σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από το Παρθένι. Στα βόρεια του δρόμου, που συνδέει το Παρθένι με το Γυμνού, σε μια ορεινή περιοχή, υπάρχει ένα οροπέδιο με αραιή βλάστηση, μη καλλιεργούμενη σήμερα. Είναι βραχώδες, ασβεστολιθικό (έξαρμα), στην κορυφή του οποίου έχουν βρεθεί λείψανα μεσαιωνικών οχυρώσεων. Από εκεί, υπάρχει υπέροχη θέα προς τη Δίρφη, τον Όλυμπο Γυμνού, το Νότιο Ευβοϊκό και τον κάμπο του Αλιβερίου. Έτσι, ελέγχεται όλη η περιοχή από το Παρθένι ως το Τραχήλι, τα Θαρούνια και τα βουνά της Σκοτεινής.                                                                                 
              Η κορυφή του λόφου, που δεν έχει μεγάλη έκταση, είναι ισοπεδωμένη. Σε πολλά σημεία μόνο ο ασβεστολιθικός βράχος φαίνεται. Στη δυτική του πλευρά διακρίνονται λείψανα τοίχων, που ίσως είναι απομεινάρια προϊστορικών κτιρίων. Τα όστρακα βρέθηκαν στην κορυφή και στη δυτική του πλαγιά.
            Κεραμική: α. Όστρακα με ακάθαρτο πηλό, ερυθρόχρωμο εξωτερικό και τεφρό τον πυρήνα. Πηλός με σαπωνοειδή υφή. Ανήκουν σε μικρά, ανοιχτά αγγεία και μεγάλα οικιακά σκεύη με κάθετες λαβές και αποφύσεις. Μια ταινιόσχημη λαβή φέρει εγχαράξεις.
             β. Όστρακα με καθαρό πηλό. Μερικά φέρουν ερυθρό επίχρισμα. Τμήμα από χείλος μικρού, ανοιχτού αγγείου.
             Λίθινα: Πολλά κομμάτια οψιανού, δύο κομμάτια λεπίδων 0,02 μέτρων και 0,017 αντιστοίχως, κομμάτια από λίθινα σκεύη, τμήμα ελλειψοειδούς ή στρογγυλού μυλόλιθου από γρανίτη, του οποίου η επάνω και η κάτω πλευρά είναι επίπεδες.»
             Ο ίδιος συγγραφέας σε άλλο σημείο του βιβλίου του και στο σχετικό για την Τελική Νεολιθική εποχή κεφάλαιο, αναφέρει πως συνεχιζόταν η κατοίκηση της οχυρής θέσεως του Καστριού, όπως και η κατεργασία ή χρήση του εκ Μήλου προερχομένου ηφαιστιογενούς πετρώματος οψιανός και κατ’ εκείνη τη βαθύσκια εποχή των πεντέμισι ως έξι χιλιάδων ετών πριν από σήμερα.           
         Το Παρθένι, (που βρίσκεται γαντζωμένο στις όχθες μιας χαράδρας και διαρρέεται από τον Ίμβρασσο ή Παρθενιάτη ποταμό, ο οποίος πηγάζει από το ανατολικό τμήμα των Κοτυλαίων ορέων, διασχίζει το μεσοδιάστημα Αγίου Λουκά – Αγίου Ιωάννη και εκβάλλει δυτικά του Μεσονησίου, στο Αλιβέρι) , απέχει από την πρωτεύουσα  του δήμου Ταμυναίων – όπου ανήκει – περίπου 14 χμ. και στις μέρες μας έχει  λιγότερους από τετρακόσιους ανθρώπους, που έφτασε να κατοικείται σε αλλοτινές, καλύτερες για την ελληνική ύπαιθρο, εποχές.
          Την ονομασία του το Παρθένι  την οφείλει στη θεά των Ελλήνων Ήρα την Παρθένο, η οποία λατρευόταν στην ευβοϊκή χώρα με ιδιαίτερη λαμπρότητα κατά την περιλάλητη Αρχαία Ελληνική Εποχή.
          Μια άλλη εκδοχή αναφορικά με  την ονομασία του τόπου σχετίζεται με την Τουρκοκρατία. Η παράδοση, λέει, λοιπόν, πως  οι γέροντες του χωριού παρέμεναν με τις νεαρές Παρθενιάτισσες στο Ερημόκαστρο, προστατεύοντάς τες από τα επίβουλα μάτια  των Οθωμανών και έτσι οι γονείς τους με λιγότερες, πλέον, έννοιες καταπιάνονταν   με τις πολύμοχθες αγροτοκτηνοτροφικές τους  εργασίες.  Κάποτε, λέγεται, πως οι Τούρκοι πληροφορήθηκαν με προδοσία  τα όσα συμβαίνουν στο κάστρο, και μια και δυο  το καταλαμβάνουν, κατασφάζουν τους γέροντες και βιάζουν τις έρημες παρθένες του χωριού. Έκτοτε, λέει (η συλλογική μνήμη του τόπου), ετούτο το μέρος, που έγινε ο τόπος θυσίας των αγνών παρθένων του χωριού,  έλαβε –προς τιμήν τους – την ονομασία Παρθένι.
          Ετούτη η ιστορία δίνεται και ελαφρώς τροποποιημένη, καθώς λέγεται πως: Μια ημέρα κάποια γερόντισσα, η οποία είχε κατέβει στη θέση Βασιλικές (όπου ευρίσκονταν πηγές ύδατος) για να μεταφέρει νερό στο κάστρο, συνελλήφθη από τους Τούρκους και αφού απειλήθηκε απ’ αυτούς, εξαναγκάστηκε να προδώσει μια μυστική δίοδο, που οδηγούσε στην καρδιά του Καστριού, με αποτέλεσμα να συμβούν  τα όσα προαναφέραμε.
       Άλλη εκδοχή θέλει ετούτος ο τόπος να λαμβάνει την ονομασία του από τα πολλά παρθένα δάση, που χαίρονταν εδώ «του ηλιού το χαμογέλι και της γης το τροφαντό περβόλι». 
       Μετά την Απελευθέρωση από τον τούρκικο ζυγό, το Παρθένι, θα βρεθεί υπό τη διοικητική σκέπη: του δήμου Ταμυνείων με έδρα το Αλιβέρι (1836-1848), και στη συνέχεια του δήμου Δυστίων με έδρα το Αλιβέριον (1848-1896), του δήμου Ταμυνείων με έδρα το Αλιβέριον (1896-1912) και του δήμου Ταμυνέων από το 1998. Η αυτοδιοικητική κατακερματιστική αναδιάταξη του 1912 ορίζουν το Παρθένι ως ανεξάρτητη κοινότητα, η οποία, όμως, είχε υπό τη δικαιοδοσία της  και την Παναγιά.
      Οι κάτοικοι του Παρθενίου ασχολούνται βιοποριστικά, κυρίως, με: τη γεωργία, την κτηνοτροφία και τη μισθωτή εργασία σε υπηρεσίες ή σε εργοστάσια της περιοχής Αλιβερίου.  
      Καθολικό του Παρθενίου είναι ο Ι.Ν. της Θεοτόκου, ο οποίος εορτάζει στις 8 Σεπτεμβρίου (Γενέθλιον της Παναγίας Παρθένου).
       Άλλοι ναΐσκοι του τόπου είναι: ο Άγιος Νικόλαος (τρίκλιτη βασιλική χτισμένη επί άλλου εκκλησιδίου και χρησιμοποιούμενη ως Κοιμητήριο),  ο Άγιος Δημήτριος (στο χώρο όπου εκτεινόταν το βυζαντινό Παρθένι, με οικοδομικά λείψανα της εποχής  σε ετούτον το χώρο), ο Άγιος Γεώργιος και ο Άγιος Αθανάσιος.













                                   Π α ν α γ ι ά
          Η Παναγιά  βρίσκεται μεταξύ των  οικισμών Παρθενίου και  Θαρουνίων και, μάλιστα, σε υψόμετρο 460 μέτρα. Αρχικά, (από το 1836 ως Παναγία) ανήκε στο δήμο Ταμυνείων, Δυστίων, Ταμυνέων και ακολούθως (από το 1912 ως το 1998) στην κοινότητα του Παρθενίου. Σε προγενέστερες του σήμερα εποχές είχε περί τους 120 κατοίκους.
         Ο οικισμός ετούτος θεωρείται πως σχματίστηκε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας από βοσκούς άλλων περιοχών που κατέφευγαν εδώ για ν’ αποφύγουν τη βαναυσότητα των Οθωμανών και, συνάμα, να βόσκουν στις κλιτείς των λόφων του Κοτυλαίου όρους τα ποιμνιοστάσιά τους.
      Στο έδαφος όπου δημιουργήθηκε αυτός ο οικισμός, υπήρχε ναΐδριο της Παναγίας, από το οποίο ο τόπος ονομάστηκε Παναγία/Παναγιά. Σήμερα, ο περίβολος του ναΐσκου χρησιμοποιείται ως νεκροταφείο.
     Κτιριακά λείψανα στο οροπέδιο Κουμάι είναι δηλωτικά της κατοίκησης του χώρου  επί Βυζαντίου και Ενετοκρατίας. Πρόκειται για έναν μικρό αγροτοκτηνοτροφικό οικισμό, που έλαβε την ονομασία του από τον πρώτο του οικιστή, τον Κούμα. Το τέλος ετούτου του οικισμού – κατά την παράδοση – επήλθε είτε από τις ορδές του Μωάμεθ Β΄, που ερήμωσαν στα 1470 μεγάλο μέρος του ευβοϊκού χώρου, είτε από τα στρατεύματα του Ενετού Μοροζίνι στα 1688. 
      Καθολικό (κεντρική εκκλησία) του οικισμού της Παναγιάς είναι ο Ι.Ν. του Αγίου Νικολάου, ο οποίος έχει κατασκευαστεί το 1887. 









                               




Δεν υπάρχουν σχόλια: